ελληνική μουσική
    834 online   ·  210.833 μέλη
    αρχική > e-Περιοδικό > Aρθρα

    9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία

    Αρχές του 19ου αιώνα. Τουρκοκρατία, όπως παντού στον ελληνικό χώρο. Ο κόσμος υποφέρει από την πείνα, την άδικη φορολογία και φυσικά την ανελευθερία...
    Γράφει το μέλος Χάρις (movflower)
    5 άρθρα στο MusicHeaven
    Κυριακή 14 Οκτ 2007
    «Η Ρωμιοσύνη έν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου
    Κανένας δεν ευρέθηκε για να την ιξηλείψη
    Κανένας γιατί σσιέπει την πού τάψη ο Θεός μου.
    Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή όντας ο κόσμος λείψη.»

    Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός "9η Ιουλίου 1821, εν Λευκωσία"

    Το πιο γνωστό ίσως, έργο του Κύπριου ποιητάρη, Βασίλη Μιχαηλίδη (1850-1917). Επικό, 24 ραψωδίες, 560 δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι. Η ακριβής χρονολογία, που γράφτηκε μας είναι άγνωστη, υπολογίζεται όμως μεταξύ των ετών 1884-1895, ενώ εκδίδεται για πρώτη φορά το 1911.
    Θέμα του, οι τελευταίες ώρες του Εθνομάρτυρα Κυπριανού και των Μητροπολιτών Πάφου Χρύσανθου, Κιτίου Μελέτιο και Κυρηνείας Λαυρέντιο κατά τις άγριες μέρες του Ιουλίου 1821.
    Για καλύτερη κατανόηση του έργου ας ρίξουμε μια ματιά στα ιστορικά γεγονότα και το έργο του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, που αποτελούν την έμπνευση και τη βάση του ποιήματος.

    Ιστορικά Γεγονότα – ο ηγέτης Κυπριανός

    Αρχές του 19ου Αιώνα….Τουρκοκρατία, όπως παντού στον ελληνικό χώρο. Ο κόσμος υποφέρει από την πείνα, την άδικη φορολογία και φυσικά την ανελευθερία. Η δυστυχία σπρώχνει τον κόσμο στην εξέγερση του 1804, την αποτυχία και την καρατόμηση του σημαντικότερου δραγουμάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου, το 1809 στην Κωνσταντινούπολη. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ανεβαίνει στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο στα 1810 ο Κυπριανός.

    Άνθρωπος μορφωμένος και διορατικός, προσπαθεί από τα πρώτα κιόλας χρόνια της Αρχιεπισκοπίας του, να διαδώσει στο νησί το πνεύμα του Διαφωτισμού, όπως τον είχε ζήσει ο ίδιος ως φοιτητής στην ανώτερη ελληνική σχολή του Ιασίου στη Μολδαβία. Εκεί έζησε για 19 χρόνια και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και των γνώσεών του επηρεάστηκε αρκετά από τον ηγεμόνα Μιχαήλ Κωνσταντίνο Σούτσο.

    Ανάμεσα στα έργα του Αρχιεπίσκοπου Κυπριανού, ήταν η θεμελίωση της παιδείας και η ίδρυση της Ελληνικής Σχολής (το μετέπειτα Παγκύπριο Γυμνάσιο) απέναντι από το κτίριο της Αρχιεπισκοπής. Η πλούσια μάλιστα βιβλιοθήκη της Σχολής, παραμένει μια από τις σημαντικότερες στο νησί, μέχρι και σήμερα.

    Για τη μύηση του Κυπριανού στη Φιλική Εταιρεία, δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία αναφορικά με το «πότε και από ποιόν». Όμως, το 1820, φιλοξένησε τον Φιλικό Δ. Ίπατρο και του υποσχέθηκε οικονομική βοήθεια για την επικείμενη Εξέγερση. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, παρέδωσε την υποσχόμενη υλική βοήθεια στον συνεργάτη του Υψηλάντη, Αντώνιο Πελοπίδα. Η Φιλική Εταιρεία του μηνούσε πως « η έναρξη του σχολείου εγγίζει» και την απόφαση της να μην δημιουργηθεί ένοπλος ξεσηκωμός στην ίδια τη Μεγαλόνησο. Λόγω της γεωγραφικής θέσης, της γειτνίασης με τη Συρία και την Αίγυπτο, μια εξέγερση θα ήταν σίγουρα επικίνδυνη και καταδικασμένη. Ταυτόχρονα καλούσε τον Αρχιεπίσκοπο: «να σκεφθή πώς να διαφυλάξη το ποίμνιόν του από τους κατοίκους εκεί εχθρούς”.

    Ένα περίπου μήνα μετά την έναρξη της Επανάστασης, εκδόθηκε σουλτανικό διάταγμα για την άμεση αφόπλιση όλων των Ελλήνων της Κύπρου. Ο Κυπριανός μάλιστα, με σχετική εγκύκλιο, κάλεσε τους πιστούς, να παραμείνουν ήρεμοι και αδρανείς. Έδωσε επίσης διαβεβαίωση στον κυβερνήτη Κιουτσούκ Μεχμέτ για τη νομιμοφροσύνη των Ελλήνων. Όλα τα όπλα παραδόθηκαν. Ακόμα και οι χασάπηδες έμειναν…αμαχαίρωτοι.

    Ο άγγλος περιηγητής Carne, γνώρισε τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, λίγο πριν από τα αιματηρά γεγονότα. Αναφέρει ότι ο Αρχιεπίσκοπος του είπε: “Ο θάνατός μου δεν είναι μακριά. Ξέρω πως μόνο ευκαιρία περιμένουν, για να με θανατώσουν”. Όμως δεν έφυγε, για να σώσει τη ζωή του. Κι ας τρέχανε Έλληνες και Τούρκοι να του προσφέρουν τη βοήθεια τους. Απέρριψε κάθε διέξοδο και προτίμησε να μείνει στο νησί. Η ιστορική απάντησή του γεμάτη αλτρουισμό, γενναιοψυχία και ποιμενική συνείδηση: «παρά το γαίμα τους πολλούς εν κάλλιο του Πισκόπου» παραμένει μέχρι σήμερα παράδειγμα προς μίμηση.

    Παρά, λοιπόν, το γεγονός ότι στο νησί επικρατούσε ηρεμία, ο Οθωμανός κυβερνήτης τής νήσου, Mehmet Küçük, ζήτησε από τον Σουλτάνο Mahmud II (1785-1839) άδεια για να εκτελέσει 486 προεξέχοντα μέλη τής Ελληνικής κοινότητας, ώστε ο λαός να μείνει ακυβέρνητος, ουσιαστικά ακέφαλος. Μόλις έλαβε την άδεια, τα άτομα αυτά συνελήφθησαν και εκτελέσθηκαν τον Ιούλιο του 1821.

    Οι εκτελέσεις άρχισαν την 9η Ιουλίου 1821. Πρώτος απαγχονίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και λίγα λεπτά μετά, αποκεφαλίστηκαν οι Μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας.

    Μερικές μέρες αργότερα έφθαναν στο νησί 4.000 στρατιώτες από την Αίγυπτο, που άρχισαν να τρομοκρατούν τον πληθυσμό. Ήταν τόσο αποτρόπαια τα γεγονότα, που μέχρι και οι δυτικοί κάτοικοι/ επισκέπτες της Κύπρου δεν άντεξαν τη σιωπή…

    Στις αναφορές του Γάλλου πρόξενου Μεσαίν, περιγράφονται η ασυδοσία των Τούρκων και οι καθημερινές βιαιοπραγίες τους. Γράφει τον Ιούνιο του 1821: «Η νήσος της Κύπρου…ήσυχος και ειρηνική…εάν την άφηνον ανενόχλητον ευρίσκεται σήμερον εις κυκεώνα από της ημέρας της αφίξεως μεγάλου αριθμού στρατευμάτων [...] ...ο Μουσελίμης καθίσταται μάλλον και μάλλον θηριώδης. Καθ’ εκάστην ημέραν απαγχονίζει, στραγγαλίζει ή κατακρεουργεί εις Λευκωσίαν δυστυχείς ανθρώπους [...]»

    Τον επόμενο χρόνο ο Σουηδός επισκέπτης Μπέργκρεν έγραψε ότι “η Παναγία ντύθηκε παντού στα μαύρα, πολλά σπίτια ήταν πιτσιλισμένα με αίμα”.

    Ιστορικά Γεγονότα για την Ταφή των Τεσσάρων

    Μια μέρα μετά τη σφαγή,στις 10 Ιουλίου 1821, ημέρα Κυριακή, αντιπροσωπεία από ιερείς και προκρίτους ζήτησαν από τον Κουτσιούκ Μεχμέτ τα λείψανα των εθνομαρτύρων και τα έθαψαν στον περίβολο του ιερού ναού της Παναγίας Φανερωμένης στη Λευκωσία. Το 1871, όταν χαλάστηκε ο παλαιός ναός για να κτιστεί ο υφιστάμενος, τα οστά ετάφησαν σε κοινό τάφο κάτω από την Αγία Τράπεζα. Το 1921, με την συμπλήρωση εκατόν χρόνων από τη θυσία των Πισκόπων, οικοδομήθηκε Μαυσωλείο από πεντελικό μάρμαρο στον περίβολο της Φανερωμένης όπου και τάφηκαν οριστικά τα οστά των εθνομαρτύρων της 9ης Ιουλίου 1821.

    Το Μαυσωλείο βρίσκεται ανατολικά του ιερού βήματος και συνορεύει με το περιτοίχισμα του περιβόλου προς τον πεζόδρομο, ακριβώς απέναντι από την είσοδο του «Παρθεναγωγείου» Φανερωμένης (σημερινό Δημοτικό Σχολείο Φανερωμένης).



    Το έργο
    Υπάρχουνε 24 εικόνες- θεματικές ενότητες: Εισαγωγή /ο Κκιόρογλου/ Η προσευχή/ η Σύλληψη/ ο Μουσελλίμ-Αγάς/ Διαταγές/ η Συνωμοσία/ Φυλλάδια/ η Ρωμιοσύνη/ ο Ψευδομάρτυρας/ το Παράπονο του Βοσκού/ Πείθεται ο Βοσκός/ Ναμάζιν/ στη Φυλακή/ ο γιος του Κκιόρογλου/ Εφέντης-Άρχοντας/ η Προσευχή/ Τελευταίος Εκβιασμός/ Καταδίκη/ Αντιδράσεις Ι/ Αντιδράσεις ΙΙ/ Εκτέλεση/ Σφαγή/ Επίλογος.

    Λίγο πολύ μέσα από τους 24 τίτλους, μπορεί ο αναγνώστης να συμπεράνει την υπόθεση…

    Η Εισαγωγή είναι θαυμάσια. Για αυτό και δεν μπορει κανείς να μην αναφέρει και τους 20 στίχους της…
    Η χρήση της φύσης, για τους κρυφούς ανέμους της Επανάστασης δένουν με τα μαύρα σύννεφα που κουβαλούν οι τέσσερις άνεμοι πάνω από την Τουρκιά. Όπως όλα τα μέρη της Ρωμιοσύνης, έτσι και η Κύπρος, είχε το δικό της μυστικό, και τη δική της μοίρα μέσα σε όλον αυτόν τον χαλασμό, τη θεομηνία. Και όταν άστραψε στου Μοριά τα μέρη και ακούστηκε παντού η βροντή της Επανάστασης, βρήκε την Κύπρο το κακό.

    Μια νύστα σιγανή, μουλωχτή και μαύρη, μια Παρασκευή νύχτα του Δευτερογιούνη (Ιουλίου)… που θαρρείς πως κρυβόταν από τον Θεό…Αυτή τη νύχτα λοιπόν, είχανε μεγάλη, και κρυφή συγκέντρωση οι Τούρκοι στο παλάτι…

    " -Αντάν αρτζιέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζι’ εφυσούσαν
    τζι’ αρκίνησεν εις την Τουρτζιάν να κρυφοσυνεφκιάζη
    τζιαι που τες τέσσερεις μερκές τα νέφη εκουβαλούσαν,
    ώστι να κάμουν τον τζιαιρόν ν’ αρτζιεύκη να στοιβάζη,
    είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι’ η Τζιύπρου το κρυφόν της
    μεσ’ στους ανέμους τους κρυφούς είσιεν το μερτικόν της.
    Τζι’ αντάν εφάνην η στραπή εις του Μοριά τα μέρη
    τζι’ εξάπλωσεν τζι’ ακούστηκεν παντού η πουμπουρκά της,
    τζι’ ούλα ξηλαμπρατζιήσασιν τζιαι θάλασσα τζιαι ξέρη
    είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι’ η Τζιύπρου τα κακά της.

    Μιαν νύχταν, νύχταν σιανήν, τζιαιρόν Δευτερογιούνην,
    νύχταν Παρασιευκόνυχταν, που τ’ άστρα μιλιούνια
    ελάμπασιν που πανωθκιόν τζι’ εν έυρισκες ρουθούνιν
    μέσα στης Χώρας τα στενά, στης Χώρας τα καντούνια,
    σιανεμιά, εν άκουες δεντρούδιν να ταράξη
    μήτε του σιύλλου λάξιμον, με πετεινόν να κράξη.
    'Ητουν μια νύχτα μουλλωτή, μια νύχτα μουρρωμένη,
    που θάρειες πως χώνεται που του Θεού την κρίσην.
    Σε τέθκοιαν νύχταν σιανήν οι Τούρτζιοι βαδωμένοι
    μεσ’ στο Σαράγιον είχασιν μιάλον μετζιηλίσιν."

    Ο Κκιόρογλους στη δεύτερη θεματική ενότητα, προσπαθεί να σώσει τον Κυπριανό. Τούρκος προύχοντας, γνωρίζει το σκοτεινό μέλλον που βρήκε το νησί, μα η καλή του η ψυχή ,δεν μπορεί να τον αφήσει αμέτοχο. Έχει ήδη ετοιμάσει τα πάντα για το φευγιό…. Μα ο Κυπριανός είναι ανένδοτος, διότι ξέρει καλύτερα τι πρόκειται να γίνει αν το σκάσει νύχτα από το νησί….

    «Δεν φεύκω, Κκιόρ-ογλου, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου
    εν’ να γενή θανατικόν εις τους Ρωμιούς του τόπου.
    Να βάλω την συρτοθηλειάν εις τον λαιμόν του κόσμου;
    Παρά το γαίμαν τους πολλούς εν’ κάλλιον του πισκόπου.»

    Κι έτσι ο Τούρκος εφέντης, φεύγει θλιμμένος….

    Σάββατο ξημέρωμα, στην εκκλησία, ο Κυπριανός προσεύχεται και με μάτια κλαμένα, αρχίζει τη λειτουργία… Ακολούθως συλλαμβάνεται, και οδηγείται στον Μουσελλίμ-Αγά. Σ΄ αυτόν οδηγούνται και οι τρεις Μητροπολίτες. Με το που κλείνουν οι πόρτες, δίνει διαταγή ο Αγάς, να κλείσουν και οι πύλες των τειχών της Λευκωσίας, με αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό του κόσμου.
    Αρχίζει έτσι η ανάκριση (Διαταγές) από τον ίδιο τον Μουσελλίμ Αγά. Η κατηγορία;

    «Εμάσιεστουν με τους Ρωμιούς τους άλλους να σμιχτήτε,
    τους Τούρκους που τες τέσσερεις μερκές να πολεμάτε,
    εμάσιεστουν εις τάρματα τζι’ εσείς να σηκωθήτε,
    για να σμιχτήτε ούλοι σας τζιαι την Τουρτζιάν να φάτε.»

    Στην άρνηση του Κυπριανού, αναφέρει τα επαναστατικά φυλλάδια που κυκλοφορούν στην Χώρα. Αναφέρει πως έχει βάλει σκοπό να σκοτώσει και τον τελευταίο Έλληνα του νησιού. Η στιχομυθία που ακολουθεί, στην ενότητα Ρωμιοσύνη, είναι το κομμάτι του έργου, που οι περισσότεροι Κύπριοι γνωρίζουν από τα μικρά τους:

    « - Πίσκοπε, ‘γιω την γνώμην μου ποττέ δεν την αλλάσσω,
    τζι’ όσα τζι’ αν πης μεν θαρευτής πως εν να σου πιστέψω.
    Εχω στον νουν μου, πίσκοπε, να σφάξω, να κρεμμάσω,
    τζι’ αν ημπορώ που τους Ρωμιούς την Τζιύπρον να παστρέψω,
    τζι’ ακόμα αν ημπόρεια τον κόσμον να γυρίσω,
    έθεν να σφάξω τους Ρωμιούς, ψυσιήν να μεν αφήσω.

    - Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,
    κανένας δεν εβρέθηκεν για να την-ι-ξηλείψη,
    κανένας, γιατί σιέπει την που τάψη ο Θεός μου.
    Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!
    Σφάξε μας ούλους τζι’ ας γενή το γαίμαν μας αυλάτζιν,
    κάμε τον κόσμον ματζιελλειόν τζιαι τους Ρωμιούς τραούλλια,
    αμμά ξέρε πως ίλαντρον όντας κοπή καβάτζιν
    τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
    Το ‘νιν αντάν να τρώ’ την γην τρώει την γην θαρκέται,
    μα πάντα τζιείνον τρώεται τζιαι τζιείνον καταλυέται.
    Είσαι πολλά πικραντερός, όμως αν θεν να σφάξης,
    σφάξε τους λας που πολεμούν αλλού αρματωμένοι.
    Εμάς με σιέρκα όφκαιρα γιατί να μας πειράξης,
    πούμαστον δίχως άρματα, τζι’ είμαστον νεπαμένοι;»

    Μπροστά σε αυτά τα γεγονότα, δεν μένει τίποτα άλλο, από το να βρεθεί ένας ψευδομάρτυρας για να τελειώνει και η «δίκη». Βρίσκουν πρόχειρο στα κελιά τους, τον Δημήτρη,ένα φτωχό βοσκό, χριστιανό, και τον αναγκάζουν να μαρτυρήσει κατά των Επισκόπων. Ο φτωχός γέρος, ήξερε μόνο ότι ένας καλόγερος είχε φέρει τα φυλλάδια στην περιοχή, όχι οι κληρικοί αρχηγοί του τόπου. Έβαλε την υπογραφή του, σε ένα κείμενο που δεν ήξερε να διαβάσει. Με την υπόσχεση, να τον ελευθερώσουν, για να μπορέσει να επιστρέψει στο σπίτι του. Ακολούθησε άλλη μια συγκέντρωση των τούρκων προυχόντων και αποφασίστηκε η εκτέλεση… Είναι ήδη μεσημέρι.

    Ο ποιητής μας πάει για λίγο στο κελί που κάθονται οι τέσσερεις Πισκόποι. Να τους γνωρίσουμε στις τελευταίες στιγμές τους. Ο Λαυρέντιος, τα έχει βάλει με τον μακαρίτη Κιτίου Θεοφύλαχτο, που είχε φέρει τις προκηρύξεις στο νησί, ο Μελέτιος μιλά για αδικία… Ο Κυπριανός τους φέρνει στην πραγματικότητα:
    « Εν λόγια παραπάνω,
    έτσι τζι’ αλλοιώς ετέλειωσεν, εμείς εν να χαθούμεν,
    ό,τι λοής τζι’ αν έτυχεν ξέρει ο Θεός που πάνω,
    για τζιείνους πων να μείνουσιν τζιείνους τώρα να δούμεν.»

    Ο τούρκος φίλος, Κκιόρογλου, στο μεταξύ, δεν εγκαταλείπει τις προσπάθειες να τους σώσει. Στέλλει μάλιστα στη φυλακή, τον γιο του, μα και πάλι δέχεται την αρνητική απάντηση. Ένας άλλος εφέντης Τούρκος, λίγο αργότερα, έρχεται με φαγητό και βοήθεια, μα φεύγει κι αυτός άπρακτος.

    Ακολούθως, οι τέσσερεις γέροντες, προσεύχονται… Ο Μουσελλίμ στο μεταξύ δοκιμάζει ένα τελευταίο εκφοβισμό. Κρεμάζει ανάποδα τον γραμματέα και τον αρχιδιάκο του Κυπριανού, μπροστά σχεδόν από το παράθυρο του κελιού, στήνονται οι κρεμάλες, και προσπαθούνε να διασκεδάσουν με την αγωνία και τον φόβο των Πισκόπων… Άδικα.

    Η Καταδίκη είναι πλέον επίσημο γεγονός, ενώ λίγο αργότερα, ο Κκιόρογλου, προσπαθεί να πείσει τον Αγά, να αλλάξει τη γνώμη του. Σημειώνει ότι η σφαγή των Τεσσάρων, θα στραφεί εναντίον τους… Μα ο Αγάς έχει σκοπό, να καθαρίσει την Κύπρο από τους Ρωμιούς.

    Οι τέσσερις και ο βοσκός, οδηγούνται έξω από τη φυλακή, κοντά στη συκαμιά , όπου ετοιμάστηκαν οι κρεμάλες. Η Εκτέλεση είναι έτοιμη να λάβει χώρα, από στιγμή σε στιγμή.

    " Τότες, ο Αρχιεπίσκοπος εψήλωσεν το δειν του
    στον ουρανόν, τζι’ εφάνησαν τα μμάδκια του κλαμένα,
    εφάνην πως επόνησεν που μέσα στην ψυσιήν του,
    τζι’ είπεν τα τούν’ τα δκυο λόγια με δκυο σιείλη καμένα:
    «Θεέ, που νάκραν δεν έσιεις ποττέ στην καλωσύνην,
    λυπήθου μας τζιαι δώσε πκιον χαράν στην Ρωμιοσύνην.»
    Τζι’ ετρέξασιν τα ‘δρώματα απού το πρόσωπόν του,
    απού του ήλιου την πολλήν την καψερήν την αύραν
    τζι’ εβάλαν την συρτοθηλειάν ευτύς εις τον λαιμόν του
    τζιαι τζιει πκιον ετελειώσασιν τα κάστια που ταύραν.

    Οι τρεις Μητροπολίτες και ο Δημήτρης ο βοσκός, αποκεφαλίζονται. Η γη, ποτίζεται με αίμα…Ολόκληρη η Χώρα θρηνεί, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι βρίσκονται σε πένθος.

    «Υστερα οι τζ’ελλάττηδες με μιαν ψηλήν μανιέραν
    εκόψασιν τους άλλους τρεις πούτουν γονατισμένοι
    τζιαι τον Δημήτρην τον βοσκόν, ευτύς που τον εφέραν,
    τζι’ εστάθησαν με τα σπαθκιά τζι’ οι τρεις ματζιελλεμένοι.
    Το γαίμαν εκολύμπωσεν χαμαί στην γην τζι’ εππέσαν
    τζι’ ελαχταρούσαν τα κορμιά τζι’ οι τζιεφαλάδες μέσα.
    Το ματζιελλειόν που γίνηκεν τζι’ οι Τούρτζ’ ελυπηθήκαν,
    δεν είσιεν πλάσμαν πων είπεν απού καρδκιάς: εν κρίμαν.
    Ακούστην εις τον μιναρέν δείλης τζι’ εποσπαστήκαν,
    τζι’ εφύασιν τζι’ αφήκαν τους δίχως θαφκιόν τζιαι μνήμαν.»


    Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ του Μιχαηλίδη, είναι σύντομος. Λιτός. Το νέο μεταδίδεται στη Λευκωσία και ο τόπος βράζει από θλίψη και οργή. Κάποιοι προεστοί και τέσσερις παπάδες, πάνε κατά το σούρουπο, στον Μεσσαλίμ Αγά, και τον παρακαλούνε να τους δώσει τα λείψανα, για να τα θάψουν. Τέλος Απότομο με Άρνηση:

    «Φύετε τζι’ εν σας δκιω τωρά κανέναν για το μνήμαν,
    θέλω να μείνουν τζιει χαμαί άθαφτοι τρεις ημέρες!»


    Το ποίημα τελειώνει απότομα. Σκληρά. Ακριβώς σαν το μαχαίρι του δήμιου, που περιμένει να πέσει αλύπητα στο λαιμό του θύματός του. Διότι αυτή είναι η τραγική συνέχεια της 9ης Ιουλίου.


    ……………………………………………………………………………………………



    Πηγές
    - http://geocities.com/basilis_mixailidis
    - Βασίλη Μιχαηλίδης «Η 9η ΙΟΥΛΙΟΥ 1821 ΕΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΚΥΠΡΟΥ» εντός των ετών 1884-1895. Έκδ. 1911
    - www.livepedia.gr
    - http://www.erevos.com/enati/enati.htm (ολόκληρο το κείμενο για ανάγνωση και ερμηνευμένο από γνωστούς ηθοποιούς της Κύπρου για ακρόαση)





    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    mnk
    #9884   /   14.10.2007, 07:00   /   Αναφορά
    "Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,

    κανένας δεν εβρέθηκεν για να την-ι-ξηλείψη,

    κανένας, γιατί σιέπει την που τάψη ο Θεός μου.

    Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη! "



    Οι Κυπραίοι θυμούνται.

    Οι Ελλαδήτες κοντεύουν να πάθουν αλτσχάϊμερ.

    Οσο θυμόμαστε υπάρχουμε.



    Ευχαριστούμε Χάρις, για την ευχάριστη έκπληξη και το υπέροχο κείμενο.

    Ποτέ δε χορταίνω την υπέροχη διάλεκτο σας, με τους δωρικούς αρχαϊσμούς και την αδρή μουσικότητα.
    #9891   /   14.10.2007, 13:30
    "Οι Κυπραίοι θυμούνται.

    Οι Ελλαδήτες κοντεύουν να πάθουν αλτσχάϊμερ."



    Καλά μην βάζεις και το χερι σου στη φωτιά. Πάνω κάτω στην ίδια μοίρα είμαστε.

    #9886   /   14.10.2007, 11:15   /   Αναφορά
    mprovo movflower

    pisteuw se kalupsa!!
    #9887   /   14.10.2007, 12:32   /   Αναφορά
    Υπέροχη η παρουσίασή σου, όπως υπέροχο είναι και το ποίημα του Μιχαηλίδη.

    Σ' ευχαριστώ που μας το θύμισες!
    #9889   /   14.10.2007, 13:15   /   Αναφορά
    Απο τις πιο πλήρης δημοσιεύσεις. Συγχαρητήρια
    #9892   /   14.10.2007, 19:09   /   Αναφορά
    Έτσι για να μαθαίνουμε ή να θυμόμαστε, αραιά και που...

    Πολύ όμορφο το πόνημα σου κι αξίζει ένα ολόγλυκο "ευχαριστώ" μου.



    #9895   /   14.10.2007, 20:10   /   Αναφορά
    Συγχαρητήρια.Εξαιρετική δημοσίευση.
    #9897   /   14.10.2007, 20:13   /   Αναφορά
    Ευχαριστώ παιδιά. Χαίρομαι που σας άρεσε!

    :)))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))))

    #9909   /   15.10.2007, 20:39   /   Αναφορά
    Πάρα πολύ ωραίο! Απο τα καλύτερα που έχω διαβάσει. Πάντα μου άρεσε η ιστορία, και το συγκεκριμένο κείμενο το βρήκα τέλειο. Μπράβο σου!
    #9933   /   17.10.2007, 19:47
    Andy μου, η ποίηση του Μιχαηλίδη είναι μοναδική. Ίσως να επανέλθω αργότερα με την "Χιώτισσα" ή την "Ανεράδα" του.

    :))))))))))))))))))))))