> ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΩΝ ΟΡΩΝ
>
> Αθλιόφυτο, το
> Διακοσμητικό φυτό σε δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες και άλλους χώρους
> δημόσιας χρήσης που κανείς δε φροντίζει και γι'αυτό έχει τα μαύρα του
> τα χάλια. Φημολογείται ότι η αυτοκτονία του Καρυωτάκη οφείλεται στην
> παρουσία αθλιόφυτων στη δημόσια υπηρεσία όπου εργαζόταν στην Πρέβεζα.
>
> Απλυτήρι, το
> Το ποτήρι που αφήνουμε δίπλα στο νεροχύτη για να πίνουμε νερό ώστε να
> μη βγάζουμε καθαρό από το ντουλάπι κάθε φορά. Να σημειωθεί ότι η λέξη δεν
> έχει πληθυντικό. Αν είναι πάνω από ένα, τότε λέγονται σκέτο «άπλυτα
> ποτήρια».
>
> Αφαναροψία, η
> Οφθαλμολογική πάθηση ορισμένων Ελλήνων οδηγών κατά την οποία το κόκκινο
> και το πορτοκαλί των φωτεινών σηματοδοτών θεωρούνται αποχρώσεις του
> πράσινου, οπότε δεν προκύπτει λόγος να σταματήσουν.
>
> Βρομιλί, το
> Χρώμα που έχει πάψει να είναι χρώμα και είναι απλώς βρόμικο, το χρώμα
> της βρομιάς. Δεν αγόρασε τα μπεζ σουέντ παπούτσια γιατί σε λίγους μήνες θα
> γινόντουσαν βρομιλί.
>
> Γεωμυλοφοβία, η
> (Μαγειρική) Ο φόβος μήπως καθαρίσεις υπερβολικά πολλές ή υπερβολικά
> λίγες πατάτες όταν θέλεις να τηγανίσεις πατάτες ή να φτιάξεις πουρέ.
>
> Γουστέλλειψη, η
> Η επιστημονικά ανεξήγητη πάθηση από την οποία υποφέρουν ορισμένοι
> συνάνθρωποί μας κατά την οποία νομίζουν ότι το λαχανί συνδυάζεται
> επιτυχώς με το κόκκινο της φωτιάς ή, εδώ που τα λέμε, με οποιοδήποτε άλλο
> χρώμα.
>
> Δεγράφυλοι, οι
> Ο στόλος των στυλό που φυλάμε στη μολυβοθήκη μας, παρότι έχουν πάψει
> από καιρό να δουλεύουν. Έχει παρατηρηθεί πως κάθε φορά που πρέπει να
> γράψουμε στα γρήγορα κάποιο τηλέφωνο ή μια άλλη πληροφορία, πιάνουμε
> δεγράφυλο και τσαντιζόμαστε, οπότε μας έρχεται να τους πετάξουμε.
> Παραδόξως όμως, δεν τους πετάμε αλλά τους ξανατοποθετούμε στη θέση τους.
>
> Δολιοκλωστή, η
> Ύπουλη κλωστούλα που κρέμεται από κάποιο είδος ρουχισμού και που μόλις
> τραβάς για να την κόψεις, καταλήγεις να ξηλώσεις το μισό ρούχο.
>
> Επισκεπτολογίες, οι
> Οι δικαιολογίες που εκφράζουμε για το χάος που επικρατεί σπίτι μας σε
> επισκέπτη προτού προλάβει εκείνος να πει τίποτα. "Συγνώμη για το χάος
> που βλέπεις αλλά δεν πρόλαβα να μαζέψω", είπε ο Πέτρος χωρίς καμιά
> πειστικότητα.
>
> Ζαρχίδης, ο
> Αυτός που κουνά τα ζάρια για 3 λεπτά, τα φυσά, τα ευλογεί, τους κάνει
> τρισάγιο κα. εκνευρίζοντας μέχρι φόνου ή αυτοκτονίας τους συμπαίκτες
> του. Ζαρχιδιά. "Αν είναι ν' αρχίσεις τις συνηθισμένες ζαρχιδιές σου, θα
> παίξω με τον Μπάμπη", προειδοποίησε ο Μήτσος τον φίλο του στο καφενείο.
>
> Ημιαλεξιβρέχομαι, ρ. αμετβ.
> Μοιράζομαι με κάποιον την ίδια ομπρέλα, αφού υπάρχει μόνο μία, οπότε
> καταλήγουμε κι οι δύο να έχουμε από ένα βρεγμένο ώμο, αλλά γινόμαστε
> καλύτεροι φίλοι.
>
> Ισορροπητήρι, το
> Αυτό το κάτι (καπάκι μπύρας, πετρούλα, ξυλαράκι) που επιστρατεύουμε για
> να φέρουμε ένα τραπέζι που τραμπαλίζει στα ίσια του σε λαϊκά ταβερνάκια.
> "Θα μας φέρετε πρώτα λίγο νερό κι ένα ισορροπητήρι;"
>
> Καμικαζέντομο, το
> Έντομο, κυρίως μυγάκι, που έχει ταχθεί να αυτοκτονήσει μέσα στον καφέ
> σου ή στο κρασί σου και δε λέει να φύγει μέχρι να πέσει μέσα. Ορισμένα
> καμικαζέντομα έχουν ως σκοπό ζωής να εξερευνήσουν τα ρουθούνια σου.
>
> Κοτοχαρά, η
> Η χαρά όταν σε γεύμα με κοτόπουλο σου δίνουν το κομμάτι που σου αρέσει.
> "Αχ! Τι κοτοχαρά, μου έπεσε το μπούτι"
>
> Κρετινερωτήσεις, οι
> Ερωτήσεις με πασίδηλες απαντήσεις που συνηθίζουν να κάνουν οι
> δημοσιογράφοι σε δύσμοιρους πολίτες. Οι εν λόγω ερωτήσεις καταδεικνύουν
> περίτρανα ότι οι δημοσιογράφοι έχουν IQ φρυγανιάς. Πχ Σε κάποιον που μόλις
έχει πέσει από τον έκτο όροφο: Πονάτε; Σε κάποιον που μόλις έχασε μάνα,
πατέρα, τρία
> αδέρφια και το σκυλάκι του σε αυτοκινητιστικό: Πώς αισθάνεστε;
>
> Κτελοντούρι, το
> Το είδος ελεεινής μουσικής που σε κρατά ξύπνιο σε νυχτερινά ταξίδια με
> τα ΚΤΕΛ. Το μεγαλύτερο μέρος της άγρυπνης νύχτας το περνάς αναρωτώμενος
> πώς είναι δυνατόν ο οδηγός να είναι στα ντουζένια του στις 4 η ώρα το
πρωί.
>
> Λακκουβάραθρα, τα
> Λακκούβες γεμάτες νερό στους δρόμους οι οποίες μπορεί και να
> αποτελούν πύλες εισόδου στα έγκατα του Αδη, οπότε καλό είναι να τις
> παρακάμπτετε και όχι να πατάτε μέσα τους.
>
> Ματισκύψιμο, το
> Η ανόητη, ανώφελη συνήθεια να σκύβουμε πέντε εκατοστά το κεφάλι όταν
> περνάμε μπροστά από άλλους θεατές σε σινεμά ή θέατρο ώστε να φτάσουμε
> στη θέση μας, λες και ο υπόλοιπος όγκος μας φάτσα φόρα δεν τους ενοχλεί.
>
> Μελλοχρήσιμο, το
> Αντικείμενο πασιφανώς άχρηστο το οποίο το φυλάω κάπου γιατί ίσως στο
> μέλλον φανεί χρήσιμο. Αποτελεί συμπαντικό κανόνα ότι τα μελλοχρήσιμα, όταν
> τελικά τα χρειαστούμε στο μέλλον, ποτέ δε θυμόμαστε πού τα έχουμε βάλει.
>
> Μυξοδιαγνωστική, η
> Το να φυσάς τη μύτη σου και μετά να κοιτάζεις το μαντήλι για να δεις τι
> εξήλθε, ίσως τελώντας υπό την πεποίθηση ότι κατ'αυτόν τον τρόπο θα
> διαγνώσεις τρομερά πράγματα για την υγεία σου ή θα αντικρίσεις κάτι
> πρωτόγνωρο.
>
> Νερουρώ, ρ. αμετβ.
> Μου έρχεται να κάνω τσίσα μου όταν τρέχει η βρύση, ειδικά δε την ώρα
> που ξυρίζομαι.
>
> Ουραλπισία, η
> Η κατάθλιψη κι απελπισία στην οποία περιέρχεται κανείς όταν για
> πολλοστή φορά επιβεβαιώνεται η ανικανότητά του να επιλέξει την πιο γρήγορη
> ουρά σε σούπερ μάρκετ ή τράπεζες και την οποία επεκτείνει και σε άλλους
τομείς
> της ζωής του (λ.χ. Εμένα κανείς δε μ'αγαπά, μια ζωή γκαντέμης κ.ο.κ.).
>
> Πουπήγιο, το
> Οποιοδήποτε λιλιπούτειων διαστάσεων εξάρτημα (βίδα, παξιμαδάκι κ.α.)
> αφαιρώ από ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή την ώρα που την επισκευάζω, το
> οποίο μου πέφτει από τα χέρια και μετά περνάω το υπόλοιπο μισάωρο
ψάχνοντάς
> το στο πάτωμα, συνήθως σε μωσαϊκό όπου είναι ακόμα πιο δύσκολο να το βρω.
>
> Ραμπωτές, οι
> Κομμωτές που έχουν το τακτ και την ευαισθησία του Ράμπο σε εξόρμηση στο
> Βιετνάμ και που σε κουρεύουν όπως θέλουν εκείνοι παρά τα δάκρυά σου. Οι
> Ραμπωτές αξίζουν να πάθουν ό,τι έπαθε η καριέρα του Συλβέστερ Σταλόνε.
>
> Ριαλόνειδος, το
> Η άφατη, αβάσταχτη ντροπή αν δεις συγγενή σου, έως και τρίτου βαθμού σε
> ριάλιτι σόου.
>
> Σκουπευκαιρία, η
> Όταν, κατά το σκούπισμα με ηλεκτρική σκούπα, περνάω ένα κομμάτι χνούδι
> ή κλωστούλα τουλάχιστον δέκα φορές με τη σκούπα αλλά δεν το ρουφάει,
> οπότε τελικά σκύβω και το πιάνω, το εξετάζω και μετά το ξαναρίχνω χάμω για
> να δώσω μια ευκαιρία στη σκούπα να το πιάσει.
>
> Σφουγγαροπερπατώ, ρ. αμετβ.
> Το γελοίο και εντελώς ανώφελο βάδισμα που υιοθετούν όσοι πρέπει να
> περάσουν πάνω από μια επιφάνεια που μόλις έχει σφουγγαριστεί, περπατώντας
> ελαφρώς στα νύχια. Ας σημειωθεί ότι σφουγγαροπερπατάμε μόνο αν είναι
> παρούσα η καθαρίστρια.
>
> Τραπεμαντησκίστης, -στρια
> άνθρωπος που για εντελώς ανεξήγητους λόγους επιτίθεται μετά μανίας στα
> πλαστικά τραπεζομάντιλα εστιατορίων και τα κάνει χίλια κομμάτια ενόσω
> τρώει (συνήθως όμως προτού ξεκινήσει ή αφού τελειώσει).
>
> Τσουρουφλάθομαι, ρ. αμετβ.
> Κάθομαι αμέριμνα και απερίσκεπτα σε πλαστικό κάθισμα αυτοκινήτου που
> ήταν παρκαρισμένο στις 3 η ώρα το μεσημέρι σε παραλία χωρίς σκιά.
>
> Υδροτηλέφωνο, το
> Τηλεφωνική συσκευή που είναι προγραμματισμένη να χτυπά δυο λεπτά αφότου
> μπεις να κάνεις μπάνιο. Το υδροτηλέφωνο είναι επίσης προγραμματισμένο
> να σταματήσει να χτυπά μόλις το σηκώσεις, ενώ στάζεις νερά παντού και
> κινδυνεύεις από πνευμονία.
>
> Υπουλεγγίζω, ρ. μετβ.
> Προσπαθώ να προσεγγίσω κάποιον που με ενδιαφέρει ερωτικά σε πάρτυ ή
> άλλη κοινωνική περίσταση χωρίς όμως να αποκαλύψω το ενδιαφέρον μου και
γίνω
> ρεζίλι σε περίπτωση που το ενδιαφέρον δεν είναι αμοιβαίο. Η Λένα
> υπουλέγγιζε τον Τάσο όλο το βράδυ, αλλά το έκανε τόσο προσεκτικά που
> εκείνος δεν πήρε χαμπάρι κι έτσι τον κέρδισε μια ξέκωλη που του τα
> έριξε χύμα.
>
> Φυσοτρώω, ρ. μετβ.
> Όταν από τη λαιμαργία μου προσπαθώ να φάω κάτι που ακόμα αχνίζει και το
> βάζω στο στόμα μου οπότε αναγκάζομαι να κρατάω το στόμα μου ανοιχτό και
> να φυσάω και να ξεφυσάω ελπίζοντας να δημιουργήσω ρεύματα αέρος που θα
> ψύξουν την άτιμη μπουκιά μου. Ενίοτε βγάζω και άναρθρους ήχους, οι πιο
> ηλίθιοι δε, κουνούν την παλάμη τους μπροστά απ' το στόμα, λες κι αυτό
βοηθάει.
>
> Χεστικός, -η, -ο
> Οποιοδήποτε ανάγνωσμα (περιοδικό, εφημερίδα, βιβλίο, οι οδηγίες στη
> συσκευασία της χλωρίνης ή του σαμπουάν) που φυλάσσεται στην τουαλέτα
> προς χρήση κατά την ώρα της αφόδευσης. Ο Φαίδων είχε ήδη διαβάσει όλα τα
> χεστικά, ακόμη και τα τασιενεργά συστατικά του Τάιντ, και μετάνιωσε που
> δεν είχε πάρει μαζί του την εφημερίδα.
>
> Χορτάγχος, το
> Το άγχος που σε κυριεύει την ώρα που τρως πραγματικά εξαίσια φαγητά
> μήπως χορτάσεις προτού προλάβεις να τα δοκιμάσεις όλα.
>
> Ψευδοπτώματα, τα
> Το είδος αθώων ψεμάτων που αναγκάζεσαι να πεις σε όποιον ζητά τη γνώμη
> σου για κάτι που φορά αλλά δεν μπορείς να του πεις στα ίσα ότι είναι άθλιο
> διότι δεν τον ξέρεις αρκετά καλά.
>
> Ψυγγιές, οι
> Οι φωνές του περιπτερά να κλείσεις το ψυγείο.
[ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : Orfeus στις 07-04-2006 15:06 ]
#1