ελληνική μουσική
    599 online   ·  210.830 μέλη
    αρχική > e-Περιοδικό > Και η Πυγολαμπίδα το βιολί της

    «Passport», μία μουσική παράσταση σε διαρκή εξέλιξη.

    «Passport», μία πολύ ενδιαφέρουσα must-see μουσική παράσταση που διερευνά τις διάφορες εκφάνσεις της μετανάστευσης, της μοναξιάς και της αποξένωσης.

    «Passport», μία μουσική παράσταση σε διαρκή εξέλιξη.

    Γράφει ο Ιουλία Λυμπεροπούλου (ioulialibera)
    23 άρθρα στο MusicHeaven
    Τετάρτη 10 Απρ 2013

    Η μουσική παράσταση με τίτλο «Passport» παίζεται στο Zp87 κάθε Κυριακή στις 21:00, ένα χώρο ελεύθερης έκφρασης και πειραματισμού, όπου έχει καθιερωθεί η ελεύθερη εισφορά αντί εισιτηρίου. Η κεντρική ιδέα, τα κείμενα, η επιλογή των τραγουδιών, η σειρά στην οποία παρουσιάζονται, καθώς και η ερμηνεία των τραγουδιών και των κειμένων είναι του Γιάννη Κωσταρή. Τη σκηνοθεσία ανέλαβε η Βαλεντίνη Σιόβα συνδυάζοντας αρμονικά και δυναμικά τα βασικά υλικά του «Passport», που είναι ο λόγος, η μουσική και η εικονική αναπαράσταση της ιστορίας, ώστε να προκύψει μία αφήγηση με αρχή μέση και τέλος ως ταξίδι πραγματικό και νοητό. Η διαμόρφωση και η διασκευή των τραγουδιών έγιναν στην πορεία των προβών από κοινού από τους τρεις βασικούς συντελεστές. Ο Στάθης Άννινος, όμως, είναι ο πολύπλευρος μουσικός στο έργο και μας αποκαλύπτει πτυχές του ταλέντου του, παίζοντας πιάνο, πιανίκα, κρουστά και άλλα όργανα, εμπλουτίζοντάς το έτσι ηχητικά. Η παράσταση, τέλος, περιπλέκει στους σπονδύλους της και οπτικοακουστικό υλικό σε μία αφήγηση με ροή, η οποία κρατάει τεταμένη την προσοχή του θεατή για περίπου μία ώρα.

    Τα τραγούδια έχουν επιλεγεί βάσει ενός νοηματικού άξονα και γι’ αυτό η προσοχή έχει επικεντρωθεί στο λόγο. Η μουσική στο σύνολό της ‒μελωδία, ρυθμός κτλ.‒ διασκευάστηκε προς εξυπηρέτηση των αναγκών του έργου πρακτικά, λειτουργικά και αφηγηματικά. Ο λόγος κινούμενος πέραν των κειμένων ή των στίχων γίνεται ένας λόγος εσωτερικός, για να εκφράσει την ανάγκη επικοινωνίας και κατανόησης του κόσμου και των ανθρώπων που, ενώ δείχνουν να διαφέρουν, παρουσιάζουν τελικά πολύ περισσότερες ομοιότητες. Με αυτή τη διάθεση ανοίγματος και εξωτερίκευσης ξεδιπλώνεται το νήμα των τραγουδιών με πρώτο το «Αμυγδαλάκι τσάκισα», ένα τραγούδι του γάμου από τη Σάμο ως καλωσόρισμα. Ακολουθούν και άλλα τραγούδια που δημιουργούν μία ιστορία μες στην ιστορία, συμπληρώνοντας όμως αδιαίρετα τον κύριο κορμό της. Εναλλάσσονται με τα κείμενα που ο Γιάννης διαβάζει, ερμηνεύει, άλλοτε μοιράζει στο κοινό και ενίοτε σχεδόν συζητά μαζί του, καταργώντας προς στιγμήν τον «τοίχο» όταν απευθύνεται άμεσα σε αυτό.

    Μεταξύ άλλων, λοιπόν, ακούγονται «Τα παιδιά της Σαμαρίνας», ένα παραδοσιακό τσάμικο, που ο Γιάννης το άπλωσε φωνητικά και θυμίζει αμανέ. Αυτό το τραγούδι μαζί με το βίντεο, μία δημιουργία της ομάδας «Shoot the band», που συνδέει ιστορικό υλικό με σύγχρονα πλάνα, «συμπυκνώνει και το πολιτικό νόημα της παράστασης», όπως ισχυρίζεται ο ίδιος. Η «Φάμπρικα», επίσης, ένα πολύ γνωστό τραγούδι σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, στίχους Γιώργου Σκούρτη και πρώτη εκτέλεση Λάκη Χαλκιά, ερμηνευμένο με τη σωματική αναπαράσταση της επαναλαμβανόμενης κίνησης του εργοστασιακού μηχανήματος. Το «Wa Habibi», ακόμα, ύμνος του Λιβάνου για τη Μ. Παρασκευή, ένα τραγούδι κουρδικό και άλλα που θα συζητηθούν στην πορεία της συνέντευξης ή που θα ανακαλύψετε κατευθείαν στην παράσταση. Στο σύνολό τους πρόκειται για τραγούδια παραδοσιακά ελληνικά και έθνικ και τραγούδια της Μεταπολίτευσης διασκευασμένα έτσι που να αναζητούν μονοπάτι συνάντησης με το σήμερα.

    Ακούγοντας κανείς τον τίτλο «Passport» ίσως να θεωρήσει πως αφορά κάποιο ταξίδι όπου όλα επικεντρώνονται στη εύρεση, την απώλεια ή απλώς την κατοχή ενός διαβατηρίου. Όταν, όμως, τα φώτα σβήσουν, διαπιστώνει πως όσα προηγουμένως σκεφτόταν διαφέρουν από όσα πρόκειται να διαδραματιστούν επί σκηνής. Αυτός είναι ο λόγος που επέλεξα να την παρακολουθήσω χωρίς περαιτέρω εξαρχής πληροφορίες, προκειμένου να εκτεθώ καθαρή στα ερεθίσματα. Δεν αποτελεί πάγια τακτική μου η μέθοδος «άγραφο χαρτί», και μάλιστα η σκηνοθέτιδα της παράστασης Βαλεντίνη Σιόβα αναρωτήθηκε αν θα ήθελα να μάθω κάτι περισσότερο πριν ξεκινήσει. Υπάρχουν διαφόρων ειδών θεατές, παρατήρησε, άλλοι επιθυμούν να γνωρίζουν πολλά, άλλοι λιγότερα, άλλοι τίποτα. Δεν ανήκω σε κάποια από αυτές της κατηγορίες, θα μπορούσε οτιδήποτε να λειτουργήσει για μένα, καθώς το έργο στο τέλος θα το δω ούτως ή άλλως με λιγότερες, περισσότερες ή καθόλου εκ των προτέρων πληροφορίες. Νομίζω, ωστόσο, πως η επιλογή μου ήταν αποτελεσματική, γιατί έργα σαν το «Passport», το οποίο μου κίνησε ενστικτωδώς το ενδιαφέρον, αποτελούν εσωτερικά ταξίδια. Πιο πολύ από το να διεγείρουν τη διάνοιά μας πυροδοτούν το θυμικό, τις αισθήσεις, δημιουργούν ένα σφίξιμο ακόμα στο στομάχι, στοχεύοντας την καρδιά. Οι πολλές εκ των προτέρων πληροφορίες, επομένως, μάλλον θα αφαιρούσαν ένα λίγο από τη χαρά του ξαφνιάσματος και της έκπληξης στην πρώτη επαφή. Έτσι ήθελα να βουτήξω, σαν να έκανα μακροβούτι με μιαν ανάσα από τη μιαν άκρη στην άλλη, και να αναδυθώ εμβαπτισμένη στα υλικά του και εξαγνισμένη μέσα από το ταξίδι.

    Το έργο διερευνά τις διάφορες εκφάνσεις της μετανάστευσης, της μοναξιάς και της αποξένωσης, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν μία κατάσταση τόσο ως απτή πραγματικότητα όσο και ως εσωτερική και υπαρξιακή διεργασία. Με εφαλτήριο το μότο «όλοι ξένοι είμαστε και μέσα και έξω απ’ τις πατρίδες» η παράσταση αναψηλαφεί την έννοια της πατρίδας μέσα από τη βίαιη αποκόλληση, σαν να πρόκειται για τραυματικό ξερίζωμα από μήτρα. Προσφέρει τροφή για σκέψη, ψάχνοντας την έννοιά της σε όσα συνήθως δε συνιστούν συμβατικό ορισμό της έννοιας πατρίδα. Πατρίδα δεν είναι, δηλαδή, απαραίτητα κάτι μεγάλο, τεράστιο, απόμακρο και αφηρημένο που το ορίζει κάποιος άλλος για εμάς, αλλά ό,τι ανύποπτα νιώθουμε πιο κοντά μας. Μπορούμε να είμαστε εμείς οι ίδιοι για όποιον μας αγαπάει και βρίσκει σε μας το «σπίτι» του, οι γονείς για τα παιδιά κτλ. Την πατρίδα τη φέρουμε μέσα μας και έτσι δεν μπορεί κανείς να μας διώξει από αυτή με το έτσι θέλω, γιατί η πατρίδα του καθενός δεν ανήκει σε κανέναν άλλο. Μπορεί, όμως, να γίνει φιλόξενη και εξελίξιμη ή ένα ερμητικά κλειστό σύμπαν για τον περίγυρο, όσο και ο άνθρωπος που την αντιπροσωπεύει. Αυτά είναι δικές μου σκέψεις, βέβαια, και όποιος δει το «Passport» μπορεί να προσθέσει τις δικές του ιδέες στο νοητό διάλογο που άνοιξε ο Γιάννης με τα κείμενά του.

    Είδα την παράσταση πριν δύο εβδομάδες περίπου και είναι πολύ σημαντικό πως τη θυμάμαι σαν να ήταν χτες. Ο χρόνος ωριμάζει μέσα μας τις ιδέες που σταματούν να είναι πλέον μόνο εντυπώσεις. Επίσης ξεπερνούν το στάδιο του να λειτουργούν αποκλειστικά ως αποκρυσταλλωμένες εικόνες και μνήμες συναισθημάτων ως βίωμα μίας συγκεκριμένης στιγμής. Διαφοροποιούνται, μεγεθύνονται και αποκτούν τη δική τους φωνή, ενσωματώνοντας σταδιακά και όλα τα στοιχεία εκείνα που στην πρώτη επαφή ο εγκέφαλος δεν πρόλαβε τα επεξεργαστεί. Τα αποθήκευσε, όμως, ώστε να καταπιαστεί μαζί τους αργότερα. Τώρα, λοιπόν, αποστασιοποιημένη, εκτός από την αφήγηση, θυμάμαι νοηματικές εικόνες. Επιλεκτικά αναφέρω τον κεντρικό ήρωα, τον οποίο υποδύεται ο  Γιάννης Κωσταρής, σε μία εσωτερική πάλη, ίδια με κυνήγι ταυτότητας, όταν ταξιδεύει πάνω σε μία βάρκα, σαν να περνά τον Αχέροντα. Εκεί το κάθε όριο, τοπικό, νοητό, εσωτερικό, πολιτισμικό, συνειδησιακό, επαναπροσδιορίζεται διαρκώς σε ένα υπαρξιακό μεταίχμιο λήψης αποφάσεων για το τι μένει πίσω, τι επιλέγει να τον ακολουθεί και τι να ακολουθήσει εκείνος, καταστάσεις που αντιπροσωπεύουν αλλεπάλληλους μικρούς θανάτους και γεννήσεις. Σε άλλη σκηνή τον θυμάμαι «καθηλωμένο» σε ένα «δαντικό κύκλο» να αντικρίζει τον εαυτό του και τα αδιέξοδα σαν ενδυναμωμένα θεριά που τρέφονται από το φόβο του, ενώ μπορούν να εξευμενιστούν μόνο από τη δύναμή του και τη δική του απόφαση να τα αφανίσει.

    Τέλος, χαράχτηκε στο νου μου ο μουσικός του έργου, ο Στάθης Άννινος, να συνοδεύει, να υποστηρίζει και να συμμετέχει με κάθε δυνατό τρόπο στην αφήγηση, τις συναισθηματικές εξάρσεις, τις παύσεις ακόμα και τις σιωπές. Όχι μόνο παίζοντας τα μουσικά όργανα, αλλά χρησιμοποιώντας ολόκληρο το σώμα του ως εργαλείο που παράγει ήχο, εφόσον η μουσική, όπως και ο ίδιος λέει, ρέει μέσα μας. Είναι πράγματι άξιο προσοχής το πόσο καλά ενσωματώθηκε στην παράσταση, εφόσον όχι μόνο ξεκινώντας τις πρόβες είχε σπασμένο χέρι αλλά και γιατί αυτή είναι η πρώτη φορά που ασχολείται με το θέατρο. Στην πρωτόγνωρη προσπάθεια τον βοήθησε, φαντάζομαι, η ευελιξία και η δύναμη αφομοίωσης των εμπειριών που προκύπτουν ως απόρροια της ικανότητάς του να αυτοσχεδιάζει. Ο Στάθης, άλλωστε, έχει δοκιμαστεί σε αυτό το πεδίο με το δάσκαλό του Τάκη Φαραζή και τόσο το ταλέντο όσο και η «θητεία» στον αυτοσχεδιασμό, που μάλλον συνεχίζεται αέναα με την εξάσκηση, γίνονται εμφανή στη διάρκεια της παράστασης.

    Για όλα αυτά μιλήσαμε εκτενέστερα με τους βασικούς συντελεστές του «Passport» σε μία απόπειρα να διαφανούν ορισμένες πλευρές της σύνθεσής του για όσους θεατές ‒ ακροατές ενδιαφέρονται να παρακολουθήσουν το έργο.

     

    «Passport», μία μουσική παράσταση σε διαρκή εξέλιξη.

    Ιουλία Λυμπεροπούλου: Γιάννη, πες μας αρχικά λίγα λόγια για τη δική σου πορεία. 

    Γιάννης Κωσταρής: Τέλειωσα τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και τη Σχολή του Εθνικού Ωδείου. Μετά πήγα στη Νέα Υόρκη, όπου παρακολούθησα εργαστήρια υποκριτικής, φωνητικής και σκηνοθεσίας. Συγκέντρωσα εμπειρίες, έκανα αρκετά ταξίδια. Έμεινα στην Αργεντινή και στο Βερολίνο για κάποιο διάστημα, παρακολουθώντας και πάλι εργαστήρια. Και στη συνέχεια μαζί με την Βαλεντίνη Σιόβα και άλλους εξωτερικούς συνεργάτες διαμορφώσαμε αυτόν το χώρο του Zp87.

     

    Η μουσική παράσταση «Passport» βασίζεται σε μία ιδέα δική σου, για να πιάσουμε την ιστορία από την αρχή.

    Γ.Κ.: Βασίστηκε σε μία αρχική δική μου σκέψη, γι’ αυτό έγραψα τα κείμενα και επέλεξα τα τραγούδια. Συγκέντρωσα ό,τι θεωρούσα πως ταίριαζε καλύτερα στην  περιγραφή της έννοιας «ξένο». Στην ουσία, ο μετανάστης αποτελεί μία αφορμή. Με ενδιέφερε η εξέλιξή του ως συνειδησιακή οντότητα. Έπειτα, δεν είναι όλοι οι μετανάστες στο ίδιο πεδίο δράσης. Υπάρχουν οι βιοπαλαιστές, άλλοι που είναι πιο πολιτικοποιημένοι. Ήθελα να δείξω την πορεία τού πώς καταλήγει ένας άνθρωπος στο τέλος, εξελισσόμενος μέσα από τα βιώματά του, να σταθεί στα πόδια του με δική του ταυτότητα, δυναμικά. Να καταλήξει, δηλαδή, αφού περάσει από τις καταστάσεις της άγνοιας, του φόβου και του πανικού, στην αυτοσυνείδηση πιστεύοντας στον εαυτό του.

     

    Αυτό εκφράζεται νοητά ως ευσεβής πόθος μέσα από την τέχνη, η πραγματικότητα εν πολλοίς διαφέρει.

    Γ.Κ.: Μέσα από τα κείμενα και τα τραγούδια που συμπεριλαμβάνονται προβάλλεται αυτή η εσωτερική πορεία. Το τραγούδι «Τα παιδιά της Σαμαρίνας» παραπέμπει στην Αντίσταση και ακολουθεί το τραγούδι «Canzone Arrabbiata» από την ταινία «Ιστορία έρωτα και αναρχίας” σε σκηνοθεσία της Νίνα Βερτμίλερ και σε μουσική Νίνο Ρότα. Μετά την τρέλα και τη φυλάκιση που εκφράζει, για παράδειγμα, το τραγούδι «La Llorona» έρχονται «Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα» που βγάζουν ένα δυναμισμό. Δεν είναι μόνο ένας ευσεβής πόθος, γιατί θα μπορούσε να συμβεί μέσα από πολιτική διαδικασία. Σε κάποιες χώρες οι μετανάστες κέρδισαν το σεβασμό έτσι. Λειτουργώντας συλλογικά. Θέλει αγώνα όμως.

     

    Δίνει ένα ελπιδοφόρο μήνυμα για την αλλαγή της κατάστασής τους. Το έργο μού έδωσε την εντύπωση ότι όντως παίρνει ως αφορμή τους μετανάστες και αναφέρεται στη μοναξιά, και μάλιστα στην υπαρξιακή μοναξιά. Αυτό εισέπραξα πιο έντονα από οτιδήποτε άλλο ως αίσθηση.

    Γ.Κ.: Ναι. Είναι ένα ταξίδι. Στη θέση του μετανάστη μπορεί να βρεθεί ξαφνικά ο καθένας. Τώρα βρέθηκε ένα μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων στη θέση του μετανάστη.

     

    Και μέσα στη χώρα του μπορεί να είναι κανείς «μετανάστης».

    Γ.Κ.: Ναι, ήθελα να δείξω ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει μετανάστες κυριολεκτικά και μεταφορικά. «Της γης ή της ψυχής» λέω σε ένα σημείο. Κάθε αλλαγή κατάστασης είναι μία μετανάστευση, κάθε κατάσταση που αναγκάζεσαι να εγκαταλείψεις είναι μία μετανάστευση, μία ξενιτιά. Με απασχολούν οι έννοιες ξένο, αποκοπή, το πώς ο άνθρωπος μαζεύει πάλι τα κομμάτια του.

     

    Και η έννοια πατρίδα σε απασχόλησε είδα. Λες κάποια στιγμή ότι μπορεί να είναι τα παιδικά χρόνια, ο έρωτας. Κάτι που δεν περιμένει κάποιος να ακούσει ως ορισμό για την πατρίδα.

    Γ.Κ.: Ναι, γιατί προσπάθησα να μην υπάρχει συνθηματολογία στα κείμενα, όπως, δηλαδή, κάποιες καταστάσεις γίνονται αντιληπτές στις κομματικές ομάδες. Ήθελα να θίξω ευρύτερα τις έννοιες, πιο υπαρξιακά και πιο ποιητικά βέβαια. Θέλαμε και με τη Βαλεντίνη στο «Passport» να βγει απογυμνωμένη η αλήθεια με απλότητα, λιτότητα. Σε αυτό βοήθησε πολύ και ο Στάθης με τη μουσική.

     

    Προσεγγίσατε το «Passport» δίνοντας επιπλέον βάση στο λόγο.

    Γ.Κ.: Ναι, το έργο μοιάζει με το χώρο στον οποίο παρουσιάζεται. Έχει την ίδια απλότητα, είναι ανεπιτήδευτο και χωρίς τερτίπια. Αυτό είναι πολύ απαιτητικό. Και μουσικά είναι πολύ απαιτητικό. Και ο Στάθης Άννινος το ίδιο κάνει. Απευθύνθηκα στον πιανίστα Τάκη Φαραζή, προκειμένου να βρω ένα συνεργάτη που να μπορεί να ανταποκριθεί τεχνικά και αυτοσχεδιαστικά. Μου συνέστησε το Στάθη και η συνάντησή μας αποδείχτηκε μία πολύ καλή συγκυρία καλλιτεχνικά και από άποψη συνεργασίας. Ο Στάθης δεν κάνει την τυπική δουλειά ενός εκτελεστή στο έργο. Κατάλαβε ακριβώς τι θέλαμε να κάνουμε, ενσωματώθηκε, γίναμε ομάδα, κάτι που φαίνεται στο αποτέλεσμα. Με δυναμικές βέβαια ζυμώσεις, δεν πρόκειται για μία διεκπεραιωτική διαδικασία.

    Την κατασκευή της κούκλας ανέλαβε η Φαίη Ρεϊζίδου.
    Την κατασκευή της κούκλας ανέλαβε η Φαίη Ρεϊζίδου.
     

     

    Βαλεντίνη, πες μας, αν θες, και εσύ λίγα λόγια για την προσωπική σου πορεία, για να περάσουμε μετά στη σκηνοθεσία της παράστασης.

    Βαλεντίνη Σιόβα: Σπούδασα θέατρο. Δούλεψα για χρόνια ως βοηθός σκηνοθέτη σε πολλές παραστάσεις και με το Θωμά Μοσχόπουλο και με το Νίκο Χατζόπουλο. Ήμουν σε διάφορα θέατρα, όπως στο «Αμόρε», στο «Πόρτα», στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας» και στο «Πορεία». Και μαθήτευσα δίπλα σε αξιόλογες ομάδες και ανθρώπους. Έζησα δύο χρόνια στο Βερολίνο, δουλεύοντας στο γερμανικό θέατρο. Με επηρέασε πολύ η εκεί κουλτούρα. Η συνεύρεση των ανθρώπων με άλλο πολιτισμικό υπόβαθρο είναι μεγάλος πλούτος. Υπάρχει πολύ έντονα αυτό το στοιχείο στο Βερολίνο σε αντίθεση με την Ελλάδα. Εδώ δε γίνεται ζύμωση ούτε ενσωμάτωση. Εκεί χαριτολογώντας αυτοαποκαλούνται πολιτισμικοί μετανάστες. Κάτι που φαίνεται, γιατί συνδιαλέγονται οι άνθρωποι προερχόμενοι από τόσες διαφορετικές κουλτούρες.

     

    Και αφορμή όσων ανθρώπων από διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο και κουλτούρα παραμένουν εδώ ανένταχτοι και αναφομοίωτοι, ας μιλήσουμε για τη σκηνοθετική προσέγγιση της παράστασης.

    Β.Σ: Η δυσκολία που καταρχήν αντιμετώπισα ήταν πώς όλα τα στοιχεία λόγου και μουσικής, που έφερε ο Γιάννης με την ιδέα του, έπρεπε να γίνουν κάτι ενιαίο. Χρειαζόταν να διαμορφωθεί ένας ρόλος και μία κατάσταση που να εξελίσσονται με πραγματική αφήγηση. Το δύσκολο ήταν πως δεν υπήρχε ένα κείμενο με αρχή, μέση και τέλος. Το φτιάχνεις με έναν τέτοιο νοηματικό και αφηγηματικό άξονα, πέραν του ήδη υπάρχοντος υλικού, όπως το παραστασιοποιείς, που να είναι εμφανής η αφήγηση. Η επιλογή τού να μη χρησιμοποιηθούν σκηνικά και κοστούμια σε εξαναγκάζει να καταφύγεις στην ειλικρίνεια και την αμεσότητα που απαιτείται για να βγει η αλήθεια της ιστορίας. Ήθελα επίσης να αξιοποιήσω τον ίδιο το χώρο ως έχει, να χειριστώ τις δυνατότητές του όσο γινόταν πιο αποτελεσματικά. Επίσης, μέσα στην παράσταση μπερδεύεται λίγο και η πραγματικότητα. Το καλωσόρισμα, για παράδειγμα, απευθύνεται στους θεατές εκ μέρους του ηθοποιού και του χώρου, αλλά και εκ μέρους του ρόλου είναι ένα καλωσόρισμα προς τους ανθρώπους που υποδέχεται από την πατρίδα του. Μου αρέσει αυτό παιχνίδι.

    Γ.Κ.: Και στην παράσταση υπάρχει αυτή η εναλλαγή. Μπορεί ξαφνικά να μιλήσω με τόση αμεσότητα, σαν να απευθύνομαι σε κάποιον από το κοινό. Κάναμε αυτή την επιλογή, για να σπάσει λίγο η θεατρική σύμβαση της απόστασης μεταξύ ηθοποιού και θεατή. Και για λόγους ισορροπίας, επειδή είναι πολύ φορτισμένα τα τραγούδια, δε θέλαμε να είναι δραματοποιημένα και τα κείμενα, θα ήταν υπερβολή. Οπότε μετά από ένα φορτισμένο τραγούδι ακολουθεί λόγος με αμεσότητα.

    Β.Σ: Ήθελα όλα τα διαθέσιμα στοιχεία να χρησιμοποιηθούν στο έπακρο και να συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Δηλαδή, ό,τι δεν μπορεί να δώσει η εικόνα να το δώσει η μουσική, ό,τι δεν μπορεί να δώσει η μουσική να το δώσει το φως, ό,τι δεν μπορεί να δώσει το φως να το δώσουν οι άνθρωποι. Είναι πολύ ευτυχής συγκυρία που βρέθηκε ο Στάθης. Γιατί στη «Φάμπρικα», ένα πολύ χαρακτηριστικό τραγούδι, είχα σκεφτεί ότι το πιάνο θα έδινε την απόδοση του εργοστασίου. Και η κίνηση, με μία χοροθεατρική κατεύθυνση, υποστηρίχτηκε επίσης από τη μουσική. Όλα αυτά τα στοιχεία, εικόνα, ήχος, λόγος, κίνηση, έχουν γίνει ένα στην παράσταση, προσπαθώντας να διατρέξουμε το ταξίδι μηνών ενός μετανάστη σε μία ώρα.

     

    Παρότι, όμως, διαρκεί μόνο μία ώρα, είναι μία πολύ γεμάτη παράσταση. Όλο και κάτι γίνεται.

    Γ.Κ.: Ναι, μας το λένε αυτό οι θεατές. Είναι καλό σημάδι, γιατί φοβόμασταν μήπως γινόταν βαρετό, βαρύ ή μονότονο. Δεν είναι εύκολο ένας άνθρωπος να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον διαρκώς. Το δουλέψαμε σε πολλά επίπεδα. Ως προς το περιεχόμενο αφορά ένα υπαρξιακό ταξίδι. Ενώ ως προς τη φόρμα προσπαθήσαμε να το εκσυγχρονίσουμε μέσα από μία μουσική αποδόμηση. Όλα τα κομμάτια που ακούγονται στην παράσταση είναι διασκευασμένα, δεν υπάρχουν έτσι δισκογραφημένα κάπου. Η «Φάμπρικα», για παράδειγμα, έχει μουσικό χαλί μία μελωδία των Pink Floyd, στα «Λόγια και τα χρόνια τα χαμένα» έχει αφαιρεθεί το ρεφρέν και υπάρχουν ατονικά σημεία.

    «Passport», μία μουσική παράσταση σε διαρκή εξέλιξη.

    Στάθης Άννινος: Υπήρχαν απαιτήσεις που έπρεπε να πραγματωθούν. Το συναίσθημα του φόβου, για παράδειγμα, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να αποδοθεί μουσικά.  Δεν το έχω ξανακάνει σε τέτοιο βαθμό. Συνέβη να ασχοληθώ σε μία συγκυρία χρονική που πειραματιζόμουν με αυτό. Η τονική μουσική μπορεί να σου μεταφέρει κάποια συναισθήματα. Ο λόγος της ατονικής μουσικής, ενώ νομίζεις ότι είναι χαοτικός, είναι σαν το σύμπαν, από κάτω υπάρχει αρμονία, οργάνωση, εικόνες. Μαζί με την τονική το σύμπαν συμπληρώνεται. Οπότε μουσικά η παράσταση βασίζεται σε γνωστά κομμάτια, αλλά ιδωμένα με μία ματιά πιο πειραματική, πιο ανοιχτή, πιο ελεύθερη. Στα «Λόγια και τα χρόνια τα χαμένα» απλοποιήθηκε η πολυρυθμία του κομματιού. Λειτουργεί κυρίως το ένστικτο και αυτοσχεδιάζω πάνω στη σκηνή.

     

    Δώστε μου μία ιδέα για τον τρόπο λειτουργίας του σκεπτικού σας. Γιατί το κάναμε αυτό στο συγκεκριμένο κομμάτι;

    Σ.Α.: Αυτό έγινε και για λόγους πρακτικούς. Οπότε, όταν ο Γιάννης παίζει πάνω και έχει στο μυαλό του τόσο τα λόγια όσο τα τραγούδια και τη σκηνοθεσία, ο ρυθμός τον δεσμεύει, όπως και μένα θα με δέσμευε και με δεσμεύει, προκειμένου να αποδοθούν κι άλλες πτυχές του κομματιού. Στο συγκεκριμένο τραγούδι, λοιπόν, ο ρυθμός προκύπτει από το λόγο, όπως συμβαίνει στην τραγωδία ή στο χιπ χοπ, γιατί πρέπει να ακουστεί. Ήταν κάτι που βγήκε στις πρόβες, καθώς γενικά και τα όσα κάναμε. Δεν είχα πιάνο, μάλιστα, τότε στο σπίτι μου, οπότε έπρεπε να το φανταστώ.

    Γ.Κ.: Προσπαθήσαμε να ενώσουμε το λόγο, την πρόζα δηλαδή, με το τραγούδι. Είναι δύσκολο το να μιλάς και να πηγαίνεις ξαφνικά στην τονικότητα του τραγουδιού. Προσπαθήσαμε, επίσης, να μεταφέρουμε μουσικά τα νοήματα που είχαμε στο νου μας έτσι που να συμφωνούν με τον τρόπο σύλληψης της ιδέας. Όλα έγιναν στις πρόβες με πολύωρες συζητήσεις και διαφωνίες, και σε αδιέξοδο φτάσαμε κάποια στιγμή. Αυτή είναι η διαδικασία της ζύμωσης. Δεν υπήρξε αυτοσκοπός ο πειραματισμός για τον πειραματισμό. Μας οδηγούσε το νόημα. Στη «Φάμπρικα», όπου οι στίχοι του Σκούρτη δείχνουν τη μηχανοποίηση του ανθρώπου, θέλαμε να βγει και από τη φόρμα. Οπότε το πιάνο απέδωσε εκεί τη μηχανιστική διάσταση. Στα «Λόγια και τα χρόνια τα χαμένα» θέλαμε να αναδειχθεί ένα τραγωδιακό στοιχείο. Ενώσαμε τις δυνάμεις και τις ικανότητές μας. Εγώ ανέλαβα το κομμάτι λόγος, η Βαλεντίνη τη σκηνική απεικόνιση και ο  Στάθης τη μουσική.

    Β.Σ: Εδώ, βέβαια, πρέπει να πούμε ότι πολλές φορές μπλέκεται ο ένας στα «χωράφια» του άλλου. Δεν μπορείς πάντα να ξεχωρίσεις αμιγώς ποιο κομμάτι ανήκει στον έναν και ποιο στον άλλο.

    Γ.Κ.: Απλώς βάσει του τι ο καθένας προσφέρει φαίνεται ο τρόπος της διάδρασης. Έλεγα εγώ, για παράδειγμα, εδώ θέλω να φανεί πώς στάθηκε ξανά στα πόδια του, ο Στάθης έβρισκε τον τρόπο να αποδοθεί μουσικά και η Βαλεντίνη και σκηνικά και με ιδέες κινησιολογίας.

     

    «Passport», μία μουσική παράσταση σε διαρκή εξέλιξη.

    Στάθη, πες μας και εσύ λίγα λόγια για τη μέχρι τώρα πορεία σου.

    Σ.Α.: Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που μαθήτευσα δίπλα σε πραγματικούς δασκάλους. Με βοήθησαν να προσεγγίσω πιο πολύ αυτό που είμαι, δε με απομάκρυναν και με εμπλούτισαν. Πιστεύω πολύ σε αυτό.

     

    Δε σε στιλιζάρανε ή δεν μπήκες σε καλούπι καλύτερα.

    Σ.Α.: Ε, ναι, γιατί, ξέρεις, πολλές φορές η γνώση η υποχρεωτική και η ψυχαναγκαστική μπορεί να σε απομακρύνει από την ουσία. Με τη Χριστίνα Βουτσίνου πήρα το δίπλωμα του κλασικού πιάνου και με τον Τάκη Φαραζή, που είναι και φίλος μου, κάναμε μαθήματα για τέσσερα χρόνια και απελευθερώθηκα πολύ στη μουσική, στον τρόπο σκέψης και προσέγγισης. Τέλειωσα το μουσικό σχολείο στο Ίλιον, επίσης. Και αυτό είναι πολύ μεγάλη υπόθεση.

     

    Η ύπαρξη και η λειτουργία των μουσικών σχολείων διακυβεύονται αυτήν τη στιγμή.

    Σ.Α.: Το μουσικό σχολείο είναι ένας πολύ σημαντικός πολιτισμικός φορέας. Ζυμώνονται πάρα πολλά πράγματα, ακούς πολλές μουσικές.

     

    Θυμίζει κάτι από μουσικό χωριό αυτή η μίξη, αλλά σε μία καθημερινή βάση.

    Σ.Α.: Και ότι επιπλέον το βιώνεις στην εφηβεία.

     

    Οπότε σε διαμορφώνει.

    Σ.Α.: Μα ναι, από το σχολείο μου έχουν προκύψει γνωστοί σήμερα μουσικοί. Οι «Ματ σε 2 Υφέσεις» ήταν σε μουσικό σχολείο, για παράδειγμα. Και πολλοί άλλοι που πήγαν στο εξωτερικό. Άνοιξαν τους ορίζοντές τους. Και οι καθηγητές βοηθούσαν πάρα πολύ σε αυτό, γίνονταν πολλές εκδηλώσεις. Τραγούδησα και έπαιξα κομμάτια που μπορεί να μην το είχα κάνει σε άλλη περίπτωση σε ηλικία 14-15 χρονών. Είχαν ορχήστρες, σύνολα. Συχνά ενορχηστρώναμε ή μπαίναμε στη διαδικασία να παρουσιάσουμε κάτι δικό μας. Είναι πολύ λυπηρό να μην μπορεί να συνεχιστεί αυτό.

     

    Ίσως για αυτό να μην ένιωσες και την ανάγκη να πας πολύ σε ωδείο.

    Σ.Α.: Πήγαινα σε ωδείο ταυτόχρονα και έκανα ανώτερα θεωρητικά. Με κάλυπταν και μου άρεσαν πολύ τα ιδιαίτερα μαθήματα κλασικού πιάνου με τη δασκάλα μου Χριστίνα Βουτσίνου. Εκεί ξεπερνούσαμε χρονικά ένα ωριαίο μάθημα μουσικής, ακούγαμε μουσική πριν και μετά, συζητούσαμε. Υπήρχε μία πολύ προσωπική και άμεση σχέση με τη μουσική.

     

    Ήταν βιωματικό το μάθημα.

    Σ.Α.: Ήταν βιωματικό, ναι. Μετά γνώρισα και τον Τάκη Φαραζή, με τον οποίο δημιουργήθηκε μία πολύ καλή σχέση.

     

    Το σχολείο σου σίγουρα έπαιξε ρόλο στο πώς προσεγγίζεις τη μουσική σήμερα.

    Σ.Α.: Πάρα πολύ. Είναι και μία διαδικασία που συμβαίνει σε μία ηλικία πολύ ευαίσθητη. Γνωρίζω ανθρώπους που με τη λάθος προσέγγιση και τους λάθος καθηγητές πληγώθηκαν πολύ και δεν ασχολήθηκαν ξανά με τη μουσική, ενώ άλλοι ενδυναμώθηκαν από δασκάλους και συγκυρίες, βγάζοντας τον καλύτερό τους εαυτό.

     

    Μακάρι να υπήρχαν περισσότερα τέτοια σχολεία και όχι μόνο για τη μουσική. Σε σχέση γενικότερα με τις τέχνες. Στο δικό μου σχολείο, για παράδειγμα, η μοναδική μονόχνοτη κατεύθυνση από ένα σημείο και μετά ήταν οι Πανελλήνιες και τίποτα άλλο. Θυμάμαι ότι βαριόμουν, ένιωθα να χάνω το χρόνο μου και ανυπομονούσα να επιστρέψω σπίτι και σε όσα έκανα εκτός σχολείου σε ένα δικό μου μικρόκοσμο. Το θέμα είναι ότι, όταν υπάρχει ένα σύστημα πλαισιωμένο με τους κατάλληλους ανθρώπους, μπορείς να πάρεις κάποιες κατευθύνσεις. Ήξερα τις τάσεις μου σε σχέση με το θέατρο και το γράψιμο, αλλά ελλείψει των προαναφερθέντων αναγκαστικά ψαχνόμουν άναρχα. Αυτά τα αναφέρω, γιατί το θεωρώ έλλειμμα του εκπαιδευτικού μας συστήματος, όχι το μόνο και όχι μειονέκτημα αποκλειστικά της Ελλάδας βέβαια σε σχέση με τη μέση εκπαίδευση. Υπάρχει δυστοκία στην ανακάλυψη και την καλλιέργεια των τάσεων των παιδιών, όλα γίνονται εκτός, αν γίνονται, και μετά καταλήγουν οι λάθος άνθρωποι στις λάθος θέσεις. Είναι και αυτός ένας παράγοντας. Θα μου πεις ότι μπορείς να καταλήξεις έτσι κι αλλιώς εκεί λόγω κρίσης και ανεργίας ή ότι λόγω των ρουσφετιών, που τόσα χρόνια εν πολλοίς δημιούργησαν αμέτρητες αργομισθίες, πολλοί αποπροσανατολίστηκαν και άλλοι τόσοι έμειναν εκτός. Σωστό, αλλά το να καταλήξεις οπουδήποτε χωρίς να ξέρεις το γιατί ή το ποιος είσαι είναι ακόμα χειρότερο. Είσαι, λοιπόν, τυχερός και είναι κρίμα που τέτοια σχολεία δεν υποστηρίζονται από το κράτος.

    Σ.Α.: Έτσι είναι. Σε εμάς εξυμνούσαν πολύ τον πειραματισμό. Μας ωθούσαν να γράψουμε τα δικά μας κομμάτια. Το cd, μάλιστα, «Όνειρα του Κόσμου», που βγήκε το 1998 με μουσική δική μου και με ποιήματα του Μάνου Χατζιδάκι από τη Μυθολογία και με ποιήματα άλλων όμως, το χορήγησε ένας δάσκαλος με τον οποίο κάναμε μάθημα. Ήμουν 17 χρονών περίπου όταν συνέβη αυτό. Παιδάκια ήμασταν τότε, ξέρεις, δεν υπήρχε υποστήριξη.

     

    Είναι πολύ καλή εμπειρία. Πόσα παιδιά σε αυτή την ηλικία μπορούν να ισχυριστούν πως έχουν βιώσει κάτι ανάλογο;

    Σ.Α.: Ευκαιρίες τέτοιες δίνονται ίσως πιο πολύ σε παιδιά που πηγαίνουν σε μουσικό σχολείο. Είναι δραστήρια αυτά τα σχολεία και λυπήθηκα πολύ που δεν παρέχουν πούλμαν, αντιμετωπίζουν προβλήματα σίτισης. Είναι σαν να θέλουν να τα κλείσουν.

     

    Ας μιλήσουμε πιο ειδικά για τα όργανα και τη μουσική της παράστασης. Το πιάνο ιδίως χρησιμοποιείται πολύ επινοητικά στο έργο.

    Σ.Α.: Παίζω πιάνο, όπου πειραματίζομαι επιπλέον με τις χορδές, καθώς και μεταλλόφωνο, πιανίκα και άλλα βοηθητικά κρουστά και πνευστά μουσικά όργανα (λατινοαμερικάνικο καχόν, τουμπερλέκι, storm, κουδουνάκια, φλογέρα). Πιστεύω ότι το πιάνο από μόνο του έχει πολλές δυνατότητες. Η μουσική είναι μέσα μας, υπάρχουν στοιχεία που μπορεί να αναδυθούν ανά πάσα στιγμή. Δεν απέχουμε πολύ από τον πρωτόγονο άνθρωπο σε αυτό. Έτσι λειτουργώ σε σχέση με τη μουσική, ότι είναι κάτι που υπάρχει και ρέει και αναδύεται με αφορμές, όπως είναι αυτή η ευτυχής συγκυρία. Η δυσκολία στο να διασκευαστούν αυτά τα κομμάτια για τις ανάγκες της παράστασης είναι ότι έχουν παιχτεί αρκετά. Και μπορεί να πέσεις στην παγίδα τού να μεταφέρεις απλώς ένα υλικό. Ήταν μία πρόκληση αυτό. Ήταν εξέλιξη το να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο και να το δούμε από την αρχή.

     

    Είναι δίκοπο μαχαίρι. Γιατί από τη μία το γνώριμο άκουσμα στρώνει ένα χαλί για το θεατή ‒ ακροατή της παράστασης, αλλά από την άλλη πρέπει να το κάνεις έτσι που να έχεις να πεις κάτι καινούριο.

    Σ.Α.: Ναι, απαιτείται σε αυτή τη δουλειά. Η αποδόμηση ήταν εξαρχής στόχος αλλά όχι αυτοσκοπός. Θέλαμε να αναδημιουργήσουμε τα τραγούδια. Η προσέγγιση κάνει τη διαφορά.

    Β.Σ: Είναι τραγούδια με αντοχή στο χρόνο αυτά, κάτι που από μόνο του έχει σημασία. Όπως και τα κλασικά έργα πρέπει να τα προσεγγίσεις με άλλη ματιά, για να τα επαναφέρεις στο σήμερα.

    Σ.Α.: Σπας τη φόρμα που έχει αποκρυσταλλωθεί στο χρόνο. Παρεμπιπτόντως χάναμε το χρόνο στις πρόβες. Θέλαμε να βρούμε τον πυρήνα τους και να τον ξαναβγάλουμε, αφαιρώντας οποιοδήποτε φολκλόρ, παρωχημένο στοιχείο κτλ. Και προσπαθήσαμε όλοι μαζί για αυτό.

    «Passport», μία μουσική παράσταση σε διαρκή εξέλιξη.

     

    Νιώθετε καλυμμένοι από την προσπάθειά σας;

    Γ.Κ.: Φτάσαμε σε ένα σημείο το Γενάρη που ξεκινήσαμε, αλλά από τότε δεν έχουν σταματήσει οι πρόβες, οι διορθώσεις. Δεν είναι ένα τυποποιημένο θεατρικό έργο ή μία μουσική παράσταση, όπως τα έχουμε συνηθίσει. Είναι εν κινήσει και εν εξελίξει διαρκώς. Κάτι που έχει και για εμάς ενδιαφέρον.

     

    Ποια είναι η προσδοκία σας για το μέλλον σε σχέση με την παράσταση;

    Β.Σ: Προσωπικά, θα ήθελα να τη δει όσο περισσότερος κόσμος γίνεται, γιατί τα θέματα που διαπραγματεύεται τους αφορούν όλους. Είπες πριν ότι βρήκες μία υπαρξιακή προσέγγιση στη μετανάστευση. Θεωρώ ότι η μετανάστευση και ο ξεριζωμός είναι από τα χειρότερα πράγματα που μπορούν να συμβούν στον άνθρωπο. Είναι μία βίαιη αποκοπή, και τέτοιες βιώνουμε πολλές φορές στη ζωή μας, ακόμα και από τον ίδιο μας τον εαυτό.

    Γ.Κ.: Θα θέλαμε να πάει καλά εδώ οπωσδήποτε, αλλά θα θέλαμε να βγει και παρά έξω σε κάποιες άλλες μουσικές σκηνές ίσως, σε φεστιβάλ. Να το επικοινωνήσουμε με κόσμο, γιατί το θέμα είναι ενδιαφέρον και επίκαιρο. Και τέλος στόχο αποτελεί η ηχογράφηση της παράστασης και η κυκλοφορία του δίσκου, κάτι που θα συμβεί τον επόμενο μήνα.

    Η ποικιλία των στοιχείων που συνδυάζει η παράσταση ίσως να παραπέμπει σε όσους ανθρώπους από διαφορετικές κουλτούρες προσπαθούν να επιβιώσουν με την ένταξή τους σε ένα ευρύτερο ενιαίο ξένο για τους ίδιους σύνολο. Επίσης στον καθέναν από εμάς χωριστά. Η δυναμική συνύπαρξή τους, δηλαδή, σε μία αφήγηση αντιπροσωπεύει ό,τι μας ενώνει ή ό,τι μας διαφοροποιεί από τον περίγυρο όποτε βρίσκουμε δυσκολίες προσαρμογής, ιδίως σε ένα υπαρξιακό επίπεδο. Στοιχεία και καταστάσεις, επίσης, που προσπαθούμε, αναγκαζόμαστε ή καταλήγουμε να δεχτούμε και στον εαυτό μας και στη ζωή μας, προκειμένου να μη νιώθουμε αποξενωμένοι από εμάς τους ίδιους ή από τους άλλους. Τον αγώνα μας, τέλος, που μπορεί να αλλάξει πολλές μορφές στη διάρκεια μιας πορείας, ακόμα και ζητούμενο, ξεκινώντας από μία ανάγκη αποδοχής, συνύπαρξης και εξέλιξης κυρίως εσωτερικής. Όταν τα διαφορετικά στοιχεία συνταιριάζονται ομαλά, δημιουργείται μία αφήγηση με αρχή μέση και τέλος, όπως είναι οι προσωπικές μας ιστορίες στο πλαίσιο μιας ζωής.

    Αυτές είναι, βέβαια, οι δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Σε πρώτο επίπεδο πρόκειται για μία μουσική παράσταση εν εξελίξει, η οποία αξιοποιεί το χώρο όπου παρουσιάζεται πολύ επινοητικά και δημιουργικά με τη συμβολή της Βαλεντίνης Σιόβα. Η Βαλεντίνη επιμελήθηκε τη σκηνοθεσία αλλά επιπλέον και τη διαμόρφωση του χώρου, ακριβώς για να πραγματοποιούνται ανάλογες προσπάθειες με στόχο την απογείωσή τους με την ελάχιστη χρήση υλικών. Το  «Passport» αναπτύσσει, λοιπόν, μία διάδραση που επεκτείνεται στους θεατές, σχεδόν σαν να αποτελούν και εκείνοι στοιχείο της παράστασης. Μάλλον θα έπρεπε κάποιος να δει το συγκεκριμένο έργο πάνω από μία φορά, ώστε να διαπιστώσει τις αλλαγές του και σε βάθος χρόνου όπως φυσιολογικά θα ωριμάζει, αλλά και τις προσθαφαιρέσεις που γίνονται στις πρόβες, εφόσον αυτές συνεχίζονται και μετά την πρεμιέρα. Η πιο πρόσφατη εξέλιξη είναι η συμμετοχή του Νίκου Παραουλάκη, γνωστού μουσικού με πολλές συνεργασίες, με την ηχογραφημένη διασκευή ενός δημοτικού τραγουδιού, που θα ακούγεται σταθερά στο έργο. Τέλος, πολλές από τις ερχόμενες Κυριακές θα συμμετέχουν ενεργά και καλεσμένοι ως guest-έκπληξη. Με όλα αυτά, επομένως, μία παράσταση που διαρκεί περίπου μία ώρα καταλήγει να ακολουθεί το θεατή ‒ ακροατή για απροσδιόριστο χρόνο, γεννώντας την επιθυμία επανάληψης αυτής της εμπειρίας.

    «Passport», μία μουσική παράσταση σε διαρκή εξέλιξη.

     

    Περισσότερα για το χώρο

    Το ιστολόγιο του Zp87

     

    Η επίσημη ιστοσελίδα της ομάδας «Shoot the band»:

    http://shoottheband.org/

     

    Βίντεο της ομάδας Shoot the band από live στο Zp87:

    Οι L.S.T. στο κομμάτι «Σταγόνες»

    Σύνθεση: Kλεοπάτρα Bάγια

    Mύρωνας Γρεβετζάκης: λύρα

    Kλεοπάτρα Bάγια: σάζι

    Παναγιώτης Μαύρης: τόμπακ

    http://vimeo.com/52333240

     

    Ο Γιάννης Κωσταρής ετοιμάζει την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Εθεάθην μισός». Μπορείτε να βρείτε περισσότερες πληροφορίες σχετικά στο ιστολόγιο του Zp87: http://zita-p87.blogspot.gr/p/e-zp_23.html

     

    Οι φωτογραφίες είναι:

    Θανάσης Ίσαρης: 1, 3, 4, 5, 6, 7.

    Νίκος Κατσαρός: 2.

    Thanasis Issaris: http://www.flickr.com/photos/tissaris/
     

    Nikos Katsaros: http://www.cargocollective.com/nikoskatsaros

     

    «Passport», μία μουσική παράσταση σε διαρκή εξέλιξη.

    Δημιουργία αφίσας Λητώ Βαλιάτζα.

    Το έργο θα παίζεται μέχρι τη Μ. Εβδομάδα, θα συνεχιστεί το Μάιο, το καλοκαίρι θα συμμετέχει σε διάφορα φεστιβάλ και από τον Οκτώβριο θα ξαναμπούν οι παραστάσεις σε ρυθμό ανανεωμένες με διάφορους μουσικούς ως guest.


    Tags
    Μουσικά Είδη:ΈθνικΜουσική Εκπαίδευση:μάθημα μουσικήςρυθμόςΚαλλιτέχνες:Pink Floyd



    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε