ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - "ΕΡΩΤΙΚΟ"
Ναι αγαπημένη μου... πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα, πάντοτε σε περίμενα
Σαν ήμουνα παιδί και μ΄έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου
έσκυβε και με ρωτούσε: Τι έχεις αγόρι μου?
δε μίλαγα... μονάχα κοίταζα πίσω απ΄τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από σένα..
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
ήταν για να μάθω να σου γράφω τραγούδια
Οταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής, ήταν.. που αργούσες ακόμα
όταν την νύχτα κοίταζα τ΄αστέρια, ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου
κι όταν χτύπαγε η πόρτα κι άνοιγα δεν ήτανε κανείς
κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε
Ετσι έζησα. Πάντα.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά, θυμάσαι?
μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά σαν να με γνώριζες από χρόνια
μα και βέβαια μέ γνώριζες... γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου.. αγαπημένη !
Θυμάσαι αλήθεια την πρώτη μεγάλη μέρα μας?
σου πήγαινε αυτό το κίτρινο φόρεμα.. ένα απλό φτηνό φόρεμα
μα ήταν τόσο όμορφα κίτρινο... οι τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια
σου πήγαινε στο πρόσωπό σου ο ήλιος, σου πήγαινε στην άκρη του δρόμου
αυτό το τριανταφυλλένιο σύγνεφο, κι αυτή η φωνή μακριά ενός πλανόδιου ακονιστή...
σου πήγαινε !!
Εβαζα τα χέρια μου στις τσέπες.. τα ξανάβγαζα.. βαδίζαμε δίχως λέξη
και τι να πει κανείς όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός... και τα μάτια σου τόσο μεγάλα...
Ενα παιδί στη γωνιά τραγούδαγε τις λεμονάδες του κι ήπιαμε μιά στα δυό
κι αυτό το χελιδόνι που πέρασε ξαφνικά πλάι στα μαλλιά σου? τί σου είπε λοιπόν?
Είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου.. δε μπορεί... κάτι θα σου ΄πε
Το ξενοδοχείο ήταν μικρό σε μια παλιά συνοικία πλάι στο σταθμό
που μες στην αντηλιά κοιτάζαμε να μανουβράρουνε τα τρένα..
Αλήθεια..κείνη η Άνοιξη, εκείνο το πρωϊνό , εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας
αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό
αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω... πόσο σου πήγαιναν!!
Κι ύστερα ξαφνικά κείνο το βράδυ έβρεχε.. ανέβηκα τέσσερα τέσσερα τα σκαλιά
κανείς στην κάμαρα.. έτρεμε στ΄ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα
"φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις" έγραφε
η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στις χυμένες πούδρες
σαν ένα μικρό παιδικό φέρετρο... μέσα στη σκόνη
Πού είσαι λοιπόν? πες μου.. Που είσαι? Σ΄αναζητάω
σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρεί το πόμολο της πόρτας
σ΄ένα σπίτι που πιασε φωτιά....
Τις νύχτες σηκώνομαι αλαφιασμένος, ντύνομαι και σε περιμένω
δεν θα χτυπούσες καν την πόρτα.. θα πέταγες με βιάση το παλτό σου στην καρέκλα
η κάμαρα όλη θα λιποθυμούσε όπως θα λυνες ξαφνικά εκείνα τα ασύγκριτα τυρανικά μαλλιά σου
η παλιά ντουλάπα θα τρεχε και σαν μια ταπεινή υπηρέτρια θα σου βγαζε τα παπούτσια
θα γελούσαν οι καθρέφτες.. θα ξυπνούσαν οι γείτονες...
Ολα έχουν μείνει όπως τ΄άφησες - θα σου λεγα- και η χτένα σου να τη εκεί
η μαύρη μεγάλη χτένα σου σαν ένας έρημος κατασκότεινος δρόμος
που τον περνάω κάθε νύχτα...
Ασε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει
ένας άλλος βυθίζεται μες στην μεγάλη σου Άνοιξη..
εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες σ΄αγαπώ
ασε με εδώ στη γωνιά..δεν πειράζει, ας χιονίζει
αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρό σου πάνω στο χιόνι
εμένα είναι ο κόσμος...
δεν θα σου πω τίποτα μόλις βγεις.. θα περπατάω δίπλα σου αμίλητος
κι αν αυτό σε πειράζει μπορώ να ΄ρχομαι πίσω σου σαν σκυλί..
Κι όταν πεθάνω το χώμα που θα με σκεπάσει
δεν θα ΄ναι για μένα το σκληρό χώμα το νεκρό
μα η απαλή τρυφερή γη που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της
Ποδοπάτησε με, μα να έχω τουλάχιστον την ευτυχία να μ΄αγγίζεις.........
-----------------
Η ανάγκη να έχεις πάντα δίκιο, σφραγίδα ενός χυδαίου πνεύματος.. (Αlbert Camus)
[ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : mary_omikron στις 13-11-2011 22:44 ]