Ο Λεωνίδας Βελής αποκαλύπτει την ιστορία της ζωής του και των τραγουδιών που έντυσε με τη φωνή του

Μία από τις σπουδαιότερες φωνές της ελληνικής δισκογραφίας, ο Λεωνίδας Βελής αφηγείται συναρπαστικές ιστορίες από την Αμερική και την καριέρα που έκανε στην Ελλάδα, αποκαλύπτοντας και τις ιστορίες πίσω από τις μεγάλες επιτυχίες του: "Με Σένα Πλάι Μου", "Αγάπη Όλο Ζήλεια", "Με Το Στόμα Γεμάτο Φιλιά", "Συλλαβιστά, Ψιθυριστά", "Και Νάταν Όλα Ψεύτικα" κ.ά., κάνοντας και (αυτοκριτική). Μία συνέντευξη έξω από τα δόντια, που λέει σκληρές αλήθειες...
Λεωνίδας Βελής: Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη ως Λεωνίδας Σιναΐδης από γονείς που ήρθανε από τη Μικρά Ασία: η μάνα μου, η Δήμητρα, από τη Σμύρνη και ο πατέρας μου, ο Παναγιώτης, από την Κασταμονή. Άνθρωποι κουρασμένοι, άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, άνθρωποι που χάσανε την πατρίδα τους και ήρθανε σε ξένο οικόπεδο. Εδώ πέρα ήρθανε μικρά παιδιά, εδραιωθήκανε, προσπαθήσανε να ζήσουνε, κατά κάποιο τρόπο τα καταφέρανε, κατά κάποιο τρόπο πέσανε έξω, αλλά αυτό το οποίο ζούσανε εκεί πέρα δεν μπορούσανε να το ζήσουνε εδώ διότι εκεί, στα μέρη τα δικά τους, ήταν άρχοντες. Εδώ βρεθήκανε να γίνουνε κάτι χειρότερο από εργάτες εκείνα τα χρόνια. Δύσκολα χρόνια. Μιλάμε για το 1922. Εδώ γεννήθηκα εγώ και τα αδέρφια μου. Ένιωσα πατρίδα μου τη Θεσσαλονίκη, άκουγα τον πατέρα μου που μου μιλούσε, άκουγα τη μητέρα μου που έλεγε τις δικές της ιστορίες για τα μέρη τα δικά τους, η καρδιά μου φτερούγισε προς τα κει διότι τα παιδιά, ξέρεις, παρασύρονται από τα λεγόμενα του πατέρα και της μητέρας, και σιγά-σιγά άρχισα να φτιάχνω τη δική μου εικόνα για το τι θέλω να κάνω. Τραγουδούσα στο σπίτι μέσα και με άκουγε η γειτονιά και λέγανε στον πατέρα μου:
- Κυρ Παναγιώτη, τι φωνή έχει ο γιος σου! Κάτι πρέπει να κάνεις με το παιδί αυτό!
- Τι να τον κάνω;
- Να τον κάνεις τραγουδιστή!
- Σώπα βρε, που θα τον κάνω τραγουδιστή!
Ήταν αρνητικός. Τα ίδια και η μητέρα μου.
- Τραγουδιστή; Τί είναι αυτά που λες; Θα μάθει μία τέχνη ο γιος μου και εκεί θα πορευτεί!
Και μου κόβανε τα φτερά. Και να ήθελα να πετάξω, δεν μπορούσα διότι οι γονείς μου δεν θέλανε να γίνω τέτοιο πράγμα. Έμπαινα στο δωμάτιό μου και τραγουδούσα 4-5 ώρες. Με άκουγε όλη η γειτονιά, γιατί εδώ πέρα όλα τα σπίτια ήταν χαμόσπιτα. Όλα ήτανε χαμηλά και είχανε αυλή ο ένας με τον άλλον. Με ακούγανε, δηλαδή, και 100 μέτρα μακριά! Δεν ήξερα, όμως, τι να κάνω, ήτανε φτωχά τα χρόνια, ήτανε χρόνια που η Ελλάδα έπρεπε να πάρει τα επάνω της και χρειαζότανε τη δύναμη του λαού για να γίνει αυτή η σκέψη πραγματικότητα. Αναγκάστηκα να δουλέψω κάποιο διάστημα στην οικοδομή, έβγαλα το Γυμνάσιο, και μετά, στον στρατό που πήγα, είδα ότι βγαίνοντας από τον στρατό δεν υπάρχει ελπίδα για μένα εδώ πέρα. Έτσι σκεφτόταν το παιδικό μου το μυαλό εκείνα τα χρόνια. Άλλα τα χρόνια τότε, Κώστα, άλλες σκέψεις, άλλοι άνθρωποι, άλλη ζωή, και πήρα την απόφαση να μεταναστεύσω στην Αμερική και συγκεκριμένα στο Σικάγο. Εκεί ήθελα να σπουδάσω Business Administration. Πήγαινα και μάθαινα εγγλέζικα -έπρεπε να κάνω πρώτα αυτό το βήμα για να μπορέσω να σπουδάσω- και στο Σικάγο γνώρισα μια κοπέλα, την οποία αγάπησα πάρα πολύ. Μια χορεύτρια ήτανε και τα βράδια πήγαινα στο club όπου δούλευε, το Olympic Flame, και εκεί τα φτιάξαμε. Ήτανε τρεις αδερφές αυτές και μετά από κάνα δύο μήνες τις έδιωξε το αφεντικό και φύγανε και πήγανε στο Los Angeles, όπου μετά από κάποιο διάστημα πήγα κι εγώ. Όταν ήμασταν μαζί, εγώ τραγουδούσα και μου έλεγε:
- Μα τι φωνή είναι αυτή που έχεις! Γιατί δεν φεύγεις στην Ελλάδα;
Εν τω μεταξύ, εγώ ήθελα να σπουδάσω, να γίνω κάτι για να έχω μια σταθερή δουλειά στα χέρια μου και όχι να είμαι υπάλληλος του καθενός. Τώρα θα μου πεις, άμα σπούδαζα πάλι υπάλληλος θα ήμουνα, αλλά θα ήμουν υπάλληλος πολυτελείας. Στο Los Angeles, αυτή μίλησε στο αφεντικό της για μένα ότι «ξέρεις, ο δικός μου τραγουδάει» κ.λπ. -εγώ ήμουνα τότε 22-23 ετών- και ένα βράδυ που δεν είχε πολύ κόσμο, γιατί εκεί πέρα κλείνανε στις 2 μετά τα μεσάνυχτα -αυτό ήτανε το ωράριο του Los Angeles- μου λέει:
- Πες μας κι ένα τραγούδι! Η Μαρία μού είπε ότι τραγουδάς ωραία!
Δειλά-δειλά και χωρίς να το θέλω, αλλά και να το θέλω, ανέβηκα στην πίστα πάνω και τραγούδησα. Αυτός τρελάθηκε με μένα. Ήταν η πρώτη φορά που έπιανα μικρόφωνο στα χέρια μου! Αλλά ήξερα τόσα πολλά τραγούδια, Κώστα, και είχα τόσο μεγάλο ρεπερτόριο, που άκουγα ένα τραγούδι και το μάθαινα. Τόσο γρήγορος ήμουν. Αυτός ο Nick, Νίκος ήταν το όνομά του, μου είπε:
- Δεν ξέρω τι κάνεις εκεί πέρα στο Σικάγο, αλλά εδώ θα σου δίνω 200 δολάρια την εβδομάδα, φαγητό και ύπνο και θα τραγουδάς. Και ό,τι πέσει κάτω, από χαρτούρες κ.λπ., θα τα μοιράζεσαι με την ορχήστρα.
Το είδα αυτό και σαν ευκαιρία. Ήταν άδειες οι τσέπες μου. Έκανα και λίγο τον βοηθό σερβιτόρου και ήμουν «στεγνός». Το είδα σαν μία λύση οικονομική, τουλάχιστον προσωρινή. Το προσωρινό, Κώστα μου, έγινε μόνιμο. Μόλις ερχόταν το Σάββατο και μου έδινε τα 200 δολάρια συν κάνα 100άρικο από αυτά που πετούσαν οι Έλληνες όταν χορεύανε, σιγά-σιγά, βδομάδα τη βδομάδα, μήνα με τον μήνα, γιατί έμεινα εκεί πέρα για μεγάλο χρονικό διάστημα, έγινα γνωστός παντού. Να φανταστείς ότι έρχονταν πολλοί καλλιτέχνες Αμερικάνοι να με ακούσουνε, όχι να τραγουδάω αμερικάνικα, αλλά να ακούσουν αυτή τη φωνή και μου λέγανε πολλοί εξ αυτών ότι «κρίμα που δεν γεννήθηκες στην Αμερική». Οι μόνιμοι κάτοικοι του Los Angeles που ερχόντουσαν στο μαγαζί, φεύγοντας μιλούσαν με τους γείτονές τους και έλεγαν «πήγαμε χθες και ακούσαμε έναν τραγουδιστή κ.λπ.» και ερχότανε κόσμος και το μαγαζί κάθε μέρα ήταν γεμάτο. Αυτός ο Νίκος, το αφεντικό, μου έλεγε:
- Εδώ πέρα θα πεθάνουμε μαζί!
Από τότε άρχισα να μαθαίνω αμερικάνικα τραγούδια, γιατί δεν κρύβω να σου πω ότι τραγουδάω σε 6 γλώσσες: αμερικάνικα, ελληνικά, ισπανικά, ιταλικά, εβραίικα και πολωνέζικα. Έμαθα όλες αυτές τις γλώσσες για να έχω επικοινωνία και με τους ξένους ανθρώπους. Έγινα δηλαδή επαγγελματίας με την πραγματική έννοια του όρου, όχι λόγια του ανέμου. Έμαθα πολλά αμερικάνικα τραγούδια, τα καλύτερα ας πούμε, του Presley, του Tom Jones, του Frank Sinatra, του Barry Manilow κ.λπ., πάρα πολλούς καλλιτέχνες, και έμαθα και καμιά 15αριά ιταλικά τραγούδια, από αυτά που αγαπούν πολύ οι Ιταλοί, έμαθα ισπανικά τραγούδια, «Granada», «Guantanamera», και εβραίικα κ.λπ. και ήμουν δακτυλοδεικτούμενος. Τα 200 δολάρια την εβδομάδα, γινήκανε 1.000. Μέσα σε ένα τρίμηνο, έπαιρνα 1.000 δολάρια την εβδομάδα και, αν δεν ήτανε 1000άρικο, θα έπαιρνα 700-800 δολάρια από τα τυχερά. Δεν ήξερα τι να κάνω τα λεφτά. Ξαφνικά ήμουνα πλούσιος -στο μυαλό μου.
Εμφανιζόσασταν ως Βελής από τότε;
Λ.Β.: Όχι, το όνομά μου το κράτησα, Leo Sinaidis (Λίο Σινάιντις), αλλά με φωνάζανε Leo. Μου λέγανε οι Αμερικάνοι φίλοι μου:
- Ωραίο το Sinaidis, αλλά καλύτερα να βάζεις μόνο το όνομά σου στα αμερικάνικα, που είναι Leonidas και είναι πολύ ωραίο όνομα. Βγάλε το Sinaidis και βάλε μόνο Leonidas.
Γιατί οι Αμερικάνοι, άμα τους γράψεις το όνομά μου, διαβάζοντάς το, το προφέρουν σαν Λεονάιντις. Με παροτρύνανε κι έτσι έβαλα το Leonidas. Όταν έφυγα από το μαγαζί αυτό και πήγα αλλού, είπαμε άλλα λεφτά. Κυνηγούσα πολύ τα λεφτά. Τα είχα ανάγκη γιατί ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι μπορούσα να κάνω λεφτά και να ανοίξω μια επιχείρηση δική μου, ένα εστιατόριο πολυτελείας. Στο μυαλό μου αυτό ήθελα και όχι να γίνω τραγουδιστής επαγγελματίας και να κάνω όνομα. Όταν πήγαινα σε άλλο μαγαζί, το πρώτο που ζητούσα να μάθω ήταν τι χαρτούρα πέφτει κάτω. Μου λέγανε, ας πούμε, οι μουσικοί «εδώ πέφτει τόσα», «Καλά, άμα έρθω εγώ θα τριπλασιαστεί», και έβαζα όρο με το αφεντικό ότι τα μισά λεφτά είναι δικά μου και τα μισά των μουσικών. Δεν θα παίρνω τα ίδια με τον μουσικό -στα τυχερά μιλάμε τώρα, έτσι; Κι έτσι πήγαινα και έβγαζα πολλά λεφτά. Με φωνάζανε Έλληνες που κάνανε βαφτίσια, γάμους κ.λπ. και έτρεχα. Δεν άφηνα να πέσει τίποτα κάτω. Δεν ήξερα τι να κάνω τα λεφτά και τα έστελνα στην Ελλάδα. Έστειλα ένα γράμμα στον πατέρα μου και του είπα «Πήγαινε στην Εθνική Τράπεζα και άνοιξε ένα βιβλιάριο στο όνομά μου» για να μπορώ να στέλνω τα λεφτά από την Αμερική στο βιβλιάριο αυτό. Αυτά όσον αφορά τα οικονομικά. Τώρα, ως προς τη δική μου καλλιτεχνική υπόσταση, αυτή ήταν η πορεία μου στην Αμερική. Να φανταστείς ότι σε ένα μαγαζί στο Σικάγο έμεινα συνέχεια, καλοκαίρι και χειμώνα, εννέα χρόνια!
Οπότε, μετά το Los Angeles, ξαναγυρίσατε στο Σικάγο.
Λ.Β.: Ε, βέβαια. Το Σικάγο ήταν η αγάπη μου, ήταν η πόλη μου. Πήγα σε όλη την Αμερική, γύρισα παντού, αλλά μέσα στην καρδιά μου ήταν το Σικάγο, το χιόνι, το κρύο, οι φίλοι, τα Greektown, και το ένα και το άλλο -γιατί είχαμε δύο Greektown, ένα στο West και ένα στο South. Υπήρχε καλαμπαλίκι μεγάλο εκεί πέρα, με πολλούς Έλληνες φίλους, και με περιμένανε πότε θα πάω στο Σικάγο. Όταν, λοιπόν, μου κάνανε πρόταση από το Σικάγο, δεν κοίταξα καμία άλλη πρόταση εκτός από αυτήν. Και πήγα στο μαγαζί Hellas Café, το οποίο ήταν στο South και είχε μεγαλύτερη κίνηση αυτός ο δρόμος, η Halsted, με πολλά ελληνικά εστιατόρια κ.λπ., ήταν μεγάλος δρόμος και φωταγωγημένος. Το θυμάμαι τώρα και συγκινούμαι. Σ’ αυτό το μαγαζί, λοιπόν, το Hellas Café, έμεινα εννέα χρόνια. Τον τελευταίο χρόνο μου εκεί, το 1979-1980, έρχονταν πολλοί καλλιτέχνες από το απέναντι μαγαζί, το οποίο το είχε ένας Κρητικός, Μανώλης το όνομά του, που έφερνε μόνο ονόματα από την Ελλάδα: τον Μπιθικώτση, τη Μαίρη Λίντα, τον Χιώτη, τον Ζαμπέτα, πολύ κόσμο. Κάθε 10-15 μέρες έφερνε και άλλο όνομα. Και μια μέρα, την ώρα που τελείωσα το πρώτο μου πρόγραμμα και πήγα στο καμαρίνι να αλλάξω, έρχεται ένας σερβιτόρος και μου λέει:
- Λεωνίδα, είναι από κάτω ο Ζαμπέτας ο Γιώργος!
- Σοβαρά;
- Έχει καμιά ώρα που σε είδε που τραγουδούσες και θέλει να σου μιλήσει!
Ντύθηκα βιαστικά, πήγα και ήταν σε μία γωνία καθισμένος. Το μαγαζί αυτό χωρούσε 650 άτομα. Αυτός πήγε σε μία γωνία μόνος του και πήγα, τον χαιρέτισα, τον φίλησα, λέω «μεγάλη μου τιμή» κ.λπ. και μου λέει:
- Άσε ρε μάγκα, η τιμή είναι δική μου! Τι κάνεις εδώ πέρα; Ξέρεις γιατί ήρθα εγώ εδώ;
- Πού να ξέρω;
- Να σου δώσω το τηλέφωνό μου! Εγώ την άλλη εβδομάδα γυρίζω πίσω και τη μεθεπόμενη εβδομάδα σε περιμένω στην Αθήνα!
- Τι να κάνω στην Αθήνα;
- Έλα στην Αθήνα εσύ και εγώ θα σε κάνω πρώτο όνομα σε όλη την Ελλάδα!
- Κύριε Ζαμπέτα, τι είναι αυτά που μου λέτε;
- Ακούς τι σου λέω εγώ; Θα τους μουρλάνεις όλους! Δεν υπάρχει τέτοια φωνή σαν και σένα πουθενά!
- Κύριε Ζαμπέτα…
- Άκου, αγόρι μου, τι σου λέω! Ο Ζαμπέτας μιλάει τώρα!
Και μου έδωσε το τηλέφωνό του, φιληθήκαμε και φεύγοντας μου λέει:
- Μην τυχόν και δεν έρθεις! Την πόρτα τη δική μου θα χτυπήσεις! Θα με πάρεις τηλέφωνο και θα έρθεις! Τα υπόλοιπα άστα σε μένα! Δεν θα ανακατευτείς εσύ με εταιρείες! Εγώ θα κάνω κουμάντο!
Μετά τον Ζαμπέτα, ήρθε σ’ αυτό το μαγαζί, το Hellas Café, ένας manager από το Drury Lane Theatre του Σικάγο, ο οποίος είχε μαζί του και την Ginger Rogers [σ.σ. βραβευμένη με Oscar ηθοποιός, χορεύτρια και παρτενέρ του Fred Astaire στη χρυσή εποχή του Hollywood]. Αυτή έπαιζε στα «Σαράντα Καράτια» (Forty Carats), μια θεατρική παράσταση, στο Drury Lane Theatre. Εκεί κοντά στο μαγαζί ήταν αυτό το θέατρο και την έφερε ο manager για να φάει ελληνικά, να δει κάτι ελληνικό, να ακούσει ελληνική μουσική κ.λπ. Εγώ σαν όνομα την ήξερα τη γυναίκα, 69 χρονών ήταν τότε αυτή, αυτοί καθίσανε, γεμάτο το μαγαζί, ο κόσμος με το που μπήκανε σηκώθηκε όρθιος. Εγώ ήμουν στο καμαρίνι, δεν είδα τι γινότανε έξω, και έρχεται ο σερβιτόρος και μου λέει:
- Ήρθε η Ginger Rogers εδώ πέρα!
- Σοβαρά;
- Ναι, είναι μια ομάδα 3-4 άτομα συνολικά.
- Και τι κάνουν;
- Τρώνε.
- Τι τρώνε;
- Lamb chops (παϊδάκια).
Έτσι, κάπως ένιωσα, δεν ξέρω γιατί, και εκείνη την ώρα έβγαινα. Και τραγούδησα, Κώστα, και σηκωνόταν όρθια και με χειροκροτούσε. Έλεγα τότε και αμερικάνικα τραγούδια, έτσι; Έλεγα και ιταλικά, έλεγα και ισπανικά, έλεγα ελληνικά, έκανα ένα πολύ προσεγμένο πρόγραμμα. Το πρόγραμμά μου το ζηλεύανε, αφού ένας manager μού λέει:
- Χρειάζεσαι τέσσερα κορίτσια από πίσω σου κι εγώ θα σε στείλω στο Las Vegas!
Τα λόγια αυτά, Κώστα, περνούσανε από το ένα αυτί και βγαίνανε από το άλλο, αλλά έπρεπε να δώσω βάση. Εγώ δεν έδινα βάση. Περίμενα πότε θα έρθει το Σάββατο να πάρω τα λεφτά. Δεν πήγαινε καθόλου το μυαλό μου στην καριέρα. Το έβλεπα οικονομικά το θέμα, τίποτε άλλο, γιατί έλεγα ότι εδώ πέρα είμαι ξένος. Στο Los Angeles μου είπανε «άμα γεννιόσουνα εδώ, θα γινόσουν πρώτο όνομα, αλλά λόγω της προφοράς σου δεν γίνεται να κάνεις καριέρα εδώ πέρα». Αφού εδώ πέρα δεν πρόκειται να κάνω τίποτα, άρα λοιπόν θα μαζέψω λεφτά. Άλλοι μου λέγανε ότι πρέπει να πάω σχολείο να μου διδάξουνε πώς λέγονται καθαρά οι λέξεις την ώρα που τραγουδάω και δεν πειράζει που όταν μιλάω έχω accent. Πειράζει μόνο όταν τραγουδάω, όπου δεν πρέπει να έχω accent, για να με καταλαβαίνουν στο ακέραιο οι Αμερικάνοι. Μου λέγανε να πάω σε εκείνο το σχολείο στο Los Angeles, να μου διδάξουνε ακριβώς τη γλώσσα, πώς λέγεται η κάθε λέξη και πώς προφέρεται σαν τραγουδιστής. Εμένα αυτό μού φαινότανε βουνό και θέλανε του κόσμου τα λεφτά για να μου το κάνουνε αυτό. Δεν είχα και έναν άνθρωπο δίπλα, ξέρεις, να με καθοδηγήσει, να μου πει «Λεωνίδα, δεν σκέφτεσαι καλά, εδώ σου παρουσιάζεται η ευκαιρία να κάνεις μεγάλη καριέρα, να γίνεις κάτι. Τι να πας να κάνεις στην Ελλάδα; Εκεί είναι όλο μπουζούκια και φασαρίες». Δεν είχα έναν άνθρωπο να με συμβουλεύσει και να το πάρω σοβαρά. Ήμουνα μόνος μου, Κώστα. Οτιδήποτε έγινα στη ζωή μου, και μέχρι τώρα που μιλάω μαζί σου, το χρωστάω μόνο στον εαυτό μου. Σε κανέναν δεν χρωστάω τίποτα. Κανένας δεν με βοήθησε στην πορεία μου. Κανένας! Δεν είχα ποτέ manager. Δεν είχα ποτέ ιμπρεσάριο. Δεν είχα τίποτα. Οπουδήποτε με έβλεπες είναι γιατί μου τηλεφωνήσανε, συμφώνησα και πήγα. Όχι γιατί είχα κάποιον καθοδηγητή, ο οποίος, ας πούμε, να χτυπάει πόρτες για την τηλεόραση, το ραδιόφωνο κ.λπ. Εγώ οτιδήποτε έχω κάνει στην τηλεόραση μέχρι τώρα, που έχω κάνει πάνω από 1.000 εμφανίσεις, είναι γιατί με παίρναν τηλέφωνο. Ή γιατί με παίρναν τηλέφωνο τα ραδιόφωνα ή τα μαγαζιά. Οτιδήποτε έγινε δηλαδή, έγινε μεταξύ εμού και της επιχείρησης, όχι μεταξύ ανθρώπων που τρέχανε για μένα, θα χτυπούσανε πόρτες για μένα, θα απαιτούσανε για μένα. Ποτέ! Κι είμαι πάρα πολύ περήφανος γι’ αυτό και συγχρόνως είμαι καταδικαστέος διότι έπρεπε να έχω έναν άνθρωπο. Αυτό έπρεπε να το έχω κάνει, κάτι το οποίο δεν έκανα γιατί έλεγα ότι αν βάλω έναν άνθρωπο μπροστά, πόσο γνώστης είναι αυτός ο άνθρωπος και πόσο καλό θα μου κάνει -μπορεί να μου κάνει και κακό. Έβαζα και το αντίθετο. Κι έτσι ήμουνα μόνος μου. Εκεί, λοιπόν, με την Ginger Rogers, μόλις τελείωσα και πήγα στο καμαρίνι, σε 5-10 λεπτά χτυπάει η πόρτα, ανοίγω και βλέπω την Ginger Rogers. Λέω «Good evening» κ.λπ. και μου λέει:
- Να μπω μέσα; Θέλω να σου μιλήσω.
- Πολύ ευχαρίστως!
Το καμαρίνι μου ήταν, τι να σου πω, 2x2, ένα μικρό καμαρινάκι ήταν. Της λέω:
- Εδώ πέρα είναι στενά.
- Don’t worry! Έχω περάσει από τέτοια καμαρίνια κι εγώ στη ζωή μου. Κοίταξε, σε ένα 4μηνο-5μηνο θα κάνω ένα international show σε όλη την Αμερική, θα φτάσουμε και Τόκιο και Ευρώπη και θέλω να είσαι μαζί μου!
- Εγώ δεν είμαι Αμερικανός…
- Το ξέρω, σε άκουσα. Αυτό όμως θέλω. Τι λεφτά παίρνεις σε αυτό;
- Το πάμε πολύ γρήγορα το θέμα…
- Όχι, επειδή πρέπει να έρθεις στο Los Angeles να σε δει η Onna White [σ.σ. Καναδή χορογράφος, βραβευμένη με Oscar], θα σου στείλω το εισιτήριο να έρθεις, να σε δει, να σε ακούσει και να καταλάβει τι πρέπει να κάνει μαζί σου, την ώρα που θα βγαίνεις να τραγουδάς, και να υπογράψεις συμβόλαιο. Γι’ αυτό σε ρωτάω για τα λεφτά.
Και μου έδωσε, τέλος πάντων, 5.000 δολάρια την εβδομάδα. Εκείνα τα χρόνια, Κώστα, με 3.000 δολάρια αγόραζες καινούργιο αυτοκίνητο! Όχι Cadillac, Buick και τέτοια, αλλά τα πιο χαμηλά αυτοκίνητα. Τόσα πολλά λεφτά ήτανε, πληρωμένα τα πάντα κ.λπ. Μίλησα με το αφεντικό, τον Chris Kontopoulos, και μου λέει:
- Λεωνίδα, αγόρι μου, μια μεγάλη πόρτα ανοίγει για σένα, μην κοιτάς το μαγαζί μου. Εμείς θα βολευτούμε. Να κοιτάξεις εσένα γιατί κι εσύ, αν γίνεις κάτι, μπορεί να περάσεις από δω, να μας κάνεις 2-3 βραδιές στο μαγαζί μας.
Έτσι, που λες, έφυγα και πήγα πάλι στο Los Angeles. Επί 40 μέρες κάναμε πρόβες και υπόγραψα το συμβόλαιο. Η Onna White, εκείνη η κοπέλα, ήταν και φίλη της Μελίνας Μερκούρη, ήταν ενθουσιασμένη με μένα, με τη φωνή μου, με το στιλάκι μου, γιατί ήμουνα και πολύ όμορφο παλικάρι. 10-15 μέρες αφότου με είδε, μου λέει εμπιστευτικά:
- Δεν ξέρω τι αντοχή θα έχει το πρόγραμμα αυτό. Ο Fred Astaire δεν θέλει να δουλέψει μαζί της γιατί δεν μπορεί να χορέψει άλλο αυτός, και η Ginger έχει το ψώνιο μέσα της ότι θα κατακτήσει πάλι την Αμερική. Εγώ δεν πιστεύω ότι θα πάει καλά η Ginger διότι είναι μεγάλη, 69 ετών, τι να κάνει τώρα; Κι αν θα έρθει κόσμος να τη δει, θα έρθει να τη δει από περιέργεια, όχι ότι θα χορέψει όπως χόρευε.
- Ναι…
- Θα πάει, όμως, καλά το πρόγραμμα, δεν ξέρουμε πόσο, αλλά εγώ είμαι πολύ ευχαριστημένη με σένα. Μπράβο. Μετά, όταν τελειώσει το πρόγραμμα, θα σε τακτοποιήσω σε ένα μαγαζί στο Las Vegas. Έχω ήδη λύση για σένα.
- Και που θα πάω στο Las Vegas;
- Έχω πολύ καλές σχέσεις με το D.I., ένα ξενοδοχείο που λέγεται Desert Inn.
- Και τι θα κάνω εγώ εκεί πέρα;
- Θα τραγουδάς σε μια αίθουσα, μπαίνει ο κόσμος ελεύθερα μέσα, κάθεται, πίνει και τραγουδάει. Θα έχεις το δωμάτιό σου free, το φαγητό σου και ένα πολύ καλό βδομαδιάτικο.
- Εδώ παίρνω 5.000.
- Εκεί πέρα δεν θα πάρεις 5.000. Δεν πρόκειται να σου δώσουν αυτά τα λεφτά, αλλά τα 2.000-2.500 θα τα πάρεις και θα είσαι στο Las Vegas. Μετά την επιτυχία που θα κάνεις, γιατί πιστεύω ότι θα κάνεις επιτυχία, θα πλουτήσεις. Το Las Vegas έχει πάνω από 200 ξενοδοχεία, καταλαβαίνεις τι δρομολόγιο έχεις να κάνεις στη ζωή σου. Θα τα αλωνίσεις όλα! Εγώ θα είμαι δίπλα σου! Θα σου βρω και γυναίκες, κοπέλες δηλαδή, και θα κάνουμε ένα πολύ ωραίο πρόγραμμα, το οποίο κάθε ενάμισι-δύο μήνες θα βάζουμε 3-4 τραγούδια καινούργια μέσα, για να φαίνεται καινούργιο το πρόγραμμα, και θα αλωνίσουμε όλο το Las Vegas!
Τρελάθηκα!
- Όλα αυτά θα τα κάνεις εσύ;
- Ναι, μην στεναχωριέσαι!
Αυτή ήθελε να μου το παίξει manager. Δηλαδή, εγώ σε βάζω εκεί, θα σου παίρνω το 10, 15, 20% και ανά ένα-ενάμισι μήνα θα αλλάζεις ξενοδοχείο. Και ξεκινάμε. Εν τω μεταξύ, εκείνο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, και δεν είπα και τίποτα, είναι ότι μόλις ήρθε η εβδομάδα για να πληρωθώ, όταν κάναμε πρόβες στο Academy Studio Of Beverly Hills στο Los Angeles, έρχεται η Ginger με μια επιταγή και βλέπω 2.500. Και μου λέει:
- Όταν δεν δουλεύεις, θα παίρνεις 2.500. Όταν θα δουλεύεις θα παίρνεις 5.000.
Εκεί κοπήκανε τα πόδια μου. Δεν μου το είχε γραμμένο αυτό στο συμβόλαιο, αλλά και να το είχε γραμμένο εγώ δεν θα το έβλεπα διότι ήταν στα αμερικάνικα γραμμένο και της έδειξα εμπιστοσύνη. Τέλος πάντων, λέω, Λεωνίδα, κάτσε τώρα, δεν τρέχει τίποτα, να δούμε πού πάει το πράμα και αυτά τα λεφτά που μου παίρνει αυτή εγώ θα της τα πάρω αργότερα. Αυτή που λες, Κωνσταντίνε μου, τι να σου πω τώρα, με ερωτεύτηκε. Έπαθε τον γεροντίστικο έρωτα με μένα. Δεν με άφηνε ρούπι! Είχα να πάω με γυναίκα πάνω από 5 μήνες. Όπου πήγαινα, δεν με άφηνε. Γυρίσαμε όλη την Αμερική, στο Toronto δεν πήγαμε καλά, στο Montreal έτσι κι έτσι, στην Oklahoma είχαμε πολύ κόσμο, στη Νέα Υόρκη είχαμε κόσμο, στο Σικάγο είχαμε πολύ κόσμο, στο San Francisco πολύ λίγο κόσμο, δηλαδή υπήρχανε πόλεις που είχαμε και πόλεις που δεν είχαμε. Στην Ευρώπη δεν έγινε καμία δουλειά, ακυρωθήκανε, δεν ξέρω τι έκανε ο bookkeeper, και κάποια στιγμή στους πεντέμισι μήνες, αποφάσισε να σταματήσει διότι δεν έβγαινε, έμπαινε μέσα γιατί η Ginger είχε την επιχείρηση. Μας κάλεσε όλους μας η Ginger στο ξενοδοχείο ότι αυτή είναι η τελευταία μας μέρα, τελειώσαμε, ο καθένας θα πάει σπίτι του, μας πλήρωσε όλους και ήρθε η Onna White και μου λέει:
- Leo, θα φύγουμε αύριο μαζί και θα πάμε στο Los Angeles. Θα μείνουμε στο σπίτι μου και από κει και μετά θα φύγουμε μαζί για το Las Vegas.
Δεν ξέρω πώς το καταλάβαινα μέσα μου αυτό το πράγμα. Λέω, τώρα θα πάω στο Las Vegas, θα μείνω εκεί σε ένα δωματιάκι του ξενοδοχείου και θα έρθουνε 4-5 κορίτσια να κάνουμε πρόβα και τι λεφτά είναι αυτά… και την ακολουθώ. Και πάμε στο Las Vegas και μιλήσαμε εκεί για τα οικονομικά. Έρχεται και μου λέει:
- Ξέρεις, επειδή είσαι άγνωστος, δεν σε ξέρει κανείς εδώ πέρα, θα σε πάρουνε αλλά θέλουνε να σε ακούσουνε πρώτα.
Ε, είχε 2-3 μουσικούς εκεί και κανόνισε το τρίτο βράδυ που ήμασταν στο Las Vegas και πήγα σ’ αυτή την αίθουσα, όπου υποτίθεται ότι θα τραγουδούσα, και ήρθαν οι μουσικοί και παίξαμε 3-4 τραγούδια. Μ’ ακούσανε με το μικρόφωνο αυτοί και, να φανταστείς, σηκωθήκανε όρθιοι και με χειροκροτήσανε. «Ευχαριστώ πολύ» κ.λπ. και μου λέει:
- Θα αλλάξεις το ντύσιμό σου. Θα κάνεις άλλο ντύσιμο.
Τα μαλλιά μου άρχισαν να πέφτουν τότε και μου είπε:
- Θα δούμε τι θα κάνουμε και με αυτό το θέμα. Μπορεί και να ξυρίσουμε το κεφάλι σου τελείως και να βγάλεις μία άλλη εικόνα.
Μου λέγανε λόγια, Κωνσταντίνε, κι εγώ δεν καταλάβαινα τι γίνεται με μένα. Δεν καταλάβαινα, ρε φίλε! Δεν είχα έναν άνθρωπο. Είχα αυτή, την Onna White, την οποία να την εμπιστευτώ; Να μην την εμπιστευτώ; Κι αν μου ζητήσει κάνα χαρτί να της υπογράψω ότι θα έχει δικαιώματα επάνω μου και δεν μπορώ να πάω πουθενά, τι θα γίνει μετά; Και αν δεν το υπογράψω, τι θα γίνει; Όλα ήταν σβούρα μες στο μυαλό μου. Αλλά τη μεγαλύτερη φάπα την έφαγα όταν μου δίνανε ένα χιλιάρικο την εβδομάδα, φαγητό και ύπνο. Αυτός από το ξενοδοχείο, ένας manager του θεάτρου, μου έλεγε:
- Ένα χιλιάρικο είναι πολλά λεφτά!
- Παιδιά, με συγχωρείτε πολύ, χαίρομαι να τραγουδήσω στο Las Vegas, μου αρέσει πολύ εδώ πέρα, αλλά για 1.000 δολάρια την εβδομάδα δεν τραγουδάω ούτε για τον μπαμπά μου!
Με το που τους είπα αυτό, ξεκαρδιστήκανε στα γέλια. Τους φάνηκε αστεία η έκφραση. Μου λένε:
- Κοίταξε, τα λεφτά που θα πάρεις είναι περισσότερα απ’ όλους αυτούς που δουλεύουν και τραγουδάνε εδώ πέρα. Έχουμε 15 τραγουδιστές μόνο στις αίθουσες και άλλο οι μεγάλοι τραγουδιστές που έρχονται για 10-15 μέρες.
- Συγνώμη πάρα πολύ, εγώ δεν μπορώ. Εγώ κάνω πάνω από 2.500-3.000 την εβδομάδα και αυτά τα λεφτά δεν τα χάνω.
- Μα εδώ μπορείς να κάνεις καριέρα!
- Εντάξει, άμα είναι να κάνω καριέρα, μπορώ να την κάνω οπουδήποτε είμαι. Ένα ξενοδοχείο είσαι. Και απ’ ό,τι καταλαβαίνω θα φύγω από σένα και θα πάω σε άλλον να πάρω πάλι ένα χιλιάρικο από κει; Αυτά τα λεφτά δεν μου φτάνουν εμένα.
- Μα θα έχεις φαγητό και ύπνο!
- Δώσε μου εσύ 2.500 και θα πάω να κοιμηθώ εκεί που θέλω, όχι σε ένα δωμάτιο!
Αυτή η Onna White μέχρι που δεν πήρε ξύλο να μου σπάσει στο κεφάλι. Μου λέει:
- Τι Έλληνας είσαι εσύ;
- Τι Έλληνας είμαι εγώ;
- What a stubborn Greek! [σ.σ. Τι πεισματάρης Έλληνας].
- Δεν είμαι stubborn. Εκείνοι κοιτάνε να μη μου δώσουνε λεφτά. Εγώ κοιτάω να πάρω λεφτά. Γιατί είμαι stubborn; Δεν γίνεται να τραγουδήσω για ένα χιλιάρικο. Εγώ έπαιρνα 5.000 με την Ginger και το ξέρεις. Εδώ θα τραγουδήσω για ένα χιλιάρικο; Σοβαρολογείς; Κι εσύ τι θα πάρεις; Θα μου πάρεις το 20%; Δηλαδή εγώ θα παίρνω την εβδομάδα 800 δολάρια;
Και σηκώθηκα και έφυγα. Εντάξει, μη σου πω τι προσπάθησε να μου κάνει. Τέλος πάντων, γύρισα πάλι πίσω στο Σικάγο, θυμήθηκα τον Ζαμπέτα, έψαξα να βρω το τηλέφωνό του, το βρήκα, είπα μέσα μου «να τον πάρω, να μην τον πάρω», λέω «Λεωνίδα, δεν παίρνεις το αεροπλάνο να κατέβεις λίγο, να δεις και τους γονείς σου στη Θεσσαλονίκη και τους φίλους σου; Και μετά, μην κόβεις τη γραμμή με τη γυναίκα αυτή, την Onna White, γιατί δεν ξέρεις πού θα πάνε τα πράγματα. Φερ’ της το έτσι ώστε να γίνει και κατανοητό αυτό που θα πεις και θα δείξει κατανόηση και η ίδια». Και της λέω:
- Onna, θα σου πω κάτι. Επειδή έχω κουραστεί πάρα πολύ και επειδή μου άρεσε το Las Vegas αλλά δεν μου άρεσε η πρόταση, μου αρέσανε οι άνθρωποι, πολύ καλοί άνθρωποι και ευχάριστοι, αλλά η πρόταση που μου κάνανε δεν με συμφέρει εμένα, να πεταχτώ μέχρι την Ελλάδα να κάτσω κάνα 20ήμερο και σε παίρνω μετά τηλέφωνο να σου πω ότι έρχομαι;
- What a good idea! Εντάξει! Πήγαινε για 20 ημέρες στην Ελλάδα και περιμένω τηλέφωνό σου.
Και παίρνω τα πράγματά μου και γυρίζω στην Ελλάδα. Έρχομαι εδώ πέρα, να κάτσω καμιά 20αριά μέρες. Ένα βράδυ από τις 20 μέρες, πήγαμε με τους φίλους μου σε ένα μαγαζί στη Θεσσαλονίκη που λέγεται Καλύβα. «Άντε πες μας κι ένα τραγούδι», ε πήρα το μικρόφωνο και τραγούδησα, είπα και δεύτερο, είπα και τρίτο, γινότανε χαμός στο μαγαζί, όταν γύρισα πίσω στην καρέκλα δεν με άφηνε ο κόσμος. Ήμουνα πολύ επαγγελματίας, Κώστα. Το μικρόφωνο και η πίστα για μένα ήτανε σπίτι μου. Τόσο πολύ άνετα ένιωθα όταν τραγουδούσα, γιατί πήρα πολλά μαθήματα από το πώς χειρίζονται οι Αμερικανοί τραγουδιστές την πίστα. Είναι μορφωμένοι καλλιτέχνες οι Αμερικάνοι. Οι περισσότεροι από αυτούς ξέρουν μουσική, παίζουν πιάνο, παίζουν κιθάρες, παίζουν όργανα, είναι μορφωμένα παιδιά κι έχουνε βγάλει σχολείο μουσικό. Εδώ εμείς είμαστε άρπα κόλλα. Άστα να πάνε στο διάολο, δηλαδή. Δεν ξέρω για τα σημερινά παιδιά, αλλά τότε ήμασταν χάλια. Τέλος πάντων, ήρθε το αφεντικό, ο Αποστόλης, και μου έκανε πρόταση για το μαγαζί στο Πανόραμα, το «Καλύβα», να τραγουδήσω κ.λπ. Του λέω:
- Δεν είμαι από δω. Πρέπει να γυρίσω πίσω στο Σικάγο να φέρω όλα μου τα πράγματα από κει εδώ πέρα… Θα σε ειδοποιήσω.
- Σε παρακαλώ. Πριν ξεκινήσει η σεζόν η καλοκαιρινή, θέλω να ξεκινήσω με σένα.
Γύρισα και τραγούδησα στο Πανόραμα. Επειδή υπήρχε ο ξάδερφός μου, ο Θόδωρος Σιναΐδης, ο οποίος είχε τραγουδήσει πρώτος το «Όση Γλύκα Έχουνε Τα Χείλη Σου» [μουσική-στίχοι: Απόστολος Καλδάρας], δεν ήθελα να βγω με το ίδιο επώνυμο. Το «Βελής» το πήρα από μία οικογένεια, στο Σικάγο όπου έμενα, που την έλεγαν Βελή. Και μου άρεσε αυτή η ιδέα στο μυαλό μου: Λεωνίδας Βελής. Μου έκατσε καλά δηλαδή. Στον μήνα απάνω που τραγουδάω στην Καλύβα, έρχεται ο Κουτσελίνης, αυτός που είχε το Arigato, που ήταν το πρώτο μαγαζί της πόλης. 1.200 άτομα χωρούσε. Μου έκανε μια πρόταση, την είδα καλή, και την κοπανάω από το μαγαζί γιατί δεν μου άρεσε πολύ εκεί που ήτανε. Του είπα του Αποστόλη:
- Προσπαθώ να κάνω καριέρα. Μου κάνανε καλύτερη πρόταση. Κανόνισε διότι θα φύγω σε 10-15 ημέρες.
Όταν έβλεπα κάτι καλύτερο, Κώστα, δεν πάει να ήταν ο αδερφός μου, τον παρατούσα και έφευγα. Με τη δουλειά μου δεν έπαιζα εγώ. Έτσι μου μάθανε οι Αμερικάνοι. Εγώ, όταν ήρθα στην Ελλάδα, το πρώτο πράγμα που έμαθα είναι πόσα παίρνουν οι καλλιτέχνες εδώ πέρα και μου είπανε ότι άμα είσαι όνομα παίρνεις 60-70.000 δραχμές, ενώ άμα δεν είσαι όνομα παίρνεις 4-5 χιλιάρικα. Κι ο Κουτσελίνης μου έδινε 12.000 δραχμές, χωρίς να με ξέρει κανείς στη Θεσσαλονίκη. Πάω, λοιπόν, στο Arigato, τραγουδάω εκεί πέρα και στο 5μηνο απάνω δέχομαι ένα τηλέφωνο από τον Γιώργο Κοράκη, που είχε το Copa Cabana της Ρόδου. Ρώτησα γι’ αυτό το μαγαζί και μου λέει ότι είναι το καλύτερο μαγαζί της Ελλάδος. Λέω στον Χρήστο τον Κουτσελίνη:
- Χρήστο, μου κάνανε πρόταση από το Copa Cabana για το καλοκαίρι. Δεν θα μπορέσω να μείνω άλλο εδώ πέρα. Βρες κάτι άλλο, εγώ θα φύγω.
Εντάξει, γινότανε κάποια φασαρία, αλλά περνούσε το δικό μου. Φεύγω για τη Ρόδο και βλέπω ένα μαγαζί πολύ ωραίο και μένω εκεί όλο το καλοκαίρι. Μου λέει ο Γιώργος Κοράκης:
- Έχω έτοιμη δουλειά για σένα στην Αθήνα. Θα τραγουδήσεις στο Copa Cabana των Αθηνών, εκεί στην πλατεία Συντάγματος, είναι δικό μου μαγαζί αυτό και θέλω να σε βοηθήσω καλλιτεχνικά.
- Εκεί τι θα μου δώσεις;
- Εκεί δεν μπορώ να σου δώσω τα ίδια λεφτά γιατί το μαγαζί εδώ είναι 1.300 άτομα και εκεί είναι 350. Δεν έχω τα ίδια έσοδα. Θα πάρεις κάτι λιγότερο, αλλά ξέχασε τα λεφτά. Σου δίνω τον λόγο μου ότι θα κάνεις καριέρα. Θα είμαι εγώ μπροστά σου, μην στεναχωριέσαι, γιατί την Columbia την παίζω εγώ στα δάχτυλά μου.
Εγώ πάλι με τα λεφτά! Με αυτούς τους ανθρώπους, δεν μπορείς να μη μιλάς για λεφτά γιατί κι αυτοί μιλάνε για λεφτά. Με κατάλαβες; Είναι μεγάλη φάρα οι καταστηματάρχες. Ε, δεν είχα καμία πρόταση, να ξέρω που να πάω, ποιο μαγαζί είναι καλό και ποιο δεν είναι και τι λεφτά θα παίρνω, ποιοι θα είναι δίπλα μου και τι ρόλο θα παίζω εγώ που δεν με ξέρει κανένας. Δεν ήμουν απαιτητικός ώστε να πω στο αφεντικό ότι εγώ θα είμαι το πρώτο όνομα. Πώς θα είμαι το πρώτο όνομα, αφού δεν με ξέρει κανείς.
Στον Ζαμπέτα γιατί δεν πήγατε, αφού σας είχε καλέσει ο ίδιος;
Λ.Β.: Στον Ζαμπέτα δεν πήγα γιατί γινήκανε τόσο γρήγορα τα πράγματα ώστε ούτε εγώ το θυμήθηκα. Ούτε πέρασε από το μυαλό μου το όνομα του Ζαμπέτα -στον Θεό που πιστεύω! Μόνο στο Las Vegas τον θυμήθηκα. Τέλος πάντων, πήγα στην Copa Cabana των Αθηνών, κάναμε πρόβα, εκεί μέχρι τη 01:30-2 παρά, είχανε ευρωπαϊκά προγράμματα, μπαλαρίνες, μπαλέτα από την Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία κ.λπ., μετά έβγαινα εγώ 2 παρά τέταρτο και κρατούσα μέχρι το πρωί λαϊκά και μέσα σ’ ένα μήνα γινότανε, Κώστα, της κακομοίρας! Κάποια στιγμή, την ώρα που είμαι στο καμαρίνι -όλο στο καμαρίνι συμβαίνει αυτό-, έρχεται ένας σερβιτόρος και μου λέει:
- Από κάτω είναι ο Άκης ο Πάνου!
- Ο Άκης ο Πάνου;
- Ναι, ο Άκης ο Πάνου, ο γνωστός. Μάλλον για σένα ήρθε.
Βγήκα, τραγούδησα, χειροκρότησε αυτός κ.λπ. και κάθισα στο τραπέζι του. Μου λέει:
- Κοίταξε, έμαθα από που είσαι. Μια φράση θα σου πω μόνο και έχουμε πολλά να πούμε και πολλά να κάνουμε μαζί.
Τρελάθηκα, Κώστα! Τρελάθηκα! Ο Γιώργος ο Κοράκης το κανόνισε, εγώ δεν είχα ιδέα. Έφυγε ο Άκης Πάνου εκείνη την ημέρα, μετά από 1-2 ημέρες, έρχεται ο Γιώργος ο Πετσίλας. Αυτός ήταν ο γενικός διευθυντής παραγωγής της Columbia.
Και σύζυγος της Μούσχουρη.
Λ.Β.: Και άντρας της Μούσχουρη, ναι. Λοιπόν, έρχεται, με ακούει και μπαίνει μέσα στο καμαρίνι μου αφού με άκουσε. Μου λέει:
- Λεωνίδα, αύριο κατά τις 14:00 μπορείς να έρθεις στη Ριζούπολη;
- Δεν ξέρω πώς θα έρθω εκεί, αλλά θα έρθω.
- Σε περιμένω. Έχω να σου κάνω μία πρόταση.
Στη Ριζούπολη ήταν η Columbia. Τελειώνοντας το βράδυ, πάω να φύγω, με φωνάζει ο Κοράκης και μου λέει:
- Είσαι ευχαριστημένος;
- Από τι;
- Τι «από τι». Τη μια μέρα έρχεται ο Άκης Πάνου, την άλλη ο Πετσίλας. Από μόνοι τους ήρθαν αυτοί; Κάποιος τους έφερε.
- Γιώργο, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ. Δεν θα το ξεχάσω.
- Εντάξει. Αυτή τη λέξη που είπες, θα τη θυμηθείς.
- Εντάξει.
Και πήγα την άλλη μέρα, 2 η ώρα το μεσημέρι ήμουνα εκεί πέρα, και μου λέει ο Πετσίλας:
- Θα σου ετοιμάσω ένα πολύ καλό συμβόλαιο. Θα ξανάρθεις και αύριο, τώρα ήρθαμε για να γνωριστούμε, να μην είμαστε μέσα στη νύχτα, να σε δω και την ημέρα, να μιλήσεις κι εσύ… Τι όνειρα έχεις;
- Κύριε Πετσίλα, τι όνειρα να έχω; Ένα παιδί είμαι κι εγώ, έχω όνειρα. Καμιά φορά τα όνειρα μένουν όνειρα, αλλά καμιά φορά γίνονται και θαύματα.
- Όχι, σε σένα δεν είναι θέμα θαύματος. Είναι θέμα τραγουδιών. Και τα τραγούδια θα στα βρω εγώ. Επειδή η φωνή σου πέφτει πάνω στον Στέλιο, θέλω να σου βρω τραγούδια που θα πιάσουν κατευθείαν στην καρδιά του κόσμου. Να μην πεις αυτά τα παραπονιάρικα του Στέλιου, αυτά σιγά-σιγά θα αλλοιωθούν διότι αλλάζει η κοινωνία, πάμε αλλού. Εσύ θα πεις τραγούδια λαϊκά αλλά με νόημα, με έρωτα βαθύ. Άσε αυτό το θέμα σε μένα.
Πηγαίνω την άλλη μέρα, υπογράφω το συμβόλαιο, μου δίνει η Columbia δώρο 250 χιλιάρικα, ήρθε κι ο γενικός διευθυντής εκεί, με φίλησε, χαιρετηθήκαμε κ.λπ. και μου λέει:
- Καλωσόρισες στην Columbia! Η Columbia είναι το πρώτο μαγαζί της Ελλάδος. Εδώ πέρα γεννιέσαι και εδώ θα τελειώσει η καριέρα σου. Στην Columbia.
- Σας ευχαριστώ πολύ για την αγάπη σας. Θέλω να ξέρετε ότι είμαι μόνος μου κι εγώ, είστε οι πρώτοι φίλοι και είναι τα πρώτα καλά λόγια που ακούω όσον αφορά τη δισκογραφία μου. Εγώ δεν ξέρω να κάνω επιλογή τραγουδιών διότι στην Ελλάδα είμαι καινούργιος και γι’ αυτό όλη την επιλογή των τραγουδιών την αφήνω σε σας.
- Μην στεναχωριέσαι. Είμαστε η Columbia και κάνουμε κουμάντο σε όλη την Ελλάδα. Τα ραδιόφωνα παίζουν εμάς επειδή τους λέμε τι θα παίξουνε. Άστο το θέμα αυτό.
Δούλευα στο Copa Cabana, δεν περνάνε ούτε 15-20 μέρες και με παίρνει τηλέφωνο ο Πετσίλας και μου λέει:
- Θα σου πω κάτι στενάχωρο, αλλά δεν έχει τίποτα να κάνει με σένα. Έχει να κάνει με μένα. Δεν μπορώ να συνεννοηθώ μ’ αυτούς, γι’ αυτό παραιτήθηκα.
- Όχι, Γιώργο!
- Δεν πάει. Δεν μπορώ να συνεννοηθώ. Το θέμα δεν άρχισε από σένα. Άρχισε από παλιά, αλλά ξέσπασε τώρα.
- Φταίω εγώ σε τίποτα;
- Όχι!
Δεν μπόρεσα να καταλάβω. Μπορεί ο Πετσίλας να ήθελε να κάνει μόνος αυτός κουμάντο σε μένα και οι άλλοι να του είπανε «Όχι, ο Βελής θα κάνει εκείνο». Δεν ξέρω τι σχέση έχω εγώ με την ιστορία αν αυτοί μαλώνουνε. Τέλος πάντων, έφυγε ο Πετσίλας και στη θέση του Πετσίλα φέρανε τον Γιώργο Κυβέλο. Αυτός είναι τώρα manager του Ρέμου. Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε και δεν έχει ιδέα από λαϊκό τραγούδι. Με το που τον γνώρισα, αυτός έκανε παρέα με την Πασπαλά, τους αδερφούς Κατσιμίχα, τέτοιους τραγουδιστές, και μου είπε:
- Θα πάμε σε λαϊκούς δημιουργούς και θα γράψουν λαϊκά τραγούδια.
- Και τα λαϊκά τραγούδια ποιος θα τα ελέγξει; Αυτοί θα γράψουνε αλλά πρέπει να γίνει ένας έλεγχος σ’ αυτά που γράφουν, γιατί αυτοί μπορεί να γράψουνε ό,τι θέλουνε.
- Τον έλεγχο θα τον κάνουμε εμείς με τα αυτιά μας! Δηλαδή, μας αρέσει το κρατάμε, δεν μας αρέσει το πετάμε!
Είπα μέσα μου «Κατάλαβα, έχει άγρια μεσάνυχτα από τραγούδι…». Σε έναν καινούργιο τραγουδιστή που πάει να κάνει καριέρα, ο δίσκος που θα κάνει πρέπει να σπάσει κόκκαλα, βρε φίλε! Δηλαδή, τα δίνεις όλα. Μιλούσαμε με τον Άκη Πάνου, πήγα στο σπίτι του, και αποφάσισε ο Πάνου, χωρίς τη δική μου γνώμη και τη γνώμη των άλλων, να κάνει έναν δίσκο όπως θέλει αυτός, με τραγούδια που έγραψε στο παρελθόν και τα είπανε άλλοι, γιατί εγώ θα τα έλεγα καλύτερα. Και λέω εγώ, ο άσχετος, ο νεοφερμένος στην Ελλάδα:
- Κύριε Πάνου, με συγχωρείτε. Γιατί πρέπει σαν καινούργιος τραγουδιστής να πω παλιά τραγούδια, που είπε ο Νταλάρας, ο Μενιδιάτης, ο Μητσιάς, η Μαρινέλλα και άλλοι;
- Γιατί εσύ θα τα πεις καλύτερα!
- Και τι σημασία έχει αν τα πω καλύτερα ή χειρότερα; Σημασία έχει ότι θα πω τραγούδια που τραγούδησαν άλλοι! Γιατί να ξεκινήσω την καριέρα μου με παλιά τραγούδια;
- Και τι να γίνει;
- Θα μου γράψετε 12 τραγούδια καινούργια και μετά ό,τι θέλετε. Αυτά με τα οποία δεν είστε ευχαριστημένοι, που τα είπαν οι άλλοι, σας τα λέω εγώ. Τη δεύτερη φορά όμως. Όχι την πρώτη. Η πρώτη πρέπει να είναι με καινούργια τραγούδια.
Δεν πέρασε το δικό μου, Κώστα. Πέρασε της εταιρείας και της πρότασης του Άκη Πάνου. Κι έτσι είπα έναν δίσκο, όπου το μόνο καινούργιο τραγούδι είναι το «Θέλω Να Τα Πω» (1984). Το «Θέλω Να Τα Πω» το είπε ο Νταλάρας πρώτος [σ.σ. το 1982], αλλά με άλλα λόγια. Τα λόγια που πρωτοέγραψε ο Άκης Πάνου λέγανε «Ήταν μια φορά, που λεν στα παραμύθια / πίσω από έναν άγγελο κρυμμένη η συμφορά». Αυτά τα λόγια δεν του αρέσαν του Νταλάρα και έβαλε ο Μάτσας τον Άκη Πάνου να γράψει άλλα. Όταν ήρθε η σειρά μου, μου λέει:
- Αυτό το τραγούδι είναι καινούργιο, δεν το ‘πε κανείς. Είναι το μόνο καινούργιο τραγούδι του δίσκου. Αυτό το τραγούδι που έγραψα, αυτός ο μαλ… δεν ήθελε να το πει και θα το πεις εσύ.
Και είπα το «Θέλω Να Τα Πω», πολύ ωραίο τραγούδι, καραμπινάτο και με ανεβοκατεβάσματα. Δύσκολο τραγούδι. Όλα τα άλλα ήτανε τραγούδια που είχανε πει διάφοροι τραγουδιστές. Τώρα, έχει σημασία για μένα αν εγώ τα είπα καλύτερα ή χειρότερα; Ήτανε ξεκίνημα για μένα αυτό; Για έναν καινούργιο τραγουδιστή; Εσύ, ο Κώστας, αν είχες εταιρεία δική σου κι είχες έναν τραγουδισταρά δίπλα σου, θα τον έβαζες να τραγουδήσει σαν πρώτη φορά δεύτερα τραγούδια; Καταλαβαίνεις ότι ξεκίνησα ανάποδα, Κώστα. Αυτό ήταν το λάθος μου, που δεν το επέτρεψα στον εαυτό μου ποτέ μετά. Έπρεπε να πω «ή μου δίνετε αυτά που θέλω εγώ ή δεν τραγουδάω». Ή «δώστε μου το συμβόλαιο να φύγω». Κι όμως, έκανα το κορόιδο γιατί νόμιζα τότε ότι αυτοί που είναι στην Ελλάδα ξέρουνε καλύτερα από μένα. Ακόμα κι εγώ δικαιολογούσα τα αδικαιολόγητα. Διότι στο μυαλό μου μέσα, στη συνείδησή μου, ήταν αδικαιολόγητο αυτό που έκανα. Όμως προσπαθούσα ακόμα κι εγώ να το δικαιολογήσω. Δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω. Πέσανε όλοι επάνω μου κι έγινε αυτός ο δίσκος [σ.σ. «Πρώτη Γνωριμία»]. Ο δεύτερος δίσκος είναι ένας καταπληκτικός δίσκος που λέγεται «Λεωνίδας Βελής» και έχει μέσα το «Με Σένα Πλάι Μου», τη «Δεύτερη Φορά», «Το Πρακτορείο», έχω δηλαδή μέσα τραγούδια του Ρασούλη, του Κουγιουμτζή, του Αντώνη Βαρδή, του Χρυσοβέργη, του Γιατρά, του Ξαρχάκου… ένας δίσκος φανταστικός.
ΜΕ ΣΕΝΑ ΠΛΑΙ ΜΟΥ – Λεωνίδας Βελής
(1984, μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής, στίχοι: Μανώλης Ρασούλης)
Λ.Β.: Αυτό το τραγούδι έχει την ιδιομορφία του, δηλαδή ήμουνα με τον Αντώνη Βαρδή στην Columbia και μου έδωσε το «Δεύτερη Φορά», που έγινε επιτυχία μεγάλη. Μου έδωσε και το «Είδα Φως», ένα τραγούδι που είπα με την Πίτσα Παπαδοπούλου, και μου έκανε και την ενορχήστρωση του δίσκου. Και χτυπάει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο Μανώλης ο Ρασούλης και μου λέει:
- Θέλω να σου μιλήσω.
Δεν ήθελε να μου μιλήσει μπροστά στον Αντώνη και βγήκα έξω. Μου λέει:
- Λεωνίδα, πάρε αυτή την κασέτα, έχει ένα τραγούδι μέσα δικό μου, τα λόγια είναι δικά μου, η μουσική είναι του Σταύρου Κουγιουμτζή, και θέλω αυτό το τραγούδι να το πεις εσύ.
- Μανώλη…
- Σε παρακαλώ. Πες αυτό το τραγούδι. Είσαι ό,τι καλύτερο έχουμε στην Ελλάδα, στα δικά μου τα αυτιά. Και θέλω το ξεκίνημά σου να είναι πρώτο. Ο δίσκος που έκανες με τον Άκη Πάνου ούτε κακό σου έκανε αλλά ούτε και καλό. Ας το ξεχάσουμε εκείνο και από δω και μπρος ας βάλουμε μια άλλη πλώρη, με μένα οδηγό και με αυτό το τραγούδι.
- Μανώλη, δεν θα σε ξεχάσω.
- Το ξέρω.
Φεύγει ο Μανώλης, ακούω το τραγούδι και παθαίνω την πλάκα μου. Με το που το άκουσα, τρελάθηκα. Είναι από τα τραγούδια που γράφονται μια φορά στο τόσο. Το ακούει και ο Αντώνης και μου λέει:
- Πω, πω! Αυτό θα είναι και το πρώτο τραγούδι του δίσκου!
Και έγινε αυτό το τραγούδι, Κωνσταντίνε: «Με σένα πλάι μου, ανοίγουν δρόμοι». Αυτός ο δίσκος, ευτυχώς, έκανε πολύ μεγάλη επιτυχία, πούλησε πάρα πολύ.
ΕΙΜΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, ΕΙΜΑΙ ΛΑΟΣ – Λεωνίδας Βελής
(1985, μουσική: Τάκης Σούκας, στίχοι: Νίκος Λουκάς)
Λ.Β.: Τραγουδούσα με την Άντζελα Δημητρίου και τον Πασχάλη Τερζή σ’ ένα μαγαζί που λεγότανε Stork, κάπου στην Καλαμαριά ήταν αυτό, και δέχθηκα ένα τηλέφωνο, από έναν που λεγόταν Γιάννης Άρχοντας, στις 12 η ώρα τα μεσάνυχτα, μόλις πήγα στο μαγαζί δηλαδή. Μου λέει:
- Θέλει να σε δει προσωπικά ο Στέλιος ο Καζαντζίδης.
- Ρε φίλε, πάω να τραγουδήσω τώρα…
- Λεωνίδα, άκουσε τι σου λέω. Δεν σε παίρνω τηλέφωνο για να σε κοροϊδέψω. Πάρε το τηλέφωνο του Στέλιου και παρ’ τον εσύ, να μιλήσεις μαζί του. Εγώ κάνω αυτό που μου είπε να κάνω. Θέλει να σε δει.
Πήρα τηλέφωνο τον Γιώργο τον Κυβέλο τότε και του είπα:
- Τι τηλέφωνο είναι αυτό;
Έψαξε αυτός και λέει:
- Αυτό είναι το τηλέφωνο του Καζαντζίδη!
Του λέω έτσι κι έτσι και μου λέει:
- Και τι του είπες αυτουνού, του Άρχοντα;
- Του είπα να με πάρει σε ένα τέταρτο, για να πάρω τηλέφωνο εσένα.
- Λοιπόν, πάρε το αεροπλάνο το πρωινό αύριο και πήγαινε να βρεις τον Καζαντζίδη!
Με πήρε ο Άρχοντας μετά τηλέφωνο και του λέω:
- Εντάξει, το διασταύρωσα. Είναι αλήθεια αυτό που λες. Λοιπόν, αύριο παίρνω το αεροπλάνο των 7.
Ο Στέλιος έμενε στην Κάτω Κηφισιά, στον πρώτο όροφο σ’ ένα διαμέρισμα. Με περίμενε ο Άρχοντας στο αεροδρόμιο, με πήρε με το αυτοκίνητο, με πήγε στο σπίτι του Στέλιου, άνοιξε η πόρτα και είδα τον Στέλιο μπροστά μου. (γέλια) Πώς είναι η ζωή, ε; Πώς έρχομαι από την Αμερική και ανοίγω μια πόρτα και βλέπω τον Καζαντζίδη! Του λέω:
- Κάτσε πρώτα να σε φιλήσω και μετά να μιλήσουμε!
Τον πιάσανε τα γέλια, τον φίλησα, γιατί εγώ ήμουνα πολύ ανοιχτός τύπος, πολύ αγαπησιάρης. Με το που με βλέπανε κ.λπ., λόγω του στυλ μου, που μιλούσα ελεύθερα, με αγαπούσαν, με εμπιστευόντουσαν, ξέρανε ότι από μένα δεν κινδυνεύουν σε τίποτα. Ούτε προδοσίες, ούτε μαχαιριές. Με την εμπειρία που είχε ο Στέλιος, μου λέει:
- Εσύ πρέπει να είσαι καλό παιδί!
Έτσι ακριβώς μου είπε.
- Σ’ ευχαριστώ, Στέλιο! Πράγματι, είμαι καλό παιδί!
Καθίσαμε και μου είπε:
- Λεωνίδα, ξέρεις τα δικά μου, εμένα μ’ έχουν «καθαρίσει» και δεν ξέρω που θα πάει αυτή η ιστορία. Γι’ αυτό, επειδή σε άκουσα, είναι σαν να ακούω τον εαυτό μου να τραγουδάει. Αφού περπατάω και σε ακούω καμιά φορά και λέω «αυτός είμαι εγώ ή ο Βελής;».
- Έλα ρε Στέλιο, άστα τώρα αυτά! Από σένα έμαθα να τραγουδάω!
- Κι εγώ από κάποιον έμαθα να τραγουδάω. Όλοι από κάπου ξεκινάμε. Έρχονται στιγμές που δεν ξέρω αν είσαι εσύ ή εγώ! Τι να κάνουμε τώρα;
- Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, εγώ δεν το δέχομαι αυτό, αλλά τι συμβαίνει;
- Κοίταξε, θέλω να σε βοηθήσω. Θέλω να μιλήσεις και με την Columbia, ξέρω ότι είσαι στην Columbia, και να σε αναλάβω εγώ.
Δεν πήγα στη δουλειά το βράδυ, πήρα τηλέφωνο όμως πάλι τον Κυβέλο, την άλλη μέρα δώσαμε ραντεβού στην Columbia, ήρθε ο Στέλιος και συμφωνήσανε εκεί πέρα να με αναλάβει ο Στέλιος. Του είπε:
- Τον Λεωνίδα θέλω να τον αναλάβω εγώ. Το λαϊκό τραγούδι έχει μέλλον επιτέλους. Υπάρχει ένας άνθρωπος ο οποίος θα καθαρίσει για πάρτη μου στο λαϊκό τραγούδι.
Αυτός δεν πίστευε ότι θα ξανατραγουδήσει γιατί, μου έλεγε, ότι έχει ένα συμβόλαιο με τον Μάτσα το οποίο δεν λύνεται. Μου έλεγε:
- Δεν μπορώ να τραγουδήσω πουθενά κι ούτε πρόκειται να του δώσω εγώ αυτό που θέλει. Το συμβόλαιό μου διαιωνίζεται πόσα χρόνια, δεν ξέρω τι θα γίνει. Τα χρόνια περνάνε, εγώ μεγαλώνω… τελείωσα εγώ. Κι έτσι θέλω να δημιουργήσω έναν τραγουδιστή, ο οποίος θα πατήσει στα χνάρια τα δικά μου. Τουλάχιστον να μείνει κάτι από το λαϊκό τραγούδι διότι το λαϊκό τραγούδι, όπως πάει, θα πεθάνει. Θα εξαφανιστεί.
Ήμασταν μαζί, τον Νικολόπουλο δεν τον ήθελε με τίποτα για να κάνουμε τραγούδια, με τίποτα. Δεν ξέρω τι συνέβαινε μεταξύ τους και τότε του έδωσα την ιδέα του Τάκη του Σούκα. Του λέω:
- Κοίταξε, αν φεύγουμε από τον Νικολόπουλο, μετά μένει ένας Μουσαφίρης, ο οποίος είναι περίεργος στα γραψίματά του, δεν πατάει καθόλου απάνω σου, ένας είναι ο Σούκας, ο οποίος ναι μεν είναι ρομά αλλά δεν γράφει σαν ρομά, γράφει σαν λαϊκός συνθέτης, δεν έχει δηλαδή το «γύφτικο» πάνω στο παίξιμό του. Ο Τάκης Σούκας είναι μεγάλο ταλέντο. Και μετά από κει, τι να σου πω τώρα, είναι ο Πολυκανδριώτης. Ο Πολυκανδριώτης είναι μινόρε και ματζόρε. Μην περιμένεις τίποτα απ’ αυτόν. Κάποιο τραγούδι μπορεί να σου βγει, αλλά ο δίσκος όχι. Και μετά από κει πάμε στον Κατσαρό, στον Πλέσσα, τον Γιώργο τον Χατζηνάσιο…
- Όχι, όχι, άστους αυτούς.
- Δεν υπάρχει άλλος, Στέλιο. Αυτοί είναι. Εκτός κι αν βρεθεί κάποια έτοιμη δουλειά, να την ακούσεις, να την εγκρίνεις, να τα πω.
Και αποφασίσαμε να πάμε στον Σούκα. Έτσι έγινε ο δίσκος «Είμαι τραγούδι, είμαι λαός, δεν είμαι σκλάβος κανενός» [σ.σ. δίσκος: «Η Συνάντηση», 1985], «Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους, αυτούς που κάνουν τους μεγάλους» [«Τρελλός Κι Αμετανόητος»], «Είναι κάτι λέξεις που δεν λέγονται» [«Είναι Κάτι Λέξεις»], έχω πει ένα πολύ ωραίο τραγούδι με την Πίτσα, το «Πόσο Φταίξαμε»… Είναι καταπληκτικός δίσκος, ο οποίος γνώρισε μεγάλη επιτυχία για την εποχή εκείνη για τέτοιου είδους τραγούδια, που δεν κυκλοφορούσαν τότε. Διότι, Κώστα, άλλαζε και η μουσική του λαϊκού τραγουδιού. Γινότανε πιο μοντέρνο το τραγούδι το λαϊκό. Γινότανε πιο γρήγορο, με πιο εύκολες λέξεις, πιο σεξουαλικό, πιο πρόστυχο λιγάκι, και το σοβαρό, το τίμιο, του λαού, ξέφτιζε. Και λέγαμε με τον Τάκη τον Σούκα να βάλουμε μερικά τσιφτετέλια, να γίνει παιχνίδι, του το έλεγα του Στέλιου και έλεγε:
- Όχι, όχι, όχι!
Θα μπορούσε ο δίσκος να είχε μερικά, κάνα δυο «σουκέικα» τσιφτετέλια, με λόγια που έχουν μέσα καραμέλες, και να γίνει πανικός. Ο Στέλιος επέμενε στο σοβαρό, κάτι το οποίο δεν έπρεπε να κάνει διότι εγώ πήγαινα να κάνω καριέρα και την καριέρα, Κώστα, την κάνεις μόνο με επιτυχία. Δεν την κάνεις μόνο επειδή έχεις καλή φωνή. Η καλή φωνή δεν φτάνει. Το τραγούδι είναι που μετράει. Το έλεγε και ο Τάκης ο Σούκας:
- Πρέπει να βάλουμε 2-3 τσιφτετέλια και κάνα δυο αλανιάρικα ζεϊμπέκικα.
Αλλά ο Στέλιος δεν ήθελε τσιφτετέλια και έγινε ένας πολύ σοβαρός δίσκος, ο οποίος λόγω τη δημοτικότητας του Στέλιου και της δημοσιότητας που πήρε ο δίσκος αυτός, που κάνει παραγωγή ο Στέλιος Καζαντζίδης σε έναν τραγουδιστή που λέγεται Λεωνίδας Βελής κ.λπ., πούλησε αμέτρητα. Δεν πούλησε σαν τραγούδια, πούλησε σαν διαφήμιση, σαν κάτι καινούργιο. Αγοράστηκε ο δίσκος χωρίς να τον ακούσει κανείς! Δεν γίνανε, δηλαδή, επιτυχίες τα τραγούδια και αγόρασε τον δίσκο ο κόσμος. Ο κόσμος τον αγόρασε χωρίς να τον ακούσει. Στη διάρκεια της πορείας του δίσκου, έδειξε ότι δεν είχε αυτό που ήθελε ο λαός. Θα σου πω ένα παράδειγμα: Όταν ο Στέλιος Καζαντζίδης έκανε τον τελευταίο του δίσκο με τον Χρήστο Νικολόπουλο, το «Βραδιάζει…» (1992), ζήτησε από τον Νικολόπουλο να του γράψει τραγούδια. Ο Χρήστος του έγραψε 20-25 τραγούδια και ο Στέλιος διάλεξε εκείνο, εκείνο κι εκείνο. Όταν το είδε αυτό ο Νικολόπουλος, για να γίνει η δουλειά στο στούντιο, του λέει:
- Στέλιο, εδώ πέρα… δεν κάνουμε δουλειά έτσι.
- Γιατί;
- Αυτά τα τραγούδια δεν θα περάσουνε στον κόσμο.
- Σώπα ρε, που δεν θα περάσουν στον κόσμο!
- Στέλιο, σε προειδοποιώ. Να μην μου πεις ότι φταίω εγώ. Εγώ σου έδωσα όλα αυτά τα τραγούδια να κάνεις επιλογή, αλλά από αυτά που έκανες επιλογή είναι μόνο κάνα δυο να βάλουμε στον δίσκο. Τα υπόλοιπα πρέπει να είναι εμπορικά τραγούδια.
- Όχι, όχι! Αυτά θα πω!
- Ο.Κ.
Αν στον δίσκο αυτό, Κωνσταντίνε, δεν έμπαινε το τραγούδι «Βραδιάζει», τον δίσκο αυτόν δεν θα τον ήξερε ούτε η μάνα του Στέλιου. Δεν υπάρχει στον δίσκο αυτό άλλο τραγούδι εκτός από το «Βραδιάζει». Όλα τα άλλα, τα 11 τραγούδια του δίσκου, πήγαν περίπατο. Δεν τα ξέρει κανείς. Θέλω να σου πω ότι το τραγούδι κάνει τον τραγουδιστή. Κι όταν ο τραγουδιστής είναι τραγουδισταράς ανεβάζει το τραγούδι στα ύψη. Από το τραγούδι ξεκινάνε όλα. Ο τραγουδιστής δεν μπορεί να κάνει το τραγούδι. Ο τραγουδιστής μπορεί να ανεβάσει το τραγούδι στα ύψη, αλλά το τραγούδι πρέπει να έχει την καρδιά μέσα του για να μπορέσει να φτάσει στα αυτιά του κόσμου. Εάν το τραγούδι δεν έχει καρδιά μέσα του, δεν μπορεί να το βοηθήσει κανένας τραγουδιστής. Κανένας. Ο Tom Jones, τραγουδισταράς, έλεγε στον manager του, τον Gordon Mills:
- Μέχρι τώρα πόσους δίσκους έκανα; Έκανα, ξέρω εγώ, 20 δίσκους. Πόσες είναι οι επιτυχίες που κάναμε; Κάναμε, ας πούμε, 20-25 επιτυχίες. Τα υπόλοιπα 250 τραγούδια πού πήγαν; Ποιος τα ξέρει;
Αυτό το έβαλα στο μυαλό μου τότε που τον άκουσα. Λέω, κοίταξε τι είπε αυτός ο άνθρωπος: «Πού είναι τα άλλα τα τραγούδια;». Αυτά δεν τα ακούει κανείς. Ακούει τα 20-25. Αυτά είναι. Με αυτά παλεύει αυτός στην σκηνή απάνω. Τα άλλα δεν τα λέει. Τον έχω δει 5-6 φορές. Μου έκανε δώρο και μια ζώνη δική του στο Las Vegas. Είχε πάει στο MGM εκεί πέρα και τραγούδησε. Πήγα και τον είδα γιατί η γενική διευθύντρια του MGM ήτανε πολύ καλή φίλη με έναν Λάμπη από την Καστοριά, που είχε εταιρεία ταξί στο Las Vegas, και ο Λάμπης είπε «έχω ένα φίλο δικό μου με τη γυναίκα του εδώ πέρα, τον φιλοξενώ εγώ, και θέλει να δει τον Tom Jones». Κι έτσι πήγαμε μπροστινό κάθισμα εγώ, η γυναίκα μου, η γυναίκα του Λάμπη και η κόρη του. Όταν τελείωσε, ήρθε αυτή η γυναίκα να φιλήσει την Αγάπη -Αγάπη λέγανε τη γυναίκα του Λάμπη- και η Αγάπη είπε:
- Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ! Μια χάρη θέλω να μου κάνεις. Ο Leo θέλει να δει λίγο τον Tom Jones.
- Βέβαια! Έλα εδώ!
Με παίρνει από το χέρι, χτυπάει την πόρτα, ανοίγει, βλέπει αυτός αυτήν και του λέει:
- Έχω έναν φίλο εδώ που θέλει να σε δει.
Με κοιτάζει αυτός και λέει:
- She’s not my fan!
Ήμουνα μέσα για 3-4 λεπτά και μου λέει:
- Τι φωνή είναι αυτή που έχεις!
- Τραγουδιστής είμαι και εγώ, από την Ελλάδα.
- Δεν έχω έρθει ποτέ μου στην Ελλάδα.
Τέλος πάντων, χάρηκε, είπαμε στα γρήγορα πώς είναι τα πράγματα και μου λέει:
- Πάρε αυτή τη ζώνη, δώρο από μένα!
Είναι μια ζώνη με μια ασημένια αγκράφα μπροστά πολύ μεγάλη και γύρω-γύρω λάστιχο. Το κακό είναι ότι δεν μου την υπέγραψε. Έπρεπε να τον βάλω να μου την υπογράψει με κάτι που δεν βγαίνει, για να φαίνεται ότι είναι από τον Tom Jones. Εγώ το λέω, αλλά ποιος το πιστεύει. Τη ζώνη αυτή εγώ δεν τη δίνω. Όταν πεθάνω δεν ξέρω τι θα γίνει η ζώνη, αλλά εγώ δεν την πουλάω. Τέλος πάντων, εδώ λήγει και η ιστορία με τον Στέλιο. Εμπορική επιτυχία έγινε με τον δίσκο αυτό, δεν έγινε, όμως, επιτυχία τραγουδιών. Το μόνο που ακούστηκε λιγάκι είναι το «Είμαι Τραγούδι, Είμαι Λαός», αλλά δεν είναι τραγούδι για να το πεις στην πίστα αυτό. «Βαριά η θλίψη με πικραίνει με νόμους που ‘φτιαξαν ληστές / Είμαι τ’ αηδόνι που πεθαίνει φυλακισμένο μες στο χτες». Δεν λέγεται αυτό το πράγμα σε πίστα. Είναι βαριά πράγματα αυτά, είναι αντιεμπορικά, αλλά λόγω του ονόματος του Στέλιου ο δίσκος πούλησε. Η εταιρεία ευχαριστήθηκε πολύ, εγώ δεν ευχαριστήθηκα καθόλου. Αυτό είναι το θέμα όλο. Μετά απ’ αυτό, τον παράτησα τον Στέλιο, με την έννοια ότι κατάλαβα πως έτσι και συνεχίσω μαζί του πάλι τα ίδια πράγματα θα κάνω και δεν ήθελα. Ήθελα να μπω περισσότερο στον χώρο του εμπορίου. Έτσι έμπλεξα με τον Χρήστο Νικολόπουλο, με τον οποίο έκανα μεγάλες επιτυχίες, φοβερές. Εκεί έγινε πανικός.
ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝ’ ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ – Λεωνίδας Βελής
(1986, μουσική: Πέτρος Βαγιόπουλος, στίχοι: Μανώλης Ρασούλης)
Λ.Β.: Αυτό είναι μέσα στον δίσκο «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» και είναι τραγούδαρος! «Όποιος δεν είν’ αμαρτωλός, να κάνει ένα βήμα μπρος / και τα δικά μου σφάλματα με δίκιο να τα κρίνει / εγώ βαθιά, βαθιά στον άνθρωπο έχω εμπιστοσύνη» έγραψε ο Ρασούλης. Να ένα μεγάλο λάθος μου: ότι δεν θυμήθηκα τον Ρασούλη! Σου λέω τώρα για τα άδικά μου, όχι μόνο για τα δίκια μου. Να κάνω αυτοκριτική. Δεν τον πήρα να του πω «έλα εδώ, εγώ έρχομαι γιατί τότε ήρθες. Θέλω να κάνουμε δουλειά μαζί». Γιατί δεν το έκανα και παρασυρόμουνα από τον έναν και τον άλλον;
ΑΓΑΠΗ ΟΛΟ ΖΗΛΕΙΑ – Λεωνίδας Βελής
(1987, μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος, στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος)
Λ.Β.: Αυτό είναι το μεγάλο τραγούδι του δίσκου. Θα μου επιτρέψεις να πω ότι για μένα το καλύτερο τραγούδι που έγραψε στη ζωή του ο Χρήστος, είναι αυτό. Έγραψε πολλά, αλλά αυτό είναι το καλύτερο. Αυτό το τραγούδι έχει μια μικρή ιστορία. Τραγουδούσαμε στις Νταλίκες, στο Γαλάτσι, και τότε δούλευα μαζί του χωρίς να έχω δίσκο με τον Χρήστο. Είχα τους άλλους δίσκους, αλλά με τον Χρήστο δεν είχα και δούλευα μαζί του σαν τραγουδιστής που λέω τα τραγούδια μου και λέω και τραγούδια του Στέλιου, από το ρεπερτόριο που είχε ο Χρήστος με τον Στέλιο. Και τότε μου έκανε τον πρώτο μου δίσκο με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, το «Αγάπη Όλο Ζήλεια». Ο Χρήστος Νικολόπουλος μου πρότεινε άλλο τραγούδι να μπει πρώτο στον δίσκο και του λέω:
- Χρήστο, αυτό το τραγούδι θα το βάλεις πρώτο στον δίσκο;
-Ναι, δεν είναι τραγουδάρα; Έχει και ρυθμό ωραίο!
- Εντάξει, καλό τραγούδι είναι αλλά έχεις γράψει το «Αγάπη Όλο Ζήλεια». Αυτό το τραγούδι είναι σταθμός στην καριέρα και τη δική μου και τη δική σου!
- Σοβαρά;
- Σοβαρά! Μην τυχόν και κάνουμε κανένα λάθος! Αυτό το τραγούδι θα είναι πρώτο!
Κι έτσι μπήκε πρώτο, Κωνσταντίνε.
Να υποθέσω ότι έτσι έδωσε και τον τίτλο του δίσκου;
Λ.Β.: Ακριβώς! Άμα δεν ήμουν εγώ, θα γίνονταν λάθη.
ΜΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΓΕΜΑΤΟ ΦΙΛΙΑ – Λεωνίδας Βελής
(1987, μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος, στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος)
Λ.Β.: Αφού έδωσε ο Λευτέρης στίχους στον Χρήστο, και δούλευε ο Χρήστος και μιλούσαμε «τι ωραίο είναι αυτό» κ.λπ., φτάσαμε σε μια μελωδία που μου έπαιξε ο Χρήστος κάποιο βράδυ όταν σχολάσαμε από το μαγαζί. Αλλά το έπαιζε alla turca. Δεν το έπαιζε όπως το ακούς τώρα, με βιολιά κ.λπ. Μου άρεσε πολύ αυτή η μελωδία και του λέω:
- Τι ωραία μελωδία είναι αυτή, Χρήστο!
- Ναι, δεν έχει όμως λόγια. Θα δούμε. Έχουμε τραγούδια να πούμε.
Αφού, λοιπόν, μαζευτήκαν τα τραγούδια, μου λέει:
- Είμαστε εντάξει από τραγούδια. Αυτό είναι πολύ ωραίο τραγούδι, το «Αγάπη Όλο Ζήλεια».
- Χρήστο, θυμάσαι μία μελωδία;
Και δεν μπορούσε να θυμηθεί τη μελωδία που μου έδειξε κάποτε, αυτό το alla turca. Και του λέω:
- Δεν μπορώ να θυμηθώ κι εγώ τη μελωδία. Αλλά το έπαιζες έτσι ψαγμένα και πετάγανε τα χέρια σου απάνω στο μπουζούκι…
Τελικά το θυμήθηκε και δίνει τη μελωδία στον Λευτέρη τον Παπαδόπουλο. Την παίρνει ο Παπαδόπουλος και έβαλε λόγια επάνω, «Είσαι η αγάπη μου… τι θα κάνω στη ζωή μου, με σένα θα χαθώ» κ.λπ. και φέρνει τον στίχο στο στούντιο. Μόλις βλέπω τον στίχο εγώ, του λέω:
- Λευτέρη, μου επιτρέπεις να πω κάτι;
- Βέβαια!
- Εκατό φορές καλύτερο στίχο μπορείς να γράψεις απ’ αυτόν! Αυτός ο στίχος δεν είναι Λευτέρης Παπαδόπουλος. Αυτή η μελωδία θέλει άλλο πράγμα. Ψάξ’το.
- Τέτοια πράγματα δεν κάνω, ρε μάγκα, εγώ. Αλλά, τέλος πάντων, θα το παλέψω.
Και μου φέρνει μετά από 1-2 μέρες που είμαστε στο στούντιο, το «Με το στόμα γεμάτο φιλιά / κατεβαίνεις δυο-δυο τα σκαλιά … Και το βράδυ…». Πω, πω, τρελάθηκα, να πούμε. Μπήκε ο Ζέρβας μέσα, μπήκαν οι άλλοι μουσικοί, «ρε συ, να το κάνουμε το τραγούδι έτσι», «να μην το κάνουμε έτσι», «να μην το κάνουμε alla turca, να το κάνουμε αμερικάνικο», και έγινε το τραγούδι αυτό που ακούς. Έγινε, ίσως, η μεγαλύτερη επιτυχία που γνώρισε ποτέ η ελληνική δισκογραφία.
Σε μία συνέντευξή του ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είπε σχετικά: «Ο Λεωνίδας Βελής είναι ένας πολύ καλός τραγουδιστής. Είχε λαμπρή θητεία στην Αμερική. Το μέταλλο της φωνής του μοιάζει πολύ με το μέταλλο της φωνής του Καζαντζίδη. […] Του έγραψα δύο δίσκους με τον Χρήστο Νικολόπουλο. Το τραγούδι που ακούστηκε περισσότερο απ’ όλα ήταν το «Με Το Στόμα Γεμάτο Φιλιά». Θυμάμαι ότι προσπαθούσα να γράψω το ρεφρέν –«και το βράδυ, το βραδάκι»- αλλά δεν μου έβγαινε. Το περιμένανε στο στούντιο, αλλά εγώ έπαιζα χαρτιά, δίπλα από το καφενείο των Νέων. Και ξαφνικά, πάνω στη χαρτοπαιξία, ήρθε η έμπνευση. Σηκώθηκα από την τσόχα, πήγα στο τηλέφωνο και υπαγόρευσα περιχαρής το ρεφρέν».
Κάποια στιγμή, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος άρχισε να απαγγέλλει με στόμφο τους στίχους: «Με το στόμα γεμάτο φιλιά / κατεβαίνεις δυο-δυο τα σκαλιά / και σφυρίζεις με τ’ άλλα πουλιά» και τότε τον διέκοψε ένας από τους συνεργάτες-ακροατές που βρίσκονταν στο στούντιο.
- Πρόεδρε, κοίτα να βρεις τίποτα καλύτερο. Αυτό είναι σαν το «Ετίναξες την ανθισμένη αμυγδαλιά»!
Λ.Β.: (γέλια)
Επίσης, ο Χρήστος Νικολόπουλος είπε: Αυτό το τραγούδι δεν το περιμέναμε να ακουστεί. Εκείνη την περίοδο είχε σταματήσει να τραγουδά ο Καζαντζίδης και, από την αγάπη που του είχα, μόλις μου προτείνανε από την εταιρεία να κάνω δίσκο σε ένα τραγουδιστή που έμοιαζε η φωνή του με του Καζαντζίδη, αμέσως το έκανα. Το «Με Το Στόμα Γεμάτο Φιλιά» δεν το είχαμε για σουξέ.
Λ.Β.: Άμα περιμέναμε ότι θα γίνει σουξέ, θα το βάζαμε πρώτο στον δίσκο [σ.σ. το τραγούδι ήταν το 5ο-προτελευταίο- στην πρώτη πλευρά του δίσκου]. Δεν είχαμε πάρει χαμπάρι το τραγούδι αυτό. Γιατί αυτοί κάνανε τη σειρά. Πού είναι η εμπειρία τους; Πού είναι η μαγκιά τους; Πού είναι η διορατικότητά τους; Μετά το «Αγάπη Όλο Ζήλεια» έπρεπε να βάλουν ένα ελαφρύ, το «Με Το Στόμα Γεμάτο Φιλιά».
Πούλησε ο δίσκος όμως.
Λ.Β.: Ναι, ρε παιδί μου. Ο δίσκος έγινε 10 φορές πλατινένιος, αλλά το θέμα είναι ότι οι ίδιοι που γράφουν τα τραγούδια δεν τα ξέρουνε! Πέφτουν έξω, αυτό θέλω να σου πω.
Άμα ξέρανε από πριν ποιο τραγούδι θα γνωρίσει επιτυχία, θα βρίσκανε την κότα που κάνει το χρυσό αυγό.
Λ.Β.: Ε, εντάξει τώρα. Ξέρω τι λέω εγώ. Εδώ μου είπε η Τασούλα, η γυναίκα του, αλλά κι ο ίδιος το λέει, ότι αν δεν ήταν η Τασούλα οι «Νταλίκες» («Με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά») δεν θα υπήρχανε! Άρα, λοιπόν, πού είναι η διορατικότητα αυτών των ανθρώπων; Και του λέει η Τασούλα:
- Βρε Χρήστο, τέτοιο τραγούδι και δεν θα το βάλεις στον δίσκο; Σοβαρολογείς;
Κι έτσι μπήκε. Όπως σου είπα για μένα, Κώστα. Ξεκίνησα με δεύτερα τραγούδια. Ποιος, εγώ! Με τέτοια φωνή! Τέτοιο τραγουδιστή επαγγελματία! Τόσα χρόνια στην Αμερική και με βάζουν αυτοί οι άσχετοι και τα τραγουδάω επειδή το είπε ο Άκης ο Πάνου. Τι πάει να πει Άκης Πάνου; Ο Άκης Πάνου είναι ένας δημιουργός που γράφει ωραία τραγούδια αλλά δεν θα γίνω ό,τι πει αυτός! Όχι και να βγω χαμένος! Παραλίγο να γυρίσω πίσω στην Αμερική. Κατάλαβες τι σου λέω τώρα; Δεν καταλαβαίνεις, αλλά… Όταν δίνω συνεντεύξεις παθιάζομαι. Ζητάω συγνώμη γι’ αυτό, όμως θυμάμαι πράγματα τα οποία δεν τα σηκώνει ο οργανισμός μου ακόμη και σήμερα. Δεν μπορώ να πιστέψω δηλαδή ότι έγινα υποχείριο δικό τους, ότι με κάνανε ότι θέλαν. Δεν μπορεί να το δεχθεί η συνείδησή μου αυτό το πράγμα. Άφησα αστείους ανθρώπους να κάνουν αστεία με μένα. Δεν μπορείς να παίζεις ρε φίλε με την καριέρα του άλλου. Δεν θα παίξεις με τον γιο σου. Δεν θα παίξεις με τη γυναίκα σου. Δεν θα παίξεις με τον εαυτό σου. Γιατί παίζεις με το ξένο παιδί; Επειδή είναι ξένο και δεν τρέχει τίποτα;
ΣΥΛΛΑΒΙΣΤΑ, ΨΙΘΥΡΙΣΤΑ – Λεωνίδας Βελής
(1988, μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος, στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος)
Λ.Β.: Αυτό το «Συλλαβιστά, Ψιθυριστά», Κώστα, έπρεπε να το πω μες στον δίσκο αλλά όχι πρώτο. Το πρώτο που έπρεπε να κάνει ο κύριος Νικολόπουλος ήταν να γράψει ένα μεγάλο τραγούδι για να το πω. Ή δεν είχε ταλέντο καθόλου και του έφυγε η μαγκιά ή νόμιζε ότι με το «Συλλαβιστά, Ψιθυριστά» καθαρίζει, ότι θα κάνει ο Βελής μεγάλη επιτυχία. Έγινε επιτυχία το κομμάτι, δεν λέω, αλλά δεν είναι από τα τραγούδια που γράφουν ιστορία. Έγραψε, όμως, 2-3 τραγούδια όπως το «Πατέρα Μου», το «Άνοιξέ Μου Μάνα», «Τα Φτωχά Τα Κορίτσια», έγραψε και αυτό με τη Γλυκερία [«Βρε Χελιδονάκι, Βρε Καμωματού»], και τίποτε άλλο. Το «Συλλαβιστά, Ψιθυριστά» είναι ένα πολύ νόστιμο, γλυκύτατο τραγούδι, αλλά σαν επένδυση, όχι σαν αρχηγό. Δεν είναι μεγάλος δίσκος για τον Λεωνίδα Βελή αυτός. Είναι ένας μέτριος δίσκος. Ίσως ο πιο μέτριος δίσκος που έχω κάνει ποτέ στη ζωή του. Δεν μπορεί η επόμενη φορά από μία μεγάλη επιτυχία να είναι μικρότερη. Αλλά εγώ του έδειξα εμπιστοσύνη του Νικολόπουλου διότι νόμιζα ότι τώρα θα αποδείξει για ακόμη μια φορά πόσο μάγκας είναι. Δεν μπορούσε να γράψει. Του έφυγε το ταλέντο εκείνο τον χρόνο. Δεν είχε φαεινή ιδέα. Δεν είχε. Τέλος πάντων, κοίταξε, ίσως με το μυαλό του, Κώστα, να νόμιζε ότι αυτός ο δίσκος, ο «Συλλαβιστά, Ψιθυριστά», είναι πιο μεγάλος από το «Αγάπη Όλο Ζήλεια». Με το μυαλό του δεν ξέρω τι συμπεράσματα βγάζει. Δικαίωμά του είναι να σκέφτεται όπως θέλει, αλλά εγώ που κρίνω τον έναν δίσκο με τον άλλο, ο ένας είναι για να τον έχω στη φάτσα του σπιτιού μου και τον άλλο είναι να τον βάλω στην τουαλέτα.
Όταν άκουγες τα τραγούδια, όταν σου τα προτείνανε να τα τραγουδήσεις, δεν είχες εκείνη την ώρα το κριτήριο…
Λ.Β.: Κοίταξε τι γινόταν: ερχόταν ο Κυβέλος και μου έλεγε:
- Λεωνίδα, μην κάνουμε βαριά τραγούδια. Άλλαξε η εποχή, να είμαστε λιγάκι πιο μοντέρνοι, πιο σημερινοί…
Και με ψήνανε, ρε Κώστα. Τι νομίζεις ότι είμαι εγώ; Από ατσάλι; Δεν είμαι από ατσάλι. Με ψήνανε ότι άλλαζε ο κόσμος, οι γυναίκες φοράνε πιο κοντά και φαίνεται το βρακί τους, εκείνο, το άλλο, δεν αγοράζει ο κόσμος βαριά πράγματα πια, κ.λπ., κι έτσι έγινε αυτός ο δίσκος. Και πούλησε αυτός ο δίσκος. Δεν μπορώ να πω. Τραγούδια, όμως, δεν ακούω από αυτόν τον δίσκο, εκτός από αυτά που σου είπα πριν. Αυτά τα τραγούδια τα ακούω. Και τη Γλυκερία, την οποία την αγαπώ. Είναι φοβερή τραγουδίστρια, τώρα τι να πούμε για τη Γλυκερία. Είναι από τα καλύτερα κορίτσια που γνώρισα και τραγουδισταρού! Η Γλυκερία είναι μία γλύκα, μην το συζητάς! Και ο Χρήστος είναι καλό παιδί και έχει βοηθήσει πολύ κόσμο. Έχει κάνει πράγματα, αλλά με μένα στον δεύτερο δίσκο έχει πέσει έξω. Αυτή είναι η αλήθεια, ρε φίλε. Έπεσε έξω. Πάει, τελείωσε.
ΚΑΙ ΝΑΤΑΝ ΟΛΑ ΨΕΥΤΙΚΑ – Λεωνίδας Βελής
(1989, μουσική: Τάκης Σούκας, στίχοι: Νίκος Λουκάς)
Λ.Β.: Εδώ κατηγορώ λιγάκι τον εαυτό μου, Κώστα, διότι ο Τάκης ο Σούκας στάθηκε σαν πραγματικός φίλος και μου είπε:
- Λεωνίδα, εδώ να κάνουμε πολλά τσιφτετέλια και ζεϊμπέκικα έτσι πιασάρικα, αλανιάρικα…
- Τάκη, μετά την πορεία που έχω κάνει, τώρα εγώ να πω τέτοια τραγούδια… Να γράψουμε και κάνα-δυο τέτοια αλλά όχι ο δίσκος να πατάει έτσι.
- Εγώ σου λέω την άποψή μου. Από κει και μετά, σου γράφω κι έτσι, σου γράφω κι αλλιώς.
Και κάναμε το «Και Νάταν Όλα Ψεύτικα», ένα πολύ ωραίο τραγούδι, έχουμε κάνει το «Εγώ Ο Στέλιος», ένα πολύ ωραίο τσιφτετέλι, «Έπινα και τα 'σπαγα σε μια μπιραρία / Δίχως λόγο έκανα και μια φασαρία, εγώ ο Στέλιος», το «Ένα Σπίτι Άνω Κάτω», αυτό το ζεϊμπέκικο είναι μες στην καρδιά μου, τι να σου πω. Είναι πολύ καλός δίσκος αλλά, δυστυχώς, έπρεπε να βάλουμε, όπως και με τον Στέλιο που σου είπα προηγουμένως, μερικά αλανιάρικα τραγούδια. Και τα αλανιάρικα τραγούδια ξέρεις ποια είναι τώρα, είναι αυτά για να γίνονται ντόρος, τα οποία βέβαια μετά από λίγο διάστημα ψοφάνε και δεν μένει τίποτα. Έκανα κι έναν πολύ ωραίο δίσκο με τον Μουσαφίρη [σ.σ. «Με Γεια Μας», 1993], αυτός ο δίσκος δηλαδή μου άρεσε πάρα πολύ και είναι μες στην καρδιά μου. «Τα Λεφτά»: «και τα λεφτά αλλάξαν χέρια και πετάξανε σαν περιστέρια». Ήτανε τραγούδι της εποχής. Όλοι είχαν να κάνουν με λεφτά τότε και πέρασε. Κοίταξε, το θέμα που λέγεται «σουξέ» είναι ένα μυστήριο πράγμα, το οποίο εάν δεν βοηθηθεί ένα τραγούδι… π.χ. τα «Λεφτά», εάν το παίρνανε 10-20 ραδιόφωνα μιλημένα και το παίζανε συνέχεια, θα γινότανε πανικός. Αλλά πρέπει να είναι μιλημένα τα ραδιόφωνα, οργανωμένα και να πληρωθούν για να κάνουν τη δουλειά, όπως έκανε τότε η Αλεξίου, όπως έκανε ο Νταλάρας, ο Μάκης ο Μάτσας που έβαζε 20 ραδιόφωνα να παίζουν τις παραγωγές που έκανε κ.λπ. Ο Μάτσας ήταν ο μεγαλύτερος μάγκας που γέννησε ποτέ η δισκογραφία. Ένας αυτός και ένας ο Τάκης ο Λαμπρόπουλος. Αυτοί οι δύο ήταν οι μεγαλύτεροι μάγκες που περάσανε από την ελληνική δισκογραφία. Ο Μάτσας είχε 20 ραδιόφωνα στην Αθήνα και 5 ραδιόφωνα στη Θεσσαλονίκη και παίζανε συνέχεια τις παραγωγές που έκανε. Με το έτσι θέλω! Όλοι οργανωμένοι. Έβγαζε δίσκο ο Νταλάρας; 30 ραδιόφωνα παίζανε Νταλάρα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Έτσι γίνονται οι επιτυχίες, αλλιώς δεν γίνονται.
Κάποια στιγμή είχατε ασχοληθεί και με την ΠΑΕ ΠΑΟΚ ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου.
Λ.Β.: Αυτή είναι μια ιστορία που καλό είναι να την ξέρει ο κόσμος, για να μαθαίνει την αλήθεια και όχι παρατράγουδα που σχηματίζουν κακές εντυπώσεις για τον απέναντι. Και ο απέναντι είμαι εγώ. Όταν με κάλεσε ο Ζαγοράκης να μπω στον ΠΑΟΚ και αφού μετά από διάφορες ερωτήσεις που έκανα δέχθηκα -γιατί με τον Ζαγοράκη είμαστε γείτονες- την άλλη μέρα ανακοίνωσε το όνομά μου. Το πρώτο μου μέλημα ήταν να μάθω τι σημαίνει ΠΑΟΚ, όχι σαν φίλαθλος του ΠΑΟΚ, αλλά σαν συνεργάτης του ΠΑΟΚ και σαν άνθρωπος ο οποίος μπήκε εκεί για να κάνει κάποια δουλειά. Δεν μπόρεσα να καταλάβω στον καιρό που έμεινα εκεί πέρα, ποια ήταν η υπηρεσία που προσφέρω εγώ στον ΠΑΟΚ. Και τι έκανα; Μία μέρα πήγα κατευθείαν στα διοικητικά, εκεί που βγάζουν τα οικονομικά του ΠΑΟΚ, και ζήτησα τον οικονομικό κατάλογο του ΠΑΟΚ, τι χρωστάει και τι του χρωστούν. Και είδα ότι μόνο χρωστάει! Πολλά λεφτά. Ζήτησα αναφορά από τον Θόδωρο τον Ζαγοράκη τι συμβαίνει και μου λέει:
- Έχω αναλάβει τον ΠΑΟΚ από την Τράπεζα Πειραιώς και όλα αυτά τα ζητήματα του ΠΑΟΚ θα διευθετηθούν εν καιρώ.
- Ναι, αλλά εγώ αυτή την στιγμή είμαι σ’ ένα σωματείο το οποίο χρωστάει και δεν μπορεί ο κόσμος, ο οποίος έχει άγρια μεσάνυχτα, να νομίζει ότι κάνω κάτι με τον ΠΑΟΚ για να κονομήσω. Αυτά δεν τα δέχομαι με τίποτα. Δεν ήρθα σε έναν σύλλογο, ο οποίος είναι γκρεμισμένος, για να τον αναστηλώσω. Αν θέλετε από μένα να βάλω λεφτά στον ΠΑΟΚ γιατί έχει ανάγκη, να μου το πείτε.
- Όχι, δεν θέλω να βάλεις λεφτά.
- Ποια είναι τότε η προσφορά μου στον ΠΑΟΚ;
- Ε, εντάξει, κάθε ομάδα πρέπει να έχει διοίκηση.
- Να έχει εκατό διοικήσεις, αλλά εγώ τι προσφέρω;
Εκεί μείναμε κι ήρθε μία μέρα που έγινε ένα γενικό συμβούλιο στα κεντρικά γραφεία του ΠΑΟΚ, μες στο γήπεδο. Μαζευτήκαν όλοι οι «διοικητές», οι οποίοι -άκουσε, Κωνσταντίνε, είναι τόσο σοβαρό που είναι για γέλια- ετοιμαζόντουσαν να φύγουνε με τις γυναίκες τους για την Αγγλία γιατί έπαιζε ο ΠΑΟΚ στο Λονδίνο με μία αγγλική ομάδα [σ.σ. με την Tottenham στις 30 Νοεμβρίου του 2011]. Σηκώθηκε και μίλησε ο καθένας και σηκώθηκα κι εγώ όρθιος και λέω:
- Με συγχωρείτε πολύ, εγώ διαφέρω από όλους σας με αυτά τα οποία άκουσα. Και αυτό που θα ακούσετε από μένα είναι εντελώς διαφορετικό. Εγώ δεν πρόκειται να έρθω στην Αγγλία. Αν, όμως, θελήσω να πάω, θα πάω με δικά μου έξοδα. Αν έχετε δει τα οικονομικά του ΠΑΟΚ, είναι σε τραγική κατάσταση. Και ετοιμάζεστε όλοι εσείς να πάρετε το αεροπλάνο με τις γυναίκες, συν τα ξενοδοχεία, μάσες, πήγαινε-έλα, με το ταμείο του ΠΑΟΚ; Ο μόνος ο οποίος έχει δικαίωμα να πάει, σαν πρόεδρος του ΠΑΟΚ, είναι ο Θοδωρής ο Ζαγοράκης. Κανένας άλλος.
Δεν με ακούσανε, με γράψανε κανονικά, ο Θοδωρής απάντησε μπροστά τους:
- Έλα, Λεωνίδα, όλοι εδώ πέρα κάποια δουλειά κάνουνε και έχουν το δικαίωμα να πάνε.
- Εντάξει, παιδιά.
Και την άλλη μέρα έστειλα μια παραίτηση και τελείωσε. Αυτό ήταν. Έστειλα ένα γράμμα «ευχαριστώ πολύ, εύχομαι μεγάλες επιτυχίες στον ΠΑΟΚ, εγώ όμως δεν κάνω για τον ΠΑΟΚ. Εσείς χρειάζεστε συνεργάτες που κρίνετε ότι είναι κατάλληλοι, εγώ δεν είμαι κατάλληλος. Είμαι ακατάλληλος. Γεια σας». Αυτό τους έγραψα. Την παραίτηση την έχω ακόμα. Αν δεν ερχόταν ο Σαββίδης, θα έπαιζε στη Β’ Εθνική ο ΠΑΟΚ τώρα. Επιτρέπετε να μετακομίζουν όλοι στην Αγγλία με λεφτά του ΠΑΟΚ, που δεν έχει; Γιατί δεν πάτε με τα δικά σας τα λεφτά; Έτσι είναι, Κώστα μου. Εγώ, αν πήγαινα να δω τον αγώνα, θα πήγαινα με δικά μου λεφτά. Δεν θα πήγαινα με λεφτά του ΠΑΟΚ. Και τους είπα «σας συνιστώ να κάνετε το ίδιο και σεις». Τίποτα. Μπαινάκης και Βγαινάκης.

Εύχομαι καλή επιτυχία, λοιπόν!
Λ.Β.: Είσαι γλυκύτατος άνθρωπος, να παραμείνεις έτσι και σου εύχομαι όταν θα γράψεις το επόμενο βιβλίο να τρυπήσεις μύτες και αυτιά! Αυτή είναι η δουλειά σου και αυτό είναι το έργο σου! Να το ξέρεις! Σου εύχομαι το καλύτερο!
Καλλιτέχνες:Barry ManilowΓλυκερίαVegasΜαρινέλλαTom JonesΘόδωρος ΣιναΐδηςΛευτέρης ΠαπαδόπουλοςΛεωνίδας ΒελήςΜαίρη ΛίνταΠέτρος ΒαγιόπουλοςΠίτσα ΠαπαδοπούλουΣταύρος ΚουγιουμτζήςΣτέλιος ΚαζαντζίδηςΤάκης ΣούκαςΧρήστος ΝικολόπουλοςFrank SinatraΜουσικά Είδη:ελληνική μουσικήΜουσικά Όργανα:ΆρπαΜουσική Γενικά:ραδιόφωνοσυνέντευξη
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο