Mια φορά και ένα καιρό, όταν ήμουν δέκα χρονών, είδα ένα όνειρο, που το θυμάμαι ακόμα και τώρα και σας το περιγράφω:
Ήμουν στο δημοτικό σχολείο και παίζαμε ένα παιχνίδι, το οποίο ήταν ένας συνδυασμός κυνηγητού και κρυφτού. Θυμάμαι ότι έτρεχα στη πίσω αυλή του σχολείου για να κρυφτώ και στη γωνία του στενού διαδρόμου και της πίσω αυλής σκόνταψα σε ένα φέρετρο και κατά το πέσιμο άνοιξε το καπάκι του φέρετρου. Μέσα σε αυτό βρισκόταν το πτώμα του παππού μου, ο οποίος στην πραγματικότητα πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα από το όνειρο. Στο όνειρο δεν θυμάμαι να φοβήθηκα, αλλά θυμάμαι έντονα ότι λίγη ώρα μετά έτρωγα με όρεξη τις σάρκες του πτώματος. Λίγο μετά εμφανίστηκε η γιαγιά, η σύζυγος του παππού, με άσπρα ρούχα και με ένα θαλασσί μικρό καπέλο με βέλο. Μου έκανε μια αδιόρατη χειρονομία και το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο. Εκεί ξύπνησα. Ας σημειωθεί ότι η γιαγιά πέθανε όταν ήμουν δέκα-επτά χρονών.
Όταν διηγήθηκα το όνειρο στους γονείς μου, ο μεν πατέρας μου μου απάντησε ότι δεν είχα φάει καλά το βράδυ (εννοούσε ότι δεν είχα χορτάσει) , η δε μητέρα μου, ολίγον αθυρόστομη, μου εξήγησε ότι ο πισινός μου ήταν ξεσκέπαστος και εννοούσε ότι δε πρόσεχα τον εαυτό μου.
Εσεις πως το εξηγείτε το όνειρο; Ποιά είναι η γνώμη σας;