ελληνική μουσική
    376 online   ·  211.152 μέλη
    αρχική > e-Περιοδικό > Aρθρα

    Το αστικό λαϊκό τραγούδι, Μέρος 4ο: Η Ολοκλήρωση

    Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι αρχές είχαν εξαπολύσει αδυσώπητο αγώνα εναντίον των κλεφτών, τόσο της υπαίθρου όσο και των πόλεων. Στη ύπαιθρο - καθότι η λέξη κλέφτης, καθαγιασμένη στην κολυμβήθρα του '21, ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία - τους ονόμασαν Ληστές. Στις πόλεις δε χρειάστηκε. Τους λέγανε Μάγκες!
    Γράφει ο Θεόφιλος Σαρασίδης (ALKIBIADES)
    9 άρθρα στο MusicHeaven
    Δευτέρα 25 Απρ 2005
    Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα, στις 18 Ιανουαρίου του 1915. Από μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική και ήταν και πολύ καλός μαθητής. Το 1937 κατέβηκε στην Αθήνα να σπουδάσει δικηγόρος. Αμέσως σχεδόν αρχίζει να παίζει σε διάφορες ταβέρνες της πρωτεύουσας, ενώ παράλληλα γράφεται στη Νομική σχολή. Δε θα την τελειώσει ποτέ!
    Την ίδια κι όλας χρονιά πραγματοποιεί τις πρώτες του ηχογραφήσεις.

    Ο Τσιτσάνης, όπως κατ' επανάλληψη έχει κι ο ίδιος δηλώσει, δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα το ανατολίτικο ύφος του λαϊκού τραγουδιού. Είναι φανερή, από τις πρώτες κι όλας συνθέσεις του, μια τάση πιο... ευρωπαϊκή. Το συγκερασμένο μπουζούκι μοιάζει να του πάει "γάντι" και τα περίφημα καραντουζένια και τα αραπιέν [ ιδιότυπα κουρδίσματα που αποσκοπούσαν στην μίμιση ακουσμάτων τα οποία το μπουζούκι από κατασκευής αδυνατούσε να αποδώσει] τον αφήνουν παγερά αδιάφορο. Η λογοκρισία του Μεταξικού καθεστώτος και η "κάθαρση της λαϊκής μουσικής" που θα επιχειρηθεί από τους θλιβερούς δικτατορίσκους της 4ης Αυγούστου, θα ανοίξουν το δρόμο για να λάμψει το δικό του άστρο! Το Λαϊκό τραγούδι αποχτά εθνική ταυτότητα! [Ουδέν κακόν, αμιγές καλού...]


    Όλα τριγύρω αλλάζουνε...

    Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, Οι αρχές είχαν εξαπολύσει αδυσώπητο αγώνα εναντίον των κλεφτών, τόσο της υπαίθρου όσο και των πόλεων. Στη ύπαιθρο - καθότι η λέξη κλέφτης, καθαγιασμένη στην κολυμβήθρα του '21, ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία - τους ονόμασαν Ληστές. Στις πόλεις δε χρειάστηκε. Τους λέγανε Μάγκες!
    Η γέννηση της νέας κλεφτουριάς, κατά τους ιστορικούς, ήταν αποτέλεσμα της διάλυσης των ατάκτων στρατιωτικών σωμάτων που απελευθέρωσαν την Ελλάδα από τον Οθωμανικό ζυγό. Θα μπορούσαμε σε αυτο να προσθέσουμε και την εκτεταμένη φτώχια και εξαθλίωση. Ακολουθώντας το εσωτερικό μεταναστευτικο ρεύμα, πολλοί από αυτούς συνέρευσαν και εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα. Εκεί προσαρμόστηκαν στα αστικά δεδομένα και διδάχτηκαν πολλά από τους Νταήδες της Πόλης και της Σμύρνης. Εκεί, η Μαγκιά απολάμβανε, λόγως και της φιλολαϊκής τακτικής που ακολουθούσε, την πλατιά αποδοχή [ανοχή στην χειρότερη περίπτωση] των εξαθλιωμένων μαζών. Το 1922 όλοι αυτοί θα ανταμώσουν στον Πειραιά...
    Οι διάφοροι αστυνομικοί διευθυντές που ενέσκηψαν στο θέμα 'Μαγκιά' [ήτοι την αστική κλεφτουριά] επέτυχαν σχετικά μηδαμινά αποτελέσματα. Ένας όμως κατάφερε να μείνει αξέχαστος : Ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών και περιχώρων Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, από το 1892, επί κυβερνήσεως Τρικούπη, κατάφερε απανωτά πλήγματα εναντίον των Νταήδων του Ψυρή και της Αθήνας. Επικεφαλής μιας κουστωδίας ευζώνων [ οι καταδρομείς της εποχής] εισέβαλλε στα καφενεία και τις ταβέρνες, συνελάμβανε τους κουτσαβάκηδες και εν συνεχεία τους συγκέντρωνε στην πλατεία Κλαυθμώνος όπου τους εξευτέλιζε. Με την απειλή του βούρδουλα τους εξανάγκαζε να σπάσουν ο καθείς τα όπλα του με σφυρί και αμόνι [κατόπιν τα πουλούσε στο δημοπρατήριο για παλιοσίδερα]. Κατόπιν ένας αρχάριος κουρέας τους ψαλίδιζε τα μουστάκια και τις αφέλειες της κόμωσης, κι έκοβε τα μανίκια και τις μύτες των παπουτσιών. Τέλος οδηγούνταν σιδηροδέσμιοι στις φυλακές.

    Ο Μπαϊρακτάρης ωστόσο παρήλθε, αλλά οι Μάγκες παρέμειναν. Και αυτό που δεν κατάφερε ο βούρδουλας του αστυνομικού διευθυντή, το κατάφερε ο νόμος του Μεταξά!
    Το 1938, με νόμο του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, όλοι οι μουσικοί που επρόκειτο να φωνογραφήσουν έναν δίσκο, έπρεπε πρώτα να υποβάλουν στην επιτροπή λογοκρισίας, τους στίχους και την παρτιτούρα του τραγουδιού! Πώς όμως να γράψεις σε πεντάγραμμο, τα μόρια; Από το 1938 οι μισοί σχεδόν δημιουργοί του Σμυρνέικου ύφους, παύουν να δισκογραφούν. Οι υπόλοιποι, όπως ο Παναγιώτης Τούντας, αναγκάζονται να αλλάξουν ύφος. Δεν είχαν όμως όλοι την μουσική κατάρτιση του μεγάλου αυτού μαέστρου. Ο Β.Παπάζογλου και ο Γιοβάν Τσαούς δεν ξαναηχογράφησαν ποτέ. Ακόμα νωρίτερα είχε τεθεί εκτός νόμου η χρήση του χασίς.
    Όλα αυτά δεν ήσαν κεραυνός εν αιθρία. Ο τύπος είχε από καιρό αρχίσει μια συστηματική προπαγάνδα κατά των ρεμπέτικων. Ο Αμίλιος Σαββίδης, δημοσιογράφος και στιχουργός του ελαφρού τραγουδιού, που το '35 υπέγραφε με ψευδώνυμο ένα από τα διασημότερα χασικλήδικα τραγούδια ['Είμαι πρεζάκιας' - Ρ.Εσκενάζη] γίνεται ο φανατικότερος διώκτης των 'χασικλήδων' και εισηγείται την επιβολή λογοκρισίας! Το σύνολο σχεδόν των δημιουργών του Ελαφρού τραγουδιού [που βλέπει να υπερφαλαγγίζεται από τους ρεμπέτες σε δημοτικότητα] ωρύεται επίσης κατά 'του υποκόσμου'. [Ο Γ.Παπαϊωάννου, εξαιρεί από αυτήν την οπερέττα του καθωσπρεπισμού τον μεγάλο Αττίκ και μερικούς άλλους].
    Το σημαντικότερο όμως ήταν η σαφής τάση της κοινωνίας να κόψει οριστικά τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε την χώρα με την καθ' ημάς Ανατολή και να στραφεί προς τη δύση - κέντρο πλέον των όποιων εξελίξεων. Άλλωστε και μέσα στου κόλπους του ρεμπέτικου υπήρχαν τάσεις 'εξευρωπαϊσμού'. Πέρα από τον Β.Τσιτσάνη και ο θρυλλικός Μπαγιαντέρας [ Δημήτρης Γκόγκος] είχε - αν και εχρημάτισε Μάγκας - αποστασιοποιηθεί από το κλασικό ρεμπέτικο μουσικό ύφος. Μαθητής του και βασικός συνεργάτης του υπήρξε ο κορυφαίος σολίστας και δημιουργός του οκτάχορδου μπουζουκιού Μανώλης Χιώτης. Η προσθήκη των δύο χορδών στο εξάχορδο μπουζούκι, διεύρυνε τις δυνατότητες δημιουργίας και αυτοσχεδιασμών και συνέβαλε καθοριστικά στην διαμόρφωση της καινούργιας φυσιογνωμίας του λαϊκού τραγουδιού.

    Ο πόλεμος και η Κατοχή θα εξοντώσουν και βιολογικά τους ήδη περιθωριοποιημένους παλιούς ρεμπέτες. Μαζί με τον πόλεμο τελειώνει οριστικά και η 'παιδική ηλικία' του λαϊκού τραγουδιού. Έτσι, ενώ περνούν στην αφάνεια οι αστέρες της πρώτης φάσης του ρεμπέτικου, αναδεικνύονται νέοι δημιουργοί που καινοτομούν στον στίχο, την ενορχήστρωση, την ίδια την σύνθεση. Είναι η εποχή του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Μπαγιαντέρα, του Χατζηχρήστου, του Σκαρβέλλη... Και λίγο αργότερα, του Μητσάκη, του Ζαμπέτα, του Δερβενιώτη, του Καλδάρα, του Χιώτη ...
    Κι όταν στις αρχές της δεκαετίας του '50, ο Γιάννης Παπαϊωάννου έβαζε ένα αμούστακο παιδί να τραγουδήσει [με φωνή που πάσχιζε να μιμιθεί τον Πρόδρομο Τσαουσάκη] ένα τραγούδι του που είχε μείνει στα αζήτητα, δεν είχε φανταστεί πως εκείνη τη μέρα γεννιόταν το πιο λαμπρό αστέρι της ελληνικής μουσικής.
    Το τραγούδι ήταν "Οι βαλίτσες" και το παιδί, ο Στέλιος Καζαντζίδης...

    Το άρθρο αυτό είναι μέρος του αφιερώματος που περιέχεται στη σελίδα Music & music



    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε