ελληνική μουσική
    654 online   ·  210.830 μέλη
    αρχική > e-Περιοδικό > Συνεντεύξεις

    Ο Μάνος Τσιλιμίδης αποκαλύπτει τις ιστορίες των τραγουδιών του!

    Ο Μάνος Τσιλιμίδης αφηγείται τις ιστορίες των στίχων του σαν διηγήματα που έγραψε άγρυπνος στην Εθνική Οδό…

    Ο Μάνος Τσιλιμίδης αποκαλύπτει τις ιστορίες των τραγουδιών του!

    Γράφει ο Κωνσταντίνος Παυλικιάνης (CHE)
    223 άρθρα στο MusicHeaven
    Τετάρτη 18 Ιαν 2017

    Ο ραδιοφωνικός παραγωγός και συγγραφέας Μάνος Τσιλιμίδης αποκαλύπτει τις ιστορίες πίσω από τα διάσημα τραγούδια του. Από το «Ετοιμάζω Ταξίδι» (Ελένη Δήμου) και το «Λικεράκι» (Χριστίνα Μαραγκόζη) μέχρι την «Οικογενειακή Υπόθεση» (Αντώνης & Γιάννης Βαρδής) και άλλα, ο Μάνος Τσιλιμίδης αφηγείται τις όμορφες ιστορίες του σαν διηγήματα που έγραψε άγρυπνος στην Εθνική Οδό…

    «Ετοιμάζω Ταξίδι» - Ελένη Δήμου (σύνθεση: Τάκης Μπουγάς, 1984)
    Μάνος Τσιλιμίδης: Όταν ήμουνα περίπου 8 χρονών, ένας ξάδελφος –ο Γιώργος, καλή του ώρα- έφυγε με το Πολεμικό Ναυτικό. Ήτανε αξιωματικός κι έπρεπε να ταξιδεύει πολύ και κουβάλησε όλα του τα υπάρχοντα  σ’ ένα καμαράκι, μια αποθηκούλα, που είχε η μάνα μου στην αυλή. Εγώ ανακάλυψα στην πορεία -γιατί μικρό παιδί έψαχνα παντού- ότι ανάμεσα στα πράγματά του υπήρχε μία γραφομηχανή. Την έβγαλα χωρίς να ρωτήσω κανέναν, πέρασα μία σελίδα χαρτί κι άρχισα να γράφω. Ήτανε χαλασμένο το γράμμα «Τ» κι έτσι σε ό,τι έγραφα έπρεπε μετά μ’ ένα στυλό να προσθέτω  το γράμμα «Τ» σε κάθε σελίδα. Όταν μ’ ανακάλυψε η μητέρα μου, μου είπε ότι «αυτό δεν μπορείς να το κάνεις αν δεν έχεις άδεια από κείνον  που του ανήκει η γραφομηχανή. Δεν μπορούμε να παίρνουμε τα πράγματα των άλλων χωρίς να μας το επιτρέπουν». Οπότε, με την πρώτη ευκαιρία, τον ρώτησα και μου είπε «στη χαρίζω!». Θυμάμαι ότι την πήρα μαζί με τον πατέρα μου και πήγαμε εκεί που ήτανε παλιά η εφημερίδα Απογευματινή, σ’ ένα δρομάκι πίσω από το ξενοδοχείο Τιτάνια, όπου υπήρχε ένας μάστορας, πήρε τη γραφομηχανή, της έβαλε το «Τ», τη λάδωσε και, επειδή ήμουνα υπέρβαρο παιδί και δεν ήμουνα πολύ των αθλημάτων, βρήκα μία διέξοδο καταπληκτική σ’ αυτό το πράγμα. Δηλαδή ακόμα και τα μαθήματα του σχολείου, τις εκθέσεις κι όλα αυτά, πέρναγα σελίδα λευκή και τα έγραφα εκεί. Και το δεχόντουσαν οι δάσκαλοι γιατί ήμουνα πολύ επιμελής. Ξέρανε ότι γράφω καλλιγραφικά γράμματα άμα χρειάζεται, αλλά δεχόντουσαν το ότι τους πήγαινα δακτυλογραφημένη την εργασία που μου είχανε αναθέσει. Έγραφα και ποιηματάκια, αλλά έμμετρα. Ό,τι έβλεπα γύρω μου, ό,τι με συγκινούσε, το έγραφα με ομοιοκαταληξία και μέτρο αλλά δεν τα έδειχνα σε κανέναν. Τα συγκέντρωνα σ’ ένα ντοσιέ της εποχής, με λάστιχο γύρω-γύρω. Οι φίλοι μου όμως, που δεν ήτανε χοντροί σαν κι εμένα, παίζανε μπάλα από κάτω στο στενό –έχω γεννηθεί στην οδό Πατησίων, σ’ ένα στενάκι αδιέξοδο που λέγεται Σκαραμαγκά- και μου φωνάζανε «έλα να παίξεις μπάλα, έλα να παίξεις μπάλα», «τι κάνεις όλη μέρα εκεί με τη γραφομηχανή στο σπίτι σου;» και με ψιλογιουχάρανε γι’ αυτό. Κι έλεγα εγώ από μέσα μου με το παιδικό μου το μυαλό –πρόσεξε, μιλάμε για 8-9 χρονών παιδάκι– «Δεν πειράζει, κοροϊδεύετε εσείς, αλλά θα ‘ρθει μία μέρα που θα περπατάω στο δρόμο, θα περάσει ένας άνθρωπος από δίπλα μου και θα τραγουδάει τραγούδι που θα το ‘χω γράψει εγώ». Ο ένας εξ αυτών ήταν συνονόματός μου, λεγόταν Μανώλης. Και μία μέρα, επειδή ήταν καλό παιδί και μιλούσαμε, του το ‘πα αυτό. Και μου λέει «Με την καρδιά μου στο εύχομαι». Μ’ άρεσαν τα τραγούδια, άκουγα, προσπαθούσα να καταλάβω τι λέγανε οι στίχοι, συγκεντρωνόμουνα στο τραγούδι, και μία μέρα τον Αύγουστο του 1984 –εγώ γεννήθηκα το 1958 άρα ήμουν 26 χρονών- το φέρνει η κατάσταση έτσι και είμαι στην Κυλλήνη. Έχει κυκλοφορήσει ο δίσκος με την Ελένη Δήμου, που περιέχει  το «Ετοιμάζω Ταξίδι», και είμαι στην Κυλλήνη και περιμένω το καράβι για Ζάκυνθο. Περιμένουμε στο λιμάνι, γιατί έχουμε πάει πιο νωρίς, και ξαφνικά μπαίνει το καράβι και από τα μεγάφωνά του παίζει το «Ετοιμάζω Ταξίδι»! Ήταν η πρώτη φορά που το άκουγα έτσι. Ήδη παιζόταν στο ραδιόφωνο. Και μου κάνει εντύπωση γιατί από το 1984 μέχρι τώρα είναι πάρα πολλά χρόνια κι η Ελένη στις συναυλίες της –τουλάχιστον 2-3 που έχω πάει εγώ τα τελευταία χρόνια- ξεκινάει το πρόγραμμα με το τραγούδι αυτό.

