''Πέρασε από τις Συμπληγάδες''
Του Γιώργου Σκαμπαρδώνη...
''Κατ' αρχήν να πω: άλλο ο Τσιτσάνης, άλλο το έργο του. Το έργο, εδώ και χρόνια, ταξιδεύει μόνο του πια, μέσα στις ψυχές των Ελλήνων.
Ο ίδιος ο δημιουργός; Μελετώντας τον βίο του επί χρόνια, πάω να σχηματίσω γι' αυτόν μιαν αχνή ιδέα, αυθαίρετη. Για τη στόφα του, τι λογιώ άντρας ήτανε.
Καταλήγω ότι ο
Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε δύσκολος, περίεργος άνθρωπος. Ίσως, βέβαια, να ήταν απλώς ο εαυτός του, κι εμείς, ανάλογα με τη συγκυρία και το correct κάθε εποχής, να ζητούμε, αναδρομικά, κάποιο άλλο νόημα απ' αυτόν. Κάποιες άλλες επιλογές ζωής. Άλλοι να τον ντύνουνε αριστερό, άλλοι δεξιό. Άλλοι απλώς ατομιστή και τυχοδιώκτη που κοίταζε αποκλειστικά την πάρτη του. Με τον δέοντα σεβασμό, θα τολμήσω να πω τι σκέφτομαι γι' αυτόν. Ύστερα από βάσανο, κι ας λένε ότι τα ξένα είναι ευκολολογάριαστα. Δεν τον αντάμωσα προσωπικά, αλλά τον βλέπω και τον αφουγκράζομαι πολύ συχνά: στίχοι, τραγούδια, φωνή, προφορά, φωτογραφίες, βλέμμα, επιλογές ζωής. Κι ακόμα: βιογραφίες, σχέσεις, συνεντεύξεις, συμπεριφορές, μνήμες φίλων, οικογενειακές μαρτυρίες. Μελέτη της συγκυρίας, της κάθε εποχής. Κουβέντες γι' αυτόν, με διάφορους άλλους, γνώστες. Απόψεις. Διάθεση να δούμε καθαρά αν γίνεται.
Όποιος γεννιέται μερακλής
Ο Τσιτσάνης κατάλαβε νωρίς τη μοίρα του. Κι αφοσιώθηκε σ' αυτήν. Ένιωσε ότι μόνο αυτό θα έκανε καλύτερα από οτιδήποτε άλλο: μουσική. Λαϊκό τραγούδι. Γεννημένος στα Τρίκαλα, το 1915, πιάνει στα χέρια του πρώτη φορά τη μαντόλα του πατέρα του, που ήταν τσαρουχάς. Μαγεύεται. Εκείνος τον κυνηγάει με το κοντόξυλο. Ο Τσιτσάνης μαθαίνει βιολί. Τελικά, νωρίς, έφηβος ακόμα, καταλήγει στο μπουζούκι. Ήταν ευφυής μαθητής, αλλά είχε πετριά με τη μουσική. Γράφει τα πρώτα τραγούδια του, με ρυθμό κατακλυσμικό. Απανωτά, μην προφταίνοντας την έμπνευση. Τελειώνει Γυμνάσιο, πάει στην Αθήνα να σπουδάσει Νομικά. Αλλά, πάλι και τελικά, άλλη μοίρα τον ορίζει. Λέει, πιθανώς, από μέσα του: Αν καταλήξω δικηγόρος, τι έγινε; Άντε, ένας δικηγόρος παραπάνω. Κι έπειτα; Αν όμως, από Τσιτσάνης γίνω ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ;
Με τον ασύρματο στην πλάτη
