ελληνική μουσική
    609 online   ·  210.826 μέλη
    αρχική > e-Περιοδικό > Aρθρα

    Το τραγούδι του νεκρού αδελφού είναι μία σύγχρονη λαϊκή τραγωδία

    Με αφορμή το ανέβασμα της παράστασης «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» στο θέατρο Badminton στις 18 Μαρτίου, ανατρέχουμε στο παρελθόν, εξετάζοντας την ιστορία της δημιουργίας ενός σημαντικού έργου, αλλά και μικρές πτυχές της Ιστορίας, την οποία βίωσε και αποτέλεσε έμπνευση δημιουργίας για το Μίκη Θεοδωράκη.

    Το τραγούδι του νεκρού αδελφού είναι μία σύγχρονη λαϊκή τραγωδία

    Γράφει ο Παναγιώτης Κοτσώνης (travelogue)
    45 άρθρα στο MusicHeaven
    Τετάρτη 08 Απρ 2015

    Η καλλιτεχνική πορεία από το 1962 μέχρι σήμερα

    Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φόρα στις 15 Οκτωβρίου 1962, στο θέατρο Καλουτά από το Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη. Τα σκηνικά και τα κοστούμια ήταν του Νίκου Νικολάου, ενώ τις χορογραφίες είχε κάνει η Ζουζού Νικολούδη. Πρωταγωνιστούσαν οι Μάνος Κατράκης, Βέρα Ζαβιτσάνου, Νίκος Ξανθόπουλος, Μαρία Κωνσταντάρου, Μπέτυ Αρβανίτη και Δέσποινα Μπεμπεδέλη.

    Το τραγούδι του νεκρού αδελφού είναι μία σύγχρονη λαϊκή τραγωδία

    Η πρώτη ηχογράφηση των τραγουδιών του έργου έγινε το 1962 από την Columbia. Τραγουδούσαν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Βέρα Ζαβιτσιάνου, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη. Τα μπουζούκια έπαιζαν οι σταθεροί συνεργάτες του Μίκη, Λάκης Καρνέζης και Κώστας Παπαδόπουλος. Όλα τα τραγούδια και οι στίχοι είχαν γραφτεί από το Μίκη Θεοδωράκη, εκτός από το τραγούδι «Κοιμήσου, αγγελούδι μου», τους στίχους του οποίου έγραψε ο μεγάλος Κώστας Βίρβος. Τέλος, από αυτήν την πρώτη ηχογράφηση έλειπε το τραγούδι «Αλυσίδα», το οποίο έκοψε η λογοκρισία της εποχής.

    «Την αλυσίδα τη βαριά
    την κάνω χελιδόνι
    τη φυλακή τη σκοτεινή
    την κάνω ξαστεριά»

    Στις 20 Απριλίου 1962 στο θέατρο ΡΕΞ, ανέβηκε η πρώτη μουσικοχορευτική παράσταση από το Ελληνικό Χορόδραμα. Τη σκηνοθεσία είχε αναλάβει ο Μιχάλης Κακογιάννης, το σενάριο ήταν του Σπύρου Βασιλείου και οι χορογραφίες ανήκαν στη Ραλλού Μάνου. 

    28 χρόνια αργότερα, το 1980 ανέβηκε ως θεατρική παράσταση για δεύτερη φορά σε σκηνοθεσία του Αλέξη Σολωμού, ο οποίος είχε δηλώσει πως «Είναι το πρώτο έργο ελληνικού επικού θεάτρου». Ως τραγουδιστές συμμετείχαν οι Γιώργος Νταλάρας, Πέτρος Πανδής, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Γιάννης Κούτρας, ενώ από πλευράς ηθοποιών οι Χρήστος Πολίτης, Τάκης Χρυσικάκος, Ελένη Ζαφειρίου κ.α. Για τη σκηνή της «Μάνας», μελοποιήθηκε το «Μοιρολόι» και προστέθηκε το τραγούδι του Τάσου Λειβαδίτη, «Κλάψε πικρό μου σύννεφο». Επίσης, το τραγούδι του «Τανγκό του Εφιάλτη», το οποίο συμπληρώθηκε από το ποίημα του Γιάννη Θεοδωράκη, «Τραγούδι κόκκινο θα πω».

     

    Το 2001, το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» ηχογραφήθηκε ξανά με ερμηνευτές, το Δημήτρη Μπάση, τη Νένα Βενετσάνου και το Γιάννη Μπέζο. Πλέον περιλαμβάνοντα όλα τα τραγούδια του έργου με τις κατά καιρούς προσθήκες. Με τη «Λαϊκή Ορήστρα» συνέπραξε πλήθος μουσικών, όπως ο τσελίστας Πλούταρχος Ρεμπούτσικας, ο Άκης Τουρκογιώργης στην κιθάρα, η Μικαέλα Μητροπούλου και η Μαρία Ρεμπούτσικα στο βιολί, ο τρομπετίστας Νίκος Σακελλαράκης, ο Αντώνης Ανδρέου στο τρομπόνι, ο Αλέξανδρος Αρκαδόπουλος στο κλαρίνο και η Ουρανία Λαμπροπούλου στο σαντούρι. Ιδιαίτερη αξία είχε το αισθητικό αποτέλεσμα του ένθετου που συνόδευε το cd, οι ζωγραφιές του οποίου ανήκαν στον Αλέκο Φασιανό.

    Λίγο πριν, μεταξύ 1999 και 2000, ο σκηνοθέτης Θανάσης Παπαγεωργίου (θέατρο «Στοά») καταπιάστηκε με το συγκεκριμένο έργο, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην αρχαία Ολυμπία. Τη διεύθυνση ορχήστρας ανέλαβε ο Τάσος Καρακατσάνης, ενώ τραγουδιστής ήταν ο Δημήτρης Μητροπάνος. Τους ρόλους έπαιζαν οι Λήδα Πρωτοψάλτη, Δημήτρης Ιωακειμίδης, Παύλος Ορκόπουλος, Νίκη Χαντζίδου, Ευδοκία Σουβατζή, Παναγιώτης Μέντης, Δημήτρης Θεοδώρου, Αντώνης Ταμβακάς κ.α.. σημαντικό ήταν το γεγονός πως τα μπουζούκια έπαιζαν οι - ξανά μετά από 38 χρόνια - οι Κώστας Παπαδόπουλος και Λάκης Καρνέζης.

    Φέτος (σ.σ. 2015), με αφορμή τον εορτασμό για τα 90 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη, ο Θανάσης Παπαγεωργίου επανέρχεται αυτή τη φορά στο θέατρο Badminton. Η επιμέλεια έχει την προσωπική σφραγίδα του ίδιου του Μίκη, ο οποίος δημιούργησε μια εντελώς καινούρια εκδοχή, επιχειρώντας μια συνομιλία με το παρόν και προσθέτοντας μια ολόκληρη πράξη. Η πρώτη πράξη ασχολείται με τη σκοτεινή περίοδο, πριν και μετά τα Δεκεβριανά και ο συνθέτης ενσωματώνει τα 10 τραγούδια από «Τα Λυρικά» σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη.

    Σε ένα θίασο 50 ηθοποιών, τραγουδιστών, χορευτών και μουσικών, τους βασικούς ρόλους ερμηνεύουν η Λήδα Πρωτοψάλτη, ο Κώστας Αρζόγλου, ο Νίκος Αρβανίτης, ο Χρήστος Κάλοου, ο Χρήστος Πλαΐνης, η Εύα Καμινάρη, ο Ηλίας Κατέβας, η Στέλλα Γκίκα κ.ά. Η Λαϊκή Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης αποδίδει τη μουσική της παράστασης, «Τα Λυρικά» ερμηνεύουν οι Κώστας Θωμαΐδης, Μπέττυ Χαρλαύτη και η Καλλιόπη Βέττα, ενώ τον εξέχοντα ρόλο του λαΐκού τραγουδιστή στο «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού» έχει ο Κώστας Μακεδόνας. Το σκηνικό της παράστασης υπογράφει ο Γιώργος Πάτσας, τις ενορχηστρώσεις ο Γιάννης Μπελώνης, τα κοστούμια η Λέα Κούση, τις χορογραφίες η Αποστολία Παπαδαμάκη και την παραγωγή ο Μιχάλης Αδάμ. Ο σκηνοθέτης δηλώνει: «Μακάρι με τη δουλειά που θα κάνω στο έργο του, να αποσβεστεί ένα μικρό έστω μέρος του χρέους που νιώθω απέναντί του».


    Η ιδέα της συμφιλίωσης

    Ο εμφύλιος πόλεμος της περιόδου 1946 – 1949 αποτέλεσε για το Μίκη Θεοδωράκη ένα κομβικό σημείο, το οποίο άμεσα ή έμμεσα, έχει επηρεάσει το σύνολο της καλλιτεχνικής – και όχι μόνο – πορείας του. Όντας φοιτητής του Ωδείου Αθηνών, και ενώ «ταξιδεύει» από εξορία σε εξορία με πολλά προβλήματα υγείας, αρχίζει να σχεδιάζει την Πρώτη του Συμφωνία το 1948 στη Δάφνη Ικαρίας, κατά την κρισιμότερη φάση του εμφυλίου. Ο ίδιος περιγράφει αρκούντως λογοτεχνικά τη στιγμή της έμπνευσης σε συνδυασμό με όσα βίωνε: «Εκεί, μια νύχτα (σ.σ. Ιούνιος 1948) – μαζί με τους πρώτους ίσκιους που μας έστελνε το Δυτικό Αιγαίο – μας ήλθε και η είδηση για τον θάνατο του ανθυπολοχαγού Μάκη Καρλή από νάρκη, κάπου έξω από τη Θεσσαλονίκη. Ο αγαπημένος μου παιδικός φίλος – ο πρώτος μεγάλος μου φίλος – εξαφανίστηκε, διαλύθηκε, σκορπίστηκε σαν ψιλή βροχή από σάρκες και από αίμα πάνω στο Μακεδονικό κάμπο. Το ίδιο βράδυ – εγώ, ο παθολογικά δειλός στο σκοτάδι – τριγυρνούσα στην τύχη ανάμεσα στις ελιές της Μεσαριάς, συντροφιά με τα φαντάσματα της νύχτας του Ιουλίου, γιατί αισθανόμουν μια απέραντη ντροπή να γδυθώ και να πέσω στο ξύλινο κρεβάτι μου ζωντανός, ζεστός, ακέραιος – και να αναπαυτώ και να ονειρευτώ και να ξυπνώ και να πεινώ. Σαν ύστατη λύτρωση μπροστά σ' αυτά τα άδικα ερωτήματα, που η μοίρα του ανθρώπου, και αν υπάρχει, δεν δίνει απόκριση, ήρθε με τα χαράματα μαζί και η λειτουργία της μουσικής. Νομίζω ότι ουσιαστικά εκείνη τη νύχτα είχε χαραχθεί στο υποσυνείδητό μου το μεγαλύτερο μέρος του έργου». 

    Το τραγούδι του νεκρού αδελφού είναι μία σύγχρονη λαϊκή τραγωδία

    Δύο ημέρες μετά ύστερα από το χαμό του Μάκη Καρλή, ο Μίκης έμαθε για το θάνατο ενός ακόμη επιστήθιου φίλου του, του Βασίλη Ζάννου, ο οποίος εκτελέστηκε ύστερα από απόφαση του Στρατοδικείου Αθηνών. Με το Βασίλη Ζάννο είχαν γνωριστεί το 1944 στο Παλαιό Φάληρο, αλλά δέθηκαν περισσότερο το 1947 στην Ικαρία. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο τραγούδησε ένα προς ένα τα τραγούδια που είχε γράψει για το συμφωνικό του έργο, «Ελληνική Αποκριά». Όπως θυμάται ο μουσικοσυνθέτης: «πήρα το Βασίλη παράμερα, κάτσαμε στο πεζούλι της εκκλησίας του Χριστού (χωριό της Ικαρίας) και του τα τραγούδησα ένα προς ένα. Σηκώθηκε και με φίλησε από χαρά και από τότε χαθήκαμε». Όσο για το χαμό του φίλου του, για τον οποίο ο θαυμασμός του ήταν ανυπολόγιστος αφού τον είχε «παραδεχτεί για καλύτερό του και αυτό είναι πολύ δύσκολο όταν είσαι 22 ετών και εγωιστής».

    Ο Μίκης έγραψε αρχικά την «Ελεγεία και θρήνος στο Βασίλη Ζάννο», και όταν ολοκλήρωσε την Πρώτη συμφωνία, την αφιέρωσε εξ’ ολοκλήρου στους δυο σκοτωμένους φίλους του. Επιπλέον, αυτά τα δύο γεγονότα, στάθηκαν αφορμή ώστε να γεννηθεί στο μυαλό του, η βασική ιδέα που αργότερα θα αναδείκνυε μέσα από το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού».

    «Αν και σε αντίμαχα στρατόπεδα, ο ανθυπολοχαγός ο Μάκης και ο επαναστάτης Βασίλης έδιναν (στη σκέψη μου) τα χέρια – γίνονταν φίλοι και οσιομάρτυρες της ίδιας μεγάλης ιδέας, της Ελλάδας, που έχανε τα καλύτερά της παιδιά – ανήμπορη και βαρυπενθούσα».


    Η αρχή της σύνθεσης: Από τον Επιτάφιο στο τραγούδι του νεκρού αδελφού

    Το 1959 ευρισκόμενος στο Παρίσι, ο Μίκης Θεοδωράκης αρχίζει να συνθέτει τα τραγούδια από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου. Η ποιητική συλλογή του Ρίτσου γράφτηκε για το θρήνο της μάνας στο χαμό του γιου της, με αφορμή τη φωτογραφία που δημοσιεύτηκε στις 10 Μαΐου 1936 στην Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», όπου απεικόνιζε τον 25χρονο αυτοκινητιστή Τάσο Τούση που έπεσε νεκρός από αστυνομικές σφαίρες την προηγούμενη μέρα, κατά τη διάρκεια μίας μεγάλης απεργίας και εργατικής συγκέντρωσης στη Θεσσαλονίκη. Ο νεκρός ξαπλωμένος σε μια ξύλινη πόρτα, από πάνω του η μάνα του τον θρηνούσε. 

    Ένα έργο που σχεδόν ολόκληρο στήθηκε στο μυαλό του Μίκη, περιμένοντας ένα απόγευμα μέσα στο αυτοκίνητο, τη γυναίκα του Μυρτώ, να ψωνίσει. Όπως έχει πει ο ίδιος, είδε τον «Επιτάφιο» σαν κίνηση, ολόκληρο στημένο. Αφότου έγραψε τα 8 τραγούδια της σειράς του «Επιταφίου», είδε πως καθένα «είχε μία προέκταση που μόνο ο ΛΟΓΟΣ, είτε η ΚΙΝΗΣΗ θα μπορούσε να συμπληρώσει», διαλέγοντας από όλα τα ποιήματα της συλλογής, εκείνους τους στίχους που «γεφύρωναν οργανωτικότερα τα τραγούδια αναμεταξύ τους». Έτσι, λοιπόν, εμμέσως, ο «Επιτάφιος» δεν είναι μόνο ένα μουσικό έργο που άλλαξε άρδην την πορεία του νεοελληνικού τραγουδιού αλλά αποτέλεσε και τον προπομπό για το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού», αφού γεννήθηκε στο συνθέτη η ανάγκη για «ένα έργο, που θα στηριζότανε πάνω στα τραγούδια – όπως στηρίζουμε μια γέφυρα πάνω στα τόξα». 

    Τα τρία βασικά στοιχεία που ενέπνευσαν το συνθέτη κατά τη διάρκεια της δημιουργίας ήταν:
    • Η σύγχρονη νεοελληνική ιστορία με τους δικούς της μύθους και σύμβολα.
    • Οι αρχαίοι τραγικοί.
    • Και το δημοτικό και λαϊκό τραγούδι.

    Έτσι, προέκυψε το πρώτο τραγούδι που ονόμασε «Το όνειρο». Ένα τραγούδι που κατέστησε το έργο «“τελειωμένο” μέσα στο λόγο, στη μουσική και στην κίνηση αυτού του τραγουδιού. Από αυτό το βασικό τραγούδι προέκυψαν τα πρόσωπα με τα ονόματά τους, την κοινωνική τους σειρά, τις ιδέες, τα πάθη, τις αντιθέσεις τους». Η δράση των ηρώων πηδάει από τραγούδι σε τραγούδι αποτυπώνοντας τις συγκρούσεις τους, την αλληλεπίδρασή τους. Το τραγούδι, «παίρνει όχι μονάχα συμβολικό αλλά και οργανικό χαρακτήρα».

    Στη συνέχεια γράφτηκαν τα υπόλοιπα τραγούδια μαζί με τους στίχους, ώστε το καθένα να είναι «μια ολοκληρωμένη μικρή ιστορία με τα δικά της πρόσωπα, σύμβολα και δράση. Και όλες μαζί αυτές οι μικρές ιστορίες φαινόταν σαν να συγκλίνουν προς μια ενιαία κατεύθυνση – σαν να ήσαν μέρος μιας μοναδικής “μεγάλης ιστορίας”». 

    Αρχικά, έκανε μια «ακτινογραφία» των προσώπων και καταστάσεων, αδυνατώντας να βρει τη μοναδική “μεγάλη ιστορία”. Έπειτα στράφηκε σε ποιητές και δημιουργούς και ενώ εξηγούσε τι ακριβώς είχε στο νου του, τότε σκέφτηκε πως μόνος εκείνος μπορούσε να αποτυπώσει αυτό που είχε στο μυαλό μου. Στην ουσία, προσπαθώντας να μεταδώσει στους εκάστοτε δημιουργούς τι ακριβώς σκεφτόταν, άρχισε να γράφει κατά κάποιο τρόπο το έργο. Έτσι, έδωσε πνοή στους ήρωες και λόγο, ώστε να ντύσει τα τραγούδια της ζωής τους.

    Μία σύγχρονη λαϊκή τραγωδία

    Το «τραγούδι του νεκρού αδελφού» έχει βασιστεί στο αρχαίο έργο «Θηβαΐς», ένα εκ των τεσσάρων χαμένων επών της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, τα οποία αποτελούν το Θηβαϊκό Κύκλο, μαζί με την «Οιδιπόδεια», τους «Επίγονους» και την «Αλκμεωνίδα». Ο συγγραφέας της παραμένει άγνωστος, αν και ορισμένοι από την αρχαιότητα, απέδιδαν το έργο στον Όμηρο. Στη «Θηβαΐδα» εξιστορείται ο πόλεμος μεταξύ των γιων του Οιδίποδα, Ετεοκλή και Πολυνείκη, και η αποτυχημένη εκστρατεία του δεύτερου κατά της πόλης της Θήβας με άλλους έξι ηγέτες (οι "Επτά επί Θήβας"), κατά την οποία σκοτώνονται και ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης. 

    Ο Θεοδωράκης, αν και δεν πολέμησε στο βουνό, έχει να θυμάται σκηνές αλληλοσπαραγμού μεταξύ αδελφών, αφού την ίδια περίοδο, βρισκόταν εξόριστος στη Μακρόνησο. «Μου έτυχε να ζήσω προσωπικά μια τέτοια σκηνή», σημειώνει. «Ο ένας αδελφός βρισκόταν μέσα στο μπουλούκι που δεχότανε το ομαδικό ξύλο. Ο άλλος ήταν βασανιστής. Σε μια στιγμή, αναγνωρίζονται. Ορμά ο πρώτος, να πνίξει το δήμιο αδελφό του. Κι αυτός, ενώ οι βασανιστές τρέχουν να τον βοηθήσουν, ακούστηκε να τους φωνάζει: “Μη τον αγγίξετε. Είναι αδελφός μου. Αφήστε τον να με πνίξει”». Κάθε ομοιότητα της Μακρονήσου με την αρχαιότητα, προφανώς δεν έχει να κάνει με την παρομοίωσή της, ως «Παρθενώνα της συγχρόνου Ελλάδος», όπως την αποκάλεσε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αλλά με την απολύτως ρεαλιστική τραγικότητα στιγμών, οι οποίες θυμίζουν σκηνές από τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες και τη μυθολογία.

    Η αρχαία τραγωδία, εκτός που παραμένει πάντοτε ζωντανή, ταιριάζει ιδιαίτερα στην εποχή μας, όπου βλέπουμε το λαό να γίνεται Χορός, που βλέπουμε έθνη ολόκληρα να γίνονται Χορός. Το τραγούδι είναι το χορικό. Το μέσο που ενώνει τους ανθρώπους στο γλέντι τους ή στη λύπη τους. Ειδικά για τον Έλληνα, το τραγούδι είναι με τον αέρα, με το νερό, το ψωμί και την ελευθερία, το πιο αναγκαίο. Επιπλέον, το τραγούδι είναι στοιχείο ενότητας και ο ελληνικός λαός αισθάνεται πολλές φορές την ανάγκη να δείξει την ενότητά του με το τραγούδι. 

    Οι ήρωες που παρουσιάζονται στο έργο θα λέγαμε ότι αποτελούν τους ανθρώπους της γειτονιάς, της διπλανής πόρτας. Μία μάνα με δυο γιους. Ο Ανδρέας που είναι δεξιός και πολεμάει στον «Εθνικό Στρατό» και ο Παύλος είναι ένα νέος άνθρωπος κομμουνιστής, που είναι ερωτευμένος με την Ισμήνη της οποίας ο αδελφός της, ο Περικλής είναι δεξιός. Εξαιτίας του Περικλή, μία ομάδα ανταρτών απαγάγει τον πατέρα αυτού και της Ισμήνης. Εκείνη, εξαιτίας αυτού του γεγονότος προδίδει στο δεξιούς τον αγαπημένο της Παύλο. Είναι σαφές πως η ιστορία θα μπορούσε να είναι βγαλμένη από μία αρχαία τραγωδία.

    Επιπλέον, υπάρχουν και άλλοι ήρωες που παραπέμπουν στις αρχαίες τραγωδίες. Ο γέρο-τυφλός πατέρας από τη Θεσσαλία που ακουμπισμένος στην κόρη του Τασία, τριγυρνά όλη τη χώρα για να βρει τους δυο χαμένους γιους του. Εκείνη γνωρίζει ότι τα δυο αδέλφια της, αντάρτες, κρεμάστηκαν από τους Γερμανούς στην Κατοχή, ωστόσο δεν το λέει στον πατέρα της, αφού κι ο ίδιος ίσως να το υποψιάζεται, ωστόσο δεν θέλει να το αποδεχτεί. Ο χαρακτήρας του γέροντα παραπέμποντας στον Οιδίποδα επί Κολωνώ του Σοφοκλή δίνει τη δυνατότητα να ενωθούν οι ήρωες με σύμβολα πανάρχαια και με ρίζες βαθιές και πολύτιμες. Αντίστοιχα, η κόρη του Τυφλού, η Τασία, καθώς η Αντιγόνη, αντικρίζοντας το ιερό δάσος του Κολωνού, μπορεί να επαναλάβει τα ίδια ακριβώς λόγια βλέποντας τα “ιερά” λαϊκά όργανα.

    Τα τραγούδια και η μουσική του έργου

    Προκειμένου να προσδώσει το στίγμα της σύγχρονης λαϊκής τραγωδίας, σε ένα καθόλα λαϊκό έργο από πλευράς θεματολογίας, ο συνθέτης επέλεξε το πιο γνήσιο λαϊκό μουσικό είδος που είναι ο ζεϊμπέκικος ρυθμός. Ο σκοπός ήταν η μουσική να μην υστερεί σε σχέση με το τραγουδιστικό μέρος, γνωρίζοντας επιπλέον πως ακούγοντας ο λαός τις δικές του μελωδίες, αισθάνεται σαν στο σπίτι του. Με αυτόν τον τρόπο η ορχήστρα, ο τραγουδιστής «κατακτούν την εμπιστοσύνη του κι έτσι μπορεί άφοβα να ξεκουμπώσει την ψυχή του και να δοθεί ολόκληρος στο δράμα, να ταυτιστεί μαζί του».

    Ο Μίκης τα αποκαλεί ιερατικά ζεϊμπέκικα, καθώς δεν έχουν καμία σχέση με όσα ζεϊμπέκικα είναι συνδεδεμένα με τη νύχτα, το σπάσιμο πιάτων, τη διασκέδαση, την καψούρα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν και ωραία τραγούδια ανάμεσα σε αυτά. Εξάλλου, «καλά τα ωραία τραγούδια. Όμως πιο ωραία τα καλά (σ.σ. τραγούδια). Που σήμαινε τότε -και πάντα- να μην αφήσεις ποτέ να σβήσει η «μνήμη του λαού» που λέει κι ο ποιητής».

    Τα τραγούδια

    «Δοξαστικό»
    Σαν να ξεκινάει το έργο από το τέλος, ακούγεται μόνο η μουσική του. Τελευταίου τραγουδιού. Δηλαδή, από τη στιγμή που οι τρεις χαροκαμένες μάνες, καθισμένες στα κατώφλια των σπιτιών τους, πλέκουν ασταμάτητα, σαν τη Ζωή και το Θάνατο που ασταμάτητα πλέκουν τη μοίρα των ανθρώπων.

    «Ο Απρίλης»
    «Ο Απρίλης», τραγούδι και χορός, διακόπτει την πρώτη εικόνα και μας οδηγεί σε μια γιορταστική σκηνή της γειτονιάς, όπου τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, παίζουν και χορεύουν, ερωτεύονται, ώσπου ξαφνικά και ακούγεται ο αχός της μάχης.

    «Το όνειρο»
    Με το «όνειρο» στο οποία αναφερθήκαμε παραπάνω η γειτονιά μπαίνει στην ιστορία.

    «Νανούρισμα»
    Στη μάχη σκοτώθηκε το παιδί της. Φέρνουν στη μάνα το κουφάρι του και το νανουρίζει.

    «Η αλυσίδα»
    Θυμούνται όλοι μαζί, οι χτεσινοί φίλοι και σημερινοί εχθροί, σκηνές από την Κατοχή, τότε που όλοι οι Έλληνες ενωμένοι – σαν την αλυσίδα – πολεμούσαν τον ξένο κατακτητή.

    «Ένα δειλινό»
    Ξέρουμε πια πως ο Παύλος θα πιαστεί και θα στηθεί μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Με αυτήν την προφητική εικόνα και ενώ ο Παύλος ακόμη είναι ζωντανός, κλείνει το πρώτο μέρος του έργου.

    «Προδομένη αγάπη»
    Ένα καρτέρι έχει στηθεί για τον Παύλο μετά την προδοσία της Ισμήνης, η οποία παλεύει μεταξύ αγάπης και μίσους. Όταν τελικά, η αγάπη νικάει και σπεύδει να ειδοποιήσει τον Παύλο, είναι αργά. Ο Παύλος πιάνεται και εκείνη σκοτώνεται.

    «Τον Παύλο και τον Νικολιό»
    Μπροστά από το άψυχο σώμα της Ισμήνης περνούν δεμένους τον Παύλο και τον Νικολιό. Τους πάνε για εκτέλεση.

    «Στα περβόλια»
    Οι χαροκαμένες μάνες πλέκουν καθισμένες μπροστά στα κατώφλια τους – αρχική εικόνα. Μπαίνει ο Ανδρέας, ο μεγάλος γιος, αδελφός του Παύλου που σκοτώθηκε στις τάξεις του «Εθνικού Στρατού». Γυρίζει με τους νεκρούς του φίλους – φαντάρους, να χορέψει το στερνό του χορό μπροστά στη μάνα του. Όμως, εκείνη πλέκει. Δεν τον βλέπει.

    «Δοξαστικό»
    Η «λύση» του έργου. Όλοι όσοι σκοτώθηκαν προς το κοινό πιασμένοι χέρι – χέρι. Δεν είναι οι ίδιοι, αλλά αυτό που έγιναν με τη θυσία τους. Η σκηνή αυτή συμβολίζει την «ανασύνθεση», ύστερα από τη σύγκρουση και την ενότητα.

    Παύλος Παπαμερκουρίου: Ο «χρυσός αετός της Αθήνας»

    Ο Παύλος, δεν είναι άλλος από τον Παύλο Παπαμερκουρίου. Γεννήθηκε το 1921 στην Αθήνα. Εισήχθη στη Νομική Σχολή και το 1942 ξεκίνησε να εργάζεται ως τραπεζικός υπάλληλος. Αρχικά οργανώθηκε στο ΕΑΜ και εν συνεχεία στην ΕΠΟΝ, ως στέλεχος της ΕΠΟΝ Ανατολικών συνοικιών. Συνελήφθη 2 φορές κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Πήρε μέρος στη μάχη των Δεκεμβριανών, όπου γι’ αυτή τη δράση του, απολύθηκε από την τράπεζα ως … «οικειοθελώς αποχωρήσαντας». Προσέφυγε στη δικαιοσύνη μαζί με άλλους συναδέλφους του και πέτυχε ευνοϊκή απόφαση, με αποτέλεσμα η τράπεζα να ανακαλέσει την απόλυσή του, καταβάλλοντας τις αποδοχές του, χωρίς όμως να τον απασχολεί, μέχρι την 1.7.1946, όταν τον απέλυσε οριστικά, αξιοποιώντας  - εκτός από το μετά τη Βάρκιζα θεσμικό πλαίσιο - και τις διατάξεις του αναγκαστικού νόμου 683/30.11.1945 «Περί ρυθμίσεως του προσωπικού των Τραπεζών», σύμφωνα με τον οποίο οι τράπεζες είχαν το δικαίωμα να απολύσουν τους προσληφθέντες κατά την Κατοχή υπαλλήλους. 

    Το τραγούδι του νεκρού αδελφού είναι μία σύγχρονη λαϊκή τραγωδία

    Δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του, περνώντας στην παρανομία κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου. Τον Ιανουάριο του 1949 συνελήφθη σε αστυνομικό μπλόκο. Τον Μάρτιο μεταφέρθηκε στις Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ) στη Μακρόνησο, όπου βασανίστηκε απάνθρωπα χωρίς να απαρνηθεί την ιδεολογία του και να υποκύψει. Όπως αναφέρει σχετική μαρτυρία, οι αλφαμίτες βασανιστές, με επικεφαλής τον Κοθρά, ανάμεσα σε άλλα τον μετέτρεψαν σε ζωντανό πυροτέχνημα, ρίχνοντάς τον στη συνέχεια στη θάλασσα, έπειτα του έσπασαν τη σπονδυλική στήλη και λύγισαν για πάντα τη λυγερή κορμοστασιά του. Τον Ιούνιο του 1949 δικάστηκε στην Αθήνα από έκτακτο στρατοδικείο. Σακατεμένος και κυρτωμένος, υπερασπίστηκε πάλι τις ιδέες του για μια δικαιότερη κοινωνία και αρνήθηκε να κάνει «δήλωση». Καταδικάστηκε σε θάνατο, κρατήθηκε στις Φυλακές Αβέρωφ, στο κελί των μελλοθανάτων μαζί με τρεις άλλους νεολαίους συντρόφους του, τους Νικήτα Μαραγκό, Φάνη Πασπαλιάρη και Μάνθο Τσιμπουκίδη, των οποίων την τελευταία στιγμή ανεστάλη η εκτέλεση χαρίζοντας στους τρεις το παρατσούκλι οι «τρεις Λάζαροι». Ο Παύλος Παπαμερκουρίου στον οποία οι σύντροφοί του είχαν προσδώσει το παρατσούκλι ο «χρυσός αετός της Αθήνας», λόγω του παρουσιαστικού του -ψηλός, λεβέντης, λυγερόκορμος, με όμορφα χρυσόξανθα μαλλιά, γύρω στα 25 του χρόνια - εκτελέστηκε στις 8 Ιουλίου 1949.

    Ο Μίκης Θεοδωράκης , εμπνευσμένος από τη θυσία του παλιού συναγωνιστή και αγαπημένου του φίλου Παύλου Παπαμερκουρίου, θα γράψει γι’ αυτόν το εμβληματικό τραγούδι του μοιραίου αδελφοκτόνου πολέμου «Τον Παύλο και τον Νικολιό». Τραγούδι, που ξεπερνά τα όρια της προσωπικής αφιέρωσης σε έναν εκτελεσμένο συναγωνιστή και φίλο - όπως ήταν ο Παύλος για τον Μίκη - και γίνεται λαϊκό μοιρολόι για όλους τους "νεκρούς αδελφούς" του εμφυλίου. Γίνεται λυρικό "βήμα" καταδίκης των δολοφόνων τους, που είναι πάντα και παντού ίδιοι, - ανεξαρτήτως κομματικής ή ιδεολογικής προέλευσης – «τα μακριά, πρόθυμα χέρια του ιμπεριαλισμού».

    53 χρόνια πριν: Η φυματίωση και ο Μάνος Κατράκης

    Το καλοκαίρι του 1962 κατά τη διάρκεια των προβών στο θέατρο και των ηχογραφήσεων στην COLUMBIA του έργου «Όμορφη πόλη», αναζωπυρώθηκε η παλιά φυματίωση του Μίκη Θεοδωράκη, η οποία υποτροπίασε κατά τη διάρκεια δυο ταξιδιών του σε Γαλλία και Αγγλία. Στην Αγγλία, μετά από παρέμβαση της Αμαλίας Φλέμινγκ, η οποία τον πήγε σ' ένα διάσημο πνευμονολόγο, φίλο του συζύγου της, μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο Σανατόριο Eduard the VII, στο Essex, νοτίως του Λονδίνου. Εκεί, αφού μετά από μια βδομάδα του έκαναν βιοψία, οπότε αποκλείστηκε ο καρκίνος, παρέμεινε νοσηλευόμενος αρχίζοντας θεραπεία για τη φυματίωση. Όμως, οι κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής χειροτέρεψαν την κατάσταση της υγείας του. 

    Το τραγούδι του νεκρού αδελφού είναι μία σύγχρονη λαϊκή τραγωδία

    Μια μέρα εμφανίστηκε ξαφνικά εκεί, ο γιατρός Αντώνης Ποντικάκης, που είχε πληροφορηθεί την περίπτωση του Μίκη και πίστευε πως αν παρέμενε σε εκείνο το υγρό μέρος, θα πέθαινε, οπότε αποφάσισε να τον … απαγάγει. Και πάλι με τη βοήθεια της Αμαλίας Φλέμινγκ, έφυγε κρυφά από το αγγλικό νοσοκομείο και μεταφέρθηκε στο αεροδρόμιο και από εκεί στο Σανατόριο Τσαγκάρη, στην Πεντέλη. Παράλληλα, οι εφημερίδες είχαν γράψει πως βρισκόταν βαριά άρρωστος κάπου στην Αγγλία, χωρίς να κατορθώσουν να μάθουν για τη μετακίνησή του στην Αθήνα. Χρησιμοποίησε το όνομα “Αναστασιάδης” και όταν περνούσε από δημόσιους χώρους, φρόντιζαν να του σκεπάζουν το πρόσωπο. Έτσι, έζησε ιγκόγνιτο για περίπου 20 μέρες, έως ότου από κάπου μαθεύτηκε, και το νοσοκομείο γέμισε με δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερς. Στο μεταξύ σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα χάρη στο κλίμα και στην πρωτοπόρα για την εποχή θεραπευτική μέθοδο του Ποντικάκη, κυριολεκτικώς αναστήθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες και έτσι κατάφερε να διευθύνει τις τελευταίες παραστάσεις της «Όμορφης Πόλης» που παιζόταν με μεγάλη επιτυχία από καιρό. 

    Μία ημέρα στο σανατόριο τον επισκέφτηκε ο Μάνος Κατράκης, ο οποίος την ίδια περίοδο είχε νοικιάσει το θέατρο Καλουτά στην άκρη της οδού Πατησίων για να ανεβάζει δικές του θεατρικές παραγωγές. Εκείνη η συνάντηση και συζήτησή τους περιγράφεται απολαυστικά από τον ίδιο Μίκη: «{…] περί το τέλος του καλοκαιριού με επισκέφθηκε στο νοσοκομείο ο Μάνος Κατράκης. Θα ήταν οκτώ το πρωί όταν χτύπησε την πόρτα του δωματίου μου. Καθίσαμε στη μικρή βεράντα που έβλεπε προς την πλαγιά με τα πεύκα. Μου είπε ότι είχε περάσει μια θαυμάσια νύχτα στο Μαραθώνα με συντροφιά... Δε χρειάστηκε να πει περισσότερα... Για όσους γνωρίζουν τον Μάνο, πως αυτή η ανθρώπινη δίψα του για ζωή (που σ' αυτόν είχε ένα όνομα: γυναίκα) αποτελούσε την κινητήρια δύναμη για κάθε άλλη του ενέργεια, κυρίως την καλλιτεχνική. Μου ζήτησε να γράψω γι' αυτόν ένα μουσικό έργο. Όπως ήταν φυσικό, του μίλησα για το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ που το είχα στα σκαριά. Ενθουσιάστηκε. Ζήτησα από τη Μυρτώ να μου φέρει τις νότες και τις σημειώσεις μου. Έτσι καθημερινά, διαβάζοντας, τραγουδώντας και συζητώντας, μπήκαν τα θεμέλια για το ανέβασμα του έργου στην προσεχή χειμωνιάτικη σεζόν».


    Η πρεμιέρα και οι αντιδράσεις

    Οι αντιδράσεις για το θεατρικό ανέβασμα του έργου ήταν έντονες από πολλές κατευθύνσεις. Καταρχήν, όπως αναμενόταν υπήρξε άγρια αντίδραση από το συντηρητισμό της δεξιάς της εποχής. Ήδη υπήρχαν οι πρώτες αντιδράσεις απέναντι στα τραγούδια του Μίκη. Η ασφάλεια έμπαινε στα μαγαζιά με τα τζουκ μποξ που είχαν δισκάκια με τραγούδια του Θεοδωράκη και τα έσπαγε. Όλα αυτά δίνουν έναυσμα για το Μίκη Θεοδωράκη ώστε να ξεκινήσει την υπόθεση των λαϊκών συναυλιών σε όλη την Ελλάδα προκειμένου να τονώσει το φρόνημα όλου του δημοκρατικού και προοδευτικού κόσμου. Ο Γενικός Διευθυντής του ΕΙΡ, Πύρρος Σπηρομήλιος, ο όπως επέτρεπε τη μουσική του Μίκη, δέχτηκε προσωπική παρέμβαση από τον «εθνάρχη» Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος του ζήτησε να μην παίζει τραγούδια αυτού του κομμουνιστή. Είναι χαρακτηριστικό και τραγελαφικό, με χαρακτήρα «ανεκδότου», το γεγονός της απαγόρευσης του τραγουδιού «Στα περβόλια» και γενικώς του δίσκου με αφορμή το τραγούδι αυτό. Ο λόγος ήταν ότι στο τραγούδι ο Ανδρέας, νεκρός του «Εθνικού Στρατού» απευθυνόμενος στη μάνα του, της λέει πως δεν ήρθε να τον χαιρετήσει όταν έφευγε για το μέτωπο, διότι «ξενοδούλευε», κάτι το οποίο ήταν ανεπίτρεπτο και υποτιμητικό για τη μάνα ενός στρατιώτη του «Εθνικού Στρατού», εφόσον εκείνες οι μάνες δεν… ξενοδούλευαν.

    Από την άλλη μεριά, δεν έλειψαν και οι αντιδράσεις από το αριστερό μέτωπο. Η Αυγή, ως επίσημη εφημερίδα της αριστεράς και της ΕΔΑ, πέρα από την ανακοίνωση της πρεμιέρας του έργου, τις πρώτες ημέρες δεν κάνει καμιά αναφορά στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού». Αργότερα (σ.σ. 1 Νοεμβρίου 1962), ο Γεράσιμος Σταύρου δημοσιεύει κριτική στην εφημερίδα, όπου επευφημώντας τα τραγούδια του έργου που, ανάμεσα σε ύμνους για τα τραγούδια του, σημειώνει πως «ο Εμφύλιος είναι μια περιοχή που η δραματική μας ποίηση δεν τόλμησε ακόμα να την αγγίξει. Καθόλου πρόσφορο το έδαφος σήμερα. Καίει αυτό το θέμα. Και θέλει υποκειμενικές δυνατότητες όχι τυχαίες. […] Οι αδυναμίες του κειμένου δεν αφήνουν να ξεκαθαρίσει ο ιδεολογικός στόχος. Σαν να ισοπεδώνονται οι αιτίες που προκαλούν οι εμφύλιες διαμάχες, σαν να ισομοιράζονται οι ευθύνες [...] Και βέβαια ήταν άλλες οι προθέσεις του συγγραφέα. Όμως όταν η συμφιλίωση του λαού γίνεται θέμα ενός δράματος, πρέπει κυρίως ν' αναπτύσσονται τα κίνητρα, να καθορίζεται μέσα από τη διαλεκτική σύνθεση των γεγονότων τι αντιπροσωπεύουν οι αντίπαλες δυνάμεις».

    Το θέμα της έλλειψης ιδεολογικού στόχου ήταν υπαρκτό, με την έννοια ότι ο συνθέτης δεν έκανε ανάλυση και προσέγγιση των ιστορικών πεπραγμένων, αλλά πρόκειται για κείμενο με έντονο συναισθηματισμό βάσει των βιωμάτων του. Αν και οι εκδοχές και μαρτυρίες σχετικά με το αν δόθηκε κάποιους είδους «γραμμή» γι’ αυτή τη στάση ποικίλουν, φεύγουν εκτός πλαισίου αυτού του κειμένου. Εξάλλου, οι εποχές ήταν ακόμη άγριες και οι μνήμες του εμφυλίου πολύ νωπές για να δεχτούν τη συμφιλίωση, έστω και αν αυτή αναφερόταν - όπως παρουσιαζόταν στο τέλος με το τραγούδι «Δοξαστικό (Ενωθείτε)» - από τα κάτω, με όρους κοινωνικούς.

    Ο ρόλος της ομηρίας στο έργο ως λόγος αντίδρασης

    Ένα άλλο σημείο, ιδιαιτέρως κομβικό, το οποίο σχετίζεται με την υπόθεση του έργου, είναι το γεγονός της απαγωγής και ομηρίας του πατέρα της Ισμήνης, το οποίο – κατά το Μίκη Θεοδωράκη - κρύβει μία αιτία για τη στάση της αριστεράς απέναντι στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού». Ο ίδιος θεωρεί, ότι το θέμα της ομηρίας πολιτών και άλλων από τον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών, και υπό το βάρος της ήττας, ήταν εκείνο το οποίο έκανε την αριστερά να χάσει το ηθικό της πλεονέκτημα, αν και όπως υποστηρίζει ο ίδιος οι ακρότητες στο θέμα αυτό ήταν μεμονωμένες περιπτώσεις. Άλλωστε, ο Ν. Ζαχαριάδης, ως ΓΓ του ΚΚΕ, στην εισήγησή του κατά τη 12η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (Ιούνιος 1945), θα τονίσει πως παρότι δεν δόθηκε εντολή από την ηγεσία του ΚΚΕ να γίνουν αγριότητες και για το κόμμα δεν τίθεται ζήτημα ηθικής τάξης, αφού αποκήρυξε και αποκηρύσσει τις υπερβασίες, παρ' όλα αυτά, όπως υπογράμμιζε, το ΚΚΕ είχε ευθύνες, αφού οι υπερβασίες έγιναν από μέλη του. Για το μέτρο της ομηρίας επισήμανε ότι το λάθος δεν ήταν ότι διατάχθηκε από την ηγεσία, αλλά ότι διατάχθηκε χωρίς πειθαρχία, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε εξωπολιτική πράξη. Κατέληγε πως εφόσον η ομηρία δεν μπορούσε να γίνει πειθαρχημένα, δεν έπρεπε να διαταχθεί. 

    Η κυβερνητική πλευρά και οι Βρετανοί με τον αέρα της νίκης μετά τα Δεκεμβριανά προβαίνοντας σε μία ακατάσχετη πτωματολογία, προέβαλλε περιπτώσεις ομαδικών σφαγών αθώων πολιτών με απεχθή τρόπο από τον ΕΛΑΣ. Ο λόγος ήταν να μειώσει το κύρος της αριστεράς που μέχρι τότε συσπείρωνε το λαϊκό κόσμο. Επιστρατεύτηκαν προπαγανδιστικά όπλα όπως η ανεύρεση μαζικών τάφων, καθώς σε πολλές περιπτώσεις τα πτώματα θανόντων με φυσικό τρόπο αλλά και ΕΛΑΣιτών, ξεθάβονταν, κακοποιούνταν και μεταφέρονταν σε περιοχές από όπου είχε αποχωρήσει ο ΕΛΑΣ και παρουσιάζονταν ως δικό του τερατούργημα. Χαρακτηριστικοί είναι οι τίτλοι φιλοκυβερνητικών εφημερίδων της εποχής, όπως η «Ελλάς», η οποία σε καθημερινή σχεδόν βάση, δημοσίευε ειδήσεις σχετικές με απαγωγές και εκτελέσεις ομήρων από τον ΕΛΑΣ. «Οι αγρίως σφαγιασθέντες υπό του ΕΛΑΣ άνδρες της Χ», «Η δράσις των τρομοκρατών του ΕΛΑΣ εις την πρωτεύουσαν. Λεηλατούν, συλλαμβάνουν, απάγουν και βασανίζουν απανθρώπως και θανατώνουν», «Απαγωγαί αστυνομικών υπό ενόπλων ΕΛΑΣιτών».

    Αντίθετα, δεν θα τύχουν της ίδιας δημοσιότητας οι συλλήψεις και δολοφονίες αμάχων υποστηρικτών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από τις κυβερνητικές και παρακρατικές δυνάμεις και η εκτόπισή τους από τα βρετανικά στρατεύματα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Αφρική. Πέρα από τους βομβαρδισμούς του Scobie ολόκληρων συνοικιών στις ΕΛΑΣοκρατούμενες περιοχές όπου διέμεναν και άμαχοι, οι καταγγελίες του Ριζοσπάστη για ωμότητες από τα βρετανικά και, κυρίως, τα ινδικά στρατεύματα εις βάρος των αμάχων ήταν σχεδόν καθημερινές. Επιπλέον, αποκρυβόταν το γεγονός ότι συλλαμβάνονταν πολίτες που ήταν απλώς συμπαθούντες του ΕΛΑΣ με το πρόσχημα ότι είναι μαχητές του ΕΛΑΣ. Μάλιστα, η «Ελλάς» σημείωνε ότι οι αιχμάλωτοι ελασίτες, βάσει αρμοδίων πληροφοριών, ανέρχονταν στους 7.000, αριθμός υπερβολικός για ενόπλους του ΕΛΑΣ και μόνο, δεδομένου ότι το σύνολο των ελασιτών που πολέμησαν σε Αθήνα-Πειραιά δεν ξεπέρασε τους 15.000-17.000. 

    Από πλευράς ΕΑΜ και ΕΛΑΣ, η ΚΕ του ΚΚΕ καταδίκασε το μέτρο της ομηρίας, τονίζοντας ότι «η σύλληψη αμάχων, έστω και σαν μέτρο άμυνας κατά του άγριου διωγμού και της ομηρίας από μέρους των Παπανδρέου-Σκόμπυ, ήταν σοβαρό πολιτικό λάθος, που έδωσε την ευκαιρία στην αντίδραση να ξεσηκώσει συκοφαντική εκστρατεία με σκοπό να σκεπάσει τα δικά της εγκλήματα». Επιπλέον, ο Γεώργιος Σιάντος επεσήμανε πως η ομηρία έστω και σαν μέτρο άμυνας, δεν έπρεπε να εφαρμοστεί διότι δεν υπήρχαν τα μέσα μεταφοράς και διατροφής όλων όσων συνελήφθησαν. 

    Ο ΕΛΑΣ άρχισε να εφαρμόζει το μέτρο της ομηρίας ως ύστατο μέτρο ασφαλείας μόλις από τις 18 Δεκέμβρη και εφόσον ήδη είχε επιστρατευτεί πολύ νωρίτερα από τον αντίπαλο. Επιπλέον, η ΚΕ του ΕΑΜ έστειλε επιστολή στις 28 Δεκεμβρίου στο Δαμασκηνό, που αφού έθεταν το θέμα, ζητώντας την αμοιβαία απελευθέρωση των ομήρων. Ταυτόχρονα, την ίδια ημέρα η ΚΕ του ΕΛΑΣ διέταξε «αυτοποροαιρέτως και μονομερώς των μη βαρυνομένων ατομικώς με εγκλήματα γυναικών, καθώς και εκείνων που είναι πιο εξασθενισμένοι, ανεξάρτητα από φύλο και ηλικία». Ωστόσο, καμία αντίστοιχη ενέργεια δεν συνέβη από την αντίθετη πλευρά. Τέλος, μετά από τη συνθηκολόγηση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στις 11 Γενάρη, όλοι οι αιχμάλωτοί του απελευθερώθηκαν. Αντίθετα, είναι γνωστό ότι από την κυβερνητική πλευρά, οι διώξεις, συλλήψεις και εκτελέσεις εντάθηκαν.

    Επίλογος

    Οι συνθήκες της εποχής κατά την πρεμιέρα του έργου καθιστούσαν αδιανόητο να δώσει τα χέρια ένας κομμουνιστής με έναν δεξιό. Ο διαχωρισμός των ανθρώπων γινόταν - και γίνεται - με βάση το ιδεολογικό πρόσημο και όχι με βάση την κοινωνική διαστρωμάτωση. Αυτό δεν σημαίνει πως η ιδεολογική τοποθέτηση δεν αξιολογείται ή πρέπει να αποκρύβονται οι ευθύνες των πράξεων που απορρέουν από αυτήν. Όπως, έχει σωστά υποστηρίξει ο Μίκης, ο διαχωρισμός πρέπει να γίνεται με όρους κοινωνικούς. Εξάλλου, έχει γράψει, πως στο θέμα του Εμφυλίου, «αντικειμενικά, ιστορικά, η Αριστερά είχε δίκιο, γιατί πάλευε για την πρόοδο. […] Το μεγαλύτερο μέρος των φαντάρων που πολέμησαν ενάντια στο Δημοκρατικό Στρατό, στο βάθος δεν ήξερε γιατί πολεμάει. Ήταν θύμα της έξαλλης αντικομμουνιστικής προπαγάνδας και της ομαδικής πολεμικής υστερίας που τόσο έντεχνα ξέρουν να δημιουργούν με τα τεράστια προπαγανδιστικά και καταπιεστικά μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι κρατούντες». Στην πλειοψηφία τους οι φαντάροι ήταν παιδιά λαϊκών οικογενειών που στέλνονταν στο μέτωπο να σκοτωθούν για τα συμφέροντα άλλων. Άλλωστε, οι αντάρτες καλούσαν διαρκώς τους φαντάρους να περάσουν τη γραμμή και να ενταχθούν στις δικές του τάξεις, ενάντια στον αληθινό εχθρό.

    Φτάνοντας στο σήμερα και συγκρίνοντας τις παρούσες συνθήκες με το παρελθόν, θα δούμε σε σαφώς μικρότερο βαθμό διαθέσεις εμφυλιακής σύγκρουσης, όχι με τη μορφή της πολεμικής διάθεσης, αλλά οπωσδήποτε με τη μορφή της πολιτικής αντιπαράθεσης. Ο εμφύλιος πόλεμος στάθηκε αφορμή ώστε να επικρατήσει η πολεμική ενάντια στην ιδεολογική διαπάλη, με την έννοια ότι θα πρέπει όλοι μονιασμένοι χωρίς πολιτικές έριδες να πορευόμαστε. Ωστόσο, όπως και ο ίδιος ο Μίκης υποστηρίζει, και προαναφέρθηκε, ο διαχωρισμός πρέπει να γίνεται με όρους κοινωνικούς. Στην – ακραίων ταξικών αντιθέσεων - κοινωνία μας, η συνειδητοποίηση της κοινωνικής, ταξικής θέσης του καθενός θα φέρει στο φως αυτό που οι νικητές του εμφυλίου σκόπιμα προσπαθούν να αποκρύψουν. Ότι εμφύλιος δεν είναι ο πόλεμος στον οποίο σκοτώνει «ο αδελφός τον αδελφό», όπως τιτλοφορείται ένα άλλο τραγούδι του Μίκη σε στίχους Ιάκωβου Καμπανέλλη, αλλά μία μάχη ώστε οι πάμπολλοι με τα κοινά συμφέροντα, να αγωνιστούν συσπειρωμένοι ενάντια στους λιγοστούς – εντός συνόρων -  εξουσιαστές τους.

    Πηγές:

    • Περί τέχνης, Μίκης Θεοδωράκης, 1976, Εκδόσεις Παπαζήσης
    • Μελοποιημένη ποίηση Β’ τόμος: Συμφωνικά, Μετασυμφωνικά, Ορατόρια, 1998, Εκδόσεις Ύψιλον
    Μίκης Θεοδωράκης: Το χρονικό μιας επανάστασης 1960-1967, Φώντας Λάδης, 2001, Εκδόσεις Εξάντας
    Μίκης Θεοδωράκης Α’ τόμος, Γιώργος & Ηρώ Σγουράκη, 2009, Εκδόσεις Αρχείο Κρήτης
    Μίκης Θεοδωράκης - 85 χρόνια Άξιος Εστί, Γεώργιος Π. Μαλούχος, 2010, Εκδοτικός Οργανισμός Π. Κυριακίδη
    • Το Χρέος, Μίκης Θεοδωράκης, 2011, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
    • Ένθετο cd: Μίκη Θεοδωράκη, Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, 2001, Warner
    • Το χρώμα της ελευθερίας, Παραγωγή ΣΚΑΪ, 2009
    • Ντοκουμέντο: Ο Μίκης Θεοδωράκης, αφηγείται τη ζωή του στον Γ.Π. Μαλούχο στον ΣΚΑΪ 100.3, cd 29, 2014, Παραγωγή: MINOS-EMI
    • Πέντε και μία απ’ τις ημέρες της Μακρονήσου, Γιώργος Γιωτόπουλος, 1983
    • Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 11.7.1999
    • Εφημερίδα «Αυγή», Άρθρο του Σπύρου Κακουριώτη, 15.03.2015
    • Κείμενο του Ζήσιμου Χ. Συνοδινού στις 3.7.2013 για την Εταιρεία Μελέτης της Ιστορίας της Αριστερής Νεολαίας (ΕΜΙΑΝ)
    • Μήνυμα Μίκη Θεοδωράκη προς το Δήμαρχο Πεντέλης Δημήτρη Στεργίου – Καψάλη στις 17.11.2013
    • Εφημερίδα «Αυγή, Άρθρο της Δανάης Γιαννοπούλου, 30.11.2014
    • ΚΟΜ.ΕΠ., τ. 2/2015, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή





    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #29148   /   11.04.2015, 20:13   /   Αναφορά
    Παναγιώτη έκανες μια πολύ σπουδαία μελέτη πάνω στο θέμα και φώτισες πολύ ωραία δεκάδες πτυχές του έργου και της ιστορίας! Το συγχαρητήρια και το μπράβο είναι λίγα για τον κόπο που έκανες για να συλλέξεις και για να δέσεις τόσες διαφορετικές πληροφορίες!
    #29150   /   14.04.2015, 23:21   /   Αναφορά
    Εκπληκτικό κείμενο!Είχα την τύχη να δω τη παράσταση στο Badminton.Ενώ πριν 2 χρόνια κατάφερα να δω το Ποιος τη ζωή μου!Διαβάζοντας το κείμενο και φέρνοντας στο Νου μου τον Μίκη θυμήθηκα κάτι από τα παλιά, ένα απόσπασμα από ραδιοφωνική εκπομπή του Μάνου Χατζιδάκι στο Τρίτο Πρόγραμμα https://www.youtube.com/watch?v=0- Pmnfdfe98. Δε μπορώ να ξεχάσω όμως και κείνα τα λόγια του Μίκη όταν ρωτήθηκε" Ποια είναι τα οράματα ενός γηραιού Μίκη Θεοδωράκη; Και εκείνος απάντησε: Τα «οράματά» μου βρίσκονται μέσα στη μουσική, στα τραγούδια και στα βιβλία μου. Στην πράξη κάθε φορά εκλαϊκεύω την ουσία της θεωρίας μου για την Συμπαντική Αρμονία. Καταγγέλλω το Χάος και υπερασπίζομαι την Αρμονία. Ποιος δεν ξέρει αυτούς που εκπροσωπούν σήμερα τις δυνάμεις του Χάους με την έπαρση, την βία και τον πόλεμο; Και ποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι η Ειρήνη, η Δικαιοσύνη, η Αγάπη και η Αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων και των Λαών αποτελούν τα πολυτιμότερα αγαθά; Το όραμά μου λοιπόν είναι ο Πολιτισμός. Ένας πανανθρώπινος, ζωντανός πολιτισμός που να εκφράζει τον σύγχρονο άνθρωπο, να τον εμπνέει και να του χαρίζει την πνευματική και ψυχική δύναμη για να στερεωθεί κάποτε η Αρμονία σε όλη τη γη, σε όλους τους ανθρώπους, με σεβασμό στη Φύση και στη Ζωή. Υγ: Συνέχισε να γράφεις και να μας υπενθυμίζεις πάντα πως ο πολιτισμός και η ιστορία είναι τα κληροδοτήματα μας.Αν τα χάσουμε αυτά δεν είμαστε Κανείς!!Καλή συνέχεια...
    #29151   /   14.04.2015, 23:32   /   Αναφορά
    Το απόσπασμα από τη ραδιοφωνική εκπομπή του Μάνου Χατζιδάκι στο Τρίτο Πρόγραμμα

    https://www.youtube.com/watch?v=0-Pmnfdfe98