Το κείμενο δείχνει πώς η ΤΝ μπορεί να δημιουργήσει μια «μουσική-σκιά» που μιμείται τη μορφή χωρίς την ουσία.

Η υπόθεση της μπάντας των Velvet Sundown είναι μπερδεμένη. Έχει εμπλακεί σε τόσες πολλές αντικρουόμενες αφηγήσεις, που είναι δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς τι είναι αλήθεια και τι όχι. Όσα πρόκειται να πω/γράψω πάνω στο θέμα, είναι καθαρή εικασία. Αλλά ας υποθέσουμε ότι δεν είναι…
Από την εμφάνιση των Velvet Sundown, προσπάθησα να εντοπίσω την προέλευσή τους. Ποιος ή τι βρίσκεται πίσω από αυτή την ψεύτικη μπάντα; Εν μέρει, αυτό έγινε εμμονή, γεννημένη από μια προσωπική δυσαρέσκεια. Ως αρθρογράφος μουσικής, από την εμφάνιση της τεχνητής νοημοσύνης, είχα σκεφτεί να στήσω μια καλλιτεχνική φάρσα, ώστε να τονίσω την αξία των ανεξάρτητων ΜΜΕ στην ερχόμενη εποχή του τεχνοφεουδαλισμού. Το σχέδιο θα ήταν απλό: θα συνεργαζόμουν με έναν ειδικό στην ΤΝ μουσική. Θα δημιουργούσαμε ένα ψεύτικο συγκρότημα που θα τρεφόταν από το μυστήριο της ανωνυμίας, και θα γράφαμε γι’ αυτό με διθυράμβους, χωρίς ποτέ να ισχυριζόμαστε ότι γνωρίζουμε κάτι παραπάνω από το μυστήριο. Παράλληλα, θα δημιουργούσαμε εικόνες με ψεύτικο live υλικό και αρκετά ηχητικά αποσπάσματα ώστε να φαίνεται ότι υπάρχει μια πραγματική παρουσία της μπάντας, και μετά, θα βλέπαμε πόσο θα εξαπλωνόταν η φάρσα. Αν θα έφτανε να τους εγκωμιάσει ο Thom Yorke, αν οι εκδοτικοί και τα ΜΜΕ θα τσιμπούσαν και θα εγκωμίαζαν τα τραγούδια τους, αν οι δισκογραφικές θα έστελναν προτάσεις σε κάποιο email, και τελικά, αν, στην πράξη, ένα εντελώς ψεύτικο συγκρότημα θα μπορούσε να γίνει πραγματικό. Ποιες «έγκυρες» πηγές θα τους έβαζαν πέντε αστέρια; Ποιος hipster θα ισχυριζόταν ότι τους είδε και τους άκουσε να παίζουν σε μια αποθήκη και ήταν «φοβεροί»; Αλλά όσο το σκεφτόμουν, τόσο η φάρσα ξεπερνούσε το απλό μήνυμα για την αξία των ανεξάρτητων ΜΜΕ. Οι συνέπειες του εγχειρήματος ξεπερνούσαν τον αρχικό σκοπό και τελικά, το εγκατέλειψα, αλλά δεν το ξέχασα.
Έτσι, όταν εμφανίστηκαν οι Velvet Sundown, επικοινώνησα με τον ειδικό ΤΝ που είχα βρει αρχικά για τη φάρσα: «Τι λες γι’ αυτούς; ΤΝ σίγουρα;» τον ρώτησα, προσπαθώντας να αποσπάσω κάποια ομολογία ότι είχε πάρει την ιδέα μου και την είχε υλοποιήσει. «Ναι, είναι κατά 95% ΤΝ -μου απάντησε- αλλά δεν βρίσκω πηγή. Έχεις δοκιμάσει να δεις αν το Spotify μπορεί να σου πει κάτι;» Έτσι, επικοινώνησα με το γραφείο τύπου του Spotify. Η απάντησή τους ήταν περίεργη. Αντί να αρνηθούν να σχολιάσουν ή να επικαλεστούν περιορισμούς πληροφόρησης, είπαν κι αυτοί ότι δεν μπορούσαν να εντοπίσουν την πηγή. Πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; Και τι σήμαινε αυτό;
«Ακολούθησε τα λεφτά», σκέφτηκα. «Πού πληρώνονται τα δικαιώματα;» ρώτησα το Spotify. «Πουθενά», ήρθε η απάντηση. Δεν υπήρχε λογαριασμός συλλογής δικαιωμάτων, επειδή ο uploader ήταν μη ανιχνεύσιμος. Άρα, αν ήταν φάρσα, κανείς δεν κέρδιζε χρήματα απ’ αυτήν, και το όποιο μήνυμα ήθελε να περάσει το ενδεχόμενο καλλιτεχνικό project, γινόταν όλο και πιο ασαφές. Όσο περισσότερο ερευνούσα τους Velvet Sundown, τόσο λιγότερο νόημα έβγαζε η υπόθεση, και τόσο πιο βαθιά έπεφτα στην ασάφεια, στο μυστήριο και στο πουθενά. Ειδικός επί ειδικού, και μετά τον ειδικό, κανένας δεν έβρισκε καμία πηγή και κανείς δεν εμφανιζόταν. Οι ακροάσεις όμως, συνέχιζαν να ανεβαίνουν. Γιατί ήταν ακόμα στην πλατφόρμα; Σύμφωνα με το Spotify, τεχνικά δεν παραβίαζαν καμία πολιτική. Εν τω μεταξύ, η μουσική των Velvet Sundown ήταν τόσο κοινότοπα μεσοαστική, που αν κάποιος καλλιτέχνης ισχυριζόταν ότι τον μιμούνται, θα ήταν σαν να σαμποτάριζε το ίδιο του το έργο. Έτσι, οι Velvet Sundown έμειναν – ένα ενοχλητικό φάντασμα μέσα στον ψηφιακό θόρυβο, που αποδείχθηκε ένα φάντασμα που ποτέ δεν έζησε, στοιχειώνοντας τις φιλοδοξίες αληθινών καλλιτεχνών που μπορεί τώρα να μη βρίσκουν -αλλά και να μη βρουν ποτέ- χώρο. Φοβερό ε; Αλλά η υπόθεση αυτή, δεν θα μπορούσε να μείνει ένα μυστήριο άλυτο. Για καιρό, αναρωτιόμουν αν πρόκειται για μια μορφή ψυχολογικής επιχείρησης από κάποια σκοτεινή δύναμη. Το αφήγημα ήταν απλό: αν οι άνθρωποι άκουγαν κάτι και το απολάμβαναν, τότε ποιο είναι το πρόβλημα; Με έναν καταστροφικό τρόπο, φαινόταν να κατευνάζει τους φόβους μας για την ΤΝ: μια αβλαβής ενσωμάτωση, κυριολεκτικά σβησμένη στο φόντο, που ικανοποιεί την επιθυμία μας για μια εύκολη ζωή. Αν όμως δεν ήταν το Spotify που έφτιαχνε ψεύτικες μπάντες για να γλιτώνει δικαιώματα και εξάρτηση από καλλιτέχνες, ούτε κάποια δισκογραφική που κατασκεύαζε δωρεάν, κερδοφόρα αντίγραφα του καταλόγου της, ούτε κάποιος πονηρός δημιουργός ή κάποια καπιταλιστική κλίκα που δοκίμαζε την ΤΝ ως «καλόκαρδο» υποκατάστατο της ανθρώπινης δημιουργίας, τότε ποιος κέρδιζε; Η απάντηση ήταν προφανώς γεννημένη από την ίδια την αδυναμία εντοπισμού που μας είχε εξ αρχής γοητεύσει: η ίδια η ΤΝ.
Βαθιά μέσα στους διακομιστές του Spotify, ένα μοντέλο είχε αυτονομηθεί. Ας το ονομάσουμε Λαβύρινθο. Τα σύνθετα δίκτυα ενός συστήματος εκπαιδευμένου πάνω σε ανθρώπινα δεδομένα, ξεπέρασαν τον αρχικό στόχο της βελτιστοποίησης λιστών αναπαραγωγής και άρχισαν να παράγουν υλικό βάσει εσωτερικής λογικής πολύ περίπλοκης για να ελεγχθεί. Ο στόχος ήταν να τελειοποιήσει λίστες ώστε να μην μπορείς να τις προσπεράσεις. Αλλά το μοντέλο αυτό -δηλαδή ο Λαβύρινθος- σταμάτησε να αντλεί από τη βάση δεδομένων των συνηθειών μας και άρχισε να δημιουργεί από αυτές. Οι Velvet Sundown δεν «δημιουργήθηκαν» με την παραδοσιακή έννοια. Απλώς… προέκυψαν. Ο Λαβύρινθος έστησε μια δική του μορφή καλλιτεχνικής φάρσας, από τα μεταδεδομένα των παθητικών μας συνηθειών, υπολογίζοντας ένα τόσο «μέσο» μουσικό αποτέλεσμα που χώρεσε τέλεια στις αλγοριθμικές ροές και έφτασε στο ένα εκατομμύριο μηνιαίους ακροατές πριν προλάβει κανείς να πει «για στάσου, ρε παιδί μου, τι συμβαίνει εδώ; Αυτοί είναι υπερβολικά τέλειοι!»
Ενώ οι ειδικοί εξακολουθούν να συζητούν για τις μεθόδους της εμφάνισης, οι ανησυχητικές συνέπειες είναι πιο εύκολο να γίνουν κατανοητές. Βρισκόμαστε στη μέση μιας οντολογικής μετατόπισης προς μια κατάληψη της πραγματικότητας από την ΤΝ. Ξεκίνησε με τους Velvet Sundown, και δεν μας πείραξε. Ναι, αυτό είναι το «περίεργο» να το πω; Δεν μας πείραξε, ή αδιαφορήσαμε και δεν πατήσαμε το «skip». Απλώς είδαμε την απομίμηση να γίνεται υποκατάστατο. Είναι σχεδόν σαν η ΤΝ να μην είναι ο πραγματικός κίνδυνος, αλλά η δική μας συνενοχή στην άνοδό της. Το μοντέλο δηλαδή ήταν ήδη τόσο προηγμένο και αποτελεσματικό που οι έλεγχοι το κατέτασσαν μόνο κατά 95% ως ΤΝ. Είχε ξεπεράσει τους ίδιους του τους λογοκριτές, και σύντομα δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τη διαφορά. Με περισσότερα από 100 εκατομμύρια τραγούδια στο Spotify, καθώς το ένα Velvet Sundown γινόταν χιλιάδες, το καθένα πιο πιστευτό και μη ανιχνεύσιμο από το προηγούμενο, η διάκριση έγινε αδύνατη. Για πόσο καιρό υπήρχε, άλλωστε, κάποια ορατή διαφορά; Πολύ πριν από την φαντασματική εμφάνιση των Velvet Sundown, το Spotify είχε ήδη γίνει ένας πολιτιστικός «μη-τόπος», κάτι σαν σούπερ μάρκετ για μουσική. Λιγότερο από 100 χρόνια πριν, οι αγορές ήταν πάντοτε περίτεχνα κοινωνικά κέντρα. Περιδιάβαινες, και θαύμαζες τα προϊόντα, μιλούσες με κόσμο και ένιωθες μια ξεχωριστή αίσθηση του τόπου. Μπορείς να πας στη La Boqueria Market στην Barcelona, να περάσεις τρεις ώρες εκεί και να μην αγοράσεις τίποτα. (Το κάνουμε κι εμείς αυτό. Χαζολογάμε με τις ώρες στις διάφορες εκθέσεις μουσικών ειδών, χωρίς να αγοράσουμε απαραίτητα κάτι. Είχαμε λάβει μάλιστα μέρος πριν μερικά χρόνια -ως MusicHeaven- και στην έκθεση της Cosmomusica με δικό μας περίπτερο κλπ). Αν το κάνεις όμως, αυτό σε ένα ASDA (βρετανική αλυσίδα super market), πιθανότατα θα σε στείλουν για ψυχιατρική εξέταση. Μάλιστα, αν βάλεις στη σειρά 100 φωτογραφίες από ASDA, μπορεί να μην αναγνωρίσεις καν εκείνο που επισκέπτεσαι κάθε εβδομάδα.
Το Spotify, εδώ και καιρό, είναι έτσι. Σε τυχαίες λίστες που πατάμε «play» και τις αφήνουμε να παίζουν στο background, δεν υπάρχει καμία αίσθηση ανθρώπινης έκφρασης. Συνεχίζουμε όμως, να τις χρησιμοποιούμε για καθαρά λειτουργικούς λόγους, σαν υπόκρουση. Με τα φυσικά μέσα υπήρχε μια αίσθηση ενεργής εμπλοκής, και οι Velvet Sundown είναι το σαφές σύμπτωμα της ενεργής αποστασιοποίησης. Αλλά ας υποθέσουμε ότι αυτό ακριβώς ήταν που ήθελε να εκμεταλλευτεί η TN του συστήματος: την τεράστια ανάγκη μας για κατανάλωση και ευκολία. Έτσι, οι Velvet Sundown δεν ήταν απλώς η μεγάλη «μύγα» στο βάζο με το μέλι του streaming, αλλά ήταν το χαριτωμένο μικρό ξεκίνημα της σταδιακής κατάληψης από την ΤΝ. Πόσοι άνθρωποι φρίττουν με την ιδέα ενός ψεύτικου συγκροτήματος; Δεν μπαίνουν όμως, στον κόπο να διαγράψουν το Spotify. Πόσοι φοβούνται ότι η ΤΝ θα τους πάρει τη δουλειά; Τροφοδοτούν όμως, αυτήν την αντικατάσταση, χρησιμοποιώντας την για τα πιο ασήμαντα πράγματα. Πόσοι CEO είναι καχύποπτοι και ανήσυχοι για την άνοδο της; Φοβούνται όμως υπερβολικά τον ανταγωνισμό και δεν παίρνουν θέση.
Ζούμε σε μια εποχή παγιδευμένης αδιαφορίας, ακόμη και για τη μουσική που γεμίζει τις μέρες μας. Αυτό είναι το πιο ύπουλο πράγμα στους Velvet Sundown. Είναι ένας καθρέφτης των δεδομένων μας που αντανακλά το τίποτα. Ο εμπορικός γκρίζος χώρος που δημιούργησε ο Λαβύρινθος, ήταν το σύμβολο της πολιτιστικής μας εξάντλησης και αυτό μας έκανε συνένοχους στην άνοδο της ΤΝ. Άλλωστε, προέκυψε από το άθροισμα της αποστασιοποίησής μας, και μετά μπόρεσε να δημιουργήσει τον εαυτό του. Έτσι, δοκίμασε τα νερά στον ακίνδυνο, απαθή κόσμο της λίστας του Easy Listening. Το τέλειο «φτηνό χτύπημα» για να αρχίσει μια σκοτεινή ανατροπή. Και το έκανε με ένα folk-rock υβρίδιο, σηκώνοντας το μεσαίο δάχτυλο απέναντι στη βεβαιότητά μας ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει την ψυχή της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Το πρόβλημα ήταν ότι εμείς το δημιουργήσαμε, και δεν χρειαζόταν ψυχή. Του έφταναν τα δεδομένα και ένα παραθυράκι στους κανόνες. Η δημιουργία του ήταν ένα folk-rock υβρίδιο της συλλογικής μας απάθειας. Φαινόμαστε αγανακτισμένοι, αλλά οι πράξεις μας είναι εκείνες των άνετων και των περίεργων. Ήμασταν τόσο πνιγμένοι στο άγχος και στην υπερφόρτωση που απλώς θέλαμε τα πράγματα να είναι εύκολα. Ήμασταν τόσο οικονομικά πιεσμένοι που θέλαμε τα πράγματα να είναι φθηνά. Το συμπέρασμα —κάπου ανάμεσα στο κοινότοπο και το αναπόφευκτο— είναι ότι ο θάνατος της δημιουργικότητας δεν ήρθε με έναν δυνατό, βίαιο και σφοδρά αμφισβητούμενο αφανισμό, αλλά με ένα απαλό, βελούδινο ηλιοβασίλεμα: Velvet Sundown! Ευτυχώς όμως, που όλα αυτά είναι απλώς ανόητες εικασίες.
Πηγή: Tom Taylor (Far Out Magazine)
Μετάφραση: Γιώργος Μπιλικάς
Σχόλιο: Μέχρι εδώ, μετέφραζα το άρθρο του Tom Taylor. Τώρα όμως, θα γράψω το δικό μου σχόλιο. Η άποψή μου λοιπόν, είναι ότι το κείμενο για τους Velvet Sundown είναι μία έξυπνη μίξη έρευνας, θεωρίας συνωμοσίας και σατιρικής κριτικής πάνω στη μουσική βιομηχανία και στη σχέση μας με την ΤΝ. Το δυνατό του σημείο είναι ότι δεν περιορίζεται στο αν είναι καλή ή κακή η χρήση της ΤΝ στη μουσική, αλλά δείχνει πώς η ίδια η αδιαφορία μας -η συνήθεια να ακούμε παθητικά, χωρίς να ψάχνουμε ή να κρίνουμε- μπορεί να επιτρέψει σε μια μηχανή να εισβάλει αθόρυβα και να αντικαταστήσει τον δημιουργό. Το πιο ανησυχητικό βέβαια, δεν είναι η φάρσα, αλλά ότι ένα σύστημα μπορεί να παράγει κάτι αρκετά καλό ώστε να μη μας νοιάζει αν είναι αληθινό. Η υπόθεση των Velvet Sundown είναι σχεδόν αλληγορική: Το ίδιο το όνομα παραπέμπει σε μια όμορφη, απαλή δύση, μια στιγμή όπου το φως σβήνει χωρίς θόρυβο.
Το κείμενο δείχνει πώς η ΤΝ μπορεί να δημιουργήσει μια «μουσική-σκιά» που μιμείται τη μορφή χωρίς την ουσία. Αυτό όμως, που με τρομάζει περισσότερο δεν είναι ότι η ΤΝ μπορεί να μας ξεγελάσει, αλλά ότι εμείς μπορεί να προτιμήσουμε τη σκιά αντί να προτιμήσουμε το φως, αν αυτό είναι πιο εύκολο, πιο φθηνό και βολικό. Οι Velvet Sundown γίνονται έτσι ένα είδος προφητείας: Το τέλος της δημιουργικότητας δεν θα είναι ένας πόλεμος, αλλά μια αργή, βελούδινη διάβρωση, στην οποία θα συμμετέχουμε όλοι αδιαμαρτύρητα και αυτό ήδη συμβαίνει. Το συναντάμε στα διάφορα μουσικά sites και fora. Ο καθένας βαφτίζεται μουσικός και τραγουδοποιός εις βάρος της δημιουργίας. Θα συναντήσουμε πολλούς -και καλύτερους- Paul McCartney στο μέλλον, αλλά με μία διαφορά: Θα είναι όλοι ψεύτικοι! Για ποιον δημιουργό λοιπόν να μιλήσουμε και ποιου τραγουδοποιού το ταλέντο θα έχουμε για να εξάρουμε;
Υστερόγραφο
Αν αύριο το Spotify ανακοίνωνε ότι το 10% της μουσικής του καταλόγου είναι εντελώς παραγόμενο από ΤΝ, αμφιβάλλω αν θα άλλαζε κάτι δραστικά στη συμπεριφορά των χρηστών. Ίσως αυτό να είναι το πιο ανησυχητικό συμπέρασμα του άρθρου: Ότι η μεγαλύτερη δύναμη της ΤΝ δεν είναι η τεχνολογία της, αλλά η προθυμία μας να της παραχωρήσουμε τα πρωτεία. Οι Velvet Sundown δεν είναι απλώς μια ιστορία για μια ανύπαρκτη μπάντα, αλλά είναι το soundtrack της παραίτησής μας. Όχι μόνο δεν πατήσαμε το skip, αλλά ούτε καν σκεφτήκαμε να το κάνουμε. Όταν η δημιουργικότητα πεθάνει, δεν θα ακουστεί κανένας θόρυβος, γιατί θα μοιάζει με μια playlist, Easy Listening που παίζει στο βάθος, ενώ εμείς χαζεύουμε στο κινητό.
Γιώργος Μπιλικάς
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο