ελληνική μουσική
    722 online   ·  210.851 μέλη

    Μάνος Χατζιδάκις

    Agnie
    09.06.2004, 19:17
    MΕΓΑΛΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ


    Μια εκπομπή που παρουσιάζει μεγάλους συνθέτες, πρωτοποριακούς χορογράφους και μοναδικούς ερμηνευτές, οι οποίοι σημάδεψαν την πορεία και την εξέλιξη της Τέχνης που υπηρέτησαν.


    Δείτε σήμερα: "Μάνος Χατζιδάκις"
    Με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι, η εκπομπή τον θυμάται και τον τιμά μέσα από δυο σημαντικές στιγμές, τις οποίες είχε τη μεγάλη τύχη να καταγράψει η ΕΡΤ.
    Η πρώτη αφορά στη συνάντηση του Μάνου Χατζιδάκι με τον Μορίς Μπεζάρ, στο σπίτι του μεγάλου συνθέτη, όπου οι δυο παλιοί φίλοι μιλάνε για τη δουλειά και τη φιλία τους. Παράλληλα παρακολουθούμε στιγμές από το έργο τους, όπως κάποιο απόσπασμα από την τελευταία δουλειά του Μπεζάρ στο Μέγαρο Μουσικής, με τις Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς. Η σκηνοθεσία είναι του Μιχάλη Μούζα.
    Η δεύτερη αφορά σ' ένα απόσπασμα από μια συναυλία της Ορχήστρας των Χρωμάτων, δημιούργημα και καμάρι του Μάνου Χατζιδάκι, στο Ηρώδειο με τιμώμενο πρόσωπο τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή. Είχε παρουσιαστεί μάλιστα το έργο "Εγκώμιον Ανδρός Επιφανούς" του Έλληνα μουσικοσυνθέτη, αφιερωμένο στον μεγάλο μας πολιτικό άνδρα, όπου, εκτός από τους μουσικούς της Ορχήστρας των Χρωμάτων, συμμετείχε και η Χορωδία της ΕΡΤ. Η σκηνοθεσία είναι του Κωσνταντίνου Ζωγόπουλου.


    Συντελεστές:
    Παρουσίαση: Αλέξης Κωστάλας


    http://www.ert.gr/tv/


    spiroos
    15.06.2006, 12:18
    Σαν σήμερα, όπως γράφει και η ατζέντα του MusicHeaven, έφυγε το 1994 ο Μάνος Χατζιδάκις. Έχουν γραφτεί τα πάντα για αυτόν. Εγώ αρκούμαι σε ένα απόσπασμα, επίκαιρο λόγω Μουντιάλ, από μια μπαλάντα του για τον Τζορτζ Μπεστ (Καθημερινή, 11-06-06):


    Κι όσο για μένα
    ΄Ετσι καθώς θα μαι χωμένος
    Στην πατρική μου γη
    Οι απόγονοι
    Θα ρχονται κάθε Κυριακή
    Να με ποτίζουν έρωτα
    Ψωμάκι και βροχή...
    vasiloukos
    15.06.2006, 15:54
    ''Μια και με γράψανε φονιά
    πήρα τον κόσμο παγανιά
    και τη ζωή σεργιάνι
    Κακό να κάνω στους κακούς
    που εσύ μονάχα τους ακούς
    μα ο νους σου δεν τους πιάνει
    Στην ερημιά που είχα βρεθεί
    με το 'να χερι στο σπαθί και τ' άλλο στο 'βαγγέλιο...''

    [Ένας ευαίσθητος ληστής, Νίκος Γκάτσος, Μάνος Χατζιδάκις]
    eneni
    15.06.2006, 16:15
    Σημερα, στις 21.00 στην εκπομπή του στον Μελωδία ο Θωμα'ί'δης θα έχει αφιέρωμα στον Χατζιδάκι. Και απ ό,τι ακούσα το πρωί θα έχει και σπάνιες ηχογραφήσεις.

    nefos
    28.06.2006, 18:06
    Μάνος Χατζιδάκις, 12 χρόνια μετά

    Η Ορχήστρα των Χρωμάτων υπό τον Μίλτο Λογιάδη παίζει τις Γυμνοπαιδιές του Σατί
    Τη 12η επέτειο θανάτου του ιδρυτή της τίμησε η Ορχήστρα των Χρωμάτων υπό τον Μίλτο Λογιάδη στη συναυλία που έδωσε στο Μέγαρο Μουσικής στις 16/6/2006.



    Η συναυλία αναπαρήγαγε τις κάποτε επίκαιρα ανατρεπτικές επιλογές ρεπερτορίου του φιλέρευνου Μάνου Χατζιδάκι. Ως προανάκρουσμα αποδόθηκαν με ευαισθησία οι Γυμνοπαιδιές Ι & ΙΙΙ του Ερίκ Σατί, προπάππου των μινιμαλιστών. Ακολούθησε το Κοντσέρτο για βιολί του Μπέντζαμιν Μπρίτεν. Σολίστας υψηλών επιδόσεων με ιδιοσυγκρασία ταιριαστή στον ώριμο ρομαντισμό και στο ρεπερτόριο του 20ού αιώνα, ο Γιώργος Δεμερτζής πρόσφερε μια ερμηνεία συνεπή, με σαφές στίγμα βασισμένο σχεδόν αποκλειστικά στη δυναμική συνισταμένη της γραφής του Αγγλου συνθέτη. Παίζοντας γενικά με υψηλές ταχύτητες, συνεργάστηκε αρμονικά με τον αρχιμουσικό στο πλάσιμο ενός σφιχτοδεμένου συνολικού ακροάματος χαρακτηρισμένου από σβέλτη, αθλητική φραστική, με το αιχμηρό παίξιμο του βιολιού να υπαγορεύει τον τόνο και να εκτονώνει τη συσσωρευόμενη ένταση σε εκρηκτικές εξάρσεις. Αντίθετα, τα λιγοστά ξέφωτα λυρικής ανάπαυλας και το μάλλον αγέλαστο, αργό μέρος απέδωσε ο Δεμερτζής με την καθαρόαιμα ρομαντική όψη της τέχνης του. Μετά το διάλειμμα ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος και η Εφη Μητρίτσα απέδωσαν τραγούδια του Χατζιδάκι για το θέατρο, ενορχηστρωμένα -θέμα που σηκώνει σοβαρή συζήτηση- από τον ίδιο και τους Γ. Σαμπροβαλάκη, Γ. Δούση.

    enet 28/6/06
    megaloserwtikos
    09.11.2006, 19:33
    Παίρνω στην τύχη ένα παλιό τόπικ με θέμα ''Μάνος Χατζιδάκις'', απλά και μόνο για να πω κυρίως στους νεώτερους, αν θέλουν να έρθουν σε κάποια επαφή με την ζωή του συνθέτη, η Ελευθεροτυπία έχει ένθετο αφιερωμένο σε αυτόν.

    Πολύ καλό, πολύ ενημερωμένο. Σε πάει στις εποχές εκείνες, αξίζει τον κόπο.

    Είναι στο σημερινό φύλλο της Πέμπτης, 9 νοε.

    30 σελίδες, κατατοπιστικότατες για την εποχή και την ζωή του.
    semplice
    18.12.2006, 00:54
    Ήρθε βοριάς ήρθε νοτιάς


    Μουσική/Στίχοι: Χατζιδάκις Μάνος/Αραβαντινός Γιάγκος




    Αγάπη μου σε γύρευα σ' αυγή και σε φεγγάρι
    και στα ψηλά τα σύννεφα σε γύρευα τυφλός
    μα ήρθε ο καιρός, ήρθε η βροχή κι η δροσερή σου χάρη
    αγάπη μου σε γύρεψα γιατί ήσουν ουρανός

    Κι αν ο Θεός που σ' έπλασε με μιαν ευχή μεγάλη
    να 'χεις αστέρι στα μαλλιά και μια χρυσή καρδιά
    στ' αλώνια ευθύς υψώθηκε το χρυσαφένιο στάρι
    αγάπη μου σ' αγάπησα γιατί ήσουν ουρανός

    Αγάπη μου πώς σ' έχασα, πώς η καρδιά μου εστάθη
    και τα πουλιά σ' αρπάξανε μες στην πολλή βροχή
    ήρθε νοτιάς ήρθε βοριάς το κύμα να σε πάρει
    αγάπη μου που μου'φυγες γιατί ήσουν ουρανός

    Συγκλονιστικό τραγούδι...
    Και η ερμηνεία του Μάνου Χατζιδάκι μοναδική εμπειρία,ανεπανάληπτη..



    newplaton
    19.12.2006, 03:40
    Βρήκα την κασέτα από ένα παλιό μέλος της ΧΝΕ (Χατζιδακική Νεολαία Ελλάδος)! Την απομαγνητοφώνησα αλλά δεν δημοσιεύτηκε ποτέ αφού κομμάτι της έχει μπει σε παλιότερο τεύχος της "Οδού Πανός"(ακυρώνοντας την όποια αποκλειστικότητα της δικής μου δημοσίευσης).Μιας και έκανα τον κόπο, μην πάει χαμένος...


    Ο Μάνος Χατζιδάκις στην εκπομπή της Αλίκης Βουγιουκλάκη
    (Αντέννα 97,1 / 5 Φεβρουαρίου 1989)



    Φίλες και φίλοι, ακούτε την εκπομπή «Ό,τι γίνεται σήμερα», από τον ραδιοφωνικό σταθμό “Αντέννα”, με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Σημερινός μας καλεσμένος ο Μάνος Χατζιδάκις.




    ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ: Όταν ξέρω ότι ο Μάνος Χατζιδάκις βρίσκεται κάπου στην Αθήνα –και μένουμε και κοντά- να, πώς να το πω…παίρνω κουράγιο για τη ζωή και τη δημιουργία κι ελπίζω πως κάποτε πάλι θα βρεθούμε μαζί, πάλι θα δουλέψουμε μαζί, πάλι θα ξαναγεννηθεί μέσα μου η αγάπη για καινούργιους υψηλούς στόχους, για τελειότητα, για τέχνη υψηλών αισθητικών απαιτήσεων. Κι ακόμα η αγάπη μου, η αγάπη που ανέφερα για το Μάνο Χατζιδάκι, είναι αυτονόητη πιστεύω και δεν θέλω να πω τίποτα γι' αυτήν. Γιατί, η αληθινή αγάπη, κυρίες και κύριοι, δεν περιγράφεται με λέξεις...

    Μουσική: "Η μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων"

    ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ: Μάνο Χατζιδάκι, χαρακτηρίζεσαι ιδιοφυής καλλιτέχνης. Από άλλους χαρακτηρίζεσαι η σημαντικότερη προσωπικότητα στο χώρο της μουσικής. Ας ξεκινήσουμε από δω, εκτός κι αν έχεις κάποια ένσταση, ας πούμε, για τους τίτλους.
    ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Να απορρίψουμε τους τίτλους. Θα προτιμούσα ν' αρχίζαμε κατ' ευθείαν σ' αυτό που θέλεις να με ρωτήσεις και σ' αυτό που θα μπορέσω να απαντήσω.
    Α.Β.: Σωστά, εγώ πάντως Μάνο Χατζιδάκι σε θεωρώ μεγάλο καλλιτέχνη, τον μεγαλύτερο συνθέτη της εποχής μας. Πόσο μπορεί η εποχή μας ή πόσο έχει τη διάθεση να πληγώνει τα ξεχωριστά της παιδιά;
    Μ.Χ.: Κατ' αρχήν για να πληγωθούν τα ξεχωριστά παιδιά, πρέπει να πληγώνονται. Εγώ δεν είμαι απ' αυτούς που πληγώνονται. Ζω πολύ άνετα στον τόπο μου, παλεύω, είμαι ζωντανός, όπως ήμουνα πάντοτε.
    Α.Β.: Έχεις παραμείνει ένας έφηβος...
    Μ.Χ.: Όχι, ζωντανός, άλλο έφηβος κι άλλο ζωντανός. Το να παραμένεις έφηβος προϋποθέτει και λίγη αφέλεια. Εγώ δεν έχω αφέλεια, έχω όλη τη γνώση της ηλικίας μου και είμαι ζωντανός, αυτό είναι καλύτερο.
    Α.Β.: Έχεις κρατήσει όμως και τα νεανικά στοιχεία, τα αγωνιστικά σου.
    Μ.Χ.: Απ' την ώρα που είσαι ζωντανός είσαι και αγωνιστής.
    Α.Β.: Μάλιστα. Η ανάγκη να κάνει ο καλλιτέχνης ή να λέει ελεύθερα αυτό που θέλει, στις μέρες μας, έχει ακριβό αντίτιμο;
    Μ.Χ.: Δε νομίζω, εξαρτιέται το τι λέει κανένας. Εγώ από πολύ νέος έλεγα αυτό που ήθελα και πλήρωνα το αντίτιμό μου κάθε φορά που μου το ζητούσαν. Το αντίτιμο αυτό είναι κάτι σαν τη φορολογία, πρέπει να πληρώνεται για να μπορείς να είσαι ελεύθερος.
    Α.Β.: Το έργο του μεγάλου καλλιτέχνη πρέπει να κρίνεται σε σχέση με την ιδιωτική του ζωή ή ανεξάρτητα και πόσο διαφορετικά μπορούν να είναι αυτά μεταξύ τους;
    Μ.Χ.: Η ιδιωτική ζωή και η εργασία που κάνει ένας καλλιτέχνης, είναι αλληλένδετα. Δεν υπάρχει ιδιωτική ζωή χωριστά. Δεν μπορεί εγώ να είμαι κλέφτης ποδηλάτων φερ' ειπείν και να γράφω πολύ καλά τραγούδια. Θα πρέπει να έχω λύσει τα προβλήματά μου αυτά από την παιδική ηλικία και να προχωρήσω στην μουσική ή στην τέχνη τελοσπάντων με την οποία ασχολούμαι. Δεν νομίζω ότι η ιδιωτική ζωή είναι άσχετη. Κι αυτοί που για τους άλλους φαντάζουν όχι ηθικοί, οι καλλιτέχνες, είναι ηθικότατοι. Μόνο που έχουμε διαφορετικά κριτήρια για να τους αντιμετωπίσουμε και που οι πολλοί δεν τα γνωρίζουν.
    Α.Β.: Συνεχίζουμε στην επόμενη ερώτηση...Για δες, να κάνω εγώ τον δημοσιογράφο! Έχω τρακ, το ξέρεις; Ειλικρινά, γιατί σε ξέρω πολύ σαν άνθρωπο...
    Μ.Χ.: Μ' αρέσεις που είσαι δημοσιογράφος.
    Α.Β.: Και που φοράω τα γυαλιά (γέλια).
    Μ.Χ.: Να είσαι μία εθνική σταρ και να γίνεσαι δημοσιογράφος, είναι σπουδαίο. Διότι, βλέπεις, οι δημοσιογράφοι δεν πρόκειται να γίνουν εθνικοί σταρ ποτέ.
    Α.Β.: Σ' ευχαριστώ πολύ, ας μη μιλάμε όμως τώρα για τίτλους όπως είπες και στην αρχή αλλά, εγώ δεν προσπαθώ να κάνω το δημοσιογράφο, προσπαθώ να ζωγρφίσω ανθρώπινα πορτρέτα –μια και είμαι πολλά χρόνια στο χώρο- σπουδαίων προσωπικοτήτων. Έχει την τύχη η εκπομπή ότι γίνεται σήμερα και ακούγεται ο Μάνος Χατζιδάκις.

    Μουσική: "Αθανασία"

    Α.Β.: Η μουσική γενικά, το τραγούδι ειδικότερα -μιλάω για τη χώρα, τώρα- περνάει καλή φάση ή όχι;
    Μ.Χ.: Γιατί να περνάει, “καλή φάση”; Γιατί να υπάρχει κρίση; Πρώτα απ' όλα δεν είναι εύκολο να υπάρχουν μεγάλες φυσιογνωμίες κάθε φορά στο τραγούδι. Το τραγούδι κάθε χώρας, πορεύεται με μέτριους συνθέτες. Όταν καμιά φορά βρεθεί καμία μεγαλοφυΐα, δεν πάει να πει ότι πρέπει αμέσως μετά, στην επόμενη γενιά, να αναζητήσουμε την αντίστοιχη συνέχεια. Λοιπόν, ε, είχατε την τύχη να' χετε ένα δυο μεγαλοφυΐες στο τραγούδι, όπως ήμουν του λόγου μου κι ο Θεοδωράκης –μ' όλο που δεν τον συμπαθώ και πολύ με τον τρόπο που δουλεύει...
    Α.Β.: Α, δεν είσαστε στα καλά σας τώρα;
    Μ.Χ.: Ποτέ δεν ήμασταν στα καλά μας, τελοσπάντων...αλλά τελοσπάντων είναι ένας συνθέτης που δεν έχει καμία σχέση με την μετριότητα των συνθετών. Δεν πάει να πει ότι κάθε γενιά πρέπει να αναζητάτε τους αντίστοιχους. Πολύ σας είναι, για εκατό χρόνια και αρκετά...(γέλια).
    Α.Β.: Και ευχαριστούμε πολύ που μας το' πες για να τ' ακούσουνε κι οι ακροαταί γιατί είναι αστείο...
    Μ.Χ.: (γέλια) Όχι, σας το' πα για να το ξέρετε...
    Α.Β.: Είναι αστείο ν' αναζητάμε όταν υπάρχει ο Χατζιδάκις, ποιος θα είναι ο διάδοχος...
    Μ.Χ.: Χρυσό μου παιδί, και να μην υπάρχει ο Χατζιδάκις, το αίτημα του τραγουδιού, του καθημερινού τραγουδιού, δεν είναι να υπάρχει μια μεγαλοφυΐα για να στο δώσει. Υπάρχουν πολύ ωραία τραγούδια που γίνονται συνεχώς και θα γίνονται, τα οποία συγκινούν και μένα και σήμερα και χθες και αύριο.
    Α.Β.: Πες μου ένα απ' αυτά.
    Μ.Χ.: Πάρα πολλά. Να σου πω του Σαββόπουλου, να σου πω της Πλάτωνος, να σου πω των αδερφών Κατσιμίχα, να σου πω του Τζίμυ Πανούση, να σου πω του Ξυδάκη, αριστουργήματα, του Σπανουδάκη. Ο Ξυδάκης είναι και πολύ ταλαντούχος μάλιστα, έχει κάνει κάτι τραγούδια τα οποία τ' ακούω ώρες και μ' αρέσει να τ' ακούω. Λοιπόν, το τραγούδι πάει μια χαρά. Αν τώρα εμείς έχουμε ανάγκη από 150 τραγούδια το μήνα για να πούμε ότι είμαστε καλά, τι σου φταίει;
    Α.Β.: Σωστά. Το δικό σου όμως μουσικό έργο, κλασικό πια σ' ένα μεγάλο μέρος του, καθώς περνάει ο χρόνος, ακούγεται όλο και πιο φρέσκο. Φαίνεται σύγχρονο, ακούγεται το ίδιο όμορφο, όπως εκείνη την εποχή που γράφτηκε, φαίνεται και παραμένει διαρκώς νέο –κι αυτό δεν είναι προσωπική μου γνώμη μόνο. Υπάρχει λοιπόν κάποιο μυστικό, Μάνο Χατζιδάκι;
    Μ.Χ.: Σου δίνω το λόγο της τιμής μου, δεν έκανα τίποτα για να παραμείνει, αλλά ούτε με εκπλήσσει το γεγονός. Όσο δεν με εκπλήσσεις κι εσύ που είσαι τόσο νέα και όμορφη αυτή τη στιγμή μπροστά μου...
    Α.Β.: Με τα γυαλάκια μου (γέλια).
    Μ.Χ.: Με τα γυαλάκια σου...

    Ερώτηση ακροατή: “Κάποιος που κλαίει στη θέα ενός ας πούμε μικρού πουλιού, είναι ευαίσθητος ή άρρωστος; Ποια είναι τα όρια της ευαισθησίας;”.

    Μ.Χ.: Δεν υπάρχουνε όρια στην ευαισθησία. Εξαρτιέται, πώς σκοτώθηκε το πουλί και τι προκαλεί το κλάμα ενός ανθρώπου μπροστά στη θέα του. Δεν νομίζω ότι μπορούν να καθοριστούν όρια σε μια τέτοια σκηνή. Εξίσου μπορώ να μην κλάψω και εξίσου μπορώ να κλάψω, χωρίς να είμαι άρρωστος.

    Ερώτηση ακροατή: “Πώς η φόρμα και το περιεχόμενο -και σε ποιες αναλογίες- φτιάχνουν το τέλειο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα;”.

    Μ.Χ.: Αυτά ανήκουν στους ειδικούς, αυτούς που ασχολούνται με την τέχνη, οι μουσικολόγοι, οι θεατρολόγοι. Δεν νομίζω ότι μπορεί να δώσει απάντηση κανένας αληθινός καλλιτέχνης. Αυτά τα ξέρουν οι... νεκροθάφτες της Τέχνης.

    Μουσική: "Έχω ένα μυστικό"


    Α.Β.: Παρακολουθείς την πολιτική επικαιρότητα σε καθημερινή βάση, ναι ή όχι;
    Μ.Χ.: Βεβαίως, στέλνω επιστολές, διαμαρτύρομαι, σαν κάθε Έλληνας πολίτης.
    Α.Β.: Υπάρχουν πράγματα που σε κάνουν να γελάς ή να λυπάσαι;
    Μ.Χ.: Πάρα πολλά, καθημερινώς, και επιλέγω τα πιο σημαντικά για να διαμαρτύρομαι. Γιατί αν διαμαρτυρόμουν για όλα όσα γίνονται θα' χα γίνει γραφικός, κι αυτό το αποφεύγω.
    Α.Β.: Έχεις μια ιδιαίτερη ευαισθησία για πράγματα που γράφονται για σένα και σε πληγώνουν;
    Μ.Χ.: Όχι, όχι, δεν με πληγώνει τίποτα! Απλώς μερικά πράγματα, με απωθούν. Ας πούμε, ματαιώθηκε μια συναυλία μου στην “Πέτρα”, διότι οι οργανωτές δεν φέραν πιάνο, ε και πώς να γίνει η συναυλία...Ενώ ήμουν έτοιμος να πάω μου είπαν δεν έχουμε πιάνο και δεν πήγα, δεν έγινε. Συμφώνησαν κι αυτοί ότι δεν μπορούσε να γίνει η συναυλία. Διαβάζω σήμερα σε μια απογευματινή εφημερίδα “Δεν φέραν το πιάνο στο Μάνο...Φέρτε ένα πιάνο ρε παιδιά!”, με τη φωτογραφία μου. Μου ήρθε ταμπλάς. Πού να το προβλέψεις, μια τόσο χυδαία έκφραση, να στο βάζουν στο στόμα σου, με τη φωτογραφία σου: “Φέρτε ένα πιάνο ρε παιδιά!”. Είναι θλιβερό. Φυσικά φταίει αυτός ο δημοσιογράφος που νόμισε ότι έδινε με εντατικό τρόπο την είδηση της ματαιώσεως της συναυλίας. Εγώ απλώς αισθάνθηκα ένα ανατρίχιασμα χυδαιότητας.
    Α.Β.: Ναι, σε καταλαβαίνω...
    Μ.Χ.: Αλλά, αυτό δεν μπορεί να με κάνει να διαμαρτυρηθώ...ένας βλαξ εκεί πέρα...
    Α.Β.: Ας αλλάξουμε κλίμα κι ας μιλήσουμε για τον έρωτα. Πόσο ερωτικά πλάσματα είναι οι νεότερες γενιές καλλιτεχνών σε σύγκριση με παλιότερες; Βρίσκεις διαφορές;
    Μ.Χ.: Εδώ θα σου πω ότι καλύτερα να μη μιλήσουμε γιατί ο έρωτας είναι μία αυθύπαρκτη έννοια με τη ζωή. Το να την αναλύουμε, την αναλύουν συνήθως οι άνθρωποι που δεν είναι ερωτικοί. Οι αληθινοί άνθρωποι, οι ζωντανοί, οι οποίοι αυτομάτως είναι και ερωτικοί, δεν ασχολούνται με τον έρωτα. Δεν έχω δει κανένα σοβαρό άνθρωπο να μου μιλάει για το ερωτικό στοιχείο, το ερωτικό στοιχείο ενυπάρχει, με την ίδια φυσικότητα όπως όταν διψάμε πίνουμε νερό, όπως όταν πεινάμε τρώμε, όταν νυστάζουμε κοιμόμαστε. Ο έρωτας είναι μια φυσική λειτουργία, γιατί να την απομονώνουμε από μας και να την κάνουμε σαν μια απασχόληση;
    Α.Β.: Για τον ερωτισμό μέσα στη δουλειά ήθελα να ρωτήσω...
    Μ.Χ.: Κάθε αληθινή εργασία είναι και ερωτική. Αυτός ο διαχωρισμός, “αυτός είναι ερωτικός, αυτός είναι επικός”, είναι αστείος.
    Α.Β.: Η εποχή μας είναι ερωτική, έχει ερωτισμό;
    Μ.Χ.: Όσο ερωτική μπορεί να είναι μια εποχή με τις αντιθέσεις της, με τα προβλήματά της, με τις αγωνίες της. Κάθε εποχή είχε παρόμοια θέματα επί τάπητος, μόνο που ήταν διαφορετική η συμμετοχή του κόσμου, σήμερα είναι συνολική η συμμετοχή του κόσμου στα προβλήματα. Αλλά ο ερωτισμός είναι μια έννοια ταυτόσημη με την έννοια άνθρωπος.
    Α.Β.: Βρίσκεις σήμερα συνεργάτες, σαν τον Κουν ας πούμε, με τους οποίους μπορείς να συνεργαστείς σ' ένα επίπεδο που θα' θελες ή αυτό δεν συμβαίνει ποτέ σχεδόν πια;
    Μ.Χ.: Κοίταξε, έχω μόνιμο συνεργάτη μου το Γκάτσο, με τον οποίο εργάζομαι πάρα πολύ σπουδαία εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν μεγάλο δυστύχημα που έφυγε ο Κουν, αλλά είχα πάψει προ πολλού καιρού να εργάζομαι στο θέατρο, όπως έπαψα να εργάζομαι και στον κινηματογράφο. Ο άνθρωπος που ασχολείται με την τέχνη, όσο προχωράει ο καιρός γίνεται, με την καλή έννοια, εγωιστής, δεν έχει καιρό να επενδύει, διότι θέλει να επενδύει τον εαυτό του συνεχώς.
    Α.Β.: Α, ναι, τώρα μου απάντησες στην ερώτηση ποιο είναι το ειδικό ενδιαφέρον που έχει η δουλειά του συνθέτη στο θέατρο ή στον κινηματογράφο.
    Μ.Χ.: Εγώ να σου πω, ειδικά εγώ ήθελα να γίνω ηθοποιός, όταν ήμουνα νέος...
    Α.Β.: Έλα..!
    Μ.Χ.: Και άρχισα να γράφω μουσική διότι ο Κουν με απογοήτευσε και μου είπε ότι δεν πρέπει να γίνεις ηθοποιός και πρέπει να γίνεις μουσικός. Και 'γω από άχτι άρχισα να γράφω μουσική στο θέατρο. Όπως βλέπεις οι ανάγκες ήτανε πολύ διαφορετικές απ' αυτές που νομίζει ο κόσμος. Σήμερα διαβάζω για πολλούς συνθέτες οι οποίοι κάνουνε ολόκληρες πραγματείες για την έννοια “μουσική στο θέατρο”. Αυτά είναι κουραφέξαλα, αν μου επιτρέπεις, όποιος έχει ταλέντο και ξέρει και το θέατρο, αντιμετωπίζει το θέατρο επιτυχώς. Τι να το κάνω, τη γνώση του θεάτρου αν δεν έχεις ταλέντο...Αλλά θέλω να σου πω ότι αυτό έγινε διότι θέλησα να γίνω ηθοποιός, θα ήμουνα παρά λίγο συνάδελφός σου (γέλια).
    Α.Β.: Τι ευτυχία!
    Μ.Χ.: Δεν ξέρω αν ήμασταν συνάδελφοι, αν θα έλεγες “τι ευτυχία” (γέλια).
    Α.Β.: Καλό, καλό! (γέλια). Η δουλειά σου πάνω στον Αριστοφάνη είτε με τον Κουν είτε με τον Σολωμό, δημιούργησε πρότυπα, σχολή θα έλεγα. Ήταν συμπτωματική η σχέση σου με τον Αριστοφάνη ή προϊόν κάποιας ιδιαίτερης αδυναμίας;
    Μ.Χ.: Στον Αριστοφάνη; Μπα καθόλου, δεν τον ήξερα πριν ασχοληθώ μαζί του. Ήταν εντελώς προϊόν μιας αμηχανίας του Χουρμούζιου για 20 μέρες στο Ηρώδειο, που δεν ήξερε τι να τις κάνει και μας είπε, δεν κάνετε κανέναν Αριστοφάνη; Κι έτσι κάναμε τις "Εκκλησιάζουσες". Κι επειδή δεν βρήκα στίχους, επαναλαμβάναμε τις συλλαβές, “πα -πα –πα, πε –πε -πε”, και νομίζαν οι άλλοι ότι εμείς παίζαμε ή κάναμε χιούμορ. Απλούστατα δεν είχαμε στίχους και έπρεπε τα χορικά να έχουνε μια διάρκεια. Και δως του επαναλαμβάναμε τις συλλαβές για να κρατήσει μια διάρκεια. Αυτή είναι η αλήθεια του στυλ...μετά βέβαια γίνεται στυλ, αλλά για τους άλλους, όχι για μας.

    Μουσική: "Πες μου μια λέξη"

    Α.Β.: Αλήθεια, για πες μου για κείνη την εποχή του ελληνικού κινηματογράφου και κυρίως της “Φίνος Φιλμ”, και της δικιάς μας, ας τολμήσω να πω, συνεργασίας. Εκείνη την εποχή μου εμπιστεύτηκες πολύ σημαντικά τραγούδια...πώς μου τα εμπιστεύτηκες;
    Μ.Χ.: Γλυκιά μου Αλίκη, τότε όλοι μας, κι εσύ κι εγώ, εργαζόμαστε για την βιομηχανία της “Φίνος Φιλμ”. Ο ένας εμπιστεύονταν τον άλλον. Ούτε εσύ ήξερες ποιος είμαι καλά καλά,ούτε εγώ ήξερα ποια είσαι, εκτός από τη χάρη σου, η οποία ανέδυε και τότε εξίσου όπως και τώρα.
    Α.Β.: Αχ Μάνο, πάντα είσαι πολύ ευγενικός, αλλά εγώ εκείνη την εποχή την αναπολώ με νοσταλγία.
    Μ.Χ.: Γιατί; Έχεις κάνει τόσα ωραία πράγματα μετά...
    Α.Β.: Ίσως οι πρώτες εμπειρίες μου, η συνεργασία με ανθρώπους τέτοιας ποιότητας.
    Μ.Χ.: Εγώ βλέπω καμιά φορά αυτές τις ταινίες και ιδιαίτερα τα εξωτερικά, τους δρόμους -τα παλιά αυτοκίνητα ή οι άδειοι δρόμοι- και με πλήττουν θανάσιμα.
    Α.Β.: Προτιμάς τους σημερινούς δρόμους;
    Μ.Χ.: Ε, κι αυτοί είναι κακοί, αλλά κι εκείνοι ήταν κάκιστοι. Δεν νομίζω ότι υπάρχει καμία διαφορά σε κακότητα.
    Α.Β.: Όχι, όχι, σε κακότητα καμία. Και μια και μιλήσαμε και αναφερθήκαμε σ' εκείνο τον κινηματογράφο που το μόνο που εσένα σου έχει μείνει είναι οι δρόμοι και τα εξωτερικά της “Φίνος Φιλμ”...
    Μ.Χ.: Στη συνοικία του Αγίου Παύλου, εκεί που ήτανε μετά την Στουρνάρα, που μετακόμισε ο Φίνος σε ένα μεγαλύτερο, η εκκλησία του Αγίου Παύλου, ε; Εκείνη η συνοικία μου άρεσε πολύ, ιδίως τα απογεύματα όταν καθόμασταν ο Φίνος κι εγώ –δεν είχαμε δουλειά ή κάποιος μας την έσκαγε- και καθόμασταν με τις καρέκλες έξω. Αυτά δεν γίνονται σήμερα. Αυτά ήταν μοναδικά...
    Α.Β.: Μοναδικά, πολύ τρυφερά κι ύστερα εκείνες οι νύχτες οι ατέλειωτες που έγραφες τη μουσική για να προλάβει να βγει τη Δευτέρα η ταινία κι αυτά τα τραγούδια που μείνανε τελικά και που εγώ τα αναπολώ με πολύ νοσταλγία και τρυφερότητα.
    Α.Β.: Ο μεγάλος καλλιτέχνης, Μάνο Χατζιδάκι, όπως εσύ, έχει χρέος πρώτα να ψυχαγωγεί και μετά να κάνει ποίηση ή κάτι άλλο; Είναι αλήθεια ότι στην εποχή μας υπάρχει μια τεχνητή σε μεγάλο βαθμό θολούρα γύρω απ' αυτά τα θέματα.
    Μ.Χ.: Κοίταξε, είπες ότι πρέπει πρώτα να διασκεδάζει...Είναι δυο διαφορετικές δυνατότητες το να ψυχαγωγείς και το να κάνεις τέχνη.
    Α.Β.: Να ψυχαγωγείς με ποιότητα...
    Μ.Χ.: Το να διασκεδάζεις. Προηγουμένως έδωσα μια απάντηση, ότι η μεγάλη τέχνη είναι και εμπορική, δηλαδή ελκύει τον κόσμο, έχει ελκυστικότητα. Κανένα αληθινό καλλιτέχνημα δεν απωθεί τον κόσμο. Βέβαια, ποιον κόσμο. Αυτόν που θα πάει με τα στραγάλια του να διασκεδάσει, με τους σαλτιμπάγκους, ή με τους ισορροπιστές; Δεν νομίζω. Θέλει και μια σχετική προετοιμασία. Αλλά γι' αυτόν τον κόσμο που έχει την ευαισθησία να δεχτεί το καλλιτέχνημα, ελκύει. Τώρα, οι διασκεδαστές είναι μια άλλη κατηγορία ανθρώπων οι οποίοι δεν έχουν σχέση με την καλλιτεχνία και πρέπει να αποφύγουμε τη σύγχυση που δυστυχώς, στις μέρες μας, δημιουργείται μία σύγχυση γύρω απ' αυτές τις δύο έννοιες, του διασκεδαστή και του καλλιτέχνη.

    Μουσική: "Μες σ' αυτήν τη βάρκα είμαι μοναχή..."

    Α.Β.: Φίλες και φίλοι, ήταν η εκπομπή, “Ό,τι γίνεται σήμερα”, με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Συνεργάτης, ο Κοσμάς Ζαχάρωφ. Στον ήχο, ο Βαγγέλης Τσακίρης, και παραγωγός, ο Παναγιώτης Γκόλφης. Σήμερα, ακούσατε το Μάνο Χατζιδάκι. Θα' χετε τη χαρά και την ευτυχία, να τον ακούτε κάθε Σάββατο δύο ώρες και μία ώρα κάθε Κυριακή, από τις 4 Μαρτίου, στον Αντέννα, στο Πέμπτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι.

    Κοσμάς Ζαχάρωφ: Εδώ να τελειώσουμε με μια ευχή...Εύχομαι εγώ προσωπικά και νομίζω οι περισσότεροι Έλληνες, του χρόνου, να σε δούμε στην Επίδαυρο, με την “Αντιγόνη”, το δικαιούσαι και, προσωπική μου γνώμη, θα είσαι μια καταπληκτική Αντιγόνη.

    Α.Β.: Ευχαριστώ πολύ Κοσμά...Φίλες και φίλοι, με όλη μου την αγάπη, γεια σας.










    Ο Μάνος Χατζιδάκις στην εκπομπή της Αλίκης Βουγιουκλάκη (Αντέννα 97,1 / 5 Φεβρουαρίου 1989)
    Mesoxoritis
    21.12.2006, 15:28
    Newplaton, καταπληκτικό ντοκουμέντο και πολύ ωραία συνέντευξη. Σ' ευχαριστούμε πολύ...

    Mesoxoritis
    21.12.2006, 15:30
    Κάποια άρθρα για μερικούς δίσκους-cds του Χατζιδάκι.

    Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ
    Όμορφος, εφηβικός και αδιάκοπα ζωντανός

    Μουσική : Μάνος Χατζιδάκις
    Ποίηση: Ελύτης, Μυρτιώτισσα,Καβάφης, Σαραντάρης, Γκλατσος, Σολωμός, Σαπφώ, Ευριπίδης, Χορτάτζης,Σολομώντας.
    Ερμηνεία: Φλέρυ Νταντωνάκη, Δημήτρης Ψαριανός.

    Ο Μεγάλος Ερωτικός είναι ένας λαϊκός θεός που ζει στη φαντασία μας απ' τη στιγμή που γεννιόμαστε ίσαμε να πεθάνουμε, όμορφος, εφηβικός και αδιάκοπα ζωντανός.

    Ο Μεγάλος Ερωτικός δεν φοράει γραφικά τοπικά ρούχα. Φοράει δικά του που συνθέτουν δύσκολους συνδυασμούς ήχων, ανάλφρων χρωμάτων και ποιητικών ονείρων. Δεν περιέχει μηνύματα που εύκολα τα σβήνουν οι βροχές. Δεν αντιστέκεται.

    Από άσματος άρχεσθαι
    και επί των μελισμάτων αυτού
    και άδετε μετ' εμού.

    Η σειρά που ακολουθούν τα ποιήματα αυτά των Ελλήνων ποιητών σχηματίζει έναν αδιάσπαστο κύκλο τραγουδιών, μια λειτουργία για τον Μεγάλο Ερωτικό, κάτι σαν τους εσπερινούς Αγίων σ' ερημοκκλήσια μακρινά με τη συμμετοχή φανταστικών αγγέλων, εραστών, παρθένων και εφήβων. Είναι μια λιτανεία περίεργη,όμως και τόσο φυσική, στη εσωτερική κι απόκρυφη ζωή μας.

    Προσπάθησα να δημιουργήσω απλά τραγούδια αλλά όχι κι εύκολα. Γι' αυτό διάλεξα με προσοχή τους τραγουδιστές που θα τα ερμήνευαν.

    Και πρώτα η Φλέρυ Νταντωνάκη, με πάθος, σπάνια φωνή κι εσωτερική ένταση και ο Δημήτρης Ψαριανός, απέριττος, νεανικός και γνήσια λαϊκός.Και οι δυο τους τραγουδώντας στον «Μεγάλο Ερωτικό» νομίζω ότι δίνουν μαθήματα ήθους, αλήθειας και μαγείας στο λαϊκό τραγούδι. Με τα τραγούδια αυτά αποτείνομαι στην πιο κρυφή ευαισθησία των νέων ανθρώπων κάθε ηλικίας κι όχι στους εφήμερους και ανεξέλεγκτους ερεθισμούς τους.

    Τα τραγούδια αυτά δεν έιναι αισθησιακά. Λειτουργούν πέρα απ' την πράξη, στο βαθύ αίσθημα που χαρακτηρίζει οποιαδήποτε σχέση, κάθε μορφής, αρκεί να περιέχει τις προϋποθέσεις για ανθρώπινη επικοινωνία.

    Ο Μεγάλος Ερωτικός είναι μια σειρά από λαϊκά τραγούδια, που γράφτηκαν πρώτ' απ' όλα για να επικοινωνήσω εγώ ο ίδιος με όλα τα ελληνικά πρόσωπα που αγαπώ βαθιά, αυτά που γνώρισα, αυτά που θα γνωρίσω κι αυτά που δεν θα μπορέσω ποτέ μου να γνωρίσω. Κι ακόμη, μες απ' αυτά, να ενωθώ με την ψυχή του τόπου μου σε μια λειτουργία αθάνατη, ερωτική κι ελληνική.

    Μάνος Χατζιδάκις, 28 Νοεμβρίου 1972

    Ο Μεγάλος Ερωτικός ηχογραφήθηκε στα στούντιο της Κολούμπια από τις 16 Σεπτεμβρίου έως τις 29 Νοεμβρίου του 1972, με ηχολήπτη τον Στέλιο Γιαννακόπο.
    Το εξώφυλλο κοσμούσε έργο του ζωγράφου Γιάννη Μόραλη.
    Το 1973 ο Παντελής Βούλγαρης κινηματογράφησε τον Μεγάλο Ερωτικό.

    ΠΗΓΗ: 100 Δίσκοι και η ιστορία τους - ειδική έκδοση ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

    Mesoxoritis
    21.12.2006, 15:31
    ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
    Με τον λίβα και τις μουσικές των κυμάτων

    Μουσική:Μάνος Χατζιδάκις
    Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
    Ερμηνεία: Γιώργος Ρωμανός
    ΕΜΙ -1966

    Έφτασαν στο ξενοδοχείο «Βαλκάνια» τρεις κοπέλες απ' τη Θήβα και τη Λιβαδειά.Μια βαλίτσα κρατούσαν κι ένα μπουκέτο λουλούδια των αγρών. Ζήτησαν ένα τρίκλινο και να μην τις ξυπνήσει κανείς.Κι έπεσαν και κοιμήθηκαν κι έιδαν ένα όνειρο ότι έφτιαξαν μια καλύβα στην άμμο με τον λίβα και τις μουσικές των κυμάτων. Είχαν πουλήσει τους καρπούς που δίνει η γη όταν γεννάει και ήταν ψόφιες από την κούραση.Και την άλλη μέρα το πρωί, σαν ήπιαν καφέ με παξιμάδι -όπως μνημόσυνο μιας Κυριακής που πέρασε μέσα απ' τον ήλιο-βγήκαν στη γειτονιά που πουλούν μπαχαρικά, τσάι, φασκόμηλο, λιβιάνα και έφτασαν στη βιτρίνα που είχαν δει το περιοδικό.

    Τα κόκκινα τακούνια ήταν εκεί όπως στη φωτογραφία. Μπήκαν, τα πρόβαραν και αγόρασαν το ίδιο χρώμα και οι τρεις.Περπάτησαν στο λούνα παρκ. Είδαν το γύρο του θανάτου, την αίθουσα του τρόμου και ό,τι είχε καταργήσει ο χρόνος. Κάποιο παιδί τους ζήτησε να τις ξεναγήσει στην πόλη. Κι αυτές το προσπέρασαν γελώντας. Είδαν την Ακρόπολη ή τον Λευκό Πύργο, όπως στα καρτ ποστάλ, μες σε ομίχλη το Θησείο και σαν γύρισαν στο ξενοδοχείο είχαν φτάσει όλοι οι ένοικοι του. Οι βαλίτσες τους ήταν στη ρεσεψιόν, στην υποδοχή του κι ο ξενοδόχος προσπαθούσε να τους τακτοποιήσει.

    Από αριστερά κάθονταν : ο Ροβινσώνας Κρούσος, είχε έρθει με τσάρτερ κι έφευγε την επομένη για τις Κυκλάδες, ο Ιρλανδός κι ο Ιουδαίος- είχε προστεθεί κι ένας Παλαιστίνιος ή Αφγανός ή Μεξικανός ή Αργεντινός ή Σουδανός ή Αιθίοπας ή Ιρανός ή Ιρακινός.

    Στις αποσκευές τους, δύο πεθαμένα περιστέρια. Που ήταν η νύφη κι ο γαμπρός. Ο Ορέστης μ΄ένα φίλο του που ήταν ντισκ τζόκεϊ στη Χαλκίδα. ένα κορίτσι αλαφροΐσκιωτο, ίδιο αερικό, ντυμένο στα λευκά, μ΄ένα πουλί με κίτρινο ράμφος στο κλουβί.

    Ο Τζώνυ ο μπόγιας, με τον Γιάννη το φονιά παιδί μιας Πατρινιάς. Ένας ευαίσθητος ληστής που παίζει φυσαρμόνικα και διαβάζει Νίτσε. Οι διωγμένοι εφημεριδοπώληδες του υπόγειου ηλεκτρικού στην Ομόνοια, φορώντας στολές αγγαρείας της τελευταίας ώρας. Ο κιθαριστής των φλαμέγκος. Η Σωτηρία Μπέλλου. Ο Στέλιος Καζαντζίδης. Η Ρόζα Εσκενάζυ.Ο χορευτήςτου Σαιντ Ιλαίρ. Η Λέσχη των Μοναχικών Καρδιών του λοχία Πέπερ. Ο μόνιμος πιανίστας του ξενοδοχείου Τάσος Καρακατσάνης.Έφτασε κι ο Νίκος Γκάτσος πάνω σε άσπρο άλογο κι ο Μάνος Χατζιδάκις σε κλειστή άμαξα του Έντγκαρ Αλαν Πόε. Ο ξενοδόχος του Βαλκάνια, βλέποντας πως σ΄αυτήν τη μυθολογία δεν λείπει κανείς, ζήτησε απ' τον φωτογράφο ν' αρχίσει.

    Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΡΟΝΑ.


    Mesoxoritis
    21.12.2006, 15:41
    ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΤΖΟΚΟΝΤΑΣ
    Μέσα μου κάτι σκίρτησε οδυνηρά

    ΜΟΥΣΙΚΗ: ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
    ΕΜΙ:1965

    Σε μια παρέλαση στη Νέα Υόρκη, με μουσικές, με χρώματα και με πλημμυρισμένη από κόσμο την 5η Λεωφόρο, βρισκόμουν μια Κυριακή απόγευμα το φθινόπωρο του 1963 όταν συνάντησα μια γυναικούλα να περπατάει μοναχή με μιαν απελπισμένη αδιαφορία για ότι συνέβαινε γύρω της χωρίς κανείς να την προσέχει, χωρίς κανέναν να προσέχει, μόνη, έρημη μες στο άγνωστο πλήθος, που την σκουντούσε, την προσπερνούσε ανυποψίαστο, εχθρικό, αφήνοντας την να πνγεί μες στη βαθιά πλημμύρα της λεωφόρου, μέσα στη θάλασσα που ακολουθούσε, μέσα στ' αγέρι που άρχισε να φυσά.
    Έμεινα στυλωμένος, ο μόνος που την πρόσεξε, κι έκαμα να την πάρω από πίσω, να την ακολουθήσω και πλησιάζοντάς την να της μιλήσω, χωρίς να ξέρων τι να της πω, μα ίσαμε ν' αποφασίσω, την έχασααπό τα μάτια μου.
    Έτρεξα λίγο μπρος, ανασηκώθηκα στα πόδια μου για να την ξεχωρίσω, μα η μεγάλη μαύρη θάλασσα του κόσμου την είχε καταπιεί. Μέσα μου κάτι σκίρτησε οδυνηρά.
    Χωρίς να καταλάβω, είχα σταθεί έξω από το βιβλιοπωλείο του Ριτζιόλλι και στη βιτρίνα του, απέναντί μου ακριβώς, βρισκόταν ένα βιβλίο για τον Ντα Βίντσι με την Τζοκόντα στο εξώφυλλο του να μου χαμογελά απίθανα αινιγματική, αυτόματα μεγεθυμένη, όσο η γυναίκα που χάθηκε στο δρόμο.
    Δεν ξέρω γιατί όλ' αυτά μπερδεύτηκαν περίεργα μέσα μου, μαζί μ' ένα εξαίσιο θέμα του Βιβάλντι που είχα ακούσει πριν από λίγες μέρες και που εξακολουθούσε να επανέρχεται τυραννικά στη μνήμη μου.
    Τα δέκα αυτά τραγούδια γράφτηκαν μ' ένα συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων.
    Το θέμα είναι η γυναίκα έρημη μες στην μεγάλη πόλη.Το κάθε τραγούδι είναι κι ένας μονόλογός της, κι όλα μαζί συνθέτουν την ιστορία της. Μια ιστορία σύγχρονη και παλιά μαζί.
    ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ από σημείωμα στην έκδοση



    Mesoxoritis
    21.12.2006, 16:00
    Ο κόσμος και ο Μάνος Χατζιδάκις
    Ο ίδιος ο σπουδαίος συνθέτης τιμούσε τη γέννηση αντί για τον θάνατο. Ετσι οι εκδηλώσεις παρουσίασης του έργου του απλώς συμπίπτουν με τα δέκα χρόνια από την αναχώρησή του για το μεγάλο ταξίδι


    Πριν από δέκα χρόνια, το απόγευμα της 15ης Ιουνίου του 1994, ο Μάνος Χατζιδάκις ξεκινούσε το μεγάλο ταξίδι του προς τα άστρα. Ο ίδιος είχε ζητήσει μάλιστα οι φίλοι του, όταν θέλουν να τον θυμούνται, να το κάνουν με αφορμή τη γέννησή του και όχι τον θάνατό του. Επιθυμία απολύτως σεβαστή καθώς οι δύο συναυλίες με τίτλο «Ο κόσμος και ο Μάνος Χατζιδάκις» που θα πραγματοποιηθούν στις 23 και στις 24 Ιουνίου, στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη» του Βύρωνα, δεν φέρουν την «επίσημη σφραγίδα» της δεκάχρονης επετείου. Συγκροτήματα και μουσικοί από όλον τον κόσμο θα δώσουν τη δική τους ερμηνεία στο έργο του Μάνου Χατζιδάκι. Ενός έργου που όπως σημειώνει στο «Βήμα» ο υιός τού συνθέτη Γιώργος Χατζιδάκις, «ναι μεν δεν έχει προβληθεί όσο θα έπρεπε τα τελευταία χρόνια, αλλά αυτό δεν είναι δική μου ευθύνη. Για να στηθούν μεγάλες παραγωγές σαν κι αυτή στον Βύρωνα, δεν αρκεί μόνο η δική μου παρουσία αλλά και αυτές τόσο των ιδιωτικών φορέων όσο και της πολιτείας».

    Ποιοι είναι όμως, σύμφωνα με τον Γιώργο Χατζιδάκι, οι λόγοι που κάνουν τόσο την πολιτεία όσο και τους ιδιωτικούς φορείς να παρουσιάζονται υπερβολικά διακριτικοί απέναντι στο έργο του συνθέτη; «Οι μεν ιδιωτικοί φορείς κατά μείζονα λόγο - επειδή υπάρχουν και φορείς ιδιωτικοί υψηλού επιπέδου - δεν χορηγούν γεγονότα που έχουν βασική καλλιτεχνική αξία, αλλά χορηγούν όσα έχουν μια επικαιρική - εμπορική αξία. Οσον αφορά την πολιτεία, μέχρι πριν από δύο χρόνια δεν είχε αντιδράσει. Πιστεύω πάντως ότι αντιμετωπίζει γενικά με σκεπτικισμό και αμηχανία το έργο του Μάνου Χατζιδάκι. Μπορεί να κρίνει ότι δεν την ενδιαφέρει εφόσον δεν το θεωρεί τόσο σημαντικό αυτό το έργο ώστε να αναλάβει μια πρωτοβουλία παρουσίασής του, και εντός και εκτός Ελλάδος». Ο Γιώργος Χατζιδάκις κάνει λόγο για την επιθυμία του δημιουργού ώστε το έργο του να βρίσκεται σε άμεση επαφή με τους νέους ανθρώπους, «εφόσον διατηρούν στο ακέραιο την ευαισθησία τους. H δική μου ευθύνη έχει σχέση με την "προστασία" και την παρουσία του στον παρόντα χρόνο διασφαλίζοντας τις προϋποθέσεις που ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις επιθυμούσε. Αυτή είναι στην ουσία η δουλειά μου. Σύνθετη και δύσκολη αλλά δεν είναι καθόλου βάρος».

    Εκτός από τις δύο συναυλίες στις 23 και στις 24 Ιουνίου, τον Σεπτέμβριο (10-13/9) θα παρουσιαστούν οι «Ορνιθες» από γάλλους χορευτές, ακροβάτες και μουσικούς, στο γήπεδο του Βύρωνα, ενώ ενδεχομένως μέσα στις προσεχείς ημέρες θα κυκλοφορήσει η «Αμοργός», από το ομώνυμο ποίημα του Νίκου Γκάτσου, που ο συνθέτης δούλευε επί 25ετία. Οπως σημειώνει ο Γιώργος Χατζιδάκις, «το έργο ηχογραφήθηκε σύμφωνα με την αρχική παρτιρούρα του συνθέτη, υπό την επίβλεψη του Νίκου Κυπουργού, ενώ συμμετέχουν οι Μαρία Φαραντούρη, Τάσης Χριστογιαννόπουλος και Δώρος Δημοσθένους. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα ανέκδοτο έργο, που επιθυμούμε να το συνδυάσουμε με μια συναυλία. Αν ο δίσκος δεν κυκλοφορήσει το καλοκαίρι, θα συνδέσουμε την κυκλοφορία του με την ημέρα γέννησής του στις 23 Οκτωβρίου».


    Ο δικός μας Μάνος
    Λουδοβίκος των Ανωγείων

    «Δύο ιστορίες πρόκειται να αφηγηθώ που συνέβησαν σχεδόν την ίδια στιγμή. Το 1985 είχαμε κάνει μια βόλτα στις ανασκαφές του καθηγητή Γιάννη Σακελλαράκη στα Ανώγεια της Κρήτης. Οταν τελειώσαμε λοιπόν αυτή την ξενάγηση και καθήσαμε κάτω από μια τρικοκιά (δέντρο του Ψηλορείτη) μου είπε το εξής: "Τελικά η αρχαιολογία είναι το σημείο συνάντησης του πραγματικού με φανταστικό". Λίγο μετά εκεί που καθόμασταν ήρθε ένα αγριοπρόβατο του βουνού, τον μύρισε στο γόνατο, ενώ κοιταζόντουσαν βαθιά στα ματιά. Γύρισε λοιπόν και μου 'πε: "Εγώ αυτό το πλάσμα το τρώγω;"».

    Φοίβος Δεληβοριάς

    «Μου αναπλήρωσε το κενό που είχα στο σχολείο και στα ωδεία, με βοήθησε να ξεπεράσω τους μικροαστικούς μου φόβους με αποτέλεσμα όλα γύρω μου να αποκτήσουν νόημα. Ηταν το κέντρο μιας απόλυτα ελεύθερης ζωής που ενσαρκωνόταν στην παρέα με το χιούμορ, τον τσαμπουκά και τις καθημερινές προκλήσεις. Από τον ίδιο έμαθα ότι, αν σκέφτεσαι ελεύθερα, τότε μπορείς να πραγματοποιήσεις το οτιδήποτε. Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι η απόλυτη ελευθερία και η απόλυτη ευγένεια».

    Ελλη Πασπαλά

    «Με επηρέασε όσον αφορά την ελευθερία της σκέψης και της προσωπικότητάς μου. Με έμαθε να ζω ελεύθερα, να σκέπτομαι ελεύθερα, "αναγκάζοντάς" με να αμφισβητώ πράγματα και καταστάσεις που συμβαίνουν γύρω μου. Ο Μάνος Χατζιδάκις με έμαθε να μην επαναπαύομαι ποτέ, να είμαι συνεχώς ανήσυχη και σε επαγρύπνηση».

    Βασίλης Λέκκας

    «Αποτελεί ένα κομμάτι της ζωής μου και μια αφετηρία που θα με συνοδεύει πάντοτε. Είναι τόσο έντονα τα συναισθήματά μου, που δεν μπορώ να τα μοιραστώ ή να τα περιγράψω. Είναι μύθος του τόπου μας. Και όσον αφορά κάποιες εορτές που προετοιμάζονται, ίσως ο ίδιος να μη γιόρταζε ποτέ με αυτόν τον τρόπο. Το έργο του θα μπορούσε να τιμηθεί μέσα από συναυλίες παιδιών, μαθητών ωδείων. Εκεί πιστεύω ότι πρέπει να απευθύνεται το έργο του - και όχι, για παράδειγμα, με τις δύο συναυλίες στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας».

    Mesoxoritis
    21.12.2006, 16:02
    Ένα καταπληκτικό άρθρο για τη σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με τον Μάνο Χατζιδάκι. Γράφει ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης.

    Μίκης Θεοδωράκης
    " Ο Μάνος κι εγώ "
    Σαν σήμερα, πριν από εννέα χρόνια, ο Μάνος Χατζιδάκις πέρασε στην αθανασία. Με αφορμή την επέτειο αυτή, ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει για τη φιλία τους, τα κοινά τους όνειρα, τους παράλληλους μουσικούς τους δρόμους. Μια από καρδιάς εξομολόγηση, αφιερωμένη στον φίλο που έφυγε

    Στο βιογραφικό του σημείωμα σε πρώτο πρόσωπο, που έγραφε ο Μάνος Χατζιδάκις από τον Νοέμβριο του 1980 ως τον Μάρτιο του 1981, καταλήγει ως εξής: «(...)Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι: A δ ι α φ ο ρ ώ για τη δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ. Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ' αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας. Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, τη σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα». Ο Μίκης Θεοδωράκης στο κείμενο που ακολουθεί (ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε σαν σήμερα, το απόγευμα της 15ης Ιουνίου 1994) επιβεβαιώνει τα παραπάνω μέσα από την περιγραφή της σχέσης του με τον Μάνο Χατζιδάκι, αποκαλύπτοντας μια πολυσύνθετη προσωπικότητα, έναν δημιουργό που, όπως καταλήγει, «τα αθάνατα έργα του θα φωτίζουν πάντα τους ανθρώπους, έλληνες και αλλοδαπούς».

    H πρώτη μας συνάντηση με τον Μάνο Χατζιδάκι έγινε την άνοιξη του 1945. Ημαστε και οι δυο εν τη γενέσει μας συνθέτες, με κοινά πρότυπα τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής.

    H Ελλάδα ήταν τότε μια κατεστραμμένη χώρα και, το πιο σοβαρό, με αβέβαιο μέλλον. Μπορεί οι Γερμανοί να είχαν φύγει και ο λαός να ζούσε τη χαρά της απελευθέρωσης, όμως όλοι ή σχεδόν όλοι γνωρίζαμε ότι η ευτυχία μας ήταν προσωρινή και ότι καινούργιες συμφορές ήταν μπροστά μας.

    H πρώτη μας συνύπαρξη με τον Μάνο έγινε στις κουίντες του θεάτρου της Βρετάνιας. Αυτός είχε γράψει τη μουσική για «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε» του Αλέξη Δαμιανού κι εγώ διηύθυνα τη μικρή χορωδία από Επονίτες. Κάπου κάπου τον αντικαθιστούσα στο αρμόνιο. Ο θίασος των Ενωμένων Καλλιτεχνών ήταν ο επίσημος θίασος της Αριστεράς, του EAM, κι αυτό από μόνο του έδειχνε το ιδεολογικό στρατόπεδο στο οποίο ανήκαμε και οι δύο. Αλλωστε αυτό ήταν κάτι το αυτονόητο για το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής νεολαίας και ιδιαίτερα της σκεπτόμενης. Τότε ο Μάνος έκανε τα πρώτα του βήματα προς τη δημοσιότητα, προς τη φήμη, για να φτάσει συντομότερα από κάθε άλλον στην κορυφή.

    Ηταν ένας συμφωνιστής

    Οταν αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε ο ένας το σπίτι του άλλου, αυτός να έρχεται στη Σμύρνης 39 στη Νέα Σμύρνη κι εγώ στη Μάνου 3 στο Παγκράτι, ήταν φυσικό να παίζουμε ο ένας στον άλλο τις συνθέσεις μας στο πιάνο. Ακολουθούσε συζήτηση στην αρχή για τη μουσική, με κατάληξη στην πολιτική. H διαφορά μας τότε ήταν ότι εγώ ήμουν οργανωμένος και γι' αυτό θα έλεγα φανατισμένος. Δεν ήθελα να δω την πραγματικότητα που μου ανέλυε με την τετράγωνη λογική του ο Μάνος, όμως αυτές οι διαφωνίες μας, αντί να μας απομακρύνουν, μας έφερναν πιο κοντά: Εγώ τον εκτιμούσα ακόμα πιο πολύ γιατί συμφωνούσα στο βάθος με την ορθότητα και την εντιμότητα της σκέψης του. Εκείνος πάλι έβλεπε ότι ήμουν πιασμένος στο δόκανο ενός «πρέπει» που με οδηγούσε πέρα από τη λογική... Οταν βρέθηκα στα 1947 εξόριστος στην Ικαρία, μου έγραψε: «Εχω τύψεις που εσύ είσαι εκεί κι εγώ έμεινα εδώ...».

    Ο Μάνος ήταν ένας συμφωνιστής... Θυμάμαι σαν και τώρα τα καυτά μεσημέρια του θέρους του 1946, μόνοι μας στα τελευταία καθίσματα του λεωφορείου που ανέβαινε τη Συγγρού. Κάθε μεσημέρι η μητέρα μου μας έκανε το τραπέζι και μετά πηγαίναμε για τις δουλειές ή τις σπουδές μας στην Αθήνα. Ο Μάνος μού μιλούσε ασταμάτητα για τα συμφωνικά έργα που είχε στο μυαλό του και για τους πιο απίθανους συνδυασμούς οργάνων που θα χρησιμοποιούσε. Π.χ., τρία τρομπόνια και δύο άρπες για το ένα, ορχήστρα πνευστών με σόλο τσέλο για το άλλο... και ούτω καθ' εξής.

    Στο μεταξύ όμως η ζωή γινόταν όλο και πιο δύσκολη... Εκείνος άρχισε να δουλεύει στου Fix (εργοστάσιο πάγου) κι εγώ εφημεριδοπώλης, για το μεροκάματο. H αλήθεια είναι ότι ο δικός μου πατέρας μού εξασφάλιζε το καθημερινό πιάτο, όμως δεν ήθελα να τον επιβαρύνω για τα έξοδα των σπουδών μου, ενώ ο Μάνος ήταν ο ίδιος πατέρας, γιος και αδελφός. Επρεπε αυτός να δουλέψει για να ζήσει τη μικρή του οικογένεια. Ενα βαρύ καθήκον που έμελλε να τον κυνηγά για πολλά χρόνια και τελικά θα τον απομακρύνει από τη μεγάλη του αγάπη, τη συμφωνική μουσική. Μονάχα στην τελευταία περίοδο της ζωής του με την ίδρυση της Ορχήστρας των Χρωμάτων θα μπορέσει να αφεθεί ολοκληρωτικά στο μεγάλο του πάθος διευθύνοντας συμφωνικά έργα.

    Μήπως όμως δεν είχε μια από τις καλύτερες δισκοθήκες στον κόσμο; Χιλιάδες δίσκοι, κυρίως «κλασικοί». Και το σπουδαιότερο: τους άκουγε όλους! Ετσι μπορώ να πω ότι κανείς στην Ελλάδα δεν γνώριζε καλύτερα τη μουσική του 20ού αιώνα (πέραν των κλασικών εννοείται), τους σύγχρονους ερμηνευτές, τις φημισμένες ορχήστρες, τις μουσικές σχολές και όλες τις ιδιαιτερότητες της σύγχρονης μουσικής.

    Με έκρυβε από τον θάνατο

    Μετά τον Εμφύλιο ο Χατζιδάκις ήταν ήδη πολύ γνωστός κυρίως από τις μουσικές που έγραψε για το θέατρο. Οταν ξεκινούσε με τον Κάρολο Κουν, με τον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα, στα 1948, δεν μπόρεσα να αντισταθώ και πήγαμε με τη Μυρτώ στην πρεμιέρα. Ημουν παράνομος και κινδύνευα την ίδια τη ζωή μου. Καθήσαμε στα πίσω καθίσματα, για να κρύβομαι, και μαγεμένος από τη θεσπέσια μουσική του τού έστειλα ένα μικρό σημείωμα που το είχε φυλάξει και μου το έδειχνε συχνά με μεγάλη πάντα συγκίνηση. Υποθέτω τόσο για τα καλά μου λόγια όσο και γιατί γνώριζε τους κινδύνους που αψήφησα για να είμαι κοντά του σ' εκείνη την ξεχωριστή για κείνον στιγμή. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί σήμερα την ιδιαιτερότητα εκείνων των καιρών. Πόσο ο θάνατος σεργιανούσε στις γειτονιές της Αθήνας και πόσο διακινδύνευες αν τύχαινε να βοηθήσεις κάποιον... μελλοθάνατο. Και ο Μάνος ήταν από τους λίγους που στην περίπτωσή μου δεν φοβήθηκε τις συνέπειες. Μου άνοιξε το μικρό του σπίτι στο Παγκράτι και με έκρυβε συστηματικά. Πόσο όμορφες ήταν εκείνες οι μέρες που ο θάνατος καιροφυλακτούσε, όμως εμείς - ίσως γι' αυτό - παίζαμε αμέτρητες ώρες στο πιάνο τις συνθέσεις μας, ανταλλάσσαμε απόψεις και όνειρα, επιθυμίες και σχέδια, αδιαφορώντας αν μια στιγμή αργότερα όλα θα είχαν τελειώσει...

    Τα παιδικά μας τραγούδια

    Είχαμε συνθέσει και οι δύο «παιδικά» τραγούδια. Γιατί «παιδικά»; Ισως γιατί οι στίχοι έβγαιναν από σχολικά βιβλία με τους εθνικούς μας ποιητές. Ισως γιατί το ύφος ήταν απλό, διάφανο, άμεσο για να τραγουδηθεί από παιδιά και μεγάλους... Πόσες και πόσες μελωδίες από τις «παιδικές» μας συνθέσεις δεν έγιναν αργότερα γνωστά τραγούδια... Ο Μάνος τα χρησιμοποίησε στο θέατρο. Εγώ στις... όπερες! Γραμμένα όλα στα είκοσί μας χρόνια ήταν, θα λέγαμε, η μουσική μας ταυτότητα. Πράγματι, τα ακούσματά μας ήταν ακόμα λίγα και οι ξένες επιρροές λιγότερες, έτσι μέσα σ' αυτά τα έργα ήμαστε «εμείς»... Κάποτε αποφασίσαμε να τα πάμε στο υπουργείο Παιδείας. Υπήρχαν πολλοί φίλοι που μας προέτρεπαν. «Αυτά θα πρέπει να τα μάθουν τα ελληνόπουλα» μας έλεγαν.

    Πόσο όμως ντροπιαστήκαμε όταν διαπιστώσαμε ότι δεν υπήρχε κατάλληλη διεύθυνση, υπάλληλοι, αρμόδιοι... Ολοι μάς κοίταζαν έκπληκτοι. Οι περισσότεροι θα μας θεώρησαν ψώνια... «Ακούς εκεί παιδικά τραγούδια»... Τέλος, τα αφήσαμε σε κάποιο γραφείο, όπου οι υπάλληλοι τα έθαψαν κάτω από σωρούς εγγράφων. Ομως σε πείσμα τους εκείνα κατάφεραν να επιζήσουν με άλλο τρόπο, να γίνουν γνωστά και να αγαπηθούν από τους Ελληνες.

    Για να δώσω ένα πρόχειρο παράδειγμα, θυμάμαι πως ο Οδυσσέας Ελύτης είχε ενθουσιαστεί με κάποιο τραγούδι που έγραψα επάνω σε ποίηση Βαλαωρίτη στα 1938... Ετσι αργότερα έβαλε νέους δικούς του στίχους και έγινε το τραγούδι «Ανάμεσα Σύρο και Τζια». Ο Μάνος χρησιμοποίησε τις μελωδίες από τα δικά του «παιδικά» στη «Μικρή Λευκή Αχιβάδα» (κι από κει στο «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε» ή το ανάποδο), στον «Ματωμένο γάμο», στα τραγούδια για τον Μπρεχτ και ποιος ξέρει σε πόσα άλλα γνωστά τραγούδια.

    Ημαστε λοιπόν βασικά μελωδιστές με κοινή φιλοδοξία να συνθέσουμε συμφωνικά έργα. Και το τραγούδι; Το ελαφρό τραγούδι που δέσποζε τότε δεν παρουσίαζε για μας το παραμικρό ενδιαφέρον σαν αντικείμενο σοβαρής μουσικής ενασχόλησης. Οσο για το λαϊκό, θυμάμαι ότι από το 1946 ο Μάνος μάς έπαιζε σε πιάνο τις διασκευές του πάνω σε τραγούδια του Μητσάκη και άλλων. Ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο απέδιδε πιανιστικά τις πενιές των μπουζουκιών με τις επαναλαμβανόμενες νότες έγινε σχολή... Ομως για μας τους ορκισμένους συμφωνιστές η μεταγραφή λαϊκών μελωδιών στο «ευρωπαΐζον» πιάνο δεν πήγαινε πέρα από το στοιχείο της γραφικότητας. Το ίδιο και με τις «Εξι Λαϊκές Ζωγραφιές». Και όμως ένα μυστηριώδες κύμα μιας κρυφής γοητείας μάς κατακυρίευε σιγά σιγά. Γιατί, αλήθεια, τόσο μεγάλη και βαθιά συγκίνηση για πράγματα τόσο απλά; Τι ήταν αλήθεια τα έργα αυτά μπροστά σε έναν Στραβίνσκι, έναν Μπάρτοκ, έναν Σοστακόβιτς, για να μας συγκινούν και να μας καθηλώνουν;

    Στο σημείο αυτό χώρισαν οι δρόμοι μας με τον Μάνο, για να ξανασμίξουν λίγα χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του '60.

    H λύτρωση από τις φαντασιώσεις

    Νομίζω ότι ο Μάνος βρήκε τότε, στη δεκαετία του '50, τον δρόμο του που αργότερα θα γινόταν και δικός μου δρόμος. Το θέατρο, το Ελληνικό Χορόδραμα και αργότερα ο κινηματογράφος τον βοήθησαν να λυτρωθεί από τις φαντασιώσεις των προτύπων της ευρωπαϊκής μουσικής και να ακολουθήσει έναν δρόμο μοναδικό, προσωπικό, πρωτότυπο και βαθιά ελληνικό. Ο «Καραγκιόζης» ήταν ένα καθαρό αριστούργημα γεμάτο μελωδικές ιδέες, η μια πιο φωτεινή απ' την άλλη, και ρυθμικές παραλλαγές γεμάτες πρωτοτυπία και λάμψη. H πρώτη γραφή του για πιάνο ήταν για μένα και η πιο γνήσια και αποκαλυπτική. Οταν ακολούθησε η ενορχήστρωση, τότε άρχισαν και τα προβλήματα που παραμένουν άλυτα έως σήμερα. Πώς μπορείς να ενορχηστρώσεις ένα καθαρά ελληνικό έργο χωρίς να προδώσεις τον βαθύτερο χαρακτήρα του;

    Στο μεταξύ η δική μου αγωνία συνεχιζόταν παίρνοντας όλο και πιο δραματική μορφή για μένα. Με το ένα μάτι στη Δύση και με το άλλο στην Ελλάδα... Τι να κάνω; Πώς να το κάνω; Πώς να συνδυάσω, πώς να παντρέψω αυτούς τους δύο κόσμους;

    Οταν άκουσε ο Χατζιδάκις τη δική μου «Ελληνική Αποκριά» (1953, Ελληνικό Χορόδραμα), τον είδα με μεγάλη μου ανακούφιση να συμφωνεί. Αλλωστε το έπαιζε συχνά με την Ορχήστρα των Χρωμάτων και είχε κάνει απόπειρες να ολοκληρώσει μια ηχοληψία όπως ο ίδιος την ήθελε: με τελειότητα. Τι ήταν εν τέλει το έργο αυτό; Νομίζω μια πρόταση για ενορχήστρωση ενός καθαρά ελληνικού μουσικού υλικού...

    Ευτύχησα να είμαι μαζί του στην Οπερα της Ρώμης στα 1953, όταν ο Ανδρέας Παρίδης διηύθυνε με τους ιταλούς μουσικούς τον «Καραγκιόζη» και την «Ελληνική Αποκριά». Βγαίναμε και οι δύο για πρώτη φορά στην εμβληματική Ευρώπη των μεγάλων συμφωνιστών! Την επομένη εγώ θα πήγαινα στο Παρίσι να δαμάσω επιτέλους τα φαντάσματα της συμφωνικής μουσικής που με βασάνιζαν, ο δε Μάνος θα γύριζε στην Ελλάδα ακολουθώντας έναν δρόμο που ο ίδιος είχε στρώσει και που θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάκτηση μιας κορυφής που ήταν ίσως η πιο ψηλή για όλους μας: Το Ελληνικό Τραγούδι.

    H «Στέλλα» και ο «Επιτάφιος»

    Συνθέτοντας συνεχώς συμφωνικά έργα βυθιζόμουν όλο και πιο πολύ σ' έναν μουσικό κόσμο που στο βάθος με απομάκρυνε από την Ελλάδα. Ισως γι' αυτό δεν χαιρόμουν πια με τις όποιες επιτυχίες μου, γιατί η αναγνώριση προερχόταν από ένα κοινό που δεν με αφορούσε.

    Οταν πήγα και είδα τη «Στέλλα», θυμάμαι ότι μέθυσα κυριολεκτικά με τις μελωδίες του Χατζιδάκι. Πήγα και ξαναπήγα έως ότου τις μάθω καλά για να τις παίζω στο πιάνο. Πόσο τυχερός είναι, έλεγα μέσα μου, που μπορεί να εκφράζεται 100% ελληνικά, χωρίς φιοριτούρες, πολύπλοκες κατασκευές και σκοτεινές συγχορδίες. Πόσο ήμουν δυστυχισμένος σε εκείνη την πρώτη διεθνή αναγνώριση, ιδιαίτερα μετά την «Αντιγόνη» στο Κόβεντ Γκάρντεν. Χαιρετώντας από τη σκηνή το αριστοκρατικό κοινό της πρεμιέρας, αποφάσισα ακριβώς εκείνη τη στιγμή να το βάλω στα πόδια και να γυρίσω στη φυσική μου κοίτη, στην πατρίδα μου.

    Λες και μάντεψε τη σκέψη μου ο Γιάννης Ρίτσος, μου έστειλε τότε τον «Επιτάφιο» (1958). Ευθύς μόλις έγραψα τα τραγούδια, τα έστειλα - πού αλλού - στον Χατζιδάκι. Οταν τον συνάντησα τον άλλο χρόνο στο σπίτι του στο Παγκράτι, έβγαλε και μου έδειξε τους μαγικούς δίσκους Fidelity με τα πρώτα του τραγούδια. Πόσο ήταν πλήρης, ευτυχής, ολοκληρωμένος. Κι εγώ πόσο τον ζήλεψα εκείνη τη στιγμή: Ενα κοινό εφηβικό μας όνειρο, να πάει η μουσική μας παντού, εκείνος το πραγματοποιούσε. Τότε τον ρώτησα: «Πήρες τον "Επιτάφιο", Μάνο; Τι γνώμη έχεις;». Δεν τόλμησα να τον ρωτήσω αν μπορεί να ηχογραφηθεί... Ομως εκείνος φαίνεται ότι έβλεπε στο πρόσωπό μου τη συνέχιση του κοινού μας ονείρου, του συμφωνιστή:

    - Εσύ γράφεις συμφωνικά έργα και πας πολύ καλά. Κατάφερες αυτό που και οι δύο επιθυμούσαμε τόσο. [Ωστόσο εγώ τα έβλεπα ανάποδα, πίστευα πως εκείνος τα είχε καταφέρει καλύτερα.] Τώρα παίζεται στην Επίδαυρο η μουσική σου για τις «Φοίνισσες», συνέχισε. Εχεις παραγγελίες, μπαλέτα, γίνεσαι γνωστός στην Ευρώπη. Ναι, γνωρίζω τον «Επιτάφιο», όμως πρέπει να σου πω ειλικρινά ότι δεν είναι αντάξιός σου...

    Το φαινόμενο Χατζιδάκις

    Βαθιά γοητευμένος δεν είπα λέξη. Ο Μάνος μάς είχε καλέσει με τη Μυρτώ σε γεύμα στην Πλάκα. Ελαμπε. Ο κόσμος τον αναγνώριζε. Τον θαύμαζε. Τον αγαπούσε. Το φαινόμενο Χατζιδάκις δέσποζε ήδη στο κέντρο του εθνικού μας στερεώματος.

    Τον επόμενο χρόνο εν τούτοις ο Μάνος ηχογράφησε πρώτος τα τραγούδια του «Επιτάφιου», κάνοντας έτσι τις πορείες μας παράλληλες. Το πόσο ήταν όχι μόνο παράλληλες αλλά και παρόμοιες το δείχνει η κοινή μας αγάπη τόσο για το τραγούδι όσο και για τη συμφωνική μουσική. Εγώ την έδειξα με συμφωνικές συνθέσεις, ενώ ο Μάνος με τη διεύθυνση συμφωνικών έργων.

    Αλλωστε μήπως δεν υπήρξε διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας, της Λυρικής Σκηνής, του Γ' Προγράμματος και δεν είχε σειρά άλλων δραστηριοτήτων που έδειχναν τα πραγματικά του ενδιαφέροντα; Μήπως η πνευματική του καλλιέργεια, τα φιλοσοφικά του ενδιαφέροντα, οι κοινωνικές του ευαισθησίες δεν εκδηλώνονταν κάθε τόσο, με την έκδοση, λ.χ., του «Τέταρτου», καθώς και με τις καίριες παρεμβάσεις του σε φλέγοντα θέματα, παρεμβάσεις που συχνά έβαζαν στα γεγονότα τη σφραγίδα της προσωπικότητάς του; Μιας προσωπικότητας που είχε την πολυτέλεια να δηλώνει προσωπικός φίλος του Καραμανλή και παράλληλα να υποστηρίζει θέσεις πέραν ακόμα των επισήμων απόψεων της Αριστεράς.

    Διαφορετικός παντού και σε όλα

    Ο Χατζιδάκις ήταν «διαφορετικός» και ήταν περήφανος γι' αυτό και είχε τη μεγάλη δύναμη να το δείχνει σε πολύ δύσκολους καιρούς, γιατί το θεωρούσε πράξη ελευθερίας και ολοκλήρωσης. Θα έλεγα ότι ήταν διαφορετικός παντού και σε όλα. Το εκπληκτικό ήταν ότι το εγνώριζε πριν ακόμα το υποψιαστούν οι άλλοι. Ηταν οικείος, πάντα μέχρι του σημείου που εκείνος ήθελε, ήταν εκείνος που σε κάθε περίπτωση έθετε τους «κανόνες του παιχνιδιού», και είχε μια «μεγαλοπρέπεια» θα έλεγε κανείς και ένα κύρος που μπροστά του δεν υπήρχε δεύτερη γνώμη. Γιατί ο Χατζιδάκις δεν έγινε μεγάλος. Γεννήθηκε μεγάλος! Και ακόμα, είχε το προσόν να επιβάλλει στους άλλους αυτή την πραγματικότητα. Οταν μιλούσε, διατύπωνε τόσο άρτια, με τόσο άψογα ελληνικά και τόσο τέλεια τεκμηριωμένα οτιδήποτε έθιγε, που σε έπειθε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ηταν μια αυθεντία. Μια μοναδική περίπτωση ανθρώπου που σε καθήλωνε μονάχα με ένα βλέμμα.

    Εμένα προσωπικά, πέραν όλων των άλλων, με γοήτευε. Ναι, ήταν ένας γόης. Ως άνθρωπος, ως διανοούμενος και ως συνθέτης. Και νομίζω ότι αυτή η γοητεία αποτελεί την πεμπτουσία της μουσικής του που αναστατώνει τις αισθήσεις και τη σκέψη μας. Τον κάνει απολύτως οικείο και παράλληλα τόσο διαφορετικό - τόσο πιο σημαντικό - από όλους εμάς. Ενα δώρο των θεών στη χώρα μας, που με μικρούς συνδυασμούς ήχων τόσο προσωπικών, δηλαδή με τις μαγικές του μελωδίες, φτάνει στα βάθη της εθνικής συλλογικής μας ευαισθησίας, ρουφάει το μεδούλι της και μας το δωρίζει με αθάνατα έργα που θα φωτίζουν πάντα τους ανθρώπους, έλληνες και αλλοδαπούς.


    Mesoxoritis
    21.12.2006, 16:09
    ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ - Topkapi

    Σείριος

    Αν και πασίγνωστη η ταινία του Ζυλ Ντασσέν ­ με τους Μελίνα Μερκούρη, Μαξιμίλιαν Σελ, Πίτερ Ουστίνοφ ­, εν τούτοις η μουσική της ταινίας, μουσική την οποία έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις, κυκλοφορεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα από εγχώρια δισκογραφική εταιρεία. Το μουσικό θέμα της ταινίας ηχογραφήθηκε στην Αθήνα με κύριο όργανο το μπουζούκι και σολίστ τον Γιώργο Ζαμπέτα. Οσο για το βασικό μουσικό θέμα της ταινίας «Το Αστρο της Ανατολής», ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις είχε αναφέρει ότι αυτό προϋπήρχε της ταινίας. «Γύρω στο '57, σημειώνει ο ίδιος, είχα σκεφθεί ένα μπαλέτο που είχε σαν θέμα ένα κορίτσι μιας τότε γειτονιάς ασήμαντο και τρυφερό μαζί στη μίζερη πραγματικότητά του, που όμως το βράδυ σε μια παραλιακή ταβέρνα του Φαλήρου θα μεταμορφωνόταν σε Αστρο της Ανατολής. Η Μελίνα άκουσε τη μελωδία γύρω στο '63, όταν με τον Ντασσέν γύριζε την ταινία "Τοπ Καπί". Και θέλησε μ' όλη της την ψυχή να γίνει η μελωδία αυτή το βασικό τραγούδι της ταινίας». Οπως και τελικά έγινε. Στο «Τοπ Καπί» ο Μάνος Χατζιδάκις μέσω του Γιώργου Ζαμπέτα ξεδιπλώνει τα χαρακτηριστικά του ως συνθέτης, επιλέγει ως κύριο όργανο το μπουζούκι, επενδύει σε αυτό, το στηρίζει και «ντύνει» μουσικά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτή την κοσμοπολίτικη κινηματογραφική περιπέτεια. Το εν λόγω cd που κυκλοφορεί από τη δισκογραφική εταιρεία Σείριος εντάσσεται στη σειρά της εταιρείας «Μάνος Χατζιδάκις. Μουσική για τον κινηματογράφο». Συνολικά τον κατάλογο ταινιών του Μάνου Χατζιδάκι συνθέτουν 76 ελληνικές και ξένες ταινίες, όπου οι περισσότερες από αυτές παραμένουν ανέκδοτες ως σήμερα.

    Mesoxoritis
    21.12.2006, 16:11
    MANOΣ XATZIΔAKIΣ
    Iστορικοί «αντικατοπτρισμοί»

    «Reflections» («Aντικατοπτρισμοί») στα αγγλικά για πρώτη φορά στην Eλλάδα από τον Aλκίνοο Iωαννίδη και «Mανταλένα», «Ποτέ την Kυριακή», «Στέλλα» από την Eλευθερία Aρβανιτάκη, που πρώτη φορά ανοίγεται επισήμως σε χατζιδακικό ρεπερτόριο

    ΧΑΡΗ ΠΟΝΤΙΔΑ

    Το 1969, ο Μάνος Χατζιδάκις γνώρισε στη Νέα Υόρκη μια παρέα ανήσυχων αποφοίτων της φημισμένης μουσικής Σχολής Juilliard που εκείνη την εποχή εξερευνούσαν νέους τρόπους έκφρασης. Ο μύθος λέει ότι οι νεαροί «μαλλιάδες» που αργότερα θα ονομάζονταν New York Rock and Roll Ensemble αποφάσισαν στα τέλη του '60 να δοκιμάσουν τις δυνάμεις του σε πιο ποπ ρεπερτόριο.

    Ο Μάνος Χατζιδάκις που τότε ζούσε στη Νέα Υόρκη, βρέθηκε στην ηχογράφηση του δεύτερου άλμπουμ τους «Faithful Friends» όπου χρησιμοποιούσαν κλασικά μουσικά όργανα σε ροκ τραγούδια και ροκ όργανα σε κλαζσικά κομμάτια. H γνωριμία εκείνης της ημέρας κατέληξε σε μια ένθερμη, δημιουργική φιλία και δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι να μπουν και πάλι στο στούντιο και να γράψουν μαζί το «Reflections» («Kemal», «Dedications», «Orpheus» κ.ά.), έναν δίσκο που απεικονίζει τέλεια τη διάθεση και των δύο πλευρών να απομακρυνθούν από τα κλισέ της εποχής και να πειραματιστούν με ένα νέο ήχο που όχι μόνο συνδυάζει τέλεια τον λυρισμό του κλασικού ρεπερτορίου με την «ανησυχία» του ροκ αλλά φέρει μέσα του και μια αύρα ελληνική - χατζιδακική, τόσο στον πυρήνα του όσο και στα εξωτερικά χαρακτηριστικά του (το μπουζούκι που ακούγεται και που δεν αναφέρεται στον δίσκο λέγεται ότι είναι του Γιάννη Τσαγκρουνού).

    Τα τραγούδια ήταν όλα του Μάνου, οι περισσότεροι στίχοι δικοί τους (οκτώ τραγούδια) οι φωνές που ακούμε των ίδιων των μουσικών: Dorian Rudnytsky, Brian Corrigan, Clif Nivison και Mike Kamen. Όμποε, τσέλο, κιθάρες, πλήκτρα, ντραμς, φλάουτο, βιολί, διάχυτος λυρισμός και μια αίσθηση ευφορίας που ίσως απεικονίζει και το καλό κλίμα μεταξύ του συνθέτη και των νέων του συνεργατών.

    Το 1993 το έργο ηχογραφήθηκε και πάλι με νέα ενορχήστρωση και με τους ελληνικούς στίχους του Νίκου Γκάτσου με την Αλίκη Καγιαλόγλου, ουδέποτε όμως παίχτηκε ζωντανά στην αγγλική εκδοχή. «Ίσως γιατί δεν δημιουργήθηκαν ποτέ οι συνθήκες», λέει ο Γιώργος Χατζιδάκις-Θεοφανόπουλος. Τώρα ήγγικεν η ώρα. Ο μουσικός Θοδωρής Κοτεπάνος ανέλαβε να το παρουσιάσει με την αρχική ενορχήστρωση (με ορχήστρα που συστάθηκε ειδικά για τη συναυλία) και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, έμπειρος περί τα χατζιδακικά (τον έχουμε ακούσει στον «Μεγάλο Ερωτικό» και την «Εποχή της Μελισσάνθης») θα το ερμηνεύσει για πρώτη φορά στην Ελλάδα στα αγγλικά. «Μόνο ο "Κεμάλ" θα είναι στα ελληνικά γιατί ειδικά αυτό το τραγούδι έχει ταυτιστεί απόλυτα με τον στίχο του Νίκου Γκάτσου».

    Πώς ακούγεται άραγε σήμερα το «Reflections»; «Αυτό που είναι χαρακτηριστικό στο άλμπουμ είναι ότι ενώ ο Χατζιδάκις αφήνεται και επηρεάζεται από το ρεύμα της εποχής, κατορθώνει να μη χάσει στιγμή την ταυτότητά του. Από μια εποχή και έπειτα τα έργα του έπαψαν να επηρεάζονται από τα εκάστοτε ρεύματα, ίσως γιατί κατόρθωσε και δημιούργησε έναν απόλυτα δικό του κώδικα. Στο "Reflections" όμως θέλει και αφήνεται στο πνεύμα του '70 και μεγαλουργεί με τον ήχο της εποχής εκείνης».

    Ιδιαίτερα τιμητική θεωρεί την πρόσκληση που της έκανε ο Γιώργος Χατζιδάκις- Θεοφανόπουλος για να τραγουδήσει γνωστά κινηματογραφικά τραγούδια του συνθέτη η Ελευθερία Αρβανιτάκη που για πρώτη φορά καλείται να αντιμετωπίσει την πρόκληση Χατζιδάκι σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα (το B' μέρος της συναυλίας). «Ναι μεν είναι κτήμα όλων μας», λέει, «αλλά υπάρχουν και πολλές ερμηνείες αυτών των τραγουδιών». To δικό της κομμάτι έχει αναλάβει (ενορχηστρωτικά) ένας από τους συνεργάτες του Μάνου Χατζιδάκι, ο Νίκος Κυπουργός, αλλά και ο νεώτερος μουσικός, Σταύρος Λάντσιας, «γιατί πάντα υπάρχει ανάγκη από νέο αίμα και φρέσκες ιδέες».

    Θα προκύψει κάποιος δίσκος απο τη συναυλία;

    «Θα γινόταν δίσκος αν κάναμε κάτι εντελώς καινούργιο», απαντάει ο Αλκίνοος Ιωαννίδης. «Προς το παρόν όμως το υλικό δεν έχει εξαντληθεί μουσικά και το κυριότερο δεν υπάρχουν νέες προτάσεις. Χατζιδάκις σε επανεκτέλεση, πιστέψτε με, είναι δυσκολότερο απ' όσο φαντάζεστε...».


    Ο χαμένος Κεμάλ
    Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε γράψει την ιστορία του «Κεμάλ» του, από το «Reflections». Ιδού το ανέκδοτο κείμενο: «Στη Νέα Υόρκη τον χειμώνα του '68, συνάντησα ένα νέο παιδί είκοσι χρονών που το λέγανε Κεμάλ. Μου τον γνωρίσανε. Τι μεγάλο και φορτισμένο από μνήμες όνομα για ένα τόσο όμορφο και νεαρό αγόρι, σκέφθηκα. Είχε φύγει από τον τόπο του με πρόσχημα κάποιες πολιτικές του αντιθέσεις. Στην πραγματικότητα, φαντάζομαι, ήθελε να χαθεί μες στην Αμερική. Του το είπα. Χαμογέλασε.

    - Δέχεστε να σας ξεναγήσω; Αρνήθηκε ευγενικά. Προτιμούσε μόνος. Κι έτσι σαν γύρισα στο σπίτι μου τον έκανα τραγούδι.

    Ο Γκάτσος, εκ των υστέρων, γράφοντας τους στίχους στα ελληνικά, τον έκανε Άραβα πρίγκιπα να προστατεύει τους αδυνάτους. H Πελοπόννησος (καταγωγή του Γκάτσου), από τη φύση της αδυνατεί να κατανοήσει την αμαρτωλή ιδιότητα των μουσουλμάνων Τούρκων, που μοιάζουν σαν ηλεκτρισμένα σύννεφα πάνω από τον Έβρο, ή σαν χαμένα και περήφανα σκυλιά. Το μόνο που αφήσαμε ανέπαφο στα ελληνικά είναι εκείνο το "Καληνύχτα Κεμάλ". Είτε πρίγκιπας Άραψ είτε μωαμεθανός νεαρός της Νέας Υόρκης, του οφείλουμε μια "καληνύχτα" τέλος πάντων, για να μπορέσουμε να κοιμηθούμε ήσυχα τη νύχτα. Χωρίς τύψεις, χωρίς άχρηστους πόθους κι επιθυμίες. Κατά πώς πρέπει σ' Έλληνες, απέναντι σ' έναν νεαρό μωαμεθανό - όπως θα 'λεγεν κι ο φίλος μας ο ποιητής Καβάφης».



    Mesoxoritis
    21.12.2006, 16:13
    «Πολύ σκληροί για τον έρωτα, πολύ τρυφεροί για τον θάνατο...»

    Ο Μανόλης Αναγνωστάκης παρουσιάζει τα ανέκδοτα νεανικά και αγωνιστικά ποιήματα του Μάνου Χατζιδάκι

    ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ

    Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν μελοποίησε ποτέ ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη. Όμως σ' εκείνον είχε εμπιστευθεί το 1946 τα νεανικά του ποιήματα. Κι ο ποιητής απ' την πλευρά του, παρ' ότι δεν κατάφερε να τηρήσει την υπόσχεσή του πως θα φροντίσει να εκδοθούν, δεν έπαψε ποτέ να αισθάνεται μια ιδιαίτερη συμπάθεια για τον συνθέτη. Στο όνομα αυτής της αλληλοεκτίμησης, ο Μ. Αναγνωστάκης αποφάσισε σήμερα που πλησιάζει η επέτειος των 7 χρόνων από τον θάνατο του Μ. Χατζιδάκι (15/6/1994), να δώσει στη δημοσιότητα αυτό το άγνωστο ποιητικό υλικό, τη «Λυπητερή Παρέλαση ­ Μια σειρά από στιγμές» και την «Εργατική Cantata», που θα παρουσιαστούν στο καλοκαιρινό τεύχος του περιοδικού «Ποίηση» (εκδ. «Νεφέλη», διευθ. Χ. Βλαβιανός). Τα «ΠΡΟΣΩΠΑ 21ος ΑΙΩΝΑΣ» προδημοσιεύουν τα πλέον χαρακτηριστικά από τα ανέκδοτα νεανικά ποιήματα του Χατζιδάκι, ποιήματα πολιτικά και λυρικά, μαζί με το εισαγωγικό σημείωμα που έγραψε επί τούτοις ο Αναγνωστάκης.

    Συνομήλικοι, ανήσυχοι, πολιτικά ευαισθητοποιημένοι και στρατευμένοι στην ΕΠΟΝ, ο Μανόλης και ο Μάνος πρωτοσυναντήθηκαν στη Θεσσαλονίκη σε μια εποχή αναβρασμού που κρατούσε ζωντανό το όραμα ότι ο αγώνας δεν τελειώνει, αλλά άφηνε επίσης στους δύο μια γεύση πικρίας και μελαγχολίας. Αυτό το κλίμα αναδύεται από τα ποιήματα του Χατζιδάκι ­ ένα μάλιστα επιγράφεται portrait of melancholy ­ που καθώς έμειναν επί χρόνια στα... βαρέλια του Αναγνωστάκη, απέκτησαν, σαν το καλό κρασί, «σώμα» και βαθύ χρώμα. Και έρχονται τώρα να μεταφέρουν στον αναγνώστη το άρωμα εκείνης της εποχής.

    Ο Αναγνωστάκης, φοιτητής Ιατρικής, είχε ήδη ξεχωρίσει ως αρχισυντάκτης στο πολύ σημαντικό περιοδικό νέων «Το ξεκίνημα» (1944) και είχε μόλις εκδώσει τη συλλογή του «Εποχές» (1945) που ξεκινούσε με το ποίημα «Ο πόλεμος» γραμμένο το 1941, στα 16 του. Είχε εξάλλου περάσει και ένα διάστημα στη φυλακή (1943) και ήταν δραστηριοποιημένος κομμουνιστής, όταν γνώρισε τον Χατζιδάκι. Πριν προλάβει όμως να προωθήσει τα ποιήματα του νεαρού Μάνου, συλλαμβάνεται (1948), διαγράφεται λίγο πριν από τη δίκη του, δικάζεται δίχως να ομολογήσει τη διαγραφή του και καταδικάζεται (1949) σε θάνατο. Η ποινή τού χαρίζεται το 1951, οπότε και αποφυλακίζεται. Ως τότε είχε εκδώσει άλλες δύο ποιητικές συλλογές ­ τις «Εποχές 2» και «Εποχές 3» (1948, 1951). Ο Χατζιδάκις, που έχει αρχίσει να γράφει μουσική για το θέατρο από το 1944, προχωρά τον ίδιο καιρό τη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου («Γυάλινος Κόσμος» του Τ. Ουίλλιαμς, «Αντιγόνη» του Ανούιγ, «Τέσσερα μπαλέτα» κ.ά.). Στα τέλη της δεκαετίας του '40 γράφει τη σουίτα για πιάνο «Για μια μικρή, λευκή αχηβάδα» και τις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές σε ρεμπέτικα τραγούδια». Το 1951 γράφει το «Καταραμένο φίδι» και τη μουσική για την ταινία «Μαγική Πόλη» του Ν. Κούνδουρου και αρχίζει διαλέξεις για τους νέους Αμερικανούς συνθέτες. Το 1960 κερδίζει το Όσκαρ για τα «Παιδιά του Πειραιά» στην ταινία του Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή».

    Από τότε, ο συνθέτης αρχίζει να αποκτά διεθνή φήμη και ο ποιητής, παρ' ότι ευρύτατα αναγνωρισμένος και καταξιωμένος, αρχίζει να αποτραβιέται από τη δημόσια σκηνή. Οι δυο τους ξανασυναντιόνται ωστόσο, συγκινημένοι, τριάντα χρόνια μετά την πρώτη γνωριμία τους, στα τέλη της δεκαετίας του '70, στο Φεστιβάλ της «Αυγής» όπου ο Μάνος Χατζιδάκις, διευθυντής τότε του Γ΄ Προγράμματος της ΕΡΤ, έδινε μια συναυλία. Τους ενώνει και πάλι το ίδιο φρόνημα μπροστά στις περιπέτειες του τόπου.

    Λίγο αργότερα, ο Αναγνωστάκης επρόκειτο να γράψει στο τελευταίο ως τώρα ποιητικό βιβλίο του, τα «Υστερόγραφα» («Υ.Γ» 1983, Νεφέλη 1992), κάποια μονόστιχα ποιήματα - σπαράγματα από την εποχή της γνωριμίας τους. Σαν να συμπλήρωνε έναν από παλιά αρχινισμένο διάλογο.

    «Όλοι κάποτε νέοι» [...] «Πόσα χρόνια έχεις ν' ακούσεις ακορντεόν...» [...] «Μελαγχολία όταν θυμάσαι τα παλιά επονίτικα πάρτυ» [...] «Το παρελθόν μιας αυταπάτης» [...] «Η ταβέρνα λεγόταν "Η ωραία Σεβίλλη"» [...] «Ο Μπο» [...] «Θυμούμαι, άρα υπάρχω» [...] «Τώρα πια στην Τέχνη όχι μεγέθη ­ απλώς αποχρώσεις».

    Σήμερα, ξαναπιάνοντας την παλιά του τέχνη της ανάδειξης αξιόλογων φωνών, ο 76χρονος Αναγνωστάκης παρουσιάζει τον άγνωστο Χατζιδάκι.


    «Θέλησα να θυμίσω εκείνο το ευαίσθητο παιδί»

    «Γνωριστήκαμε με τον Μάνο Χατζιδάκι το καλοκαίρι του 1946, όταν είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη, με τον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών. Ήταν τότε 21 ετών, όσο κι εγώ. Είχα βγάλει την πρώτη μου ποιητική συλλογή πριν από ένα χρόνο, αλλά δεν ήξερα ότι και ο ίδιος έγραφε ποιήματα. Μου το εκμυστηρεύθηκε ένα βράδυ, σ' ένα παραθαλάσσιο μικρό καφενείο και διακριτικά, σχεδόν διστακτικά, μου έδωσε και μένα να διαβάσω δύο ποιήματά του.

    Εξίσου διακριτικά, σαν να μιλούσε σε (φτασμένο) ομότεχνό του, μου εξομολογήθηκε την επιθυμία του να τα φροντίσω εγώ, ώστε να δημοσιευτούν στη Θεσσαλονίκη. Μου άρεσαν τα ποιήματά του· του υποσχέθηκα ότι θα φρόντιζα να βγουν όσο γίνεται πιο καλαίσθητα και σε γνωστό τυπογραφείο. Τα χειρόγραφα έμειναν στα χέρια μου. Μα τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν τόσο δύσκολα και μαύρα για μένα, ώστε δεν μπόρεσα να του ξεπληρώσω το χρέος. Τα ποιήματα κάπου παράπεσαν, όπως και τόσα άλλα χαρτιά, και ξεχάστηκαν σιγά σιγά.

    Σήμερα, 55 χρόνια αργότερα, ανασκαλεύοντας κιτρινισμένα απομεινάρια μιας άλλης εποχής, τα ξαναβρήκα και θέλησα με νοσταλγία να θυμίσω εκείνο το θερμό και ευαίσθητο παιδί που ήταν τότε ο Μάνος Χατζιδάκις. Γι' αυτό και τα παρέδωσα στον φίλο μου Χάρη Βλαβιανό, ώστε να τα δημοσιεύσει στην «Ποίηση».

    (Το μοναδικό λάθος που διόρθωσα ήταν το όνομα του ζωγράφου και γραφίστα Γιώργου Σβορώνου, που ο Μάνος Χατζιδάκις, από παραδρομή, είχε σημειώσει ως Νίκο, προφανώς συγχέοντάς τον με τον γνωστό ιστορικό)».



    Mesoxoritis
    21.12.2006, 16:15
    Μάνος Χατζιδάκις

    Ένας Έλληνας συνθέτης γεμάτος Ελλάδα

    Ο Χρόνος τρέχει πολύ γρήγορα. Ευτυχώς όμως ο άνθρωπος έχει μνήμη, που εκμηδενίζει τις χρονικές αποστάσεις και κάνει το παρελθόν ένα ολοζώντανο παρών.

    Έτσι σήμερα η μνήμη μας φέρνει πίσω τον Μάνο Χατζιδάκι, τον ήρεμο και πράο άνθρωπο, αλλά και ρηξικέλευθο μουσικοσυνθέτη – και όχι μόνο - που εδώ και δέκα χρόνια αναπαύεται στην Παιανία, κάτω από τη σκέπη και τη σκιά του Υμηττού που τόσο αγάπησε και τραγούδησε.

    Ο Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1925. Ζωηρό και ανυπότακτο παιδί, κυνηγούσε πάντα την ελευθερία του, όπως σ’ όλη τη ζωή του. Το 1932 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο Χατζιδάκις, μεγαλώνοντας, άρχισε να σπουδάζει «την ποιητική λειτουργία του καιρού του» όπως ο ίδιος λέει. Στη ζωή του επηρεάστηκε από τον Ερωτόκριτο και τον Μακρυγιάννη. Πολλά λέει ο ίδιος για τον εαυτό του: « Από, νωρίς, μετά τον πόλεμο ακριβώς, σταμάτησα όλα τα μαθήματα μουσικής». Γύρισα τον κόσμο και ανεκάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ’ ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως τα ελληνικά, γιατί σε ξένη χώρα η επικοινωνία γινόταν οδυνηρή κι εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.

    Το 1972 επέστρεψα σχεδόν οριστικά στον τόπο και ίδρυσα καφενείο που το ονομάσαμε «Πολύτροπο» ίσαμε τη μεταπολίτευση του ’74 όπου και το ‘κλεισα, μια και άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου, μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός».

    Η θέση του Χατζιδάκι στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού είναι μοναδική. Ακολούθησε μια καταδική του σταθερή πορεία, έτσι που σήμερα μπορούμε να μιλάμε για Σχολή Χατζιδάκι, όπως ανάλογα μιλάμε για Σχολή Θεοδωράκη.

    Ο Χατζιδάκις έκανε ανατροπές στο παραδοσιακό Ελληνικό τραγούδι. Το ανανέωσε. Το εξευγένισε και το εμπλούτισε ο ίδιος από τη λεγόμενη λαϊκή μουσική, όπως γράφει ο Τσαρούχης: «οι σάμπες, οι ρούμπες, το τσιφτετέλι» χρησιμοποιούνται στην κατάλληλη στιγμή και έχεις τη μουσική της εποχής που επιθυμείς. Πρέπει να γνωρίζει καλά τη μουσική για να κάνει αυτά τα θαύματα, που μόνον οι μέτριοι μουσικοί δεν παραδέχονται. Έξω από το μουσικό του ταλέντο έχει τη δύναμη των καλών ηθοποιών, που αποφασίζουν να σου δώσουν το ύφος που θέλουν, κι εσύ πείθεσαι απολύτως ότι δίνουν τον ρόλο.

    Ο Χατζιδάκις εφευρίσκει μελωδίες που δεν υπάρχουν ή αν υπάρχουν, δεν τις ξέρεις ή δεν τις αναγνωρίζεις.... είναι ο μόνος που γράφει σοβαρή μουσική με λόγια, χωρίς να θυμίζει την οπερέττα.

    Το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» σηματοδοτεί την πορεία του. Ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας. Έγινε Ευρωπαίος, Παγκόσμιος. Οι μελωδίες του στα τραγούδια « Ο Ταχυδρόμος πέθανε», «Μην τον ρωτάς τον Ουρανό», «Τα παιδιά κάτω στον Κάμπο», «Το φεγγάρι είναι κόκκινο», «Υμητός», έγιναν γνωστές σ’ όλο τον κόσμο. Μα και όλες οι μουσικές συνθέσεις του Χατζιδάκι δείχνουν την ευαισθησία και τον πλούσιο ψυχικό κόσμο, τον όχι στατικό, τον πάντα ανήσυχο. Ζητά πάντα νέους τρόπους να εκφραστεί. Γράφει κλασσική μουσική μπαλέττου, επενδύει μουσικά πολλές ελληνικές και ξένες ταινίες, παραστάσεις αρχαίου δράματος (Χαηφόροι του Αισχύλου, Όρνιθες του Αριστοφάνη κ.λ.π). Μελοποιεί ποιητικές συνθέσεις μεγάλων στιχουργών, δύο από τις οποίες είναι η «Αμοργός» και η «Σκατσινή Μητέρα» του Νίκου Γκάτσου. Συνεργάζεται με τους καλύτερους τραγουδιστές (Νανά Μούσχουρη, Μαρία Φαραντούρη κ.ά).

    Πάντοτε ανήσυχος και πάντα ότι δίνει κάνει αίσθηση. Αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Γ’ προγράμματος της ΕΡΤ και το αναμορφώνει. Εκδίδει το περιοδικό «Τέταρτο» σχηματίζει την «Ορχήστρα των Χρωμάτων» και δίνει εξαιρετικές παραστάσεις, ιδρύει τη δισκογραφική εταιρεία «Σείριος». Γράφει θεατρικά έργα που ταράζουν τα θεατρικά νερά όπως την «Πορνογραφία» που όταν πρωτοπαρουσιάστηκε οι μισοί θεατές φώναζαν εναντίον και οι άλλοι μισοί υπέρ του Χατζιδάκι. Χαλασμός μέσα στο θέατρο. Ομολογουμένως η «Πορνογραφία», όπως και οι «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» ήταν αποτυχία∙ από το πρώτο έργο διασώθηκε το τραγούδι «παλιό σινεμά» που αγαπήθηκε.

    Ο Χατζιδάκις ήταν πάντα απόμερος και κλεισμένος στο καταφύγιό του και τον εαυτό του. Αυθόρμητος, γνήσιος και πηγιαίος και ρομαντικός. Στο σπίτι του, σ’ ένα παράθυρο της κουζίνας του έβαλε ένα τσίγκο για να ακούει τη μουσική της βροχής. Γράφει ο ίδιος το 1980: «Τώρα που ζω με τον εαυτό μου βαθειά και απόλυτα, θέλω να μάθω ο ίδιος ποιός υπήρξα, τι σκέφθηκα, πως έζησα και τι είναι αυτό που συνθέτει την μελλοντική απουσία μου».
    Mesoxoritis
    21.12.2006, 16:16
    Χατζιδάκις, Μάνος - Βιογραφία

    Γεννήθηκε στην Ξάνθη στις 23 Οκτωβρίου 1925. Από την ηλικία των τεσσάρων ετών άρχισε να μελετά πιάνο, ενώ από το 1940-43 ανώτερα θεωρητικά με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής. Παράλληλα, σπούδαζε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ γαλουχείτο από καλλιτέχνες και διανοούμενους της γενιάς του Μεσοπολέμου (Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Γκάτσος, Σικελιανός).
    Από το 1945, συνεργαζόμενος κυρίως με το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης, έγραψε μουσική για πολλές αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες, καθώς και για έργα σύγχρονου ρεπερτορίου: Mήδεια (1956), Εκκλησιάζουσες (1956), Ορνιθες (1959), Οθέλλος (1957), Λεωφορείον ο Πόθος (1948), Ματωμένος Γάμος (1948), Ευρυδίκη (1960) κ.ά.
    Με την περίφημη διάλεξή του για το ρεμπέτικο (1948), τραγούδι παράνομο τότε, που εξέφραζε τα λαϊκά στρώματα, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική ελληνική αστική κοινωνία. Συγχρόνως όμως, αναμόρφωσε όλο το ελληνικό τραγούδι, δρομολογώντας το σε νέους μουσικούς ορίζοντες.
    Το 1949 ίδρυσε με τη Ραλλού Μάνου και το ζωγράφο Σπύρο Βασιλείου το Ελληνικό Χορόδραμα, με το οποίο και παρουσίασε τα τέσσερα μπαλέτα του: Μαρσύας (1949), Εξι λαϊκές ζωγραφιές (1950), Το καταραμένο φίδι (1950) και Ερημιά (1957).
    Το 1953, με μία άλλη σειρά διαλέξεών του με θέμα τους σύγχρονους και κλασικούς συνθέτες, αποκάλυψε τους άγνωστους τότε Copland, Prokofiev, Shostakovich, Menotti, Bernstein κ.ά. στο ελληνικό ακροατήριο που είχε απομονωθεί από τον υπόλοιπο κόσμο εξαιτίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και των δύσκολων μεταπολεμικών συνθηκών.
    Παράλληλα με το θέατρο, από το 1946 ο Μάνος Χατζιδάκις συνέθεσε μουσική για 80 ελληνικές και ξένες ταινίες: Στέλλα (1955), Ο Δράκος (1956), America-America (1963), Blue (1967), Ταξίδι του μέλιτος (1973), καθώς και μουσική για δύο ντοκιμαντέρ του Jack Yves Cousteau. Tο 1960 του απονέμεται το βραβείο Oscar για το ομώνυμο τραγούδι της ταινίας του Jules Dassin "Ποτέ την Κυριακή". Δύο χρόνια αργότερα ανέβασε στην Αθήνα την Οδό Ονείρων, παράσταση σταθμό για το ελληνικό μουσικό θέατρο σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, σκηνικά Μίνου Αργυράκη και με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Χορν.
    Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε μακρόχρονη και γόνιμη συνεργασία με τα Μπαλέτα του 20ού Αιώνα, είτε διευθύνοντας σε παραστάσεις τους έργα άλλων συνθετών (Cocteau et la dance 1972, Traviata 1973) είτε διευθύνοντας δικά του έργα σε χορογραφίες του Maurice Bejart (Όρνιθες 1964, L' Ange Heurtebise 1972, Διόνυσος 1988, Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς 1993). Στο διάστημα 1966-72 έζησε στη Νέα Υόρκη όπου έγραψε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του: Ρυθμολογία (έργο για πιάνο), Ο μεγάλος ερωτικός (κύκλος τραγουδιών βασισμένος σε ποιήματα αρχαίων και νέων ποιητών), Reflections (τραγούδια επηρεασμένα από το κίνημα της pop music). Στην Αμερική ξεκίνησε και την Εποχή της Μελισσάνθης, μια αυτοβιογραφική μουσική ιστορία που διαδραματίζεται κατά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
    Ο Μάνος Χατζιδάκις, προσωπικότητα πολύπλευρη και πολυδιάστατη, εκτός από τη σύνθεση, είχε και πολλές άλλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες: ίδρυσε και διηύθυνε την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-67), το Πολύτροπο (Cafe theatre, 1972), τις Μουσικές Γιορτές στα Ανώγεια Κρήτης (φεστιβάλ μουσικής, 1978), το Μουσικό Αύγουστο στο Ηράκλειο Κρήτης (φεστιβάλ, 1979), τους Μουσικούς Αγώνες στην Κέρκυρα (1981), το Τέταρτο (πολιτιστικό περιοδικό, 1982), τον Σείριο (δισκογραφική εταιρεία, 1985), την Ορχήστρα των Χρωμάτων (ορχήστρα συμφωνικής μουσικής, 1989) και τέλος, δυηύθυνε το Γ΄ Πρόγραμμα του κρατικού ραδιοσταθμού (1975-81).
    Από την αρχή της παρουσίας του στον ελληνικό μουσικό χώρο και συγχρόνως με όλες τις προηγούμενες δραστηριότητες του, ήταν διαρκώς δισκογραφικά παρών με δεκάδες δίσκους που θεωρούνται πια κλασικοί στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι κύκλοι τραγουδιών είναι σε στίχους Νίκου Γκάτσου. Δημοσίευσε επίσης τέσσερα βιβλία με ποιήματα και σχόλιά του (Μυθολογία, Ο Καθρέφτης και το μαχαίρι, Μυθολογία Δεύτερη, Τα σχόλια του Τρίτου).
    Εφυγε από τη ζωή το απόγευμα της 15ης Ιουνίου 1994.


    Mesoxoritis
    21.12.2006, 16:17
    Ακολουθούν άρθρα-παρουσιάσεις κάποιων δίσκων του Χατζιδάκι.

    Το Χαμόγελο της Τζοκόντας-Έκδοση 2004
    Χατζιδάκις, Μάνος

    Σύγχρονη Έντεχνη

    Η ιστορία της "Τζοκόντας" αρχίζει στη Νέα Υόρκη του 1963. Σύμφωνα με το σημείωμα του Μάνου Χατζιδάκι, ο ίδιος παρακολουθούσε μια παρέλαση στην 5η Λεωφόρο, όταν την προσοχή του τράβηξε μια γυναικούλα που περπατούσε μοναχή "με μιαν απελπισμένη αδιαφορία για ό,τι συνέβαινε γύρω της, χωρίς κανείς να την προσέχει, χωρίς κανέναν να προσέχει...". Την ακολούθησε, την έχασε. Στάθηκε μπροστά σε ένα βιβλιοπωλείο. Στη βιτρίνα υπήρχε ένα βιβλίο για τον Ντα Βίντσι. Στο εξώφυλλο η Τζοκόντα. Κάπως έτσι γεννήθηκε ένα από τα κορυφαία έργα της σύγχρονης έντεχνης μουσικής -σήμερα πλέον κλασικό. "Τα δέκα αυτά τραγούδια γράφτηκαν μ΄ ένα συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων", καταλήγει το εισαγωγικό σημείωμα. "Το θέμα είναι η γυναίκα έρημη μες τη μεγάλη πόλη. Το κάθε τραγούδι είναι και ένας μονόλογός της και όλα μαζί συνθέτουν την ιστορία της. Μια ιστορία σύγχρονη και παλιά μαζί".
    Το αρχικό σχέδιο για τη "Τζοκόντα" προέβλεπε τραγούδια που θα έλεγε στο Παρίσι η Ζακλίν Ντανό. Τελικά, τον Απρίλιο του 1965, ο Χατζιδάκις ηχογράφησε στη Νέα Υόρκη δώδεκα τραγούδια μόνο με ορχήστρα, σε παραγωγή του Κουίνσι Τζόουνς. Ο δίσκος κυκλοφόρησε στην Αμερική, στην ετικέτα της Fontana. Λίγο αργότερα βγήκε και στην Ελλάδα (Columbia), αλλά με δέκα track: Είχαν αφαιρεθεί οι "Αθλητές" και ο "Στρατιώτης". Λέγεται ότι τον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας πούλησε παγκοσμίως περίπου 500.000 δίσκους.
    Μολονότι το "Χαμόγελο της Τζοκόντας" (έργο 22) αποδείχτηκε από τα πλέον δημοφιλή ελληνικά άλμπουμ (υπολογίζεται ότι έχει πουλήσει πάνω από 3.000.000 αντίτυπα παγκοσμίως), στην ψηφιακή του μορφή δεν ευτύχησε. Η πρώτη έκδοση σε CD προήλθε από μονοφωνική μήτρα, η οποία υπέστη διεύρυνση (ψευδοστέρεο). Ο ίδιος ήχος, επεξεργασμένος στα 96 KHz/24 bit, υπήρχε και στη δεύτερη έκδοση (1998). Πέρσι, ο Χρίστος Χατζηστάμου και το στούντιο Athens Mastering -υπεύθυνοι μεταξύ άλλων για το remastering και άλλων έργων του Χατζιδάκι- ανέλαβαν την αποκατάσταση του έργου, με αφετηρία ένα δίσκο βινυλίου που βρέθηκε σε καλή κατάσταση. Το LP δοκιμάστηκε σε αρκετά πικάπ. Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί ένα Technics SP-10. Ο ήχος πέρασε από αναλογικά φίλτρα, ώστε τα όργανα να "ζωντανέψουν", ενώ η επεξεργασία έγινε με την τεχνολογία 96 KHz/24 bit. Για την αποθορυβοποίηση χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα No Noise της Sonic Solutions. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό για ηχογράφηση που έγινε πριν από σαράντα χρόνια. Το ηχόχρωμα κάθε οργάνου έχει αποκατασταθεί και παράλληλα ο ήχος έχει διατηρήσει τη ζεστασιά του βινυλίου.
    Η καινούργια "Τζοκόντα", στερεοφωνική και με το αυθεντικό της εξώφυλλο, κυκλοφορεί τώρα σε CD και σε βινύλιο 200 γραμμαρίων, σε περιορισμένο αριθμό αριθμημένων αντιτύπων. Καθεμιά έκδοση περιέχει το σημείωμα του συνθέτη, ενώ το CD συνοδεύεται από δίγλωσσο φυλλάδιο με φωτογραφίες και βιογραφικό του Μ.Χατζιδάκι.