ελληνική μουσική
    805 online   ·  210.833 μέλη
    αρχική > e-Περιοδικό > Συνεντεύξεις

    Ο Γιώργος Ανδρέου μιλάει στο MusicHeaven

    Ο συνθέτης της Μικρής Πατρίδας μιλάει αποκλειστικά στο e-περιοδικό του MusicHeaven.

    Ο Γιώργος Ανδρέου μιλάει στο MusicHeaven

    Γράφει η Δέσποινα Κ. (despinakontogianni)
    122 άρθρα στο MusicHeaven
    Τετάρτη 02 Ιούν 2010

    Κύριε Ανδρέου, ποιά είναι η γνώμη σας για την προώθηση νέων ταλέντων μέσω ίντερνετ;

    Το ίντερνετ είναι ένα εργαλείο που έχει πολλά καλά, αλλά και πολλά κακά. Καταρχάς όλη η ψηφιακή τεχνολογία, γιατί δεν είναι μόνο το ίνερνετ, είναι η δυνατότητα ενός νέου ανθρώπου να μ' ένα λάπτοπ και μια κάρτα ήχου μέσα στο σαλόνι του να κάνει ένα πολύ καλό πράγμα κάτι που παλιά δε γινότανε. Δηλαδή ένας μουσικός θα έπρεπε, ακόμη και στην προηγούμενη δεκαετία, να επισκεφτεί ένα στούντιο και να έχει κάποια ικανά χρήματα ή να χρηματοδοτείται από κάποιοα εταιρία για να κάνει την παραγωγή. Με την ψηφιακή τεχνολογία έχει εκδημοκρατηστεί, δηλαδή μ' όλο αυτό μπορεί κάποιος εύκολα να παράξει ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα, το οποίο θεωρώ πολύ σημαντικό γιατί ξαναγυρίζει στη λογική του πρωτεργάτη, του τεχνίτη. Μπορεί με μια μικρή υλική κοστολόγηση να έχει ένα πρωτογενές αποτέλεσμα.

    Το ίντερνετ εδώ, λοιπόν, είναι το δεύτερο βήμα. Ένα παιδί το οποίο ακόμα είναι στην πρώτη του ταχύτητα κι έχει παράξει ένα πνευματικό  προϊόν, ένα τραγούδι ας πούμε, το πρώτο πράγμα που θα κάνει είναι να δημιουργήσει την προϋπόθεση να το ακούσουν κάποιοι άλλοι. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι το ίντερνετ. Αυτό όμως έχει και το ελάττωμα ότι εκατομμύρια ανθρώπων το χρησιμοποιούν ως ένα μέσο προθήκης κι υπάρχει περίπτωση να χαθεί η πληροφορία μέσα του. Δηλαδή δεν υπάρχει κάποια εγγύηση ότι εάν ένας άνθρωπος δημοσιεύσει ιντερνετικά ένα πνευματικό προϊόν του θα έχει ως αποτέλεσμα ντε και καλά να γίνει γνωστό και να προωθηθεί. Θέλω να πω μ' αυτό το εξής, ότι οι υπόλοιπες προϋποθέσεις της συμπεριφοράς ενός προσώπου ως καλλιτέχνη, σταδιακή ωρίμανση, πνευματική στάση, επικοινωνία κοινωνική με την πραγματικότητα της εποχής του, περίγυρος, παρέες που έχει, πνευματικές, κοινωνικές, ένταξη του σε διάφορες αναζητήσεις οι οποίες έχουν μια πολλαπλότητα, μπορούν να δημιουργήσουν μια ταυτότητα, δίπλα στην οποία το ίντερνετ μετά αποτελεί τη μαρτυρία.

    Θα φέρω το εξής παράδειγμα: πότε πάει κανείς στο ίντερνετ και στο google και του γεννιέται μια απορία, χτυπάει μια λέξη και μαθαίνει γι' αυτήν πληροφορίες και στοιχεία. Αυτό, λοιπόν, εγώ πιστεύω ότι συμβαίνει και με τους καλλιτέχνες. Κάπου έχω ακούσει για σένα, κάπου κάτι πήρε τ' αυτί μου, κάπου σε είδα να παίζεις ζωντανά και μου άρεσες, πάω στο ίντερνετ κι αναζητώ την πληροφορία μετά για σένα. Το ίντερνετ για μένα είναι ένα λεξικό. Ένα επιπλέον λεξικό, καταχώρησης της πληροφορίας κι εξειδίκευσης. Επειδή υπάρχει και μια αναρχία γενικά μες στο ίντερνετ, άλλες φορές δημιουργεί κι άλλες φορές αναπαράγεται, γιατί έχω δει πολύ σκουπίδι μαζί μ' ενδιαφέροντα πράγματα, δεν πιστεύω πως η πρώτη ταχύτητα βοήθειας ενός νέου καλλιτέχνη είναι το ίντερνετ. Πιστεύω πως είναι το λεξικό εξήγησης και θεμελίωσης μιας πληροφορίας της οποίας πρέπει να γεννήσει ο καλλιτέχνης μ' ένα συνδιασμό στάσεων και δράσεων.

     

    Στη χώρα μας, ομολογουμένως, υπάρχει μια ρευστή μουσική παραγωγή. Συμφωνείτε;

    Αυτό είναι ένα άλλο θέμα, επίσης αξιόλογο προς κουβέντα. Η ζωντανή μουσική δεν έχει καμία σχέση μ' όλα αυτά. Η ηχογραφημένη, λοιπόν, μουσική για πάρα πολλά χρόνια αποτελούταν από μια σειρά δράσεων και ρόλων οι οποίοι ήταν πάρα πολύ συγκερκιμένοι.Υπήρχε μια εταιρία η οποία έδινε το οικονομικό αντίκρισμα για να γίνει μια ηχογράφηση, υπήρχε ένα εξειδικευμένο στούντιο στο οποίο γινόταν αυτή η ηχογράφηση, οι μουσικοί που παίζανε για το ηχογράφημα αυτό. Υπήρχε ένας παραγωγός ή ένας επιμελητής, ο οποίος είχε μια ευθύνη για το αισθητικό αποτέλεσμα σε συμφωνία πάντοτε με τον καλλιτέχνη κι αυτό που έβγαινε λεγότανε τέχνη. Ή κάποιος, όπως ο Bob Dylan, έγραφε μόνος τα τραγούδια του, τα έπαιζε και τα τραγουδούσε, ενώ αν ήτανε ένας συνθέτης όπως ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις ή ο Λοΐζος το έδινε σ ένα τραγουδιστή. Υπήρχε πάντοτε κι ο στιχουργός, αν δεν έγραφε ο ίδιος τα λόγια. Μια συγκεκριμένη αλυσίδα. Όταν μπήκε στη ζωή μας η ψηφιακή τεχνολογία, άρχισε σιγά σιγά αυτή η κατάσταση ρευστότητας στο αγοραστικό περιβάλλον να εκφυλίζει το cd ως μέσο αγοράς και προώθησης της μουσικής, αυτοί οι ρόλοι κάπου ανακατέυθηκαν με αποτέλεσμα να χαθεί το βασικό στοιχείο της λεγόμενης πρώτης πρωτοβουλίας. Ποιος αποφασίζει κι επενδύει, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και συναισθηματικά, ενεργιακά πάνω σ’ ένα πρόσωπο. Αυτό γινότανε παλιά διότι υπήρχε από πίσω το κέρδος.

    Θα μπορούσε να εκδοθεί ένα cd ή ένα βινύλιο τότε, το οποίο θα πουλήσει και με τα κέρδη και την αντιστάθμιση αυτή θα μπορέσει να προχωρήσει η καριέρα του καλλιτένη. Επειδή σήμερα το cd είναι ένα μέσω προς εξαφάνιση κι η αγορά κινείται προς μια κατεύθυνση, όπου περισσότερο την ενδιαφέρει η χρήση παρά η κτήση, υπάρχει αμηχανία όσον αφορά τη χρηματοδότηση. Πρέπει να ανακαλυφθούν καινούργιες χρηματοδοτικές τάξεις. Εμένα, η πιο πρόσφατή μου δραστηριοποίηση είναι ότι έχω γίνει καλλιτεχνικός διευθυντής του Label Ακτή, που είναι ένα κομμάτι της SONY Music, με αποκληστικό στόχο την προώθηση νέων ανθρώπων. Μια εταιρία που απευθύνεται μόνο στους νέους. Η εξήγηση που δίνω είναι ότι πια, μόνο σε συνδιασμό με όλες τις δράσεις, δηλαδή ηχογράφηση στη δισκογραφία, ζωντανή μουσική δραστηριότητα, συναυλία και στην πλήρη γκάμα των δραστηριοτήτων ενός καλλιτέχνη μπορεί να αναζητηθεί η καινούργια στάση παραγωγής. Τι εννοώ: Σε κάποιον, για παράδειγμα, αρέσει η Γ. Νταγάκη. Γιατί; Γιατί την είδε ζωντανά και τον κέρδισε ότι αυτό το πρόσωπο έχει ενέργεια και ταλέντο. Άρα μετά θα την παρακολουθήσει, θα πάει στις συναυλίες της, θα δώσει τον οβολό σου για το εισητήριο κι απ’ αυτό το μηχανισμό του live η Νταγάκη στην έξοδο θα έχει, ενδεχομένως, το cd, θα το αγοράσει και στην πορεία θα ψάξει περισσότερα γι’ αυτήν (video, lives κλπ).

    Κι έτσι δημιουργείται μια σχέση με τον καλλιτέχνη και το κοινό του. Η θέση που έχει η ηχογραφημένη μουσική στον πολιτισμό χρονικά είναι ένα τίποτα. Είναι απλά ένα παροδικό φαινόμενο συγκρητικά με την πολιτισμική αξία της ζωντανής μουσικής, που είναι αχρονική και πανανθρώπινη κι έχει να κάνει, φαντάζομαι, απ’ την πρώτη στιγμή που πάτησε ο άνθρωπος στη γη κι ένιωσε την ανάγκη να εκφράσει τα συναισθήματά του. Για κάποια χρόνια εντυπωσίασε αυτό, έβγαλε κέρδη και προσέφερε πάρα πολλά στον πολιτισμό της πληροφορίας. Δεν προσφέρει όμως πια τόσο πολλά στον πολιτισμό της συγκίνησης. Αφού έχουμε την εικόνα –τηλεόραση- στη ζωή μας, πλέον δεν είναι εύκολο κάποιος απλώς με την ακουστική εμπειρία, δηλαδή να αναπαράγεται το αισθητικό μέσω ενός cd, να καλυφθεί. Πρέπει να πάει και ν’ ακούσει ζωντανά τον καλλιτέχνη. Με την έννοια αυτή επιστρέφουμε σε μία πρωτοκαθεδρία της ζωντανής μουσικής δραστηριότητας, όπου αυτό λειτουργεί και σα φίλτρο.

    Η μουσική παραγωγή, από δω και πέρα, διορθωτικά θ’ ακολουθεί τη ζωή. Δηλαδή το ταλέντο των προσώπων, το οποίο θα κρίνεται με τη ζωντανή τους εμφάνιση. Κι αν αυτή η εμφάνιση δημιουρεγεί το αίσθημα, αυτό το πρόσωπο μετατρέπεται σε «λαϊκό ήρωα» κι όσο αυτό μπορεί να προωθηθεί από τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται γι’ αυτόν κι έτσι θα δημιουργηθεί μια σχέση ζωής. Στην προηγούμενη φάση του ελληνικού και του παγκόσμιου τραγουδιού βλέπουμε το εξής χαρακτηριστικό: καλλιτέχνες με αντοχή: Dylan, Pink Floyd, Αλεξίου, Νταλάρας, Γαλάνη. Γιατί αντέχουν οι άνθρωποι αυτοί, ενώ η τάση της τελευταίας δεκαετίας είναι πρόσκαιρα πυροτεχνήματα που κάνουν μπουμ κι εξαφανίζονται; Διότι οι άνθρωποι αυτοί προέκυψαν μέσα στην τέχνη από έναν συνδιασμό όλων αυτών των ιδιοτήτων που ανέφερα πριν. Ήταν πολύ καλοί στη ζωντανή μουσική τους απόδοση, είχανε μία εκλεχτική επιλογή ρεπερτορίου, συνεργάστηκαν με σημαντικούς δημιουργούς κι ανθρώπους του λόγου, ήταν πολυποίκιλοι και πολυδιάστατοι, πειραματιστήκανε με διαφορετικά μουσικά είδη, συμπεριφέρθηκαν μ’ ένα βαθύ αισθητικό κριτήριο. Αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να είναι επίκαιροι σε μια κοινωνία. Μία κοινωνία που διαλέγει να εκφραστεί πάντοτε από σημαντικούς εκπροσώπους που έχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Αυτή είναι και μία τοποθέτηση εις βάθος για την αιτία της θέσης της παραγωγής.

     

    Πείτε μας για τις εμφανίσεις των «Νέων της Ακτής» που πραγματοποιήθηκαν στο «Δίπλα στο ποτάμι» (8-16/3/2010).

    Τα δύο διήμερα που επιλέξαμε για αρχή, γιατί θα ακουλοθήσουν κι άλλα στην πορεία (Θεσσαλονίκη κλπ) είναι μια πρώτη εφαρμογή όλων αυτών που προείπα. Αυτά τα πρώτα πέντε παιδιά της Ακτής παίξανε δύο διήμερα, από έξι τραγούδια ο καθένας, συνεργαζόμενοι μεταξύ τους με διαφορετικές ορχήστρες, αλλά και με κοινούς μουσικούς και καλέσανε ως guests κάποιους σημαντικούς και πολύ αξιόλογους τραγουδιστές ή δημιουργούς της προηγούμενης γενιάς. Την Τσαλιγοπούλου, την Αρβανιτάκη, το Θηβαίο, το Μιντζέλο και το Ζουγανέλη.

    Οι άθρωποι αυτοί ήρθαν για να δείξουν ότι το ελληνικό τραγούδι έχει μια συνέχεια και μια συνέπεια. Είχαν μία ποιότητα, που κατά την άποψή μου ήταν πολύ αρεστή κι επίσης είναι ωραίο να βλέπουμε νέους ανθρώπους να ανασυστήνουνε τη λογική της παρέας. Γιατί υπάρχει η τάση, που δυστυχώς βλέπουμε να την υπερασπίζεται κι η tv, της μοναχικής περίπτωσης. Απομονώνουνε ένα πρόσωπο, όσο λάμπει για ένα χρονικό διάστημα, είναι δεν είναι χρυσός, και το εκμεταλλεύονται στο όριο του, το πετάνε μετά κι έρχεται το επόμενο. Εγώ, αυτό, προσπάθησα να το διώξω εντελώς και , βέβαια, δε θα γινόταν τίποτα αν δεν υπήρχε η ίδια ανταπόκριση κι από τους νέους καλλιτέχνες. Συνυπάρχουν μαζί κι έρχεται ο ακροατής για να τους ακούσει όλους.

    Αν κι υπάρχουν διαφορές, υπάρχει ένας κοινός στόχος. Πρέπει να δοθεί το μήνυμα ότι δεν είναι εν γενέσει πέντε εγωιστές, που νομίζουν πως κάνουν καριέρα εναντίον των άλλων. Είναι πέντε πρόσωπα με μία πραγματική στάση. Που σημαίνει πως μπορούν να συνυπάρχουν και να λειτουργούνε. Η δικές μου μνήμες από τις πολύ καλές στιγμές του ελληνικού τραγουδιού ήταν πάντοτε μνήμες συνεργασιών. Ακόμη κι όταν ήμουνα μαθητής στις Σέρρες η πρώτη εντυπωσιακή συνεργασία που είδα ήταν το ’85 σε μια συναυλία ήταν Νταλάρας, Αλεξίου, Βίσση. Διαφωνώ με την παράθεση κι εκτέλεση τραγουδιών ενός μόνο προσώπου. Πρέπει να συμβαίνει, αλλά για μια περίοδο μόνο του καλλιτέχνη και να συνοδεύονται από άλλες παράλληλες που να δείχνουν τη σχέση του με το περιβάλλον του. Και παίρνοντας ως παράδειγμα τον εαυτό μου, ενώ έχω το υλικό για να κάνω ώρες παράστασης, θεωρούσα ότι το ακροατήριο θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον εάν παρακολουθήσει μια συνολική διαδρομή. Αυτό είναι η παράδοση. Είναι κάτι που υπάρχει πριν από σένα και του οποίου ένα κομμάτι το επαναλαμβάνεις και το διαχειρίζεσαι.

     

    Ποια η άποψή σας για τη γενιά του 2010;

    Το μεγάλο πρόβλημα αυτής τη γενιάς είναι ότι, αν κι έχει τα εργαλεία για να αναδείξει την αξία της, δε βοηθιέται από μια κοινωνία κρίσης και παρακμής. Είναι η πιο αδικημένη γενιά. Έχει όλα τα μέσα για την προώθηση κι όμως είναι πιο δύσκολο να προωθηθεί από ότι οι προηγούμενες γενιές. Δεν υπάρχει για παράδειγμα ούτε μία ώρα στο ραδιόφωνο, πλην τιμητικών εξαιρεσεων, που να έχει σταθερή αναγωγή στο τι κάνουν τα νέα πρόσωπα. Αντίθετα υπάρχει η μιντιακή αντιμετώπιση των προσώπων που βγαίνουν από τα ριάλιτι, η οποία είναι στα όρια της υστερίας κι επίσης αυτή η αθρόα προσφορά υπό μορφή cds του παρελθόντος.

    Κάθε Κυριακή βομβαρδιζόμαστε από προσφορές παλιών αριστουργημάτων του Θεοδωράκη, του Τσιτσάνη κλπ τα οποία μπορεί να είναι αξιοσημείωτα κι αξιοσέβαστα, αλλά μία κοινωνία η οποία προσανατολίζεται μόνο προς το ένδοξο παρελθόν της και δε δείχνει το αντίστοιχο ενδιαφέρον για το παρόν της, δηλαδή τη στοργή για τους νέους ανθρώπους οι οποίοι δημιουργούν τώρα, που έχουν την ανάγκη να μιλήσουν τώρα, είναι μία κοινωνία σε παρακμή, το μόνο σίγουρο! Έτσι, το μεγάλο πρόβλημα της γενιάς του 2010 είναι πώς θα φτάσει το έργο τους στο ακροατήριο και στην κοινωνία. Θεωρώντας ευθύνη κι υποχρέσωση μου να βοηθήσω αυτούς τους νέους ανθρώπους και τους δώσω αυτή τη δυνατότητα, προσπαθώ να συμβάλλω όσο μπορώ σ’ αυτή την κοινωνική δυσκολία.

    Γι’ αυτό μπήκα στην περιπέτεια να διευθύνω την Ακτή. Για να δώσω τη δυνατότητα όσο γίνεται σε κάποια πρόσωπα να δημοσιοποιήσουν και να εκφραστούν χρησιμοποιώντας μια αλυσίδα δεδομένων (συναυλίες, διαφημιστικά πλάνα κλπ), μια αλυσίδα χώρων όπου μπορούν να εμφανιστούν, ένα φεστιβάλ όπως αυτό της Αστυπάλαιας. Πιστεύω πως υπάρχει ανάγκη, από μας τους μεγαλύτερους, κοινωνικής πίεσης και δράσεων για να μπορέσουμε να στηρίξουμε και ν’ αναδείξουμε τους νέους ανθρώπους. Η Ελλάδα γεννάει ταλέντα και θα συνεχίσει να γεννάει γιατί είναι ένας τόπος που έχει μια ζώσα παράδοση του τραγουδιού και να εκφράζεται μέσα από ένα καλλιτεχνικό είδος όπως είναι το τραγούδι για αιώνες δεν μπορεί να πακαμφθεί επειδή υπάρχει μια παροδική κρίση. Το ιστορικό περιεχόμενο μιας σχέσης με κάτι διαρκεί αιώνες. Δεν είναι κάτι που μπορεί να σβηστεί σε πέντε ή σε δέκα χρόνια.

    Παράγονται αξιόλογα πράγματα και καλό είναι να τα αναγνωρίζουμε, γιατί αυτό βοηθάει και τους παλιότερους. Δείχνει τη συνέχεια της αλυσίδας παραγωγής. Αν εγώ δε στηρίξω το νεότερο από μένα είναι σαν θέλω να δείξω πως σε μένα σταματά μια πορεία. Επιθυμώ ως δημιουργός, όπως πήρα κι εγώ μια σκυτάλη από τους πρην από μένα δημιουργούς, να τη δώσω με τη σειρά μου στους επόμενους και να αισθάνομαι πως είμαι κι εγώ ένα μέρος της διαδρομής συνολικά κι όχι κάποιος που εκ συμπτώσεως βρέθηκε εκεί. Είναι πολύ ανακουφιστικό να βλέπεις ότι υπάρχουνε άνθρωποι 20-25 χρονών που γράφουν τραγούδια, στίχους, ποιήματα, ζωγραφίζουν και να διαπιστώνεις με την ίδια τρυφερότητα τις επιρροές που χουν πάρει από σένα και τους προηγούμενους.

     

    Παρατηρείτε κι εσείς μια παρακμή στα μουσικά έντυπα;

    Το πρόβλημα με τα μουσικά έντυπα είναι ότι ο κόσμος δεν μπορεί να τα παρακολουθήσει χωρίς την αντιπαροχή. Αυτή η αντιπαροχή ήτανε για χρόνια ένα cd, δηλαδή μια ενίσχυση της μουσικής βιβλιοθήκης του με «ψαγμένο» ρεπερτόριο. Πιστεύω πως θα κινηθούν περισσότερο προς το ίντερνετ, δηλαδή δε βλέπω μέλλον στην αμιγή εκδοτική δραστηριότητα, γιατί πριμοδότηση μέσω της προσφoράς ενός cd έχει φτάσει σε μια στιγμή αμηχανίας. Δίνονται πράγματα που έχουν δοθεί και ξαναδοθεί, εκτός κι εάν υπάρξουν κάποια έντυπα που με δική τους πρωτοβουλία να γίνουν πρωτογενείς εκφραστές μιας «αγοράς».

    Αν ο τύπος είναι πλέον ο άμεσος τρόπος στη μουσική προώθηση θα μπορούσε να συμβάλλει στην προώθηση κάποιων νέων ταλέντων. Ένα μουσικό έντυπο δεν μπορεί να βασίζεται στο παρελθόν, ούτε στον υποκειμενισμό των συνεργατών του προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Παλιότερα σε κάποια έντυπα είχα παρέμβει θεωρώντας πως υπήρχε μια επιπολαιότητα ως προς τη δισκοκριτική. Άλλες φορές υπήρχε μια υπερβολική κολακία κάποιων προσώπων λόγω υποκειμενισμού του συντάκτη κι άλλες φορές μια πολύ σκληρή αντιμετώπιση ανθρώπων που μπορεί να είχαν κάποια αξία. Θεωρώ πως ένα μουσικό έντυπο πρέπει να έχει μια πιο φιλική, πιο χαλαρή και λιγότερο εγωιστική στάση στους πρωτοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες. Δεν μπορείς να κρίνεις κάποιο άτομο με αυστηρότητα, να το απαξιώνεις και να το ειρωνέυεσαι, να μιλάς με μια γλώσσα στα όρια της χυδαιότητας. Οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε με στοργή τους νέους ανθρώπους και να τους δίνουμε το περιθόριο να αναπτυχθούν. Φέρνοντας το δικό μου παράδειγμα, υπήρξε άνθρωπος που έγραψε για το «Μικρή Πατρίδα», σε μεγάλη Κυριακάτικη εφημερίδα, ότι ο Ανδρέου δεν είναι συνθέτης και γι’ αυτό παριστάνει τον ηχολήπτη και τον ενορχηστρωτή.

    Εκείνοι που χειρίζονται τα μουσικά έντυπα ως δημοσιογράφοι οφείλουν να έχουν στο μυαλό τους πως πρέπει να αφήνουν τον ακροατή να αποφασίσει για το δημιουργό. Υπάρχει φανατισμός της κριτικής. Είμαι αντίθετος σ’ όλο αυτό. Ο νέος καλλιτέχνης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκφραστεί, με μία ηπιότερη προσέγγιση. Και στο κάτω κάτω ο κάθε κριτικός πρέπει να ‘χει κατά νου του ότι μέσα σε αυτές τις δέκα είκοσι περιπτώσεις που κρίνει μπορεί να υπάρχει μία ιδιοφυΐα. Κι είναι πιο μπροστά απ’ αυτόν και βλέπει την πραγματικότητα πολύ πιο ακραία από την κριτική στάση.

     

    Είναι απαραίτητες οι μουσικές σπουδές;

    Εγώ ξεκίνησα από ένα ωδείο στις Σέρρες, όπου έμαθα να παίζω πιάνο. Από κει κι έπειτα, ως φοιτητής στη Θεσσαλονίκη συνέχισα στις λεγόμενες κλασσικές σπουδές που περιλαμβάνουν την αρμονία κλπ. Αργότερα εξειδίκευσα τις σπουδές αυτές στο εξωτερικό, με μαθήματα σύνθεσης σε ανώτερο επίπεδο και παράλληλα έκανα Ορφ και το αντίστοιχο γαλλόφωνο σύστημα. Επίσης,  ασχολήθηκα με την ηχοληψία και τα μέσα παραγωγής κι έτσι εξηγείται κι η ιδιότητα του ηχολήπτη. Παρ’ όλα αυτά δε θεωρώ πως η μουσική σπουδή είναι αυτή που κάνει κάποιον ταλαντούχο δημιουργό, απλά συμπληρώνει την εξειδίκευσή σου ως μουσικό και σου δίνει τη δυνατότητα να έχεις μια ακροαστική γκάμα, την οποία μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις στη δουλειά σου, αλλά αυτή καθ’ αυτή η έννοια του ταλέντου, πυρήνας κλπ είναι πάρα πολύ αποκομμένο απ’ αυτά και δεν ξέρει κανείς από πού πηγάζει εν τέλει. Για παράδειγμα ο Βαμβακάρης, ο οποίος χωρίς καμιά μουσική σπουδή, ήταν μια ιδιοφυία.


    Τρεις στιχουργοί: Καρασούλος- Γκόνης-Ελευθερίου. Σας ακούμε!

    Ο Καρασούλος είναι ένας εξαιρετικά ευαίσθητος και πολυσύνθετος άνθρωπος του λόγου και του πολιτισμού. Αυτό που βλέπουμε είναι πως δεν κλείστηκε ποτέ στην τέχνη του, μα πάντα είχε και παράλληλες δραστηριότητες. Όπως και ο Θοδωρής Γκόνης, έχουν καλλιτεχνικές ανησυχίες. Ο πρώτος διευθύνει το Φεστιβάλ Υμηττού, ο δεύτερος το Φεστιβάλ Φιλίππων και το ΔΗΠΕΘΕ Σερρών. Έχουν εκδοτικές δραστηριότητες, κι οι δυο είναι σκεπτόμενα πρόσωπα με έντονη πολιτική στάση, κάτι που φαίνεται και μέσα στα τραγούδια τους. Βλέπουν την κοινωνία μέσα από μια κοινωνικοπλιτική ματιά κι όχι μόνο από απλοσυστηματική, που είναι μια τάση της εποχής μας σε υπερβολή. Χαρακτηριστικό του Καρασούλου που με βρίσκει πάρα πολύ σύμφωνο είναι ότι είναι πολυτάλαντος και πολυδαίδαλος. Μπορεί να κριτικάρει, να εκδίδει ημερολόγιο με οικολογικές ανησυχίες και την ίδια ώρα να συνομιλεί με τον Άαχερ για το τελευταίο cd της ECM, να είναι διευθυντής της Μικρής Άρκτου, μια εταιρία στην οποία έχω συμβάλλει κι εγώ (Μικρή Πατρίδα). Θεωρώ πως εκπροσωπεί με πολύ υγιή τρόπο τη σημαντική συμβολή των ανθρώπων του λόγου μέσα στο τραγούδι (Παπαγιαννοπούλου, Γκάτσος κλπ). Καταγόμαστε από εξαίρετους ανθρώπους του ελληνικού τραγουδιού κι εκείνος είναι ένας από τους εκπροσώπους τους, μαζί βέβαια και με άλλους όπως ο Οδ. Ιωάννου, ο Ν. Μωραΐτης, η Λ. Νικολακοπούλου κλπ. Το μόνο παράπονο που έχω από τον Παρασκευά είναι πως είναι ολιγογράφος. Δηλαδή δεν έρχεται εύκολα στο επόμενο βήμα συνεργασίας. Περνάει κύκλους και περιόδους και πιθανόν αυτή τη στιγμή να περνάμε μία από αυτές τις φάσεις.

    Ο Γκόνης είναι μια περίπτωση πολύ παράδοξη απ τη μία και πολύ ουσιώδης απ’ την άλλη. Είναι ένας άνθρωπος σχεδόν αναγεννησιακός. Δηλαδή γράφει στίχους, είναι πεζογράφος, δημοσιογραφεί για εφημερίδες, όπως είπαμε διευθύνει το Φεστιβάλ Φιλλίπων, το ΔΗΠΕΘΕ Σερρών και πριν απ’ αυτό το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, είναι καθηγητής στη δραμαρική σχολή του ΚΘΒΕ, υπήρξε ηθοποιός ο ίδιος σε σημαντικές συνεργασίες. Είναι ένας άνθρωπος που τροφοδότησε και τροφοδοτεί μια ολόκληρη γενιά δημιουργών με τους στίχους του. Ο Γκόνης είναι άνθρωπος με μία πολιτική στάση, είτε σκηνοθετεί είτε στα τραγούδια του κυριαρχείται η ματιά του απ’ αυτό. Είναι αυστηρός, αλλά δίκαιος, έχει χιούμορ, αλλά μπορεί να γίνει και καυστικός. Όλα αυτά για μένα είναι πάρα πολύ μεγάλες αρετές τις οποίες αξιολογώ κι εκτιμώ.

    Ο Μάνος είναι ο τελευταίος μιας γενιάς γιγάντων! Ποιητής, συγγραφέας, άνθρωπος του λόγου. Η επικοινωνία μου μ’ αυτόν τον άνθρωπο δίνει το μέγεθος των κριτηρίων με τα οποία έζησε και πορεύτικε η γενιά του ‘30 (Γκάτσος, Χατζιδάκις, Εγγονόπουλος, Εμπειρίκος, Κουν κ.ά.). Είναι το παράδειγμα για τους νεότερους, ώστε να συνεχίσουν και να εκφράζονται όπως εκείνοι και να αξιοποιήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε αυτό το τεράστιο φορτίο που μας έχουν αφήσει αυτοί οι μεγάλοι άνθρωποι.

     

     

    Τι έχετε να μας πείτε για τη φωνή της Γεωργίας Νταγάκη;

    Με τη Γεωργία έχουμε ξεκινήσει να συζητάμε για ένα δίσκο που θα κάνω εγώ μαζί της. Μου αρέσει που αντιστρέφει με τόση τρυφερότητα μία αυστηρή κρητική παράδοση: παίζει κρητική λύρα, το οποίο είναι καθαρά αντρικό πρότυπο. Φαίνεται από τη πρώτη στιγμή πάρα πολύ προκλητικό. Δεν είναι τυχαίο, όμως, που δεν έχει ακουστεί τίποτα αρνητικό, ποτέ, για αυτό. Κι εδώ αποδεικνύεται το ταλέντο της. Είναι μια τόσο ταλαντούχα τραγουδίστρια και λυράρισσα που αμέσως σκιάζει κάθε αρνητικό που μπορεί ν’ ακουστεί. Το γεγονός ότι μεταφέρει αυτή την παράδοση την κάνει άμεσα και διεθνή. Θέλω να πω πως είναι λογικό με το συνδιασμό φωνής και λύρας να πάει σε κάποιο διεθνές φεστιβάλ και να εκπροσωπήσει τη χώρα μας. Να φτιάξει τη δική της μουσική παράδοση και για τον ξένο ακροατή αυτό είναι κάτι, ένα σήμα! Έχει ένα κλειδί που κουβαλάει κι αυτό το κλειδί ακριβώς είναι η σύνδεσή της μ’ ένα παραδοσιακό όργανο και την αντιστροφή αυτής της παράδοσης, που τη διαχειρίζεται πλέον μια γυναίκα. Εγώ ό ίδιος, που το μεγαλύτερο μέρος του έργου μου το έχουν τραγουδήσει γυναίκες, εμπιστεύτηκα το γυναικείο ένστικτό της, κι έτσι θέλω να χρησιμοποιήσω τη λύρα στη σύνθεσή μου, αλλά όχι ως μουσικό όργανο, αλλά σαν ηχόχρωμα.

     

    Πώς βρίσκετε τους μουσικούς πειραματισμούς;

    Μου αρέσουν οι πειραματισμοί και σε πρώτο επίπεδο, αν παρακολουθήσει κάποιος τη δισκογραφία μου, δεν υπάρχει δίσκος που να μοιάζει με άλλον. Όλοι μου οι δίσκοι έχουν μια δική τους αγωνία πρωτογένειας. Πολύ διαφορετικά είναι τα «Χελιδόνια της βροχής» που έχω βάλει ορχήστρα και μαντολίνα και το «Μυστήριο τραίνο» πχ. Για μένα πειραματισμός δεν είναι να βάζεις στο μπλέντερ ό,τι να ναι. Σημαίνει επαναπροσδιορισμός στο ηχόχρωμα και τη φόρμα. Μου αρέσουν, αρκεί να μην είναι αυτοσκοπός. Μ’ αρέσουν όταν εξυπηρετούν κάποιον σκοπό που είναι μετά από τον πειραματισμό. Αυτό που με ανησυχούσε περισσότερο στην όλη πορεία μου, από τότε που ήμουν ακόμα φοιτητής και συμμετείχα σε μπάντες ήταν το «ποιοι είμαστε τελικά»; Από ποιους έχουμε δεχτεί τις περισσότερες επιρροές; Απάντηση σ’ αυτό δε βρίσκεται. Το βλέπουμε και σε άλλους χώρους θέατρο, ποίηση, ζωγραφική κλπ. Άρα δεν είναι πειραματισμός. Είναι δημιουργική αναζήτηση! Πίσω από το πείραμα στοχεύει στο να φωτίσει ένα πράγμα. Οι καλλιτέχνες έχουμε ένα φακό κι επειδή με τη δέσμη δεν μπορούμε να φωτίσουμε τα πάντα στον ορίζοντα, διαλέγουμε κάθε φορά κι από ένα σημείο του και σε επόμενη δουλειά κάποιο άλλο. Είναι όλα παράλληλα τοπία. Για μένα η καλλιτεχνική αυτή αγωνία είναι στάση ζωής.

     

    Τα μέλη του MusicHeaven θέλουν να μάθουν την άποψή σας για τη φωνή της Ελένης Τσαλιγοπούλου.

    Για μένα ήταν η αφορμή που ξεκίνησα να γράφω τραγούδια. Επειδή δεν τραγουδώ ο ίδιος, δεν είμαι, δηλαδή, ο άνθρωπος που γράφει και τραγουδάει τα τραγούδια του. Για πάρα πολύ καιρό δεν έγραφα τραγούδια. Ασχολιόμουν με την ορχηστρική μουσική, μπάντες κλπ. Δε μου είχε γεννηθεί ακόμη αυτή η ιδέα. Κάποια στιγμή, με μια συνεργασία που είχα με τους Οπισθοδρομικούς, σε μια φάση όταν έφυγε η Αρβανιτάκη, οπότε τα τρία αυτά παιδιά (Εμμανουηλίδης, Σφακιανάκης και Στρατηγόπουλος) είχανε συνεργαστεί με την Ελένη και ζητήσανε από μένα να ενορχηστρώσω τη συνεργασία αυτή. Ήταν η παράσταση «Το μήλο» κι είχε παιχτεί το ‘88 στο «Μετρό». Εκεί άκουσα την Ελένη για πρώτη φορά, την ήξερα από τη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν την είχα ακούσει με προσοχή. Συνεργαζόμενος, λοιπόν, μαζί της έκανα την εξής σκέψη: αν υπάρχει άνθρωπος που μπορεί να τραγουδήσει έτσι, μπορώ κι εγώ να γράψω τραγούδια. Ήτανε σα να βρήκα μια φωνή για μένα! Είτε ήτανε η Τσανακλίδου, η Βιτάλη ή η Μουτσάτσου, πάντοτε αυτοί οι άνθρωποι ήταν σα να είναι η φωνή μου. Αλλά για πρώτη φορά το αισθάνθηκα αυτό με την Ελένη. Και πραγματικά, μέσα σ ένα μήνα, έγραψα τα τραγούδια για το «Κορίτσι γυναίκα».

    Αυτό που με ελκύει πάνω της είναι η υγιής πολυσυλλεκτικότητά της. Πιστεύω πως ένας μεγάλος ερμηνευτής είναι όπως είναι η Ελένη. Όντας μια τραγουδίστρια του λαϊκού ρεπερτορίου κι έχοντας ρίζες στη δημοτική παράδοση άνοιξε την πόρτα και στον ηλεκτρικό ήχο και στις μπαλλάντες, τα λυρικά και τα διαχειρίστηκε όλα αυτά με άξονα τη βαθύτερή της σχέση με την παράδοσή της. Αυτό για μένα αφενός είναι πάρα πολύ σύγχρονο, μοντέρνο με την ακαδημαϊκή του έννοια κι όχι με τη φθηνή του, κι αφετέρου πιστεύω ότι απελευθέρωσε το μυαλό, την ψυχή και το αίσθημα των νεότερων τραγουδιστριών. Αν δει κανείς τις νεότερες τραγουδίστριες σήμερα στη χώρα, αυτές που είναι γύρω στα τριάντα, όλες έχουν ευεργετηθεί, όχι μόνο στυλιστικά, μιμούμενες την Ελένη, αλλά κι από την ελευθερία και την ευρύτητα πνεύματος που έδωσε η Ελένη με τη δουλειά της. Αν κάποια πάνω στη σκηνή τραγουδήσει τη σήμερον ένα λαϊκό μετά μια μπαλλάντα, μετά ένα πιο ηλεκτρικό και στο τέλος ένα ξένο κομμάτι, δε θα κάνει σε κανέναν εντύπωση και δε θα ενοχληθεί κανείς. Η δικιά μου γενιά, όμως, δυσκολευόταν να υιοθετήσει το μοντέλο του πολυσυλλεκτικού τραγουδιστή. Λέγανε «αυτός είναι καλός μόνο για τα δημοτικά, ο άλλος μόνο για τα λαϊκά».

    Η Ελένη ενσωμάτωσε στη ζωή της την αγωνία ενός άλλου μεγάλου προσώπου το οποίο συνάντησα κάποια στιγμή και τον έζησα λίγο, του Παύλου Σιδηρόπουλου. Ήταν ένας άνθρωπος που ερχότανε από τον ηλεκτρικό ήχο. Εντούτοις, είχε πάντα την ανησυχία της σύνδεσης με την ελληνική μουσική παράδοση. Κι όσο περνάει ο καιρός κι ακούω το Σιδηρόπουλο, και τώρα που έχω κι εγώ «ενηλικιωθε»ί πάρα πολύ και «χαλαρώσει» σε κάποια πράγματα, ακόμα και στις πιο ηλεκτρικές στιγμές των ηχογραφήσεων του ακούω ένα λαϊκό τραγουδιστή. Βλέπω έναν άνθρωπο που χωρίς να μιμηθεί κανέναν διαχειρίζεται τον ηλεκτρικό ήχο και παρουσιάζεται με τον τρόπο του Τσιτσάνη ή του Βαμβακάρη. Αυτό είναι το συγκλονιστικό για μένα. Αυτό το δίδαγμα στην Ελληνική κοινωνία του ’20ου αιώνα, το στηρίξανε αργότερα με τον τρόπο τους οι Αφοί Κατσιμίχα, που τραγουδώντας κι ερμηνεύοντας, υιοθετήσανε ένα μεσογειακό και βαθιά λαϊκό τρόπο. Η Ελένη, λοιπόν, είναι από τη μεριά της μια τέτοια ερμηνεύτρια. Απελευθέρωσε στους νεότερους ανθρώπους τη δυνατότητα να ασχοληθούν με βάση ένα δικό τους πυρήνα. Παράλληλα με την Ελένη, πρωτοπόρησαν σ’ αυτό η Τσανακλίδου, μια περίοδος η Αλεξίου (Δι’ ευχών), η Βιτάλη (Απέναντι μπαλκόνι), αυτές οι τραγουδίστριες γύρισαν πίσω απ’ αυτό το πράγμα. Όλες οι σύγχρονες φωνές της Ελλάδας είχαν αυτή την ανησυχία. Οι διαδρομές και τα πρόσωπα επηρέασαν την Ελένη κι εκείνη μετά το ενσωμάτωσε μ’ ένα τρόπο δικό της και σύγχρονο στην παρουσία της.

     

    Ποια είναι η πηγή έμπνευσής σας;

    Πάντα πηγή έμπνευσης μου ήταν οι άνθρωποι. Από μικρός, θυμάμαι, μ’ άρεσε να παρακολουθώ τους ανθρώπους. Τους έβλεπα παντού. Στα λεωφορεία, στα εστιατόρια, την ώρα που κλαίγανε, που γελάγανε, που περπατούσαν, που φιλιόντουσαν. Τα πάθη των ανθρώπων.

     

    Υπάρχει κάποιος δίσκος ξένου ρεπερτορίου που σας έχει αγγίξει όσο κανένας άλλος;

    Θα μπορούσα να πω αμέτρητους. Δεν υπάρχει μόνο ένας, αλλά αν μπορούσα να διαλέξω θα ήταν το «The wall» των Pink Floyd, που μου έκανε τρομακτική εντύπωση και συναρπάστηκα.

     

     

    Ποια ήταν τα πρώτα ακούσματά σας;

    Οι Σέρρες, όπου και γεννήθηκα, έχει ισχυρό λαϊκό πολιτισμό. Έθιμο εκεί ήταν οι αναστενάρηδες (πυροβασία), όπου γύρω απ’ αυτό υπήρχε μια μουσική, στον Ξηρότοπο υπήρχανε τσαμπούνες. Επίσης, υπήρχε μια μεγάλη κοινότητα τσιγγάνων τους οποίους ανέκαθεν εκτιμούσα κι έχω συνεργαστεί με πολλούς. Θεωρώ πως είναι σπουδαίοι φορείς της Ελληνικής λαϊκής παράδοσης κι έχω συνεργαστεί και με κάποιους, όπως ο Σαλέας ή η Βιτάλη. Ταυτόχρονα πήγαινα στο Ωδείο και μελετούσα κλασσική μουσική κι έπειτα στο σπίτι, όπου ο πατέρας μου κι ο θείος μου αγαπούσαν την Ελληνική μουσική, δηλαδή Τσιτσάνη, Θεοδωράκη κλπ. Κι όλα αυτά στο μυαλό μου έγιναν ένα ωραίο μίγμα.

     

    Με αφορμή την έκδοση ενός μουσικού ημερολογίου από την «Εμπειρία Εκδοτική», θέλω να μας πείτε για το «Τραγούδι του Αντρέα» (Μήνας Δεκέμβριος).

    Το τραγούδι του Αντρέα…(γέλια). Αντρέας είναι ο γιος μου, φυσικά. Το έγραψα όταν ήταν δυο χρονών. Ήταν ένα παιχνίδι που έκανα μαζί του: άνοιγα την πόρτα, χτύπαγα το κουδούνι και μετά πήγαινα και χτύπαγα μιαν άλλη πόρτα. Ερχόταν εκείνος εκεί, του έλεγα «όχι, στην άλλη πόρτα» μετά πήγαινε στη δεύτερη, άνοιγε κι έβλεπε τα δώρα, του ‘λεγα «Αχ, κι έχασες τον Άγιο Βασίλη, μόλις τώρα πέρασε και δυστυχώς βιαζότανε». Τα μάτια του πιτσιρικά έλαμπαν όταν έβλεπαν τα παιχνίδια και τα πακέτα. Κάποια στιγμή ο Αντρέας έπεσε να κοιμηθεί. Μπαίνοντας στο παιδικό δωμάτιο και βλέποντάς τον να κοιμάται, σκέφτηκα αυτό: γεννάει κανείς ένα παιδί, το μεγαλώνει με αγάπη κι όταν φτάνει, το παιδί, να βγει στο «μεγάλο» κόσμο, δηλαδή όταν βγαίνει κι απ’ την εφηβεία, όπου μοιραία θα πληγωθεί, θα αντιμετωπίσει αρνήσεις και το μείζονα συμβιβασμό που είναι η ανθρώπινη ύπαρξη. Κι ακόμα χειρότερα θα συνειδητοποιήσει την έννοια του θανάτου, γιατί η παιδική ηλικία δεν περιέχει αυτή την έννοια. Αισθανόμαστε πως θα ζήσουμε για πάντα. Όλα αυτά εγώ ήθελα να τα κάνω μια «διαθήκη», δωρεά στο παιδί κι έγραψα το «Τραγούδι του Αντρέα». Προσπαθώ να μιλήσω για το σοκ και το αναπόφευκτο της ενηλικίωσης.

     

    «Πώς να σου πω πως δεν υπάρχει Αγιοβασίλης;
    Σε ποιόν το γράμμα σου θα στείλεις
    για να ζητήσεις τα παιχνίδια που αγαπάς.
    Όταν μονάχος σου στη γη θα περπατάς
    παντού κλεισμένες πόρτες πόρτες θα χτυπάς.
    Χρήμα και χρόνο πάντα θα χρωστάς
    κι αγάπη δανεική θα οφείλεις
    πώς να σου πω πως δεν υπάρχει Αγιοβασίλης;»

     

     

    Για το τέλος θέλω να επιλέξετε 5 τραγούδια ελληνικού ρεπερτορίου που σας έχουν σημαδέψει.

    Ο ταχυδρόμος πέθανε (Χατζιδάκις)

    Οι παλιοί μας φίλοι (Σαββόπουλος)

    Η Τζένη των πειρατών (Χατζιδάκις)

    Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς (Ελευθερίου)

    A Day in the Life (Beatles)

     

     


    Tags
    Μουσικά Είδη:ελληνική μουσικήΜουσική Γενικά:ραδιόφωνοΚαλλιτέχνες:Γιώργος ΑνδρέουΘοδωρής ΓκόνηςBob DylanPink FloydΕταιρίες:SONY



    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #20211   /   02.06.2010, 09:36   /   Αναφορά
    Μπράβο Δέσποινα!

    Εξαιρετική και περιεκτική η συνέντευξη γεμάτη πληροφορίες πολύ ενδιαφέρουσες απο ένα σπουδαίο συνθέτη της νεότερης γενιάς.

    Στην εποχή των τραγουδοποιών μάλιστα θα έλεγα πως ειναι ίσως ο μόνος της γενιάς του που δουλεύει τη σύνθεση τραγουδιών και οχι την ερμηνεία....

    Και μονο δίσοι όπως η ''Μικρη πατριδα'' και τα ''τραγούδια του παράξενου κόσμου'' αρκούν για να θεωρηθείότι ένας δημιουργός όπως ο Ανδρέου έχει αφήσει το γερό αποτύπωμά του στο ελληνικό τραγούδι!

    #20213   /   02.06.2010, 11:22   /   Αναφορά
    ένα άρθρο του κ.Ανδρέου (είμαι επιφυλακτικός με τις απόψεις του κυρίου αυτού) υπό μορφή συνέντευξης.

    αναρωτιέμαι πήγε το Musicheaven και τον βρήκε για να μας τα πεί ή έγινε το αντίστροφο ;
    #20216   /   02.06.2010, 15:52   /   Αναφορά
    Μπράβο!!! Πολύ καλή δουλειά!!!!!!!!!!!!!!!

    #20218   /   02.06.2010, 15:58   /   Αναφορά
    Εγώ πάντως βλέπω μπροστά μου πολύ ωραίες ερωτήσεις και μάλιστα από μία νέα κοπέλα που δεν είναι δημοσιογράφος. Η αίσθηση ωστόσο που δίνεται είναι ότι η συνέντευξη έγινε μέσω mail. Δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό, απλά δεν εξαντλήθηκαν οι δυνατότητες να τεθούν περισσότερα ερωτήματα. Κυρίως εμβόλιμα ερωτήματα τα οποία θα έδιναν στην κουβέντα μεγαλύτερο βάρος. Εν πάσει περιπτώσει, ο Γιώργος Ανδρέου θεωρώ ότι είναι από τους πιο σημαντικούς ενεργούς συνθέτες που έχουμε στο ελληνικό πεντάγραμμο.



    Θα μείνω σε δύο σημεία:



    1) Όσον αφορά την "περιορισμένη" προβολή των νέων προσώπων διαφωνώ. Είμαστε στην εποχή και με βοήθημα το ίντερνετ όπου οι νέοι προβάλλονται υπερ-αρκετά. Αν κάνει κανείς μια αναζήτηση στα μεγαλύτερα διαδικτυακά μουσικά περιοδικά και στα έντυπα (όσα έχουν απομείνει) θα διαπιστώσει ότι πολλές φορές παραγκωνίζεται η ιστορία για να προβληθεί το (πολλές φορές αμφίβολο) μέλλον. Μάλιστα, αν βάλουμε στην συζήτηση το myspace, το facebook και τις υπόλοιπες σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, τότε το θέμα ξεκαθαρίζει περισσότερο. Και φυσικά, ο ίδιος ο Γιώργος Ανδρέου με την ΑΚΤΗ και τα νέα παιδιά που προτείνει, παίρνει σαφώς μέρος σε όλο αυτό. Είναι λοιπόν κάπως εκτός πραγματικότητας να μιλάμε για μη- προβολή των νέων. Σχετικά με το ρόλο των ραδιοφώνων είμαι αντίθετος με τη θεσμοθέτηση της "ώρας των νέων". Η δουλειά μπορεί να γίνει σαφώς αποτελεσματικότερα ενσωματώνοντας τους νέους στο κυρίως πρόγραμμα και φέρνοντάς τους αντιμέτωπους με τους παλιούς. Εκεί ό,τι αξίζει, δικαιώνεται. Και η πρόσφατη ιστορία έχει δείξει ό,τι οι δικαιώσεις υπήρξαν πάρα πολλές.



    2) Σχετικά με το θέμα της δισκοκριτικής από τα έντυπα, προσωπικά είχα μια τελείως διαφορετική εικόνα. Έχω διαβάσει κατ' εξακολούθηση αμβλυμένες κριτικές οι οποίες εκτιμώ πως έγιναν έτσι με πρόσχημα το αν πρόκειται για πρωτοεμφανιζόμενο. Να φανούμε ευγενικοί εν πάσει περιπτώσει ή να αναδείξουμε τα καλά. Αντιθέτως, σε πολλούς "παλιούς" έχει γίνει σκληρή κριτική για τις δουλειές τους. Όταν καλείται κάποιος να γράψει κριτική, καλείται να πει την άποψή του αφενός, αφετέρου να προσπαθήσει να προσδιορίσει τη λειτουργία του δίσκου με βάση τα δεδομένα. Αναρωτιέμαι αν ο Γιώργος Ανδρέου θα προτιμούσε να μην υπάρχει καθόλου κριτική.
    #20220   /   02.06.2010, 19:14   /   Αναφορά
    Για να λύσω κάποιες απορίες:

    1) Το MusicHeaven βρήκε τον κο Ανδρέου, ο οποίος με χαρά δέχτηκε να μας παραχωρήσει τη συνέντευξη.

    2) Ήταν πρόσωπο με πρόσωπο, σε καμία περίπτωση μέσω mail.
    #20223   /   03.06.2010, 10:33
    Πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα μ'έναν από τους σημαντικότερους (κατά τη γνώμη μου) δημιουργούς της τελευταίας 20ετίας.

    Συγχαρητήρια....

    Administrator
    #20226   /   03.06.2010, 17:59   /   Αναφορά
    Δέσποινα ευχαριστούμε για τη συνέντευξη. Είχε - όπως έγραψε και ο Θανάσης - πολύ ενδιαφέρον, παρά το γεγονός οτι οι απαντήσεις ήταν ιδιαίτερα εκτενείς.
    #20532   /   15.07.2010, 18:33   /   Αναφορά
    Εξαιρετικό! Πολύ καλή δουλειά!