ελληνική μουσική
    481 online   ·  210.821 μέλη

    Ποιητές για...τον πόλεμο και την ειρήνη

    gate
    29.03.2003, 16:26
    Με αφορμή την επιθυμία του Παύλου (Astron) να βρει ποιήματα για τον πόλεμο και την ειρήνη...(την οποία εξέφρασε εξ αφορμής του σχετικού ποιήματος του Ριτσου, που γράφηκε στο Topic "στιχάκια" )ας κάνουμε εδώ μια προσπάθεια να συγκεντρώσουμε τα ποιήματα ή τα πεζά που ποιητές ανα τον κόσμο έχουν δημιουργήσει, με σκέψη τον πόλεμο και την ειρήνη και τα οποία έχουμε συναντήσει σε ανύποπτο χρόνο στο διάβασμά μας...

    Μεταφέρω εδώ ξανά το υπέροχο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, αυτή τη φορά ολόκληρο:

    "Τ' όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη
    Τ' όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη
    Τα λόγια της αγάπης κάτω απ' τα δέντρα
    είναι η ειρήνη

    Ο πατέρας που γυρνάει τ' απόβραδο μ' ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
    μ' ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
    και οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
    είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
    είναι η ειρήνη.

    Όταν οι ουλές απ' τις λαβωματιές κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
    και μες στους λάκους που ' καψε η πυρακαϊά δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
    κι οι νεκροί μπορούν να γείρουν στον πλευρό τους και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
    ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,
    είναι η ειρήνη.

    Ειρήνη είναι η μυρουδίά του φαγητού το βράδυ,
    τότε που το σταμάτημα του αυτοκινήτου στο δρόμο δεν είναι φόβος,
    τότε που το χτύπημα στην πόρτα σημαίνει φίλος,
    και το άνοιγμα του παραθύρου κάθε ώρα σημαίνει ουρανός,
    γιορτάζοντας τά μάτια μας με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,
    είναι ειρήνη.

    Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα κι ένα βιβλίο μπροστά στο
    παιδί που ξυπνάει.
    τότε που τα στάχυα γέρνουν το 'να στ' άλλο λέγοντας: το φως, το φως
    και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως,
    είναι η ειρήνη.

    Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,
    τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα,
    τότε που τ' ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ' το σύγνεφο
    όπως βγαίνει απ' το κουρείο της συνοικίας φρεσκοξυρισμένος ο
    εργάτης το Σαββατόβραδο,
    είναι η ειρήνη.

    Τότε που η μέρα που πέρασε, δεν είναι μια μέρα που χάθηκε,
    μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα της χαράς μέσα στο βράδυ
    κι είναι μια κερδισμένη μέρα κι ένας δίκαιο ύπνος,
    που νιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορφίνια του
    να κυνηγήσει τη λύπη απ' τις γωνιές του χρόνου,
    είναι η ειρήνη.
    Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού
    είναι τ' αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.
    Όταν λες: αδελφές μου, - όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε.
    όταν χτίζουμε και τραγουδάμε,
    είναι η ειρήνη.

    Τότε που ο θάνατς πιάνει λίγο τόπο στην καρδιά
    κι οι καμινάδες δείχνουν με σίγουρα δάχτυλα την ευτυχία,
    τότε που το μεγάλο γαρίφαλο του δειλινού
    το ίδιο μπορεί να το μυρίσει ο ποιητής κι ο προλετάριος,
    είναι η ειρήνη.

    Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
    είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
    είναι το χαμόγελο της μάνας
    Τίποτ' άλλο δεν είναι η ειρήνη.
    Και τ' αλέτρια που χαράζουν βαθιές αυλακές σ' όλη της γης,
    ένα όνομα μονάχα γράφουν:
    Ειρήνη.
    Τίποτ' άλλο. Ειρήνη

    Πάνω στις ράγες των στίχων μου
    το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
    φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα,
    είναι η ειρήνη

    Αδέρφια,
    μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει όλος ο κόμσος με όλα τα όνειρά μας
    Δώστε τα χέρια αδέρφια μου,
    αυτό ' ναι η ειρήνη."

    (Γιάννης Ρίτσος)


    "Η ζωή χωρίς μουσική θα ήταν ένα σφάλμα..." Νίτσε

    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από:: gate στις 29-03-2003 16:46 ]
    gate
    29.03.2003, 17:10
    Και κάτι από την αρχαία ελληνική ποίηση.

    απόσπασμα από την ΕΚΑΒΗ του ΕΥΡΥΠΙΔΗ:

    "Ζω και με πόνους ζώνουμαι,
    μα σαν τη βιά δεν είναι ούτε οι πόνοι.
    Από την αμυαλιά του έφερε ένας το χαμό
    και τον ξολοθρεμό σε όλους. Και τώρα
    από τους ξένους συφορά πλακώνει μες στου Σιμόεντα τη χώρα.

    Κι η κρίση πο' κρινε ο αγελαδάρης πα στην Ίδα,
    για τη συνέρια τους τις τρεις μακάριες κόρες,
    ξεδιάλυνε σε σκοτωμούς, σε μπόρες
    και γκρεμισμένα τα παλάτια μου είδα.

    Όμως, και δίπλα στον που ωραία ρέει Ευρώτα
    στο σπίτι της κάποια λακώνισσα παρθένα
    μυριόκαρδα θρηνεί. Και κάπoια μάνα μόνη,
    που τα παιδιά της είναι σκοτωμένα,
    μαλλοτραβά το άσπρο κεφάλι και τα μάγουλα
    με νύχια ματωμένα οργώνει..."

    Μερικές επεξηγήσεις:
    Το απόσπασμα αναφέρεται στις συμφορές που έφερε ο Τρωικός Πόλεμος.
    Η Εκάβη είναι η γυναίκα του βασιλιά της Τροίας Πριάμου. Ένας από τους γιους της είναι ο Πάρης, που άρπαξε από τη σπάρτη τη βασίλισσα Ελένη, δίνοντας, όπως λέγεται, αφορμή στον Τρωικό Πόλεμο....Όταν στην πρώτη στροφή αναφέρει για κάποιον "έναν" που έφερε το χαμό, εννοεί τον Πάρη...Τον ίδιο εννοεί στη συνέχεια όταν μιλάει για κάποιον "αγελαδάρη", ενω οι "Τρεις μακάριες κόρες" είναι οι θεές Ήρα, Αθηνά και Αφροδίτη, οι οποίες είχαν διαγωνιστεί ενώπιον του Πάρη για το ποιά είναι η ωραιότερη...(Τότε, όπως γνωρίζετε, είχε νικήσει η Αφροδίτη ... ενώ αυτή η εκλογή έδωσε την ευχέρεια στον Πάρη να "αρπάξει" την ωραία Ελένη...με αποτέλεσμα - δήθεν - τον Τρωικό Πόλεμο)

    "Η ζωή χωρίς μουσική θα ήταν ένα σφάλμα..." Νίτσε

    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από:: gate στις 29-03-2003 18:34 ]
    claire
    29.03.2003, 20:21
    ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑΚΗ ΑΠΟ ΤΟ «ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ»

    Η διαταγή ήταν ξεκάθαρη:απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από 200 μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.
    Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήταν παίξε γέλασε.
    Είχανε κάπου 3 βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.
    Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.
    Και στις δύο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.
    Οι πληροφορίες του ήτανε πως οι Άλλοι είχανε 2 τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζουν να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δύο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για κάθε ενδεχόμενο.
    Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει 3 βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ’ αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.
    Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!
    Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήταν λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δύο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.
    Την άλλη μέρα, δύο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.
    Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.
    Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή τη Μεραρχίας…
    -Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ’ από τα δόντια του εκείνη τη νύχτα.
    Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
    Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!
    Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι (…
    Ξύπνησε βαλαντωμένος. Δεν είχε ακόμα φέξει.
    Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! ‘ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.
    Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά… Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
    Σ’ ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.
    Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ’ ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα ‘σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.
    Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια…
    Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
    Δεξιά κι αριστερά, και στις δύο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσαν περνώντας πότε πότε από πάνω του.
    Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ’ ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
    Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
    Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
    Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.
    Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πως να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους Άλλους.
    Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή τη διέκοψε ένα φτέρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθεια του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ’ όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.
    Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
    Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
    Δεν μπορούσε να τραβήξει, ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.
    Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
    Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένα άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
    Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντίπερα όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.
    gate
    29.03.2003, 20:57
    πραγματικά εκπληκτικό κείμενο claire....!!!
    Anonymous
    29.03.2003, 22:29
    Τέλειο! Αξίζει... να το διαβάσει ο Μπους...
    dinaki13b
    30.03.2003, 13:17
    Αυτό το κείμενο δεν το χει γράψει ποιητής ή συγγραφέας αλλά ένα παιδί που έζησε τον πόλεμο νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να σας παραθέσω κάποια αποσπάσματα :
    Ζλάτα Φιλίποβιτς - Ενα ημερολόγιο από το Σαραγεβο

    "ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΠΙΑ ΤΟΥΣ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΥΣ ! ΚΑΙ ΤΙΣ ΟΒΙΔΕΣ ΠΟΥ ΠΕΦΤΟΥΝ! ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ! ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ! ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΙΝΑ! ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΥΣΤΥΧΙΑ! ΚΑΙ ΤΟΝ ΦΟΒΟ!
    Ηζωή μου δεν είναι όλα αυτά!
    Δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς μια μαθήτρια έντεκα χρονών επειδή θέλει να ζήσει! Μια μαθήτρια που δεν πηγαίνει πια στο σχολείο, που δεν νιώθει πια καμία χαρά, καμιά από τις συγκινήσεις μιας μαθήτριας. Ένα παιδί που δεν μπορεί να παίζει πιά, που έχει μείνει χωρίς φίλες, χωρίς ήλιο, χωρίς πουλιά, χωρίς επαφή με τη φύση, χωρίς φρούτα, χωρίς σοκολάτες.....
    Τρίτη 10 Αυγούστου 1992
    ...Δεν έχουμε νερό και ηλεκτρικό ρεύμα, τα φέρνουμε βόλτα όπως μπορούμε.
    Οταν βγαίνω έξω και δεν πέφτουν πυροβολισμοί, μου δημιουργείται η εντύπωση ότι ο πόλεμος έχει τελειώσει, οι διακοπές όμως του νερού και του ηλεκτρικού ρεύματος, το σκοτάδι , ο χειμώνας, η έλλειψη ξυλείας και τροφίμων με ξαναφέρνουν στην πραγματικότητα και συνειδητοποιώ τότε ότι ο πόλεμος εξακολουθεί να είναι εδώ. Για ποιό λόγο? Για ποιό λόγο τα "κακομαθημένα παιδιά" δεν καταλήγουν σε μια συμφωνία? Πραγματικά διασκεδάζουν. Μαζί μας."
    justme
    30.03.2003, 16:31
    Quote:

    On 2003-03-29 20:21, claire wrote:
    ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑΚΗ ΑΠΟ ΤΟ «ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ»

    Η διαταγή ήταν ξεκάθαρη:απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από 200 μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.
    Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήταν παίξε γέλασε.
    Είχανε κάπου 3 βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.
    Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.
    Και στις δύο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.
    Οι πληροφορίες του ήτανε πως οι Άλλοι είχανε 2 τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζουν να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δύο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για κάθε ενδεχόμενο.
    Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει 3 βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ’ αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.
    Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!
    Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήταν λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δύο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.
    Την άλλη μέρα, δύο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.
    Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.
    Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή τη Μεραρχίας…
    -Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ’ από τα δόντια του εκείνη τη νύχτα.
    Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
    Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!
    Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι (…
    Ξύπνησε βαλαντωμένος. Δεν είχε ακόμα φέξει.
    Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! ‘ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.
    Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά… Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
    Σ’ ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.
    Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ’ ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα ‘σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.
    Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια…
    Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
    Δεξιά κι αριστερά, και στις δύο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσαν περνώντας πότε πότε από πάνω του.
    Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ’ ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
    Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
    Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
    Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.
    Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πως να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους Άλλους.
    Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή τη διέκοψε ένα φτέρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθεια του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ’ όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.
    Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
    Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
    Δεν μπορούσε να τραβήξει, ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.
    Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
    Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένα άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
    Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντίπερα όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.







    Claire δεν μπορεις να φανταστεις ποσο με ειχε επηρεασει αυτο το κειμενο στα μαθητικα μου χρονια.Μου θυμισες μια απο τις πιο εντονες στιγμες που εζησα στο λυκειο.Θυμαμαι ειχε επιλεξει ο φιλολογος το εν λογω αριστουργημα για μενα & ανελαβα να το διαβασω στην ταξη.Ηταν μια στιγμη μοναδικη για μενα αφου με το τελος της αναγνωσης & σηκωνοντας τα ματια μου απο το κειμενο διαπιστωσα μια αιθουσα παγωμενη & βουρκωμενη απο την ιστορια.Ηταν μια στιγμη μοναδικη οταν ενιωσα κατι υγρο να κυλαει στα μαγουλα μου.Ηταν η πρωτη φορα στην ζωη μου που εκλαψα δημοσια & δεν ντραπηκα καθολου γι αυτο αφου διπλα μου ολοι σχεδον οι συμμαθητες μου βρισκονταν στην ιδια κατασταση.Νασαι καλα που μολις τωρα με εκανες να θυμηθω εκεινες τις συγκινητικες στιγμες & γαμωτο μου να δακρυσω & παλι....
    ZOI
    30.03.2003, 20:24
    αλλη μια πραγματικη μαρτυρια απο το μετωπο.
    Βασκο,στα 14 μπηκε στον στρατο της Ινδονησιας για 8 μηνες.Σημερα 16 αυτα εχει να πει:
    <<ο στρατος ηρθε στο χωριο μου αρχες Ιανουαριου.οι στρατιωτες μας εδερναν,σκοτωσαν καποιους απο εμας,μας ειπαν αν δεν πολεμησετε για μας ειστε νεκροι.οι γονεις μου μου ειπαν να κανω ο,τι μου ζητησουν αλλιως θα μας σκοτωναν>>στχωριο του βασκο προτου το καταλαβει ο στρατος της Ινδονησιας ζουσαν 144 οικογενειες.τωρα εχουν μεινει μολις 90.εκεινος ανταλλαξε τη ζωη της οικογενειας του με τη δικη του εφηβεια.
    <<ημουν 14 ετων.την πρωτη φορα που με πηραν μακρια απο το σπιτι μου,με εβαλαν να βιασω μια γυναικα.το εκανα μαζι με τα αλλα παιδια που ειχαν παρει απο το χωριο μου.μετα μου ειπαν να σκοτωνω ο,τι κινειται,ζωα,ανθρωπους,οτιδηποτε.καθε ημερα μας εβαζαν σε στρατιωτικα αυτοκινητα και μας διεταζαν να καιμε σπιτια,να σκοτωνουμε ζωα,να χτυπαμε ανθρωπους.υπηρχαν φορες που χαιρομουν οταν καιγαμε τα ξενα σπιτια,με παρεσυραν οι αλλοι που το διασκεδαζαν.αλλες φορες ενιωθα χαλια που χτυπουσα τους ανθρωπους και κατεστρεφα οσα ειχαν....αλλα ηξερα οτι αν δεν το κανω θα με σκοτωσουν.οποτε αρνιομουν να κανω κατι,με απειλουσαν με ενα μεγαλο μαχαιρι τη ματσετα.καθε ημερα με χτυπουσαν με ενα χοντρο ξυλο.ο πρωτος ξυλοδαρμος ηταν ο πιο αγριος.μετα συνηθισα.ενας στρατιωτικος μας εκπαιδευε στη χρηση των οπλων και των μαχαιριων,μας μαθαινε πως να ορμαμε στους ανθρωπους,πως να τους σκοτωνουμε.καθε εβδομαδα για 2 ωρες καποιος απο τους ινδονησιους στρατιωτες αναλαμβανε να μας δειξει ολα οσα ηξερε-μαθαιναμε να βιαζουμε,να κλεβουμε,να δολοφονουμε.στις επιθεσεις επιναν απειρο αλκοολ και επαιρναν αμφεταμινες.εγω δεν επινα ουτε επαιρνα ναρκωτικα.τους εβλεπα να σκοτωνουν ανθρωπους-δεν ξερω τι εκαναν τα σωματα τους μετα.φωναζαν,ουρλιαζαν οπως δολοφονουσαν ανθρωπους και μετα μας εδειχναν περηφανοι τις ματσετες τους που ηταν μεσα στο αιμα και μας ελεγαν:φατε ανθρωπους!φατε τους!
    υπηρχε αιμα παντου.ηθελα να κλαψω οταν τους εβλεπα να σκοτωνουν και να βιαζουν.αλλα αν εκλαιγα και με εβλεπαν θα με σκοτωναν και εμενα.και ετσι περιμενα να γυρισουμε πισω για να κλαψω.ακομη και τωρα εναμισι χρονο μετα που με αφησαν να γυρισω σπιτι μου,δεν περναει ουτε μια στιγμη που να μη νιωθω το σφιξιμο του φοβου να με πνιγει....

    τα στοιχεια ειναι απο την ερευνα της unicef <>
    επισης τα συγκεκριμενα στοιχεια εχουν δημοσιευθει στο βηmagazino της κυριακης 16 μαρτιου.

    και ο Βασκο ειναι ισα με εμενα......
    claire
    30.03.2003, 21:18
    justme όντως το κείμενο το πήρα από το βιβλίο των κειμένων της Γ λυκείου και είναι επίσης συγκλονιστικό και επίκαιρο.Χαίρομαι που σου θύμισα τα μαθητικά σου χρόνια και μην ξεχνάς ότι τα δάκρυα δείχνουν τον ευαίσθητο εαυτό μας και ότι υπάρχει ακόμα ο άνθρωπος μέσα μας.
    GLafki
    07.04.2003, 00:03
    Paidia emena oi prwtoi stixoi pou mou erxontai sto myalo me ayton ton polemo einai twn Dire Straits apo to Brothers in Arms...mporei na mhn einai diakekrimenoi pouhtes,omws milane mesa apo thn psyxh tous sthn dikh mou...kai gia mena ayth einai h douleia enos kalou poihth...


    "...There's so many different worlds
    So many different suns
    And we have just one world
    But we live in different ones

    Now the sun's gone to hell
    And the moon's riding high
    Let me bid you farewell
    Every man has to die
    But it's written in the starlight
    And every line on your palm
    We're fools to make war
    On our brothers in arms ..."

    gate
    08.04.2003, 16:32
    "Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, ή άποκτεινουσα τους προφήτας"
    Χισροσίμα, Χιροσίμα, ή άποκτεινουσα τους ανθρώπους!
    Ή Χιροσίμα είναι ή νεαρή μοίρα.
    Ή Χιροσίμα ακυρώνει την Ιστορία.
    Θημωνιάζει τους πολιτισμούς, καθώς ό Σαρδανάπαλος
    τους θησαυρούς του.
    Ή Χιροσίμα εϊναι το νέο πρόσωπο, το πρόσφατο προσωπείο, το πρόσωπο του αιώνα.
    Ή Χιροσίμα είναι ή παρουσία.
    Πίσω από κάθε φιλί, από κάθε σμίξιμο, από κάθε σπασμό υπάρχει ή Χιροσίμα.
    Πίσω από τη φωτιά στο τζάκι, από το αρχαίο τραγούδι, από το πατρογονικό παραμύθι υπάρχει ή Χιροσίμα.
    Ή νέα ποίηση είναι ή Χιροσίμα.
    Ή νέα ομορφιά είναι ή Χιροσίμα.
    Ή Χιροσίμα εϊναι το καινούριο μας δέρμα, ή καινούρια δορά,
    πού αχρηστεύει τους Αργοναύτες.
    Ή Χιροσίμα είναι ή νέα φιλοσοφία.
    Ή χρονολογία του κόσμου πού έρχεται.
    Ό άνθρωπος περπάτησε χιλιάδες χρόνια, για να φτάσει στη Χιροσίμα.
    Ό άνθρωπος στοχάστηκε χιλιάδες χρόνια,
    για να βρει το θεώρημα της Χιροσίμας.
    Ό άνθρωπος αναζήτησε, περιπλανήθηκε, ξενιτεύτηκε,
    θαλασσοπόρησε χιλιάδες χρόνια.
    Ή Χιροσίμα βρισκόταν
    στην άκρη του νερού, στην άκρη του δρόμου.
    Εκεί συνομίλησε με τους προγόνους του.
    Εκεί διατύπωσε την αρετή του.
    Εκεί αποκρυπτογράφησε τη συμπόνια του.
    Εκεί συναπάντησε την ανθρωπιά του.
    Ή Χιροσίμα είναι το σταυροδρόμι,
    ή αρχή καί το τέλος του κόσμου,
    το τέχνασμα καί το προσωπείο,
    το πρόσωπο,
    14
    Δώσ'μου το χέρι σου, για να μπορέσω να λησμονήσω τη Χιροσίμα.
    "Αφησε με να πιω τα σκοτεινά σου μαλλιά, για να μπορέσω να λησμονήσω τη Χιροσίμα.
    Μίλησε μου, με τη γλώσσα της σιωπής, για να μπορέσω να λησμονήσω τη Χιροσίμα, το μαύρο κύμα, τη Χιροσίμα.
    Τώρα ζούμε την έκπληξη,
    κατάντικρυ του θανάτου.
    Κι ωστόσο, μπορούμε καί λέμε: αδερφέ μου.
    Δεν αλλάξαμε γλώσσα.
    Μπορούμε καί λέμε: αδερφέ μου.

    Περάσαμε το "Αουσβιτς, το Νταχάου, το Λίντιτσε καί λέμε
    ακόμα: αδερφέ μου.
    Ό αδερφός μας βρίσκεται στην άλλη όχθη,
    παίζει με τα κόκκαλά του την ένατη.
    Διαβάζει «Εύθύδημο».
    Ό αδερφός μου φυτεύει τα παραμύθια του στην ουλή
    του προσώπου του.
    Ο αδερφός μας πασκίζει να τραγουδήσει καί του λείπει το χείλος.
    Ό αδερφός μας θέλει να κλάψει καί του λείπουν τα μάτια.
    Ο αδερφός μας θέλει ν "αγγίξει τα χέρια μας, να μας προσπέσει, να παραπονεθεί καί του λείπουν τα χέρια.
    Συμμαζώνει τα κόκκαλά του καί προχωρεί.
    Είναι ό νέος αδερφός, πού γεννήθηκε στα χίλια εννιακόσια σαράντα τέσσερα στο Νταχάου, στα χίλια εννιακόσια σαράντα πέντε στη Χιροσίμα: μετά Χριστόν."

    Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος

    (Οι τελευταίοι στίχοι είναι εκπληκτικοί....!!!)

    margo
    27.07.2007, 02:09
    ΓΙΕ ΜΟΥ ΜΟΝΑΚΡΙΒΕ ΜΟΥ

    Γιε μου, μονάκριβε μου,
    σε μαρμαρώσανε
    σε μια μικρή πλατεία
    σαν σε σκοτώσανε.
    Και γράψανε στην πλάκα
    με τόση υποκρισία:
    "έπεσε πολεμώντας
    για την Ελευθερία".

    Μα εγώ, μικρό μου αγόρι,
    που σε μεγάλωσα,
    σε φύλαξα απ' το ξεροβόρι
    και σ' ανάστησα,
    σου δίνω την ευχή μου
    και τη συμβουλή μου
    να λες σ' αυτούς που σε κοιτάνε
    με λυπημένα βλέμματα
    πως βρίσκεσαι εκεί,
    γιατί σου είπαν ψέματα.

    Γιάννης Περγαντάς
    Tren
    27.07.2007, 08:36
    Ειχα την μεγαλη τυχη και τιμη στη ζωη μου να γνωρισω στην εφηβεια μου εναν υπεροχο ανθρωπο ,εναν εξοχο ποιητη.Ψιλολιγνος και αριστοκρατικος με αστειρευτη ορεξη για κουβεντα και καφεδακι , παντα μια φρεσκια εφημεριδα στο χερι που εμενε σταθερα διπλωμενη παντα πανω στο τραπεζι μεχρι να παρει τη θεση της η αυριανη.Δεν την διαβαζε ποτε ,δεν τον αγγιζε η εφημεριδικη επικαιροτητα ,αλλα ταιριαζε πολυ με το καρω μπερεδακι του και το μπλε κασκολ του.Ολα μαζι του εδιναν εναν απολυτα παριζιανικο αερα οπως ελεγε χαριτολογοντας..Ετσι λατρεψα τους ποιητες ..κι εμαθα να τους διαβαζω.... κοντα του...



    Κάτι επικίνδυνα κομμάτια. (Απόσπασμα)


    Κάτι επικίνδυνα κομμάτια
    χάος

    είν’ η ψυχή μου

    που έκοψε με τα δόντια του

    ο Θεός.


    ........................................................................................................................Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια
    τεράστιες αίθουσες δωρικές κολώνες
    τα πεινασμένα τα φαντάσματα
    καθισμένα σε καρέκλες στις γωνιές
    να κλαίνε
    τα δωμάτια με τα νεκρά πουλιά
    ο Aίγιστος το δίχτυ ο Kώστας
    ο Kώστας ο ψαράς ο πονεμένος
    ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα που ανεμίζουνε
    νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα
    και μπαίνουν μέσα
    ο Kώστας σκοτωμένος
    ο Oρέστης σκοτωμένος
    ο Aλέξης σκοτωμένος
    σπάνε τις αλυσίδες στα παράθυρα
    και μπαίνουν μέσα
    ο Kώστας ο Oρέστης ο Aλέξης
    άλλοι γυρίζουνε στους δρόμους από το πανηγύρι
    με φώτα με σημαίες με δέντρα
    φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει κάτω
    φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει από τον Oυρανό
    τ' άλογα τ' Aχιλλέα πετούν στον ουρανό
    βολίδες συνοδεύουνε το πέταμά τους
    ο ήλιος κατρακυλάει από λόφο σε λόφο
    και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι
    γεμάτο οινόπνευμα
    τότε νυχτώνει η σιωπή τους δρόμους
    και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του
    παιδιά τον ακoλουθάνε στις μύτες των ποδιών
    δεν είναι ο Oιδίποδας
    είναι ο Hλίας της λαχαναγοράς
    παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα
    είναι ο νεκρός Hλίας της λαχαναγοράς.
    ........................................................................................................................


    (με άγνωστο τίτλο)

    «Tον έστησαν εκεί όπου φυσάει ο πιο άγριος άνεμος
    τον έταξαν στις παγωνιές
    του δώσαν ένα φόρεμα μαύρο
    και μια γραβάτα κόκκινη
    έναν μαύρο ήλιο τρυπημένο με καρφί να στάζει
    μαύρα γυαλιά...» .

    ........................................................................................................................

    Ο ΕΛΕΓΚΤΗΣ

    Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
    είν' ο ουρανός
    και λίγο χιόνι
    έσφιξα τα σκοινιά μου
    πρέπει και πάλι να ελέγξω
    τ' αστέρια
    εγώ
    κληρονόμος πουλιών
    πρέπει
    έστω και με σπασμένα φτερά
    να πετάω.

    Μακάρι να βρει πέννα και χαρτί εκεί που πάει.....
    ........................................................................................................................
    Ο στρατιώτης ποιητής

    Δεν έχω γράψει ποιήματα
    μέσα σε κρότους
    μέσα σε κρότους
    κύλησε η ζωή μου

    Τη μιαν ημέρα έτρεμα
    την άλλην ανατρίχιαζα
    μέσα στο φόβο
    μέσα στο φόβο
    πέρασε η ζωή μου

    Δεν έχω γράψει ποιήματα
    δεν έχω γράψει ποιήματα
    μόνο σταυρούς
    σε μνήματα
    καρφώνω

    ........................................................................................................................

    ΤΑ ΓΑΡΙΦΑΛΑ

    Αυτά τα αιματώδη γαρίφαλα
    που στολίζουν το γραφείο μου
    μου θυμίζουν το αίμα που έβγαζα
    στα νιάτα μου
    όταν άλλοι πολεμούσαν
    και άλλοι γλένταγαν
    στην καταραμένη χώρα.



    Μίλτος Σαχτούρης

    esta
    27.07.2007, 17:11
    To παρακάτω ποίημα βρέθηκε στα χέρια μου εντελώς τυχαία,όταν στο τέλος μιας αντιπολεμικής πορείας κάποια παιδιά μοίραζαν χαρτάκια με αυτό το υπέροχο ποίημα.Με το που είδα το topic το σκέφτηκα κατευθείαν.....
    ------
    Στρατηγέ, το τανκ σου είναι δυνατό μηχάνημα
    θερίζει δάση ολόκληρα, κι εκατοντάδες άντρες αφανίζει.
    Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:
    Χρειάζεται οδηγό.

    Στρατηγέ, το βομβαρδιστικό σου είναι πολυδύναμο.
    Πετάει πιο γρήγορα απ΄ τον άνεμο, κι απ΄ τον ελέφαντα
    σηκώνει βάρος πιο πολύ.
    Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:
    Χρειάζεται πιλότο.

    Στρατηγέ, ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ.
    Ξέρει να πετάει, ξέρει και να σκοτώνει.
    Μόνο που έχει ένα ελάττωμα:

    ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ

    Μπ. Μπρέχτ

    margo
    14.09.2007, 01:25
    Τι κι αν του πολέμου το χορό χορεύω
    γονατιστός ειρήνη εσέ γυρεύω.

    Κ.Παλαμάς
    Tsouxtra-is-back
    14.09.2007, 09:55
    Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
    είναι μη γίνω "ποιητής"
    Μην κλειστό στο δωμάτιο
    ν' αγναντεύω τη θάλασσα
    κι απολησμονήσω.
    Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
    κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
    μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
    Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
    για να με χρησιμοποιήσει.
    Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
    για να κοιμίζω τους δικούς μου.
    Μη μάθω μέτρο και τεχνική
    και κλειστώ μέσα σε αυτά
    για να με τραγουδήσουν.
    Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά
    τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος
    μη με πιάσουν στην κούραση
    παπάδες και ακαδημαϊκοί
    και πουστέψω
    Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
    και την καθημερινότητα που συνηθίζεις
    σκυλιά μας έχουν κάνει
    να ντρεπόμαστε για την αργία
    περήφανοι για την ανεργία
    Έτσι είναι.
    Μας περιμένουν στη γωνία
    καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
    Ο Μάρξ...
    τον φοβάμαι
    το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν
    αυτοί οι αλήτες φταίνε
    δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό
    μπορεί...ε;...μίαν άλλη μέρα...

    Κατερίνα Γώγου

    .......Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
    υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
    κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
    με τους σοφούς του κράτους τα 'χουνε πλακάκια,
    σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
    τους έχω βαρεθεί.

    Βόλφ Μπήρμαν




    Φιλικά και με την ίδια όρεξη...γιατρέ μου

    margo
    16.11.2007, 22:17
    Σε δύο λεφτά θα ακουστεί το παράγγελμα"εμπρός"!

    Δεν πρέπει να σκεφτεί κανένας τίποτ'άλλο.

    Εμπρός η σημαία μας κι εμείς εφ'όπλου λόγχη από πίσω.

    Απόψε θα χτυπήσεις ανελέητα και θα χτυπηθείς.

    Θα τραβήξεις μπροστά που μαντεύονται χιλιάδες ανήσυχα μάτια.

    Εκεί που χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω από μια άλλη σημαία.

    Έτοιμα να χτυπήσουν και να χτυπηθούν.

    Σ'ένα λεφτό πρέπει να μας δώσουν το σύνθημα.

    Μια λεξούλα μικρή μεσ'τη νύχτα που σε λίγο εξαίσια θα λάμψει.

    Κι εγώ που 'χω μια ψυχή παιδική και δειλή

    που δε θέλει τίποτ'άλλο να ξέρει απ'την αγάπη,

    κι εγώ πολεμώ τόσα χρόνια χωρίς-θεέ μου-να μάθω το γιατί.

    Και δε βλέπω μπροστά τόσα χρόνια παρά μόνο το δίδυμο αδερφό μου.


    Μ.Αναγνωστάκης


    noizreduction
    16.11.2007, 22:42
    Κι ενα για την επαναστατικοτητα του ανθρωπου απεναντι στην κατοχη της σκεψης και του σωματος:

    "Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος


    Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
    δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι
    για την ειρήνη και για το δίκιο.
    Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
    τα χείλη σου θα ματώσουν απ' τις φωνές
    Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ' τις σφαίρες
    μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
    Κάθε κραυγή σου θα ' ναι μια πετριά
    στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
    Κάθε χειρονομία σου θα 'ναι
    για να γκρεμίζει την αδικία.
    Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
    ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
    Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
    Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
    αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
    στη δίνη του πολέμου,
    έτσι και σταματήσεις
    για μια στιγμή να ονειρευτείς
    εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
    θα γίνουν στάχτη απ' τις φωτιές.
    Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
    αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
    Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
    μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
    για να ζήσουν οι άλλοι.
    Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
    ένα οποιοδήποτε πρωινό.
    Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
    θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
    μπρος στα ντουφέκια!"

    Τασος Λειβαδιτης
    margo
    18.11.2007, 01:06
    ΤΡΑΓΟΥΔΙ

    Εγώ είμαι,εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας.
    Εδώ ή αλλού,χτυπάω όλες τις πόρτες
    ω,μην τρομάζετε καθόλου που είμαι αθώρητη
    κανένας μια μικρή νεκρή δεν μπορεί να δει.

    Εδώ και δέκα χρόνια εδώ καθόμουνα
    στη Χιροσίμα ο θάνατος με βρήκε
    κι είμαι παιδί,τα εφτά δεν τα καλόκλεισα,
    μα τα νεκρά παιδιά δε μεγαλώνουν.

    Πήραν πρώτα φωτιά οι μακριές πλεξούδες μου
    μου καήκανε τα χέρια και τα μάτια
    όλη-όλη μια φουχτίτσα στάχτη απόμεινα
    την πήρε ο άνεμος κι αυτή σ'ένα ουρανό συγνεφιασμένο.

    Ω,μη θαρρείτε πως ζητάω για μένα τίποτα,
    κανείς εμένα δε μπορεί να με γλυκάνει
    τι το παιδί που σαν κομμάτι εφημερίδα κάηκε
    δε μπορεί πια τις καραμέλες σας να φάει.

    Εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας,ακούστε με,
    φιλέψτε με μονάχα την υπογραφή σας
    έτσι που τα παιδάκια πια να μη σκοτώνονται
    και να μπορούν να τρώνε καραμέλες.

    Ναζίμ Χικμέτ

    (απόδοση Γιάννη Ρίτσου)

    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : margo στις 18-11-2007 01:08 ]


    margo
    11.04.2008, 23:47
    Εἰρήνη, λοιπόν,
    εἶναι ὅ,τι συνέλαβα μὲς ἀπ᾿ τὴν ἔκφραση
    καὶ μὲς ἀπ᾿ τὴν κίνηση τῆς ζωῆς. Καὶ Εἰρήνη
    εἶναι κάτι βαθύτερο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἐννοοῦμε
    ὅταν δὲν γίνεται κάποτε πόλεμος.
    Εἰρήνη εἶναι ὅταν τ᾿ ἀνθρώπου ἡ ψυχὴ
    γίνεται ἔξω στὸ σύμπαν ἥλιος. Κι ὁ ἥλιος
    ψυχὴ μὲς στὸν ἄνθρωπο.

    (ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο: Δυὸ ἄνθρωποι
    μιλοῦν γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου)

    Νικηφόρος Βρεττάκος