ελληνική μουσική
    849 online   ·  210.833 μέλη
    αρχική > e-Περιοδικό > No_Music

    Το τελευταίο διαμάντι

    Ήταν όλο του το βιός. Στην κυριολεξία δηλαδή, αυτή ήταν όλη κι όλη η ζωή του,
    αλλά ταυτόχρονα και η περιουσία του. Ένα κουτί, όχι πιο μεγάλο από ένα αστέρι, όχι πιο μικρό από ένα βότσαλο..
    Γράφει το μέλος Vermint
    3 άρθρα στο MusicHeaven
    Δευτέρα 14 Ιούλ 2008
    Ήταν όλο του το βιός. Στην κυριολεξία δηλαδή, αυτή ήταν όλη κι όλη η ζωή του,
    αλλά ταυτόχρονα και η περιουσία του. Αυτό το κουτί, το όχι πιο μεγάλο από ένα αστέρι, το όχι πιο μικρό από ένα βότσαλο, θ' ακουμπούσε - χάρισμα και κριτήριο - στα πόδια του Θεού του, όταν θα τον συναντούσε, όπως θ’ ακουμπούσε κανείς ένα βότσαλο στον ουρανό…
    Το πήρε αργά στα χέρια του, το έφερε ψηλά στο μέρος της καρδιάς και με τρεμάμενο
    χέρι άνοιξε το καπάκι...
    Μια μια, άστραφταν μπρος στα μάτια του οι στιγμές της ευτυχίας του. Λαμπερά διαμάντια, που μέσα από το πρίσμα τους έβλεπε καθαρά ό,τι έδωσε, ο,τι του δόθηκε απλόχερα, αλλά κι ό,τι κέρδισε με κόπο. Μοναδικά κι ασύγκριτα με οτιδήποτε στον κόσμο του. Το καθένα από αυτά έφερνε πάνω του ένα σημάδι, που το έκανε να ξεχωρίζει από τα άλλα, χωρίς να χάνει όμως σε λαμπρότητα. Θέλησε να τα ξαναγγίξει για μια τελευταία φορά, πριν να τ’ αποχωριστεί για πάντα. Ένιωθε πως το τέλος πλησίαζε…
    Άρχισε να τ’ αραδιάζει ένα ένα πάνω στο παλιό τραπεζάκι, που συνήθιζε να παίρνει τον καφέ του τα πρωινά, το τσάι του τ΄ απογεύματα και το ουίσκι του, μ’ ένα παγάκι μελαγχολίας, τα βράδια. Σαν έφτασε στον πάτο του κουτιού, τινάχτηκε πίσω κεραυνοβολημένος. Τι ήταν αυτό που άγγιξε ?
    Τράβηξε απότομα το χέρι του κι έφερε τ’ ακροδάχτυλα μπρος στ’ απορημένα μάτια του. Ήταν κατακόκκινα και πονούσαν, σαν να ‘χαν δεχτεί δαγκωματιά από φίδι. Έσκυψε με τρόμο πάνω απ’ το κουτί, που κανονικά θα ‘πρεπε να χάσκει άδειο, μιας κι όλες τις στιγμές που είχε ζήσει, τις είχε μπροστά του, αραδιασμένες πάνω στο τραπεζάκι. Και τότε αντίκρισε αυτό που δεν περίμενε… ένα αναμμένο κάρβουνο, που σιγόκαιγε ήσυχο σε μια γωνιά του κουτιού...
    "Θεέ μου" μονολόγησε, στρέφοντας τα μάτια του ψηλά "αν είναι αυτό το τέλος μου, δεν θέλω να το δω" …
    Αλλά ο Θεός του, είχε άλλα σχέδια για κείνον. Ήθελε να τον κάνει, όχι μόνο να το δει, αλλά να το πάρει και στα χέρια του. Ήθελε να του δείξει πως, αυτό το κάρβουνο υπήρχε πάντα εκεί, στον πάτο του κουτιού… πως ήταν αυτό που χάρισε όλα εκείνα τα μοναδικά σημάδια στα διαμάντια της ευτυχίας του, πως δεν θα ‘πρεπε να το φοβάται και πως προλάβαινε, αν ήθελε, να το κάνει κι αυτό ένα διαμάντι, ακόμα πιο λαμπερό και πιο όμορφο από όλα τ’ άλλα, τέλειο αυτό κι αψεγάδιαστο, σαν τ’ ομορφότερο πετράδι του κόσμου του…
    Τότε ήταν, που άρχισε να χιονίζει ξαφνικά κι είδε να γλιστρούν στο τζαμί οι μικρές νιφάδες, που τον προσκαλούσαν στον τελευταίο του χορό μαζί τους. Έβγαλε με κόπο, αλλά και με μια παιδιάστικη λαχτάρα, τα παπούτσια του και βγήκε ξυπόλητος στη γαλάζια νύχτα. Ήθελε να νιώσει για τελευταία φορά το αφράτο χιόνι στις γυμνές, γέρικες πατούσες του… να στροβιλιστεί για τελευταία φορά στον παγωμένο βοριά, όπως έκανε παιδί... τότε που χόρευε πανάλαφρος κι αδιαφορούσε για τις φωνές της μάνας του, πως τάχα θ’ αρρωστήσει. Ήθελε, επιτέλους, να κάνει ανακωχή με το χειμώνα της μοναξιάς του και να πάει να την βρει…
    Στάθηκε στη μέση της αυλής, λαχανιασμένος και ζαλισμένος από τις πιρουέτες κι άνοιξε τα χέρια του, σε μια αγκαλιά, που θα μπορούσε εκείνη τη στιγμή, να χωρέσει το σύμπαν. Έστρεψε το βλέμμα του ψηλά κι έβλεπε τώρα, ως και τα χέρια του Θεού του, να χαμηλώνουν και να πασπαλίζουν με νιφάδες - άχνη ζάχαρη του φάνηκε - τον κόσμο…
    "Σ’ ευχαριστώ !" του φώναξε, πεσμένος τώρα πια στα γόνατα…
    Αφού έμεινε έτσι ακίνητος για λίγο, άρχισε σιγά σιγά να μαζεύει γύρω του το αφράτο χιόνι. Δεν ένιωθε πόνο πια, δεν ένιωθε κούραση, δεν ένιωθε την παγωνιά…
    Άρχισε να σχηματίζει με το χιόνι ένα σώμα, όπως θα ήταν αν ήταν ξαπλωμένο στο λευκό σεντόνι γύρω του. Έπειτα το πρόσωπο… το πιγούνι, το μέτωπο, τη μύτη…
    Σαν έφτασε στο στόμα κοντοστάθηκε... το καλοκοίταξε… κάτι του θύμιζε.
    Μα βέβαια ! Ήταν εκείνη ! Εκείνη, όπως την θυμόταν. Νέα κι όμορφη !
    Άγγιξε με τα ματωμένα ακροδάχτυλα τα χείλη της κι όπως βάφτηκαν κατακόκκινα, ήταν σαν να πήραν ζωή. Της χαμογέλασε και - μα το Θεό - θα ‘παιρνε όρκο, πως του χαμογέλασε κι αυτή… Σηκώθηκε με δυσκολία από χάμω και βάδισε προς το σπίτι.
    "Μια στιγμή!" της φώναξε, κάνοντας ένα νόημα με το χέρι του, σαν να της έγνεφε να περιμένει… "Στάσου και θα δεις !"
    Όρμισε στο δωμάτιο κι άρπαξε με τα δυο του χέρια το αναμμένο κάρβουνο απ’ το κουτί. Καιγόταν, μα δεν τον ένοιαζε… Τα πόδια του τρέκλιζαν κι όπως έτριζαν πάνω στο χιόνι, έλεγες πως θα σπάσουν σε χίλια κομμάτια, μα δεν τον ένοιαζε. Τα δάκρυα που πλημμύρισαν τα μάτια του, δυσκόλεψαν ακόμα πιο πολύ την ταλαιπωρημένη εδώ και χρόνια από τον καταρράκτη όραση του, μα δεν τον ένοιαζε. Πήρε σβάρνα, βγαίνοντας, το ποτιστήρι που ‘χε για τις καμέλιες στη βεράντα και κατέβηκε κουτρουβαλώντας τα σκαλοπάτια, μα δεν τον ένοιαζε…
    Όταν πια, αποκαμωμένος, έσκυψε πάνω απ’ την καλή του, που τον περίμενε ασάλευτη να γυρίσει, είχε μιαν όψη μαγεμένη, ανακατεμένη με γέλια και με κλάματα και σκεπασμένη από ένα λεπτό στρώμα πάχνης, μα δεν τον ένοιαζε…
    Άνοιξε με το χέρι του μια μικρή λακουβίτσα κάτω απ’ το στήθος της κι απίθωσε εκεί το αναμμένο κάρβουνο. Ύστερα το σκέπασε με λίγο χιόνι και το κοιτούσε που πάγωνε αργά και γινόταν διαμάντι. Ήταν τόσο χαρούμενος μ’ εκείνη την τελευταία στιγμή της ευτυχίας του, που το μόνο που τον ένοιαζε πια, ήταν να κουρνιάσει πλάι στην καλή του και να κοιμηθεί εκεί, μαζί της… για πάντα.



    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #15376   /   14.07.2008, 18:45   /   Αναφορά
    Aνατριχιαστηκό και...Τέλειο!
    #15378   /   14.07.2008, 18:59   /   Αναφορά
    Απο τα λίγα μικρά κείμενα μου με αγγιξαν τώρα τελευταία..Μπράβο κοπέλα μου...
    #15389   /   15.07.2008, 11:54   /   Αναφορά
    Ευχαριστώ παιδιά, να 'στε καλά ! :)
    #15418   /   16.07.2008, 23:25   /   Αναφορά
    Ωραίο...Βέβαια ξεχυλίζει από μοναξιά κα τρέλα!
    #15446   /   19.07.2008, 01:32
    Μοναξιά, σίγουρα… τρέλα, δεν θα το έλεγα. Ίσως παραλογισμό, κάτω από την πίεση της αίσθησης ενός μοναχικού τέλους. Όμως, κανείς δεν φεύγει μόνος, αν έχει αγαπήσει κι αγαπηθεί πολύ, έτσι δεν είναι ?

    #15434   /   17.07.2008, 21:58   /   Αναφορά
    Η δύναμη της ψυχής και του συναισθήματος, την ώρα που το παρελθόν γίνεται παρόν και το αύριο τώρα , τόσο όμορφα γραμμένα που με άγγιξαν πραγματικά . Υπέροχο !!!!!!!!!
    #15447   /   19.07.2008, 01:44
    Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια και χαίρομαι πολύ, που νιώσατε το βαθύτερο νόημα του παραμυθιού.

    #16081   /   23.08.2008, 20:46
    Η αγάπη ,η πιο πλούσια πηγή ευτυχίας γι αυτόν που μπορεί να τη δίνει απλόχερα..διώχνει κάθε άρνηση,εξαφανίζει κάθε φόβο,μέχρι και το μεγαλύτερο φόβο απ'όλους.Ο θάνατος μοιάζει ασήμαντος μπροστά της.



    Πολύ όμορφο παραμύθι κι ελπίζω όχι το"τελευταίο σου διαμάντι"

    :) Περιμένουμε κι άλλα!

    #16102   /   25.08.2008, 13:56
    Μοναδικό! Μου άρεσε πάρα πολύ ... Συγχαρητήρια !




    #16404   /   11.09.2008, 01:59   /   Αναφορά
    Πολύ όμορφο κείμενο, Vermint

    :-)
    #16407   /   11.09.2008, 03:00   /   Αναφορά
    Συγνώμη για την καθυστέρηση, μόλις τώρα είδα τα σχόλιά σας και σας ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας… μαρουλιού. Να 'στε όλοι καλά ! :)



    Μαργαριτούλα μου, αχ αχ αχ … ξύνεις πληγές !!! Μόνο αυτό σου λέω :)

    Μιας και γυροφέρνουμε το ζήτημα της ευτυχίας, επιτρέψτε μου να μεταφέρω έναν φανταστικό διάλογό μου με τη… γιαγιά Vermint (…προσφορά του καταστήματος :)...)



    -- Παιδάκι μου, η ευτυχία είναι σαν τους σκορπιούς. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, είναι από κάτω.

    -- Άσε μας ρε γιαγιά, εγώ όποια πέτρα κι αν σηκώσω … είναι στη διπλανή.

    -- Γιατί, τις σήκωσες όλες και δε βρήκες ?

    -- Όλες δεν προλαβαίνω να τις σηκώσω, έτσι κι αλλιώς. Αναγκαστικά κάνω τις επιλογές μου.

    Σηκώνω αυτές που νομίζω πως έχουν από κάτω αυτό που ψάχνω.

    -- Αφού όμως δεν το βρήκες ακόμα, πάει να πει πως λάθος νομίζεις.

    -- Χα... σε τσάκωσα ! Άρα αυτό που λές, ότι όλες έχουν από κάτω σκορπιούς είναι λάθος.

    -- Δεν είναι, απλά εσύ βιάζεσαι και δεν περιμένεις να βγούν από την τρύπα τους.

    -- Μα, αν περιμένω για την κάθε μια, πως θα προλάβω να τις σηκώσω όλες ?

    -- Αν περιμένεις, δε θα χρειαστεί να τις σηκώσεις όλες…

    -- Ωραία. Περιμένω, περιμένω … Αλλά τίποτα. Σκορπιό δε βλέπω.

    -- Ξέρεις πως είναι ένας σκορπιός ?

    -- Όχι, ξέρω πως είναι ένας Τοξότης, για ζώδια θα μιλάμε τώρα ρε γιαγιά ? :)

    -- Κι όμως, για σένα ο σκορπιός μπορεί να είναι κι ένας Τοξότης.

    -- Τι θα πει για μένα ? Εσύ δηλαδή βλέπεις άλλα πράγματα απ’ αυτά που βλέπω εγώ, κάτω απ’ την πέτρα ?

    -- Πάντα.

    -- Δηλαδή εσύ βλέπεις σκορπιό ?

    -- Άμα θέλω να τον δω, τον βλέπω.

    -- Κι εγώ δηλαδή, δεν τον βλέπω γιατί δε θέλω ?

    -- Είναι επειδή βλέπεις το ποτήρι μισοάδειο κι όχι μισογεμάτο.

    -- Άντε πάλι με τα τσιτάτα... Αποφάσισε, για πέτρες θα μιλάμε ή για ποτήρια ?

    -- Είσαι ξαπλωμένη στην πολυθρόνα σου, κάτω από την ομπρέλα, δίπλα στην πισίνα και ζητάς ένα ποτήρι νερό. Με τόσο νερό δίπλα σου, είναι φυσικό να βλέπεις το ποτήρι μισοάδειο. Αν όμως ήσουν στην έρημο και περπατούσες για ώρες πάνω στην καυτή άμμο και σου παρουσιαζόταν ένα μισό ποτήρι νερό, θα το έβλεπες γεμάτο.

    -- Άσε μας ρε γιαγιά. Ποτήρι με νερό στην έρημο ? Εκεί πιο εύκολα βρίσκεις σκορπιό κάτω από καμιά πέτρα.

    -- Στα λόγια μου ήρθες … :)





    Επειδή "η αναζήτηση της ευτυχίας είναι μία από τις βασικές αιτίες της δυστυχίας", όπως είπε και κάποιος.