ελληνική μουσική
    734 online   ·  210.833 μέλη

    Βασίλης Τσιτσάνης

    Mesoxoritis
    19.10.2006, 14:50
    Ήταν μια μέρα του Γενάρη, 18 του μήνα, το σωτήριο έτος 1915, στα Τρίκαλα, μια πόλη της Θεσσαλίας. Εκεί γεννήθηκε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Τότε ανέτειλε, ίσως ο μεγαλύτερος και πιο εμπνευσμένος συνθέτης του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού όλων των εποχών.

    Ο πατέρας του φημισμένος τσαρουχάς, είχε άλλους δύο γιους και μία κόρη. Η μουσική από τους απλούς ανθρώπους γεννιέται, για τους απλούς ανθρώπους υπάρχει..........το μπουζούκι το έπαιζε ο πατέρας του αλλά ήταν απαγορευμένο για το μικρό Βασίλη. Όμως η μουσική δεν τον άφηνε αδιάφορο. Άρχισε να παίρνει μαθήματα βιολιού ενώ τα σχέδια της μητέρας του Βικτωρίας ήταν να γίνει ένας μεγάλος δικηγόρος. Μεγάλος έγινε..........και δικηγόρος έγινε, γιατί μέσα απ΄τα τραγούδια του υπερασπιζόταν τα δίκια του αδικημένου, τραγουδούσε τον πόνο του λαού, τον έρωτα όπως τον νιώθουν οι απλοί άνθρωποι. Ο πατέρας του πεθαίνει νωρίς, όταν ήταν ακόμη στο δημοτικό σχολείο ο Βασίλης. Τα πράγματα γίνονται δύσκολα για την οικογένεια. Ο Βασίλης ήταν καλός στα γράμματα αλλά και στη μουσική. Το βιολί τον βοηθάει να βγάζει κανα χαρτζιλίκι, ενώ ταυτόχρονα "σκαλίζει" τη μεγάλη του αγάπη, το απαγορευμένο μέχρι πριν λίγο καιρό μπουζούκι του πατέρα του.

    Το 1937 κατεβαίνει στην Αθήνα για να γίνει δικηγόρος. Το μπουζούκι το έχει μάθει καλά και αρχικά παίζει σε ταβερνάκια, ενώ το φθινόπωρο γράφεται στη Νομική σχολή. Αρχίζει επίσης να εργάζεται στο κέντρο "Μπιζέλια".

    .........."Τα πρώτα ρεμπέτικα που άκουσα ήταν του Μάρκου Βαμβακάρη. Γρήγορα όμως κατάλαβα ότι αυτά τα τραγούδια δε μου ταίριαζαν, διότι εγώ είχα δικό μου μουσικό κόσμο. Άκουσε όμως και κάτι άλλο που έχω χρέος να το αναφέρω: Τα τραγούδια εκείνα που μου έκαναν τότε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν τα τραγούδια του Παπάζογλου. Αυτά τα είχα μάθει και τα έπαιζα όλα στο μπουζούκι. Ήταν εκπληκτικά τραγούδια, φοβερά. Γραμμένα σε διαφορετικό στυλ από ό,τι υπήρχε μέχρι τότε. Πρέπει να κυκλοφόρησαν μαζί με του Μάρκου. Τα τραγούδια του Παπάζογλου είναι το ένα καλύτερο από το άλλο. Πιάσε όποιο θέλεις: "Κάτω στα λεμονάδικα", "αργιλέ μου παινεμένε", "Φωνή του αργιλέ"...κα"....

    Η πρώτη ηχογράφηση ήρθε όταν ήταν ακόμη 22 ετών: "σ΄ενα τεκέ μπουκάρανε" και έγινε στην ΟDEON ενώ λίγο αργότερα ηχογραφεί και το: "Να γιατί γυρνώ μεσ΄στην Αθήνα". Η ζωή συνεχίζεται και μόλις και μετά βίας βγαίνουν τα προς το ζειν..........βλέπεις τότε οι ελαφρόμυαλοι είχαν γυρίσει την πλάτη στη γνήσια ελληνική μουσική έκφραση και τα εμβατήρια έδιναν και έπαιρναν. Ο φασισμός του Μεταξά αγνοούσε τον πόνο, τη λύπη τα δίκια του εργαζόμενου.

    Το Μάρτη του '38, παρουσιάζεται στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Στο στρατό γράφει πολλά τραγούδια, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει να καθιερώνεται επαγγελματικά. Οι πύλες των εταιριών ανοίγουν διάπλατα, αλλά έπρεπε να κατεβαίνει στην Αθήνα για να ηχογραφεί αφού οι εταιρίες είχαν στην πρωτεύουσα την έδρα τους. Αναγκαζόταν να παίρνει άδειες και επειδή δεν γύριζε έγκαιρα στο στρατόπεδο βρισκόταν συχνά στο πειθαρχείο. Μια χειμωνιάτικη βραδυά, στο πειθαρχείο όπου βρισκόταν, έγραψε την περίφημη "Αρχόντισσα", που τραγουδά για μία εξαιρετικά όμορφη γυναίκα, πραγματική αρχόντισσα στην ομορφιά.

    Στη Θεσσαλονίκη γνωρίζει και τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία μόλις απολύεται από το στρατό, αραββωνιάζεται. Ο πόλεμος πλησιάζει αλλά κανένας δεν σκέφτεται οτι θα χτυπήσει και τη Ελλάδα. Το ζευγάρι κατεβαίνει στην Αθήνα και ο πόλεμος ξεσπά. Ο Τσιτσάνης πηγαίνει στον πόλεμο ενώ στέλνει τη Ζωή να μείνει στα Τρίκαλα με την μητέρα του. Από τον πόλεμο γυρίζει τραυματισμένος, παίρνει τη γυναίκα του και πηγαίνουν στη Θεσσαλονίκη, όπου παντρεύονται.

    Στη Θεσσαλονίκη ανοίγει το δικό του ουζερί, οδός Παύλου Μελά 21, δίπλα στο μέγαρο του Μοσκώφ στη διαγώνιο Τσιμισκή, το "Ουζερί Τσιτσάνη" και κάθε μέρα γίνεται χαλασμός σε αυτό. Δύσκολα χρόνια για όλους τους Έλληνες, για την πατρίδα. Πολλά βάσανα, η πείνα, η δυστυχία μεταφέρονται στο χαρτί από τον Τσιτσάνη, γίνονται τραγούδι και όταν ακούγονται αλαφρώνουν την ψυχή. Τότε έγραψε τη "Συννεφιασμένη Κυριακή", το ωραιότερο ίσως τραγούδι του όπως λέει ο ίδιος.

    ...Τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" την έγραψα με αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μου ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη "συννεφιά" της κατοχής, από την απελπισία που μας έδερνε όλους μας - τότε που τα έσκιαζε όλα η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά...

    Tα τραγούδια που έγραψε στην κατοχή γραμμοφωνήθηκαν μόλις απελευθερώθηκε η Ελλάδα, Το '46 κατεβαίνει και εγκαθίσταται στην Αθήνα. Ο εμφύλιος έρχεται και μαζί με αυτόν η λογοκρισία. Το ρεμπέτικο, λογοκρίνεται αλλά καμία επιτροπή λογοκρισίας δεν μπορεί να σταματήσει την αγωνία του κάθε Έλληνα. Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της. Ο Τσιτσάνης γράφει. Ειναι άλλη αγωνία αυτή, είναι κάτι που βγαίνει από την ψυχή και όχι από το μυαλό......πως θα γυρίσω το ντουφέκι μου σε αδερφό, σε πατέρα, σε γείτονα; Πώς μωρέ;

    Το τέλος του εμφύλιου πολέμου γυρίζει σελίδα στη νεώτερη ιστορία της Ελλάδας. Το ρεμπέτικο, το λαικό τραγούδι δεν έχει πλέον φραγμούς. Αγκαλιάζεται συνειδητά από όλους τους Ελληνες. Είναι πιο κοντά στον τρόπο ζωής τους, τα λόγια είναι καθημερινά, ερωτικά, χαρούμενα και λυπημένα.........

    Είμαστε αλάνια διαλεχτά παιδιά μεσα στην πιάτσα
    και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα
    Τι τα θές, τι τα θες πάντα έτσι ειν΄ η ζωή,
    θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί........(Χασαποσέρβικο -1951)

    O Τσιτσάνης αποκτά τη θέση του στην Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Οι επιτυχίες έρχονται η μία μετά την άλλη. Η δουλειά του είναι το πάθος του. Το μπουζούκι "κελαιδάει" στα χέρια του, βγαίνουν μουσικές που αγγίζουν την καρδιά μας. Είναι ελληνικά τραγούδια αυτά, καμωμένα από έναν Έλληνα με μεράκι, για ελληνικές ψυχές και συναισθήματα. Δουλεύει στου "Τζίμη του Χοντρού", στην οδό Αχαρνών και την περίοδο αυτή γνωρίζεται με την Σωτηρία Μπέλλου και την Μαρίκα Νίνου. Εκείνη την εποχή γύρω στο 50, πολλοί επώνυμοι πέρασαν από το μαγαζί. Όλοι τους μαγεμένοι από το ιδιαίτερο άκουσμα των τραγουδιών του Τσιτσάνη. Ανάμεσά τους και δύο μεγάλες μορφές της νεώτερης ελληνικής μουσικής, ο Μάνος Χατζιδάκης και ο Μίκης Θεοδωράκης.......που ξέρεις, μπορεί τα μαθήματα που τους έδωσε ο Τσιτσάνης με τα τραγούδια του να ήταν οι καταλύτες για τα τραγούδια που μας χάρισαν αυτοί οι δύο μεγάλοι.....και σίγουρα έτσι θα είναι.

    Γύρω στο 55 αρχίζει η εποχή της Ινδοκρατίας. Συνθετίσκοι και διάφοροι "επιπλέοντες" έπαιρναν τη μουσική από ινδικούς δίσκους, της έβαζαν ελληνικούς στίχους και την πάσαραν ως δική τους, με αποτέλεσμα τα ακούσματα να αρχίζουν να αλλιώνονται.......

    .........Άκου και το παρακάτω περιστατικό για να καταλάβετε όλοι σας τι γινότανε τότε: Μία φορά, τρείς συνθέτες από τους κλέφτες, έχουν παρει μία ινδική μελωδία, μέσα στις τόσες άλλες, από τον ίδιο ινδικό δίσκο, χωρίς να ξέρει ο ένας ότι το έχει πάρει και ο άλλος. Και οι τρεις δηλαδή είχαν κλέψει την ίδια μουσική και είχαν και οι τρεις ελληνικoύς στίχους. Την ώρα που πήγαν για φωνοληψία, πήγαν και οι τρεις να γραμμοφωνήσουν την ίδια μουσική, τότε ανακάλυψαν ότι είχαν κλέψει την ίδια μελωδία. Και το πιο φοβερό είναι ότι κανείς τους δε μίλησε ποτέ. Κράτησαν τόσα χρόνια μία καταπληκτική συνωμοτική σιωπή. Αλλά κόρακας κοράκου μάτι βγάζει;........

    H εποχή της Ινδικής εισβολής στην Ελληνική μουσική βρίσκει τον Τσιτσάνη και το Γιάννη Παπαιωάννου μαζί, φίλοι και κουμπάροι, να αντιστέκονται στη λαίλαπα. Είχαν ξεκινήσει να τραγουδούν μαζί το 1969, όταν ο Τσιτσάνης γύρισε από την Αμερική. Αυτό το ανεπανάληπτο δίδυμο, σταμάτησε να τραγουδά τον Αύγουστο του 1972 με τον αναπάντεχο θάνατο του Μπάρμπα Γιάννη σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, καθώς γύριζε στο σπίτι του από το κέντρο "Πανόραμα" στις Τζιτζιφιές. Ο Τσιτσάνης δέχτηκε μεγάλο πλήγμα....

    .......Ήμασταν αδελφικοί φίλοι πολλά χρόνια. Ήταν καλόκαρδος άνθρωπος με μία ψυχή γεμάτη καλοσύνη. Η εργατικότητά του στο πάλκο ήταν κάτι το φοβερό. Ήταν πολύ εργάτης, ακούραστος. Ο ξαφνικός του θάνατος με συνέτριψε.....

    Tελευταίος σταθμός ήταν το "Χάραμα" στην Καισαριανή..........το μαγαζί του Τσιτσάνη. Έτσι το έλεγαν όλοι εκείνοι που αγάπησαν τον Βασίλη. Το 1983 η υγεία του κλονίζεται. Τα Χριστούγεννα του ίδιου χρόνου, το πάλκο ήταν άδειο. Χωρίς το μεγάλο δημιουργό, όλα έλειπαν. Ας ήταν η μουσική η ίδια. Η ερμηνεία χάθηκε. Στις 18 Γενάρη του 1984 ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε την τελευταία του πνοή.

    Tυχεροί εκείνοι που τον γνώρισαν από κοντά, τυχεροί και όλοι εμείς που συνειδητοποιούμε ότι το τραγούδι δε βγαίνει από το νου, βγαίνει από την ψυχή, βγαίνει από το τί έχεις ζήσει και το τί εχεις αισθανθεί και νιώσει. Πόσο διαφορετική είναι η Ελλάδα του 1997 με "σώμα μου" και πυλό" ανακατεμένα, με "Τηλεφώνησέ μου" ....γιατί είσαι "τραύμα ανοικτό" και "τώρα αρχίζουν τα δύσκολα" αλλά και με κάποιες,"οάσεις" στηριγμένες στα μαθήματα των μεγάλων δημιουργών του ρεμπέτικου και λαικού τραγουδιού. Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε ότι πρέπει να αντισταθούμε. Θα είμασταν στο σκοτάδι αν δεν υπήρχε η Συννεφιασμένη Κυριακή, Η Αχάριστη και δεν θα αισθανόμασταν καν ότι........... Είμαστε Αλάνια, διαλεχτά παιδιά μεσα στην πιάτσα.........

    .....Για να γράψεις τέτοια μουσική πρέπει να πονέσεις, να πεινάσεις. Σήμερα όλοι τα έχουν όλα. Οι δίσκοι μπήκαν στη βιομηχανία. Κάποτε για να γραμμοφωνήσουμε ένα τραγούδι κάναμε ένα μήνα. Σήμερα γράφουν δέκα σε μία μέρα. Όλες αυτές οι ευκολίες είναι καταστρεπτικές για το μυαλό, την ψυχή, τη φαντασία. Γράφουν ένα τραγούδάκι στο πόδι, γίνεται σουξέ και την άλλη μέρα γεμίζουν οι τσέπες τους λεφτά. Πάνε σε κέντρα και παίρνουν μεροκάματο που δεν παίρναμε εμείς σ΄ένα μήνα. Ο τραγουδιστής δεν πρέπει να τα βλέπει όλα με κέρδος, αν θέλει να δημιουργήσει........

    Πηγή: www.rempetiko.gr

    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : Mesoxoritis στις 19-10-2006 14:51 ]


    Mesoxoritis
    19.10.2006, 14:59
    Πρόκειται για τον κατά γενική ομολογία μεγαλύτερο Έλληνα συνθέτη! Για τον άνθρωπο που εξευγένισε το ρεμπέτικο τραγούδι και κατέστησε εφικτή την ομαλή μετάβαση της μουσικής από την εποχή του Βαμβακάρη σε αυτή του Καλδάρα και των Θεοδωράκη-Χατζιδάκι! Νιώθω ειλικρινά πολύ άσχημα που σε ένα τέτοιο forum δεν υπάρχει ουσιαστική αναφορά στον Βασίλη Τσιτσάνη, με εξαίρεση μια βιογραφία του από τον Jorge στις δημοσιεύσεις, και ένα topic για το αφιέρωμα στον Τσιτσάνη από τον Νταλάρα. Ως Τρικαλινός και συντοπίτης του Τσιτσάνη, αλλά και επειδή η οικογένειά μου και ειδικά ο παππούς μου είχε μια πολύ στενή φιλία με όλη την οικογένεια του Τσιτσάνη και με τον ίδιο, θεωρώ υποχρέωσή μου να ανοίξω λοιπόν αυτό το topic!
    Mesoxoritis
    19.10.2006, 15:07
    Παρακάτω ένα καταπληκτικό άρθρο για τον Βασίλη Τσιτσάνη από τον Πάνο Γεραμάνη.
    (Πηγή: www.tanea.gr)

    ''Βασίλης Τσιτσάνης. Ο ζωγράφος της λαϊκής μουσικής''

    ''Η απλότητα, ο αυθορμητισμός, η γνώση, το ταλέντο και κυρίως το μουσικό ένστικτο χαρακτήριζαν τον Βασίλη Τσιστάνη ως συνθέτη και ως άνθρωπο που κρατήθηκε στην κορυφογραμμή του νεοελληνικού μουσικού πολιτισμού, μαζί με το λαϊκό μας τραγούδι, αδιάκοπα επί 50 χρόνια.

    Ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε ένας φωτισμένος και μεγαλοφυής ηγέτης στον χώρο του, αναμόρφωνε ριζικά πολλές πλευρές του ρεμπέτικου και άνοιξε καινούργιους δρόμους στο κοινωνικό (και όχι μόνο) λαϊκό τραγούδι. Ως δεξιοτέχνης και μαέστρος έδωσε νέες κατευθύνσεις στη λαϊκή ορχήστρα, δίδαξε στους τραγουδιστές νέους τρόπους ερμηνείας και με μια χιλιάδα τραγούδια του, έχτισε τις βάσεις του οπλοστασίου του μουσικού πολιτισμού.

    Κορυφαία στιγμή και ορόσημο για τον ίδιο τον Τσιτσάνη, για τον κόσμο του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού για όλη την Ελλάδα, η δημιουργία και κυκλοφορία της «Συννεφιασμένης Κυριακής» (1948), που αποτελεί μια σύνθεση, ένα τραγούδι- μνημείο, μουσικοποιητική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.

    Ανήμερα του Αγίου Αθανασίου (18 Ιανουαρίου 1915) γεννήθηκε ο Βασίλης Τσιτσάνης, στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Ήταν το 4ο από τα έξι παιδιά του Κώστα και της Βικτωρίας Τσιτσάνη. Οι γονείς του κατάγονταν από την Ήπειρο. Ο πατέρας του (τσαρουχάς το επάγγελμα) ήταν από το Μέτσοβο και η μητέρα του από τα Ζαγόρια.

    Τα πρώτα μουσικά ακούσματα ήταν από μια ιταλική μάντολα που είχε ο πατέρας του, ο οποίος όταν τελείωνε τη δουλειά του, έπαιζε και τραγουδούσε κλέφτικα τραγούδια. Έτσι μπολιάστηκε μουσικά ο μικρός Βασίλης. Όταν τελείωσε το Δημοτικό σχολείο, άρχισε να παίζει με το μαντολίνο του πατέρα του. Σε κάποιες σχολικές γιορτές στα Τρίκαλα έπαιξε επίσημα κάποια κομμάτια με το βιολί, ενώ διηύθυνε και σχολικές συναυλίες. Το 1927 πεθαίνει ο πατέρας του και ο Βασίλης Τσιτσάνης μπαίνει για τα καλά στη βιοπάλη της ζωής αλλά, παράλληλα, αρχίζει αθόρυβα, μα πολύ δημιουργικά η πορεία του στη μουσική σκηνή. Τα πρώτα του μαθήματα πήρε από έναν Ιταλό μαέστρο, τον Γκιόσα, που εκείνη την περίοδο πήγαινε τα καλοκαίρια στα Τρίκαλα, με το «Τρίο Μπαρόνι» από τη Ρώμη. Ο Τσιτσάνης, 12 ετών, έπαιζε μαζί τους βιολί, στα διαλείμματα του κινηματογράφου «Πανελλήνιον» στις προβολές των βουβών ταινιών.

    Με το πέρασμα του χρόνου, ο Τσιτσάνης εξοικειωνόταν όλο και περισσότερο με τη μάντολα του πατέρα του, που της είχε μακρύνει το μανίκι (ή το χέρι) και την είχε μετατρέψει σε μπουζούκι. Σε ηλικία 14 χρόνων αυτοσχεδίαζε και άρχισε να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια.

    Μέσα από προσωπικές και πολύωρες αφηγήσεις του Βασίλη Τσιτασάνη (προς τον γράφοντα, το καλοκαίρι, του 1964 και τον χειμώνα του 1981), φαίνεται καθαρά ότι η μεγάλη πορεία του μεγαλοφυούς συνθέτη δρομολογείται από τα Τρίκαλα και είναι δεμένη με τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας. Τα πρώτα του τραγούδια συνδέονται με τους πρώτους έρωτές του. Η παρθενική του εμφάνιση ως μπουζουκτσής τον ενθάρρυνε και τον τόνωσε, ενώ του έκοψε τα φτερά ο θάνατος του πατέρα του. Οι περιπέτειες που είχε στο Γυμνάσιο με τους καθηγητές του, τον προβλημάτισαν και τον έκαναν πιο δυνατό σαν χαρακτήρα, αλλά και πιο προσεκτικό στη συμπεριφορά του. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το επεισόδιο μ' έναν καθηγητή του, όταν ο Τσιτσάνης, μαθητής ακόμα, είχε γράψει το τραγούδι «Μεσ' την Παραγουάη, σε φίνο ακρογιάλι». Το έπαιξε και το τραγούδησε με τ' άλλα παιδιά της τάξης του σε μία εκδρομή. Ο καθηγητής πειράχτηκε πολύ, κάλεσε τον Βασίλη στο γραφείο του και του είπε: «Ώστε έτσι, κύριε Τσιτσάνη! Η Παραγουάη έχει φίνο ακρογιάλι; Έλα, λοιπόν, τον Σεπτέμβριο να μας το δείξεις πού είναι». Τον άφησε μετεξεταστέο στη Γεωγραφία. Και ο Βασίλης Τσιτσάνης, ένα καλοκαίρι ολόκληρο το πέρασε κάτω από τη μουριά του σπιτιού του, με το μπουζούκι και το βιβλίο της Γεωγραφίας.

    Στη διαδρομή του από το Δημοτικό σχολείο στο Γυμνάσιο ο μικρός τότε Βασίλης Τσιτσάνης, εκτός από το πάθος του για τη λαϊκή μουσική, είχε αφοσιωθεί στον κλασικό αθλητισμό και το ποδόσφαιρο. Αγωνίσθηκε και σημείωσε θαυμάσιες επιδόσεις (μαθητικά ρεκόρ) με τα χρώματα του Γ.Σ. Τρικάλων. Στις 26 Μαΐου 1929, ήρθε πρώτος στο άλμα τριπλούν με 11.41 μ. και κατέκτησε το «Χρυσό Καλαμάρι», έπαθλο που είχε αθλοθετήσει εκείνη την εποχή ο Δήμος Τρικάλων.

    Με πικρές αναμνήσεις από τα Τρίκαλα ο Βασίλης Τσιτσάνης στα τέλη του 1935 με αρχές '36 κατεβαίνει στην Αθήνα, με στόχο να σπουδάσει νομικά. Τ' όνειρό του όμως να γίνει δικηγόρος δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί οι συνθήκες τότε ήταν άνισες και η ζωή στην πρωτεύουσα πολύ δύσκολη και μάλιστα για έναν νέο από επαρχία. Για να καλύψει τα βιοποριστικά του έξοδα (ενοίκιο - φαγητό), άρχισε να εργάζεται με το μπουζούκι του στο κέντρο «Μπιζέλια» της οδού Λένορμαν στον Κολωνό και αργότερα σ' ένα μπαρ, «Το Κουκλάκι», στη γωνία των οδών 3ης Σεπτεμβρίου και Σολωμού

    Τότε γνωρίσθηκε με τον τραγουδιστή Μήτσο Περδικόπουλο που τραγουδούσε σμυρναίικα και δημοτικά. Αυτή η γνωριμία τον οδήγησε στο στούντιο και στις πρώτες του φωνογραφήσεις δίσκων 78 στροφών. Ήταν αρχές του 1937, και ο Τσιτσάνης παίζει μπουζούκι και συνοδεύει τον Περδικόπουλο, στο γνωστό δημοτικό τραγούδι «Σιγά καλέ την άμαξα». Ενώ στην πίσω πλευρά του δίσκου υπάρχει το πρώτο του τραγούδι. Ένα ζεϊμπέκικο με τίτλο «Σ' έναν τεκέ μπουκάρανε». Σε λίγες ημέρες ακολουθεί στην ίδια εταιρεία, την «ΟΝΤΕΟΝ», με μαέστρο τον Σπύρο Περιστέρη, το δεύτερο τραγούδι του Τσιτσάνη «Να γιατί γυρνώ μεσ' την Αθήνα» με ερμηνευτές τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σοφία Καρίβαλη, σημαντική τραγουδίστρια σμυρναίικων τραγουδιών (αδελφή της Ρίτας Αμπατζή). Παράλληλα ο Τσιτσάνης εργάζεται και σε μία ταβέρνα κοντά στον σταθμό Λαρίσης, στον «Πλάτανο», όπου πήγαιναν πολλοί φοιτητές για να τον ακούσουν που έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε. Παρά το γεγονός ότι έκανε μεγάλη επιτυχία με τα πρώτα του τραγούδια, χρειάσθηκε να περάσει ένας χρόνος για να ξαναμπεί στο στούντιο. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.

    Όμως η τριετία 1937-1940, που συνέπεσε με τη στρατιωτική θητεία του Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη και την παραμονή του για αρκετό διάστημα εκεί, όπου και παντρεύτηκε με τη Ζωή Σαμαρά (απέκτησαν δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα), ήταν καθοριστική για την πορεία του, αλλά και γενικότερα για το ανόθευτο λαϊκό μας τραγούδι. Τότε (από 20-23 χρόνων) δηλαδή την προπολεμική περίοδο, έγραψε 153 τραγούδια και έκανε ένα μπαράζ μεγάλων επιτυχιών. «Αρχόντισσα» «Μαριώ», «Σε φίνο ακρογιάλι», «Δύο χρόνια σ' αγαπώ», «Τσιγγάνα μου γλυκειά», «Καμαριέρα», «Ζωίτσα μου μικρή», «Καλαμπακιώτισσα», «Τάγμα τηλεγραφητών», «Μαντήλι χρυσοκέντητο» και δεκάδες άλλα τραγούδια, από τα οποία ο Τσιτσάνης πολλά είχε αρχίσει να γράφει από τα Τρίκαλα ή και από την Αθήνα, αλλά τα «χτένισε» και τα ολοκλήρωσε στη Θεσσαλονίκη, δίνοντάς τους την τελική τους φόρμα. Τα προπολεμικά τραγούδια τα φωνογράφησε ­ εκτός από τρία πρώτα του ­ στις εταιρείες «Κολούμπια» και «Χις-Μάστερς Βόις», όπου μαέστρος ήταν ο γνωστός ­ εκείνη την εποχή ­ συνθέτης Πάνος Τούντας, ο οποίος ενθάρρυνε τον Τσιτσάνη να γράφει συνεχώς, αφού όπως έλεγε όλα τα τραγούδια του νεαρού συνθέτη είναι αριστουργήματα λαϊκής τέχνης. Χαρακτηριστικά έχουν μείνει εκείνα τα λόγια του Τούντα, ο οποίος παρουσία και άλλων μουσικών και τεχνικών στα στούντιο της «Κολούμπια» το 1939, όταν του έπαιξε ο Τσιτσάνης ένα οργανικό κομμάτι το «Ατελείωτο», ο μαέστρος συγκινημένος του είπε: «Αυτό παιδί μου, Τσιτσάνη, είναι συμφωνικό έργο, είναι κονσέρτο, είναι θαύμα, αριστούργημα...». Τα περισσότερα από τα 152 τραγούδια του, αυτές τις περίφημες λαϊκές καντάδες, μεταξύ 1937-1940, ερμήνευσε ο Στράτος Παγιουμτζής μαζί με τον συνθέτη δεύτερη φωνή καθώς και οι Μάρκος Βαμβακάρης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Νταίζη Σταυροπούλου, ενώ έκπληξη είχε χαρακτηρισθεί το 1937, όταν μια Ισπανίδα σοπράνο, η Ελβίρα Ιντάλγκο-Κάκκη (η οποία για ένα μικρό διάστημα υπήρξε καθηγήτρια της Μαρίας Κάλλας) τραγούδησε τη σύνθεση του Τσιτσάνη «Μαντήλι χρυσοκέντητο».

    Η προπολεμική τριετία, αλλά και με την Κατοχή που έζησε και δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη ο Τσιτσάνης, ήταν οριακή όχι μόνο για το ανόθευτο λαϊκό τραγούδι που βρήκε τον κύριο εκφραστή του για μισόν αιώνα, αλλά και για τον ίδιο ο οποίος έπειτα από αρραβώνα 19 μηνών παντρεύτηκε τον Ιούλιο του 1942 τη Ζωή Σαμαρά, από τα Γρεβενά. Κουμπάρος, ο διοικητής Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης Νικόλαος Μονοχουντής, προσωπικός φίλος του Τσιτσάνη, θαυμαστής του έργου του και γενικώς του ρεμπέτικου τραγουδιού: Μετά τον γάμο του ο Τσιτσάνης άνοιξε, με τον κουνιάδο του ένα ουζερί στο κέντρο της πόλης (Παύλου Μελά 22), ενώ έμενε σε απέναντι διαμέρισμα. Το ουζερί λειτουργούσε τους χειμερινούς μήνες. Τα καλοκαίρια ο Τσιτσάνης έπαιζε σε άλλες ταβέρνες, ενώ έκανε περιοδείες και στις γύρω περιοχές, όπως στη Χαλκιδική. Το 1943, πήγε και έπαιξε στην οικογενειακή ταβέρνα «Καύτσουρα του Δαλαμάγκα», όπου έγραψε το περίφημο «Μπαξέ Τσιφλίκι» κι ύστερα την «Αθηναίισσα», τις «Αραπίνες» τα «Πέριξ», το «Μπλόκο» και τη «Λιτανεία», «Στα Τρίκαλα στα δύο στενά», «Στου Αλευρά τη μάντρα»

    Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος στο βιβλίο του «Ο Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια του» επισημαίνει ότι: «Παραμένει ανεξήγητο ένα θέμα σχετικό με τη ζωή του Τσιτσάνη στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Πώς παρά τις στενές σχέσεις του με τον Μονοχουντή έγραψε το 1944, τους δύο ΕΑΜικούς ύμνους που τραγουδήθηκαν από τους αριστερούς, αλλά ποτέ δεν βγήκαν σε δίσκο. Μάλιστα, σύμφωνα με τον στιχουργό Κώστα Βίρβο, τους έπαιζε ο ίδιος ο Τσιτσάνης, κρυφά στο ουζερί του, μέχρι το 1946, που το εγκατέλειψε και γύρισε στην Αθήνα, όταν ξανάνοιξαν οι δισκογραφικές εταιρείες».

    Το ένα από τα δύο τραγούδια για την αντίσταση έχει τίτλο:

    Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ

    «Χρόνια τώρα πάνω στα βουνά

    της Ελλάδος τα γερά παιδιά

    ­ το ντουφέκι πάντα συντροφιά ­

    πολεμούν για την ελευθεριά

    Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ

    της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας

    Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς...

    Από το 1946 αρχίζει πλέον η δεύτερη μεγάλη δημιουργική περίοδος για τον Βασίλη Τσιτσάνη, που κρατά 37 χρόνια αδιάκοπα, δηλαδή μέχρι την αρρώστια και τον θάνατό του. Τα χρόνια αυτά, κυρίως τα πρώτα 15 είναι τόσο μεστά από δημιουργικές αλλαγές, που αλλάζουν τον ρουν όχι μόνο του ελληνικού τραγουδιού, αλλά και το ύφος της διασκέδασης. Ο Τσιτσάνης συνεχίζει τον καλπασμό του και γράφει τραγούδια που γίνονται μεγάλες επιτυχίες με νέα πλέον ονόματα (Τάκης Μπίνης, Τσαουσάκης, Μπέλλου, Ντάλια, Χασκίλ, Νίνου, Χρυσάφη), αλλά και με τους παλιότερους συνεργάτες του (Στράτο Παγιουμτζή, Ιωάννα Γεωργακοπούλου), με κορυφαία στιγμή τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Ένα μεγάλο τραγούδι για το οποίο έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλές και διαφορετικές απόψεις. Έχουν γίνει διάφορα σχόλια, που ωστόσο απέχουν από την πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ο συνθέτης συνεργάσθηκε σε κάποιο από τα κουπλέ με τον εκ Λαρίσης στιχουργό Αλέκο Γκούβερη, πράγμα που επιβεβαιώνεται και σήμερα από την ΑΕΠΙ (Εταιρία Πνευματικής Ιδιοκτησίας) από την οποία εκτός των κληρονόμων του Βασίλη Τσιτσάνη, παίρνουν κάποιο αναλογούν ποσοστό, κληρονόμοι του Γκούβερη.

    Σε μια κουβέντα που είχαμε με τον Βασίλη Τσιτσάνη, στο καμαρίνι του στο «Χάραμα» της Καισαριανής, την παραμονή των Φώτων του 1983, μιλώντας για τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» μου είπε: «Όταν προβάρισα αυτό το τραγούδι στη Θεσσαλονίκη το φθινόπωρο του 1948, και το άκουσε ο κουμπάρος μου ο Νίκος Μουσχουντής, μου είπε: Βασίλη, αυτό το τραγούδι θα το τραγουδήσουν ακόμα και παπάδες και δεσποτάδες. Θα μείνει αιώνιο. Η μουσική που έκανα για τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" ξεκινάει μέσα από τον δικό μου κόσμο. Ό,τι αισθάνομαι το συνθέτω, το παίζω και το τραγουδώ. Και τα λόγια του τραγουδιού δικά μου είναι. Μην ακούς τι λένε οι διάφοροι».

    Φαίνεται πως ο Τσιτσάνης με όσα μου είπε είχε δίκιο. Ήταν ειλικρινής. Γιατί σχεδόν τα ίδια λόγια είχε δηλώσει το 1973, στον Γιώργο Κ. Πηλιχό, σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ»¬, που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του «Δέκα σύγχρονοι Έλληνες».

    Εκτός όμως από τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», που αποτελεί ορόσημο για το κοινωνικολαϊκό τραγούδι, ο Τσιτσάνης μεταξύ 1946-1955 έγραψε εκατοντάδες ακόμη τραγούδια με κοινωνικό και ερωτικό περιεχόμενο. Δεν έφερε μόνο αλλαγές στο στούντιο, αλλά και στο πάλκο. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με περισσότερα έγχορδα και πνευστά. Καθιέρωσε σε μόνιμη βάση το πιάνο, με σολίστ τη συνεργάτιδά του Βαγγελιώ Μαργαρώνη, είχε για ακορντεονίστα τον Γιώργο Κουλαζήζη, ανέδειξε νέους και σπουδαίους μπουζουκτσήδες: τους Γιώργο Μανισαλή, Νίκο Τουρκάκη, Ανέστη Αθανασίου, Δημήτρη και Σπύρο Ευσταθίου, Στέλιο Μακρυδάκη, Γιάννη Σταματάκη, Σπόρο, Παπαδόπουλο, Καρνέζη, Καραμπέση.

    Ο Τσιτσάνης έσπασε το ταμπού που είχαν οι ρεμπέτες και οι παλιοί λαϊκοί να μη δέχονται στο πάλκο γυναίκα τραγουδίστρια. Αυτός έβαλε πλάι του, την Γεωργακοπούλου, τη Χασκίλ, την Μπέλλου και μετά τη Μαρίκα Νίνου, με την οποία έκανε το πιο δυναμικό ντουέτο της εποχής (1949-1954). Εμφανίσθηκαν για μεγάλα διαστήματα στου «Μαρίνου», «Τζίμη του Χοντρού», «Τριάνα», «Λουζιτάνια», «Ροσινιόλ». Αργότερα έδωσε εντυπωσιακό «παρών» στη δισκογραφία των 45 στροφών με τα μεγάλα ονόματα όπως: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Γκρέυ, Λύδια, Πάνου, Αγγελόπουλος, Σεβάς Χανούμ, Δούκισσα, Σακελλαρίου, Ντάλμα. Η μεταπολεμική δισκογραφία του Τσιτσάνη, σφραγίζεται από εκατοντάδες επιτυχίες (!) που έχουν ερμηνεύσει 103 τραγουδιστές. «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκι», «Το σκαλοπάτι σου», «Αχάριστη», «Οι φάμπρικες», «Ο τραυματίας», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Καΐκι μου Άη Νικόλα», «Ο τσολιάς», «Τρελός Τσιγγάνος», «Κάτσε ν' ακούσεις μία πενιά», «Κάποια μάνα αναστενάζει», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Εγώ πληρώνω τα μάτια π' αγαπώ», «Ζαΐρα», «Γιατί με ξύπνησες πρωί», «Της Γερακίνας γιος», «Το βαπόρι απ' την Περσία». Το 1979 στο «Χάραμα» όπου εμφανιζόταν ώς τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, ηχογράφησε στις 33 στροφές έναν δίσκο για την UNESCO σε ζωντανή εκτέλεση με πέντε όργανα και με σιγόντο της Ελένης Γεράνη.

    Για τον Βασίλη Τσιτσάνη και το έργο του, πολλά έχουν γραφεί. Του έχουν δοθεί χαρακτηρισμοί, όπως ο «Θεόφιλος της λαϊκής μουσικής», ο «Μεγάλος κλώνος του λαϊκού μας τραγουδιού», «Μεγαλοφυής συνθέτης». Όλα αυτά αποδίδουν ασφαλώς την πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα που κάποιοι μικρόψυχοι προσπάθησαν να αμφισβητήσουν, για κάποια τραγούδια του. Η αλήθεια που βγαίνει μέσα από πολλά στοιχεία συνεργατών, φίλων και συναδέλφων του είναι ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης, όχι μόνον δεν οικειοποιήθηκε εμπνεύσεις κανενός, αλλά αντίθετα χάρισε τραγούδια του, εμπνεύσεις του, σε τραγουδιστές του, όπως στον Στράτο Παγιουμτζή, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και άλλους. Ήταν πάγια αυτή η τακτική του. Ο θάνατος του Τσιτσάνη ανήμερα των γενεθλίων του, την 18η Ιανουαρίου 1984, στο Λονδίνο, άφησε ένα τεράστιο κενό στον χώρο της λαϊκής μουσικής, αλλά και ένα έργο μεγαλόπνοο, υποθήκη για τις επόμενες γενιές. Ήταν ένας σεμνός άνθρωπος που κεντούσε με το μπουζούκι τις εμπνεύσεις του, που έβγαιναν από τα βάθη της ψυχής του. Κατέγραψε με τον πιο μελωδικό τρόπο, με τα πιο όμορφα λόγια και ρυθμούς τις καλές και τις άσχημες στιγμές της ζωής μας. Ανέστησε με το τραγούδι του το λαϊκό αίσθημα. Ήταν ο αληθινός ζωγράφος της λαϊκής μουσικής. Όσο θα υπάρχει Ελλάδα θα υπάρχει και το έργο του Τσιτσάνη.''






    Mesoxoritis
    19.10.2006, 15:42
    Ένα απόσπασμα από το βιβλίο ''Βασίλης Τσιτσάνης - Άπαντα'', που εξηγεί και την στροφή του Τσιτσάνη σε ένα «νέο» είδος τραγουδιού στη δεύτερη εποχή (μεταπολεμικά) της δημιουργίας του:

    ''Από το 1953 και μετά φαίνεται ότι το λαϊκό τραγούδι μπαίνει σε μια νέα περίοδο, καθώς παρατηρούνται αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο γράφει τα τραγούδια του από τότε», γράφει ο Τρικαλινός φιλόλογος Θεόφιλος Αναστασίου που είχε την επιμέλεια των «Απάντων». «H αλλαγή του τρόπου με τον οποίο γράφει ο δημοφιλέστερος και κατά γενική ομολογία σημαντικότερος τότε συνθέτης του λαϊκού τραγουδιού δείχνει, νομίζω, πόσο έντονες είναι οι πιέσεις που δέχεται, τόσο από το κοινό όσο και από τις δισκογραφικές εταιρείες, για τις οποίες πιέσεις δεν μπορεί πια να αδιαφορεί.

    Από το 1946 και μετά ο Τσιτσάνης αρχίζει αργά αλλά σταθερά να χρησιμοποιεί στα τραγούδια του το ρεφρέν, μια στροφή που συγκεντρώνει υποτίθεται το κεντρικό μήνυμα του τραγουδιού και η οποία επαναλαμβάνεται αμέσως μετά το τέλος κάθε στροφής. Από το 1953 και μετά όμως η εικόνα των τραγουδιών του αντιστρέφεται, καθώς είναι πια ελάχιστα τα τραγούδια του που δεν έχουν ρεφρέν.

    H αλλαγή αυτή μπορεί να φαίνεται αμελητέα σήμερα σ' εμάς, που έχουμε συνηθίσει όχι μόνο ν' ακούμε τέτοιου τύπου τραγούδια, αλλά δεν ξέρω πόσο αμελητέα μπορεί να ήταν για τον ίδιο τον Τσιτσάνη, πόσο μπορεί να του στοίχισε η "προσαρμογή" αυτή.

    Εκείνο που νομίζω ότι δεν θα πρέπει να μας διαφύγει είναι ότι τελικά με την επικράτηση του ρεφρέν το λαϊκό τραγούδι προσεγγίζει τον τρόπο με τον οποίο γράφονταν το "ελαφρό" τραγούδι ευρωπαϊκού στυλ. Κι αν αυτό φαίνεται, από την οπτική γωνία της καθαρότητας, υποχώρηση του λαϊκού έναντι του "ελαφρού" (και είναι ώς ένα βαθμό καθώς το λαϊκό τραγούδι πλησιάζει έτσι περισσότερο προς έναν αφηρημένο και γενικό μέσο όρο του ακροατηρίου), το γεγονός ότι το λαϊκό τραγούδι κατόρθωσε να κρατήσει το παλιό ακροατήριό του και να κερδίσει επίσης νέους ακροατές, που ήταν πιθανό να του γυρίσουν την πλάτη και να στραφούν προς τα ευρωπαϊκά και τα λατινοαμερικάνικα, τη μόδα της εποχής, πρέπει να καταλογιστεί στα θετικά της προσπάθειας που έκαναν τότε οι λαϊκοί συνθέτες. Οι οποίοι αντιμετώπιζαν, όπως είναι γνωστό, πολύ έντονες πιέσεις. Τόσο μάλιστα που μερικοί εγκατέλειψαν εντελώς τους λαϊκούς ρυθμούς κι άντλησαν τις εμπνεύσεις τους από ξένες μουσικές πηγές (π.χ. Μανώλης Χιώτης).

    Στιχουργικά, πολύ σημαντικό ποσοστό των τραγουδιών του Τσιτσάνη, περίπου το 30% της αμέσως μεταπολεμικής - εμφυλιοπολεμικής περιόδου 1946-1949 αναφέρονταν σε κοινωνικά και πολιτικά θέματα, ενώ το ποσοστό αυτό ανεβαίνει περίπου στο 38% την τριετία 1950-1952 και επανέρχεται στο 31% από το 1953 μέχρι το 1959. Μικρό είναι επίσης και το ποσοστό των ανατολίτικων ρυθμών που χρησιμοποιεί την "εποχή" αυτή: έξι μόνον τραγούδια σε ρυθμό οριεντάλ ή τσιφτετέλι εξέδωσε από το 1953 μέχρι το 1959.

    H εικόνα όμως αλλάζει πολύ μετά το 1959. Το εμφανέστερο από τα στοιχεία του τραγουδιού που αλλάζει είναι οι ρυθμοί, τους οποίους αναγκάζεται ακόμη και ο Τσιτσάνης να χρησιμοποιήσει (το 40% των τραγουδιών του από το 1959 μέχρι το 1969 είναι συνθέσεις σε ρυθμούς οριεντάλ, συρτοτσιφτετέλια ή τσιφτετέλια) καθώς επίσης και τα θέματα των τραγουδιών του, μιας και με το είδος αυτό του ρυθμού είναι αδύνατον να καλυφθούν κοινωνικά θέματα. H αλλαγή των ρυθμών επηρεάζει επίσης και τη μετρική των τραγουδιών του. Τα κλασικά μέτρα της λαϊκής στιχουργίας δεν μπορούν να ανταποκριθούν στους ρυθμούς αυτούς κι έτσι παρουσιάζονται μετρικές ανωμαλίες».

    Έγινε ξαφνικά ο Τσιτσάνης τόσο... ερωτύλος και αδιάφορος για ό,τι συνέβαινε γύρω του επί μια ολόκληρη δεκαετία; Ασφαλώς όχι, επισημαίνει ο Θεόφιλος Αναστασίου: «Το γεγονός ότι τα θέματα των τραγουδιών του μονοπωλεί ο έρωτας οφείλεται μάλλον στο γεγονός ότι αισθάνθηκε, πως αν δεν ακολουθούσε τη μόδα που επέβαλλαν οι εταιρείες, ίσως και να εξαφανιζόταν, ως παρωχημένος και ντεμοντέ, από τη δισκογραφική επικαιρότητα - και ο Τσιτσάνης ήταν 45 ετών το 1959. Άλλωστε πολύ γρήγορα η ένταση των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων της περιόδου 1961-1967 επιβάλλει μια διαφορετικού τύπου μουσική και ποιητική προσέγγιση και το ενδιαφέρον των δισκογραφικών εταιρειών για τραγούδια κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου μονοπώλησαν οι νέοι "έντεχνοι" συνθέτες (Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Μούτσης, κ.λπ.)».

    Εγκατέλειψε το οριεντάλ
    «Από το 1970 μέχρι το 1973 ο Βασίλης Τσιτσάνης δημοσίευσε ελάχιστα τραγούδια, αλλά επανέρχεται δριμύτερος μετά τη μεταπολίτευση όχι μόνο συνεχίζοντας τις επανεκδόσεις παλαιότερων επιτυχιών του (τη φορά αυτή συστηματικότερα και με τραγούδια που δεν είχαν ξανακουστεί από την πρώτη τους κυκλοφορία), αλλά και με την έκδοση νέων τραγουδιών του. Μέσα σε δυο χρόνια 1975-1977 εκδίδει δύο δίσκους LP με 24 νέες δημιουργίες, στις οποίες έχει εγκαταλείψει εντελώς τους ρυθμούς οριεντάλ και το 1983 πραγματοποίησε τις τελευταίες του εκδόσεις με όσα τραγούδια έκρινε, σαν καλός μάστορης, ότι δεν έπρεπε να μείνουν στην αφάνεια».






    Mesoxoritis
    19.10.2006, 15:49
    Ένα ακόμα άρθρο του Πάνου Γεραμάνη για τον Βασίλη Τσιτσάνη.
    (Πηγή: www.tanea.gr)

    Η ιδιοφυία που αποκάλυψε το μουσικό μας θησαυρό

    «Ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν ήταν παρά ο ιδιοφυής νεαρός που κατάφερε να βρει τον τρόπο να μπει κρυφά στο θησαυροφυλάκιο και να αξιοποιήσει τον συσσωρευμένο μουσικό μας πλούτο»

    «Ο Τσιτσάνης δεν ήταν η ουρανοκατέβατη μεγαλοφυΐα που ήρθε από το πουθενά. Η παράδοση του λαϊκού τραγουδιού τον εγκυμονούσε από πολύ καιρό και η ιστορία με τις συγκυρίες της έπαιξε τον ρόλο της μαμής». Αυτό αποτελεί το βασικό στοιχείο που οδηγεί στην επιστημονική έρευνα και ανάλυση τον ειδικό μελετητή (δημοσιογράφο και συγγραφέα) Νέαρχο Γεωργιάδη, για να τεκμηριώσει τη μελέτη στο νέο του βιβλίο «Το φαινόμενο Τσιτσάνης». Ο Νέαρχος Γεωργιάδης ταξινομεί μια σειρά από ιστορικά γεγονότα, μέσα από τα οποία περνούν τα έργα του Βαμβακάρη και του Τσιτσάνη. Συνδέονται οι εποχές μεταξύ τους, οι μουσικοί δρόμοι, οι μελωδίες, οι ρυθμοί, τα λόγια και προ παντός δίνεται έμφαση στις μουσικές καταβολές του μεγάλου λαϊκού δημιουργού. Στο εισαγωγικό μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας αναφέρει:

    «Ο Βαμβακάρης, με το έργο του, από το 1933 και μετά, καθιέρωσε τους κανόνες, ότι το λαϊκό τραγούδι των πόλεων θα παίζεται με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, ότι οι βασικοί χορευτικοί ρυθμοί θα είναι ο ζεϊμπέκικος και ο χασάπικος κατά πρώτο λόγο και ο σέρβικος κατά δεύτερο, ότι το ταξίμι του μπουζουκιού θα αφήνει περιθώρια και δυνατότητες αυτοσχεδιασμού. Ο Τσιτσάνης ακολούθησε αυτούς τους κανόνες με σεβασμό κι αγάπη, αλλά εμπλούτισε το λαϊκό τραγούδι με τον «δικό του μουσικό κόσμο», όπως έλεγε, με τη δική του πλούσια μουσική και ποιητική φαντασία, με τη δική του γλυκύτητα και δεξιοτεχνία στο παίξιμο του μπουζουκιού. Το ταλέντο και η τελειομανία του, που έφτανε μέχρι του σημείου να φτιάχνει και να καταστρέφει πολλαπλάσιους στίχους και μελωδίες απ' ό,τι θα κρατούσε τελικά, δικαιώθηκαν μέσα σε πολλές εκατοντάδες τραγούδια, που έχουν τη σφραγίδα της πρωτοτυπίας, της αρτιότητας και της διαχρονικότητας.

    Αστικό λαϊκό τραγούδι

    Ο Τσιτσάνης κυριάρχησε ως πρωταγωνιστής του λαϊκού τραγουδιού των πόλεων από το 1936, που πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '50. Τότε, επειδή η πρωτοκαθεδρία του αμφισβητήθηκε σοβαρά, αναγκάστηκε να εισάξει στο έργο του βαλκανικά και ανατολίτικα στοιχεία, πέρα από τα στοιχεία του ζεϊμπέκικου, του χασάπικου και του σέρβικου, που είχε καθιερώσει ο Βαμβακάρης. Αυτά τα στοιχεία ήταν γνώριμα στον Τσιτσάνη από τους Τσιγγάνους κι άλλους πλανόδιους μουσικούς, από την παράδοση των καφέ-αμάν που υπήρχαν στα Τρίκαλα και στη Θεσσαλία, γενικά, κι από την παρουσία των μικρασιατών προσφύγων στην περιοχή εκείνη.

    Οι γονείς του, πριν ακόμα γεννήσουν τα παιδιά τους, είχαν φύγει, γύρω στα 1900, από την τουρκοκρατούμενη Ήπειρο προς τη Θεσσαλία, που είχε μόλις ελευθερωθεί (1881), για να εγκατασταθούν στα Τρίκαλα. Αυτή η μετακίνησή τους αντιστοιχεί στην προσπάθεια του Βασίλη Τσιτσάνη, λίγα χρόνια αργότερα, να μετακινήσει το κέντρο βάρους του λαϊκού τραγουδιού από την ανατολίτικη μουσική προς τη δυτική. Αλλά χωρίς να μπορεί να απελευθερωθεί τελείως από την επίδραση της ανατολίτικης μουσικής, η οποία (ευτυχώς) εύρισκε πάντα τη δύναμη να επιστρέφει κατά έναν τρόπο παλιρροϊκό. Έτσι, ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ταυτόχρονα Ευρωπαίος και Ανατολίτης, Βαλκάνιος και Μεσανατολίτης, σημαδεύοντας με το έργο του και τα τέσσερα σημεία του ελληνικού ορίζοντα.

    Η κυρίως ευρωπαϊκή του περίοδος στη δισκογραφία είναι η πρώτη του (1936-1940). Βασίζεται στις λαϊκές καντάδες του, σε ρυθμούς ζεϊμπέκικου ή χασάπικου και με αρκετούς εισαγωγικούς αυτοσχεδιασμούς (ταξίμια) στο μπουζούκι. Στη δεύτερή του περίοδο (1940-1953, οπότε τελειώνει και η συνεργασία του με τους χαρακτηριστικούς τσιτσανικούς τραγουδιστές) διατηρούνται τα ισχυρά ευρωπαϊκά στοιχεία και ενισχύονται ακόμα περισσότερο με χορωδιακά. Παράλληλα εμφανίζεται εντονότερα το βαλκανικό χρώμα (σέρβικος, χόρες κ.τλ.) και το μεσανατολικό (οριεντάλ). Στην τρίτη και τελευταία του περίοδο (1954-1984), για να μπορέσει να ανταγωνιστεί τους μουσικούς του αντιπάλους (Καλδάρα, Μπακάλη, Δερβενιώτη κ.ά.) αφήνει να εισβάλουν στο έργο του περισσότερα ανατολίτικα στοιχεία (τσιφτετέλι, καρσιλαμάς, μακάμια) και ηπειρώτικα μουσικά χρώματα».

    Τα πέντε κεφάλαια πραγματεύονται ισάριθμα θέματα για το έργο Τσιτσάνη, αλλά όλα έχουν μια λογική συνέχεια, πράγμα που κρατά από την αρχή ως το τέλος της μελέτης αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

    Το πρώτο κεφάλαιο, με τίτλο «Το προ-τσιτσανικό τραγούδι στα Τρίκαλα», αναζητά το παραδοσιακό ή παραδοσιακού τύπου αστικό λαϊκό τραγούδι που υπήρχε στα Τρίκαλα, στη Θεσσαλία γενικά, και στην Ηπειρο-Θεσσαλία γενικότερα, πριν από το 1936.

    Σκοπός αυτού του πρώτου κεφαλαίου είναι να δείξει μέσα σε ποιο παραδοσιακό μουσικο-ποιητικό πλαίσιο γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Τσιτσάνης και να αποκαλύψει όχι μόνο τι τον επηρέασε, αλλά και τι δεν τον επηρέασε στο έργο του. Φυσικά, αυτό το πλαίσιο θα είναι χρήσιμο, επίσης, για τη μελέτη και άλλων Τρικαλινών ή Θεσσαλών δημιουργών του αστικού λαϊκού τραγουδιού.

    «Παίξτε μπουζούκια»

    Το δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Παίξτε μπουζούκια, παίξτε βιολιά», απαντά στο ερώτημα: Τι πήρε ο Βασίλης Τσιτσάνης από τον πατέρα του; «Το μπουζούκι ήταν το πατρικό μουσικό όργανο και το βιολί ήταν η επιθυμία του πατέρα για μια πιο εξευγενισμένη μουσική καριέρα του γιου του. Μπουζούκι και βιολί ήταν τα αγαπημένα όργανα των γιαννιωτών παλικαράδων... Κι ο πατέρας του Βασίλη Τσιτσάνη καταγόταν απ' τα Γιάννινα... Το μπουζούκι οδηγεί τον νεαρό Βασίλη στην αγκαλιά του λαϊκού - ρεμπέτικου τραγουδιού, και το βιολί, μέσω ωδείου, τον οδηγεί στον εξευρωπαϊσμό της μελωδίας.

    Τα γιαννιώτικα λιανοτράγουδα γίνονται η βάση της ποιητικής του μεθόδου, αφού οι στροφές των περισσοτέρων τραγουδιών του αποτελούνται από δίστιχα παραδοσιακής μορφής. Τα κλέφτικα που τραγουδούσε συνήθως ο πατέρας του, παίζοντας ταυτόχρονα και το μπουζούκι, δώσανε στον Τρικαλινό συνθέτη κάποιες ιδέες και τον βοήθησαν στη διαμόρφωση ενός επικού ύφους σε αρκετά τραγούδια του.

    Οι φαντασιώσεις του έφηβου και νεαρού Τσιτσάνη για μακρινά ταξίδια σε χώρες μαγικές και εξωτικές τρέφονταν από το σχολικό μάθημα της γεωγραφίας, τις διαφημίσεις ταξιδιωτικών γραφείων, από διάφορα αναγνώσματα και κινηματογραφικές ταινίες. Αυτά τα «φανταστικά ταξίδια» (που αποτελούν και το θέμα του τρίτου κεφαλαίου στο βιβλίο μας) τα πραγματοποιούσε πότε μόνος, πότε μαζί με την αγαπημένη του. Συμβολίζουν τη φυγή από τη φτώχεια, τη δυστυχία, την αρρώστια, το στενό και άχαρο επαρχιακό περιβάλλον, προς τον πλούτο, την ευτυχία, την υγεία, την ελευθερία του έρωτα και τους ηλιόλουστους ανοιχτούς ορίζοντες.

    Αν από τον πατέρα του πήρε το μπουζούκι, την ώθηση προς το βιολί, τα ερωτικά γιαννιώτικα λιανοτράγουδα και το επικό πνεύμα του κλέφτικου τραγουδιού, από τη μητέρα του ο συνθέτης πήρε τα παιδικά παραμύθια που μιλούσαν για παλάτια, κάστρα, νεράιδες, μάγισσες και φανταστικές παλικαριές. Με βάση αυτή την αφετηρία δημιούργησε πολλές δεκάδες τραγουδιών του, κι αυτό είναι το θέμα του τέταρτού μας κεφαλαίου. Τα «παραμυθένια παλάτια» και κάστρα του Τσιτσάνη, στα καθαρώς ερωτικά του τραγούδια συμβολίζουν την κοινωνική επιτυχία, τον έρωτα, τον πλούτο, την ευτυχία. Ενώ στα πολιτικά του τραγούδια η επίθεση εναντίον των παλατιών και των κάστρων σημαίνει επίθεση εναντίον της τυραννίας και υπέρ της ελευθερίας».

    Λαϊκές καντάδες με αρμονικές διφωνίες

    «Στα Τρίκαλα του Μεσοπολέμου, όπως και σε όλη την Ελλάδα, οι νέοι κάνανε σερενάτες στις κοπέλες. Τα τραγούδια που χρησιμεύανε γι' αυτόν τον σκοπό ήταν κυρίως οι επτανησιακές και αθηναϊκές καντάδες.

    Ο νεαρός Τσιτσάνης έκανε κι αυτός καντάδες, χρησιμοποιώντας δικές του συνθέσεις με αρμονικές διφωνίες ευρωπαϊκού τύπου, σε μελωδίες μινόρε ή ματζόρε. Αλλά αντί για την καθιερωμένη κιθάρα χρησιμοποιούσε το μπουζούκι, οι λαϊκές του καντάδες είχαν ρυθμό ζεϊμπέκικο ή χασάπικο και στην αρχή τους, συχνά, ο νεαρός δεξιοτέχνης κεντούσε έναν μελωδικό αυτοσχεδιασμό (ταξίμι).

    Στην πραγματικότητα ο Τσιτσάνης εκλαΐκευσε και μπουζουκοποίησε την καντάδα από τη μια και εξευρωπάισε το μπουζούκι και το λαϊκό τραγούδι των πόλεων, από την άλλη.

    Στη δεκαετία του '30 οι λαϊκές του καντάδες τον βοήθησαν να επιβληθεί στο μουσικό στερέωμα, αποτέλεσαν όμως κι ένα πεδίο δοκιμών, που την εμπειρία τους τη χρησιμοποίησε αργότερα στα κοινωνικά και πολιτικά του τραγούδια. Πραγματικά, στη δεκαετία του '40 έγραψε ανεπανάληπτα τραγούδια με ερωτική επιφάνεια και πολιτικό βάθος».

    «Σουσάμι άνοιξε!»
    «Ο Τσιτσάνης δεν ήταν η ουρανοκατέβατη μεγαλοφυΐα που ήρθε από το πουθενά. Η παράδοση του λαϊκού τραγουδιού τον εγκυμονούσε από πολύ καιρό και η ιστορία με τις συγκυρίες της έπαιξε τον ρόλο της μαμής. Τα Τρίκαλα, πρωτεύουσα της Ηπειρο-Θεσσαλίας για αιώνες, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έγιναν ο τόπος όπου συγκεντρώθηκαν και εναποτέθηκαν με τον καιρό μεγάλοι μουσικοποιητικοί θησαυροί. Όταν απελευθερώθηκαν στα 1881, σημειώθηκε μεγάλη μετακίνηση Μακεδόνων και Ηπειρωτών προς την πόλη αυτή. Οι Γιαννιώτες, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι γονείς του Τσιτσάνη προσθέσανε έναν μεγάλο πλούτο στον τρικαλινό θησαυρό που ήδη υπήρχε...

    Τα καφέ-αμάν, οι πρόσφυγες του 1922, τα γραμμόφωνα, οι καντάδες του Μεσοπολέμου και τόσα άλλα συμπλήρωσαν αυτόν τον θησαυρό. Κι ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν ήταν παρά ο ιδιοφυής νεαρός που κατάφερε να βρει το μαγικό σύνθημα "σουσάμι άνοιξε!", να βρει τον τρόπο να μπει κρυφά στο έτοιμο θησαυροφυλάκιο και να αξιοποιήσει τον συσσωρευμένο μουσικό πλούτο, με το ταλέντο του».


    Mesoxoritis
    19.10.2006, 15:51
    ''Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές''

    Του Ed Emery.

    ''Τις προάλλες, ήμουνα στη Βρετανική Βιβλιοθήκη του Λονδίνου, αναζητώντας στοιχεία για τα πεπραγμένα του Τσιτσάνη στην Αμερική. Και ντρέπομαι που το ομολογώ, αλλά ανάμεσα σε εκατομμύρια βιβλία δεν βρέθηκε ούτε ένα μικρό άρθρο που να αναφέρεται στον Τσιτσάνη. Στην έξοδο, ο θυρωρός ήλεγξε την τσάντα μου. Είδε τις σημειώσεις μου για τα ρεμπέτικα. Κι άρχισε να τραγουδάει: «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά». Ο θυρωρός ονομάζεται Νίκος και είναι Έλληνας που ζει στο Λονδίνο. Λατρεύει τα ρεμπέτικα. Κι όταν αναφέρω τον Τσιτσάνη, λέει: φυσικά, η «Συννεφιασμένη Κυριακή». Ήταν μια πολύτιμη στιγμή αναγνώρισης.

    Αυτό είναι το πρόβλημα του Τσιτσάνη εκτός Ελλάδος. Απουσιάζει από τον ακαδημαϊκό λόγο. Μπορείς να ψάξεις σε όσα μουσικά λεξικά θες, δεν πρόκειται να τον βρεις. Κι όμως είναι (όπως θα έλεγε κι ο ίδιος) «πασίγνωστος και πολύ αγαπητός στον κόσμο». Οι συνηθισμένοι άνθρωποι τον γνωρίζουν και τον αγαπούν.

    Για μένα προσωπικώς ο Τσιτσάνης σημαίνει πολλά πράγματα. Σημαίνει τις ελπίδες που γεννήθηκαν από τη μουντή, πικρή και γκρίζα πραγματικότητα που ακολούθησε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ειδικά στην περίπτωση της μητέρας μου. Ελληνίδα, ερωτεύθηκε έναν Εγγλέζο αξιωματικό, παντρεύτηκε το 1946 και ήρθε να μείνει στο Λονδίνο.

    Όταν ο γάμος τους διαλύθηκε, χώρισαν το σπίτι στα δύο, αυτός επάνω κι αυτή κάτω. Στο κάτω πάτωμα έπαιζε τα ελληνικά τραγούδια στο μικρό της πικάπ. Δυνατά. Τραγούδια με μήνυμα. Ο θυμός της εκφραζόταν μέσα από τα τραγούδια. Θυμός για την ψυχρότητα των Εγγλέζων. Κι εκεί για πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με τα τραγούδια του Τσιτσάνη. «Γεννήθηκα για να πονώ....». «Με πλήγωσες και δεν ξεχνώ, που τόσο έχω κλάψει. Να γίνει η κατάρα μου φωτιά και να σε κάψει».

    Φανταστείτε αυτό το τραγούδι να αντηχεί στο ήσυχο, ήρεμο περιβάλλον των εγγλέζικων πράσινων προαστίων! Μ' αυτές τις συγκινήσεις μέσα στο σπίτι, άρχισα να ανακαλύπτω την ελληνική μου πλευρά

    Αυτό που ένιωθε η Ελληνίδα μάνα μου, ξεριζωμένη από τη γη της, ήταν, κυρίως, λύπη, θυμός και απώλεια της πατρίδας της. Κι αυτά ακριβώς ήταν τα συναισθήματα που οι άνθρωποι ήθελαν να ακούσουν να απηχούν τα τραγούδια. Και ο Τσιτσάνης ήταν ο άνθρωπος που τα απηχούσε, οι στίχοι του γίνονταν ένα καυτό σύμβολο απώλειας: «Όμορφη Θεσσαλονίκη... Τα μαγικά σου βράδια νοσταλγώ...»

    Αλλά αυτό που ήταν επίσης σπουδαίο με τον Τσιτσάνη ήταν η «ελαφράδα της ύπαρξης». Από τις φωτογραφίες, αυτό που φαίνεται αμέσως είναι η ντροπαλοσύνη, η αίσθηση μιας μικρής κοινωνικής αδεξιότητας. Όμως ο Τσιτσάνης είχε πλάκα, είχε χιούμορ, η ψυχή του ήταν χορευταρού.

    Έχω ακόμη τον δίσκο των 78 στροφών της μάνας μου: «Τα Ρεμπέτικα του Β. Τιτσάνη με τη Μαρίκα Νίνου». Κι έχει ακριβώς αυτή την αλαφράδα ­ το χιούμορ στα «Καβουράκια» και την αέρινη χαρά του «Έλα όπως είσαι» και «Απόψε κάνεις μπαμ». Έχουν όμως και τη μαυρίλα του «Γεννήθηκα...» και του «Συννεφιασμένη Κυριακή». Κι αυτό που μου λέει ο δίσκος σήμερα είναι ότι ο Τσιτσάνης, σε αντίθεση με πολλούς μοντέρνους τραγουδιστές και συνθέτες, μπορούσε να καλύψει όλη την συναισθηματική γκάμα. Υπό αυτή την έννοια, ο Τσιτσάνης είναι ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές. Μας μιλάει σε πολλούς τόνους.

    Φυσικά, δεν εννοώ ότι η θέση του στις καρδιές των νεαρών εξεγερμένων ψυχών είναι απόλυτα εγγυημένη. Τις προάλλες, έκανα ένα πάρτι στο σπίτι μου. Νεαροί Έλληνες μουσικοί της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής. Κλασικοί, αλλά αυτήν τη φορά έφεραν μαζί τους μπουζούκι και μπαγλαμά. φυσικά τραγουδήσαμε Τσιτσάνη. Αλλά, κατά έναν περίεργο τρόπο, η μουσική που έπαιξαν ήταν του Βαμβακάρη... ήταν τα ρεμπέτικα των τεκέδων... ήταν τα σμυρναίικα... Ακριβώς το είδος που απέρριπτε ο Τσιτσάνης: «Αντιπαθούσα φοβερά εκείνες τις κλαψιάρικες μελωδίες».

    Καθώς περνούν τα χρόνια, ο Τσιτσάνης λαμβάνει πολλά νοήματα. Είχε διαφορετική σημασία για τη μητέρα μου κι άλλη για τους σημερινούς Έλληνες μουσικούς του Λονδίνου. Αναπόφευκτα, τραγουδήσαμε τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Αυτός που έπαιζε μπαγλαμά, εξήγησε στους Εγγλέζους φίλους μας ότι επρόκειτο για ένα τραγούδι που έγραψε ο Τσιτσάνης εμπνευσμένος από τη φρίκη και τον πόνο του πολέμου στην Ελλάδα και τον θάνατο ενός νεαρού στρατιώτη.

    Εδώ μπαίνω σε επικίνδυνες ατραπούς. Διάβασα τον Τάσο Σχορέλη, ο οποίος ισχυρίζεται ότι τους στίχους της «Συννεφιασμένης Κυριακής» έγραψε ο Αλέκος Γκουβέρης και αναφέρονται σε μια Κυριακή που η αγαπημένη του ποδοσφαιρική ομάδα, η Λάρισα, έχασε το παιχνίδι. Αποτόλμησα να αναφέρω αυτή την εκδοχή στους μουσικούς. Αλλά ουδείς την δέχθηκε. Γι' αυτούς ήταν και θα είναι εσαεί ένα τραγούδι για τα δεινά του πολέμου.

    Κι εδώ έγκειται η αλήθεια του ζητήματος. Ο Τσιτσάνης διαθέτει τόση ανθρώπινη εμπειρία, ώστε ο καθένας από εμάς μπορεί να τον κάνει αυτό που θέλει. Στ' αλήθεια, ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές.''



    Mesoxoritis
    19.10.2006, 15:55
    ''Ο προικισμένος''

    Του Ηλία Πετρόπουλου...

    ''Δεν είμαι ο βιογράφος του Τσιτσάνη. Για να καταλάβεις την προσφορά του Τσιτσάνη πρέπει να τον δεις σε συσχετισμό με τον ανώνυμο κόσμο των παλιών μουρμούρικων και τους επώνυμους συνθέτες της ακμής του ρεμπέτικου. Από τη σύγκριση αναδεικνύεται ο Τσιτσάνης ως ο πιο προικισμένος λαϊκός δημιουργός.

    Η ιστορία του ρεμπέτικου αρχίζει με τα μουρμούρικα τραγούδια που λέγανε οι μουρμούρηδες στους τεκέδες και τις φυλακές. Η περίοδος αυτή φαίνεται να καλύπτει το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και τα πρώτα - πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Στα μουρμούρικα ενυπάρχουν αρκετοί κρίκοι που τα συνδέουν με το δημοτικό τραγούδι. Τα μουρμούρικα ήσανε αδέσποτα τραγούδια αγνώστων συνθετών και ποιητών. Πρόκειται για τα γνησιότερα ρεμπέτικα. Ελάχιστα μουρμούρικα σώθηκαν.

    Λίγο μετά το 1930 εμφανίζονται οι επώνυμοι συνθέτες ρεμπέτικων. Και εμφανίζονται ως ιδιοκτήτες των τραγουδιών τους. Έτσι, λοιπόν, φτάνουμε στην εποχή των ποσοστών, καθώς και των εξωφρενικών αμοιβών διαφόρων τραγουδιστών. Γιατί, με το πέρασμα του χρόνου, μπήκανε στο παιχνίδι οι τραγουδιστές και, αργότερα, οι λόγηδες (δηλαδή, οι στιχουργοί). Από το 1935-1936 έως το τέλος του Εμφυλίου παρελαύνει μια λαμπρή πλειάδα λαϊκών συνθετών, που συγχρόνως είναι βιρτουόζοι του μπουζουκιού και ικανότατοι τραγουδιστές. Η περίοδος της 4ης Αυγούστου τελεί κάτω από το πέλμα της Στρατιωτικής Λογοκρισίας και τις εκβιαστικές ίντριγκες των φωνογραφικών εταιρειών, που χορηγούσαν κάτι ψίχουλα στους συνθέτες, μεταξύ των οποίων τα διαβόητα εκτελεστικά. Επί Κατοχής οι λαϊκοί συνθέτες απόχτησαν, εκ νέου, την ελευθερία τους, αφού δεν υπήρχαν μήτε δίσκοι μήτε λογοκρισία των δίσκων. Επί Κατοχής η οικονομική βάση των λαϊκών συνθετών ήτο το πάλκο. Τότε άνθησε το (άνευ δίσκων) ρεμπέτικο, που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα, όπως ο Σαλταδόρος του Γενίτσαρη, τα χασικλίδικα τραγούδια του Τσιτσάνη και του Καλδάρα κ.ά. Εδώ και πενήντα χρόνια το ρεμπέτικο έσβησε.

    Μέσα στην πλειάδα των επωνύμων συνθετών αναμφιβόλως υπερέχει ο Βασίλης Τσιτσάνης. Είναι ο καλλιτέχνης που συγκέντρωσε στο πρόσωπό του χίλια χαρίσματα. Έγραφε ωραία μουσική και ωραίους στίχους, ήτο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και του μπαγλαμά, τραγούδαγε, είχε καλούς τρόπους, ήξερε γράμματα, κατάφερνε να ελίσσεται. Σήμερα, που οργιάζει η ανεύθυνη μυθολογία περί ρεμπέτικου, φορτώνουν τον Τσιτσάνη με προτερήματα και ελαττώματα που δεν είχε ο άνθρωπος.

    Σε δύο δεκαετίες οι λαϊκοί συνθέτες που εδημιούργησαν τόσα και τόσα θαυμάσια τραγούδια άλλαξαν πολύ, λόγω της αφόρητης πίεσης που ασκεί η Δόξα και το Χρήμα. Τον παλιό καιρό όλοι οι συνθέτες και μπουζουξήδες ήσανε φιλαράκια. Μα, στο τέλος, κατέληξαν λυσσασμένοι εχθροί. Αυτό το πλαίσιο ίσχυε και για τον Τσιτσάνη, που, ωστόσο, πάντα κατόρθωνε να γλιστράει, αποφεύγοντας τα θανάσιμα πλήγματα. Τη δεκαετία του '50 οι φωνογραφικές εταιρείες δολοφόνησαν, εν ψυχρώ, την παλιά φρουρά του ρεμπέτικου (Μάρκος, Παπαϊωάννου, Στράτος, Κερομύτης, Γενίτσαρης, Μητσάκης, Γεωργακοπούλου κ.ά.). Ο Χιώτης επέζησε γιατί εγκατάλειψε το στιγματισμένο τρίχορδο μπουζούκι και το κλασικό ρεπερτόριο. Ο Τσιτσάνης κατάφερε να διατηρήσει μια μειωμένη θέση, με σχετική αξιοπρέπεια.

    Ναι, θυμάμαι πολύ καλά τον Τσιτσάνη. Τον θυμάμαι να τραγουδάει, το 1945, σ' ένα κουτούκι με τρία τραπεζάκια. Θυμάμαι το τάβλι που παίζαμε στη Γλυφάδα. Τον θυμάμαι στο Φαληρικόν του Μαργωμένου, με τον Μητσάκη και την Χρυσάφη, τον Ευσταθίου και τον Γαβαλά. Τον θυμάμαι στο «Χίλτον», το 1968, που ήρθε και τραγούδησε στην έκθεση Ρεμπέτικα Τραγούδια - Τεκμήρια, που είχα οργανώσει. Θυμάμαι κάτι δίσκους που μου έστειλε στο Βερολίνο, το 1983 ­ εκεί, λίγο αργότερα, έμαθα τον θάνατό του...''

    (Πηγή: www.tanea.gr)







    Mesoxoritis
    19.10.2006, 15:56
    ''Ήταν γόης, ήταν μάγος... ''

    Του Λευτέρη Παπαδόπουλου...

    ''Δεν χωράει αμφιβολία: το ρεμπέτικο τραγούδι είναι ο Μάρκος. Και το λαϊκό, ο Τσιτσάνης. Ο Μάρκος γέννησε τον Τσιτσάνη. Και ο Τσιτσάνης, όλους τους κατοπινούς. Δίπλα στον Τσιτσάνη, παιδί κι αυτός του Μάρκου, αλλά με επιρροές και από το σμυρναίικο, το ινδικό, την καντάδα, το ελαφρό κ.λπ., βρίσκεται ο Καλδάρας. Και πιο πέρα, ο Μητσάκης. Ο Τσιτσάνης έχει γράψει τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Ο Καλδάρας έχει γράψει το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι». Αυτά, για μερικές «καθαρές κουβέντες», από την αρχή. Τι θέλω να πω; Μέγας ο Τσιτσάνης! Και αναμφισβήτητος. Αλλά, καλό θα είναι, να βάζουμε τα πράγματα, όσο αυτό είναι δυνατό, στη θέση τους. Και να μην ξεχνάμε ­ το ξεχάσαμε ήδη ­ πως στο σπουδαίο αυτό ταξίδι του ρεμπέτικου - λαϊκού τραγουδιού, μπορεί να τραβάει μπροστά ο Μάρκος και ν' ακολουθεί ο Τσιτσάνης, αλλά υπάρχουν ολόγυρα και ο Τούντας και ο Χατζηχρήστος και ο Μπαγιαντέρας και ο Παπαϊωάννου.

    Για όλους αυτούς τους καλλιτέχνες, τους δημιουργούς και ιδιαίτερα για τον Τσιτσάνη, τρέφω απεριόριστο θαυμασμό. Γιατί δεν ήταν μόνο συνθέτες. Ήταν και εκτελεστές. Γράφανε, κατά κανόνα, και τα λόγια των τραγουδιών. Και γραμμοφωνούσαν. Και δούλευαν στο πάλκο, κάθε νύχτα, σχεδόν ώς το πρωί, επί δεκαετίες! Μπουζούκι, τραγούδι, τσιγάρο, ξενύχτι, λίγος ύπνος και μετά σύνθεση, στιχουργική, οργάνωση ορχήστρας και φωτοληψία, τουλάχιστον με 5-6 ώρες, στο στούντιο, για τους δίσκους!

    Να, τι λέει, σχετικά, ο ίδιος ο Τσιτσάνης, γι' αυτή την επίπονη περιπέτεια, στον Κ. Χατζηδουλή:

    «... Το μυαλό μου ήτανε μόνο στη δουλειά μου και πουθενά αλλού. Κάθε μέρα ξενυχτούσα, κοιμόμουνα ελάχιστα κι αμέσως δουλειά για καινούργια τραγούδια (...). Όταν ετοιμαζόμουνα να κάνω δίσκο, το τραγούδι που είχα ετοιμάσει με τόσες θυσίες και κόπους, παρουσιαζόταν άλλο μαρτύριο για μένα, το ίδιο πελώριο. Σου είπα ότι ήμουνα απαιτητικός από τον εαυτό μου, ήθελα, όπως έφτυσα αίμα για να το κάνω τραγούδι, άλλο τόσο ν' αγωνισθώ για να βγει σωστά στο δίσκο. Για να βάλω 4 τραγούδια σε δυο δίσκους, στο γραμμόφωνο, έπαιζα μια βδομάδα στο σπίτι τα οργανικά, τις εισαγωγές. Ήθελα να δω πώς θα παιχτούν, πώς θα ακουστούν. Μήπως δεν τα 'ξερα; Ήθελα όμως να τα δουλέψω τόσο τέλεια, τόσο σωστά, που να μην υπάρχει το παραμικρό ψεγάδι στη φωνοληψία (...). Το τραγούδι γραφόταν πάνω στο κερί. Όταν παίζαμε και το γράφαμε, δεν μπορούσαμε ν' ακούσουμε τι παίξαμε και τι βγήκε στο τέλος της φωνοληψίας. Μόνο ο τεχνικός και ο εκπρόσωπος της εταιρείας, που βρίσκονταν εκεί, μπορούσαν ν' ακούσουν. Δηλαδή και αυτοί την ώρα της φωνοληψίας άκουγαν μόνο. Ένα κερί χρησιμοποιούσαμε μόνο στην αρχή, για δοκιμή. Μετά, ό,τι παίξαμε παίξαμε. Ακριβώς, η αγωνία αυτή, επειδή δεν ξέραμε τι έχουμε παίξει και τι έχει βγει, μ' έκανε τόσο πολύ σχολαστικό στην προετοιμασία. Ήθελα να είμαι σίγουρος και στην τελευταία λεπτομέρεια. Πρόβες, πρόβες, πρόβες, προετοιμασία, πάλι από την αρχή, άντε άλλη μια φορά, μαρτύριο σωστό, μέχρι να πάω στο στούντιο για φωνοληψία. Όχι όπως τώρα, που πάνε τα μπουζούκια στο στούντιο, παίζουν δέκα τραγούδια εκεί, χωρίς πρόβες, πληρώνονται και φεύγουν». (Β. Τσιτσάνης, «Νεφέλη», Αθήνα 1979).

    Ο Τσιτσάνης είναι από τους ανθρώπους που δεν ξεχνιούνται. Γιατί ήταν γόης, ήταν εραστής, ήταν μάγος του μπουζουκιού και είχε χρυσή φλέβα ταλέντου. Τον γνώρισα όταν ήμουν παιδί. Έπαιζε και τραγουδούσε με τη Νίνου, στου Τζίμη του Χοντρού, στην οδό Αχαρνών. Έβλεπα τις φωτογραφίες του στις βιτρίνες του κέντρου, τον αντάμωνα καμιά φορά, όταν πήγαινε, προς το βραδάκι, για τη δουλειά, αλλά τότε δεν καταλάβαινα περί τίνος πρόκειται. (Έμενα στην οδό Φωκαίας, απέναντι, σχεδόν, από το κέντρο).

    Αργότερα, όταν άρχισα να μαθαίνω, να γεύομαι και να καταλαβαίνω, εκεί γύρω στα 1955, έπιασα δουλειά σε μια εφημερίδα κι αυτή η δουλειά στάθηκε αφορμή να γνωρίσω από κοντά τον Τσιτσάνη: η εφημερίδα τυπωνόταν σ' ένα πιεστήριο της οδού Λυκούργου, που βρισκόταν στο βάθος μιας αυλής, δίπλα απ' του Λαμπρόπουλου.

    Σ' αυτό το πιεστήριο πήγαινα κάθε νύχτα, μετά τις 12, για να παρακολουθήσω την εκτύπωση του φύλλου και να παρέμβω, αν είχε γίνει κάποιο λάθος και χρειαζόταν κάποια διόρθωση. Δίπλα από το πιεστήριο, υπήρχε ένα μικρό καφενεδάκι, που δούλευε για τους πιεστές, τους δημοσιογράφους και τους κάθε λογής ξενύχτες.

    Ένας απ' αυτούς τους ξενύχτες ήταν και ο Τσιτσάνης. Ερχόταν στο καφενείο τις πρωινές ώρες, μετά τη δουλειά του στο νυχτερινό κέντρο, έπινε καφεδάκι κι ύστερα έπαιζε τάβλι με διάφορους φίλους του. Μια, δυο, τρεις παρτίδες. Ώσπου να φέξει για καλά η μέρα και να πάρει τα πόδια του για το σπίτι του.

    Έτσι τον γνώρισα από κοντά. Πάνω στο τάβλι. Να πιάνει στα λεπτά, μακριά δάχτυλά του τα ζάρια και να τα πετάει μαλακά, φέρνοντας, όποια ώρα ήθελε, στο μάζεμα, εξάρες, για να πάρει το παιχνίδι και να πει γελώντας στον αντίπαλό του, «αν καθόσουν στην καρέκλα μου, θα είχες δύο».

    Ήταν μεγάλος παίχτης στο τάβλι, ο Τσιτσάνης. Δεν ξέρω αν ήταν τυχερός ή αν τσίμπαγε τα ζάρια. Εκείνο που ξέρω είναι πως δεν μπορούσες να τον κερδίσεις εύκολα. Σ' έφερνε από 'δω, σ' έφερνε από 'κει και, στο τέλος, σου 'δινε το τάβλι στη μασχάλη για να πας στο σπίτι σου να προπονηθείς, όπως σου έλεγε, για να μπορέσεις να τον κερδίσεις την επόμενη φορά.

    Όταν γίναμε φίλοι, πήγαινα συχνά και τον έβλεπα στο σπίτι του, στη Γλυφάδα. Μόλις μ' αντίκρυζε, έπιανε τα γέλια κι έσπευδε να κατεβάσει από κάποιο ράφι ένα παλιό τάβλι, γεμάτο σκαλίσματα, που του το 'χαν φέρει από την Ανατολή. Αμίλητος, καθόταν απέναντί μου κι άρχιζε το παιχνίδι, με πόρτες. Και πριν περάσει μισή ώρα, με είχε καθαρίσει και στις πόρτες και στο πλακωτό και στο μουλτεζίμ.

    Ποτέ δε μιλούσαμε για τραγούδι. Ή μιλούσαμε σπάνια. Κατά κανόνα, κουβεντιάζαμε για γυναίκες. Ωραίες γυναίκες, λεπτές, μελαχρινές, μυρωδάτες, που σάλευαν τον νου του Βασίλη, του αναστάτωναν τα όνειρα και ύστερα, υπέροχες και απρόσιτες, έμπαιναν μέσα στα τραγούδια του, για να κάψουν κι αλλονών καρδιές ­ όχι μόνο τη δικιά του καρδιά.

    Όλα τα χρόνια, δύο ήταν οι καημοί του. Οι πόνοι, που είχε στα χέρια, στα πόδια, στον αυχένα, στη μέση και τα ντράβαλα με την εφορία. Πάντα πλήρωνε και πάντα χρωστούσε. Και βέβαια, πάντα έβριζε, γιατί, όπως έλεγε, του πίνανε το αίμα, για κάποιες εμφανίσεις που είχε κάνει στην Αμερική και από τις οποίες δεν είχε πάρει φράγκο.

    Δύο ήταν και οι αγάπες του: ο κουμπάρος του ο Μουσχουντής και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Για τον Μουσχουντή, ο Τσιτσάνης μου έχει πει πολλά. Πάντοτε με θαυμασμό. Να, μια φράση του, από αφήγησή του για τη «Συννεφιασμένη Κυριακή»: «Όταν έπαιξα το τραγούδι, φθινόπωρο του '48, στη Θεσσαλονίκη, ήταν παρών ο κουμπάρος μου, αυτός ο άγιος αστυνομικός διευθυντής, που ακόμα και οι κλέφτες και οι διαρρήκτες κλάψανε στην κηδεία του...»!

    Αυτός, λοιπόν, ο «άγιος», τον οποίο ελάτρευε ο Τσιτσάνης, δεν είναι άλλος από τον σατανικό πρωταγωνιστή της σκευωρίας για την υπόθεση Πολκ! Της σκευωρίας, που έστειλε στον θάνατο έναν επιφανή Αμερικανό δημοσιογράφο, στη φυλακή ­ κρατητήρια ­ για πολλά χρόνια, τον δημοσιογράφο, επίσης, Γρηγόρη Στακτόπουλο και στα μπουντρούμια της Ασφάλειας, όπου υποβλήθηκαν σε απάνθρωπα βασανιστήρια, πολλούς δημοκρατικούς πολίτες, ανάμεσα στους οποίους τους γονείς της γυναίκας μου, Στέλιο και Μπούλη Μουζενίδη.

    Πώς μπόρεσαν να χωρέσουν στην ίδια καρδιά ο ασφαλίτης Μουσχουντής και ο Ανδρέας Παπανδρέου; Του το 'λεγα του Τσιτσάνη, καμιά φορά, και θύμωνε: «Παράξενο σου φαίνεται; Ο ένας ήτανε ο καλύτερος αστυνομικός κι ο άλλος ο μεγαλύτερος πολιτικός. Μακάρι να ήταν κουμπάρος μου κι ο Ανδρέας!..».

    Ο Ανδρέας, τον αγαπούσε πολύ. Πήγαινε συχνά στο «Χάραμα», για να τον ακούσει, να τραγουδήσει και να χορέψει. Τρεις μήνες πριν από τον θάνατο του συνθέτη, με παρακάλεσε ο Παπανδρέου, που τότε ήταν πρωθυπουργός, να πάρω τον Βασίλη και να πάμε στο σπίτι κάποιου φίλου του γιατρού: «Γιορτάζω. Είναι του Αγίου Ανδρέα. Πες του Βασίλη να 'ρθει στου γιατρού, να παίξει για μένα. Θα μου κάνει τη μεγαλύτερη τιμή».

    Πήγαμε. Ο Τσιτσάνης είχε μαζί του και μια νεαρή τραγουδίστρια. Ήταν ένα βράδυ αλησμόνητο. Ο Βασίλης έπαιζε και τραγουδούσε και ο πρωθυπουργός χόρευε ζεϊμπέκικο ­ «Στα Τρίκαλα στα δυο στενά» και «Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε». Εκεί, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, αποσύρθηκαν οι δυο τους σε μια γωνιά, σ' έναν δερμάτινο καναπέ και τα 'λεγαν, ώρες πολλές, σαν παλιόφιλοι, μέχρι το χάραμα.

    Ήταν η τελευταία φορά που είδα τον Τσιτσάνη να παίζει και να τραγουδάει. Η τελευταία φορά που τον είδε κι ο πρωθυπουργός. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα βουρκωμένα μάτια του Ανδρέα στην κηδεία.''



    Mesoxoritis
    19.10.2006, 15:58
    ''Δίκαιη αμφισβήτηση και δίκαιος θαυμασμός''

    ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

    ''Σ' αυτό το σινάφι, του τραγουδιού, είναι «μεγάλη υπόθεση» να σε παραδέχονται, να σου βγάζουν το καπέλο, οι συνάδελφοί σου. Συνήθως, σε κατηγορούν και σε καρφώνουν. Ποιος διανοήθηκε, όμως, ποτέ, να αμφισβητήσει την αξία του Καζαντζίδη ή του Μπιθικώτση; Θα τον παίρνανε με τις πέτρες. Και με τα χάχανα. Και ποιος θα ήταν εκείνος που θα τολμούσε να πει κουβέντα για τον Τσιτσάνη; Θα γινόταν γελοίος. Έλεγε η Μπέλλου: «Ο Τσιτσάνης είναι ο πρώτος. Εγώ δεν παραδέχομαι ότι υπάρχει άλλος, πιο μεγάλος. Δεν καταλαβαίνω άλλον. Αλλά και στο μπουζούκι, δεν είχαμε άλλον πιο δεξιοτέχνη. Τα τραγούδια του Τσιτσάνη, κανείς δεν θα μπορούσε να τα γράψει. Ούτε θα μπορέσει. Τα 'γραψε ο Βασίλης κι έμειναν». Έλεγε ο Παπαϊωάννου: «Καλός συνθέτης, κανείς δεν μπορεί να πει όχι και με φαντασία. Νερό από πηγή. Όχι Ούλεν. Έχει τόσες επιτυχίες...». Έλεγε ο Στελλάκης: «Ο Τσιτσάνης εξευγένισε το ρεμπέτικο τραγούδι. Αυτός είναι και ο κορυφαίος συνθέτης του είδους». Και ο Κηρομύτης: «Ο Τσιτσάνης είναι άλλο πράγμα. Κολοσσός! Μεγάλος δεξιοτέχνης και συνθέτης με φλέβα, που άλλον δεν βρίσκεις...». Έλεγε ο Μπαγιαντέρας: «Ο Τσιτσάνης είναι υπέροχος συνθέτης, με τραγούδια όμορφα, όλο αρμονίες και πολύ καλός στο μπουζούκι. Ο Στράτος ο Παγιουμτζής μου 'λεγε, πόσο τον πίστευε τον Βασίλη, από τότε, προπολεμικά».

    Οι πάντες, στο σινάφι, έχουν μιλήσει με τα καλύτερα λόγια για τον Τσιτσάνη. Όλοι, τον παραδέχονται. Υπάρχουν, όμως και μερικά «σκοτεινά σημεία», πάνω στο έργο του, που ορισμένοι τα επισημαίνουν. Χωρίς μ' αυτό να αμφισβητούν την κορυφαία θέση του στο λαϊκό τραγούδι. Συγκεκριμένα, στη «Ρεμπέτικη Ανθολογία» του Τάσου Σχορέλη (τόμος Δ', «Πλέθρον») ο συγγραφέας, στη σελ. 18, τονίζει: «Δυστυχώς, από άστοχες δηλώσεις και ενέργειές του, έχει φτάσει να είναι ο περισσότερο αμφισβητούμενος λαϊκός συνθέτης. Όποιος θέλει να κάνει μια ολοκληρωμένη περιγραφή της προσωπικότητάς του, δεν μπορεί να στηριχθεί στα όσα λέει και γράφει. Μόνος του υποχρεώνει πολλούς να αναρωτηθούνε: Τι τέλος πάντων είναι ο Τσιτσάνης; Πόσο πραγματικά μεγάλος είναι; Κι αν λέει τόσες ανακρίβειες για τη ζωή του και το έργο του ­ αποδεδειγμένες ­ μήπως είναι αλήθεια και όσα άλλα του καταμαρτυρούν: Πώς είναι δυνατόν να δηλώσει ότι το ''Μάγκας βγήκε για σεργιάνι'' είναι δικό του κι όταν ο Καλδάρας αποδεικνύει πως είναι δικό του, να λέει ''συγγνώμη, λάθος, είναι του Καλδάρα!''. Γιατί όταν μιλάει για το ''Κάποια μάνα αναστενάζει'', ισχυρίζεται ότι είναι απόλυτα δικό του, όταν ο Μπ. Μπακάλης παίρνει ποσοστά ­ κατοχυρωμένα ­ από τα δικαιώματα συνθέτη - στιχουργού; Γιατί υποστηρίζει στην Αυτοβιογραφία του, πως το πρώτο τραγούδι που φωνογράφησε, ''Σ' ένα τεκέ σκαρώσανε'' είναι απόλυτα δικό του και δεν αναφέρει τον Δ. Περδικόπουλο, που έχει κατοχυρωμένα δικαιώματα ως στιχουργός; Γιατί όταν πέθανε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου δήλωσε πως το μόνο που είχε πάρει απ' αυτήν ήταν ένα προσχέδιο για τα ''Καβουράκια'' και δεν είχε απαντήσει στα τόσα δημοσιεύματα, που λέγανε για μια μεγάλη συνεργασία μαζί της; Η ''Συννεφιασμένη Κυριακή'', είναι το καλύτερό του τραγούδι. Γύρω απ' αυτή, κατά καιρούς, υποστήριξε φοβερές ανακρίβειες. Όχι, η ''Συννεφιασμένη Κυριακή'' δεν είναι ατόφια δική του. Τους στίχους έγραψε ο Αλ. Γκούβερης».

    Τα της «Συννεφιασμένης Κυριακής», τα γνωρίζω κι εγώ, από πρώτο χέρι: ο Αλέκος Γκούβερης, μου έχει δώσει μια συνέντευξη, για το πώς έγραψε τους στίχους. Άλλωστε, απ' αυτό το τραγούδι πληρώνεται ως στιχουργός, από την ΑΕΠΙ. (Το περίεργο είναι, ότι τους στίχους της «Σ.Κ.» τους διεκδίκησε και ο Νίκος Ρούτσος! Μύλος...). Ο εγγονός της Ευτ. Παπαγιαννοπούλου, εξάλλου, ο δικηγόρος Αλέξης Πολυζωγόπουλος, θυμάται τη γιαγιά του να δίνει, επί πληρωμή, τραγούδια στον Τσιτσάνη ­ τραγούδια, που, εν συνεχεία, κυκλοφόρησαν σε δίσκους, χωρίς το όνομά της. Τέλος, ακόμη και του Κώστα Βίρβου τραγούδια (στίχους), όπως είμαι σε θέση να ξέρω, τα παρουσίασε ο Τσιτσάνης σε δίσκους, χωρίς να αναφέρει το όνομα του στιχουργού.

    Είναι προφανές, ότι ο Τσιτσάνης, δεν ήθελε κανένα δίπλα του, στον δίσκο. Διεκδικούσε το τραγούδι, απ' την κορυφή ώς τα νύχια. Και έπλαθε και διάφορες ιστορίες ­ όπως με τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» ­ για να πείσει το ακροατήριό του, για το πώς εμπνεύσθηκε τον άλφα στίχο και πώς έγραψε τον βήτα... Πταίσματα, είν' όλ' αυτά, κατά τη γνώμη μου. Γιατί ακόμη κι αν τα «Καβουράκια» είναι σε στίχους της Παπαγιαννοπούλου κατά 100%, καθόλου δεν αλλοιώνεται, τίποτα δεν χάνει, το πορτρέτο του συνθέτη Τσιτσάνη. Για τον οποίο, πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μου, έχει γράψει ο Γ. Λεωτσάκος: «... Δεν θα ξεχάσω ποτέ πώς ο ίδιος ο Βασίλης Τσιτσάνης τραγούδησε τη ''Συννεφιασμένη Κυριακή'': μ' ένα σπαραχτικό κουάζι στακάτο στο κόψιμο κάθε φράσης, που αφαιρούσε από το υπέροχο αυτό τραγούδι (και τι αριστούργημα ''αφαίρεσης''!) ακριβώς εκείνο με το οποίο έχουν συνηθίσει να το ταυτίζουν ­ το εκφραστικό του άπλωμα...».

    Αλλά και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος: «Ο Τσιτσάνης βρήκε ένα τραγούδι χασικλίδικο, μόρτικο, περιφρονημένο· το βρήκε στο στόμα των φυλακισμένων και των κακούργων, στα τσογλάνια της αγοράς και του λιμανιού και το καθάρισε από κάθε πρόστυχο και χαμηλό, πέταξε την αργκό και τους ιδιωματισμούς, έκοψε τα πολλά στριφογυρίσματα και τα τούρκικα μοτίβα, πλούτισε τα θέματά του με κοινωνικά στοιχεία και το 'κανε ν' αγκαλιάσει τα μεράκια και τα ντέρτια της ελληνικής ψυχής (...). Ύστερα βέβαια ήρθαν κι άλλοι και βάδισαν στον δρόμο εκείνου, με λιγότερη ή περισσότερη επιτυχία. Ο Τσιτσάνης όμως θα μείνει ο φωτεινός κι αξεπέραστος δημιουργός της ''Συννεφιασμένης Κυριακής'' που με την τέχνη του έκανε το ρεμπέτικο πιο ελληνικό και πιο ανθρώπινο».




    Mesoxoritis
    19.10.2006, 16:01
    ''Πέρασε από τις Συμπληγάδες''

    Του Γιώργου Σκαμπαρδώνη...

    ''Κατ' αρχήν να πω: άλλο ο Τσιτσάνης, άλλο το έργο του. Το έργο, εδώ και χρόνια, ταξιδεύει μόνο του πια, μέσα στις ψυχές των Ελλήνων.

    Ο ίδιος ο δημιουργός; Μελετώντας τον βίο του επί χρόνια, πάω να σχηματίσω γι' αυτόν μιαν αχνή ιδέα, αυθαίρετη. Για τη στόφα του, τι λογιώ άντρας ήτανε.

    Καταλήγω ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε δύσκολος, περίεργος άνθρωπος. Ίσως, βέβαια, να ήταν απλώς ο εαυτός του, κι εμείς, ανάλογα με τη συγκυρία και το correct κάθε εποχής, να ζητούμε, αναδρομικά, κάποιο άλλο νόημα απ' αυτόν. Κάποιες άλλες επιλογές ζωής. Άλλοι να τον ντύνουνε αριστερό, άλλοι δεξιό. Άλλοι απλώς ατομιστή και τυχοδιώκτη που κοίταζε αποκλειστικά την πάρτη του. Με τον δέοντα σεβασμό, θα τολμήσω να πω τι σκέφτομαι γι' αυτόν. Ύστερα από βάσανο, κι ας λένε ότι τα ξένα είναι ευκολολογάριαστα. Δεν τον αντάμωσα προσωπικά, αλλά τον βλέπω και τον αφουγκράζομαι πολύ συχνά: στίχοι, τραγούδια, φωνή, προφορά, φωτογραφίες, βλέμμα, επιλογές ζωής. Κι ακόμα: βιογραφίες, σχέσεις, συνεντεύξεις, συμπεριφορές, μνήμες φίλων, οικογενειακές μαρτυρίες. Μελέτη της συγκυρίας, της κάθε εποχής. Κουβέντες γι' αυτόν, με διάφορους άλλους, γνώστες. Απόψεις. Διάθεση να δούμε καθαρά ­ αν γίνεται.

    Όποιος γεννιέται μερακλής

    Ο Τσιτσάνης κατάλαβε νωρίς τη μοίρα του. Κι αφοσιώθηκε σ' αυτήν. Ένιωσε ότι μόνο αυτό θα έκανε καλύτερα από οτιδήποτε άλλο: μουσική. Λαϊκό τραγούδι. Γεννημένος στα Τρίκαλα, το 1915, πιάνει στα χέρια του πρώτη φορά τη μαντόλα του πατέρα του, που ήταν τσαρουχάς. Μαγεύεται. Εκείνος τον κυνηγάει με το κοντόξυλο. Ο Τσιτσάνης μαθαίνει βιολί. Τελικά, νωρίς, έφηβος ακόμα, καταλήγει στο μπουζούκι. Ήταν ευφυής μαθητής, αλλά είχε πετριά με τη μουσική. Γράφει τα πρώτα τραγούδια του, με ρυθμό κατακλυσμικό. Απανωτά, μην προφταίνοντας την έμπνευση. Τελειώνει Γυμνάσιο, πάει στην Αθήνα να σπουδάσει Νομικά. Αλλά, πάλι και τελικά, άλλη μοίρα τον ορίζει. Λέει, πιθανώς, από μέσα του: Αν καταλήξω δικηγόρος, τι έγινε; Άντε, ένας δικηγόρος παραπάνω. Κι έπειτα; Αν όμως, από Τσιτσάνης γίνω ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ;

    Με τον ασύρματο στην πλάτη

    Κουρεύεται και πάει κανονικά φανταράκι στο Τάγμα Τηλεγραφητών στη Σαλονίκη. 1938, γουλί, μεγάλα αυτιά. Φορεί τον ασύρματο στην πλάτη κι από πολίτης, όπως λέει, γίνεται προφήτης. Γράφει συνέχεια. Κατεβαίνει στην Αθήνα και φωνογραφεί. Γνωρίζει στο στρατόπεδο τον Βολιώτη κιθαρίστα Γιώργο Τσανάκα. Τακιμιάζουν. Παντού μαζί. Πειθαρχεία, κορίτσια, αναφορές, καντάδες. Γλέντια στο Ασβεστοχώρι, στον Μπέχτσιναρ. Ταυτόχρονα, ο Τσιτσάνης γράφει. Δεν τον σταματάει τίποτε. Ούτε φανταρικό, ούτε αποστάσεις, ούτε κούραση, ούτε φτώχεια. Γράφει τραγούδια. Νιώθει ότι εκεί είναι το γήπεδο όπου δεν μπορούν να του παραβγούν. Η έδρα του. Γνωρίζει τη Ζωή Σαμαρά και τη φίλη της Μάγδα Λιόλιου. Τα φτιάχνει αυτός με τη Ζωή κι ο Τσανάκας με τη Μάγδα. Τα κορίτσια μένουν πίσω απ' τον Άι-Λευτέρη, στου Βότση. 1940. Ξεσπάει πόλεμος. Ο Τσιτσάνης υπηρετεί, κάπου στο Αμύνταιο. Σπάζει το Μέτωπο, γυρίζει, πάει λίγο στα Τρίκαλα, ξαναγυρνάει στη Θεσσαλονίκη. Απολύεται. Παίζει με τον Τσανάκα σε διάφορα κέντρα. Οι δύο φίλοι αρραβωνιάζονται τις δύο φιλενάδες. Γίνονται σώγαμπροι.

    Στις 9 Απριλίου 1941 μπαίνουν οι Γερμανοί στη Θεσσαλονίκη. Κατοχή. Έσχατη πείνα. Μαυρίλα, τρομοκρατία. Ο Τσιτσάνης παίζει όπου βρίσκει. Και γράφει συνέχεια. Έχει ήδη γνωρίσει τον διαβόητο Νίκο Μουσχουντή, υποδιοικητή Ασφαλείας Θεσσαλονίκης που είναι φανατικός του ρεμπέτικου. Την ίδια εποχή η Αριστερά απορρίπτει το ρεμπέτικο ως «τραγούδι της αστικής παρακμής». Ίσως γι' αυτό ο Τσιτσάνης δεν έγινε ποτέ αριστερός. Αλλά μάλλον δεν ήτανε ούτε δεξιός. Αυθαίρετα, θα τον χαρακτήριζα «καθωσπρέπει αναρχικό».

    Ουζερί Τσιτσάνης

    Ο Τσιτσάνης παντρεύεται τη Ζωή (Μάρτιος 1941) κι ο Τσανάκας τη Μάγδα. Στα 1942, το φθινόπωρο, ο Τσιτσάνης με τον κουνιάδο του Αντρέα Σαμαρά, φτιάχνουν το «Ουζερί Τσιτσάνης», στην Παύλου Μελά 22. Πιάνουν σπίτια οικογενειακώς, στον ίδιο δρόμο, λίγο παρακάτω. Η Κατοχή όλο και πιο ζοφερή. Πεθαίνει κόσμος απ' την πείνα, τις εκτελέσεις, τις προδοσίες, τα καταναγκαστικά. Η φυματίωση θερίζει. Οι Γερμανοί ξεκινούν το πρόγραμμα αφανισμού των 45.000 Εβραίων της Σαλονίκης. Το ουζερί, όμως, ζει σαν ένας αυτόνομος θάλαμος, έξω από την Ιστορία. Καλά λεφτά, εμπορεύματα από μαυραγορίτες, λαθρέμπορους και ναυτικούς. Ακριβά ποτά. Επάρκεια αγαθών. Στον δρόμο, έξω, πέφτουν τουμπανιασμένοι από ασιτία, αλλά όσοι δουλεύουν στο ουζέρι την περνούνε κοτσάνι. Από σαμπάνιες μέχρι χαβιάρι ­ χωρίς υπερβολή. Οι γερμανικές περίπολοι το ελέγχουν κάθε βράδυ, αλλά δεν ενοχλούν. Μπαίνουνε μέσα, τους κερνάει ο Σαμαράς ένας σναπς και δρόμο. Ποτέ δεύτερο. Ντάνκε. Γκούντεν νάχτεν.

    Ο Μουσχουντής έχει λόξα με τον Τσιτσάνη. Είναι σχεδόν κάθε βράδυ εκεί. Τον προστατεύει, χάριν της «Συννεφιασμένης Κυριακής». Είναι ο ύμνος του. Εξάλλου, έγινε κουμπάρος του Τσιτσάνη, στον γάμο του συνθέτη. Μερικοί λένε ότι ίσως του έδινε και μαύρο, από εκείνο που κατέσχε από λαθρεμπόρους. Είναι πιθανό... Εξάλλου ο Τσιτσάνης, ας μην κρυβόμαστε, ήξερε τι γινόταν όταν συνέβαινε στα πέριξ φωτιές να καίνε. Τι έφερνε, αργότερα, το παπόρι απ' την Περσία. Και στον τεκέ του Σιδέρη, που ήταν κολλητά στα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα, τι κάνανε, άραγε, οι μάγκες πρωί πρωί με τη δροσούλα; Μπιρίμπα έπαιζαν ή τις κουμπάρες; Κι ο Μουσχουντής ήξερε, βέβαια, τι γινόταν, πολύ καλά. Πότε έκανε ντου, πότε μαλάκωνε. Μια μπουζούριαζε τον Σιδέρη στο Γεντί Κουλέ, μια τον άφηνε χαλαρό, στον τεκέ. Με την πίεση θα μάζευε κι αυτός από 'κεί τις πληροφορίες του. Έπαιρνε κι έδινε.

    Ο Τσιτσάνης συγκάτοικος

    Μαρτυρία της Ελευθερίας Στοΐδου, που, στην Κατοχή, έμενε με τον σύζυγό της Φίλιππο, πάνω από την οικογένεια Τσιτσάνη, Παύλου Μελά 21, απέναντι, σχεδόν, από το ουζερί: «Ήταν πολύ καλός άνθρωπος ο Βασίλης. Αγαθόψυχος, ευγενής, και ως συγκάτοικος, τι να πω, υπέρ του δέοντος διακριτικός. Όταν έπαιζε μπουζούκι, χάιδευε τις χορδές για να μη μας ενοχλήσει. Μόλις που τον ακούγαμε όταν βασανιζόταν με τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" και τα τόσα άλλα τραγούδια που σκάρωσε σ' εκείνο τον χώρο».

    Συννεφιασμένη Κυριακή

    Το εν λόγω θρυλικό τραγούδι δεν αναφέρει λέξη περί Κατοχής, αντίστασης, πεθαμένων από πείνα, τίποτα. Δες το, στίχο στίχο. Ούτε λέξη. Μάλλον είναι ερωτικής έμπνευσης τραγούδι. Αλλά, κατόπιν, πολύ αργότερα, πιέζοντας τον Τσιτσάνη διάφοροι να βγάλει, με το ζόρι, αριστεριλίκια που ήτανε, τότε, της μόδας, άρχισε να λέει κι ο Τσιτσάνης πως δήθεν εμπνεύστηκε το τραγούδι από ένα σκοτωμένο παλικάρι επί Κατοχής. Εγώ δεν βλέπω καμιά Κατοχή μέσ' στο τραγούδι. Εκτός αν θέλουμε να την δούμε με το ζόρι. Ο Τσιτσάνης δήλωσε τα σχετικά, ίσως και για να δείξει πως, τρόπον τινά, έκανε κάποιαν αντίσταση, έστω και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Μήπως δεν έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι αυτός δεν είχε ποτέ ιδέα από χασίσια και άλλα τέτοια κακά πράματα; Τι να έκανε; Τι να έλεγε; Πρόσεχε, μη του βγει κάνα όνομα. Έμαθε να φυλάγεται. Πλαγιοδρομούσε. Κατά τη σύντομη φάση της ΕΑΜοκρατίας γράφει δύο ΕΑΜικούς ύμνους. Μάλλον από φόβο. Ή, από τυχοδιωκτισμό. Με κουμπάρο τον Μουσχουντή και φανατισμένη την ΟΠΛΑ, ήξερε ότι μάλλον είναι σημαδεμένος. Ότι κινδύνευε. Ήθελε να επιβιώσει, να κάνει το έργο του. Αυτό ήταν το πιο σημαντικό γι' αυτόν. Αυτό ήταν το πεπρωμένο του. Δήλωσε στον Χατζηδουλή: «Το είπα. Δεν έχω άλλα όπλα απ' τα τραγούδια μου». Οι άλλοι δεν το έβλεπαν. Ούτε οι αριστεροί ούτε οι δεξιοί. Το εξωφρενικό: μόνο ο Μουσχουντής, οι μαυραγορίτες και οι λαθρέμποροι κατάλαβαν νωρίς. Αυτή είναι η ξερή αλήθεια. Ούτε καν οι ποιητές πήραν χαμπάρι. Στο «Ουζερί Τσιτσάνης» (1942-1945) δεν πάτησε ποτέ κανένας Θεσσαλονικεύς ποιητής. Ούτε ο Βαφόπουλος, ούτε η Καρέλλη, ούτε ο Πεντζίκης, ούτε ο Βαρβιτσιώτης, ούτε ο Κιτσόπουλος, ούτε ο Θέμελης. Δεν ήξεραν καν πού πέφτει αυτό το χαμαιτυπείο.

    Μακριά από γραβάτες

    Ο Τσιτσάνης δεν συνεργάστηκε με τους Γερμανούς, ούτε με την κατοχική κυβέρνηση, ούτε με τους ταγματασφαλίτες. Δεν ανήκε, όμως, ούτε στην αντίσταση, αριστερή και δεξιά. Ήταν καθωσπρέπει, ήταν πονηρός και, προφανώς, δεν του άρεζαν τα θολά, ομαδικά σπορ. Δεν τα υπηρέτησε, δεν τα καπηλεύτηκε. Δεν εμπιστευόταν κανέναν κι αποδείχτηκε πως δεν είχε και τόσο άδικο, αν σκεφτούμε τον φρικαλέο, διπλά κατευθυνόμενο Εμφύλιο που ακολούθησε. Και δεν ξέρω ποιος μπορεί να τον κρίνει. Ήταν μοναχικός και φιλύποπτος ο βλάχος. Καθωσπρέπει, αλλά απολύτως ανεξάρτητος. Κι απεχθανόταν τις γραβάτες. Δεν υπάρχουν παρά κάνα δυο φωτογραφίες μόνο, στις οποίες φοράει καπίστρι. Τώρα, θα πεις, γραβάτα φορούσε κι ο Λένιν. Σωστά, πάντως ο Τσιτσάνης την θεωρούσε σύμβολο υποταγής, κι έλεγε πως αν φορέσει και γραβάτα, δεν θα υπάρχει τίποτε, πια, στο οποίο να μπορεί να αντισταθεί. Μπορεί, όμως, να ήταν και μια απλή λόξα του.

    Ένα βράδυ, κάποιος παραλής, για να τον πειράξει, του πάει ένα δώρο, κλεισμένο σε ακριβό κουτί. Με μπομπέ κορδέλα. Το ανοίγει ο Τσιτσάνης και βλέπει μέσα δώδεκα γραβάτες. Μετά το γέλιο, τις χάρισε στον κουνιάδο του Αντρέα, που κονόμησε έτσι γραβάτες για μια δεκαετία.

    Έτσι ήτανε το φυσικό του

    Ήτανε πάντα πολύ λεπτός ­ κυρίως στα νιάτα του. Λιγόφαγος. Πολύ αδύνατος, με χέρια όμορφα, λεπτά. Δαχτυλίδι στο μεσαίο δάχτυλο. Μουστάκι εποχής. Προυσκομάτης. Βλέμμα χαβλέμικο. Μαλλιά μπόλικα, λίγο μπουκλέ, προς τα πίσω. Σταυροπόδι σφιχτό, παντελόνια φαρδιά. Έπινε λίγο, κάπνιζε αρκετά. Το έκοψε, λίγα χρόνια πριν από το τέλος. Ένα χρυσό δόντι στα γεράματα. Μιλούσε συνήθως με τρικαλινή προφορά, έλεγε «ποτάνα» αντί «πουτάνα», έλεγε «ο» το «ου»: δικό μο'. Όταν ήθελε, όμως, μιλούσε ψευτο-κανονικά. Ήταν διαβασμένος, ο πιο μελετηρός απ' το σινάφι. Αυτό φαίνεται κι από τα χειρόγραφα τραγούδια του κι από τα τετράδια περί «Αρχόντισσας» που έχουνε δημοσιευτεί. Ο γραπτός του λόγος είναι άνοστος, μορφωμένος, μελό, αλλά στον προφορικό, και κυρίως στα τραγούδια του, κρατάει τη λαϊκή ευθυβολία. Αν χρειαστεί, τολμάει και λόγιες λέξεις ανάμεσα στις λαϊκές. Γράφει το περίφημο: «Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε». Τι καλύτερο απ' αυτό το «πέριξ»; «Ή: καθάρισε τη θέση σου, μ' αυτή σου την κατάσταση, πριν κάνω επανάσταση».

    Ο Τσιτσάνης πρόσεχε πάντα τι έλεγε. Να μη θίξει άδικα κανέναν. Ήξερε το βάρος που έχουνε τα λόγια. Σπάνια έκανε δημόσια κριτική σε κάποιον. Αυτό που λέμε: ονομαστί. Και ξεχώριζε τα καλά του άλλου. Ήτανε μάγκας, με την καλή έννοια. Είχε, μέσα του, άξονα, αυτοσεβασμό. Υπολόγιζε το χρήμα, αλλά δεν το 'σφιγγε. Δεν τα πύργιαζε τα λεφτά. Πάντα βοηθούσε συγγενείς. Κάποτε με δανεικά κι αγύριστα. Κάθε χρόνο, στην εκκλησιά του Άι-Λευτέρη, όπου παντρεύτηκε, στη Θεσσαλονίκη, έστελνε φράγκα στον παπά. Μέχρι που πέθανε. Το είχε τάμα. Και πάντα επισκεπτόταν με σεβασμό τον τάφο του κουμπάρου του, Νίκου Μουσχουντή. Και το έλεγε, άσχετα αν ο Μουσχουντής ήτανε πολιτικά αυτός που ήταν. Ο Τσιτσάνης δεν τον εγκατέλειψε, δεν τον πούλησε, παρ' ότι ήξερε ότι αυτό ίσως να μην κάνει καλό στη φήμη του. Προτίμησε όμως τη φιλία και την ευγνωμοσύνη, κι όχι το πούλημα, όπως κάνουν μερικοί correct και τιμητές σε κοντινούς φίλους, ακόμα και σε συγγενείς, όταν εκείνοι χάσουν την εξουσία ή πέσουνε στη δυσμένεια των καιρών.

    Μανία με τα ρούχα, τα οικόπεδα

    Παρ' ότι δεν άντεχε τις γραβάτες, είχε ενδιαφέρον για το καλό ντύσιμο. Στην Κατοχή είχε βρει μια διαδρομή κι αγόραζε γερά ρούχα και παπούτσια απ' τη Σερβία. Βέβαια, δεν είχε τη μανία με την κομψότητα, την καθαριότητα και την μπριγιαντίνη που είχε ο φίλος του ο Τσανάκας, ο οποίος ήταν ομορφόπαιδο, πραγματικός ζεν πρεμιέ, αλλά πρόσεχε. Κατά καιρούς, βέβαια, έχει φωτογραφηθεί με παράξενα ντυσίματα, λίγο ακραία, κυρίως κατά την κακόγουστη δεκαετία του '70, που όλη η μόδα ήταν αβάσταχτη. Πάντως, δεν είχε την εμμονή σε κλασικουριές που είχε, ας πούμε, ο Μουφλουζέλης ή άλλοι ρεμπέτες και λαϊκοί της εποχής του. Ήταν, και στο ντύσιμο, πιο ανοιχτός. Μετά το '46, που κατέβηκε στην Αθήνα, πήγαινε στην Αμερικανική Βάση και ψώνιζε περίεργα ρούχα και πράματα, τρανζιστοράκια, εξωφρενικά αξεσουάρ και τέτοια. Επίσης, είχε λόξα με τα οικόπεδα. Αυτό, βέβαια, ήταν και η μανία της γενιάς του: ένα δικό μας κεραμίδι, λίγη γη, το όνειρο του δικού μας σπιτιού. Συχνά τηλεφωνούσε στη Θεσσαλονίκη στον κουνιάδο του, τον Αντρέα Σαμαρά, να κατεβεί στην Αθήνα να πάνε να δούνε «ένα οικοπεδάκι». «Πάλι οικόπεδο, ρε Τσίλα;» «Έλα, κατέβα, αυτό μου φαίνεται πολύ φίνο».

    Δίπλωμα οδηγήσεως

    Ο Τσιτσάνης πρέπει να έμαθε να οδηγεί γύρω στα 1958, 1959, στη Θεσσαλονίκη, όπου ερχόταν από την Αθήνα κι έμενε κατά διαστήματα, παίζοντας στο Καλαμάκι, στους «Χορτατζήδες» και σε άλλα μαγαζιά. Ο κουνιάδος του, ο Αντρέας είχε, τότε, ένα OPEL OLYMPIA. Και του έλετε: «Τσίλα, πάνε πάρε δίπλωμα να σου δίνω το αυτοκίνητο, να πηγαίνεις μ' αυτό στο μαγαζί. Κοτζάμ Τσιτσάνης και να μην ξέρεις να οδηγάς...». Τελικά πάει, μαθαίνει ο Τσιτσάνης. Ένα βράδυ παίρνει το OPEL και πάει στους «Χορτατζήδες», όπου δούλευε. Αργά την ίδια νύχτα, χτυπάει με αγωνία την πόρτα του κουμπάρου του: «Αντρέα, ξύπνα, μας κλέψανε το αμάξι». Πράγματι, του το είχανε κλέψει έξω από το μαγαζί. Ο Αντρέας σηκώνεται, ακούει πώς έγινε και λέει: «Καλά, ρε Τσίλα, ηρέμησε, μη στενοχωριέσαι, θα πάρουμε άλλο». Τελικά, βρήκαν το αμάξι στο Ασβεστοχώρι, όπου το παράτησαν εκείνοι που το είχανε κλείψει. Πάντως, το γεγονός ότι ο Τσιτσάνης έμαθε να οδηγεί από τότε, είναι ενδεικτικό του χαρακτήρα του, αν σκεφτεί κανείς ότι, ακόμα και σήμερα, πολλοί άνθρωποι της Τέχνης δεν μπορούν να οδηγήσουν όχημα, γεγονός που χρήζει μελέτης. Σε μνήμες φίλων του Τσιτσάνη αναφέρεται μια Σιτροέν-βάτραχος που είχε ο συνθέτης, κι αργότερα μια άσπρη Μερσεντές.

    Πάθος με την μπάλα

    Ο Τσιτσάνης, κι αυτό δεν είναι πολύ γνωστό, ήτανε φανατικός ποδοσφαιρόφιλος ­ είχε, βέβαια, λόξα και με το τάβλι, αλλά με την μπάλα ήτανε παθιασμένος. Ενόσω έμενε στη Θεσσαλονίκη πήγαινε πολύ συχνά στα γήπεδα, αλλά έκανε και κάτι άλλο: κάθε Κυριακή χαράματα, πριν βγουν οι εφημερίδες, ανέβαινε στα γραφεία του «Ελληνικού Βορρά», στην Τσιμισκή, και ξεροστάλιαζε στον διάδρομο, αν χρειαζόταν ώρες, να πάρει στα χέρια του την φρεσκοτυπωμένη εφημερίδα, πριν ακόμα κυκλοφορήσει, και να διαβάσει τι έγινε με τους αγώνες ποδοσφαίρου. Υπάρχει και φωτογραφία του Τσιτσάνη, με μαύρα γυαλιά ηλίου, με παράγοντες και οπαδούς του Άρη μέσα στο γήπεδο του Χαριλάου. Αλλά έχω και μια παλιά μαρτυρία του Αντρέα Σαμαρά, με τον οποίο πήγαιναν στο γήπεδο και, λόγω Τσιτσάνη, τους υποδέχονταν όλοι με πολλή αγάπη στην κερκίδα και στα αποδυτήρια. Πηγαίνανε και σε προπονήσεις. Μια φορά, που κατέβηκε ο Αντρέας στην Αθήνα, τον πήρε ο Τσιτσάνης και πάνε στην Κόρινθο, να δούνε ένα ματς. Εκεί, τους έγινε μεγάλη υποδοχή.

    Το γράψιμο

    Πέρα από το τι μικρόψυχο έχει λεχθεί, και τι υπερβολές και μιζέριες έχουνε γραφτεί για το αν έκλεψε από άλλον ένα τραγούδι, αν και πόσο η «Συννεφιασμένη Κυριακή» ήταν δικιά του, για το αν άλλαξε ένα στίχο στα «Καβουράκια», ο Τσιτσάνης υπήρξε ένας στιβαρός δημιουργός, με αστείρευτο πάθος κι επιμονή. Το έργο του είναι μεγάλο, αποτέλεσμα του χαρίσματος που είχε ο άνδρας, του χαρακτήρα του και απέραντου μόχθου. Είναι προφανές πως ήταν ένας δημιουργός εξαιρετικά χαρισματικός κι εμπνευσμένος. Μυαλό που συλλογιζόταν πολύ πάνω στα πράγματα, κι όχι μόνο τα καλλιτεχνικά. Είναι κορυφαίος λαϊκός συνθέτης, αν, τελικά, κρίνεται κανείς από το αποτέλεσμα, από το έργο του, κι όχι από τις ιδεοληψίες, το παραλήρημα και τα νταβατζιλίκια του καθενός. Είναι γνωστό ότι ο Τσιτσάνης ξεσκιζόταν στη δουλειά, όχι μόνο στο πάλκο, για την καθημερινή επιβίωση, αλλά και στην άλλη, την πιο δύσκολη: την πρωτογενή δημιουργία που θέλει ενδοσκόπηση, καταβύθιση, ντέρτι, επιμονή, σπλάχνα, ταλέντο, μεράκι, έμπνευση και απέραντη εργασία.

    Για να βγουν εκ του μηδενός τόσα πολλά τραγούδια, που τα τραγουδάει όλη η χώρα για δεκαετίες, επί τόσες γενιές. Κι είναι αδιάφορο, αν έκλεψε ή παράλλαξε ο Τσιτσάνης ένα τραγούδι, έναν σκοπό, μιαν ιδέα, έναν στίχο. Ο όγκος και η ποιότητα του έργου του δεν ακυρώνονται από παρωνυχίδες. Μη χάνουμε το δάσος.

    Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ

    Είναι τραγικό το ότι ο Τσιτσάνης πέθανε στο Λονδίνο ­ το δίκαιο είναι να είχε κοιμηθεί στη Θεσσαλονίκη, τα Τρίκαλα, την Αθήνα. Η Σαλονίκη τού πήγαινε περισσότερο, γι' αυτό και σ' αυτήν έγραψε τα πιο ωραία τραγούδια του, από το 1938 έως το 1946, που κατέβηκε στην πρωτεύουσα. Η Θεσσαλονίκη τού ταίριαζε πιο πολύ ως ύφος πόλης. Ως τρόπος ζωής. Οι δρόμοι. Τα σπίτια, η αίσθηση. Περίκλειστη πόλη και ταυτόχρονα ανοιχτή, στη θάλασσα. Μια δύσκολη αγκαλιά. Λαϊκή και αστική ταυτόχρονα. Χαμηλοτάβανη και παθιασμένη. Με στενά πεζοδρόμια και μεγάλα πάθη. Κοσμοπολίτικη κι αυτοκτονική. Ζεστή, αστραφτερή και ζόρικη. Ο Τσιτσάνης μάλλον το ένιωθε αυτό. Αλλά υπερίσχυσε ο ρεαλισμός του, η πραγματικότητα των φωνογραφικών εταιρειών που ήταν στην Αθήνα. Όμως, αποδείχτηκε: τα καλύτερα τραγούδια δεν γίνονται όπου είναι οι εταιρείες, γεννιούνται πρώτα μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Κι η κάθε καρδιά θέλει το κατάλληλο γιατάκι για να ζεσταθεί, να δουλέψει.

    Η Σαλονίκη τον πονούσε πάντα. Είπε: «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο αγαπώ τη Θεσσαλονίκη. Σ' αυτή την πόλη ετοίμασα στην Κατοχή ολόκληρο έργο. Ένα έργο που είχε μέσα τον καλύτερο μουσικό μου κόσμο».

    Ο Τσιτσάνης κατόρθωσε να κάνει το έργο του, γιατί επέμεινε απαρέγκλιτα στη γραμμή της δημιουργίας. Δεν ξοδεύτηκε σε λεζάντες, δεν μπλέχτηκε στα πολιτικά, δεν σπαταλήθηκε. Δεν τα ήθελε όλα δικά του. Ήξερε τι αξίζει γι' αυτόν, από πού θα το πάρει, πώς θα το δουλέψει. Έκανε σκληρή οικονομία δυνάμεων. Μετρούσε τον χρόνο, διάλεγε. Ήταν ακριβός. Και τα προσόντα του τα οδήγησε, έτσι, στην έσχατη απόδοση. Τράβηξε τον δρόμο του μέσα από πολλές συμπληγάδες, πολιτικές, ιδεολογικές, κοινωνικές, οικονομικές, συναισθηματικές, καλλιτεχνικές. Επί δεκαετίες, χωρίς να τον καταλαβαίνουν εκείνοι που τα ήξεραν όλα. Ακόμα και τώρα, μερικοί, θέλουνε να τον χώσουν, αναδρομικά, στα δικά τους καλούπια. Να τον κάνουνε correct με βάση το δικό τους ιδεολόγημα. Με 108 να τον χρεώσουνε αριστερές ή δεξιές σκελέες. Αφήστε, ρε, τον άνθρωπο. Γιατί να του κολλήσουμε, με το ζόρι, φτέρωμα που δεν είχε;

    Όπως λένε και οι Ιταλοί: Αν ένα λιοντάρι τού φορέσεις προβιά κατσίκας, μετά να μη διαμαρτύρεσαι αν το πηδήξει ο τράγος.

    Εξάλλου, το είπε κι ο ίδιος ο Τσιτσάνης:

    «Έχω βάρκα για σεργιάνι, που για ψάρεμα δεν κάνει».

    Στον σεβντά της δεμένος

    Είναι γνωστό ότι η γυναίκα του Ζωή ήταν από τις ωραιότερες κοπέλες, τότε, στη Θεσσαλονίκη. Ο Τσιτσάνης αγαπούσε πολύ τις γυναίκες ­ αυτό έλειπε, να μην τις αγαπούσε. Είναι προφανές ότι τον ενέπνεαν, τον κινητοποιούσαν, και πως αρκετές απ' αυτές, πέρα από το ερωτικό, σφράγισαν την καριέρα του, όπως, βέβαια, τις σημάδεψε κι αυτός: Μαρίκα Νίνου, Σωτηρία Μπέλλου, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και άλλες. Ο συνθέτης πρέπει να είχε θαυμαστική στάση απέναντι στη γυναικεία ομορφιά, αλλά μάλλον θεωρούσε ότι οι γυναίκες είναι ασταθείς. Το είπε αλλιώς: «Καμιά απ' αυτές δεν είναι στα καλά της». Αλλά, μάλλον το έλεγε παιγνιωδώς. Και, πάντως, φαίνεται να πίστευε στους ξεχωριστούς ρόλους των δύο φύλων. Ήταν ένα παράξενο κράμα συντηρητισμού και ανοιχτού μυαλού. Από την άλλη, έχει γράψει μερικά από τα πιο λατρευτικά άσματα για γυναίκες, την Γκιουλ-Μπαχάρ, τη Μαρίτσα, για ένα σωρό ξελογιάστρες, ντελμπεντέρισσες, αρχόντισσες και μοιραίες σατράπισσες. Όπως και συγκλονιστικά τραγούδια για το ακατόρθωτο της αγάπης: Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα... Αλλά και μάγκικα: Θα κάνω ντου βρε πονηρή στα στέκια που αράζεις... Το γεγονός είναι πως παρ' ότι, στον βίο του, δεν περιφρόνησε τα εξωσχολικά βιβλία, ποτέ δεν διατάραξε την οικογένειά του. Κράτησε τη δύσκολη ισορροπία. Καλός οικογενειάρχης και σύζυγος (με τη Ζωή απέκτησε δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα) αλλά, ευκαιρίας δοθείσης, κι εμπνευσμένος εραστής, καλλιτεχνικά, δυνητικά ή πραγματικά. Δόξασε τη γυναίκα, στον «σεβντά της δεμένος».







    Mesoxoritis
    19.10.2006, 16:04
    Ένα καταπληκτικό άρθρο για τον ''Στιχουργό'' Βασίλη Τσιτσάνη..

    Του Πάνου Γεραμάνη

    Ο στιχουργός Τσιτσάνης

    «Ας κάνουν ένα κουπλέ του Τσιτσάνη, και μετά τα λέμε», είχε πει πρόσφατα ο ποιητής Μάνος Ελευθερίου όταν αναφερόταν στην κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο ελληνικό τραγούδι και στους δημιουργούς του.>>

    Δεκαεπτά χρόνια μετά τον θάνατό του Βασίλη Τσιτσάνη φαίνεται πως δεν έχει ξεχαστεί η άλλη, σημαντική πλευρά του λαϊκού βάρδου, ως στιχουργού. Ζήτημα που κατά καιρούς έχει δημιουργήσει πολλές συζητήσεις, σχόλια και αιχμές ότι ο Τσιτσάνης δεν έγραφε όλους τους στίχους μόνος του, δεν βασίστηκε σε επιχειρήματα. Αντίθετα υπάρχουν άνθρωποι που έζησαν κοντά στον Τσιτσάνη και έχουν καταγράψει στιγμές και γεγονότα που αποδεικνύουν πως ο λαϊκός συνθέτης έχει γράψει ο ίδιος και τους στίχους στις περισσότερες μελωδίες του.

    Ο Σώτος Αλεξίου (γλύπτης από την Καλαμπάκα) ξεκίνησε έρευνα πάνω στο ζήτημα για μία νέα έκδοση με τίτλο «Ο στιχουργός Τσιτσάνης». Εκτός από τις συζητήσεις του με τον ίδιο τον Τσιτσάνη και τους ανθρώπους που ασχολούνται με το έργο του, διαθέτει και γνήσια χειρόγραφα με στίχους τραγουδιών του συνθέτη και κάποια άλλα τραγούδια, στα οποία έχει κάνει παρεμβάσεις.

    Οι μαρτυρίες που αναφέρει ο Σώτος Αλεξίου και ενισχύουν και τεκμηριώνουν το θέμα «Ο στιχουργός Τσιτσάνης» είναι πολλές. Πρώτα απ' όλα είναι τα λόγια του Διονύση Μηλιόπουλου (διευθυντή παραγωγής και γενικού υπεύθυνου του εργοστασίου της Columbia στη Ριζούπολη, για τα τραγούδια που πήγαιναν για ηχογράφηση), ο οποίος μιλάει μέχρι σήμερα με θαυμασμό για το ταλέντο και τις γνώσεις του Τσιτσάνη: «Ο Τσιτσάνης συγκλονιζόταν από τον καλό στίχο. Γιατί σ' έναν ποιοτικό στίχο εμπνεόταν εκατό φορές καλύτερη μουσική. Όταν δούλευε πολύ και δεν είχε χρόνο να γράψει στίχους, έδινε το θέμα που ήθελε σε συνεργάτη του στιχουργό. Εμείς στην εταιρεία τον στίχο κοιτούσαμε πρώτα. Ο Τσιτσάνης τα ψείριζε, δεν μας τα έφερνε αμέσως. "Έχω ένα δυο τραγούδια", μου έλεγε. "Φέρτα να τα στείλω στη λογοκρισία", του έλεγα. Τι να έλεγα στον Τσιτσάνη; Να τα δω πρώτα αν είναι καλά; Δεύτερος Τσιτσάνης δεν υπήρχε, ούτε και θα υπάρξει...».

    Ένας άλλος κορυφαίος λαϊκός δημιουργός, ο Γιώργος Μητσάκης, μετά τον θάνατο του Τσιτσάνη έκανε μια θαρραλέα εξομολόγηση: «Αντέγραψα πολλές φορές τον τρόπο σκέψης και τον τρόπο που έχτιζε τα τραγούδια του ο Τσιτσάνης. Αισθάνθηκα πολύ ωραία όταν ο Βασίλης το 1949 μού έντυσε με μουσική τους στίχους μου, για το τραγούδι "Ο Νικόλας ο ψαράς". Για να τους προτιμήσει φαίνεται πως κάτι άξιζα κι εγώ σαν στιχουργός».

    Η πιανίστρια του Βασίλη Τσιτσάνη και δεξιοτέχνις του ακορντεόν Ευαγγελία Μαργαρώνη, όταν μου αφηγήθηκε τη ζωή της από την ραδιοφωνική εκπομπή της ΕΡΑ2 «Λαϊκοί βάρδοι», μου είπε: «Στον λίγο χρόνο που κατέβαινε από το πάλκο, καθόταν δίπλα μου στο πιάνο με την πλάτη γυρισμένη στον κόσμο και με το μπαγλαμαδάκι του σκάρωνε μουσική. Αν κάτι του άρεσε, μου έλεγε: Σημείωσέ το αυτό, βρε Βαγγελιώ. Πολλές φορές με το μολύβι του έγραφε λέξεις που του ερχόντανε όσο δουλεύαμε στο χαρτί που είχαν τα τσιγάρα. Κάπνιζε πολύ όταν δημιουργούσε».

    Σε μία από τις ατέλειωτες συζητήσεις που είχε για το θέμα των στίχων ο Σώτος Αλεξίου με τον Βασίλη Τσιτσάνη, ο βάρδος τού έλεγε: «Όταν έγραφα, Σώτο μου, το πρώτο τετράστιχο και ήταν αυτό που ήθελα, ένιωθα μια άγρια χαρά να πλημμυρίζει όλο μου το κορμί. Μετά η συνέχεια μέχρι το τέλος του τραγουδιού ήταν μια περιπέτεια με ανύποπτες εκπλήξεις, που στο τέλος με αντάμειβε με αγαλλίαση, με ικανοποίηση».


    Mesoxoritis
    19.10.2006, 16:08
    Κορυφαίος του αντι-ρεμπέτικου

    ΓΙΩΡΓΟΣ Ε. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ



    Το ίδιο το έργο του Τσιτσάνη, όσο και η προβολή του, καθώς και η φιλολογία που αναπτύχθηκε γύρω από αυτό σε όλη την περίοδο της σταδιοδρομίας του, ιδίως όμως στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια με τη δεύτερη «ανακάλυψη» αλλά και κατανάλωση του ρεμπέτικου, δημιούργησαν μια ποικιλία εντυπώσεων και μια μυθολογία για τον επιφανή αυτόν λαϊκό μουσικό, που περιλαμβάνει τόσο πραγματικές όσο και φανταστικές εικόνες της ζωής, του έργου και του ρόλου του στην ιστορία του νεώτερου λαϊκού τραγουδιού.

    Το αν ­ για παράδειγμα ­ ο Τσιτσάνης είναι ένας κατ' εξοχήν εκπρόσωπος του ρεμπέτικου τραγουδιού εξαρτάται από την ελαστικότητα του όρου «ρεμπέτικο». Οι έμποροι που μετά το 1974 ξανατύπωσαν τους παλαιούς δίσκους επιχείρησαν και ως ένα βαθμό κατάφεραν να επιβάλουν μια προσαρμοσμένη στα μέτρα των αποδεκτών-πελατών τους σημασία του όρου, αφήνοντας κατά μέρος τις καθαρές πραγματολογικές θεωρήσεις. Τώρα που έχουν περάσει περί τα 25 χρόνια από τότε που έγινε για δεύτερη φορά εκτενής δημόσιος λόγος για το ρεμπέτικο και πάνω από 50 χρόνια από τον πρώτο λόγο (που το αναγνώρισε και ως αξιόλογο είδος λαϊκού τραγουδιού) μπορούν πλέον να γίνονται και παρατηρήσεις που αφορούν αυτόν τον ίδιο τον λόγο, καθώς αυτές βοηθούν στη διάκριση των ορίων μεταξύ μύθου και πραγματικότητας.

    Ολόκληρος λοιπόν ο λόγος περί ρεμπέτικου, δεν είναι άραγε ένας εκ των υστέρων λόγος ο οποίος αρθρώθηκε μέσα στο πνεύμα της «αναβάθμισης του ρεμπέτικου»; Μήπως δεν είναι ένας λόγος αποφασισμένος να δώσει ευχάριστες και απλουστευμένες απαντήσεις σε ιδιάζοντα ζητήματα όπως η «γοητεία» του περιθωρίου ή η «αποκατάσταση» του ρεμπέτικου στα μάτια τόσο της αστικής κοινωνίας όσο και της... Αριστεράς; Ο ίδιος ο Τσιτσάνης, όπως και άλλοι συνάδελφοί του, όταν μιλούσαν για τον εαυτό τους και το έργο τους είναι φανερό ότι γνώριζαν, και με κάποια έννοια, «εξυπηρετούσαν» αυτόν των εκ των υστέρων λόγο (και μύθο) περί του ρεμπέτικου των δημοσιογράφων και των άλλων ρεμπετολογούντων. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Τσιτσάνη στα «χασικλίδικα του Μάρκου - τραγούδια ψυχικής διαφθοράς» τα οποία όπως λέει «είχαν δημιουργήσει εχθρική ατμόσφαιρα για το νεογέννητο λαϊκό τραγούδι· έπρεπε να αντιδράσω...» («Ταχυδρόμος», 1951). Αναφέρεται στην περίοδο 1933-1936 όταν δηλαδή δεν ήταν ακόμα ούτε 20 χρόνων! Όταν «φτωχός και πεινασμένος», όπως λέει, «στερούμενος τα πάντα, για να εξοικονομώ τα προς το ζην κάθε βράδυ έκανα το γύρο σε διάφορες ταβέρνες μαζί με μια κιθάρα, διασκεδάζαμε τους πελάτες και ζούσα απ' τα μικρά μπουρμπουάρ...» (Συνέντευξη στον Στ. Γκόντλετ, 1972). Αυτό το πρωθύστερο «έπρεπε να αντιδράσω» είναι αρκούντως φανταστικό όσο και αποκαλυπτικό. Θα πρέπει να δεχτούμε ότι το 1937 ένας νεαρός που παίζει μπουζούκι (για την εποχή εκείνη όργανο του υποκόσμου) για τον επιούσιο, προβληματίζεται και επί θεωρητικής βάσεως για την αναβάθμιση του ρεμπέτικου.


    Με τη Μαρίκα Νίνου τους πρώτους μήνες της συνεργασίας τους

    Και αν, ούτε τότε, ούτε αργότερα καμιά φιλολογία δεν στάθηκε ικανή να εντοπίσει με ακρίβεια, με σαφήνεια, με επιστημοσύνη τις «απαρχές» και τις «ρίζες» του ρεμπέτικου υπήρξε ωστόσο μια λαμπερή και γνωστή εξέλιξή του. Αυτής της εξέλιξης σημαντικότερη, δραματικότερη και εντυπωσιακότερη φάση είναι η μεταμόρφωση του είδους αυτού από «έκφραση του περιθωρίου» και του «υποκόσμου» σε «γνήσιο ελληνικό τραγούδι».

    Ο Τσιτσάνης είναι ένας από τους πρωταγωνιστές αυτής της μεταμόρφωσης, ίσως μάλιστα ο πιο συνειδητός και ο πιο αποτελεσματικός από τους συναδέλφους του στην εποχή του. Και όχι επειδή τάχα έπρεπε να «αντιδράσει» σε κάτι, μα με την απλή και φυσική έκφρασή του. Με αυτή την έννοια θα μπορούσε κανείς να τον κατατάξει στους εκπροσώπους όχι του ρεμπέτικου (του υποκόσμου) αλλά του «αντι-ρεμπέτικου» τραγουδιού (του κανονικού κόσμου). Ο ίδιος μάλιστα, έχει κατά καιρούς εκφράσει την αντιπάθειά του προς τους αμανέδες και τη δημοτική μουσική καθώς και για τα περισσότερα ρεμπέτικα τραγούδια που άκουγε όταν ήταν νέος, ενώ τα πρώτα δικά του τραγούδια τα χαρακτήριζε «καντάδες». Ας μην ξεχνάμε ότι ως μαθητής Γυμνασίου έκανε μαθήματα βιολιού. Προχώρησε μάλιστα μέχρι το τρίτο βιβλίο του Λαουρέ.

    Την εποχή που εμφανίζεται στο προσκήνιο (1937) είχε ήδη αρχίσει η διεύρυνση της θεματολογίας και συνεπώς και του ακροατηρίου των ρεμπέτικων με τις δραματικές αλλαγές που έφερε στις διαδικασίες παραγωγής και διάδοσης του τραγουδιού η εμπορική εκμετάλλευσή του με τους δίσκους. Αλλά μετά και τον πόλεμο πολλά καινούργια δεδομένα και υλικά είναι πλέον συγκεντρωμένα στη «μερίδα» του λαϊκού τραγουδιού, έτοιμα να βρουν μια νέα έκφραση. Ο Τσιτσάνης κατάφερε να συλλάβει τα σημεία των καιρών και είχε την ικανότητα, αλλά και την τύχη, να γίνει ένας από τους κορυφαίους εκφραστές μιας εξαιρετικής στιγμής της εξέλιξης του τραγουδιού.

    Οι άνθρωποι που περιγράφονται στα παλιά ρεμπέτικα (τα περισσότερα των οποίων δεν άρεσαν στον Τσιτσάνη) μπορεί μεν να αντιπροσωπεύουν έναν κόσμο διαφορετικό, «άλλο», περιθωριακό αλλά έχουν και χαρακτηριστικά που δεν περιφρονούνται και δεν παραγνωρίζονται εύκολα: πρώτον δεν έρχονται από αλλού, μα από το σώμα της ίδιας κοινωνίας και δεύτερον (και σπουδαιότερο για την περίπτωση) το μουσικό τους ιδίωμα όχι μόνο δεν ακολουθεί αυτή τη διαφορετικότητα αλλά αντίθετα συνάπτεται όσο τίποτε άλλο με τον χαρακτήρα και την ουσία της μουσικής παράδοσης του τόπου. Όσο κι αν αντιπαθούσε τα δημοτικά τραγούδια ο Τσιτσάνης, ολόκληρη η μουσική του δημιουργία αναφέρεται στους τρόπους, τους ήχους και τη φιλοσοφία του παραδοσιακού μέλους. Προς τα εκεί είναι προσανατολισμένη, από εκεί ξυλεύεται κι εκεί εξαντλείται. Όσο κι αν αντιπαθούσε τα ρεμπέτικα του υποκόσμου έγραψε κι αυτός τέτοια στην περίοδο της Κατοχής αλλά και αργότερα.

    Όπως και άλλοι επιφανείς, ίσως όμως περισσότερο αυτός, εξαιτίας της μακρόχρονης κυριαρχίας του στο επαγγελματικό του περιβάλλον και στο κύκλωμα της δισκοπαραγωγής, δεν απέφυγε ούτε την κριτική ούτε την αμφισβήτηση. Για πολλούς μάλιστα, είναι ο περισσότερο αμφισβητούμενος λαϊκός δημιουργός. Είναι αλήθεια ότι σ' αυτό έχει βοηθήσει και ο ίδιος με τις κατά καιρούς δηλώσεις του στις οποίες εντοπίζονται εκτός από ιδιότυπες θέσεις και αρκετές ανακρίβειες. Είναι γνωστό π.χ. ότι κατά καιρούς έχει λάβει θέση υπέρ της προληπτικής λογοκρισίας που επέβαλε το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου: «Επί Μεταξά η λογοκρισία έκοψε όλα τα χασικλίδικα. Κατά τα άλλα μπορώ να πω ότι ήσκησεν ευεργετικήν επίδρασιν, διότι μουσικές αμανοειδείς και νότες κλαυθμηρίζουσες απορρίπτοντο. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής ήταν το λαϊκό μας τραγούδι να είναι ελληνοπρεπές και καλόγουστο...». Για το ίδιο μάλιστα θέμα, σε συνέντευξή του στην εκπομπή «Παρασκήνιο» (Ιούνιος 1976) σε σχετική με τη λογοκρισία της μουσικής ερώτηση του δημοσιογράφου Δημήτρη Γκιώνη απαντά σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, βάζοντας δηλαδή και τον εαυτό του: «κόβαμε τα μπεμόλια...» θέλοντας να πει ότι δεν επέτρεπαν μελωδίες που περιείχαν διαστήματα τριημιτονίου (π.χ. ρε - μι μπεμόλ - φα δίεση, ήχος πλ. β' ή «χιτζάζ») επειδή αυτά ηχούσαν ανατολίτικα ή τούρκικα, και υπήρχε φόβος να χαθεί η... ελληνοπρέπεια των δίσκων!

    Όσοι των γνώριζαν ξέρουν πως είχε την επιθυμία να είναι εκτός από σπουδαίος συνθέτης και σπουδαίος στιχουργός. Γι' αυτό και λείπουν κατά κανόνα τα ονόματα των στιχουργών από τους δίσκους του. Μεταξύ άλλων αποδεδειγμένων, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των στίχων του τραγουδιού «Συννεφιασμένη Κυριακή» για το οποίο ενώ σε συνεντεύξεις του περιέγραφε το πώς έγραψε ο ίδιος τους στίχους λέγοντας ότι την εμπνεύσθηκε στις μαύρες ημέρες της Κατοχής τότε που οι συνεργάτες των κατακτητών πρόδιδαν τους πατριώτες κ.λπ. εμφανίστηκε ο Αλέκος Γκούβερης αποκαλύπτοντας πως αυτός έγραψε τους στίχους, με αφορμή την ήττα της ομάδας του (Α.Ε. Λαρίσης) μια Κυριακή του έτους 1947. Παρουσίασε μάλιστα και τη μεγαλύτερη των αποδείξεων, την «εκκαθάριση» των ποσοστών του από την Α.Ε.Π.Ι. Ούτε Κατοχή ούτε προδότες. Το ωραίο της υπόθεσης είναι πως σε λίγο παρενέβη και τρίτος στιχουργός, ο Νίκος Ρούτσος, που και αυτός διεκδικούσε τους στίχους. Τα πράγματα μπερδεύτηκαν κι έτσι 25 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του τραγουδιού, δηλαδή το 1973, εφημερίδες και περιοδικά είχαν βρει θέμα να ασχολούνται: «Ποίος έγραψε τη "Συννεφιασμένη Κυριακή";» (Ταχυδρόμος 12.10.1973).

    Εκτός όμως από αυτή τη γνωστή υπόθεση υπάρχουν και άλλες, που κατά καιρούς πήραν δημοσιότητα και που θα πρέπει να λάβει υπόψη της η όποια σοβαρή απόπειρα περιγραφής της προσωπικότητάς του. Για το τραγούδι «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι» αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη από τον Απόστολο Καλδάρα, για το «Κάποια μάνα αναστενάζει» που δήλωνε ως δικό του, ελάμβανε εξ αρχής ποσοστά και ο Μπάμπης Μπακάλης, για το «Σ' ένα τεκέ μπουκάρανε» ο Δημήτρης Περδικόπουλος.

    Ανάμεσα στις άστοχες δηλώσεις του εγγράφονται και τα ειρωνικά του σχόλια για τους «ρεμπετολόγους»: «Ερωτώ λοιπόν, αυτούς τους ρεμπετολόγους, όπως θέλουν να λέγονται, αυτούς που εμφανίζονται στις τηλεοράσεις και ζητούν προνόμια, τιμές και γαλόνια (...) κάνουν αυτή τη δουλειά δήθεν αφιλοκερδώς, ανιδιοτελώς, ως μελετητές. Ερωτώ λοιπόν αυτούς τους απίθανους που δεν βρέθηκε ένας να τους ρίξει λίγο κρύο νεράκι να συνέλθουν, τι έκαναν μέχρι τώρα;». Και ο Τάσος Σχορέλης στην «Ανθολογία» του σχολιάζει: από τη μια ειρωνεύεται τους ρεμπετολόγους κι απ' την άλλη μ' έναν «τέτοιον» συνεργάζεται μόνιμα.

    Ασχέτως πάντως με όσα κατά καιρούς δήλωνε, ο Τσιτσάνης έχει κάτι ξεχωριστό, σημαντικό και αξιοσημείωτο ως τεχνίτης του λαϊκού τραγουδιού: είναι αυτός πρώτος (αν και όχι ο μόνος στον χώρο του) που κατάφερε (τόσο αποτελεσματικά) να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην «ανατολίτικη» φύση των παλαιών ρεμπέτικων, σμυρναίικων και δημοτικών τραγουδιών, και το δυτικότροπο χαρακτήρα των λαϊκών καντάδων και των παρόμοιων τραγουδιών των πόλεων. Ένας φυσικός συνεχιστής της παράδοσης και μαζί ανατόμος των μορφών της, δημιουργικός εμπειροτέχνης εκφραστής του πνεύματος της εποχής, το έργο του οποίου και προεβλήθη και αναγνωρίστηκε από την κοινωνία.

    Πηγή: www.rebetiko.gr
    megaloserwtikos
    19.10.2006, 16:08
    Γιώργο το ότι είδες ότι δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία στο ΜΗ για έναν συντοπίτη σου και έκανες όλο αυτό το αφιέρωμα (και τις ώρες να ψάχνεις), σε τιμά κάτα την γνώμη μου.
    Απλά θα σου πω, ότι ο Τσιτσάνης ήταν τόσο σπουδαίος που υπήρχε η δεν υπήρχε αφιέρωμα, δεν σήμαινε και τίποτα γι αυτόν.
    Ο Τσιτσάνης ήταν κορυφαίος στην ελληνική μουσική.
    Ωστόσο να σαι καλά για όλα αυτά που παρέθεσες... υπάρχουν πολλά παιδιά και μεγαλύτεροι που μπορούν να μάθουν πολλά για αυτόν τον καλλιτέχνη από το πολύτιμο αφιέρωμα σου.
    Mesoxoritis
    19.10.2006, 16:12
    Ένα άρθρο για τον Βασίλη Τσιτσάνη.

    Της Σοφίας Σπανούδη

    ''Η πρώτη μου γνωριμία με τον κοσμαγάπητο αυτό λαϊκό μουσουργό έγινε σ' ένα φιλικό σπίτι, όπου πήγε με πρόθυμη καλοσύνη μια βραδιά με το συγκρότημα του, για να τον ακούσουν κι εκείνοι πού δεν μπορούν να πάνε στο μακρινό συγκρότημα όπου παίζει. Το άκουσμα τού Τσιτσανη στάθηκε πραγματικά για μένα μία αποκάλυψις. Και μου επιβάλλεται σήμερα να τού αφιερώσω την επιφυλλίδα αυτή σαν μία «έντιμη υποχρέωση» απέναντι των όσων κατά καιρούς είχα γράψει εναντίον των ρεμπέτικων τραγουδιών, πού τόσοι νοθεύουν κάθε μέρα. Τα «ρεμπέτικα» τού Τσιτσάνη είναι ένα
    μουσικό «είδος» αξιοπρόσεχτο και μεστό από καλλιτεχνική ουσία άξια να μελετηθεί από την κάθε πλευρά της και πριν απ' όλα για τα γενεσιουργά φυλετικά γνωρίσματα πού παρουσιάζει. Τη μουσική αυτή κραδαίνουν ολοζώντανα εθνογραφικά στοιχεία, πού είναι πάντα oι παντοδύναμοι παράγοντες της εθνικής τέχνης, κι επιβάλλονται με τη δημιουργική πνοή τους και με τον αυθορμητισμό του μουσικού ένστικτου στο θαυμασμό και των μυημένων μουσικών και τού πλήθους. Γι αυτό η ρεμπέτικη αυτή μουσική στην πρωτόγονη κατ' επιφάνεια μορφή της, παρουσιάζει συχνά μία θελκτική πολυμορφία με τις πλούσιες κλίμακες και τις απειροστές υποδιαιρέσεις τους, με την ποικιλία των διατονικών τρόπων και των εσωτερικών υποδιαιρέσεων της οκτάβας. Αν εμβαθύνομε λίγο στη μελέτη των τρόπων αυτών, δεν θα αργήσομε να βρούμε μίαν αντιστοιχία με τους Βυζαντινούς τρόπους, πού προσδίνουν τον χαρακτήρα τους στην ιδιότυπη αυτή μουσική. Με τούς αδιάλειπτους και αδιάσπαστα συνεχόμενους αυτούς κρίκους των μουσικών αιώνων, πλέκεται o μεγάλος κύκλος της ενότητας της Ανατολικής μουσικής, από την οποίαν οι πολυμήχανοι Ρώσοι εθνικισταί και οι Ισπανοί –της νεωτέρας σχολής ήντλησαν ζωτικότατα στοιχεία. Η ενότης αυτή, η γεμάτη μυστικοπάθεια στις ιδιότυπες μολπές της, διατηρείται μ' έναν αναλλοίωτο χαρακτήρα με τον εμβρυώδη λυρισμό της, με τούς εμμόνους μετρικούς ρυθμούς της και την προνομιούχο φραστική όλων των νοσταλγικών συναισθημάτων της μοναξιάς, των χωρισμών, της βαρύθυμης λύπης, της νοσταλγικής λαχταράς. Κι όταν ακόμα ξεσπάει το ξέφρενο κέφι ενός άκρατου διονυσιασμού, τα τραγούδια αυτά δεν εκτροχιάζονται από τον κυρίαρχο ρυθμό τους, γιατί ο συνθέτης τους υπακούει εξίσου στο αυστηρό υποσυνείδητο της τέχνης, όσο και στο παντοδύναμο ένστικτο πού τον κατευθύνει.
    Ο Τσιτσανη είναι ένας μεγαλοφυής λαϊκός συνθέτης. Θα 'λεγα καλλίτερα, αυτοσχεδιαστής, σαν τον περίφημο εκείνο Ουγγαρέζο Γκέζα Τσάρνακ, πού θαύμαζε τόσο ο Λίστ, κι έτρεμε μην τύχη και σπουδάσει μουσική, για να διατηρήσει παρθενική και αναλλοίωτη την ορμέμφυτη δύναμη τού μουσικού του ένστικτου. Αμφιβάλλω πολύ αν ο Τσιτσανης θα μπορούσε να γράψει τα τραγούδια του εναρμονίζοντας αυτά για την μικρή του ορχήστρα. Δύο μπουζούκια, μία κιθάρα, μια φυσαρμόνικα κι ένα πιάνο, αυτή είναι όλη η ορχήστρα πού διευθύνει παίζοντας ο ίδιος το πρώτο μπουζούκι και τραγουδώντας με αισθαντικότητα όσο και σεβασμό τού στυλ πού έχει καθιερώσει ο ίδιος στη μουσική του. Σολίστ τού τραγουδιού είναι η Μαρίκα Νίνου, μια νέα με ωραία φωνή, γεμάτη περιπάθεια, πού μένει πάντα υποταγμένη στα κελεύσματα μιας ευγενικής στα ειδώς της τέχνης, χωρίς να ξεπερνά ποτέ αυθαίρετα τα σύνορά της. Η τέχνη αυτή έχει μια σύμφυτη ευγένεια, κι ένα λαϊκό αριστοκρατισμό. Τα «ρεμπέτικα» τραγούδια τού Τσιτσανη είναι ορθόδοξα και σεμνά, με αγνή συναισθηματική προέλευση. Χωρίς ίχνος παρεκτροπής, ούτε κακόζηλα διφορούμενα, όπως μερικά πού ακούμε στο ραδιόφωνο ή σε ειδικές ταβέρνες. Στις στροφές και την επωδό τους, μουσικώτατα χρωματισμένα, αποβλέπουν πριν απ' όλα στην αγνή συναισθηματική συγκίνηση. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» είναι ένα υποβλητικώτατο ψυχικό τοπίο, πού μεταγγίζει ακέραια στον ακροατή τη σκιερή του ατμόσφαιρα. Το «Όνειρο της αδελφής» στην απλοϊκή του εξελίξει ανιστορεί τον στοργικό πόνο της νέας για τον αδελφό της πού πολεμά για την πατρίδα. Τον βλέπει στο όνειρο της και λέει στη μάνα της πώς αυτό είναι καλό σημάδι. Το τραγούδι τελειώνει με μια θερμή επίκληση των δύο γυναικών στην Παναγία, μιαν αγνότατη προσευχή παλλόμενη από ζωφόρο ελπίδα. Άκουσα ακόμα από το μουσικώτατο αυτό συγκρότημα το «Βίρα στην άγκυρα, παιδιά» με τη συναρπαστική επωδό, πού ανασταίνει οράματα ενθουσιασμού και θριάμβων. Τα «Δυο Παιδιά», Το «Στρώσε μου να κοιμηθώ» κρύβουν μέσα τους αδιαμφισβήτητα Βυζαντινά στοιχεία οικογενή και προσαρμοσμένα στην πηγαία έμπνευση τού συνθέτη και στους ρευστούς ρυθμούς του.
    Μα ο Τσιτσανης δεν είναι μόνο σύνθετης τραγουδιών, ποιητής και μουσικός εξίσου. Είναι και σολίστ τού μπουζουκιού, πού ανυψώνει το λαϊκό αυτό όργανο σε ανώτερα μουσικά εδάφη και δικαιολογεί στην εντέλεια όλες τις βιρτουοζικές του αξιώσεις. Το θερμό του βιμπράτο δεν έχει τίποτε το τσιγγάνικο. Οι μελωδίες πού εισηγείται με τόση αυτοπεποίθηση έχουν ένα ραψωδικό χαρακτήρα, πού μας φέρνει αναδρομικά σε πολύκρουνες φυλετικές πηγές. Ο τολμηρός αυτός αυτοσχεδιαστής δεν ξενίζει κανένα. Και ο πιο θωρακισμένος από προκατάληψη ακροατής του αφοπλίζεται εμπρός στην εξαιρετική αυτή προσωπικότητα πού δεν έχει κανένα εγωκεντρισμό, ούτε συναίσθηση της άξίας του, κι αιχμαλωτίζει μόνο με την απόλυτη ειλικρίνεια και τη γοητεία της μουσικής του. Είναι προφανές ότι οι συνεργάται του τον λατρεύουν. Αυτοί έδωσαν και στα σόλι τού μπουζουκιού πού παίζει έναν τίτλο πού συγκινεί με τον απλοϊκό αυθορμητισμό του: «Τα Ωραία τού Τσιτσανη». Στα «Ωραία» αυτά αυτόσχεδιάσματα τις περισσότερες φορές - οι πιστοί του συνεργαται προσθέτουν κάποτε και μια δική τους δειλή υπόκρουση, πού εντείνεται στους δυναμικούς ρυθμούς τού πηγαίου «ατρελλεράντο» τού σολίστ. Το μικρό αυτό μουσικό σύνόλο είναι θαυμαστό για την ομοιογένεια και τη διαβάθμιση των ηχητικών χρωματισμών πού λείπουν συνήθως από κάθε άλλη λαϊκή μουσική δημοτικών τραγουδιών. Η κυριαρχία τού διατονικού γένους και η επίμονη αποφυγή καταχρήσεως των χρωματικών κλιμάκων και των έπηυξημενων δευτέρων, δίνουν στη μουσική αυτή ένα Δωρικό χαρακτήρα πού την εξευγενίζει. Όλα αυτά εκδηλώνονται υποσυνείδητα και γι αυτό ακόμα επιβλητικότερα από τον προνομιούχο δημιουργό της πού διεκδικεί -να το επιζητήσει- δικαιωματικά τη συγκινημένη προσοχή μας. Το ομαδικό δημοψήφισμα των λαϊκών μαζών έχει ήδη αναδείξει τον σεμνό αυτόν Έλληνα μουσικό σε μία ξεχωριστή θέση. Θα ήθελα πολύ να υποβάλω την ιδέα μιας συναυλίας συστηματικής Τσιτσανη στο «Κεντρικό» ή στον «Παρνασσό», για να γνωρίσει πλατύτερα ο μουσικόφιλος κόσμος και όλοι οι μουσικοί μας, μια πρωτόφαντη Ελληνική ιδιοφυΐα πού κανείς δεν μπορεί να προδικάσει τι μας επιφυλάσσει ακόμη στο μέλλον. Πάντως έχω την πεποίθηση πώς στη συναυλία αυτή θα σημειωθεί κοσμοπλημμύρα. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος ν ακουσθούν «Τα Ωραία τού Τσιτσανη» μέσα σε άδεια παγερή σάλα, όπως συνήθως συμβαίνει με τόσους «διάσημους» ξένους καλλιτέχνες πού έρχονται στας Αθήνας.''

    Mesoxoritis
    19.10.2006, 16:14
    Αρκετά από τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη.
    (πηγή: www.kithara.vu)

    Τσιτσάνης Βασίλης
    Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι (+σ)
    Αθηναίισα. (+σ)
    Ακρογιαλιές δειλινά. (+σ)
    Αλά Τούρκα χόρεψέ μου
    Ανάθεμά σε θάλασσα (+σ)
    Αντιλαλούνε τα βουνά (+σ)
    Απ' τη μάνα μου διωγμένος
    Απόψε κάνεις μπαμ (+σ)
    Απόψε κάνεις μπαμ (+σ)
    Απόψε μες το καπηλειό (+t)
    Απόψε να μην κοιμηθείς
    Απόψε στις ακρογιαλιές. (+σ)
    Απόψε το μπουζούκι σου (Τσιτσάνη μου). (...
    Αραμπάς περνά (κι η σατράπισσα) (+σ)
    Αράπικο λουλούδι (+σ)
    Αργοσβήνεις μόνη (+σ)
    Αρχόντισσα (+σ)
    Άσπρο πουκάμισο φορώ (+σ)
    Αχάριστη (+σ)
    Βασίλω
    Βόλτα στην Ελλάδα (+σ)
    Βρήκα τη γυναίκα που γουστάρω
    Γεννήθηκα για να πονώ (+σ)
    Γεντί Κουλέ
    Για κοίτα κόσμε ένα κορμί. (+σ)
    Για μια ξανθούλα
    Για τη Σοφία Βέμπο
    Γιατί με ξύπνησες πρωί (+σ)
    Γκιουλμπαχάρ (+σ)
    Γλυκοχαράζουν τα βουνά. (+σ)
    Γύρνα μόνος μέσ' τη νύχτα
    Δε θέλω τα ματάκια σου
    Δε ρωτώ ποια είσαι (+σ)
    Δεν είναι όνειρο η ζωή
    Δεν θέλω τα ματάκια σου. (+σ)
    Δεν ρωτώ ποια είσαι (+σ)
    Δώδεκα η ώρα θα ’ρθω βρε Μαριώ. (+σ)
    Εγώ είμαι το μπεγλέρι σου
    Είμαι παιδάκι με ψυχή
    Είμαστε αλάνια (+σ)
    Είναι τα νιάτα μία φορά
    Έλα όπως είσαι. (+σ)
    Έμαθα πολλά μικρό μου
    Ένα όνειρο που είδα (+σ)
    Ζαΐρα (+σ)
    Ζητιάνος της αγάπης (+σ)
    Ζωή χωρίς αγάπη (+σ)
    Η αχάριστη (+t)
    Η δροσουλα. (+σ)
    Η καρδιά σου θα γίνει χρυσή (+σ)
    Η λιτανεία του μάγκα (+σ)
    Η λιτανεία του μάγκα
    Η μάγισσα της αραπιάς
    Η Μαρίτσα στο χαρέμι
    Η ντερμπεντέρισσα (+σ)
    Η παρεξήγηση
    Η Σεράχ (+σ)
    Η σκιά μου κι εγώ (+σ)
    Θα κάνω ντου βρε πονηρή. (+σ)
    Θα πάω εκεί στην Aραπιά (+σ)
    Θέλω μάγκα και σατράπη
    Θέλω να είναι Κυριακή
    Ίσως αύριο (+σ)
    Κάθε βράδυ πάντα λυπημένη (+σ)
    Καΐκι μου, άη-Νικόλα (+σ)
    Κάνε λιγάκι υπομονή (+σ)
    Κάποια μάνα αναστενάζει (+σ)
    Κατερίνα Θεσσαλονικιά. (+σ)
    Κατηγορώ την κοινωνία
    Κάτσε ν' ακούσεις
    Κλαμένη ήρθες μια βραδιά
    Κλάψε σήμερα καρδιά μου
    Μ’ έχουν γελάσει δυο μαύρα μάτια
    Μάγκας βγήκε για σεργιάνι (+σ)
    Μαντίλι χρυσοκεντημένο
    Μάτια παλάτια (+σ)
    Με παρέσυρε εκείνη... (Ηρωίνη)
    Με παρέσυρε το ρέμα (+σ)
    Με πήρε το ξημέρωμα στους δρόμους
    Με πήρες στο λαιμό σου
    Μείνε αγάπη μου κοντά μου. (+σ)
    Μες την πολλή σκοτούρα μου (+σ)
    Μες τον οντά ενούς Πασά
    Μη μου ξαναφύγεις πια. (+σ)
    Μη χειρότερα Θεέ μου
    Μην ξαναπερνάς
    Μια κι η ζωή θα σβήσει
    Μια Κυριακή σε γνώρισα
    Μόρτισσα
    Μπαξέ-Tσιφλίκι (+σ)
    Μποέμισσα
    Μπράβο μπουζούκι μου
    Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι. (+σ)
    Μωρό μου. (+σ)
    Να γιατί γυρνώ (+σ)
    Νύχτες μαγικές (+σ)
    Ξελογιάστρα
    Ξημερώνει και βραδιάζει (+σ)
    Ο Αντώνης ο τεμπέλης
    Ο Απόκληρος (+σ)
    Ο κόκορας
    Ο μαχαλόμαγκας
    Ο Νικόλας ο ψαράς (+σ)
    Ο ντουνιάς με κατακρίνει
    Ο τραυματίας
    Ο Τσιτσάνης στο Μόντε - Κάρλο
    Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ. (+σ)
    Οι φάμπρικες (+σ)
    Όλα Για Σένα Κούκλα Μου (+σ)
    Όμορφη Θεσσαλονίκη (+σ)
    Ομορφόπαιδο (+σ)
    Όσα δε φτάνει η αλεπού
    Όσο με μαλώνεις. (+σ)
    Όταν πίνεις στην ταβέρνα (+σ)
    Όταν συμβεί στα πέριξ (+σ)
    Παίξε Χρήστο το μπουζούκι (+σ)
    Παλάτια χρυσοστόλιστα
    Πάλιωσε το σακάκι μου (+σ)
    Πάρε το δάκρυ μου βοριά
    Πεθαίνω για το δίκιο μου
    Πέρα στα κάστρα του Γεντί (+σ)
    Περιπλανώμενη ζωή
    Πέφτεις σε λάθη. (+σ)
    Πέφτουν της βροχής οι στάλες (+σ)
    Πέφτουν τις βροχής οι στάλες (+σ)
    Πικρός θα 'ναι ο πόνος μου
    Πού θα τα βρεις στρωμένα
    Πού να γυρνάς (+σ)
    Πριγκηπομαστούρηδες
    Πω πω Μαρία
    Σ' έναν τεκέ σκαρώσανε
    Σαν απόκληρος γυρίζω (+σ)
    Σε διώξαν απ' τη Κοκκινιά (+σ)
    Σε πήραν απ' τα χέρια μου
    Σε τούτο το παλιόσπιτο
    Σερσέ λα φαμ (+σ)
    Σερσέ λα φαμ (+σ)
    Σήμερα ξύπνησα πρωί
    Στα Tρίκαλα στα δυο στενά (+σ)
    Στερνή μου γνώση
    Στην Kαλαμπάκα μια βραδιά (+σ)
    Στον Άγιο Κωνσταντίνο
    Στου Αλευρά τη μάντρα / Ματσαράγκα
    Στρώσε μου να κοιμηθώ (+σ)
    Σύννεφα
    Συννεφιασμένη Κυριακή (+σ)
    Σ΄ ένα τεκέ μπουκάρανε
    Τα αντράκια
    Τα καβουράκια (+σ)
    Τα καβουράκια (+t)
    Τα λερωμένα, τ’ άπλυτα. (+σ)
    Τα λιμάνια (+σ)
    Τα μάνταλα (+σ)
    Τα μούρα
    Τα νησιά
    Τα ξένα χέρια (+σ)
    Την Κυριακή το δειλινό
    Την μοίρα μου την είδα
    Της γερακίνας γιός (+σ)
    Της κοινωνίας η διαφορά (+σ)
    Της ταβέρνας το ρολόι (+σ)
    Τι θέλεις από μένα
    Τι σε μέλει εσένα (+σ)
    Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα. (+σ)
    Τι την θέλεις την τσιγγάνα (+σ)
    Το ‘ξερα πως θα μου φύγεις (+σ)
    Το βαπόρι απ’ την Περσία (+σ)
    Το καινούργιο τσιφτετέλι
    Το καράβι
    Το κόκκινο μαντίλι
    Το ξεφάντωμα
    Το παιδί απ’ το λιμάνι (+σ)
    Το παιδί που είχες φίλο
    Το Πασαλιμάνι. (+σ)
    Το πικραμένο αγόρι
    Το σκαλοπάτι. (+σ)
    Το τέλος σου ποιο θα ’ναι
    Το τρελλοκόριτσο
    Τρείς θα 'ναι οι ώρες σου
    Τρελέ τσιγγάνε (+σ)
    Τρελή που θέλεις να με στεφανώσεις
    Τρελή που θέλεις να με στεφανώσεις
    Τρικαλινή τσαχπίνα
    Φίλησα δυο ξένα χείλια. (+σ)
    Φτωχόπαιδο
    Χαρέμια µε διαμάντια
    Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα
    Χωρίσαμε ένα δειλινό (+σ)
    Ως πότε πια τέτοια ζωή


    semplice
    19.10.2006, 16:15
    Και εγώ πιστευω πως είναι πολύ ωραίο το αφιέρωμα και τα άρθρα πολύ
    προσεγμένα.Μία... "ένσταση" μόνο (και χωρίς να θέλω να σου κόψω τον ενθουσιασμό Γιώργο)
    Καλύτερα να τα προσθέτεις λίγα λίγα γιατί έτσι "χάνονται"΄αρκετά.Κανείς
    δεν θα κάτσει να τα διαβάσει όλα (δεν έχει το χρόνο δηλαδή)και είναι κρίμα..
    Άνέβαζε τα λοιπόν λίγα λίγα θα έχει περισσότερο ενδιαφέρον έτσι!


    Mesoxoritis
    19.10.2006, 16:23
    Παρακάτω, υπάρχει παρουσίαση των 12 ''χασικλίδικων'' τραγουδιών που έγραψε ο Βασίλης Τσιτσάνης! Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο www.rebetiko.gr

    Τα τραγούδια.

    -Σ’ένα τεκέ σκαρώσανε
    -Δροσούλα (Μπλόκος)
    -Της μαστούρας ο σκοπός (Όταν συμβεί στα Πέριξ)
    -Ο σεργιάνης (Mάγκας βγήκε για σεργιάνι)
    -Το βαπόρι απ’την Περσία
    -Λιτανεία
    -Σε λαχτάρησα αργιλέ μου
    -Με καλέσαν ένα βράδυ
    -Πριγκηπομαστούριδες
    -Με παράσυρε εκείνη
    -Ο Χρίστος (Kάτσε ν’άκούσεις μια πενιά)
    -Μη χειρότερα θεέ μου

    1) Σ’ένα τεκέ σκαρώσανε
    Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αναφέρει ότι ηχογραφήθηκε τον Απρίλιο του 1937. Σε ηλικία 22 ετών γνώρισε τον λαϊκό τραγουδιστή Μήτσο Περδικόπουλο και τον μαέστρο της "Odeon" Σπύρο Περιστέρη. Τότε έπαιξε με το μπουζούκι του στο τραγούδι του Περδικόπουλου “Σιγά, καλέ μου, την άμαξα”, στην άλλη πλευρά του δίσκου μπήκε ένα δικό του τραγούδι, το “Σένα τεκέ μπουκάρανε”.Ο Μπάμπης Κομίνιας λέει ότι γράφτηκε το 1935, ο Ηλίας Πετρόπουλος (Ρεμέτικα Τραγούδια) αναφέρει ότι είναι δίσκος του 1946(;) ενώ ο Βασίλης Αγγελικόπουλος όπως και ο Διονύσης Μανιάτης αναφέρουν ότι ηχογραφήθηκε τον Φεβρουάριο του 1936. Είναι το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε ο Τσιτσάνης (με τη Γεωργία Μηττάκη, ή Τρανή, για την οποία γράφτηκε και η τρίτη στροφή λίγο πριν την ηχογράφηση). Αποτελεί το μοναδικό χασικλίδικο που έγραψε ο Τσιτσάνης πριν τον πόλεμο. (Δίσκος Odeon GA-1926)

    2) Δροσούλα (Μπλόκος)
    Ο Ηλίας Πετρόπουλος αναφέρει ότι γράφτηκε το 1944 αλλά ο δίσκος βγήκε το 1946 (το 1946 λέει και ο Χατζηδουλής). Ο Μήτσος Σιδέρης (πέθανε το 1966) ήταν άνθρωπος που δεν είχε σχέση με τεκέδες, υποστηρίζουν οι Χριστιανόπουλος και Χατζηδουλής. Ο Ηλίας Πετρόπουλος όμως λέει ότι ο Σιδέρης είχε τεκέ στην οδό Ν. Φωκά κοντά στα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα. Το 1946 η Δροσούλα βγήκε ταυτόχρονα σε δύο δίσκους (στον πρώτο με τους Μάρκο, Παπαϊωάννου, Χατζηχρήστο ενώ στον δεύτερο με τον Στράτο Παγιουμτζή (και Σ. Περπινιάδη λέει ο Χατζηδουλής). Επίσης ο Κώστας Χατζηδουλής λέει ότι ο Τσιτσάνης άλλαξε τους στίχους στο ζαχαροπλαστείο “Γαλλία” κοντά στην Ομόνοια στη Σταδίου. Στο περιοδικό Δίφωνο όμως (τεύχος 31 Απρίλιος 1998) υπάρχει μια εκτέλεση (δίσκος του 1946) όπου τραγουδούν ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Κηρομύτης

    3) Της μαστούρας ο σκοπός (άλλος τίτλος “Όταν συμβεί στα Πέριξ”).
    Ο Τσιτσάνης λέει ότι το έγραψε το 1942 στο καφενείο “ΝΈΟΝ” απέναντι από τον Λευκό Πύργο. Σε δίσκο το 1946 με τον Παγιουμτζή και τον Κηρομύτη. Ο Πετρόπουλος αναφέρει ότι ο δίσκος βγήκε το 1946 αλλά με τον Παγιουμτζή και τον Μάρκο. Την μελωδία την διασκεύασε ο Χατζιδάκις στο “Πασχαλιές μέσα από τη Νεκρή Γη”(1965). Αργότερα ο Χατζιδάκις χρησιμοποίησε τον τίτλο για έναν δίσκο με διασκευές του σε παλιά λαϊκά τραγούδια με ερμηνεύτρια τη Βούλα Σαββίδη (τα Πέριξ, 1974). Ο Τσιτσάνης το ξαναηχογράφησε με τους αρχικούς στίχους το 1983 στον τελευταίο δίσκο του (Λιτανεία)

    4) Ο σεργιάνης (μάγκας βγήκε για σεργιάνι)
    Δίσκος του1946 με τον Μάρκο και τον Τσιτσάνη και λίγο αργότερα με τον Τσιτσάνη και τον Καλδάρα με τίτλο “ο σεργιάνης”. Άλλη εκτέλεση είναι με τον Τσιτσάνη και τον Περπινιάδη. Ο Μάνος Χατζιδάκις το περιέλαβε στον δίσκο “ο σκληρός Απρίλης του ’45” (1974) και το αποδίδει στον Καλδάρα. Αργότερα ηχογραφήθηκε με τη μουσική επιμέλεια του Γιάννη Μαρκόπουλου στον δίσκο “Ρίζες”. Στίχους ίσως να έχει γράψει ο Μπάμπης Βασιλειάδης (αρχείο Πετρόπουλου ντοκουμέντο 855).

    5) Το βαπόρι απ’την Περσία
    Τον Ιανουάριο του 1977, κατάσχονται 11 τόνοι χασίς στον Ισθμό της Κορίνθου που μεταφερόταν με πλοίο, κρυμμένοι μέσα σε κεντήματα. Λίγους μήνες αργότερα κυκλοφορεί ο δίσκος. Το τραγούδι δεν παίζεται από το ραδιόφωνο (μια μεμονωμένη μετάδοση του, προκαλεί το ενδιαφέρον ενός...εισαγγελέα).

    6) Λιτανεία
    Στην αρχή είχε γραφτεί σε ρυθμό χασάπικο (αργότερα έβαλε στη μελωδία αυτή τα λόγια από το τραγούδι “έχω ντουμάνι στην καρδιά”)

    Ο Ηλίας Πετρόπουλος λέει ότι γράφτηκε το 1942 στον Άγιο Μάμα Χαλκιδικής (κατέφυγε εκεί το χειμώνα της μεγάλης πείνας). Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, τοποθετεί την σύνθεση στις αρχές του 1943 γιατί τότε άρχισε η περιοδεία του Τσιτσάνη στην Χαλκιδική. Βγήκε το 1976 σε δίσκο από τον Απ. Νικολαϊδη στην Νέα Υόρκη με τίτλο “Αρχάγγελος”. Ο Τσιτσάνης το είπε το 1983 στον δίσκο “Λιτανεία” με τίτλο “Η Λιτανεία του μάγκα”.

    7) Σε λαχτάρησα αργιλέ μου
    Περιλαμβάνεται στον δίσκο “Λιτανεία” το 1983

    8) Με καλέσαν ένα βράδυ
    Περιλαμβάνεται στον δίσκο “Λιτανεία” το 1983

    9) Πριγκηπομαστούριδες
    Γράφτηκε το 1944 στη Θεσσαλονίκη, υπάρχει στον δίσκο “Λιτανεία” το 1983

    10) Με παράσυρε εκείνη
    Ηχογραφήθηκε μετά το θάνατο του Τσιτσάνη με τη φωνή του Σταμάτη Κόκοτα και ενορχήστρωση του Μίκη Θεοδωράκη (περιοδικό Δίφωνο, τεύχος 31 Απρίλιος 1988)

    11) Ο Χρίστος (Άλλος τίτλος “κάτσε ν’άκούσεις μια πενιά”)
    Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αναφέρει ότι γράφτηκε το 1945, ενώ σε δίσκο κυκλοφόρησε το 1946 με τον Παγιουμτζή. Ο Κώστας Χατζηδουλής λέει ότι κυκλοφόρησαν 2 δίσκοι το 1949 (ο πρώτος με τους Τσαουσάκη, Τσιτσάνη, Μάρκο και ο άλλος με Παγιουμτζή). Ο Πετρόπουλος, λέει ο Χριστιανόπουλος, ότι είναι ο πρώτος δίσκος που τραγούδησε ο Τσιτσάνης (μέχρι τότε απλώς συνόδευε). Ο ίδιος ο Πετρόπουλος λέει ότι είναι ο πρώτος δίσκος που τραγούδησε ο Τσαουσάκης το 1946. Ο τελευταίος στίχος δείχνει το τυπικό που τηρείται στον τεκέ: πρώτος φουμάρει ο πληρώνων, ακολουθούν οι φίλοι.

    12) Μη χειρότερα θεέ μου
    Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αναφέρει ότι γράφτηκε το 1942, ενώ σε δίσκο κυκλοφόρησε το 1960, ο Ηλίας Πετρόπουλος λέει ότι βγήκε σε δίσκο το 1946. Ο Κώστας Χατζηδουλής λέει ότι γράφτηκε το 1942 αλλά δεν έχει κυκλοφορήσει σε δίσκο.


















    semplice
    19.10.2006, 16:25
    Και άλλη μια ένσταση Γιώργο (mesoxoritis)αν μου επιτρέπεις.
    Η Ελληνικη μουσική έχει ,θα πω έναν αριθμό ενδεικτικό,δεν τους έχω μετρήσει
    20 ας πούμε Μεγάλους Συνθέτες.(δεν είναι ούτε 100 ούτε 1000)
    Αυτοί μας έχουν σημαδέψει και ως προσωπικότητες τον ΚΑΘΕΝΑ ΑΠΟ ΕΜΑΣ ,άσχετα αν είμαστε μουσικοί ή όχι.Εχουν γίνει ένα
    με το "είναι "μας και τους αγαπάμε σαν κομμάτι δικό μας.
    Ας υποθέσουμε όμως πως είναι 5 όσα τα δάκτυλα του χεριού μας.
    Ποιο θα μας πονέσει περισσότερο αν το χάσουμε?
    Ας μην κάνουμε κατατάξεις λοιπόν...



    O Ηλιος φταίει που αργεί στα μάτια μας να φτάσει

    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : semplice στις 19-10-2006 16:27 ]


    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : semplice στις 19-10-2006 16:28 ]


    Mesoxoritis
    19.10.2006, 16:26
    Τα προπολεμικά του Βασίλη Τσιτσάνη


    Η καταγραφή που ακολουθεί είναι του Β. Αγγελικόπουλου. Περιλαμβάνει 104 τραγούδια. Στην καταγραφή του Σ. Αλεξίου περιλαμβάνονται 111 τραγούδια. Οι δύο καταγραφές έχουν 100 τραγούδια κοινά. Στην καταγραφή του Σ. Αλεξίου δεν περιλαμβάνονται 4 τραγούδια που αναφέρει ο Β. Αγγελικόπουλος, ενώ περιλαμβάνονται 11 τραγούδια που δεν αναφέρει (ή δεν τα αποδίδει στον Τσιτσάνη) ο Β. Αγγελικόπουλος.
    Τα 4 τραγούδια είναι:
    1. της μπαμπέσας το φιλί 2. μια και η ζωή θα σβήσει 3. η γερακίνα (ο Σ. Αλεξίου αναφέρει οτι ηχογραφήθηκε το 1940) 4. τρικαλινή παλιά μου αγάπη.
    Τα 11 τραγούδια είναι:
    (1936) 1. γειτόνισσα (1938) 2. προσφυγοπούλα 3. πλακιώτισσα (το αναφέρουν και οι κατάλογοι Μανιάτη, αλλά δεν το αποδίδει στον Τσιτσάνη) 4. σε βλέπω στ 'όνειρο μου 5.ποτέ μου δεν φαντάστηκα 6. τα ζήλεψα ο καημένος 7. μ' αυτό το νάζι σου (1939) 8. τα σωφεράκια (ο Μανιάτης δεν το αποδίδει στον Τσιτσάνη) 9. λαρισινή 10. στα νησιά του παραδείσου (προπολεμική ηχογράφηση, αλλά κυκλοφόρησε μεταπολεμικά) 11. μινόρε του Τσιτσάνη. Τα τραγούδια 2, 4, 5, 6, 7 δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό "νεώτερα τραγούδια" (εκδότης ο Ηλίας Κωστόπουλος) τον Απρίλιο και τον Νοέμβριο 1938. Δεν βρέθηκαν όμως οι δίσκοι.
    Εαν ολα τα παραπάνω τραγούδια ανήκουν στον Β. Τσιτσάνη τότε έχουμε 115 προπολεμικά τραγούδια. Οι περισσότεροι μελετητές του έργου του Β. Τσιτσάνη αναφέρουν ότι η προπολεμική παραγωγή του συνθέτη υπολογίζεται στα 100-120 τραγούδια.


    1936

    1. Σ' ΕΝΑΝ ΤΕΚΕ ΣΚΑΡΩΣΑΝΕ

    2. ΠΙΚΡΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΟΝΟΣ ΜΟΥ

    3. ΜΑΝΤΗΛΙ ΧΡΥΣΟΚΕΝΤΗΜΕΝ0
    (Ποιος είδε πράσινο δεντρί)

    1937

    4. ΝΑ ΓΙΑΤΙ ΠΕΡΝΩ (ΝΑ ΓΙΑΤΙ ΓΥΡΝΩ)

    5. ΜΑΡΙΩ ΚΑΙ ΜΑΝΑΒΗΣ
    (Πάντα σε βλέπω, βρε Μαριώ, μαζί με τη μαμά σου)

    6. ΓΚΟΥΒΕΡΝΑΝΤΑ
    (Γκουβερνάντα μου, τρελή ξανθιά, πσυ 'χεις πάντα νάζι κι ομορφιά)

    7. ΓΙΑ ΣΕΝΑ.ΞΕΝΥΧΤΩ

    8. ΤΑ ΧΑΝΩ ΣΑΝ ΣΕ ΒΛΕΠΩ
    (Πώς να σ' το πω, μικρούλα μου, τσν πόνο δεν αντέχω)

    9. ΟΛΑ ΤΑ ΕΧΩ BAPEΘΕΙ (ΕΙΜΑΙ ΠΑΙΔΑΚΙ ΜΕ ΨΥΧΗ)

    10. ΞΕΛΟΓΙΑΣΤΡΑ

    11. Ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΣΤΟ ΜΟΝΤΕ ΚΑΡΛΟ

    12. ΤΡΙΚΑΛΙΝΗ ΤΣΑΧΠΙΝΑ
    (Μη μου πληγώνεις σαν και πρώτα την καρδιά)

    13. ΜΕ ΘΑΜΠΟΝΟΥΝ ΟΙ ΜΑΤΙΕΣ ΣΟΥ
    (Παιχνιδιάρα μου, τρελαίνομαι, ζαλίζομαι)

    14. ΜΕ ΛΙΚΕΡ ΚΑΙ ΜΕ ΣΑΜΠΑΝΙΕΣ

    1938

    15. ΘΑ'ΡθΩ ΜΙΑ ΓΛΥΚΙΑ ΒΡΑΔΙΑ (ΜΙΑ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΗ ΝΥΧΤΑ)

    16. Σ' ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΔΥΣΤΥΧΗΣ
    (Μου ορκιζόσουν κι έλεγα πιστά πως μ' αγαπούσες)

    17. Η ΞΕΝΙΤΙΑ
    (Ξενιτεμένος κι έρημος στην ξενιτιά γυρίζω)

    18. ΤΟ ΤΡΕΛΛΟΚΟΡΙΤΣΟ
    (Μέσα στο γλέντι του χορού, σ' ένα τρελό μεθύσι)

    19. ΜΠΟΕΜΙΣΣΑ
    (Μποέμισσα ξανθιά, γαλανομάτα)

    20. ΟΤΑΝ ΣΕ ΠΡΩΤΟΓΝΩΡΙΣΑ (ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΕ ΓΝΩΡΙΣΑ)

    21. ΣΗΜΕΡΑ ΞΥΠΝΗΣΑ ΠΡΩΙ

    22. ΠΟΛΙΤΙΣΣΑ
    (Βαρέθηκα να σ' αγαπώ, Πολίτισσα πλανεύτρα)

    23. ΤΙ θΕΛΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑ
    (Πάλι θα 'ρθω μες στη γειτονιά σου)

    24. ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
    (Δευ θέλω τα ματάκια σου να κρυφοκλαίνε, να σβήνουν στσν καημό)

    25. ΔΕΝ ΤΟ'ΠΑ ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ
    (Δεν το 'πα το παράπονο που κρύβω στην καρδιά μου)

    26. Η ΜΙΚΡΗ ΤΩΝ ΠΟΔΑΡΑΔΩΝ
    (Μια Ποδαριώτισσα μικρή, ναζιάρα, μαυρομάτα)

    27. ΑΠΟΨΕ ΝΑ ΜΗΝ ΚΟΙΜΗΘΕΙΣ
    (Απόψε, φως μου, ξαγρυπνώ)

    28. Ο ΑΣΥΡΜΑΤΙΣΤΗΣ (ΣΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΤΩΝ)

    29. ΑΠ0 ΣΕΝΑ ΤΙ ΖΗΛΕΥΩ
    (Τι θέλω, τι γυρεύω, από σένα τι ζηλεύω)

    30. ΒΑΣΙΛΩ
    (Εσένα, χήρα μου γλυκιά, για να σε αποκτήσω)

    31. ΔΥ0 XPONΙA Σ' ΑΓΑΠΩ
    (Δυο χρόνια τώρα σ' αγαπώ, είμαι πιστός σ' εσένα)

    32. ΜΠΡΑΒΟ ΣΟΥ ΠΩΣ ΜΕ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ
    (Με χαμόγελο, με κέφι, πώς με καταφέρνεις κσι γελάς)

    33. ΤΣΙΓΓΑΝΑ ΜΟΥ ΓΛΥΚΙΑ
    (Ερχεσαι, με κοροιδεύεις κι όλο λες πως μ' αγαπάς)

    34. ΣΤΑ ΤΑΒΕΡΝΙΑ ΘΑ ΤΡΙΓΥΡΝΩ
    (Δυο χρόνια με τραβούσανε τα πονηρά σου μάτια)

    35. ΣΤΗΣ ΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑ ΣΤΕΝΑ
    (θυμήθηκα τα μέρη μου, τα βράδια που γυρνούσα)

    36. ΜΑΡΙΑ (Η ΜΑΡΙΓΩ)
    (Μέσα στον κόσμο που γυρνώ με δέρνει ένα μεράκι)

    37. ΧΟΡΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ
    Ορχηστρικό, μαζί με το προηγούμενο (Odeon 7214)

    38. ΚΑΠΟΤΕ ΖΗΛΕΨΑ
    (Κάποτε ζήλεψα κι εγώ δυο πλάνα μαύρα μάτια)

    39. ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ ΚΟΠΕΛΑ
    (Μια μελαχρινή κοπέλα [τρις] όλο νιάτα κι όλο τρέλα)

    40. ΠΑΝΕ ΤΑ ΠΑΛΙΑ
    (Προχτές το βράδυ στο στενό σου ήρθα)

    41. ΠΡΟΞΕΝΕΥΟΥΝ ΤΟΝ ΣΤΑΜΑΤΗ
    (Προξενεύουν τον Σταμάτη, στης Βασίλως το γινάτι)

    42. ΑΓΑΠΩ ΜΙΑ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗ
    (Αγαπώ μια παντρεμένη, όμορφη, καλοντυμένη)

    43. ΜΑΖΙ ΣΟΥ ΕΓΩ ΠΟΥ ΤΑ'ΜΠΛΕΞΑ
    (Ο κόσμος με κατηγορεί, δεν ξέρω τι θα γίνω)

    44. ΜΙΑ ΜΥΧΤΑ Σ1Ο ΠΑΣΑΛΙΜΑΝΙ
    (Μια νύχτα κάτω στο Πασαλιμάνι, μια νόστιμη Σμυρνιά)

    45. ΟΙ ΜΕΡΑΚΛΗΔΕΣ
    (Οποιος γεννιέται μερακλής, δεν ξέρει τι να κάνει)

    46. ΘΑ ΡΩΤΗΣΩ ΤΗ ΜΑΜΑ ΣΟΥ
    (Μες στα σκοτεινά σου τα δρομάκια, μόνος μου γυρνώ κάθε βραδιά)

    47. ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΛΗ ΣΚΟΤΟΥΡΑ ΜΟΥ
    (Μες στην πολλή σκοτούρα μου, γιατί να σε γνωρίσω)

    48. ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ
    (Κουράστηκα για να σε αποχτήσω)

    49. Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΤΣΙΤΣΑΝΗ
    (Βρήκα τη γυναίκα που γουστάρω, είναι όμορφη κσι τη θαυμόζω)

    50. ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ
    Σέρβικος, σόλο μπσυζούκι ο Τσιτσάνης

    51. ΤΑ ΒΕΛΟΥΔΕΝΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
    (Τα χρυσόξανθα μαλλιά, τα βελουδένια μάτια)



    1939

    52. ΦΑΝΤΑΖΕΣ ΣΑΝ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣΣΑ

    53. ΕΙΣΑΙ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΣΣΑ ΚΙ ΩΡΑΙΑ

    54. ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΣΟΥ ΕΧΑΣΕΣ

    55. ΠΑΝΕ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΜΟΥ
    (Απ' τον καιρό που τα 'μπλεξα με μια γειτόνισσα μου)

    56. ΔΕΝ ΣΕ ΘΕΛΩ ΠΙΑ
    (Ηθελα να σ' ανταμώσω, να σου πω το μυστικό)

    57. ΤΩΡΑ ΓΥΡΝΑΣ ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ
    (Απ' τον καιρό που έτυχε εσένα να γνωρίσω)

    58. ΜΗΧΑΝΙΚΑ ΜΕ ΜΠΕΡΔΕΨΕΣ
    (Μεγάλο πόνο μου 'βαλες και μέρα νύχτα λιώνω)

    59. ΚΑΛΑΜΠΑΚΙΩΤΙΣΣΑ
    (Στην Καλαμπάκα μια βραδιά θα πάω να μεθύσω)

    60. Ο ΣΑΡΚΑΦΛΙΑΣ
    (Στα Τρίκαλα στα δυο στενά, σκοτώσανε τον Σαρκαφλιά)

    61. ΤΑΤΑΥΤΑΛΙΑΝΟ
    Οργανικό. Στον ίδιο δίσκο με το προηγούμενο

    62. ΟΙ ΦΙΛΕΝΑΔΕΣ
    (Μην κλαις και μην πικραίνεσαι, μη βαριαναστενάζεις). Ο Σ. Αλεξίου αναφέρει οτι ηχογραφήθηκε το 1940.

    63. ΜΙΚΡΗ ΜΙΚΡΗ Σ' ΑΓΑΠΗΣΑ
    (Μικρή μικρή σ' αγάπησα, σε πόνεσα, ο καημένος)

    64. ΣΚΛΗΡΟΚΑΡΔΗ
    (Αναστενάζω και πονώ που 'φυγες από μένα)

    65. ΘΑ ΠΡΟΤΙΜΗΣΩ ΘΑΝΑΤΟ (ΟΤΑΝ ΓΥΡΝΑΣ ΚΑΙ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ)
    (Μ' αυτές σου τις τρελλές ματιές, Κωστάκη μου, γκρινιάρη)

    66. ΤΑ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΑΔΙΚΑ
    (Τα λέν' παντρεμενάδικα, γιατ' έχει κοριτσάκια)

    67. ΑΦΟΥ Μ' ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΓΥΡΝΩ

    68. ΕΙΣΑΙ ΣΑ ΝΕΡΑΊΔΑ

    69. ΝΤΑΙΖΗ
    (Απόψε τα μεσάνυχτα θα ρθω να σε ξυπνήσω)

    70. ΣΕ ΦΙΝΟ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙ (ΠΑΡΑΓΟΥΑΗ)

    71. ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝΕ, ΣΕ ΣΥΖΗΤΟΥΝΕ
    (Δεν είσαι όσο μου 'πανε ωραία)

    72. ΝΑ ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΒΟΥΛΑ (ΤΟ ΦΙΛΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΡΙΜΑ)
    (Προχτές ανταμωθήκαμε με μια φιληναδούλα)

    73, Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΗΣ ΑΡΑΠΙΑΣ

    74. ΜΙΑ ΒΙΛΑ ΕΓΩ ΘΑ ΣΟΥ'ΧΤΙΖΑ
    (Αν είχα τύχη, κούκλα μου, και σ' έκανα δική μσυ)

    75. ΘΑ ΒΡΩ MΙAN ΑΛΛΗ ΜΕ ΚΑΡΔΙΑ
    (Βαριέστησα να καρτερώ, να ξενυχτώ τα βράδια)

    76. ΜΑΤΣΑΡΑΓΚΑ (ΣΤΟΥ ΑΛΕΥΡΑ ΤΗ ΜΑΝΤΡΑ)

    77. ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ

    78. Ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ
    (Βόηθα, Χριστέ και Παναγιά, λαχείο σαν θα πάρω)

    79. ΣΕΡΒΙΚΟ
    Οργανικό, σόλο μπουζούκι ο Τσιτσάνης.

    80. ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ
    (Για μας ο κόσμος τι θα πει σκόμη σε πειράζει)

    81. ΔΩΔΕΚΑ Η ΩΡΑ (ΜΑΡΙΩ)
    (Δώδεκα η ώρα θα 'ρθω, βρε Μαριώ)

    82. ΤΟ ΚΑΤΣΑΡΟ ΣΟΥ ΤΟ ΜΑΛΛΙ
    (Η ομορφιά, η τσαχπινιά σσυ με μαγεύει)

    83. ΤΡΙΚΑΛΙΝΟ ΖΕΊΜΠΕΚΙΚΟ
    Σόλο μπουζούκι.

    1940

    84. ΤΟ ΣΥΡΕ ΚΙ ΕΛΑ ΑΡΧΙΝΗΣΑ

    85. ΣΑΝ ΕΓΓΛΕΖΑ ΝΑ ΦΕΡΘΕΙΣ Ο Σ. Αλεξίου αναφέρει οτι ηχογραφήθηκε το 1939.

    86. ΧΑΡΕΜΙΑ ΜΕ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ
    (Παλάτια χρυσοστόλιστα, χαρέμια με διαμάντια)

    87. ΣΕ ΖΗΛΕΥΩ, ΣΕ ΠΟΝΩ
    (Σ' αγαπώ και το φωνάζω, δώσε βάση τι θα πω)

    88. ΓΙ' ΑΥΤΑ ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
    (Γι' αυτά τα μαύρα μάτια σου τα βράδια ξενυχτάω)

    89. ΦΙΝΑ ΘΑ ΤΗΝ ΠΕΡΝΑΜΕ
    (Το ξέρω, βρε μικρούλα μου, κάνεις καλή παρέα)

    90. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΠ' ΤΗ ΖΗΛΕΙΑ ΤΟΥ
    (Μην κλαις, μικρούλα μου γλυκιά, μην κλαις, μη μαραζώνεις)

    91. Τ' ΑΔΙΚΟ Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ
    (Ταχτικά πολύ σε χάνω, σ' άλλη αγκαλιά σε πιάνω)

    92. ΓΙΑ ΜΙΑ ΞΑΝθΟΥΛΑ
    (Τραγούδια όμορφα θα πω με φίνο μπουζουκάκι)

    93. ΖΩΙΤΣΑ ΜΟΥ

    94. ΜΠΑΤΙΡΗΣ
    (Μπατίρη με κατάντησες, στους δρόμους να γυρίζω)

    95. Μ' ΕΝΑΝ ΠΙΚΡΟ ΑΝΑΣΤΕΝΑΓΜΟ
    (Ο,τι κι αν πω, δεν σε ξεχνώ)



    ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ


    96. ΤΗΣ ΜΠΑΜΠΕΣΑΣ ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΦΙΛΙ
    (Πάντα στη ζωή σου να προσέχεις, για γυναίκα μη σσυ καίγεται καρφί)

    97. ΕΛΑ, ΜΙΚΡΟ, ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ
    (Ελα, μικρό, να φύγουμε, υα πάμε σ' άλλα μέρη)

    98. ΜΙΑ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΘΑ ΣΒΗΣΕΙ
    (Τέτοια νιάτα, τέτοια κάλλη, θα τα φάει η μαύρη γη)

    99. ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ
    (Με γλέντια, με γραμμόφωνα, με χίλια δυο μεράκια)

    100. ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΔΕΝ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙΣ
    (Δεν θέλω τα ματάκια σου για μένα πια να κλαίυε)

    101. ΑΝ Σ' ΑΦΗΣΕΙ, ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ
    (Σ' έχουν πλανέψει κάποια μάτια, όμορφα, νοσταλγικά)

    102. Η ΓΕΡΑΚΙΝΑ
    (Κίνησε η Γερακίνα για νερό κρύο να φέρει)

    103. ΤΑ ΩΡΑΙΑ Τ0Υ ΤΣΙΤΣΑΝΗ
    Σόλο μπουζούκι. Ηχογράφηση του'48 (Columbia 6718)

    104. ΤΡΙΚΑΛΙΝΗ ΠΑΛΙΑ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗ
    (Τρικαλινή παλιά μου αγάπη, όλο ανάμνηση γεμάτη)


    Mesoxoritis
    19.10.2006, 16:33
    Συνεργάτες του Βασίλη Τσιτσάνη (Δισκογραφικά)
    (πηγή: www.rebetiko.gr)

    ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ ΑΝΘΗ
    ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΝΩΛΗΣ
    ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΝΕΣΤΟΣ
    ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
    ΑΜΠΑΤΖΗ ΡΙΤΑ
    ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΠΕΤΡΟΣ
    ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΠΥΡΟΣ
    ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΤΖΙΜΗΣ
    ΑΤΤΑΛΙΔΗΣ ΣΤΡΑΤΟΣ
    ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ
    ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ή ΤΣΑΝΤΑΣ
    ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΑΝΝΑ
    ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΩΤΗΡΙΑ
    ΒΕΜΠΟ ΣΟΦΙΑ
    ΒΙΡΒΟΣ ΚΩΣΤΑΣ
    ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ ΝΙΚΟΣ
    ΓΑΒΑΛΑΣ ΠΑΝΟΣ
    ΓΑΛΑΝΗ ΔΗΜΗΤΡΑ
    ΓΑΣΠΑΡΗ ΕΦΗ
    ΓΕΡΑΝΗ ΕΛΕΝΗ
    ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΙΩΑΝΝΑ
    ΓΕΩΡΓΟΥΤΗ ΒΟΥΛΑ
    ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ
    ΓΙΟΒΑΝΗΣ ΓΟΛΗΣ
    ΓΚΙΚΑ ΒΟΥΛΑ
    ΓΚΟΥΒΕΡΗΣ ΑΛΕΚΟΣ
    ΓΚΡΕΫ ΚΑΙΤΗ
    ΔΕΔΕΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
    ΔΕΡΛΙΚΟΥ ΜΙΝΑ
    ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ ΡΙΤΣΑ
    ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΦΟΥΛΗ
    ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΣ
    ΔΡΟΣΙΝΟΣ Γ.
    ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
    ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
    ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΣΠΥΡΟΣ
    ΖΑΓΟΡΑΙΟΣ ΣΠΥΡΟΣ
    ΖΑΜΠΕΤΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
    ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ ΣΤΕΛΙΟΣ
    ΘΕΟΧΑΡΗ ΚΑΙΤΗ
    ΘΥΜΗ ΚΑΙΤΗ
    ΙΒΡΟΥ ΣΟΝΙΑ
    ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ
    ΚΑΚΚΗ ΕΛΒΙΡΑ
    ΚΑΛΔΑΡΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
    ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ ΝΙΚΟΣ
    ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΥ ΣΟΥΛΑ
    ΚΑΜΠΑΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
    ΚΑΝΑΡΙΔΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ
    ΚΑΝΟΥΛΑΣ ΚΩΣΤΑΣ
    ΚΑΡlΠΗΣ ΚΩΣΤΑΣ
    ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
    ΚΑΡΙΒΑΛΗ ΣΟΦΙΑ
    ΚΑΡΝΕΖΗΣ ΛΑΚΗΣ
    ΚΑΤΙΝΑΡΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ
    ΚΕΡΟΜΥΤΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ
    ΚΛΕΙΔΩΝΙΑΡΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ
    ΚΟΙΝΟΥΣΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
    ΚΟΚΟΝΤΙΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
    ΚΟΚΟΤΑΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
    ΚΟΛΛΗΤΗΡΗ ΣΟΦΙΑ
    ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
    ΚΟΡΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
    ΚΟΡΩΝΗΣ-ΦΙΛΑΝΔΡΟΣ
    ΚΟΥΛΑΞΙΖΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
    ΚΥΡΙΑΖΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
    ΛΑΖΑΡΟΥ ΣΤΕΛΙΟΣ
    ΛΑΜΠΙΡΗ ΕΛΕΝΗ
    ΛΑΜΠΡΑΚΗ ΧΑΡΟΥΛΑ
    ΛΑΟΥΡΑ
    ΛΕΜΟΝΟΠΟΥΛΟΣ ΧΑΡΗΣ
    ΛΙΔΑΚΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ
    ΛΙΝΤΑ ΜΑΙΡΗ
    ΛΙΩΣΗΣ ΣΠΥΡΟΣ
    ΛΥΔΙΑ ΓΙΩΤΑ
    ΜΑΘΕΣΗΣ ΝΙΚΟΣ
    ΜΑΚΡΗΣ ΗΛΙΑΣ
    ΜΑΚΡΥΔΑΚΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ
    ΜΑΝΕΣΗΣ ΚΩΣΤΑΣ
    ΜΑΝΗΣΑΛΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
    ΜΑΡΑΚΗ ΚΑΙΤΗ
    ΜΑΡΓΑΡΩΝΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
    ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ
    ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
    ΜΑΡΟΥΔΑΣ ΤΩΝΗΣ
    ΜΑΥΡΙΔΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
    ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ ΚΩΣΤΑΣ
    ΜΕΝΙΔΙΑΤΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ
    ΜΗΤΣΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
    ΜΙΤΤΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ
    ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ ΒΙΚΥ
    ΜΟΣΧΟΝΑΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ
    ΜΟΥΣΤΑΚΑΣ ΑΝΤΩΝΗΣ
    ΜΠΑΚΑΛΗΣ ΜΠΑΜΠΗΣ
    ΜΠΕΛΛΟΥ ΣΩΤΗΡΙΑ
    ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ
    ΜΠΙΝΗΣ ΤΑΚΗΣ
    ΝΕΓΚΡΙ ΠΙΤΣΑ
    ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
    ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΛΙΖΕΤΑ
    ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
    ΝΙΝΟΥ ΜΑΡΙΚΑ
    ΝΤΑΛΛΙΑ ΡΕΝΑ
    ΝΤΟΥΟ ΧΑΡΜΑ
    ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ ΣΤΡΑΤΟΣ
    ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ
    ΠΑΝΟΥ ΠΟΛΥ
    ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΕΥΤΥΧΙΑ
    ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
    ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ
    ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ
    ΠΑΠΠΑ ΑΝΘΟΥΛΑ
    ΠΑΣΑΛΑΡΗ ΣΟΥΛΑ
    ΠΕΡΔΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
    ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ ΣΠΥΡΟΣ
    ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗΣ ΣΤΕΛΛΑΚΗΣ
    ΠΕΤΣΑΣ ΠΑΝΟΣ
    ΠΛΕΣΣΑΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
    ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ ΦΩΤΗΣ
    ΡΕΠΑΝΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ
    ΡΙΟ ΜΠΕΜΠΑ
    ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
    ΡΟΥΤΣΟΣ ΝΙΚΟΣ
    ΣΑΛΑΣΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
    ΣΑΠΟΥΝΤΖΑΚΗ ΖΩΖΩ
    ΣΕΡΑΦΕΙΑΔΟΥ ΚΑΙΤΗ
    ΣΙΝΑΪΔΗΣ ΘΟΔΩΡΟΣ
    ΣΟΥΓΙΟΥΑ ΜΙΧΑΛΗΣ
    ΣΟΥΓΙΟΥΛΤΖΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ
    ΣΤΑΚΑΣ ΤΖΩΝ
    ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ
    ΣΤΑΜΟΥ ΡΕΝΑ
    ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
    ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΝΤΑΙΖΥ
    ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ (ΜΠΕΜΠΗΣ)
    ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΤΑΣΟΣ
    ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΥ ΔΑΝΑΗ
    ΣΤΥΛ ΕΥΑ
    ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΕΛΛΗ
    ΤΑΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
    ΤΖΟΫ ΓΕΩΡΓΙΑ
    ΤΖΟΥΑΝΑΚΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
    ΤΟΥΝΤΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
    ΤΣΑΟΥΣΑΚΗΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ
    ΤΣΙΜΠΙΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
    ΦΙΛΑΝΔΡΟΣ -ΚΟΡΩΝΗΣ
    ΦΙΝΕΤΗ ΜΠΕΜΠΑ
    ΦΛΩΡΟΥΣΗ ΝΙΚΗ
    ΦΩΤΙΔΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
    ΦΩΤΙΟΥ ΜΑΝΟΛΗΣ
    ΧΑΡΜΑΝΤΑ ΛΙΤΣΑ
    ΧΑΣΑΠΑΚΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ
    ΧΑΣΚΙΛ ΣΤΕΛΛΑ
    ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ
    ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
    ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΜΑΝΟΣ
    ΧΙΩΤΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ
    ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ
    ΧΡΗΣΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
    ΧΡΥΣΑΦΗ ΑΝΝΑ
    ΧΡΥΣΙΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
    ΧΡΥΣΙΝΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