    Η έμπνευση για τους στίχους;
    Μ.Τ.:  Θα σου πω. Εγώ πήγαινα σ’ έναν οδοντογιατρό, που λέγεται Αύγουστος Βακόντιος, στη Φωκίωνος Νέγρη, ψηλά στην πλατεία Κυψέλης. Το «Ετοιμάζω Ταξίδι» δεν είναι το πρώτο μου τραγούδι. Το πρώτο μου τραγούδι ήταν ένα που ‘χα κάνει με την Τάνια Τσανακλίδου, που λέγεται «Τα Σφιγμένα Σου Χείλη». Έχει γράψει τη μουσική ο Γιάννης Σπανός. Είχα χτυπήσει με ένα μηχανάκι κι έπρεπε να κάνω μία επιδιορθωτική στα δόντια. Τίποτα το σπουδαίο, αλλά ήταν καλοκαίρι κι επειδή μετά από λίγο καιρό ο Βακόντιος θα πήγαινε διακοπές, μου λέει:
    - Θα έρχεσαι κάθε μέρα, θα κάθεσαι στο μπαλκόνι και σε κάθε κενό που θα βρίσκω θα μπαίνεις μέσα και θα δουλεύουμε, γιατί αλλιώς θα περιμένεις τον Σεπτέμβρη.

    Κι εγώ, προκειμένου να κυκλοφορώ σε κατάσταση άσχημη, πήγαινα κάθε μέρα. Εκεί, λοιπόν, στο μπαλκόνι, έγραφα στίχους γιατί είχα ήδη μπει στη διαδικασία να γράφω στίχους για τραγούδια. Είχα μεγαλώσει πια και είχα φύγει από τα ποιηματάκια. Έρχεται μία μέρα από πάνω μου και μου λέει:
    - Τί είναι αυτά; Τί γράφεις εδώ;

    Εκείνη την ώρα είχα τα «Σφιγμένα Σου Χείλη». Το ‘χα τελειώσει και το διόρθωνα. Το διαβάζει και μου λέει:
    - Μπορείς να μου το γράψεις σ’ ένα χαρτί αυτό, να το διαβάσω το βράδυ σε μία φίλη;
    - Για ποιό λόγο;
    - Έτσι, να πω ότι ένας πελάτης μου γράφει τόσο ωραία τραγούδια. Δεν μπορείς να μου το γράψεις αυτό σ’ ένα χαρτί;
    - Να σου το γράψω.

    Η φίλη του ήταν η Τάνια Τσανακλίδου. Ήταν πελάτισσά του για την ακρίβεια. Και το βράδυ που πήγε εκεί για να της φτιάξει τα δόντια, ενώ εγώ είχα φύγει,  της λέει:
    - Για διάβασε αυτό.

    Το διαβάζει η Τάνια, το παίρνει και το πάει στον Σπανό. Κι ένα βράδυ στο σπίτι της μάνας μου, χτυπάει το τηλέφωνο ώρα 3 παρά είκοσι. Το σηκώνω, γιατί εγώ κοιμόμουνα δίπλα στο τηλέφωνο –ήταν το σπίτι μικρό- κι απάντησα αμέσως. Και μες στον ύπνο μου ακούω μια φωνή και μου λέει:
    - Είστε ο κύριος Τσιλιμίδης;
    - Μάλιστα.
    - Είμαι η Τάνια Τσανακλίδου.

    Εγώ δεν καταλαβαίνω, διότι δεν μου είχε πει εμένα ο φίλος μου τίποτα. Και μου λέει:
    - Εσείς δεν είστε που γράψατε τα «Σφιγμένα Σου Χείλη»;
    - Ναι.
    - Θέλω να ‘ρθετε στο στούντιο να το ακούσετε γιατί θα το βγάλουμε σε δίσκο.
    - Να έρθω; Πότε να έρθω;
    - Τώρα, αν μπορείτε.
    - Πού είστε;

    Και μου λέει ένα στούντιο, το οποίο ήτανε 5-6 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μου. Ντύνομαι και φεύγω τρέχοντας. Η μάνα μου, ο πατέρας μου κι η αδελφή μου κοιμόντουσαν, δεν κατάλαβε κανείς ότι έφυγα. Πού λεφτά για ταξί, ούτε σκέφτηκα ότι μπορεί να πάω με ταξί εκεί, και πήγα στο στούντιο με τα πόδια, τρέχοντας, κι εκεί άκουσα το τραγούδι, το οποίο σε 5 ή 6 συλλογές που έχει κάνει η Τάνια Τσανακλίδου με τραγούδια της –πέρα από τον πρώτο δίσκο που κυκλοφόρησε- το έχει συμπεριλάβει. Ο Βακόντιος, για να ολοκληρώσω, είχε πελάτη και τον συνθέτη Τάκη Μπουγά, ο οποίος έμενε σ’ ένα σπίτι ακριβώς απέναντι. Και μου λέει (ο Βακόντιος):
    - Έχω κι έναν άλλο φίλο που του φτιάχνω τα δόντια, είναι συνθέτης και ψάχνει στιχουργό. Θέλεις να σ' τον γνωρίσω;

    Και με φέρνει σ’ επαφή και γράψαμε το «Ετοιμάζω Ταξίδι», το «Φεύγεις-Έρχεσαι» και το «Κάτι Γίνεται», τρία τραγούδια σ’ αυτό το δίσκο («Α+Β Προβολή»). Κανονικά πιστεύω ότι οι στιχουργοί θα ‘πρεπε να πληρώνουν ένα μέρος των δικαιωμάτων τους στους ανθρώπους που περπατάνε στο δρόμο αμέριμνοι. Γιατί διασταυρώνεσαι καμιά φορά με κάποιον άνθρωπο, ο οποίος μιλάει στον διπλανό του ή στο κινητό του τηλέφωνο τώρα πια, και λέει μία φράση ή μια λέξη, που μπορεί να σε κινητοποιήσει. Το ‘χω πάθει πολλές φορές. Ένα βράδυ, πριν γνωρίσω τον Μπουγά, μου είπε μία κοπέλα:
    - Τί θα γίνει; Δεν θα ετοιμάσεις κανένα ταξίδι για μένα;

    Ήτανε καλοκαίρι. Έτσι όπως μου το ‘πε, μου ‘κανε εντύπωση. Με απασχολούσε, λοιπόν, και μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου είχα γράψει με το μυαλό μου το «Ετοιμάζω ταξίδι / μοναχά για πάρτη σου / στα μεγάλα νησιά / του μυαλού και του χάρτη σου». Αλλά ήταν μόνο αυτό το τετράστιχο. Λέω «κάποια στιγμή θα σκεφτώ και κάτι άλλο να το κάνω τραγούδι». Δεν το πέταξα, λοιπόν, το έγραψα σ’ ένα χαρτί. Το είδε ο Μπουγάς και μου λέει:
    - Να το πάρω αυτό;

    Το παίρνει και γράφει μουσική ως κουπλέ εκεί που δεν υπήρχανε λόγια, και βάζει μουσική στο «Ετοιμάζω ταξίδι» και μετά μου λέει:
    - Πάρε τώρα αυτό και γράψε μου δύο κουπλέ με αυτό το ρεφρέν.

    Η μεγαλύτερή μου απόλαυση είναι να ακούω έναν συνθέτη να παίζει μία κιθάρα και να λέει «να-να-να-να-να-να» ή «λα-λα-λα» και να γράφω τα λόγια απάνω. Η καλύτερή μου είναι αυτή.

    Το περιμένατε ότι θα γνώριζε τόση επιτυχία;
    Μ.Τ.: Όχι. Πως μπορείς να το ξέρεις αυτό; Απλά έβλεπα ότι πέρναγαν τα χρόνια, ερχόντουσαν τα καλοκαίρια και οι εκπομπές έκλειναν με το «Ετοιμάζω Ταξίδι» ή το έβαζαν στην αρχή. Το ‘χω ακούσει να το τραγουδάνε μέχρι και ηθοποιοί στο «Μην Αρχίζεις Τη Μουρμούρα».

    Το 2005 γνώρισε και δεύτερη εκτέλεση με τον Γιώργο Γιαννιά. 
    Μ.Τ.: Ναι. Και μάλιστα πήραμε χρυσό δίσκο. Αυτό ήταν έκπληξη, δεν με ρώτησε κανένας. Απλά 10 μέρες πριν κυκλοφορήσει ο δίσκος, με πήραν τηλέφωνο από την εταιρεία και μου είπαν ότι ένας τραγουδιστής που λέγεται Γιώργος Γιαννιάς θέλει να κάνει ένα δίσκο και να βάλει το «Ετοιμάζω Ταξίδι». Μου είπανε:
    - Το ‘χουμε κάνει διασκευή.
    - Τί εννοείτε «διασκευή»;

    Το ‘χαν κάνει λίγο πιο ethnic στην ενορχήστρωση. Τους λέω:
    - Εντάξει. Άμα δεν το ‘χετε πειράξει πουθενά, δεν βλέπω γιατί να μην το κάνετε.

    Έτσι κι αλλιώς ήταν η τούρλα του Σαββάτου. Τί να έλεγα; Μια χαρά το είπε ο άνθρωπος.

     

    «Φεύγεις – Έρχεσαι» - Ελένη Δήμου (σύνθεση: Τάκης Μπουγάς, 1984)
    Μ.Τ.: Σ’ αυτό υπάρχει το εξής: φαίνεται σε μία ηχογράφηση ιδιωτική που έχω από την ημέρα που έγινε αυτό το τραγούδι. Εγώ πήγαινα στο σπίτι του Μπουγά για να δουλέψουμε άλλα πράγματα. Στο δρόμο, λοιπόν, άρχισε –δεν το θυμάμαι τώρα το πώς- να μου γεννιέται ένας στίχος μαζί με μία μελωδία πρωτόλεια. Η μελωδία με βοήθαγε γιατί κολλάγανε τα στιχάκια. Εγώ δεν το ‘χω ξανακάνει ποτέ στη ζωή μου, ούτε παίζω κανένα όργανο, αλλά είχα πάντοτε μαζί μου ένα δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι με μικροκασέτα διότι πολλά πράγματα που σκεφτόμουνα τα έλεγα στο μαγνητοφωνάκι, αλλιώς τα ξεχνούσα. Και μάλιστα για μία περίοδο το είχα και δίπλα στο κρεβάτι μου, για να αφηγούμαι τα όνειρα που έβλεπα εάν ξυπνούσα μέσα στη νύχτα, διότι δεν τα θυμόμουνα το πρωί. Ο Ευγένιος Ιονέσκο είχε γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο που περιγράφει τα όνειρά του, δηλαδή αυτά που θυμότανε και τα ‘γραφε σ’ ένα μαγνητόφωνο το πρωί που σηκωνότανε. Το ‘χω διαβάσει, λοιπόν, αυτό το βιβλίο πιτσιρικάς και προφανώς μου ‘κανε εντύπωση. Έτσι διεσώθη αυτή η πρωτόλεια εισαγωγή που έκανα, η μελωδία απάνω στο στίχο. Με βοήθαγε να χτίσω το στίχο «Κανείς δεν έχει λόγους να κρυφτεί / η σχέση αυτή ειν’ αρκετή και για τους δύο». Όταν πήγα εκεί (σ.σ.: στον Μπουγά) και του έβαλα την ηχογράφηση –γιατί περπάταγα και το τραγουδούσα- μου λέει:
    - Κάτσε να το φτιάξουμε αυτό. Καλός είναι ο μελωδικός δρόμος.

    Και το παίρνει και το ‘φτιαξε. Δεν θέλω να πω ότι έγραψα τη μουσική του τραγουδιού, θέλω να πω ότι απλά έδωσα την ιδέα έτσι όπως έσπαγα το στίχο. Σ’ αυτό το τραγούδι είχε συμβολή και ο Μακράκης ο Γιώργος. Ο Μακράκης ήταν ένας παραγωγός που έχει αφήσει πολύ μεγάλο σημάδι στη δισκογραφία. Αν τον είχες ζήσει στο στούντιο, θα ήξερες ότι με τις επεμβάσεις του σώζει τραγούδια. Στο «Φεύγεις-Έρχεσαι» ήταν ένα σημείο που δεν το καταλάβαινε. Μου λέει ο Μακράκης:
    - Εντάξει, είναι καλό τραγούδι. Είναι πολύ ωραίος ο στίχος, αλλά δεν καταλαβαίνω αυτό το «που φέρνουνε τον πανικό με δανεικό και το αντίο». Τί θες να πεις εδώ; Μήπως μπορείς να το σκεφτείς λίγο, να το καταλαβαίνω κι εγώ;

    Και το έκανα «που κάνουν τόσο ξαφνικό τον πανικό και το αντίο». Μετά τη δική του παρέμβαση.
    Πάντοτε είχα το αίσθημα ότι δεν μπορώ να κάτσω σε μία μεριά. Ιδίως όταν ήμουνα πιτσιρικάς πήγαινα κάπου και μόλις πήγαινα εκεί ήθελα να πάω κάπου αλλού. Μια ενέργεια που δεν σταμάταγε ποτέ. Υπό μία άλλη έννοια, αυτό το πράγμα είναι καταδίκη διότι, άμα λειτουργείς έτσι, χάνεις πολύτιμα σινιάλα της πραγματικότητας από γύρω σου. Μια κοπέλα, φίλη μου, μου ‘χε πει:
    - Τί γίνεται με σένα; Όλο φεύγεις-έρχεσαι, φεύγεις-έρχεσαι…

    Αυτό θυμάμαι ότι μου το ‘λεγε πάντα όταν με συναντούσε γιατί καθόμουνα λίγο και μετά ήθελα να φύγω πάλι.

    Ελπίζω να μη φύγετε στη μέση της συνέντευξης! (γέλια)
    Μ.Τ.: Όχι δεν θα φύγω! Θα περιμένω μέχρι το τέλος! Θα κάνω μια εξαίρεση! (χαμόγελο)

    «Οι Σταγόνες Της Αγάπης» - Ελένη Δήμου (σύνθεση: Λάκης Παπαδόπουλος, 1986)
    Μ.Τ.: Αυτό το τραγούδι έγινε πάνω σε στίχους που είχα ήδη γράψει. Ήτανε ο αμέσως επόμενος δίσκος που έκανε η Ελένη μετά το «Α+Β Προβολή» (σ.σ. «Κατά Βάθος… Αλεπού»). Μου ζήτησε να της δώσω κι εγώ κανένα τραγούδι και είχα γράψει αυτό. Πρέπει να σου πω ότι δεν είμαι στιχουργός που κάθεται και γράφει στίχους. Πρέπει να έχω ένα κίνητρο για να το κάνω. Δηλαδή πρέπει να μου ‘χεις δώσει μουσικές και την ώρα που θα δουλεύω πάνω στις μουσικές, θα γράψω άλλα δέκα τραγούδια. Αλλά δεν είναι ότι θα κάτσω στο γραφείο και θα πω «τώρα θα γράψω στίχους». Προτιμώ να περπατάω στο δρόμο και να ‘χω το τηλέφωνο μαζί μου στην εγγραφή. Κι αν σκεφτώ κάτι από αυτά που βλέπω γύρω μου, το λέω και το ξανακούω σπίτι μου. Εκεί μπορεί να δουλέψω. Αυτό είναι ένα κίνητρο, αλλά το καλύτερό μου είναι να έχω τη μουσική. Αυτό, όμως, ήταν έτοιμο. Είχα τελειώσει το κουπλέ και πήγαινε μόνο του. Λέει «Εσύ να φέρεις τα πολύχρωμα πουκάμισα κι εγώ να βγάλω τη σκόνη απ’ τη βαλίτσα μου». Πάλι το «ταξίδι». Μήπως έχω γράψει ένα τραγούδι τελικά σ’ όλη μου τη ζωή, με διάφορους τρόπους; Είπα τους στίχους στην Ελένη από το τηλέφωνο. Το ρεφρέν λέει «Αν αφήσεις της αγάπης τις σταγόνες, σαν το κύμα στο σεντόνι μου να πέσουνε, όλη νύχτα θα σου λέω τραγουδάκια, από κείνα τα φευγάτα που σ’ αρέσουνε» και παίρνω την Ελένη, αφού το έχει τραγουδήσει και το παίζουν ήδη τα ραδιόφωνα –γιατί κι αυτό το τραγούδι έχει κάνει μία πορεία- και της λέω:
    - Βρε κορίτσι μου, Ελένη μου καλή, έχεις υπόψη σου τί έχεις κάνει σ’ αυτό το τραγούδι;
    - Τί έχω κάνει;
    - Έχεις περιγράψει μία εκσπερμάτωση! (γέλια)

    Το ‘χα στο μυαλό μου να το ρωτήσω αυτό. Από μικρός αυτό πίστευα.
    Μ.Τ.: Μα, δεν είναι σαφές; Για να μην την αφήσει έγκυο –την ηρωίδα εννοώ- τελειώνει στο σεντόνι. Ήταν μία πρακτική της εποχής για να μην αφήνεις έγκυες τις συντρόφισσές σου. Η Ελένη Δήμου δεν το σκέφτηκε. Μάλιστα γέλασε πάρα πολύ όταν της το είπα. Μου λέει:
    - Δεν μου πέρασε ποτέ στη ζωή μου από το μυαλό!
    - Δηλαδή τί σκεφτόσουνα όταν τραγουδούσες αυτό τον στίχο;
    - Τον ιδρώτα των σωμάτων!

    «Ένα Λικεράκι» - Χριστίνα Μαραγκόζη (σύνθεση: Αντώνης Βαρδής, 1987)
    Μ.Τ.: Αυτό σκεφτόμουνα τώρα! Το πιστεύεις; Αφού είχε γίνει ο δίσκος της Δήμου, με φώναξε ο Μακράκης και μου λέει:
    - Δεν έχεις κανένα τραγούδι να δώσουμε στον Βαρδή;

    Κι εγώ είχα γράψει αυτό το τραγούδι εξαιτίας τού ότι μία μέρα, που ήμουνα σ’ ένα μπαρ, στη Ράτκα στη Χάρητος (Κολωνάκι), άκουσα κάποιον να λέει στον μπάρμαν:
    - Μπορείς να βάλεις ένα αλκοόλ;

    Εγώ δεν είχα ξανακούσει ποτέ κάποιον να γυρεύει ένα ουίσκι ζητώντας να του βάλουνε ένα «αλκοόλ». Προφανώς ο μπάρμαν γνώριζε τι πίνει ο πελάτης του και του βάζει. Όλη την ώρα, λοιπόν, σκεφτόμουνα, μέχρι να γυρίσω στο σπίτι στο Μουσείο, όπου έμεναν οι γονείς μου κι έμενα κι εγώ, με τι ριμάρει αυτό το άτιμο το «αλκοόλ». Δηλαδή ποια λέξη μπορεί να ριμάρει με το «αλκοόλ». Έψαχνα να βρω μία λέξη. Ξαφνικά, δεν ξέρω πως, μου ‘ρθε το «γκολ». Όταν μου ήρθε το «αλκοόλ» και το «γκολ», πήγα σπίτι μου κι έγραψα αυτό το κομμάτι: «Ένιωσα για σένα κάτι αξεπέραστο / μέσα σ’ έναν κόσμο άδικο κι ανέραστο / Ήρθες να την πέσεις, νέφος ιδιαίτερο / μες στον ουρανό μου τον ουδέτερο. / Έπιασα το βλέμμα και αναστατώθηκα / Κέρναγες χαδάκια, ήρθα και πληγώθηκα. / Έχω γίνει λιώμα, γέρνω και ζαλίζομαι / ψάχνω, δε σε βρίσκω κι εξοργίζομαι. / Κέρνα μου αγόρι μου ένα λικεράκι / έχω βαρεθεί να πίνω σκέτο αλκοόλ / ένα κατακόκκινο παθιάρικο φιλάκι / που μες στο τέρμα τ’ ουρανού με βάζει γκολ». Λέει «αγόρι μου» επειδή το κομμάτι το τραγουδάει η Μαραγκόζη. Κι επειδή λέει «σκέτο αλκοόλ» και μετά «κατακόκκινο παθιάρικο» εννοεί το φιλί-λικεράκι. Όχι σκέτο αλκοόλ, δηλαδή βότκα, τσίπουρο ή δεν ξέρω τι. Ένα φιλί γλυκό σαν λικεράκι βύσσινο.

    «Καινούργιο Πράγμα» - Βίκυ Μοσχολιού (σύνθεση: Σταμάτης Κραουνάκης, 1992)
    Μ.Τ.: Αξίζει τον κόπο η ιστορία! Το 1991, είχα κάνει μία επέμβαση και είχα μία μεγάλη τομή εδώ (σ.σ. δείχνει προς την κοιλιακή χώρα) και δεν μπορούσα να περπατήσω. Το τραύμα αυτό δεν έκλεινε και μου ‘χανε γάντζους για να κρατήσουν το δέρμα μπας και φιλοτιμηθεί και κλείσει. Τον Κραουνάκη τον ξέρω από το 1978, τότε που έγραφε μουσικές και τραγούδια σε παιδικές εκπομπές της ΕΡΤ –δεν ξέρω αν τα ‘χει κάπου φυλαγμένα, αν τα ‘χει είναι κοσμήματα- και εγώ επειδή είχα ωραία φωνή με φωνάζανε και έκανα τον αφηγητή. Και διάβαζα στις εκπομπές κι έβγαζα κανένα φράγκο. Κι έτσι τον ήξερα. Είχε ένα πολύ μικρό αυτοκινητάκι, κουπεράκι, και μπαίναμε μέσα πέντε άτομα! Μες στα χρόνια βλεπόμασταν, έκανε τις επιτυχίες του και λοιπά, και το καλοκαίρι του 1991 -που είμαι χειρουργημένος- έχω πάει στο σπίτι του στη Γλυφάδα, όπου έμενε εκείνο τον καιρό. Το σπίτι είχε έναν μεγάλο κήπο. Ο Κραουνάκης είναι στον κήπο μαζί με την ηθοποιό Γιάνκα Αβαγιανού, η οποία είναι κολλητή του φίλη, και έχουν ένα λάστιχο ο ένας και ένα λάστιχο ο άλλος και καταβρέχονται γιατί κάνει ζέστη. Εγώ, όμως, δεν μπορώ να το κάνω αυτό γιατί απαγορεύεται να βραχεί η πληγή. Όταν έκανα μπάνιο, έκανα ολόκληρη εκστρατεία για να μην πέσει νερό εκεί. Του βάζαμε νάιλον και τυλιγόμουνα σαν σαλάμι! Και δεν μπορώ να κάνω αυτά που κάνανε και που ήθελα πάρα πολύ. Καθόμουνα σε μια άκρη και τους έβλεπα που διασκεδάζανε. Εκείνος ήξερε ότι εγώ είχα περάσει την περιπέτεια κι ότι είχα πάει νοσοκομείο, και κάποια στιγμή όπως καθότανε η Γιάνκα κι αυτός και τρώγαμε πίτσα, λέει:
    - Ρε παιδάκι μου, τί έχεις; Τί θέλεις για να γίνεις ευτυχισμένος;
    - Να κάνεις έναν δίσκο με τη Λίνα Νικολακοπούλου και να βάλεις κι ένα τραγούδι που να το ‘χω γράψει εγώ.
    - Ποιό τραγούδι; Δως μου το να το δω! Φερ’ το!
    - Το ‘χω στην τσέπη.

    Ήταν ένα κομμάτι που έχει τον τίτλο «Πάλι Σε Είδα». Το παίρνει, το διαβάζει και λέει:
    - Φάτε εσείς. Έρχομαι σε λίγο.

    Πάει μέσα. Κι ακούμε που έπαιζε στο πιάνο. Μετά από κανένα μισάωρο, βγαίνει έξω και λέει:
    - Ελάτε να σας παίξω κάτι!

    Και μπαίνουμε μέσα και ακούω το τραγούδι ακριβώς όπως μπήκε μετά στο δίσκο. Δεν έγινε καμία μετατροπή δηλαδή. Τόσο αμέσως του βγήκε. Μου το δίνει πίσω και μου λέει:
    - Άμα μου φέρεις άλλα έντεκα τέτοια, θα κάνουμε ένα δίσκο οι δυο μας!

    Είναι μεγάλος μαέστρος ο Κραουνάκης. Ο Κραουνάκης ό,τι βλέπει γύρω του μπορεί και το κάνει τραγούδι σε ένα δευτερόλεπτο.

    «Οικογενειακή Υπόθεση» - Αντώνης Βαρδής & Γιάννης Βαρδής (σύνθεση: Αντώνης Βαρδής, 1997)
    Μ.Τ.: Αυτό έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία από πίσω. Σ’ αυτό το δίσκο, την «Οικογενειακή Υπόθεση», έχω πέντε τραγούδια μέσα. Έχει ένα ενδιαφέρον εδώ το πώς έγινε, διότι είχε αναλάβει ο Αντώνης Ανδρικάκης να κάνει τα περισσότερα τραγούδια. Τότε ήταν διευθυντής στο ΣΚΑΙ, όπου ήμουνα κι εγώ και δούλευα τη νύχτα. Έκανα την εκπομπή «Ο Άγρυπνος». Όταν πήγα στον Ανδρικάκη, του είπα:
    - Τι εκπομπή θέλεις να κάνω;
    - Είσαι επικοινωνιακός. Θα πας τη νύχτα!
    - Θες να με καταστρέψεις; Δεν πάω τη νύχτα!
    - Όχι, θα πας! Θα σου δώσω δυο φορές τα λεφτά που παίρνεις. Θα πας τη νύχτα και αν δεν γίνει αυτό που νομίζω, θα σε ξαναπάω το πρωί και θα σ’ αφήσω με τα ίδια λεφτά που σου ‘χω δώσει.
    - Εντάξει. Και τι θα κάνω;
    - Θα μιλάς με τον κόσμο που θα σε παίρνει τηλέφωνο.
    - Δηλαδή, σαν αυτή την ταινία «Άγρυπνος στο Seattle»;
    - Μπράβο! «Άγρυπνος στο ΣΚΑΙ» θα την λεν την εκπομπή!

    Τι να πω. Τελικά, μου ‘φτιαξε τη ζωή! Δουλεύαμε εκεί πέρα, πήγαινε καλά η εκπομπή, ακροαματικότητα μεγάλη, και κάποια στιγμή ο Αντώνης Βαρδής λέει στον Ανδρικάκη:
    - Τί θα γίνει, θα μου φέρεις τους στίχους από τις μουσικές που σου ‘χω δώσει;
    - Δεν προλαβαίνω. Θα κάνω ένα-δύο αλλά δεν προλαβαίνω. Γιατί δεν παίρνεις τον Τσιλιμίδη;

    Κι εκεί με θυμήθηκε πάλι ο Βαρδής γιατί είχαμε κάνει το «Λικεράκι». Με παίρνει τηλέφωνο και πάω. Μου δίνει τη μελωδία και μου λέει:
    - Θέλω να μου γράψεις ένα τραγούδι, να το λέω μαζί με τον γιο μου και να λέγεται «Οικογενειακή Υπόθεση». Θα λέω το πρώτο κουπλέ εγώ, το δεύτερο ο γιος μου, ρεφρέν μαζί, και από ένα κουπλέ πάλι και ρεφρέν μαζί.
    - Εντάξει.

    Μου ‘δωσε τη μελωδία και, την ώρα που την άκουγα, μου άρεσε που είχε χώρο να γράψεις. Αυτό είναι πάρα πολύ βοηθητικό. Εκείνη τη στιγμή, δηλαδή, ήταν ευλογία. Η συνάντηση ήταν μισή ώρα όλο κι όλο. Παίρνω, λοιπόν, μία κασέτα που είχε γράψει μόνος του πριν πάω -γιατί το είχε δώσει και σε άλλον- και την ώρα που έβγαινα από το σπίτι είδα μία φωτογραφία πάνω σ’ ένα κομοδινάκι. Ήτανε η μητέρα του Γιάννη Βαρδή, δηλαδή η πρώτη γυναίκα του Αντώνη, που κρατούσε τον Γιαννάκη αγκαλιά και ο Αντώνης ο Βαρδής ήταν ένα βήμα πιο πέρα και τους κοιτάει. Αντί δηλαδή να κοιτάει μπροστά, έχει απομακρυνθεί λίγο και κοιτάει τη γυναίκα και το παιδί. Είναι μία πάρα πολύ ωραία φωτογραφία, αλλά μου κάνει εντύπωση αυτό το κενό ανάμεσά τους. Μπαίνω, λοιπόν, μες στο αυτοκίνητο και ξεκινάω από το σπίτι του στην Παιανία για να πάω στο δικό μου. Είχα πια αυτοκίνητο και βάζω την κασέτα στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου και ακούω το τραγούδι μία φορά. Με το που σκάει το τραγούδι, αμέσως λέω «ποτέ μου δεν κατάλαβα πως πέρασε ο καιρός…» και το γράφω το τραγούδι μέχρι να πάω στη Μεσογείων. Σε ένα σημείο λέει: «Κι εκείνη που αγαπήσαμε τη συναντάω εδώ, σε μια φωτογραφία μας με αγκαλιά εσένα». Ήταν αυτό που είχα δει στη φωτογραφία. Όταν έφτασα στη Μεσογείων, τον πήρα τηλέφωνο. Κατέβηκα απ’ το αυτοκίνητο σ’ ένα περίπτερο και τον πήρα τηλέφωνο με κέρμα. Του λέω:
    - Αντώνη, μπορώ να γυρίσω πίσω;
    - Ξέχασες τίποτα;
    - Όχι. Να σου δείξω. Έγραψα το τραγούδι!
    - Δεν σε πιστεύω!

    Είχα, όπως σου είπα, το κασετοφωνάκι και έγραφα αυτά που μου ερχόντουσαν. Γυρίζω πίσω και το ακούει ο Αντώνης, ενθουσιάζεται πάρα πολύ, φωνάζει τον Γιαννάκη τον Βαρδή –πολύ καλό παιδί, εξαιρετικό- που ήταν εκεί και το τραγουδάνε επιτόπου. Να σκεφτείς έχω την ηχογράφηση από την πρώτη φορά που το είπανε, εκείνη την ώρα που κάνανε την πρόβα. Όταν βγήκε ο δίσκος, ο οποίος πούλησε απέραντα κομμάτια, ένας χολερικός κατά μία έννοια κριτικός –γιατί δεν είναι κριτική αυτό- έγραψε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία μία κακία ότι «ο Τσιλιμίδης έγραψε τον ύμνο του ΟΤΕ», επειδή χρησιμοποίησα την λέξη «τηλεκάρτα», που ήταν κάτι καινούργιο και δεν είχε χρησιμοποιηθεί άλλη φορά. Αυτό που έκανα στην «τηλεκάρτα», η μεγάλη Λίνα Νικολακοπούλου –αυτό το αστείρευτο πνεύμα- το έχει κάνει με όλα τα καθημερινά πράγματα που υπάρχουν τριγύρω μας. Με όλα! Από την Coca Cola μέχρι τα τσιγάρα 22 μπλε.

    «Εθνική Οδός» - Αντώνης Βαρδής (σύνθεση: Αντώνης Βαρδής, 1997)
    Μ.Τ.: Με το που διαπιστώνει ο Αντώνης ότι το «Οικογενειακή Υπόθεση» είναι έτοιμο, μου λέει:
    - Κάτσε να σου δώσω ένα άλλο τώρα.

    Μπορεί ο Βαρδής να ήθελε να κάνει μαζί σου 10-15 τραγούδια. Η στρατηγική του ήτανε να στα δίνει ένα-ένα. Έτσι κάθεσαι και δουλεύεις μέχρι να βρεις την άκρη. Κάποια στιγμή θα το βρεις. Θα γράψεις 50-100 φορές βλακείες, κάποια στιγμή θα βγει ο «χυμός». Μου δίνει, λοιπόν, μία μελωδία, η οποία ήταν πάρα πολύ ωραία. Είχα τη μελωδία τρεις εβδομάδες και δεν μπορούσα να γράψω τίποτα. Μου ‘ρχονταν όλο κοινοτυπίες. Είχα απελπιστεί κι είμαι μία μέρα στο ΣΚΑΙ και ετοιμάζω τη βραδινή εκπομπή. Η ώρα είναι 1 το μεσημέρι, εγώ είχα εκπομπή τα μεσάνυχτα αλλά έκανα διάφορες προεργασίες, με τσιγκλάκια, φωνές παλιών ηθοποιών και τέτοια, και με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει.
    - Τί γίνεται με το τραγούδι ρε συ; Αν δεν μπορείς, δεν πειράζει. Θα σου δώσω άλλη μελωδία κι αυτό θα το δώσω κάπου αλλού.
    - Μα το ‘χω φτιάξει!
    - Σοβαρά; Να ‘ρθεις το βράδυ 10 η ώρα, έχω στούντιο!
    - Αντώνη μου, 10 η ώρα το βράδυ να έρθω, αλλά θα φύγω αμέσως γιατί έχω 12 η ώρα εκπομπή.
    - Δεν πειράζει.

    Και λέω «εντάξει, θα προλάβω». Το στούντιο ήταν κάπου στη Μεσογείων, αλλά εγώ είχα πει ψέματα! Δεν είχα φτιάξει τίποτα απολύτως! Η ώρα, λοιπόν, είναι 1 το μεσημέρι και σκεφτόμουνα πώς θα πάω το βράδυ να του πω «Μετάνιωσα, δεν μ’ άρεσε, το πέταξα» κ.λπ. Τελειώνω τη δουλειά μου μετά από λίγο και φεύγω. Έχω την κασέτα μέσα στο αυτοκίνητο, τη βάζω, και φεύγω από το ΣΚΑΙ και πάω στην Καστέλα διότι σ’ ένα μαγαζί εκεί κοντά είχα δώσει να μου φτιάξουν ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου που είχε χαλάσει. Πήγα σ’ έναν μάστορα για να μου τα φτιάξει, κι επειδή είχε κάτι πολύ ωραία γυαλιά, αγόρασα από το ίδιο μαγαζί κάτι άλλα που μοιάζανε μ’ αυτά που είχα. Τα παίρνω και μπαίνω μες στο αυτοκίνητο και κάνω, οδηγώντας, μία βόλτα απάνω στην Καστέλα, γυρνάω, έμπαινα στα στενά όπου επιτρεπότανε, και κάποια στιγμή λέω «ρε γαμώτο, τι άνθρωπος είμαι εγώ; Όλο στον δρόμο είμαι. Μήπως δεν είμαι οντότητα κανονική αλλά είμαι ένας δρόμος; Μήπως είμαι εθνική οδός;». Αναρωτιόμουνα γιατί δεν μπορώ να πάω σ’ ένα σπίτι να στρωθώ να κάνω τη δουλειά μου. Καθώς σκέφτομαι το «είμαι εθνική οδός», βλέπω σε μία γωνία ένα παλικάρι, το οποίο πρέπει να ήταν 30 χρονών. Φαινόταν ότι είχε νοητική υστέρηση, και πούλαγε χαρτομάντιλα. Τον έβλεπα που στεκόταν στον ήλιο, τον κοίταζε κι έκλεινε τα μάτια του. Εγώ είχα φύγει από το ΣΚΑΙ αφήνοντας εκεί την τσάντα μου, δεν είχα τίποτα άλλο να του δώσω και του δίνω το δεύτερο ζευγάρι γυαλιά, αυτά που μόλις είχαν φτιαχτεί. Αφού είχα αγοράσει τα άλλα λέω «δε γαμιέται, θα πιάσουν τόπο». Κάνει να μου δώσει χαρτομάντιλα και του λέω:
    - Δεν θέλω χαρτομάντιλα.

    Και του πασάρω τα γυαλιά. Με απασχόλησε η χαρά του. Έβαζε τα γυαλιά ηλίου, τα έβγαζε, ξανακοίταζε τον ήλιο, τα ξαναέβαζε… Το έκανε αρκετή ώρα. Ήτανε εμπειρία γι’ αυτόν. Τον έβλεπα μέχρι ν’ ανάψει το φανάρι. Με το που φεύγω, μου ξαναέρχεται το «Εθνική Οδός». Γράφω, λοιπόν, το τραγούδι «κατά βάθος είμαι εθνική οδός, φορτωμένος είμαι κι αδειανός», ίσαμε που να πάω απάνω στην κορυφή της Καστέλας και να κατέβω από την άλλη. Και πάω το βράδυ στις 10 η ώρα στο στούντιο, ανακουφισμένος. Ακόμα θυμάμαι την ανακούφιση που δεν ήμουν υποχρεωμένος να αποδειχθώ ότι είμαι ένας φρικτός ψεύτης. Διότι ο Βαρδής ήταν μια οντότητα που τη σεβόμουνα. Τον αγαπούσα. Ήταν καλός άνθρωπος, ωραίος τύπος, είχε πλάκα, μιλούσε κι έπεφταν όλοι από τα καθίσματα χωρίς αυτός να σκάει ούτε ένα χαμόγελο. Έλεγε τα πιο τρομερά πράγματα με απόλυτη σοβαρότητα. Και όταν γέλαγες, σε κοίταζε λίγο απαξιωτικά, δηλαδή «τώρα τί έπαθες και κάνεις έτσι; Πού είναι το αστείο;».
    Και το παίρνει ο Βαρδής, το διαβάζει μία φορά και μου λέει το εξής, που δεν θα το ξεχάσω ποτέ:
    - Κοίτα, εγώ δεν είμαι ο άνθρωπος που περιγράφει εδώ μέσα. Εγώ είμαι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που λες εδώ, αλλά, επειδή μου αρέσει πολύ το τραγούδι, θα μπω μέσα να το πω τώρα. Κάτσε να το τραγουδήσω.

    Και το είπε με την πρώτη. Είναι αυτό που σου λέω: το κίνητρο. Δηλαδή, να μου πεις ότι θα πρέπει να γράψω τώρα 15 τραγούδια να τα κάνουμε σε τρία χρόνια, προτιμώ να πάω βόλτα ή να κάτσω να γράψω κανένα βιβλίο. Θέλω να υπάρχει ένα κίνητρο, που να με σηκώνει από το κρεβάτι μου και να πάω να κάτσω στο computer να δουλέψω. Θέλω ένα κίνητρο. Αυτό είναι όλο.

      

    «Ειλικρινά» - Γιάννης Βαρδής (σύνθεση: Αντώνης Βαρδής, 1998)
    Μ.Τ.: Το «Ειλικρινά» επίσης έχει μία ενδιαφέρουσα ιστορία. Πήρα τη μουσική κι εγώ είχα πάλι το ίδιο συναίσθημα που είχα με την «Οικογενειακή Υπόθεση», δηλαδή την απλοχεριά της μελωδίας που μου έδινε τη δυνατότητα να γράψω μεγάλες προτάσεις. Γιατί αυτό βοηθάει πάρα πολύ, εννοείται. Αλλά υπήρχε αυτό το «τατατατά», το «Ειλικρινά» δηλαδή. Εκεί δεν μπορούσε να είναι δύο λέξεις. Έπρεπε να είναι μία λέξη. Μία λέξη που μου ερχότανε, το «Προσωπικά», είχε χρησιμοποιηθεί σε τραγούδι από τη Λίνα Νικολακοπούλου. Και το «Κανονικά», επίσης. Και παλεύω βδομάδες να βρω μια άκρη. Έχω φρικάρει πάλι και είχα κολλήσει σ’ αυτό: να βρω τη βασική λέξη που θα άνοιγε το ρεφρέν. Οπότε δεν έγραφα ούτε τα υπόλοιπα. Δεν μου ‘ρχότανε τίποτα. Η πεθερά μου η Θεοδώρα –Θεός σχωρέστην, μια πολύ καλή γυναίκα- μου έλεγε ιστορίες από τη Μικρά Ασία γιατί το 1922 ήταν 6 χρονών, πέθανε πρόσφατα σε ηλικία 101 ετών με διαύγεια απόλυτη. Κάποια στιγμή, κάτι της είπα, και μου λέει:
    - Ειλικρινά…

    Και λέω μέσα μου «Αυτή είναι η λέξη»! «Ειλικρινά»! Γι’ αυτό σου λέω ότι πρέπει να πληρώνω δικαιώματα στους ανθρώπους. Αυτό ήτανε. Μετά μου είπε ο Μάνος Ελευθερίου -αυτό θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή- ότι «αυτό το τραγούδι θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ».    

    «Πόρτο Ρίσκο» - Ελένη Δήμου (σύνθεση: Αντώνης Στεφανίδης, 1999)
    Μ.Τ.: Έχω γράψει, μεταξύ άλλων, τέσσερα βιβλία. Ένα απ’ αυτά λέγεται «Μάρκος Βαμβακάρης: Ο Άγιος Μάγκας». Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος. Αυτό είναι ένα βιβλίο όπου έχω κάνει περίπου 1500 ώρες κουβέντα με τον γιο του Μάρκου, τον Στέλιο, κι έχω φτιάξει ένα βιβλίο βασισμένο σ’ αυτή τη θαυμαστή αφήγηση του Στέλιου για τον πατέρα του. Κάποια στιγμή, λοιπόν, έκανε ζέστη –το θυμάμαι σαν και τώρα- και μου λέει:
    - Α ρε Μάνο, έχω βαρεθεί τη ζωή μου. Θέλω να φύγω.
    - Πού να πας;
    - Ξέρω γω; Κάπου μακριά! Στη Γουαδελούπη, στη Γκουανταλαχάρα…

    Άρχισε να λέει διάφορα ονόματα που του ερχόντουσαν.
    - Στη Γκουανταλαχάρα, στο Κέιπ Τάουν, στο Πόρτο Ρίσκο…

    Εγώ, εκείνη την ώρα που το είπε, δεν το κατάλαβα. Το ‘πε κατά λάθος. Του ‘φυγε η γλώσσα. Πήγε να πει Πόρτο Ρίκο και είπε Πόρτο Ρίσκο. Όταν πήγα σπίτι μου κι άρχισα να απομαγνητοφωνώ τη δουλειά εκείνης της ημέρας, κάποια στιγμή έπεσα στο κομμάτι αυτό ακούω την ηχογραφημένη συνομιλία μας, έφτασα στη διατύπωση «Πόρτο Ρίσκο…» και λέω «Όχι ρε παιδί μου! Αυτό το Πόρτο Ρίσκο είναι πολύ ωραίο! Πρέπει να το κάνουμε τραγούδι!». Πόρτο Ρίσκο δεν λέγεται, δηλαδή δεν θα το σκεφτόταν κανείς, αν δεν έπεφτε η γλώσσα του Στέλιου σε λούμπα και δεν έκανε σαρδάμ. Κι έτσι έγραψα το κομμάτι μέσα σε μισή ώρα. Και πήρα την Ελένη επιτόπου γιατί μερικές φορές, ξέρεις, γράφεις ένα τραγούδι και εκείνη την ώρα που το γράφεις σου αρέσει. Και την άλλη μέρα που ξυπνάς, λες «τί είναι αυτές οι αηδίες που ‘χω γράψει;» και το σκίζεις κομματάκια-κομματάκια, μην το βρει κανένας άλλος και ντραπείς για πάρτη σου. Εκείνη την ώρα, λοιπόν, την πήρα επιτόπου τηλέφωνο γιατί κάτι μου έλεγε ότι αυτό είναι ωραίο.
    - Σου ‘χω γράψει τη συνέχεια του «Ετοιμάζω Ταξίδι».
    - Ποιο;
    - Πόρτο Ρίσκο!
    - Πόρτο Ρίκο;
    - Όχι Πόρτο Ρίκο, Πόρτο Ρίσκο!

    Της το διαβάζω απ’ το τηλέφωνο και το ‘δωσε στον συνθέτη, γιατί εκείνο τον καιρό ετοίμαζε ένα δίσκο όπου είχα γράψει κι άλλα τραγούδια. Κι έγινε και ο τίτλος του δίσκου.

    «Παλιοπαγκράτι» - Ορφέας Περίδης (μουσική: Ορφέας Περίδης, ακυκλοφόρητο)
    Μ.Τ.: Είναι ένα τραγούδι, το οποίο δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα σε δίσκο, αλλά υπάρχει στο Internet γιατί το έχει ανεβάσει ο Ορφέας Περίδης. Αυτό θα το βάλει στο νέο δίσκο του. Το ‘χω γράψει πριν 25 χρόνια και δεν το ‘χα δώσει σε κανέναν. Μην σου πω ότι το ‘χα ξεχάσει ότι υπήρχε. Και μία ημέρα που μου είπε ο Περίδης «στείλε μου κανένα τραγούδι», του το έστειλα με e-mail και μετά από μερικές ημέρες το ‘χε ετοιμάσει. Ο Περίδης το ανέβασε πριν δύο χρόνια από μία συναυλία που έκανε κι από κει τον κινηματογράφησαν. Ισχύει αυτό που είπαμε, ότι πολλές φορές έχω πάρει φράση που έχω ακούσει γύρω μου. Ήτανε μία κοπέλα, μία από τις αγάπες της νεανικής μου ηλικίας, και την ημέρα που χωρίσαμε την πήγα μέχρι εκεί που έμενε, στο Παγκράτι. Την ώρα που κατέβηκε από το αμάξι μου, μου είπε:
    - Εμείς που είχαμε πει ότι θα πηγαίναμε ως την άλλη άκρη του κόσμου… και τώρα εγώ πρέπει να πάω σ’ αυτό το παλιοπαγκράτι.

    Εκείνη έμενε στο Νέο Παγκράτι. Δεν έμενε στο Παλιό Παγκράτι. Το είπε «παλιοπαγκράτι», όπως λέμε «παλιοζωή». Και το έγραψα στο δρόμο. Λέει ο στίχος:
    «Πριν κατέβω στο φανάρι
    ξένος δρόμος πριν με πάρει
    από κάτω απ’ το φεγγάρι δυο ζωές μπερδεύαμε
    Πριν γυρίσω στο Παγκράτι
    μ’ είχες λέει συνεπιβάτη
    και μαζί στην αυταπάτη ταξιδεύαμε

    Μια βραδιά πολύ φευγάτη
    σαν φιλί στο σκαλοπάτι
    μου χες τάξει πως τον Μάρτη
    θα την κάναμε μαζί.
    Πως θα φεύγαμε Τετάρτη
    για άλλα μέρη δίχως χάρτη
    κι όχι στη παλιοζωή
    ούτε στο παλιοπαγκράτι
    »

    Κι εδώ έχουμε πάλι το στοιχείο του ταξιδιού και της φυγής.
    Μ.Τ.: Ναι. Τελικά, κατά βάθος είμαι Εθνική οδός…





    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε