Ξυπνησε απο το φως που εμπαινε απο το μισανοιχτο πατζουρι, αντανακλωνταν πανω στην καραφλα του ανδρα που κοιμοταν διπλα της και διαχεονταν σε ολο το δωματιο.
Οταν ανοιξε τα μικροσκοπικα, σαν κουμποτρυπες ματια της, αντικρυσε το πιο φρικιαστικο θεαμα: ο νεαρος που το προηγουμενο βραδυ φανταζε σαν κλωνος του Μπαντ Πιτ, ηταν στην πραγματικοτητα ο χοντροπετσος σουβλατζης, Θρασυβουλας.
Το τριχωτο σαν γουνα στερνο του, ανεβοκατεβαινε ρυθμικα με καθε του αναπνοη.
Το χρυσο σταυρουδακι που φορουσε στο λαιμο μπλεκονταν επιδεξια με τις μαυρες, κατσαρες τριχες του, οι οποιες ακολουθουσαν μια αλλοκοτη διαδρομη: ξεκινουσαν απο τα ρουθουνια του, ενωνονταν με το στριφτο μουσακι του και ξεχυνονταν στα ζουμπουρλα μαγουλα του.
Στην συνεχεια κατεβαιναν αρμονικα στο πρωτο προγουλι, μετα στο δευτερο, μετα στο τριτο αγκαλιαζοντας το παχυ λαιμο του σαν καλοπλεγμενο κασκολ, απ οπου και απλωνονταν οσαν τα δελτα των ποταμων, προς δυο κατευθυνσεις: τους ωμους και το στερνο.
Οι τριχες που πηγαιναν στους ωμους, ειτε εκαναν μανουβρα προς την πλατη, ειτε συνεχιζαν στα μπρατσα, το χερι και τα δαχτυλα.
Οι υπολοιπες τριχες που δεν ειχαν ακολουθησει αυτη τη διαδρομη, κατεβαιναν στο στερνο, ακολουθουσαν την καμπυλη της ξεχειλωμενης μπυροκοιλιας και χανονταν μεσα στο γκρι σωβρακο του.
Αν εστιαζες το βλεμα σου σε ολο το μηκος της δασυτριχης περιοχης, μπορουσες να διακρινεις με αρκετα μεγαλη ευκολια υπολειματα απο γυρο και κοκορετσι.
Την προσοχη της απεσπασε η καφε κρεατολια του εδραζονταν στην κορυφη της γαμψης μυτης του.
Ηταν πραγματικα γιγαντιαια. Και η μυτη και η κρεατοελια.
"What was i thinking?", αναρωτηθηκε στα εγγλεζικα, και επειτα αναρωτηθηκε γιατι αναρωτηθηκε στα εγγλεζικα.
Ηταν, μα τον Δια, μια ευλογη απορια.
"Σε σας μιλω που πια δεν εχετε αυτια, δεν εχετε ουτε ματια,
σε σας μιλω που δεν εχετε εγκεφαλο και γινεστε κομματια,
τσατιζομαι και θα σας ριξω ολους πιο βαθια μες στο ψυγειο,
να κρεμεστε μαζι με τα κρεατικα μες στο παντοπωλειο"
[ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : punkster στις 05-04-2008 00:28 ]