Κουρεύεται και πάει κανονικά φανταράκι στο Τάγμα Τηλεγραφητών στη Σαλονίκη. 1938, γουλί, μεγάλα αυτιά. Φορεί τον ασύρματο στην πλάτη κι από πολίτης, όπως λέει, γίνεται προφήτης. Γράφει συνέχεια. Κατεβαίνει στην Αθήνα και φωνογραφεί. Γνωρίζει στο στρατόπεδο τον Βολιώτη κιθαρίστα Γιώργο Τσανάκα. Τακιμιάζουν. Παντού μαζί. Πειθαρχεία, κορίτσια, αναφορές, καντάδες. Γλέντια στο Ασβεστοχώρι, στον Μπέχτσιναρ. Ταυτόχρονα, ο Τσιτσάνης γράφει. Δεν τον σταματάει τίποτε. Ούτε φανταρικό, ούτε αποστάσεις, ούτε κούραση, ούτε φτώχεια. Γράφει τραγούδια. Νιώθει ότι εκεί είναι το γήπεδο όπου δεν μπορούν να του παραβγούν. Η έδρα του. Γνωρίζει τη Ζωή Σαμαρά και τη φίλη της Μάγδα Λιόλιου. Τα φτιάχνει αυτός με τη Ζωή κι ο Τσανάκας με τη Μάγδα. Τα κορίτσια μένουν πίσω απ' τον Άι-Λευτέρη, στου Βότση. 1940. Ξεσπάει πόλεμος. Ο Τσιτσάνης υπηρετεί, κάπου στο Αμύνταιο. Σπάζει το Μέτωπο, γυρίζει, πάει λίγο στα Τρίκαλα, ξαναγυρνάει στη Θεσσαλονίκη. Απολύεται. Παίζει με τον Τσανάκα σε διάφορα κέντρα. Οι δύο φίλοι αρραβωνιάζονται τις δύο φιλενάδες. Γίνονται σώγαμπροι.
Στις 9 Απριλίου 1941 μπαίνουν οι Γερμανοί στη Θεσσαλονίκη. Κατοχή. Έσχατη πείνα. Μαυρίλα, τρομοκρατία. Ο Τσιτσάνης παίζει όπου βρίσκει. Και γράφει συνέχεια. Έχει ήδη γνωρίσει τον διαβόητο Νίκο Μουσχουντή, υποδιοικητή Ασφαλείας Θεσσαλονίκης που είναι φανατικός του ρεμπέτικου. Την ίδια εποχή η Αριστερά απορρίπτει το ρεμπέτικο ως «τραγούδι της αστικής παρακμής». Ίσως γι' αυτό ο Τσιτσάνης δεν έγινε ποτέ αριστερός. Αλλά μάλλον δεν ήτανε ούτε δεξιός. Αυθαίρετα, θα τον χαρακτήριζα «καθωσπρέπει αναρχικό».
Ουζερί Τσιτσάνης
Ο Τσιτσάνης παντρεύεται τη Ζωή (Μάρτιος 1941) κι ο Τσανάκας τη Μάγδα. Στα 1942, το φθινόπωρο, ο Τσιτσάνης με τον κουνιάδο του Αντρέα Σαμαρά, φτιάχνουν το «Ουζερί Τσιτσάνης», στην Παύλου Μελά 22. Πιάνουν σπίτια οικογενειακώς, στον ίδιο δρόμο, λίγο παρακάτω. Η Κατοχή όλο και πιο ζοφερή. Πεθαίνει κόσμος απ' την πείνα, τις εκτελέσεις, τις προδοσίες, τα καταναγκαστικά. Η φυματίωση θερίζει. Οι Γερμανοί ξεκινούν το πρόγραμμα αφανισμού των 45.000 Εβραίων της Σαλονίκης. Το ουζερί, όμως, ζει σαν ένας αυτόνομος θάλαμος, έξω από την Ιστορία. Καλά λεφτά, εμπορεύματα από μαυραγορίτες, λαθρέμπορους και ναυτικούς. Ακριβά ποτά. Επάρκεια αγαθών. Στον δρόμο, έξω, πέφτουν τουμπανιασμένοι από ασιτία, αλλά όσοι δουλεύουν στο ουζέρι την περνούνε κοτσάνι. Από σαμπάνιες μέχρι χαβιάρι χωρίς υπερβολή. Οι γερμανικές περίπολοι το ελέγχουν κάθε βράδυ, αλλά δεν ενοχλούν. Μπαίνουνε μέσα, τους κερνάει ο Σαμαράς ένας σναπς και δρόμο. Ποτέ δεύτερο. Ντάνκε. Γκούντεν νάχτεν.
Ο Μουσχουντής έχει λόξα με τον Τσιτσάνη. Είναι σχεδόν κάθε βράδυ εκεί. Τον προστατεύει, χάριν της «Συννεφιασμένης Κυριακής». Είναι ο ύμνος του. Εξάλλου, έγινε κουμπάρος του Τσιτσάνη, στον γάμο του συνθέτη. Μερικοί λένε ότι ίσως του έδινε και μαύρο, από εκείνο που κατέσχε από λαθρεμπόρους. Είναι πιθανό... Εξάλλου ο Τσιτσάνης, ας μην κρυβόμαστε, ήξερε τι γινόταν όταν συνέβαινε στα πέριξ φωτιές να καίνε. Τι έφερνε, αργότερα, το παπόρι απ' την Περσία. Και στον τεκέ του Σιδέρη, που ήταν κολλητά στα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα, τι κάνανε, άραγε, οι μάγκες πρωί πρωί με τη δροσούλα; Μπιρίμπα έπαιζαν ή τις κουμπάρες; Κι ο Μουσχουντής ήξερε, βέβαια, τι γινόταν, πολύ καλά. Πότε έκανε ντου, πότε μαλάκωνε. Μια μπουζούριαζε τον Σιδέρη στο Γεντί Κουλέ, μια τον άφηνε χαλαρό, στον τεκέ. Με την πίεση θα μάζευε κι αυτός από 'κεί τις πληροφορίες του. Έπαιρνε κι έδινε.
Ο Τσιτσάνης συγκάτοικος
Μαρτυρία της Ελευθερίας Στοΐδου, που, στην Κατοχή, έμενε με τον σύζυγό της Φίλιππο, πάνω από την οικογένεια Τσιτσάνη, Παύλου Μελά 21, απέναντι, σχεδόν, από το ουζερί: «Ήταν πολύ καλός άνθρωπος ο Βασίλης. Αγαθόψυχος, ευγενής, και ως συγκάτοικος, τι να πω, υπέρ του δέοντος διακριτικός. Όταν έπαιζε μπουζούκι, χάιδευε τις χορδές για να μη μας ενοχλήσει. Μόλις που τον ακούγαμε όταν βασανιζόταν με τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" και τα τόσα άλλα τραγούδια που σκάρωσε σ' εκείνο τον χώρο».
Συννεφιασμένη Κυριακή
Το εν λόγω θρυλικό τραγούδι δεν αναφέρει λέξη περί Κατοχής, αντίστασης, πεθαμένων από πείνα, τίποτα. Δες το, στίχο στίχο. Ούτε λέξη. Μάλλον είναι ερωτικής έμπνευσης τραγούδι. Αλλά, κατόπιν, πολύ αργότερα, πιέζοντας τον Τσιτσάνη διάφοροι να βγάλει, με το ζόρι, αριστεριλίκια που ήτανε, τότε, της μόδας, άρχισε να λέει κι ο Τσιτσάνης πως δήθεν εμπνεύστηκε το τραγούδι από ένα σκοτωμένο παλικάρι επί Κατοχής. Εγώ δεν βλέπω καμιά Κατοχή μέσ' στο τραγούδι. Εκτός αν θέλουμε να την δούμε με το ζόρι. Ο Τσιτσάνης δήλωσε τα σχετικά, ίσως και για να δείξει πως, τρόπον τινά, έκανε κάποιαν αντίσταση, έστω και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Μήπως δεν έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι αυτός δεν είχε ποτέ ιδέα από χασίσια και άλλα τέτοια κακά πράματα; Τι να έκανε; Τι να έλεγε; Πρόσεχε, μη του βγει κάνα όνομα. Έμαθε να φυλάγεται. Πλαγιοδρομούσε. Κατά τη σύντομη φάση της ΕΑΜοκρατίας γράφει δύο ΕΑΜικούς ύμνους. Μάλλον από φόβο. Ή, από τυχοδιωκτισμό. Με κουμπάρο τον Μουσχουντή και φανατισμένη την ΟΠΛΑ, ήξερε ότι μάλλον είναι σημαδεμένος. Ότι κινδύνευε. Ήθελε να επιβιώσει, να κάνει το έργο του. Αυτό ήταν το πιο σημαντικό γι' αυτόν. Αυτό ήταν το πεπρωμένο του. Δήλωσε στον Χατζηδουλή: «Το είπα. Δεν έχω άλλα όπλα απ' τα τραγούδια μου». Οι άλλοι δεν το έβλεπαν. Ούτε οι αριστεροί ούτε οι δεξιοί. Το εξωφρενικό: μόνο ο Μουσχουντής, οι μαυραγορίτες και οι λαθρέμποροι κατάλαβαν νωρίς. Αυτή είναι η ξερή αλήθεια. Ούτε καν οι ποιητές πήραν χαμπάρι. Στο «Ουζερί Τσιτσάνης» (1942-1945) δεν πάτησε ποτέ κανένας Θεσσαλονικεύς ποιητής. Ούτε ο Βαφόπουλος, ούτε η Καρέλλη, ούτε ο Πεντζίκης, ούτε ο Βαρβιτσιώτης, ούτε ο Κιτσόπουλος, ούτε ο Θέμελης. Δεν ήξεραν καν πού πέφτει αυτό το χαμαιτυπείο.
Μακριά από γραβάτες
Ο Τσιτσάνης δεν συνεργάστηκε με τους Γερμανούς, ούτε με την κατοχική κυβέρνηση, ούτε με τους ταγματασφαλίτες. Δεν ανήκε, όμως, ούτε στην αντίσταση, αριστερή και δεξιά. Ήταν καθωσπρέπει, ήταν πονηρός και, προφανώς, δεν του άρεζαν τα θολά, ομαδικά σπορ. Δεν τα υπηρέτησε, δεν τα καπηλεύτηκε. Δεν εμπιστευόταν κανέναν κι αποδείχτηκε πως δεν είχε και τόσο άδικο, αν σκεφτούμε τον φρικαλέο, διπλά κατευθυνόμενο Εμφύλιο που ακολούθησε. Και δεν ξέρω ποιος μπορεί να τον κρίνει. Ήταν μοναχικός και φιλύποπτος ο βλάχος. Καθωσπρέπει, αλλά απολύτως ανεξάρτητος. Κι απεχθανόταν τις γραβάτες. Δεν υπάρχουν παρά κάνα δυο φωτογραφίες μόνο, στις οποίες φοράει καπίστρι. Τώρα, θα πεις, γραβάτα φορούσε κι ο Λένιν. Σωστά, πάντως ο Τσιτσάνης την θεωρούσε σύμβολο υποταγής, κι έλεγε πως αν φορέσει και γραβάτα, δεν θα υπάρχει τίποτε, πια, στο οποίο να μπορεί να αντισταθεί. Μπορεί, όμως, να ήταν και μια απλή λόξα του.
Ένα βράδυ, κάποιος παραλής, για να τον πειράξει, του πάει ένα δώρο, κλεισμένο σε ακριβό κουτί. Με μπομπέ κορδέλα. Το ανοίγει ο Τσιτσάνης και βλέπει μέσα δώδεκα γραβάτες. Μετά το γέλιο, τις χάρισε στον κουνιάδο του Αντρέα, που κονόμησε έτσι γραβάτες για μια δεκαετία.
Έτσι ήτανε το φυσικό του
Ήτανε πάντα πολύ λεπτός κυρίως στα νιάτα του. Λιγόφαγος. Πολύ αδύνατος, με χέρια όμορφα, λεπτά. Δαχτυλίδι στο μεσαίο δάχτυλο. Μουστάκι εποχής. Προυσκομάτης. Βλέμμα χαβλέμικο. Μαλλιά μπόλικα, λίγο μπουκλέ, προς τα πίσω. Σταυροπόδι σφιχτό, παντελόνια φαρδιά. Έπινε λίγο, κάπνιζε αρκετά. Το έκοψε, λίγα χρόνια πριν από το τέλος. Ένα χρυσό δόντι στα γεράματα. Μιλούσε συνήθως με τρικαλινή προφορά, έλεγε «ποτάνα» αντί «πουτάνα», έλεγε «ο» το «ου»: δικό μο'. Όταν ήθελε, όμως, μιλούσε ψευτο-κανονικά. Ήταν διαβασμένος, ο πιο μελετηρός απ' το σινάφι. Αυτό φαίνεται κι από τα χειρόγραφα τραγούδια του κι από τα τετράδια περί «Αρχόντισσας» που έχουνε δημοσιευτεί. Ο γραπτός του λόγος είναι άνοστος, μορφωμένος, μελό, αλλά στον προφορικό, και κυρίως στα τραγούδια του, κρατάει τη λαϊκή ευθυβολία. Αν χρειαστεί, τολμάει και λόγιες λέξεις ανάμεσα στις λαϊκές. Γράφει το περίφημο: «Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε». Τι καλύτερο απ' αυτό το «πέριξ»; «Ή: καθάρισε τη θέση σου, μ' αυτή σου την κατάσταση, πριν κάνω επανάσταση».
Ο Τσιτσάνης πρόσεχε πάντα τι έλεγε. Να μη θίξει άδικα κανέναν. Ήξερε το βάρος που έχουνε τα λόγια. Σπάνια έκανε δημόσια κριτική σε κάποιον. Αυτό που λέμε: ονομαστί. Και ξεχώριζε τα καλά του άλλου. Ήτανε μάγκας, με την καλή έννοια. Είχε, μέσα του, άξονα, αυτοσεβασμό. Υπολόγιζε το χρήμα, αλλά δεν το 'σφιγγε. Δεν τα πύργιαζε τα λεφτά. Πάντα βοηθούσε συγγενείς. Κάποτε με δανεικά κι αγύριστα. Κάθε χρόνο, στην εκκλησιά του Άι-Λευτέρη, όπου παντρεύτηκε, στη Θεσσαλονίκη, έστελνε φράγκα στον παπά. Μέχρι που πέθανε. Το είχε τάμα. Και πάντα επισκεπτόταν με σεβασμό τον τάφο του κουμπάρου του, Νίκου Μουσχουντή. Και το έλεγε, άσχετα αν ο Μουσχουντής ήτανε πολιτικά αυτός που ήταν. Ο Τσιτσάνης δεν τον εγκατέλειψε, δεν τον πούλησε, παρ' ότι ήξερε ότι αυτό ίσως να μην κάνει καλό στη φήμη του. Προτίμησε όμως τη φιλία και την ευγνωμοσύνη, κι όχι το πούλημα, όπως κάνουν μερικοί correct και τιμητές σε κοντινούς φίλους, ακόμα και σε συγγενείς, όταν εκείνοι χάσουν την εξουσία ή πέσουνε στη δυσμένεια των καιρών.
Μανία με τα ρούχα, τα οικόπεδα
Παρ' ότι δεν άντεχε τις γραβάτες, είχε ενδιαφέρον για το καλό ντύσιμο. Στην Κατοχή είχε βρει μια διαδρομή κι αγόραζε γερά ρούχα και παπούτσια απ' τη Σερβία. Βέβαια, δεν είχε τη μανία με την κομψότητα, την καθαριότητα και την μπριγιαντίνη που είχε ο φίλος του ο Τσανάκας, ο οποίος ήταν ομορφόπαιδο, πραγματικός ζεν πρεμιέ, αλλά πρόσεχε. Κατά καιρούς, βέβαια, έχει φωτογραφηθεί με παράξενα ντυσίματα, λίγο ακραία, κυρίως κατά την κακόγουστη δεκαετία του '70, που όλη η μόδα ήταν αβάσταχτη. Πάντως, δεν είχε την εμμονή σε κλασικουριές που είχε, ας πούμε, ο Μουφλουζέλης ή άλλοι ρεμπέτες και λαϊκοί της εποχής του. Ήταν, και στο ντύσιμο, πιο ανοιχτός. Μετά το '46, που κατέβηκε στην Αθήνα, πήγαινε στην Αμερικανική Βάση και ψώνιζε περίεργα ρούχα και πράματα, τρανζιστοράκια, εξωφρενικά αξεσουάρ και τέτοια. Επίσης, είχε λόξα με τα οικόπεδα. Αυτό, βέβαια, ήταν και η μανία της γενιάς του: ένα δικό μας κεραμίδι, λίγη γη, το όνειρο του δικού μας σπιτιού. Συχνά τηλεφωνούσε στη Θεσσαλονίκη στον κουνιάδο του, τον Αντρέα Σαμαρά, να κατεβεί στην Αθήνα να πάνε να δούνε «ένα οικοπεδάκι». «Πάλι οικόπεδο, ρε Τσίλα;» «Έλα, κατέβα, αυτό μου φαίνεται πολύ φίνο».
Δίπλωμα οδηγήσεως
Ο Τσιτσάνης πρέπει να έμαθε να οδηγεί γύρω στα 1958, 1959, στη Θεσσαλονίκη, όπου ερχόταν από την Αθήνα κι έμενε κατά διαστήματα, παίζοντας στο Καλαμάκι, στους «Χορτατζήδες» και σε άλλα μαγαζιά. Ο κουνιάδος του, ο Αντρέας είχε, τότε, ένα OPEL OLYMPIA. Και του έλετε: «Τσίλα, πάνε πάρε δίπλωμα να σου δίνω το αυτοκίνητο, να πηγαίνεις μ' αυτό στο μαγαζί. Κοτζάμ Τσιτσάνης και να μην ξέρεις να οδηγάς...». Τελικά πάει, μαθαίνει ο Τσιτσάνης. Ένα βράδυ παίρνει το OPEL και πάει στους «Χορτατζήδες», όπου δούλευε. Αργά την ίδια νύχτα, χτυπάει με αγωνία την πόρτα του κουμπάρου του: «Αντρέα, ξύπνα, μας κλέψανε το αμάξι». Πράγματι, του το είχανε κλέψει έξω από το μαγαζί. Ο Αντρέας σηκώνεται, ακούει πώς έγινε και λέει: «Καλά, ρε Τσίλα, ηρέμησε, μη στενοχωριέσαι, θα πάρουμε άλλο». Τελικά, βρήκαν το αμάξι στο Ασβεστοχώρι, όπου το παράτησαν εκείνοι που το είχανε κλείψει. Πάντως, το γεγονός ότι ο Τσιτσάνης έμαθε να οδηγεί από τότε, είναι ενδεικτικό του χαρακτήρα του, αν σκεφτεί κανείς ότι, ακόμα και σήμερα, πολλοί άνθρωποι της Τέχνης δεν μπορούν να οδηγήσουν όχημα, γεγονός που χρήζει μελέτης. Σε μνήμες φίλων του Τσιτσάνη αναφέρεται μια Σιτροέν-βάτραχος που είχε ο συνθέτης, κι αργότερα μια άσπρη Μερσεντές.
Πάθος με την μπάλα
Ο Τσιτσάνης, κι αυτό δεν είναι πολύ γνωστό, ήτανε φανατικός ποδοσφαιρόφιλος είχε, βέβαια, λόξα και με το τάβλι, αλλά με την μπάλα ήτανε παθιασμένος. Ενόσω έμενε στη Θεσσαλονίκη πήγαινε πολύ συχνά στα γήπεδα, αλλά έκανε και κάτι άλλο: κάθε Κυριακή χαράματα, πριν βγουν οι εφημερίδες, ανέβαινε στα γραφεία του «Ελληνικού Βορρά», στην Τσιμισκή, και ξεροστάλιαζε στον διάδρομο, αν χρειαζόταν ώρες, να πάρει στα χέρια του την φρεσκοτυπωμένη εφημερίδα, πριν ακόμα κυκλοφορήσει, και να διαβάσει τι έγινε με τους αγώνες ποδοσφαίρου. Υπάρχει και φωτογραφία του Τσιτσάνη, με μαύρα γυαλιά ηλίου, με παράγοντες και οπαδούς του Άρη μέσα στο γήπεδο του Χαριλάου. Αλλά έχω και μια παλιά μαρτυρία του Αντρέα Σαμαρά, με τον οποίο πήγαιναν στο γήπεδο και, λόγω Τσιτσάνη, τους υποδέχονταν όλοι με πολλή αγάπη στην κερκίδα και στα αποδυτήρια. Πηγαίνανε και σε προπονήσεις. Μια φορά, που κατέβηκε ο Αντρέας στην Αθήνα, τον πήρε ο Τσιτσάνης και πάνε στην Κόρινθο, να δούνε ένα ματς. Εκεί, τους έγινε μεγάλη υποδοχή.
Το γράψιμο
Πέρα από το τι μικρόψυχο έχει λεχθεί, και τι υπερβολές και μιζέριες έχουνε γραφτεί για το αν έκλεψε από άλλον ένα τραγούδι, αν και πόσο η «Συννεφιασμένη Κυριακή» ήταν δικιά του, για το αν άλλαξε ένα στίχο στα «Καβουράκια», ο Τσιτσάνης υπήρξε ένας στιβαρός δημιουργός, με αστείρευτο πάθος κι επιμονή. Το έργο του είναι μεγάλο, αποτέλεσμα του χαρίσματος που είχε ο άνδρας, του χαρακτήρα του και απέραντου μόχθου. Είναι προφανές πως ήταν ένας δημιουργός εξαιρετικά χαρισματικός κι εμπνευσμένος. Μυαλό που συλλογιζόταν πολύ πάνω στα πράγματα, κι όχι μόνο τα καλλιτεχνικά. Είναι κορυφαίος λαϊκός συνθέτης, αν, τελικά, κρίνεται κανείς από το αποτέλεσμα, από το έργο του, κι όχι από τις ιδεοληψίες, το παραλήρημα και τα νταβατζιλίκια του καθενός. Είναι γνωστό ότι ο Τσιτσάνης ξεσκιζόταν στη δουλειά, όχι μόνο στο πάλκο, για την καθημερινή επιβίωση, αλλά και στην άλλη, την πιο δύσκολη: την πρωτογενή δημιουργία που θέλει ενδοσκόπηση, καταβύθιση, ντέρτι, επιμονή, σπλάχνα, ταλέντο, μεράκι, έμπνευση και απέραντη εργασία.
Για να βγουν εκ του μηδενός τόσα πολλά τραγούδια, που τα τραγουδάει όλη η χώρα για δεκαετίες, επί τόσες γενιές. Κι είναι αδιάφορο, αν έκλεψε ή παράλλαξε ο Τσιτσάνης ένα τραγούδι, έναν σκοπό, μιαν ιδέα, έναν στίχο. Ο όγκος και η ποιότητα του έργου του δεν ακυρώνονται από παρωνυχίδες. Μη χάνουμε το δάσος.
Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ
Είναι τραγικό το ότι ο Τσιτσάνης πέθανε στο Λονδίνο το δίκαιο είναι να είχε κοιμηθεί στη Θεσσαλονίκη, τα Τρίκαλα, την Αθήνα. Η Σαλονίκη τού πήγαινε περισσότερο, γι' αυτό και σ' αυτήν έγραψε τα πιο ωραία τραγούδια του, από το 1938 έως το 1946, που κατέβηκε στην πρωτεύουσα. Η Θεσσαλονίκη τού ταίριαζε πιο πολύ ως ύφος πόλης. Ως τρόπος ζωής. Οι δρόμοι. Τα σπίτια, η αίσθηση. Περίκλειστη πόλη και ταυτόχρονα ανοιχτή, στη θάλασσα. Μια δύσκολη αγκαλιά. Λαϊκή και αστική ταυτόχρονα. Χαμηλοτάβανη και παθιασμένη. Με στενά πεζοδρόμια και μεγάλα πάθη. Κοσμοπολίτικη κι αυτοκτονική. Ζεστή, αστραφτερή και ζόρικη. Ο Τσιτσάνης μάλλον το ένιωθε αυτό. Αλλά υπερίσχυσε ο ρεαλισμός του, η πραγματικότητα των φωνογραφικών εταιρειών που ήταν στην Αθήνα. Όμως, αποδείχτηκε: τα καλύτερα τραγούδια δεν γίνονται όπου είναι οι εταιρείες, γεννιούνται πρώτα μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Κι η κάθε καρδιά θέλει το κατάλληλο γιατάκι για να ζεσταθεί, να δουλέψει.
Η Σαλονίκη τον πονούσε πάντα. Είπε: «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο αγαπώ τη Θεσσαλονίκη. Σ' αυτή την πόλη ετοίμασα στην Κατοχή ολόκληρο έργο. Ένα έργο που είχε μέσα τον καλύτερο μουσικό μου κόσμο».
Ο Τσιτσάνης κατόρθωσε να κάνει το έργο του, γιατί επέμεινε απαρέγκλιτα στη γραμμή της δημιουργίας. Δεν ξοδεύτηκε σε λεζάντες, δεν μπλέχτηκε στα πολιτικά, δεν σπαταλήθηκε. Δεν τα ήθελε όλα δικά του. Ήξερε τι αξίζει γι' αυτόν, από πού θα το πάρει, πώς θα το δουλέψει. Έκανε σκληρή οικονομία δυνάμεων. Μετρούσε τον χρόνο, διάλεγε. Ήταν ακριβός. Και τα προσόντα του τα οδήγησε, έτσι, στην έσχατη απόδοση. Τράβηξε τον δρόμο του μέσα από πολλές συμπληγάδες, πολιτικές, ιδεολογικές, κοινωνικές, οικονομικές, συναισθηματικές, καλλιτεχνικές. Επί δεκαετίες, χωρίς να τον καταλαβαίνουν εκείνοι που τα ήξεραν όλα. Ακόμα και τώρα, μερικοί, θέλουνε να τον χώσουν, αναδρομικά, στα δικά τους καλούπια. Να τον κάνουνε correct με βάση το δικό τους ιδεολόγημα. Με 108 να τον χρεώσουνε αριστερές ή δεξιές σκελέες. Αφήστε, ρε, τον άνθρωπο. Γιατί να του κολλήσουμε, με το ζόρι, φτέρωμα που δεν είχε;
Όπως λένε και οι Ιταλοί: Αν ένα λιοντάρι τού φορέσεις προβιά κατσίκας, μετά να μη διαμαρτύρεσαι αν το πηδήξει ο τράγος.
Εξάλλου, το είπε κι ο ίδιος ο Τσιτσάνης:
«Έχω βάρκα για σεργιάνι, που για ψάρεμα δεν κάνει».
Στον σεβντά της δεμένος
Είναι γνωστό ότι η γυναίκα του Ζωή ήταν από τις ωραιότερες κοπέλες, τότε, στη Θεσσαλονίκη. Ο Τσιτσάνης αγαπούσε πολύ τις γυναίκες αυτό έλειπε, να μην τις αγαπούσε. Είναι προφανές ότι τον ενέπνεαν, τον κινητοποιούσαν, και πως αρκετές απ' αυτές, πέρα από το ερωτικό, σφράγισαν την καριέρα του, όπως, βέβαια, τις σημάδεψε κι αυτός:
Μαρίκα Νίνου,
Σωτηρία Μπέλλου, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και άλλες. Ο συνθέτης πρέπει να είχε θαυμαστική στάση απέναντι στη γυναικεία ομορφιά, αλλά μάλλον θεωρούσε ότι οι γυναίκες είναι ασταθείς. Το είπε αλλιώς: «Καμιά απ' αυτές δεν είναι στα καλά της». Αλλά, μάλλον το έλεγε παιγνιωδώς. Και, πάντως, φαίνεται να πίστευε στους ξεχωριστούς ρόλους των δύο φύλων. Ήταν ένα παράξενο κράμα συντηρητισμού και ανοιχτού μυαλού. Από την άλλη, έχει γράψει μερικά από τα πιο λατρευτικά άσματα για γυναίκες, την Γκιουλ-Μπαχάρ, τη Μαρίτσα, για ένα σωρό ξελογιάστρες, ντελμπεντέρισσες, αρχόντισσες και μοιραίες σατράπισσες. Όπως και συγκλονιστικά τραγούδια για το ακατόρθωτο της αγάπης: Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα... Αλλά και μάγκικα: Θα κάνω ντου βρε πονηρή στα στέκια που αράζεις... Το γεγονός είναι πως παρ' ότι, στον βίο του, δεν περιφρόνησε τα εξωσχολικά βιβλία, ποτέ δεν διατάραξε την οικογένειά του. Κράτησε τη δύσκολη ισορροπία. Καλός οικογενειάρχης και σύζυγος (με τη Ζωή απέκτησε δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα) αλλά, ευκαιρίας δοθείσης, κι εμπνευσμένος εραστής, καλλιτεχνικά, δυνητικά ή πραγματικά. Δόξασε τη γυναίκα, στον «σεβντά της δεμένος».