Το ζήτημα του κράτους αποχτάει σήμερα ιδιαίτερη σπουδαιότητα και από θεωρητική και από πραχτική - πολιτική άποψη. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος επιτάχυνε και όξυνε εξαιρετικά το προτσές της μετατροπής του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό. Η τερατώδικη καταπίεση των εργαζόμενων μαζών από το κράτος, πού συγχωνεύεται όλο και πιο στενά με τις παντοδύναμες ενώσεις των κεφαλαιοκρατών, γίνεται όλο και πιο τερατώδικη. Οι προχωρημένες χώρες μετατρέπονται - μιλάμε για τα «μετόπισθέν» τους - σε στρατιωτικά κάτεργα για τους εργάτες.
Οι ανήκουστες φρίκες και συμφορές του πολέμου πού παρατείνεται κάνούν ανυπόφορη την κατάσταση των μαζών, δυναμώνουν την αγανάχτηση τους. Ωριμάζει έκδηλα η διεθνής προλεταριακή επανάσταση. Το ζήτημα της στάσης της απέναντι στο κράτος αποκτάει πρακτική σημασία.
Τα στοιχεία του οπορτουνισμού, που συσσωρεύτηκαν μέσα σε δεκαετίες μιας σχετικά ειρηνικής εξέλιξης, δημιούργησαν το ρεύμα του σοσιαλσωβινισμού, που κυριαρχεί στα επίσημα σοσιαλιστικα κόμματα όλου του κόσμου. Το ρεύμα αυτό (Πλεχάνοφ, Ποτρέσοφ, Μπρεσκόφσκαγια, Ρουμπάνοβιτς, κατόπι, με λιγάκι σκεπασμένη μορφή, οι κ. κ. Τσερετέλι, Τσερνόφ και Σια στη Ρωσία, οι Σάιντεμαν, Λέγκιεν, Ντάβιντ κλπ. στη Γερμανία, οι Ρενοντέλ, Γκέντ, Βαντερβέλντε στη Γαλλια και το Βέλγο, ο Χάιντμαν και οι φαβιανοί στην Αγγλία κτλ. κτλ.), σοσιαλισμός στα λόγια, σωβινισμός στην πράξη, το διακρίνει η πρόστυχη λακεδίστικη προσαρμογή των "αρχηγών του σοσιαλισμού" στα συμφέροντα όχι μόνο της "δικής τους" εθνικής αστικής τάξης, μα ιδίως του "δικού τους" κράτους, γιατί οι περισσότερες από τις λεγόμενες μεγάλες Δυνάμεις από καιρό εκμεταλλεύονται και υποδουλώνουν πολλές μικρές και αδύνατες εθνότητες. Κι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι ίσα-ίσα πόλεμος για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα αυτού του είδους της λείας. Η πάλη για την απαλλαγή των εργαζόμενων μαζών από την επιρροή της αστικής τάξης γενικά, και της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης ιδιαίτερα, δεν είναι δυνατή χωρίς την καταπολέμηση των οπορτουνιστικών προλήψεων για το «κράτος».
Θα εξετάσουμε πρώτα τη διδασκαλία του Μαρξ και του Ένγκελς για το κράτος και θα σταματήσουμε πολύ λεπτομερειακά στις ξεχασμένες ή οπορτουνιστικά διαστρεβλωμένες πλευρές αυτής της διδασκαλίας. Κατόπι θα καταπιαστούμε ειδικά με τον κύριο εκπρόσωπο αυτών των διαστρεβλώσεων, με τον Καρλ Κάουτσκι, τον πιο γνωστό ηγέτη της Δεύτερης Διεθνούς (1889- 1914), που χρεωκόπησε τόσο αξιοθρήνητα στη διάρκεια του τωρινού πολέμου. Τέλος, θα βγάλουμε τα βασικά συμπεράσματά από την πείρα των ρωσικών επαναστάσεων του 1905 και ιδιαίτερα του 1917. Όπως φαίνεται, τούτη η, τελευταία κλείνει σήμερα (αρχές Αυγούστου 1917) την πρώτη φάση της ανάπτυξης της, όλη όμως αυτή η επανάσταση μπορεί γενικά να γίνει κατανοητή μόνο σαν ένας κρίκος στην αλυσίδα των σοσιαλιστικών προλεταριακών επαναστάσεων, που προκαλεί ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Το ζήτημα της στάσης της σοσιαλιστικής επανάστασης του προλεταριάτου απέναντι στο κράτος αποχτάει έτσι όχι μόνο πρακτική - πολιτική σημασία, μα και την πιο επίκαιρη σημασία, σαν ζήτημα που ξεκαθαρίζει στις μάζες τι θα πρέπει να κάνουν για να λυτρωθούν στο άμεσο μέλλον από το ζυγό του κεφαλαίου.
Αύγουστος 1917
1. ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ: ΠΡΟΙΟΝ ΤΩΝ ΑΣΥΜΦΙΛΙΩΤΩΝ ΤΑΞΙΚΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ
Με τη διδασκαλία του Μαρξ συμβαίνει σήμερα ό'τι συνέβηκε επανειλημμένα στην ιστορία με τις διδασκαλίες των επαναστατών στοχαστών και αρχηγών των καταπιεζόμενων τάξεων στην πάλη τους για την απελευθέρωση. Όσο ζούσαν οι μεγάλοι επαναστάτες, οι τάξεις των καταπιεστών τους καταδίωκαν συνεχώς και αντιμετώπιζαν τη διδασκαλία τους με την πιο άγρια μανία, με το πιο λυσσασμένο μίσος, με την πιο αχαλίνωτη εκστρατεία ψευτιάς και συκοφαντίας. Ύστερα από το θάνατο τους γίνονται προσπάθειες να τους μετατρέψουν σε άβλαβα εικονίσματα, σα να λέμε, να τους αγιοποιήσουν, να δώσουν κάποια δόξα στο όνομα τους για "παρηγοριά" των καταπιεζόμενων τάξεων και για την αποβλάκωση τους, ευνουχίζοντας το περιεχόμενο της επαναστατικής διδασκαλίας, στομώνοντας την επαναστατική της αιχμή, εκχυδαΐζοντας την. Με τέτοια "επεξεργασία" του μαρξισμού συμφωνάνε σήμερα η αστική τάξη και οι οπορτουνιστές μέσα στο εργατικό κίνημα. Λησμονούν, σβήνουν, διαστρεβλώνουν την επαναστατική πλευρά της διδασκαλίας, την επαναστατική ψυχή της. Προωθούν στην πρώτη γραμμή, εξυμνούν εκείνο πού είναι αποδεχτό ή που φαίνεται πώς είναι αποδεχτό για την αστική τάξη. Όλοι οι σοσιαλσωβινιστές είναι σήμερα "μαρξιστές" - χωρίς αστεία! Και όλο και πιο συχνά οι Γερμανοί αστοί επιστήμονες, χθεσινοί ειδικοί στην εξόντωση του μαρξισμού, μιλάνε για τον "εθνικό-Γερμανό" Μαρξ, που διαπαιδαγώγησε τάχα τα τόσο περίφημα οργανωμένα για τη διεξαγωγή του ληστρικού πολέμου συνδικάτα των εργατών!
Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, μπροστά στην ανήκουστη διάδοση των διαστρεβλώσεων του μαρξισμού, χρέος μας είναι πριν απ' όλα ν' αποκαταστήσουμε την αληθινή διδασκαλία του Μαρξ για το κράτος. Χρειάζεται γι' αυτό να παραθέσουμε πάρα πολλές μεγάλες περικοπές από τα ίδια τα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς. Φυσικά, οι μεγάλες περικοπές θα κάνουν βαριά την έκθεση και δε θα συμβάλουν διόλου στον εκλαϊκευτικό χαρακτήρα της. Μα είναι εντελώς αδύνατο να τα βγάλουμε πέρα χωρίς αυτές. Πρέπει οπωσδήποτε να παρατεθούν όσο το δυνατόν πληρέστερα όλα ή τουλάχιστο όλα τ' αποφασιστικά μέρη από τα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς που αφορούν το ζήτημα του κράτους, για να μπορέσει ο αναγνώστης να σχηματίσει δική του αυτοτελή αντίληψη για το σύνολο των απόψεων των θεμελιωτών του επιστημονικού σοσιαλισμού και για την εξέλιξη αυτών των απόψεων, καθώς και για ν' αποδειχτεί με ντοκουμέντα και να δειχτεί παραστατικά η διαστρέβλωση τους από τον "καουτσκισμό" που κυριαρχεί σήμερα.
Ας αρχίσουμε από το πιο διαδομένο έργο του Φρ. Ένγχελς: "Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους", που το 1894 βγήκε στη Στουτγάρδη η 6η κιόλας έκδοση του. Θα χρειαστεί να μεταφράσουμε τις περικοπές από τα γερμανικά πρωτότυπα, γιατί οι ρωσικές μεταφράσεις, μ' όλο που είναι πολυάριθμες, οι περισσότερες είτε δεν είναι πλήρεις, είτε έχουν γίνει με τρόπο που δεν είναι διόλου ικανοποιητικός.
"Το κράτος - λέει ο Ένγκελς, βγάζοντας τα συμπεράσματα από την ιστορική του ανάλυση - δεν είναι καθόλου μια δύναμη που επιβλήθηκε στην κοινωνία απ' έξω. Το κράτος δεν είναι επίσης «η πραγματικότητα της ηθικής ιδέας», «η εικόνα και η πραγματικότητα του λογικού», όπως ισχυρίζεται ο Χέγκελ. Το κράτος είναι προϊόν της κοινωνίας σε ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης. Το κράτος είναι η ομολογία ότι η κοινωνία αυτή μπερδεύτηκε σε μιαν άλυτη αντίφαση με τον εαυτό της, διασπάστηκε σε ασυμφιλίωτες αντιθέσεις, που δεν έχει τή δύναμη να τις εξορκίσει. Και για να μη φθείρουν τον εαυτό τους και την κοινωνία σ' έναν άκαρπο αγώνα αυτές οι αντιθέσεις, οι τάξεις με τ' αντιμαχόμενα οικονομικά συμφέροντα, έγινε αναγκαία μια δύναμη, που φαινομενικά στέκει πάνω από την κοινωνία, για να μετριάζει τή σύγκρουση, για να την κρατάει μέσα στα όρια της «τάξεως». Κι η δύναμη αυτή, που προήλθε από την κοινωνία, μα πού βάζει τον εαυτό της πάνω απ' αυτήν, που όλο και περισσότερο αποξενώνεται απ' αυτήν, είναι το κράτος».
Εδώ διατυπώνεται με απόλυτη σαφήνεια η βασική ιδέα του μαρξισμού στο ζήτημα του ιστορικού ρόλου και της σημασίας του κράτους. Το κράτος είναι προϊόν και εκδήλωση του ασυμφιλίωτου των ταξικών αντιθέσεων. Το κράτος εμφανίζεται εκεί, τότε και καθόσον, όπου, όταν και εφόσον οι ταξικές αντιθέσεις δεν μπορούν αντικειμενικά να συμφιλιωθούν. Και αντίστροφα : η ύπαρξη του κράτους αποδείχνει ότι οι ταξικές αντιθέσεις είναι ασυμφιλίωτες. Ακριβώς απ' αυτό το σπουδαιότατο και θεμελιακό σημείο αρχίζει η διαστρέβλωση του μαρξισμού, που ακολουθεί δυο βασικές γραμμές.
Από τη μια μεριά, οι αστοί και προπάντων οι μικροαστοί ιδεολόγοι -αναγκασμένοι κάτω από την πίεση των αδιαφιλονίκητων ιστορικών γεγονότων ν' αναγνωρίσουν ότι το κράτος υπάρχει μόνο εκεί που υπάρχουν ταξικές αντιθέσεις και ταξική πάλη- "διορθώνουν" τον Μαρξ με τρόπο που βγαίνει πως το κράτος είναι όργανο συμφιλίωσης των τάξεων. Κατά τον Μαρξ, το κράτος δε θα μπορούσε ούτε να εμφανιστεί, ούτε να διατηρηθεί, αν ήταν δυνατή μια συμφιλίωση των τάξεων. Σύμφωνα με τους μικροαστούς και φιλισταίους καθηγητές και δημοσιολόγους, - που κάθε τόσο επικαλούνται καλόβουλα τον Μαρξ - βγαίνει πως το κράτος ίσα-ίσα συμφιλιώνει τις τάξεις. Κατά τον Μαρξ, το κράτος είναι όργανο ταξικής κυριαρχίας, όργανο καταπίεσηs μιας τάξης από μιαν άλλη, είναι η δημιουργία της "τάξεως" εκείνης, που νομιμοποιεί και στερεώνει αυτή την καταπίεση, μετριάζοντας τη σύγκρουση των τάξεων. Κατά τη γνώμη των μικροαστών πολιτικών, τάξις είναι ακριβώς η συμφιλίωση των τάξεων κι όχι η καταπίεση της μιας τάξης από μιαν άλλη, γι' αυτούς μετριασμός τις σύγκρουσης σημαίνει συμφιλίωση κι όχι αφαίρεση από τις καταπιεζόμενες τάξεις ορισμένων μέσων και τρόπων πάλης για την ανατροπή των καταπιεστών.
Λογουχάρη, όλοι οι εσέροι (σοσιαλιστές - επαναστάτες) και οι μενσεβίκοι στην επανάσταση του 1917, ακριβώς όταν το ζήτημα της σημασίας και του ρόλου του κράτους ορθώθηκε σ' όλη του τη μεγαλοπρέπεια, ορθώθηκε πραχτικά, σαν ζήτημα άμεσης δράσης, και μάλιστα δράσης σε μαζική κλίμακα, - όλοι τους κατρακύλησαν με μιας και ολοκληρωτικά στη μικροαστική θεωρία της "συμφιλίωσης" των τάξεων από το "κράτος". Οι αναρίθμητες αποφάσεις και τα άρθρα των πολιτικών και των δυο αυτών κομμάτων είναι πέρα για πέρα διαποτισμένα μ' αυτή τη μικροαστική και φιλισταίκη θεωρία της "συμφιλίωσης". Το γεγονός ότι το κράτος είναι όργανο κυριαρχίας ορισμένης τάξης, που δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τον αντίποδα της (με την αντίπαλη σ' αυτήν ταξη), αυτό η μικροαστική δημοκρατία δεν είναι ποτέ σε θέση να το καταλάβει. Η στάση απέναντι στο κράτος είναι, μια από τις πιο εξόφθαλμες εκδηλώσεις του ότι οι εσέροι και οι μενσεβίκοι μας δεν είναι διόλου σοσιαλιστές (πράγμα που εμείς, οι μπολσεβίκοι, ποτέ δεν πάψαμε να το αποδείχνουμε), αλλά μικροαστοί δημοκράτες με σχεδόν σοσιαλιστική φρασεολογία.
Από την άλλη μεριά, η "καουτσκική" διαστρέβλωση του μαρξισμού είναι πολύ πιο ραφιναρισμένη. «Θεωρητικά» δεν αρνιέται ούτε πως το κράτος είναι όργανο ταξικής κυριαρχίας, ούτε πως οι ταξικές αντιθέσεις είναι ασυμφιλίωτες. Αλλά παραβλέπεται ή συγκαλύπτεται τούτο: αν το κράτος είναι προϊόν του ασυμφιλίωτου των ταξικών αντιθέσεων, αν είναι μια δύναμη που στέκει πάνω από την κοινωνία και "όλο και περισσότερο ά π ο ξ ε ν ώ ν ε τ α ι από την κοινωνία", γίνεται φανερό πως η απελευθέρωση της καταπιεζόμενης τάξης είναι αδύνατη όχι μόνο χωρίς βίαιη επανάσταση, αλλά και χωρίς καταστροφή του μηχανισμού της κρατικής εξουσίας, που δημιούργησε η κυρίαρχη τάξη και που ενσαρκώνει αυτή την "αποξένωση". Το συμπέρασμα τούτο, που θεωρητικά ήταν σαφές από μόνο του, ο Μαρξ το έβγαλε, όπως θα δούμε πιο κάτω, απολύτως συγκεκριμένα με βάση τη συγκεκριμένη ιστορική ανάλυση των καθηκόντων της επανάστασης. Κι αυτό ακριβώς το συμπέρασμα ο Κάουτσκι -αυτό θα το δείξουμε λεπτομερειακά στην παραπέρα έκθεση μας- το... "ξέχασε" και το διαστρέβλωσε.
2. ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΕΝΟΠΛΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΤΛ.
..."Σε σύγκριση με την παλιά οργάνωση των γενών -συνεχίζει ο Ένγκελς- το κράτος το χαρακτηρίζει, πρώτο, ο χωρισμός των υπηκόων του κατά, εδαφική περιοχή»... Αυτός ο χωρισμός μις φαίνεται "φυσικός", στοίχισε όμως μακρόχρονους αγώνες ενάντια στην παλιά οργάνωση κατά γένη και φυλές.
..."Το δεύτερο διακριτικό γνώρισμα είναι η ίδρυση μιας δημόσιας εξουσίας, που δε συμπίπτει πια άμεσα με τον αυτοοργανωμένο σε ένοπλη δύναμη πληθυσμό. Αυτή ή ιδιαίτερη δημόσια εξουσία είναι αναγκαία, γιατί από τότε που η κοινωνία διασπάστηκε σε τάξεις έγινε αδύνατο πια να υπάρχει μια αυτενεργός ένοπλη οργάνωση του πληθυσμού... Αυτή η δημόσια εξουσία υπάρχει σε κάθε κράτος. Αποτελείται όχι μόνον από ένοπλους ανθρώπους, μα και από υλικά εξαρτήματα, από φυλακές και από κάθε λογής ιδρύματα καταναγκασμού, που ήταν άγνωστα στην κοινωνία των γενων"... Ο Ένγκελς αναπτύσσει την έννοια της "δύναμης", που ονομάζεται κράτος, της δύναμης, που προήλθε από την κοινωνία, μα που βάζει τον εαυτό της πάνω απ' αυτήν και που όλο και περισσότερο αποξενώνεται απ' αυτήν. Σε τι συνίσταται κυρίως η δύναμη αυτή; Στους ιδιαίτερους σχηματισμούς των ένοπλων ανθρώπων, που έχουν στη διάθεση τους τις φυλακές κλπ.
Έχουμε δικαίωμα να μιλάμε για ιδιαίτερους σχηματισμούς ένοπλων ανθρώπων, γιατί η χαρακτηριστική για κάθε κράτος δημόσια εξουσία "δε συμπίπτει άμεσα" με τον ένοπλο πληθυσμό, με την "αυτενεργό ένοπλη οργάνωση" του.
Όπως όλοι οι μεγάλοι επαναστάτες στοχαστές, έτσι κι ο Ένγκελς προσπαθεί να στρέψει την προσοχή των συνειδητών εργατών σε κείνο ακριβώς που στους κυριαρχούντες Φιλισταίους φαίνεται λιγότερο αξιοπρόσεχτο, σ' αυτό που τους φαίνεται το πιο συνηθισμένο, το καθαγιασμένο όχι απλώς με σταθερές, μα, μπορούμε να πούμε, με απολιθωμένες προλήψεις. Ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία είναι τα κύρια όργανα δύναμης της κρατικής εξουσίας, μα - μήπως μπορεί να γίνει και διαφορετικά;
Από την άποψη της τεράστιας πλειοψηφίας των Ευρωπαίων του τέλους του ΧΙΧ αιώνα, στους οποίους απευθυνόταν ο Ένγκελς και οι οποίοι δε ζήσαν ούτε είδαν από κοντά καμιά μεγάλη επανάσταση, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Αυτοί δεν μπορούν να καταλάβουν καθόλου τι πράγμα είναι αυτή η "αυτενεργός ένοπλη οργάνωση του πληθυσμού". Στο ερώτημα, γιατί παρουσιάστηκε η ανάγκη ιδιαίτερων σχηματισμών από ένοπλους ανθρώπους (αστυνομία, μόνιμος στρατός) που στέκουν πάνω από την κοινωνία και που αποξενώνονται από την κοινωνία, ο δυτικοευρωπαίος και Ρώσος φιλισταίος πάνε ν' απαιτήσουν με καναδυό φράσεις, δανεισμένες από τον Σπενσερ ή τον Μιχαηλόφσκι, επικαλούμενοι το γεγονός ότι η κοινωνική ζωή έγινε πιο πολύπλοκη, ότι οι λειτουργίες διαφοροποίηθηκαν κλπ.
Η επίκληση αυτή φαίνεται "επιστημονική" και αποκοιμίζει περίφημα το μικροαστό, συσκοτίζοντας το κύριο και βασικό: τη διάσπαση της κοινωνίας σε αδιάλλαχτα εχθρικές τάξεις.
Αν δεν υπήρχε αυτή η διάσπαση, η "αυτενεργός ένοπλη οργάνωση του πληθυσμού" θα διέφερε ως προς την πολυπλοκότητα της, το ύψος της τεχνικής της κτλ. από την πρωτόγονη οργάνωση της αγέλης των πιθήκων, που κρατούσαν στα χέρια ραβδιά, ή των πρωτόγονων ανθρώπων, ή των ανθρώπων που είχαν ενωθεί στις κοινωνίες των γενών, μια τέτοια οργάνωση όμως θα ήταν δυνατό να υπάρξει.
Η οργάνωση αυτή είναι αδύνατο να υπάρξει γιατί η κοινωνία του πολιτισμού είναι διασπασμένη σε εχθρικές και μάλιστα αδιάλλαχτα εχθρικές τάξεις, πού ο "αυτενεργός" εξοπλισμός τους θα οδηγούσε στον ένοπλο αγώνα ανάμεσα τους. Σχηματίζεται το κράτος, δημιουργείται μια ιδιαίτερη δύναμη, ιδιαίτεροι σχηματισμοί εξοπλισμένων ανθρώπων, και κάθε επανάσταση, καταστρέφοντας τον κρατικό μηχανισμό, μας δείχνει ολοφάνερα πώς η κυρίαρχη τάξη προσπαθεί ν' ανανεώσει τους ιδιαίτερους σχηματισμούς ένοπλων ανθρώπων που την εξυπηρετούν, πως η καταπιεζόμενη τάξη προσπαθεί να δημιουργήσει μια νέα οργάνωση αυτού του είδους, ικανή να εξυπηρετεί όχι τους εκμεταλλευτές, αλλά τους εκμεταλλευομένους.
Ο Ένγκελς με τον πιο πάνω συλλογισμό θέτει θεωρητικά το ίδιο ζήτημα, που θέτει μπροστά μας πρακτικά, παραστατικά και μάλιστα σε κλίμακα μαζικής δράσης κάθε μεγάλη επανάσταση, δηλαδή το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στους "ιδιαίτερους" σχηματισμούς ένοπλων ανθρώπων και στην "αυτενεργό ένοπλη οργάνωση του πληθυσμού". Θα δούμε πως με την πείρα των ευρωπαϊκών και ρωσικών επαναστάσεων το ζήτημα αυτό παρουσιάζεται συγκεκριμένα.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην έκθεση του Ένγκελς.
Ο Ένγκελς τονίζει πώς κάποτε, λογουχάρη που και που στη Βόρεια Αμερική, η δημόσια αυτή εξουσία είναι αδύναμη (πρόκειται για σπάνια εξαίρεση, στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία και για τα μέρη εκείνα τις Βόρειας Αμερικής στην προιμπεριαλιστική της περίοδο, όπου επικρατούσε ο ελεύθερος άποικος), γενικά όμως δυναμώνει:
..."Η δημόσια εξουσία δυναμώνει στο μέτρο που οξύνονται οι ταξικές αντιθέσεις μέσα στο κράτος και στο μέτρο που τα όμορα κράτη μεγαλώνουν σε έκταση και σε πληθυσμό. Ρίχτε μια ματιά μόνο στη σημερινή Ευρώπη, όπου ο ταξικός αγώνας και ο ανταγωνισμός για καταχτήσεις ανέβασαν τη δημόσια δύναμη σε τέτοιο ύψος, που απειλεί να καταβροχθίσει ολόκληρη την κοινωνία, ακόμα και το ίδιο το κράτος"...
Αυτά γράφτηκαν όχι αργότερα από τις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα. Ο τελευταίος πρόλογος του Ένγκελς έχει ημερομηνία 16 του Ιούνη 1891. Την εποχή εκείνη η στροφή προς τον ιμπεριαλισμό -και με την έννοια της απόλυτης κυριαρχίας των τραστ, και με την έννοια της παντοδυναμίας των μεγάλων τραπεζών, και με την έννοια της μεγαλεπήβολης αποικιακής πολίτικής κλπ. - μόλις άρχιζε στη Γαλλία, κι ήταν ακόμα πιο αδύνατη στη Βόρεια Αμερική και τη Γερμανία. Από τότε ο "ανταγωνισμός για καταχτήσεις έκαμε ένα γιγάντιο βήμα προς τα μπρός, πολύ περισσότερο που στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του ΧΧ αιώνα η υδρόγειος βρέθηκε οριστικά μοιρασμένη ανάμεσα σ' αυτούς τους «ανταγωνιζόμενους κατακτητές», δηλαδή ανάμεσα στις μεγάλες ληστρικές Δυνάμεις. Οι στρατιωτικοί και ναυτικοί εξοπλισμοί μεγάλωσαν από τότε σε απίστευτο βαθμό και ο ληστρικός πόλεμος του 1914-1917 για το ποιος θα, κυριαρχήσει στο ν κόσμο, η Αγγλία ή η Γερμανία, και για το μοίρασμα της λείας έφερε κοντά την ολοκληρωτική καταστροφή με την "καταβρόχθιση" όλων των δυνάμεων της κοινωνίας από τη ληστρική κρατική εξουσία.
Ο Ένγκελς ήξερε ακόμα από το 1891 να τονίζει τον "ανταγωνισμό για καταχτήσεις» σαν ένα από τα σπουδαιότερα διακριτικά γνωρίσματα της εξωτερικής πολιτικής των μεγάλων Δυνάμεων, ενώ οι παλιάνθρωποι του σοσιαλσωβινισμού το 1914-1917, όταν ίσα-ίσα αυτός ο ανταγωνισμός, οξυμένος στο πολλαπλάσιο, γέννησε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, σκέπαζαν την υπεράσπιση των ληστρικών συμφερόντων της "δικής τους" αστικής τάξης με φράσεις για "υπεράσπιση της πατρίδας", για "άμυνα της δημοκρατίας και της επανάστασης" και με άλλα παρόμοια!
3. ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ - ΟΡΓΑΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΠΙΕΖΟΜΕΝΗΣ ΤΑΞΗΣ
Για τη συντήρηση μιας ιδιαίτερης δημόσιας εξουσίας, που στέκει πάνω από την κοινωνία, χρειάζονται φόροι και δημόσια χρέη.
"Κατέχοντας τη δημόσια εξουσία και το δικαίωμα της είσπραξης φόρων, οι δημόσιοι υπάλληλοι -γράφει οΈνγκελς- στέκουν λοιπόν σαν όργανα της κοινωνίας πάνω από την κοινωνία. Ο ελεύθερος, εθελοντικός σεβασμός, με τον όποιο φέρνονταν στα όργανα του καθεστώτος των γενών, δεν τους αρκει, κι αν ακόμα θα μπορούσαν να τον έχουν»... Φτιάχνονται ειδικοί νόμοι για το ιερό και απαραβίαστο των δημόσιων υπαλλήλων. "Και ό πιο τιποτένιος αστυνομικός υπηρέτης" έχει περισσότερο "κύρος" απ' ό,τι όλα μαζί τα όργανα της κοινωνίας των γενών. Ο ισχυρότερος όμως ηγεμόνας και o μεγαλύτερος πολιτικός άνδρας είτε στρατηγός της εποχής του πολιτισμού θα μπορούσε να ζηλέψει τον πιο άσημο γενάρχη για τον αβίαστο και αναμφισβήτητο σεβασμό με τoν οποίο του φέρνονταν».
Εδώ έχει τεθεί τo ζήτημα της προνομιακής θέσης των δημοσίων υπαλλήλων σαν οργάνων της κρατικής εξουσίας. Σημειώνεται σαν βασικό: τi είναι αυτό που τους τοποθετεί πάνω από την κοινωνία; Θα δούμε πως έλυσε πραχτικά τω θεωρητικό αυτό ζήτημα η Παρισινή Κομμούνα το 1871 και πόσο αντιδραστικά το σκέπαζε ο Κάουτσκι το 1912.
"Επειδή το κράτος γεννήθηκε από την ανάγκη να χαλιναγωγούνται οι ταξικές αντιθέσεις, επειδή όμως ταυτόχρονα γεννήθηκε μέσα στη σύγκρουση των τάξεων αυτών, είναι κατά κανόνα κράτος της πιο ισχυρής, οικονομικά κυρίαρχης τάξης, που με τη βοήθεια του κράτους γίνεται και πολιτικά κυρίαρχη τάξη και αποχτάει έτσι νέα μέσα για την καθυπόταξη και εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης»... Δεν ήταν μόνο το αρχαίο και το φεουδαρχικό κράτος όργανα εκμετάλλευσης των δούλων και των δουλοπάροικων, μα και το «σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κράτος είναι όργανο εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο. Σαν εξαίρεση ωστόσο έρχονται περίοδοι όπου οι αντίπαλες τάξεις κρατούν τόσο πολύ την ισορροπία μεταξύ τους, που η κρατική εξουσία, σαν φαινομενικός μεσάζοντας, αποχτάει για μια στιγμή κάποια αυτοτέλεια απέναντι και στις δυο τάξεις»... Τέτοια ήταν η απόλυτη μοναρχία του ΧVII και ΧVΙΙΙ αιώνα, τέτοιος ήταν ο βοναπαρτισμός της πρώτης και δεύτερης αυτοκρατορίας στη Γαλλία, και ο Βίσμαρκ στη Γερμανία.
Τέτοια -προσθέτουμε εμείς- είναι η κυβέρνηση του Κερένσκι στη δημοκρατική Ρωσία από τότε που άρχισε τους διωγμούς του επαναστατικού προλεταριάτου σε μια στιγμή που τα Σοβιέτ, εξαιτίας της ηγεσίας των μικροαστών δημοκρατών, είναι πια αδύναμα και η αστική τάξη δεν είναι ακόμα αρκετά δυνατή για να τα διαλύσει άμεσα.
Στη δημοκρατία -συνεχίζει ο Ένγκελς- «ο πλούτος εξασκεί την εξουσία του έμμεσα, μα γι' αυτό και πιο σίγουρα», και συγκεκριμένα, πρώτο, με την "άμεση εξαγορά των δημόσιων υπαλλήλων" (Αμερική), και δεύτερο, με τη "συμμαχία. κυβέρνησης και χρηματιστηρίου" (Γαλλία και Αμερική).
Σήμερα σ' οποιαδήποτε δημοκρατία ο ιμπεριαλισμός και η κυριαρχία των τραπεζών έχουν "αναπτύξει" σε πολύ μεγάλη τέχνη και τους δυο αυτούς τρόπους υπεράσπισης και άσκησης της παντοδυναμίας του πλούτου. Αν λογουχάρη από τους πρώτους κιόλας μήνες της δημοκρατίας στη Ρωσία, μπορούμε να πούμε στο μήνα του μέλιτος του συνοικεσίου των "σοσιαλιστών" εσέρων και μενσεβίκων με την αστική τάξη στην κυβέρνηση συνασπισμού, ο κ. Παλτσίνσκι σαμποτάριζε όλα τα μέτρα χαλιναγώγησης των κεφαλαιοκρατών και του πλιατσικολογήματος και της διασπάθισης απομέρους τους του δημόσιου ταμείου για τις πολεμικέ ς προμήθειες, αν κατόπι ο κ. ΙΙαλτσίνσκι, που αποχώρησε από την κυβέρνηση (και που αντικαταστάθηκε φυσικά από άλλον εντελως παρόμοιο ΙΙαλτσίνσκι), «αμείφθηκε» από τους κεφαλαιοκράτες με μια θεσούλα με μισθό 120 000 ρούβλια το χρόνο - τι έναι όλα αυτά; άμεση εξαγορα ή Έμμεση; συμμαχία της κυβερνησης με τα κεφαλαιοκρατικά συνδικάτα ή «απλώς» φιλικές σχέσεις; Τι ρόλο παίζουν οι Τσερνόφ και οι Τσερετέλι, οι Αυξέντιεφ και οι Σκόμπελεφ; Είναι «άμεσοι» σύμμαχοι των εκατομμυριούχων - καταχραστών του δημοσίου ή απλώς έμμεσοι;
Η παντοδυναμία του «πλούτου» γι' αυτό ακριβώς είναι πιο σίγουρη στη δημοκρατία, γιατί δεν εξαρτιέται από ένα κακό πολιτικό περίβλημα του καπιταλισμού. Η δημοκρατία είναι το καλύτερο δυνατό πολιτικό περίβλημα του καπιταλισμού και γι' αυτό το κεφάλαιο, όταν αποχτήσει (μέσω των Παλτσίνσκι, των Τσερνόφ, των Τσερετέλι και Σίας) αυτό το καλύτερο περίβλημα, θεμελιώνει την εξουσία του με τόση ασφάλεια, με τόση σιγουριά, που καμιά αλλαγή ούτε προσώπων, ούτε θεσμών, ούτε κομμάτων μέσα στην αστική δημοκρατία δεν κλονίζει αυτή την εξουσία.
Πρέπει να σημειωθεί ακόμα πως ο Ένγκελς με τη μεγαλύτερη κατηγορηματικότητα ονομάζει το γενικό εκλογικό δικαίωμα όργανο κυριαρχίας της αστικής τάξης. Το γενικό εκλογικό δικαίωμα, λέει ο ίδιος, έχοντας ολοφάνερα υπόψη τη μακρόχρονη πείρα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, είναι "δείχτης ωριμότητας της εργατικής τάξης. Περισσότερο δεν μπορεί να είναι, ούτε και θα είναι ποτέ μέσα στο σημερινό κράτος".
Οι μικροαστοί δημοκράτες σαν τους δικούς μας εσέρους και μενσεβίκους, καθώς και οι αυτάδελφοι τους, όλοι οι σοσιαλσωβινιστές και οπορτουνιστές της Δυτικής Ευρώπης, περιμένουν ακριβώς "περισσότερα" από το γενικό εκλογικό δικαίωμα. Συμμερίζονται οι ίδιοι και υποβάλλουν και στο λαό την απατηλή σκέψη πώς τάχα το γενικό εκλογικό δικαίωμα «στο σημερινό κράτος» είναι ικανό να εκφράσει πραγματικά τη θέληση της πλειοψηφίας των εργαζομένων και να κατοχυρώσει την εφαρμογή της στη ζωή. Εδώ μπορούμε να σημειώσουμε απλώς αυτή την απατηλή σκέψη, να τονίσουμε απλώς ότι η ολότελα σαφής, ακριβολογημένη και συγκεκριμένη δήλωση του Ένγκελς παραμορφώνεται σε κάθε βήμα της προπαγάνδας και της ζύμωσης των "επίσημων" (δηλαδή των οπορτουνιστικών) σοσιαλιστικών κομμάτων. Με την έκθεση των απόψεων του Μαρξ και του Ένγκελς για το «σημερινό» κράτος που θ' ακολουθήσει ξεκαθαρίζουμε λεπτομερειακά όλη την ψευτιά της σκέψης, που απορρίπτει εδώ ο Ένγκελς.
Το γενικό πόρισμα των απόψεων του ο Ένγκελς το δίνει με τα παρακάτω λόγια στο πιο εκλαϊκευμένο έργο του:
"Το κράτος λοιπόν δεν υπαρχει από καταβολής κόσμου. Υπήρξαν κοινωνίες, που τα βγάζανε πέρα χωρίς αυτό, που δεν είχαν ιδέα για κράτος και κρατική εξουσία. Σε μιαν ορισμένη βαθμίδα της οικονομικής εξέλιξης, που συνδεόταν αναγκαστικά με τη διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις, το κράτος έγινε αναγκαιότητα εξαιτίας αυτής της διάσπασης. Πλησιάζουμε τώρα με βήματα γοργά σε μια τέτοια βαθμίδα ανάπτυξης της παραγωγής, όπου η ύπαρξη αυτών των τάξεων όχι μόνο έπαψε ν' αποτελεί αναγκαιότητα, μα και γίνεται πραγματικά εμπόδιο της παραγωγής. Οι τάξεις θα εξαφανιστούν τόσο αναπόφευκτα, όσο αναπόφευκτα είχαν γεννηθεί στο παρελθόν. Με την εξαφάνιση των τάξεων θα εξαφανιστεί αναπόφευκτα και το κράτος. Η κοινωνία, που θα οργανώσει με νέο τρόπο την παραγωγή πάνω στη βάση της ελεύθερης και ισότιμης ένωσης των παραγωγών, θα στείλει ολόκληρη την κρατική μηχανή εκεί, όπου θα είναι τότε η θέση της: στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα στο ροδάνι και στο μπρούντζινο τσεκούρι".
Δε συναντάς και τόσο συχνά αυτό το χωρίο στην προπαγανδιστική και διαφωτιστική φιλολογία της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας. Μα και όταν το συναντάς, τις πιο πολλές φορές το αναφέρουν με τρόπο που λες και κάνουν μετάνοιες μπροστά σε εικόνισμα, δηλαδή για να εκφράσουν επίσημα τα σέβη τους στον Ένγκελς, χωρίς καμιά προσπάθεια να εμβαθύνουν στο πόσο πλατύ και βαθύ αναφτέρωμα της επανάστασης προϋποθέτει αυτό το «σταλσιμο ολόκληρης της κρατική μηχανής στο μουσείο των αρχαιοτήτων». Τις πιο πολλές φορές μάλιστα φαίνεται πως δεν καταλαβαίνουν τι πράγμα ονομάζει ο Ένγκελς κρατική μηχανή.
4. Η «ΑΠΟΝΕΚΡΩΣΗ» ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ Η ΒΙΑΙΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Τα λόγια του Ένγκελς για την "απονέκρωση" του κράτους είναι τόσο πολύ γνωστά, αναφέρονται τόσο συχνά, δείχνουν τόσο ανάγλυφα που βρίσκεται η ουσία της συνηθισμένης πλαστογράφησης του μαρξισμού και της μετατροπής του σε οπορτουνισμό, που χρειάζεται να σταθούμε σ' αυτά λεπτομερειακά. Παραθέτουμε όλο το συλλογισμό, απ' όπου έχουν παρθεί:
«Το προλεταριάτο παίρνει την κρατική εξουσία και μετατρέπει τα μέσα παραγωγής πρώτα σε κρατική ιδιοκτησία. Έτσι όμως καταργεί τον ίδιο τον εαυτό του σαν προλεταριάτο, έτσι καταργεί όλες τις ταξικές διαφορές και ταξικές αντιθέσεις και μαζί και το κράτος σαν κράτος. Η ως τα τώρα κοινωνία, που κινείται μέσα σε ταξικές αντιθέσεις, είχε ανάγκη από το κράτος, δηλαδή από μια οργάνωση της κάθε φορά εκμεταλλεύτριας τάξης για να διατηρεί τους εξωτερικούς της όρους παραγωγής, δηλαδή κυρίως για να κρατάει με τη βία την εκμεταλλευόμενη τάξη κάτω από τους δοσμένους όρους καταπίεσης που καθορίζονται από τον υπάρχοντα τρόπο παραγωγής (δουλεία, δουλοπαροικία, μισθωτή εργασία). Το κράτος ήταν ο επίσημος εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας, η συνένωσή της σε ένα ορατό σωματείο, ήταν όμως τέτοιο μόνο εφόσον ήταν το κράτος της τάξης εκείνης, που για την εποχή της εκπροσωπούσε η ίδια ολόκληρη την κοινωνία: στην αρχαιότητα ήταν κράτος των δουλοχτητών - πολιτών, στο μεσαίωνα - της φεουδαρχικής αριστοκρατίας, σήμερα - της αστικής τάξης. Όταν το κράτος γίνει επιτέλους πραγματικά εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας, τότε θα κάνει μόνο του περιττό τον εαυτό του. Από τη στιγμή που δε θα υπάρχει πια καμιά κοινωνική τάξη που να χρειάζεται να κρατιέται σε καταπίεση, από τη στιγμή που μαζί με την ταξική κυριαρχία, μαζί με τον αγώνα για την ξεχωριστή ύπαρξη, που οφείλεται στην ως τα τώρα αναρχία της παραγωγής, θα παραμεριστούν και οι συγκρούσεις και τα έκτροπα που πηγάζουν απ' αυτόν τον αγώνα, από τη στιγμή αυτή δε θα υπάρχει τι να καταπιέζεται, πράγμα που έκανε αναγκαία μιαν ιδιαίτερη δύναμη καταπίεσης, το κράτος. Η πρώτη πράξη με την οποία το κράτος προβάλλει πραγματικά σαν εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας - το πάρσιμο στην κατοχή του των μέσων παραγωγής εξονόματος της κοινωνίας - είναι ταυτόχρονα και η τελευταία αυτοτελής πράξη του σαν κράτος. Η ανάμειξη μιας κρατικής εξουσίας στις κοινωνικές σχέσεις γίνεται τότε περιττή στον ένα τομέα ύστερα από τον άλλο και από μόνη της αποκοιμιέται. Στη θέση της διακυβέρνησης προσώπων μπαίνει η διαχείριση πραγμάτων και η διεύθυνση προτσές παραγωγής. Το κράτος δεν «καταργείται», μα απονεκρώνεται. Με βάση αυτά πρέπει να κρίνουμε τη φράση για το «ελεύθερο λαϊκό κράτος», δηλ. τόσο από την άποψη της προσωρινής προπαγανδιστικής δικαιολόγησης της, όσο και από την άποψη της οριστικής επιστημονικής της ανεπάρκειας. Με βάση αυτά πρέπει επίσης να κρίνουμε το αίτημα των λεγόμενων αναρχικών πώς «το κράτος πρέπει να καταργηθεί από τη μια μέρα στην άλλη» («Αντι-Ντύρινγκ». «Η ανατροπή τις επιστήμης από τον κύριο Όυγκεν Ντύρινγκ», σελ. 301- 303 της 3ης γερμ. έκδ.).
Χωρίς φόβο να πέσουμε έξω, μπορούμε να πούμε πως απ' αυτόν τον εξαιρετικά πλούσιο σε ιδέες συλλογισμό του Ένγκελς, πραγματικό κτήμα της σοσιαλιστικής σκέψης των σημερινών σοσιαλιστικών κομμάτων έγινε μόνο η θέση ότι κατά τον Μαρξ το κράτος «απονεκρώνεται», σε διάκριση από την αναρχική διδασκαλία για την «κατάργηση» του κράτους. Ένα τέτοιο κουτσούρεμα του μαρξισμού σημαίνει αναγωγή του σε οπορτουνισμό. γιατί από μια τέτοια ερμηνεία δε μένει παρά μια θολή αντίληψη για μια αργή, ομαλή, βαθμιαία μεταβολή, για την απουσία αλμάτων και θυελλών, για την απουσία της επανάστασης. Η «απονέκρωση» του κράτους στην τρέχουσα, γενικά διαδομένη, μαζική, αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι, αντίληψη σημαίνει αναμφισβήτητα συγκάλυψη, αν όχι άρνηση της επανάστασης. Και όμως μια τέτοια «ερμηνεία» αποτελεί την πιο χοντροκομμένη παραμόρφωση του μαρξισμού, που συμφέρει μόνο στην αστική τάξη και που στηρίζεται θεωρητικά στο ξέχασμα των σποτιδαιοτερων γεγονότων και συλλογισμών, που αναφέρονται έστω και μόνο στον ίδιο «συνοπτικό» συλλογισμό του Ένγκελς που τον παραθέσαμε ολόκληρο.
Πρώτο. Στην αρχή-αρχή αυτου του συλλογισμού ο Ένγκελς λέει πώς το προλεταριάτο, παίρνοντας την κρατική εξουσία, «καταργεί έτσι το κράτος σαν κράτος». Δε «συνηθίζουν» να σκεέφτονται τι σημαίνουν αυτά τα λόγια. Συνήθως είτε τα αγνοούν ολότελα, είτε τα θεωρούν σαν ένα είδος «χεγκελιανής αδυναμίας» του Ένγκελς. Στην πραγματικότητα μέσα σ' αυτά τα λόγια εκφράζεται σύντομα η πείρα μιας από τις μεγαλύτερες προλεταριακές επαναστάσεις, η πείρα της Παρισινής Κομμούνας του 1871, που γι' αυτήν θα μιλήσουμε πιο λεπτομερειακά στην κατάλληλη θέση. Στην πραγματικότητα ο Ένγκελς μιλάει εδώ για «κατάργηση» του κράτους της αστικής τάξης από την προλεταριακή επανάσταση, ενώ η φράση για την απονέκρωση αναφέρεται στ' απομεινάρια του προλεταριακού κράτους ύστερα από τη σοσιαλιστικη επανάσταση. Το αστικό κράτος δεν «απονεκρώνεται», κατά τον Ένγκελς, μα «καταργείται» από το προλεταριάτο στην επανάσταση. Ύστερα απ' αυτή την επανάσταση απονεκρώνεται το προλεταριακό κράτος ή μισοκράτος.
Δεύτερο. Το κράτος είναι μια «ιδιαίτερη δύναμη καταπίεσης». Αυτός ο μεγαλειώδης και εξαιρετικά βαθύς ορισμός του Ένγκελς δίνεται εδώ με τέλεια σαφήνεια. Και από τον ορισμό αυτό βγαίνει πως η «ιδιαίτερη δύναμη καταπίεσης» του προλεταριάτου από την αστική τάξη, των εκατομμυρίων εργαζομένων από μερικές χούφτες πλουσίων πρέπει ν' αντικατασταθεί με μια «ιδιαίτερη δύναμη καταπίεσης» της αστικής τάξης από το προλεταριάτο (δικτατορία του προλεταριάτου). Σ' αυτό ακριβώς συνίσταται η «κατάργηση του κράτους σαν κρατους». Σ' αυτό ακριβώς συνίσταται η «πράξη» του παρσίματος στην κατοχή του των μέσων παράγωγης εξονόματος της κοινωνίας. Και είναι ολοφάνερο από μόνο του πώς μια τέτοια αντικατάσταση της μιας (της αστικής) «ιδιαίτερης δύναμης» με μιαν άλλη (με την προλεταριακή) «ιδιαίτερη δύναμη» δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να γίνει με τη μορφή της «απονέκρωσης».
Τρίτο. Για «απονέκρωση» και μάλιστα, ακόμα πιο ανάγλυφα και πιο παραστατικά, για «αποκοίμισμα» μιλάει ο Ένγκελς με απόλυτη σαφήνεια και κατηγορηματικότητα σχετικά με την εποχή ύστερα από «το πάρσιμο στην κατοχή του κράτους των μέσων παραγωγής εξονόματος ολόκληρης της κοινωνίας», δηλαδή ύστερα από τη σοσιαλιστική επανάσταση. Όλοι μας ξέρουμε πως η πολιτική μορφή του «κράτους» αυτή την περίοδο είναι η πιο πλέρια δημοκρατία. Μα σε κανένα από τους οπορτουνιστές, που ξεδιάντροπα διαστρεβλώνουν το μαρξισμό, δεν τούρχεται στο νου ότι συνεπώς εδώ ο Ένγκελς μιλάει για «αποκοίμισμα» και «απονέκρωση» της δημοκρατίας. Από πρώτη ματιά αυτό φαίνεται πολύ παράξενο. «Ακατανόητο» όμως είναι μόνο για όποιον δε βάθυνε στο ζήτημα ότι η δημοκρατία είναι επίσης κράτος και ότι, συνεπώς, και η δημοκρατία θα εξαφανιστεί επίσης, όταν θα εξαφανιστεί το κράτος. Το αστικό κράτος μπορεί να το «καταργήσει» μόνον η επανάσταση. Το κράτος γενικά, δηλαδή η πιο πλέρια δημοκρατία, μπορεί μόνο «ν' απονεκρωθεί».
Τέταρτο. Αφού διατύπωσε την περίφημη θέση του ότι «το κράτος απονεκρώνεται», ο Ένγκελς εξηγεί αμέσως συγκεκριμένα ότι η θέση αυτή στρέφεται και ενάντια στους οπορτουνιστές και ενάντια στους αναρχικούς. Συνάμα από τη θέση για την «απονέκρωση του κράτους» ο Ένγκελς βάζει στην πρώτη σειρά το συμπέρασμα εκείνο, που στρέφεται ενάντια στους οπορτουνιστές.
Μπορεί κανείς να στοιχηματίσει πως από τους 10000 ανθρώπους, που διάβασαν ή άκουσαν για την «απονέκρωση» του κράτους, οι 9990 δεν ξέρουν ή δε θυμούνται διόλου ότι ο Ένγκελς τα συμπεράσματα του απ' αυτή τη θέση τα έστρεφε όχι μόνο ενάντια στους αναρχικούς. Και από τους υπόλοιπους δέκα ανθρώπους ασφαλώς οι εννιά δε θα ξέρουν τι είναι το «ελεύθερο λαϊκό κρατος» και γιατί η επίθεση ενάντια σ' αυτό το σύνθημα είναι και επίθεση ενάντια στους οπορτουνιστές. Έτσι γράφεται η ιστορία! Έτσι νοθεύεται και προσαρμόζεται απαρατήρητα στον κυρίαρχο φιλισταϊσμό η μεγάλη επαναστατική διδασκαλία. Το συμπέρασμα ενάντια στους αναρχικούς επαναλαβαινόταν χιλιάδες φορές, εκχυδαϊζόταν, καρφωνόταν στα κεφάλια με τη μεγαλύτερη απλούστευση κι απόχτησε τη σταθερότητα της πρόληψης. Ενώ το συμπέρασμα ενάντια στους οπορτουνιστές το συγκάλυπταν και το «ξεχνούσαν»!
Το «ελεύθερο λαϊκό κράτος» αποτελούσε προγραμματική διεκδίκηση και συνηθισμένο σύνθημα των Γερμανών σοσιαλδημoκρατών στη δεκαετία 1870 - 1880. Στο σύνθημα αυτό δεν υπάρχει κανένα πολιτικό περιεχόμενο, εκτός από τη μικροαστική στομφώδη περιγραφή της έννοιας της δημοκρατίας. Στο βαθμό πού μ' αυτό το σύνθημα κάνανε νόμιμα υπαινιγμό για τη λαοκρατική δημοκρατία, στον ίδιο βαθμό ο Ένγκελς ήταν πρόθυμος για λόγους ζύμωσης «να δικαιολογήσει» «για ένα διάστημα» αυτό το σύνθημα. Το σύνθημα όμως αυτό ήταν όπορτουνιστικό, γιατί εξεφραζε όχι μόνο τον εξωραϊσμό της αστικής δημοκρατίας, μα και την μη κατανόηση της σοσιαλιστικής κριτικής κάθε κράτους γενικά. Εμείς είμαστε υπέρ της λαοκρατικής δημοκρατίας, σαν την καλύτερη για το προλεταριάτο μορφή κράτους στον καπιταλισμό, δεν εχουμε όμως το δικαίωμα να ξεχνάμε ότι ή μισθωτή δουλεία είναι η μοίρα του λαού ακόμα και στην πιο λαοκρατική αστική δημοκρατία. Παρακάτω. Κάθε κράτος είναι «μια ιδιαίτερη δύναμη καταπίεσης» της καταπιεζόμενης τάξης. Γι' αυτό κάθε κράτος είναι ανελεύθερο και όχι λαικό. Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς το εξήγησαν αυτό επανειλημμένα στους κομματικούς τους συντρόφους στη δεκαετία 1870 - 1880.
Πέμπτο. Στο ίδιο έργο του Ένγκελς, απ' όπου όλοι θυμούνται το συλλογισμό για την απονέκρωση του κράτους, υπάρχει ο συλλογισμός για τη σημασία της βίαιης επανάστασης. Η ιστορική εκτίμηση του ρόλου της μεταβάλλεται στο έργο του Ένγκελς σε αληθινό πανηγυρικό τ ης βίαιης επανάστασης. Αυτό «κανένας δεν το θυμάται», για τη σημασία αυτής της σκέψης δε συνηθίζουν να μιλάνε και ούτε καν να σκέφτονται μέσα στα σιημερινά σοσιαλιστικά κόμματα, στην καθημερινή προπαγάνδα και ζύμωση μέσα στις μάζες οι σκέψεις αυτές δεν παίζουν κανένα ρόλο. Και όμως συνδέονται αδιάσπαστα σ' ένα αρμονικό σύνολο με την «απονέκρωση» του κράτους.
Να αυτός ο συλλογισμός του Ένγκελς: ..."Ότι όμως η βία παίζει στην ιστορία κι έναν άλλο ρόλο» (εκτός από το ρόλο του δράστη του κακού), «ρόλο επαναστατικό, ότι, όπως λέει ο Μαρξ, είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας, που κυοφορεί μια νέα, ότι η βία είναι το όργανο, που με αυτό επιβάλλεται το κοινωνικό κίνημα και σπάει τις απολιθωμένες, απονεκρωμένες πολιτικές μορφές - για όλα αυτά δε θα βρούμε ούτε λεξη στον κ. Ντυρινγκ. Μόνο βαρυγκομώντας και αναστενάζοντας δέχεται την πιθανότητα πως για το γκρέμισμα της οικονομίας, που στηρίζεται στην εκμετάλλευση, θα χρειαστεί ίσως η βία - δυστυχώς, βλεπετε γιατί κάθε χρήση βίας διαφθείρει τάχα αυτόν που τη χρησιμοποιεί. Κι αυτά λέγονται παρ' όλη την υψηλή ηθική και πνευματική ανάταση, σαν αποτέλεσμα κάθε νικηφόρας επανάστασης! Κι αυτά λέγονται στη Γερμανία, όπου μια βίαιη σύγκρουση, πού άλλωστε μπορούν και να την επιβάλουν στο λαό, θαχει τουλάχιστον το πλεονέκτημα να ξεπατώσει το πνεύμα της δουλοπρέπειας, που εισχώρησε στην εθνική συνείδηση από την ταπείνωση του Τριακονταετούς πολέμου. Κι αυτός ο θαμπός, άχυμος και αναιμικός κατηχητικός τρόπος σκέψης έχει την άξίωση να επιβληθεί στο πιο επαναστατικό κόμμα, που γνώρισε η ιστoρία;» (σελ. 193 της 3ης γερμ. έκδ., τέλος του 4ου κεφαλαίου του ΙΙ μέρους). Πως μπορούμε να ενώσουμε σε μια διδασκαλία αυτο τον πανηγυρικό της βίαιης επανάστασης, που ο Ένγκελς τον προσφεέρει επίμονα στους γερμανούς σοααλδημοκρατες από το 1878 ως το 1894, δηλαδή ως το θάνατο του, με τη θεωρία της «απονέκρωσης» του κράτους;
Συνήθως ενώνουν το ένα με το άλλο με τη βοήθεια του εκλεκτικισμού, αποσπώντας αυθαίρετα (ή για ν' αρέσουν σ' αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία), χωρίς ιδεολογική συνέπεια και σoφιστικά πότε τον ένα και πότε τον άλλο συλλογισμό και συνάμα στις ενενήντα εννιά περιπτώσεις από τις εκατό, αν όχι πιο συχνά, προβάλλουν στην πρώτη γραμμή ίσα - ίσα την «απονέκρωση». Η διαλεχτική αντικατασταίνεται με τον εκλεκτικισμό: αυτό είναι το πιο συνηθισμένο, το πιο διαδομένο φαινόμενο στην επίσημη σοσιαλδημοκρατική φιλολογία των ημερών μας, σ' ό'τι αφορά το μαρξισμό. Η αντικατάσταση αυτή δεν αποτελεί βέβαια κάτι το καινούργιο, είχε παρατηρηθεί μάλιστα και στην ιστορία της κλασικής ελληνικής φιλοσοφίας. Όταν με την παραποίηση παρουσιάζουν τον οπορτουνισμό για μαρξισμό, η παραποίηση του εκλεχτικισμου και η παρουσίαση του σαν διαλεκτική ξεγελάει πιο εύκολα τις μάζες, προσφέρει μια φαινομενική ικανοποίηση, παίρνει δήθεν υπόψη όλες τις πλευρές του προτσές, όλες τις τάσεις της εξέλιξης, όλες τις αντιφατικές επιδράσεις κτλ., ενώ στην πράξη δε δίνει καμιά ενιαία και επαναστατική αντίληψη του προτσές της κοινωνικής εξέλιξης.
Πιο πάνω μιλήσαμε κιόλας και θα δείξουμε πιο λεπτομερειακά στην παραπέρα έκθεση μας πως η διδασκαλία του Μαρξ και του Ένγκελς για το ότι είναι αναπόφευκτη η βίαιη επανάσταση αναφέρεται στο αστικό κράτος. Το αστικό κράτος δεν μπορεί να το αντικαταστήσει το προλεταριακό κράτος (η δικτατορία του προλεταριάτου) με την «απονέκρωση», αλλά κατά γενικό κανόνα μόνο με τη βίαιη επανάσταση. Το εγκώμιο που της έψαλε ο Ένγκελς και που ανταποκρίνεται πέρα για πέρα στις επανειλημμένες δηλώσεις του Μαρξ - (ας θυμηθούμε το τέλος της «Αθλιότητας της φιλοσοφίας» και του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» με την περήφανη, ανοικτή δήλωση για το ότι είναι αναπόφευκτη η βίαιη επανάσταση, ας θυμηθούμε την κριτική του Προγράμματος της Γκότα του 1875, γραμμένη σχεδόν ύστερα από 30 χρόνια όπου ο Μαρξ μαστιγώνει αμείλιχτα τον οπορτουνισμό αυτού του προγράμματος) -το εγκώμιο αυτό δεν είναι διόλου «συνεπαρμός» δεν είναι διόλου απαγγελία, ούτε ξέσπασμα πολεμικής. Η ανάγκη της συστηματικής διαπαιδαγώγησης των μαζών στο πνεύμα αυτής και μόνο αυτής της άποψης για τη βίαιη επανάσταση βρίσκεται στη βάση όλης της διδασκαλίας του Μαρξ και του Ένγκελς. Η προδοσία της διδασκαλίας τους από τα σοσιαλσωβινιστικά και καουτσκικά ρεύματα, που κυριαρχούν σήμερα, εκφράζεται ιδιαίτερα ανάγλυφα στο γεγονός ότι και τα πρώτα και τα δεύτερα λησμονούν αυτή την προπαγάνδα, αυτή τη ζύμωση.
Η αντικατάσταση του αστικού κράτους με το προλεταριακό είναι αδύνατη χωρίς βίαιη επανάσταση. Η κατάργηση του προλεταριακού κράτους, δηλαδή η κατάργηση κάθε κράτους δεν είναι δυνατό να γίνει διαφορετικά παρά με την «απονέκρωση».
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανάπτυσσαν λεπτομερειακά και συγκεκριμένα τις απόψεις αυτές, μελετώντας κάθε ξεχωριστή επαναστατική κατάσταση, αναλύοντας τα διδάγματα της πείρας κάθε ξεχωριστής επανάστασης. Περνούμε τώρα σ' αυτό το οπωσδήποτε πιο σπουδαίο μέρος της διδασκαλίας τους.
1. ΟΙ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Τα πρώτα συγγράμματα του ώριμου μαρξισμού, η «Αθλιότητα της φιλοσοφίας» και το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», αναφέρονται ακριβώς στις παραμονές της επανάστασης του 1848. Για το λόγο αυτό, δίπλα στην έκθεση των γενικών βάσεων του μαρξισμού, έχουμε, εδώ ως ένα βαθμό και το καθρέφτισμα της τοτινης συγκεκριμένης επαναστατικής κατάστασης, και γι' αυτό θα είναι ίσως πιο σκόπιμο να δούμε τι λένε οι συγγραφείς αυτών των έργων για το κράτος αμέσως πριν βγάλουν τα συμπεράσματα τους από την πείρα του 1848-1851
... «Στην πορεία της εξέλιξης - γράφει ο Μαρξ στην «Αθλιότητα της φιλοσοφίας» - η εργατική τάξη θα βάλει στη θέση της παλιάς αστικής κοινωνίας μιαν ένωση, που αποκλείει τις τάξεις και την αντίθεση τους, και δε θα υπάρχει πια καμιά καθαυτό πολιτική εξουσία, γιατί ακριβώς η πολιτική εξουσία είναι η επίσημη έκφραση της ταξικής αντίθεσης μέσα στην αστική κοινωνία» (σελ. 182 της γερμ. έκδ, του 1885).
Είναι διδακτικό μ' αυτή τη γενική διατύπωση της σκέψης για την εξαφάνιση του κράτους ύστερα από την εξάλειψη των τάξεων να παραβάλουμε όσα έγραψαν ο Μαρξ και ο Ένγκέλς λίγους μήνες αργότερα -και συγκεκριμένα το Νοέμβρη του 1847- στο «Κομμουνιστικό Μανιφεστο»:
... «Χαράζοντας τις πιο γενικές φάσεις της εξέλιξης του προλεταριάτου, παρακολουθήσαμε τον λίγο-πολύ κρυφό εμφύλιο πόλεμο μέσα στην υπάρχουσα κοινωνία, ίσαμε το σημείο που ο πόλεμος αυτός ξεσπάει σε ανοιχτή επανάσταση, και το προλεταριάτο εγκαθιδρύει την κυριαρχία του με το βίαιο γκρέμισμα της αστικής τάξης» ...
«Είδαμε κιόλας πιο πάνω, ότι το πρώτο βήμα στην εργατική επανάσταση είναι η μετατροπή» (επι λέξη: η ανύψωση) «του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, η κατάχτηση της δημοκρατίας».
«Το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική του κυριαρχία για ν' αποσπάσει βαθμιαία από την αστική τάξη όλο το κεφάλαιο, για να συγκεντρώσει όλα τα εργαλεία παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλαδή του οργανωμένου σαν κυρίαρχη τάξη προλεταριάτου, και για να αυξήσει όσο μπορεί πιο γρήγορα τη μάζα των παραγωγικών δυνάμεων» (σελ. 31 και 37 της 7ης γερμ. έκδ. του 1906).
Εδώ βλέπουμε να διατυπώνεται μια από τις πιο αξιόλογες και πιο σπουδαίες ιδέες του μαρξισμού στο ζήτημα του κράτους, και συγκεκριμένα η ιδέα της «δικτατορίας του προλεταριάτου» (όπως άρχισαν να εκφράζονται ο Μαρξ κι ό Ένγκελς ύστερα από την Παρισινή Κομμούνα), και κατόπιν ό εξαιρετικά ενδιαφέρον ορισμός του κράτους, που κι αυτός ανήκει στα «λησμονημένα λόγια» του μαρξισμού. «Το κράτος, δηλαδή το οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο».
Ο ορισμός αυτός του κράτους όχι μόνο δεν έχει εξηγηθεί ποτέ στην κυριαρχούσα προπαγανδιστική και διαφωτιστική φιλoλογία των επίσημων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Κάτι παραπάνω. Ίσα-ίσα λησμονήθηκε, γιατί είναι εντελώς ασυμβίβαστος με το ρεφορμισμό, γιατί χτυπάει κατάμουτρα τις συνηθισμένες οπορτουνιστικές προλήψεις και τις μικροαστικές αυταπάτες σχετικά με την «ειρηνικη εξέλιξη της δημοκρατίας».
Στο προλεταριάτο χρειάζεται το κράτος - αυτό το επαναλαβαίνουν όλοι οι οπορτουνιστές, οι σοσιαλσωβινιστές και οι καουτσκιστές, βεβαιώνοντας πως τέτοια είναι η διδασκαλία του Μαρξ και "λησμονώντας" να προσθέσουν ότι, πρώτο, κατά τον Μαρξ, στο προλεταριάτο χρειάζεται μόνο ένα κράτος που απονεκρώνεται, δηλαδή έτσι συγκροτημένο, που ν' αρχίσει αμέσως ν' απονεκρώνεται και που να μην μπορεί παρά ν' απονεκρώνεται. Και δεύτερο, οι εργαζόμενοι χρειάζονται το «κράτος», «δηλαδή το οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο».
Το κράτος είναι ιδιαίτερη οργάνωση δύναμης, είναι η οργάνωση της βίας για την καταπίεση κάποιας τάξης. Και ποιά τάξη πρέπει να καταπιέζεται από το προλεταριάτο; Φυσικά, μόνο η τάξη των εκμεταλλευτών, δηλαδή η αστική τάξη. Οι εργαζόμενοι χρειάζονται το κράτος μόνο για να καταπνίγουν την αντίσταση των εκμεταλλευτών, και μόνο το προλεταριάτο είναι σε θέση να κατευθύνει αυτή την κατάπνιξη, να την πραγματοποιεί, γιατί είναι η μοναδική ίσαμε το τέλος επαναστατική τάξη, η μοναδική τάξη που είναι ικανή να συνενώσει όλους τους εργαζόμενους και εκμεταλλευόμενους στην πάλη ενάντια στην αστική τάξη, για τον ολοκληρωτικό παραμερισμό της.
Οι εκμεταλλεύτριες τάξεις χρειάζονται την πολιτική κυριαρχία για να διατηρούν την εκμετάλλευση, δηλαδή για τα ιδιοτελή συμφέροντα μιας μηδαμινής μειοψηφίας, ενάντια στην τεράστια πλειοψηφία του λαού. Οι εκμεταλλευόμενες τάξεις χρειάζονται την πολίτικη κυριαρχία για να εξαλείψουν ολοκληρωτικά κάθε εκμετάλλευση, δηλαδή για τα συμφέροντα της τεράστιας πλειοψηφίας του λαού, ενάντια στη μηδαμινή μειοψηφία των σύγχρονων δουλοχτητών, δηλαδή των τσιφλικάδων και των κεφαλαιoκρατών.
Οι μικροαστοί δημοκράτες, αστοί οι δήθεν σοσιαλιστές, που αντικατάστησαν τον ταξικό αγώνα με ονειροπολήματα για την ομοφωνία των τάξεων, φαντάστηκαν με ονειροπόλο τρόπο και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, όχι σαν ανατροπή της κυριαρχίας της εκμεταλλεύτριας τάξης, αλλά σαν ειρηνική υποταγή της μειoψηφίας στην πλειοψηφία που ένιωσε τα καθήκοντα της. Αυτή η μικροαστική ουτοπία, που συνδέεται αδιάσπαστα με την αναγνώριση του υπερταξικού κράτους, στην πράξη οδηγούσε στη προδοσία των συμφερόντων των εργαζόμενων τάξεων, όπως το έδειξε λ.χ. η ιστορία των γαλλικών επαναστάσεων του 1848 και 1871, όπως το έδειξε η πείρα της σοσιαλιστικης συμμέτοχης στις αστικές κυβερνήσεις της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και άλλων χωρών στα τέλη του ΧΙΧ και στις αρχές του ΧΧ αιώνα.
Ο Μαρξ σ' όλη του τη ζωή πάλαιβε ενάντια σ' αυτό τον μικροαστικό σοσιαλισμό, που τον ανασταίνουν σήμερα στη Ρωσία τα κόμματα των εσέρων και μενσεβίκων. Τη διδασκαλία για την πάλη των τάξεων ο Μαρξ την ανάπτυξε με συνέπεια ως τη διδασκαλία, για την πολίτικη εξουσία, για το κράτος.
Η κυριαρχία της αστικής τάξης μπορεί ν' ανατραπεί μόνον από το προλεταριάτο, σαν ιδιαίτερη τάξη, που οι οικονομικοί όροι της ύπαρξης του το προετοιμάζουν γι' αυτή την ανατροπή, του δίνουν τη δυνατότητα και τη δύναμη να την πραγματοποιήσει. Ενώ η αστική τάξη, από τη μια μεριά, κομματιάζει, σκορπίζει την αγροτιά και όλα τα μικροαστικά στρώματα, από την άλλη, συσπειρώνει, συνενώνει, οργανώνει το προλεταριάτο. Mόνο το προλεταριάτο είναι ικανό -χάρη στον οικονομικό του ρόλο στη μεγάλη παραγωγή- να είναι ο ηγεμόνας όλων τον εργαζόμενων και εκμεταλλευόμενων μαζών, που η αστική τάξη τις εκμεταλλεύεται, τις κρατάει στο ζυγό, τις πιέζει συχνά όχι λιγότερο, αλλά περισσότερο από τους προλετάριους, μα που δεν είναι ικανές να διεξάγουν έναν αυτοτελή αγώνα για την απελευθέρωση τους.
Η διδασκαλία για την πάλη τον τάξεων, που την εφάρμοσε ο Μαρξ στο ζήτημα του κράτους και της σοσιαλιστικής επανάστασης, οδηγεί αναγκαστικά στην αναγνώριση της πολιτικής κυριαρχίας του προλεταριάτου, της δικτατορίας του, δηλαδή της εξουσίας, που δεν τη μοιράζεται με κανένα και που στηρίζεται άμεσα στην ένοπλη δύναμη των μαζών. Η ανατροπή της αστικής τάξης μπορεί να πραγματοτοιηθεί μόνο με τη μετατροπή του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, ικανή να καταπνίξει την αναπότρεπτη, απεγνωσμένη αντισταση της αστικής τάξης και να οργανώσει όλες τις εργαζόμενες κι εκμεταλλευόμενες μάζας για το νέο τρόπο συγκρότησης της οικονομίας.
Το προλεταριάτο χρειάζεται την κρατική εξουσία, τη συγκεντρωτική οργάνωση της δύναμης, την οργάνωση της βίας και για την κατάπνιξη της αντίστασης τον εκμεταλλευτών και για την καθοδήγηση της τεράστιας μάζας τος πληθυσμού, της αγροτιάς, τον μικροαστών, τον μισοπρολετάριων για «να στρώσει» τη σoσιαλιστική οικονομία.
Ο μαρξισμός, διαπαιδαγωγώντας το εργατικό κόμμα, διαπαιδαγωγεί την πρωτοπορία του προλεταριάτου, που είναι ικανή να πάρει την εξουσία και να οδηγήσει όλο το λαό στο σοσιαλισμό, να κατευθύνει και να οργανώσει το νέο καθεστώς, να είναι ο δάσκαλος, ο καθοδηγητής, ο αρχηγός όλων των εργαζομένων κι εκμεταλλευομένων στην οργάνωση της κοινωνικής τους ζωής χωρίς την αστική τάξη και ενάντια στην αστική τάξη. Αντίθετα, στο εργατικό κόμμα ο κυρίαρχος σήμερα οπορτουνισμός διαπαιδαγωγεί τους εκπροσώπους των πιο καλοπληρωμένων εργατών που ξεκόβουν από τη μάζα, που «βολεύονται» υποφερτά στο κεφαλαιοκρατικό καθεστώς, πού πουλάνε τα πρωτοτόκια τους αντί πινακίου φακής, δηλαδή πού παραιτούνται από το ρόλο τον επαναστατών αρχηγών του λαού ενάντια στην αστική τάξη.
«Το κράτος, δηλαδή το οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη προλεταιριάτο», - αυτή η θεωρία του Μαρξ συνδέεται αδιάσπαστα με ολόκληρη τη διδασκαλία του για τον επαναστατικό ρόλο του προλεταριάτου στην ιστορία. Η ολοκλήρωση αυτού του ρόλου είναι η πρoλεταριακή δικτατορια, η πολιτική κυριαρχία του προλεταριάτου.
Αν όμως το προλεταριάτο χρειάζεται το κράτος, σαν ιδιαίτερη οργάνωση βίας ενάντια στην αστική τάξη, τότε από δω βγαίνει μόνο του το συμπέρασμα: είναι άραγε νοητή η δημιουργία μιας τέτοιας οργάνωσης χωρίς την προκαταβολική καταστροφή, χωρίς την συντριβή της κρατικής μηχανής, που δημιούργησε για τον εαυτό της η αστική τάξη; Σ' αυτό το συμπέρασμα μας οδηγεί άμεσα το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» και γι'αυτό το συμπέρασμα μιλάει ο Μαρξ, όταν συνοψίζει τα πορίσματα από την πείρα της επανάστασης του 1848 - 1851.
2. ΤΑ ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Σχετικά με το ζήτημα του κράτους, που μας ενδιαφέρει, ο Μαρξ συνοψίζει τα πορίσματα της επανάστασης του 1848 - 1851 στον ακόλουθο συλλογισμό του έργου του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»:
... «Η επανάσταση όμως είναι ριζική. Βρίσκεται ακόμα στο ταξίδι της μέσα από το καθαρτήριο πυρ. Εκτελεί μεθοδικά το έργο της. Ως τις 2 του Δεκέμβρη 1851» (τη μέρα που ο, Λουδοβίκος Βοναπάρτης έκανε το πραξικόπημα του) «είχε τελειώσει τη μισή προπαρασκευαστική της δαυλιά και τώρα τελειώνει την άλλη μισή. Ολοκληρώνει πρώτα την κοινοβουλευτική εξουσία, για να μπορεί να την ανατρέψει. Και τώρα που το έχει κατορθώσει αυτό, ολοκληρώνει την εκτελεστική εξουσία, την περιορίζει στην πιο καθαρή της έκφραση, την απομονώνει, τη βάζει απέναντι της σαν μοναδικό στόχο για να σνγκεντρώσει πάνω της όλες τις δυνάμεις καταστροφής» (η υπογράμμιση είναι δική μας). «Κι όταν θα έχει εκτελέσει το δεύτερο μισό της προπαρασκευαστικής της δουλιας, η Ευρώπη θ' αναπηδήσει από τη θέση της και θ' αλαλάξει: καλά έσκαψες, γερο - τυφλοπόντικα!
Αυτή η εκτελεστική εξουσία, με την τεράστια γραφειoκρατική και στρατιωτική οργάνωση της, με τον εκτεταμένο και τεχνητό κρατικό της μηχανισμό, με μια στρατιά από μισό εκατομμύριο υπαλλήλους, δίπλα σ' ένα στρατό από άλλο μισό εκατομμύριο, αυτό το τρομαχτικό παρασιτικό σώμα, που τυλίγεται σαν δίχτυ γύρω από το κορμί της γαλλικής κοινωνίας και φράζει όλους τους πόρους της, γεννήθηκε στις μέρες της απόλυτης μοναρχίας, τον καιρό της παρακμής του φεουδαρχικού καθεστώτος, και συνετέλεσε στην επιτάχυνση της παρακμής του». Η πρώτη γαλλική επανάσταση ανάπτυξε το συγκεντρωτισμό, «ταυτόχρονα όμως ανάπτυξε την έκταση, τις αρμοδιότητες και τους παραστάτες της κυβερνητικής εξουσίας. Ο Ναπολέων ολοκλήρωσε αυτή την κρατική μηχανή». Η νομιμόφρονη μοναρχία και η μοναρχία του Ιούλη «δεν προσθέσανε τίποτα σ' αυτή τη μηχανή, εκτός από ένα μεγαλύτερο καταμερισμό της εργασίας»...
... «Τέλος, η κοινοβουλευτική δημοκρατία στην πάλη της ενάντια στην επανάσταση βρέθηκε στην ανάγκη, μαζί με τα καταπιεστικά μέτρα, να ενισχύσει τους πόρους και το συγκεντρωτισμό της κυβερνητικής εξουσίας. Όλες οι ανατροπές τελειοποιούσαν αυτή τη μηχανή αντί να την τσακίσουν» (η υπογράμμιση είναι δική μας). «Τα κόμματα, που αγωνίζονταν διαδοχικά για την εξουσία, θεωρούσαν την απόχτηση αυτού του τεράστιου κρατικού οικοδομήματος σαν την κυριότερη λεία του νικητή» («Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», σελ. 98 - 99, 4η έκδ., Αμβούργο, 1907).
Με τον περίφημο αυτό συλλογισμό ο μαρξισμός κάνει ένα τεράστιο βήμα προς τα μπρος σε σύγκριση με το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Εκεί το ζήτημα του κράτους τίθεται ακόμα άκρως αφηρημένα, με τις πιο γενικές έννοιες και εκφράσεις. Εδώ το ζήτημα τίθεται συγκεκριμένα, και το συμπέρασμα που βγαίνει είναι εξαιρετικά ακριβολογημένο, καθορισμένο, πραχτικά χειροπιαστό: όλες οι προηγούμενες επαναστάσεις τελειοποιούσαν την κρατική, μηχανή, ενώ πρέπει να σπάσει, να τσακιστεί.
Το συμπέρασμα τούτο είναι το κύριο, το βασικό στη διδασκαλία του μαρξισμού για το κράτος. Και αυτό ακριβώς το βασικό δεν έχει μόνο ολότελα λησμονηθεί από τα κυρίαρχα επίσημα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, μα και έχει άμεσα διαστρεβλωθεί (όπως θα δούμε πιο κάτω) από τον πιο επιφανή θεωρητικό της ΙΙ Διεθνούς Κ. Κάουτσκι.
Στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» συνοψίζονται τα γενικά πορίσματα της ιστορίας, που μας υποχρεώνουν να βλέπουμε στο κράτος ένα όργανο ταξικής κυριαρχίας και που οδηγούν υποχρεωτικά στο συμπέρασμα, πως το προλεταριάτο δεν μπορεί ν' ανατρέψει την αστική τάξη, χωρίς να καταχτήσει πρωτύτερα την πολιτική εξουσία, χωρίς ν' αποχτήσει την πολιτική κυριαρχία και να μετατρέψει το κράτος στο «οργανωμένο σαν κυρίαρχη τάξη, προλεταριάτο», και πως αυτό το προλεταριακό κράτος αμέσως μετά τη νίκη του θ' αρχίσει ν' απονεκρώνεται, γιατί σε μια κοινωνία δίχως ταξικές αντιθέσεις το κράτος δε χρειάζεται και δεν μπορεί να υπάρχει. Εδώ δεν τίθεται το ζήτημα τι λογής πρέπει - από την άποψη της ιστορικής εξέλιξης - να είναι αυτή η αντικατάσταση του αστικού κράτους από το προλεταριακό.
Αυτό το ζήτημα ο Μαρξ το θέτει και το λύνει μόνο το 1852. Πιστός στη φιλοσοφία του του διαλεκτικού υλισμού, ο Μαρξ παίρνει για βάση την ιστορική πείρα των μεγάλων χρόνων της επανάστασης του 1848- 1851. Και δω η διδασκαλία του Μαρξ - όπως πάντα - αποτελεί συνόψιση πείρας, φωτισμένης με βαθιά φιλοσοφική κοσμοθεώρηση και πλούσια γνώση της Ιστορίας.
Το ζήτημα του κράτους τίθεται συγκεκριμένα : πώς γεννήθηκε ιστορικά το αστικό κράτος, η απαραίτητη για την κυριαρχία της αστικής ταξης κρατική μηχανή; ποιες είναι οι αλλαγές της, ποια η εξέλιξη της στην πορεία των αστικών επαναστάσεων και μπροστά στις ανεξάρτητες εκδηλώσεις των καταπιεζόμενων ταξεων; ποια τα καθήκοντα του προλεταριάτου σε σχέση μ' αυτή την κρατική μηχανή;
Η συγκεντρωτική κρατική εξουσία, που χαρακτηρίζει την αστική κοινωνία, εμφανίστηκε την εποχή της παρακμής του απολυταρχισμού. Δυο είναι οι πιο χαρακτηριστικοί γι' αυτή την κρατική μηχανή θεσμοί: η υπαλληλοκρατία και ο μόνιμος στρατός. Στα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς γίνεται πολλές φορές λόγος για το πώς χιλιάδες νήματα συνδέουν αυτούς τους θεσμούς ακριβώς με την αστική τάξη. Η πείρα του κάθε εργάτη διασαφηνίζει αυτό το δεσμό με εξαιρετικά παραστατικό και επιβλητικό τρόπο. Η εργατικη τάξη μαθαίνει πάνω στο πετσί της να διακρίνει αυτό το δεσμό - να γιατί κατανοεί τόσο εύκολα και αφομοιώνει τόσο γερά την επιστήμη για το αναπόφευκτο αυτού του δεσμού, την επιστήμη, που οι μικροαστοί δημοκράτες είτε την αρνούνται από αμορφωσιά και επιπολαιότητα, είτε με ακόμα μεγαλύτερη επιπολαιότητα την παραδέχονται «γενικά», ξεχνώντας να βγαλουν τ' αντίστοιχα πραχτικά συμπεράσματα.
Η υπαλληλοκρατία και ο μόνιμος στρατός είναι ένα «παράσιτο» πάνω στο κορμί της αστικής κοινωνίας, παράσιτο, που γεννήθηκε από τις εσωτερικές αντιφασεις που σπαράζουν αυτή την κοινωνία, και συγκεκριμένα, παράσιτο, που «φράζει» τους ζωτικούς πόρους. Ο καουτσκικός οπορτουνισμός, που κυριαρχεί σήμερα στην επίσημη σοσιαλδημοκρατία, θεωρεί σαν ειδικό και αποκλειστικό γνώρισμα του αναρχισμού την άποψη ότι το κράτος είναι παρασιτικός οργανισμός. Φυσικά αυτή η διαστρέβλωση του μαρξισμού συμφέρει εξαιρετικά στους μικροαστούς εκείνους, που έφεραν το σοσιαλισμό στο ανήκουστο αίσχος να δικαιολογεί και να εξωραΐζει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, εφαρμόζοντας σ' αυτόν την έννοια της «υπεράσπισης της πατρίδας», ωστόσο όμως πρόκειται για αναμφισβήτητη διαστρέβλωση.
Μέσα απ' όλες τις αστικές επαναστάσεις, που τόσο πολλές γνώρισε η Ευρώπη από τον καιρό της πτώσης της φεουδαρχίας, προχωρεί η εξέλιξη, η τελειοποίηση, το δυνάμωμα αυτού του υπαλληλοκρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού. Ιδιαίτερα, ίσα - ίσα η μικροαστική τάξη είναι εκείνη που τραβιέται προς το μέρος της μεγαλοαστικής τάξης και σε σημαντικό βαθμό υποτάσσεται σ' αυτήν μέσω αυτού του μηχανισμού, που προσφέρει στ' ανώτερα στρώματα της αγροτιάς, των χειροτεχνών, των έμπορων κ.α. σχετικά βολικές, ήσυχες και τιμητικές θεσούλες, που τοποθέτουν τους κατόχους τους πάνω από το λαό. Πάρτε αυτό που έγινε στη Ρωσία μέσα σ' ένα εξάμηνο ύστερα από τις 27 του Φλεβάρη 1917: οι δημοσιοϋπαλληλικές θέσεις, που πρώτα δίνονταν κατά προτίμηση στους μαυροεκατονταρχίτες, έγιναν αντικείμενο λείας των καντέτων, των μενσεβίκων και των εσέρων. Στην ουσία δε σκέφτονται να κάνουν κανενός είδους σοβαρές μέταρυθμίσεις, που πάσχιζαν να τις αναβάλουν «ίσαμε τη Συντακτική Συνέλευση» - και τη Συντακτική Συνέλευση να την αναβάλουν λίγο-λίγο ίσαμε το τέλος του πολέμου. Δεν αργούσαν όμως και δεν περίμεναν καμιά Συντακτική Συνέλευση για το μοίρασμα της λείας, για την κατάληψη των θέσεων των υπουργών, των υφυπουργών, των γενικών διοικητών κλπ. κλπ.! Το παιχνίδι των συνδυασμών για τη σύνθεση της κυβέρνησης στην ουσία δεν εκφραζε παρά αυτό το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα της «λείας», που γινόταν και από τα πάνω και από τα κάτω, σ' όλη τη χώρα, σ' ολόκληρη την κεντρική και τοπική διοίκηση. Το αποτέλεσμα, το αντικειμενικό αποτέλεσμα του εξαμήνου 27 του Φλεβάρη - 27 του Αυγούστου 1917 είναι αναμφισβήτητο: οι μεταρυθμίσεις αναβλήθηκαν, το μοίρασμα των δημοσιοϋπαλληλικών θέσεων έχει γίνει, και τα «λάθη» του μοιράσματος έχουν διορθωθεί με μερικά ξαναμοιράσματα.
Μα όσο πιο πολλά «ξαναμοιράσματα» γίνονται στον υπαλληλοκρατικό μηχανισμό ανάμεσα στα διάφορα αστικά και μικροαστικά κόμματα (ανάμεσα στους καντέτους, τους εσέρους και τους μενσεβίκους, για να πάρουμε το ρωσικό παράδειγμα), τόσο πιο φανερή γίνεται για τις καταπιεζόμενες τάξεις και για το προλεταριάτο, που βρίσκεται επικεφαλής τους, η ασυμφιλίωτη έχθρα τους προς όλη την αστική κανωνία. Από δω πηγάζει η ανάγκη για όλα τα αστικά κόμματα, ακόμα και για τα πιο δημοκρατικά, μαζί και για τα «επαναστατικά - δημοκρατικά», να δυναμώνουν τις καταπιέσεις εναντία στο επαναστατικό προλεταριάτο, να στεριώνουν τον καταπιεστικό μηχανισμό, δηλαδή την ίδια την κρατική μηχανή. Αυτή η πορεία των γεγονότων υποχρεώνει την επανάσταση «να συγκεντρώνει όλες τις δυνάμεις της καταστροφής» ενάντια στην κρατική εξουσία, την υποχρεώνει να βάλει καθήκον της όχι την καλυτέρευση της κρατικής μηχανής, μα τη συντριβή, την καταστροφή της.
Δεν είναι οι λογικοί συλλογισμοί, αλλά η πραγματική εξέλιξη των γεγονότων, η ζωντανή πείρα του 1848- 1851 πού οδήγησαν στην τέτοια τοποθέτηση του προβλήματος. Πόσο αυστηρά κρατιέται ο Μαρξ στην πραγματική βάση της ιστορικής πείρας - φαίνεται από το γεγονός ότι το 1852 δε θέτει ακόμα συγκεκριμένα το ζήτημα με τι πρέπει ν' αντικατασταθεί αυτή η κρατική μηχανή που πρόκειται να καταστραφεί. Η πείρα δεν πρόσφερνε ακόμα τότε στοιχεία για ένα τέτοιο πρόβλημα, που η ιστορία το έθεσε στην ημερήσια διάταξη αργότερα, το 1871. Το 1852 μπορούσε κανείς να διαπιστώσει με την ακρίβεια φυσικοίστορίκης παρατήρησης μόνον ότι η προλεταριακή επανάσταση πλησίασε άμεσα στο καθήκον «να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις της καταστροφής» ενάντια στην κρατική εξουσία, στο καθήκον «να τσακίσει» την κρατική μηχανή.
Εδώ μπορεί να γεννηθεί το ερώτημα: είναι άραγε σωστή η γενίκευση της πείρας, των παρατηρήσεων και των συμπερασμαάτων του Μαρξ, η μεταφορά τους σε πεδίο πλατύτερο από την ιστορία της Γαλλίας στην τριετία 1848- 1851; Για να εξετάσουμε αυτό το ζήτημα θα θυμίσουμε πρώτα μια παρατήρηση του Ένγκελς και κατόπι θα περάσουμε στα πραγματικά δεδομένα.
... «Η Γαλλία - έγραφε ο Ένγκελς στον πρόλογο της 3ης έκδοσης της «18ης Μπρυμαίρ» - είναι η χώρα όπου περισσότερο από οπουδήποτε αλλού οι ιστορικοί ταξικοί αγώνες έφταναν κάθε φορά ως την αποφασιστική μάχη, όπου συνεπώς διαγράφονται με τον πιο ανάγλυφο τρόπο οι μεταβαλλόμενες πολιτικές μορφές, που μέσα τους κινούνται οι ταξικοί αγώνες και όπου συνοψίζονται τ' αποτελέσματά τους. Κέντρο της φεουδαρχίας στο μεσαίωνα, υποδειγματική χώρα της ενιαίας μοναρχίας των προνομιούχων τάξεων ύστερα από την Αναγέννηση, η Γαλλία τσάκισε στη μεγάλη επανάσταση το φεουδαρχισμό και εγκαθίδρυσε την καθαρή κυριαρχία της αστικής τάξης με τέτοια κλασική μορφή που δεν την έφτασε καμιά άλλη ευρωπαική χώρα. Και ο αγώνας του προλεταριάτου, που σηκώνει κεφάλι ενάντια στην κυρίαρχη αστική τάξη, εκδηλώνεται εδώ με τόσο οξεία μορφή, που είναι άγνωστη σε άλλες χώρες» (σελ. 4 της έκδ. του 1907).
Η τελευταία παρατήρηση έχει παλιώσει, εφόσον από το 1871 και δω σημειώθηκε μια διακοπή στον επαναστατικό αγώνα του γαλλικού προλεταριάτου, μ' όλο που, όσο μακρόχρονη κι αν είναι αυτή η διακοπή, δεν αποκλείει διόλου την πιθανότητα στην επικείμενη προλεταριακή επανάσταση η Γαλλία να δείξει πως είναι η κλασική χώρα της πάλης των τάξεων ίσαμε το αποφασιστικό τέλος.
Ας ρίξουμε όμως μια γενική ματιά στην ιστορία των προχωρημένων χωρών στα τέλη του ΧΙΧ και τις αρχές του ΧΧ αιώνα. Θα δούμε ότι συντελούνταν πιο αργά, πιο ποικιλόμορφα, πάνω σε πολύ πιο πλατιά κονίστρα το ίδιο προτσες: από τη μια μεριά, η συμπλήρωση της «κοινοβουλευτικής εξουσίας» τόσο στις δημοκρατικές χώρες (Γαλλία, Αμερική, Ελβετία), όσο και στις μοναρχικές (Αγγλία, Γερμανία ως ένα βαθμό, Ιταλία, Σκανδιναβικές χώρες κ.ά.), κι από την άλλη, η πάλη για την εξουσία των διάφορων αστικών και μικροαστικών κομμάτων, που μοιράζονταν και ξαναμοιράζονταν τη «λεία» των δημοσιουπαλληλικών θέσεων, χωρίς ν' αλλάζουν τα θεμέλια του αστικού καθεστώτος, τέλος, η τελειοποίηση και το δυνάμωμα της «εκτελεστικής εξουσίας» του υπαλληλοκρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού της.
Δε χωράει καμιά αμφιβολία πώς όλα αυτά είναι κοινά χαρακτηριστικά όλης της νεότερης εξέλιξης των κεφαλαιοκρατικών κρατών γενικά. Στα τρία χρόνια 1848 - 1851 η Γαλλία παρουσίασε με γοργό, έντονο συγκεντρωτικό τρόπο τα ίδια προτσές εξέλιξης που χαρακτηρίζουν όλο τον κεφαλαιοκρατικό κόσμο.
Ιδίως ο ιμπεριαλισμός, η εποχή του τραπεζιτικού κεφαλαίου, η εποχή των γιγάντιων κεφαλαιοκρατικών μονοπωλίων, η εποχή της μετεξέλιξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε κρατικό - μονοπωλιακό καπιταλισμό, παρουσιάζει ένα ασυνήθιστο δυνάμωμα της «κρατικής μηχανής», μιαν ανήκουστη αύξηση του υπαλληλοκρατικού και στρατιωτικού της μηχανισμού σε συνδυασμό με την ένταση των καταπιέσεων εναντία στο προλεταριάτο τόσο στις μοναρχικές, όσο και στις πιο ελεύθερες, δημοκρατικές χώρες.
Είναι αναμφισβήτητο ότι η παγκόσμια ιστορία πλησιάζει τώρα, σε ασύγκριτα μεγαλύτερη κλίμακα από το 1852, στη «συγκέντρωση όλων των δυνάμεων» της προλεταριακής επανάστασης για την «καταστροφή» της κρατικής μηχανής.
Με τι θα την αντικαταστήσει το προλεταριάτο, στο ζήτημα αυτό έδωσε διδαχτικότατο υλικό η Παρισινή Κομμούνα.
3. Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΡΞ ΤΟ 1852
Το 1907 ο Μέρινγκ δημοσίεψε στο περιοδικό «Neue Ζeit» (XXV, 2, 164) αποσπάσματα από γράμμα του Μαρξ στον Βαιντεμάγιερ με ημερομηνία 5 του Μάρτη 1852. Στο γράμμα αυτό περιέχεται, ανάμεσα στ' άλλα, και ο ακόλουθος αξιοσημείωτος συλλογισμός:
«Όσο για μένα, δε μου ανήκει ούτε η τιμή ότι εγώ ανακάλυψα την ύπαρξη των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία, ούτε η τιμή ότι εγώ ανακάλυψα την πάλη ανάμεσα τους. Πολύν καιρό πριν από μένα αστοί ιστορικοί είχαν περιγράψει την ιστορική εξέλιξη αυτής της πάλης των τάξεων και αστοί οικονομολόγοι - την οικονομική ανατομία των τάξεων. Το καινούργιο πού έκαμα εγώ ήταν πως απόδειξα: 1) ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς με ορισμένες ιστορικές φάσεις εξέλιξης της παραγωγής (histοrische Entwicklungsphasen der Ρrοdυktiοn), 2) ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη διχτατορία του προλεταριάτου, 3) ότι αυτή η ίδια η δικτατορία αποτελεί απλώς το περασμα προς την κατάργηση όλων των τάξεων και προς μια αταξική κοινωνία»...
Στα λόγια τούτα ο Μαρξ κατόρθωσε να εκφράσει με καταπληχτική παραστατικότητα, πρώτα, το κύριο και το θεμελιακό που ξεχωρίζει τη διδασκαλία του από τη διδασκαλία των πρωτοπόρων και πιο βαθιών στοχαστών της αστικής τάξης, και δεύτερο, την ουσία της διδασκαλίας του για το κράτος.
Το κύριο στη διδασκαλία του Μαρξ είναι η ταξική πάλη. Έτσι λένε και γράφουν πολύ συχνά. Μα αυτό δεν είναι σωστό. Και το αποτέλεσμα απ' αυτή την ανακριβεια είναι σχεδόν πάντα μια οπορτουνιστική διαστρέβλωση του μαρξισμού, η νόθευση του, έτσι που να γίνεται παραδεχτός για την αστική τάξη. Γιατί η διδασκαλία για την ταξική πάλη δεν δημιουργήθηκε από τον Μαρξ αλλά από την αστική τάξη πριν από τον Μαρξ και, μιλώντας γενικά, είναι παραδεχτή για την αστική τάξη. Όποιος παραδέχεται μόνο την πάλη των τάξεων, δεν είναι ακόμα μαρξιστής, αυτός μπορεί ακόμα ναναι άνθρωπος που δε βγαίνει από τα πλαίσια της αστικής σκέψης και της αστικής πολιτικής. Το να περιορίζεις το μαρξισμό στη διδασκαλία για την πάλη των τάξεων - σημαίνει να κουτσουρέβεις το μαρξισμό, να τον διαστρεβλώνεις, να τον ανάγεις σε ό,τι είναι παραδεκτό για την αστική τάξη. Μαρξιστής είναι μόνο εκείνος που επεκτείνει την αναγνώριση τ ης πάλης των τάξεων ως την αναγνώριση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτού βρίσκεται η πιο βαθιά διαφορά του μαρξιστή από το μικρό (μα και μεγάλο) αστό της αράδας. Αυτή είναι η λυδία λίθος για την πραγματική κατανόηση και παραδοχή του μαρξισμού. Και δεν είναι παράξενο πως, όταν η ιστορία της Ευρώπης έφερε πραχτικά την εργατική τάξη μπροστά σ' αυτό το ζήτημα, όχι μόνο όλοι οι οπορτουνιστές και ρεφορμιστές, αλλά και όλοι οι «καουτσκιστές» (οι άνθρωποι που ταλαντεύονται αναμέσα στο ρεφορμισμό και το μαρξισμό) αποδείχτηκαν θλιβεροί φιλισταίοι και μικροαστοί δημοκράτες, που απαρνιούνται τη διχτατορία του προλεταριάτου. Η μπροσούρα του Κάουτσκι «Διχτατορία του προλεταριάτου», που βγήκε τον Αύγουστο του 1918, δηλαδή πολύ πιο ύστερα από την πρώτη έκδοση τούτου του βιβλίου, είναι πρότυπο μικροαστικής διαστρέβλωσης του μαρξισμού και ύπουλης απάρνησής του στην πράξη, ενώ τον αναγνωρίζει υποκριτικά στα λόγια (βλ. τη μπροσούρα μου: «Η προλεταριακή επανάσταση κι ο αποστάτης Κάουτσκι», Πετρούπολη και Μόσχα 1918).
Ο σημερινός οπορτουνισμός στο πρόσωπο του κυριότερου εκπροσώπου του, του πρώην μαρξιστή Κ. Κάουτσκι, υπάγεται ολοκληρωτικά στο χαρακτηρισμό της αστικής θέσης που δίνεται από τον Μαρξ, γιατί ο οπορτουνισμός αυτός περιορίζει την περιοχή αναγνώρισης της ταξικής πάλης στην περιοχή των αστικών σχέσεων. (Σ' αυτή όμως την περιοχή, μέσα στα πλαίσια της, κανένας μορφωμένος φιλελεύθερος δε θ' αρνηθεί «καταρχήν» να παραδεχτεί την ταξική πάλη!) Ο οπορτουνισμός δεν επεκτείνει την αναγνώριση της ταξικής πάλης ακριβώς ίσαμε το κυριότερο, ως την περίοδο του περάσματος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, ως την περίοδο της ανατροπήs της αστικής τάξης και της πλέριας εκμηδένισης της. Στην πραγματικότητα η περίοδος αυτή είναι αναπόφευκτα περίοδος μιας πρωτάκουστα σκληρής ταξικής πάλης, πρωτάκουστης οξύτητας των μορφών της, συνεπώς, και το κράτος αυτής της περιόδου πρέπει αναπόφευκτα να είναι κράτος με νέο τρόπο δημοκρατικό (για τους προλετάριους και τους φτωχούς γενικά) και με νέο τρόπο δικτατορικό (ενάντια στην αστική τάξη).
Παρακάτω. Την ουσία της διδασκαλίας του Μαρξ για το κράτος την αφομοίωσε μόνον όποιος κατάλαβε πως η δικτατορία μιας τάξης είναι αναγκαία όχι μόνο για κάθε ταξική κοινωνία γενικά, όχι μόνο για το προλεταριάτο, που έχει ανατρέψει την αστική τάξη, μα και για ολόκληρη την ιστορική περίοδο, πού χωρίζει τον καπιταλισμό από την «χωρις τάξεις κοινωνία», από τον κομμουνισμό. Οι μορφές των αστικών κρατών είναι εξαιρετικά πολυποίκιλες, μα η ουσία τους είναι μια: όλα αυτά τα κράτη έτσι είτε αλλιώς, μα σε τελευταία ανάλυση υποχρεωτικά, είναι δικτατορία της αστικής τάξης. Το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό δεν μπορεί φυσικά να μη δόσει μια τεράστια αφθονία και ποικιλία πολιτικών μορφών, μα η ουσία εδώ θα είναι μια: δικτατορία του προλεταριάτου.
1. ΣΕ ΤΙ ΣΥΝΙΣΤΑΤΑΙ Ο ΗΡΩΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΑΡΩΝ;
Είναι γνωστό πως λίγους μήνες πριν από την Κομμούνα, το φθινόπωρο του 1870, ο Μαρξ προειδοποιούσε τους εργάτες του Παρισιού, αποδείχνοντας τους πως θα ήταν ανοησία απόγνωσης η απόπειρα ν' ανατρέψουν την κυβέρνηση. Όταν όμως το Μάρτη του 1871 επέβαλαν στους εργάτες την αποφασιστική μάχη και κείνοι τη δέχτηκαν, όταν η εξέγερση έγινε γεγονός, ο Μαρξ, παρά τα κακά προμηνύματα, χαιρέτησε με το μεγαλύτερο ενθουσιασμό την προλεταριακή επανάσταση. Ο Μαρξ δεν κόλλησε στη σχολαστική καταδίκη του «πρόωρου» κινήματος, όπως έκαμε ο θλιβερής φήμης ρώσος αποστάτης του μαρξισμού Πλεχάνοφ, που το Νοέμβρη του 1905 έγραφε ενθαρρυντικά για τον αγώνα των ρώσων εργατών και αγροτών, και ύστερα από το Δεκέμβρη του 1905 φώναζε σαν φιλελεύθερος: «δεν έπρεπε να πάρουμε τα όπλα».
Όμως ο Μαρξ δεν εκδήλωσε μόνον τον ενθουσιασμό του για τον ηρωισμό των κομμουνάρων, που, σύμφωνα με δική του έκφραση, «έκαναν έφοδο ενάντια στον ούρανό». Στο μαζικό επαναστατικό κίνημα, παρ' όλο που δεν πέτυχε το σκοπό του, ο Μαρξ έβλεπε μια ιστορική πείρα τεράστιας σημασίας, ορισμένο βήμα προ ς τα μπρος της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης, ένα πραχτικό βήμα, πολύ σπουδαιότερο από χιλιάδες προγράμματα και συζητήσεις. Ν' αναλύσει αυτή την πείρα, να βγάλει απ' αυτή διδάγματα ταχτικής, να επανεξετάσει πάνω στη βάση της τη θεωρία του - να το καθήκον που έβαλε στον εαυτό του ο Μαρξ.
Τη μόνη «διόρθωση» στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», που ο Μαρξ έκρινε απαραίτητο να κάνει, την έκαμε με βάση την επαναστατική πειρα των κομμουνάρων του Παρισιού.
Ο τελευταίος πρόλογος στη νέα γερμανική έκδοση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», που υπογράφεται και από τους δυο συγγραφείς του, έχει ημερομηνία 24 του Ιούνη 1872. Σ' αυτό τον πρόλογο οι συγγραφείς του, ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς, λένε πως «σήμερα πάλιωσε σε μερικά μέρη» το πρόγραμμα του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου».
... «Ιδίως - συνεχίζουν - η κομμούνα απόδειξε ότι η «εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς»» ...
Τις λέξεις αυτής της περικοπής, που βρίσκονται μέσα στα δεύτερα εισαγωγικά, οι συγγραφείς τις δανείστηκαν από το έργο του Μαρξ: «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλια».
Έτσι λοιπόν ένα βασικό και κύριο δίδαγμα της Κομμούνας του Παρισιού ο Μαρξ και ο Ένγκελς θεωρούσαν ότι έχει τόσο γιγάντια σημασία, που το καταχώρησαν σαν ουσιαστική διόρθωση στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο».
Είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό ότι αυτή ακριβώς η ουσιαστική διόρθωση διαστρεβλώθηκε από τους οπορτουνιστές, και το νόημα της θα είναι ασφαλώς άγνωστο στα εννιά δέκατα, αν όχι στα ενενήντα εννιά εκατοστά των αναγνωστών του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου». Θα μιλήσουμε λεπτομερειακά για τη διαστρέβλωση αυτή πιο κάτω, στο κεφάλαιο που αφιερώνεται ειδικά στις διαστρεβλώσεις. Τώρα φτάνει να σημειωθεί ότι η συνηθισμένη, η χυδαία «αντίληψη» του περίφημου αποφθέγματος του Μαρξ, που αναφέραμε, βρίσκεται στο ότι τάχα ο Μαρξ υπογραμμίζει εδώ την ιδέα της αργής εξέλιξης σε αντίθεση με την κατάληψη της εξουσίας και τα παρόμοια.
Στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η σκέψη του Μαρξ είναι ότι η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει, να τσακίσει την «έτοιμη κρατική μηχανή» και να μην περιοριστεί στην απλή κατάληψη της.
Στις 12 του Απρίλη 1871, δηλαδή ακριβώς τον καιρό της Κομμούνας, ο Μαρξ έγραφε στον Κούγκελμαν:
... «Αν ανοίξεις το τελευταίο κεφάλαιο του έργου μου «Η Ι 8η Μπρυμαίρ», θα δεις ότι εκφράζω τη γνώμη πως η επόμενη προσπάθεια της γαλλικής επανάστασης δεν πρέπει, όπως γινόταν ως τώρα, να περάσει τη γραφειοκρατική - στρατιωτική μηχανή από το ένα χέρι στο άλλο, άλλα να την τσακίσει» (η υπογράμμιση είναι του Μαρξ, στο πρωτότυπο υπάρχει η λέξη : zerbrechen), «και αυτός είναι ο προκαταρκτικός όρος κάθε πραγματικής λαικής επανάστασης στην ήπειρο. Αυτή είναι και η προσπάθεια των ηρωικών μας κομματικών συντρόφων του Παρισιού» (σελ. 709 της «Neue Ζeit», ΧΧ, 1, χρόνος 1901 - 1902). (Τα γράμματα του Μαρξ προς τον Κούγκελμαν βγήκαν στα ρωσικά σε όχι λιγότερες από δυο εκδόσεις, τη μια απ' αυτές την έχω επιμεληθεί εγώ και έχει δικό μου πρόλογο.)
Στα λόγια αυτά «να τσακίσει τη γραφειοκρατική - στρατιωτική κρατική μηχανή» περιέχεται, σύντομα διατυπωμένο, το κυριότερο δίδαγμα του μαρξισμού στο ζήτημα των καθηκόντων του προλεταριάτου στην επανάσταση όσον αφορά το κράτος. Κι αυτό ακριβώς το δίδαγμα όχι μόνο λησμονήθηκε ολότελα, μα και διαστρεβλώθηκε ανοιχτά από την κυρίαρχη καουτσκική «ερμηνεία» του μαρξισμού!
Όσο για την παραπομπή στη «18η Μπρυμαίρ» που κάvει ο Μαρξ, δώσαμε πιο πάνω ολόκληρη την αντίστοιχη περικοπή.
Είναι ενδιαφέρο να σημειώσουμε ιδιαίτερα δυο σημεία στον πιο πάνω συλλογισμό του Μαρξ. Πρώτο, ο Μαρξ περιορίζει. το συμπέρασμα του στην ήπειρο. Αυτό ήταν κατανοητό το 1871, όταν η Αγγλία ήταν ακόμα πρότυπο χώρας καθαρά κεφαλαιοκρατικής, αλλά χωρίς στρατοκρατία και σε σημαντικό βαθμό χωρίς γραφειοκρατία. Γι αυτό ο Μαρξ εξαιρούσε την Αγγλία, όπου μια επανάσταση, ακόμα και μια λαϊκή επανάσταση, φαινόταν και ήταν τότε δυνατή χωρίς τον προκαταρκτικό όρο της καταστροφής της «έτοιμης κρατικής μηχανής».
Τώρα, στα 1917, στην εποχή του πρώτου μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου, ο περιορισμός αυτός του Μαρξ παύει να ισχύει. Και η Αγγλία και η Αμερική, οι μεγαλύτεροι και τελευταίοι - σ' όλο τον κόσμο - εκπρόσωποι της αγγλοσαξωνικής «ελευθερίας» με την έννοια ότι δεν είχαν στρατοκρατία και γραφειοκρατία, κατρακύλησαν ολότελα στον πανευρωπαϊκό, βρωμερό, αιματηρό βούρκο των γραφειοκρατικών - στρατοκρατικών θεσμών που υποτάσσουν τα πάντα, που καταπνίγουν τα πάντα. Τώρα και στην Αγγλία και στην Αμερική «προκαταρκτικός όρος κάθε πραγματικής λαικής επανάστασης» είναι το τσάκισμα η καταστροφή της «έτοιμης» (που το 1914- 1917 ετοιμάστηκε σ' αυτές τις χώρες σε «ευρωπαϊκή», πανιμπεριαλεστική τελειότητα) «κρατικής μηχανής».
Δεύτερο, ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτη είναι η εξαιρετικά βαθυστόχαστη παρατήρηση του Μαρξ, ότι η καταστροφή της γραφειοκρατικής στρατιωτικής κρατικής μηχανής αποτελεί «προκαταρκτικό όρο κάθε πραγματικής λαϊκής επανάστασης». Αυτή η έννοια της «λαϊκής» επανάστασης φαίνεται παράξενη στο στόμα του Μαρξ και οι ρώσοι πλεχανοφικοί και μενσεβίκοι, οι οπαδοί αυτοί του Στρούβε, που θέλουν να θεωρούνται μαρξιστές , θα μπορούσαν ίσως να κηρύξουν αυτή την έκφραση του Μαρξ «παραδρομή». Αυτοί κατάντησαν το μαρξισμό μια τόσο άθλια φιλελεύθερη διαστρέβλωση, που γι' αυτούς δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από την αντιπαράθεση: αστική η προλεταριακή επανάσταση, μα κι αυτή την αντιπαράθεση την καταλαβαίνουν, όσο δε σηκώνει, νεκρά.
Αν πάρουμε για παράδειγμα τις επαναστάσεις του ΧΧ αιώνα, θα πρέπει βέβαια να παραδεχτούμε σαν αστικές και την πορ τογαλική και την τούρκικη. «Λαϊκή» όμως δεν ήταν ούτε η μια, ούτε η άλλη, γιατί ούτε στη μια, ούτε στην άλλη επανάσταση η μάζα του λαού, η τεράστια πλειοψηφία του δεν προβάλλει αισθητά, ενεργά, ανεξάρτητα, με δικές της οικονομικές και πολιτικές διεκδικήσεις. Αντίθετα, η ρωσική αστική επανάσταση του 1905 - 1907, μ' όλο που δεν είχε τόσο «λαμπρές» επιτυχίες, σαν κι αυτές που σημείωσαν παροδικά και η πορτογαλική και η τούρκικη, ήταν αναμφισβήτητα «πραγματικά λαϊκή» επανάσταση, γιατί η μάζα του λαού, η πλειοψηφία του, τα κατώτατα κοινωνικά στρώματα, τα τσακισμένα από την καταπίεση και την εκμετάλλευση, ορθώθηκαν ανεξάρτητα, έβαλαν σ' όλη την πορεία της επανάστασης τη σφραγίδα των δικών τους διεκδικήσεων, των δικών τους προσπαθειών να οικοδομήσουν με δικό τους τρόπο μια νέα κοινωνία στη θέση της παλιάς πού έπρεπε να καταστραφεί.
Σε καμία χώρα της ηπειρωτικής Ευρώπης του 1871 το προλεταριάτο δεν αποτελούσε την πλειοψηφία του λαού. Μια «λαική» επανάσταση που βάζει σε κίνηση πραγματικά την πλειοψηφία, θα μπορούσε να είναι τέτοια, μόνον εφόσον θ' αγκάλιαζε και το προλεταριάτο και την αγροτιά. Αυτές οι δυο τάξεις αποτελούσαν τότε το «λαό». Και τις δυο τάξεις τις ενώνει το γεγονός ότι «η γραφειοκρατική - στρατιωτική κρατική μηχανή» τις καταπιέζει, τις πνίγει, τις εκμεταλλεύεται. Να συντριφτεί αυτή η μηχανή, να τσακιστεί - αυτό είναι το πραγματικό συμφέρον του «λαού», της πλειοψηφίας του, των εργατών και της πλειοψηφίας των αγροτών, αυτός είναι ο «προκαταρκτικός όρος» της ελεύθερης συμμαχίας των φτωχών αγροτών με τους προλετάριους, και χωρίς αυτή τη συμμαχία η δημοκρατία δεν είναι στέρεη και είναι αδύνατος ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός.
Όπως είναι γνωστό, για μια τέτοια συμμαχία ξάνοιγε το δρόμο η Κομμούνα του Παρισιού, πού δεν πέτυχε το σκοπό της για μια σειρά αιτίες εσωτερικού και εξωτερικού χαρακτήρα.
Συνεπώς, μιλώντας για μια «πραγματικά λαϊκή έπανάσταση», ο Μαρξ, χωρίς διόλου να ξεχνάει τις ιδιομορφιες των μικροαστών (γι' αυτές μιλούσε πολύ και συχνά), υπολόγιζε πολύ αυστηρά τον πραγματικό συσχετισμό των τάξεων στα περισσότερα κράτη της ηπειρωτικής Ευρώπης του 1871. Κι από τ' άλλο μέρος, διαπίστωνε πως τη «συντριβή» της κρατικής μηχανής την απαιτούν τα συμφέροντα και των εργατών και των αγροτών, πως αυτή τους ενώνει, βάζει μπροστά τους το κοινό καθήκον της εξάλειψης του «παράσιτου» και της αντικατάστασης του με κάτι καινούργιο.
Μα με τι ακριβώς;
2. ΜΕ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΘΕΙ Η ΣΥΝΤΡΙΜΜΕΝΗ ΚΡΑΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ;
Η απάντηση που έδινε ο Μαρξ σε τούτο το ερώτημα το 1847 στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ήταν ακόμα εντελώς αφηρημένη, πιο σωστά, η απάντηση υπόδειχνε τα καθήκοντα, όχι όμως και τους τρόπους της πραγματοποίησης τους. Ν' αντικατασταθεί με την «οργάνωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη», με την «κατάχτηση της δημοκρατίας» - αυτή ήταν η απάντηση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου».
Χωρίς να επιδίδεται σε ουτοπίες, ο Μαρξ περίμενε από την πείρα του μαζικού κινήματος την απάντηση στο ερώτημα, ποιές συγκεκριμένες μορφές θα πάρει αυτή η οργάνωση του προλεταριάτου σαν κυρίαρχης τάξης, με ποιον ακριβώς τρόπο η οργάνωση αυτή θα συνδυαστεί με την πιο πλέρια και συνεπή «κατάχτηση της δημοκρατίας»:
Όσο μικρή κι αν ήταν η πείρα της Κομμούνας, ο Μαρξ στον «Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία» την υπόβαλε στην πιο προσεχτική ανάλυση. θα παραθέσουμε τα σπουδαιότερα χωρία αυτού του συγγράμματος:
Στον ΧΙΧ αιώνα αναπτύχθηκε η καταγόμενη από το μεσαίωνα «συγκεντρωτική κρατική εξουσία με τα πανταχού παρόντα όργανα της: το μόνιμο στρατό, την αστυνομία, τη γραφειοκρατία, τον κλήρο, τη δικαστική κάστα». Με την ανάπτυξη του ταξικού ανταγωνισμού ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία «η κρατική εξουσία αποχτούσε όλο και πιο πολύ το χαρακτήρα μιας δημοσιας βίας για την καταπίεση της εργατικής τάξης, το χαρακτήρα μιας μηχανής της ταξικής κυριαρχίας. Ύστερα από κάθε επανάσταση που σημειώνει μια πρόοδο της ταξικής πάλης, προβάλλει όλο και πιο ανοιχτά ο καθαρά καταπιεστικός χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας». Η κρατική εξουσία ύστερα από την επανάσταση του 1848 - 1849 γίνεται «το εθνικό όργανο πολέμου του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία». Η δεύτερη αυτοκρατορία κατοχυρώνει αυτό το όργανο.
«Η άμεση αντίθεση της αυτοκρατορίας ήταν η Κομμούνα». «Ήταν η καθορισμένη μορφή» «μιας τέτοιας δημοκρατίας, που όφειλε να έξαλείψει όχι μόνο τη μοναρχική μορφή της ταξικής κυριαρχίας, μα και την ίδια την ταξική κυριαρχία» ...
Σε τι ακριβώς συνίστατο αυτή η «καθορισμένη» μορφή προλεταριακής, σοσιαλιστικής δημοκρατίας; Ποιο ήταν το κράτος πού άρχισε να δημιουργεί;
.... «Το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν η κατάργηση του μόνιμου στρατού και η αντικατάσταση του με τον ένοπλο λαό» ...
Η διεκδίκηση αυτή βρίσκεται σήμερα στα προγράμματα όλων των κομμάτων που θέλουν να ονομάζονται σοσιαλιστικά. Το τι αξίζουν όμως τα προγράμματά τους το δείχνει καλύτερα από καθετί άλλο η στάση των δικών μας εσέρων και μενσεβίκων, που ίσα - ίσα μετά την επανάσταση της 27 του Φλεβάρη αρνήθηκαν στην πράξη να πραγματοποιήσουν αυτή τη διεκδίκηση!
... «Η Κομμούνα αποτελούνταν από τους δημοτικούς συμβούλους, που είχαν εκλεγεί με βάση το γενικό εκλογικό μα στα διάφορα διαμερίσματα του Παρισιού. Οι σύμβουλοι αυτοί ήταν υπεύθυνοι και σ' οποιαδήποτε στιγμή ανακλητοί. Η πλειοψηφία τους αποτελούνταν φυσικά από εργάτες ή από αναγνωρισμένους εκπροσώπους της εργατικής τάξης» ...
... «Η αστυνομία, που ως τώρα ήταν το όργανο της κεντρικής κυβέρνησης του κράτους, απογυμνώθηκε αμέσως απ' όλες τις πολιτικές της ιδιότητες και μετατράπηκε σε υπεύθυνο και ανακλητό σ' οποιαδήποτε στιγμή όργανο της Κομμούνας. Το ίδιο έγινε και με τους δημόσιους υπαλλήλους όλων των άλλων κλάδων της διοίκησης... Αρχίζοντας από τα μέλη της Κομμούνας, ως τους κατώτερους υπαλλήλους, η δημόσια υπηρεσία έπρεπε να εκτελείται με μισθό εργάτη. Όλα τ' αποχτημένα δικαιώματα και οι επιχορηγήσεις για έξοδα παραστάσεως στους ανώτερους αξιωματούχους του κράτους εξαφανίστηκαν μαζί με τους ίδιους τους αξιωματούχους... Όταν καταργήθηκαν πια ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία, τα όργανα αυτά της υλικής έξουσίας της παλιάς κυβέρνησης, η Κομμούνα επιδίωξε να τσακίσει το πνευματικό όργανο καταπίεσης, την εξουσία των παπάδων... Οι δικαστικοί λειτουργοί χάσανε τη φαινομενική ανεξαρτησία τους... στο εξής έπρεπε να εκλέγονται, να είναι υπεύθυνοι και ανακλητοί» ...
Έτσι λοιπόν η Κομμούνα σάμπως ν' αντικατάστησε τη συντριμμένη κρατική μηχανή «απλώς» με μια πιο πλέρια δημοκρατία: κατάργηση του μόνιμου στρατού, πλέρια αιρετότητα και ανακλητότητα όλων των δημόσιων λειτουργών. Στην πραγματικότητα όμως αυτό το «απλώς» σημαίνει αντικατάσταση σε γιγάντια κλίμακα ενός είδους θεσμών με θεσμούς καταρχήν διαφορετικού είδους. Εδώ βλέπουμε ακριβώς μια από τις περιπτώσεις «μετατροπης της ποσότητας σε ποιότητα»: η δημοκρατία, εφαρμoσμένη με τη μέγιστη γενικά νοητή πληρότητα και συνέπεια, μετατρέπεται από αστική δημοκρατία σε προλεταριακή, από κράτος (=ιδιαίτερη δύναμη για την καταπίεση μιας ορισμένης τάξης) σε κάτι που δεν είναι πια καθαυτό κράτος.
Πάντως η κατάπνιξη της αστικής τάξης και της αντίστασης της εξακολουθεί να είναι αναγκαία. Για την Κομμούνα αυτό ήταν ιδιαίτερα αναγκαίο, και μια από τις αιτίες της ήττας της βρίσκεται στο ότι δεν το έκανε όσο έπρεπε αποφασιστικά. Εδώ όμως όργανο καταπίεσης είναι πια η πλειοψηφία του πληθυσμού κι όχι η μειοψηφία, όπως γινόταν πάντα και στη δουλεία, και στη δουλοπαροικία, και στη μισθωτή δουλεία. Και μια που η ίδια η πλειοψηφία του λαού καταπνίγει τους καταπιεστές της, δε χρειάζεται πια μια «ιδιαίτερη δύναμη» κατάπνιξης! Μ' αυτή την έννοια το κράτος αρχίζει ν' απονεκρώνεται. Στη θέση των ειδικών θεσμών της προνομιούχας μειοψηφίας (προνομιούχα υπαλληλοκρατία και ηγεσία του μόνιμου στρατού), αυτό το καθήκον μπορεί να το εκπληρώνει άμεσα η ίδια η πλειοψηφία, και όσο πιο παλλαϊκή γίνεται η ίδια η εκπλήρωση των λειτουργιών της κρατικής εξουσίας, τόσο λιγότερο αναγκαία γίνεται αυτή η εξουσία.
Απ' αυτή την άποψη ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι το μέτρο της Κομμούνας, που το υπογραμμίζει ο Μαρξ: η κατάργηση κάθε επιχορήγησης για έξοδα παραστάσεως, κάθε χρηματικού προνομίου στους δημόσιους υπαλλήλους, η ελάττωση της πληρωμής όλων των λειτουργών του κράτους ως το επίπεδο του «μισθού του εργάτη». Σ' αυτό ίσα - ίσα εκφράζεται με τον πιο χτυπητό τρόπο η στροφή από την αστική δημοκρατία στην προλεταριακή δημοκρατία, από τη δημοκρατία των καταπιεστών στη δημοκρατία των καταπιεζόμενων τάξεων, από το κράτος σαν «ιδιαίτερη δύναμη» καταπίεσης μιας ορισμένης τάξης στην κατάπνιξη των καταπιεστών με τη γενική δύναμη της πλειοψηφίας του λαού, των εργατών και αγροτών. Και σ' αυτό ακριβώς το εξαιρετικά σαφές, στο ζήτημα του κράτους ίσως το σπουδαιότερο σημείο ξεχάστηκαν πιο πολύ τα διδάγματα του Μαρξ. Στα εκλαϊκευτικά σχόλια - ων ουκ έστιν αριθμός - δε γίνεται λόγος γι' αυτό. «Συνηθίζουν» να το αποσιωπούν, λες και πρόκειται για μια «απλοϊκότητα» που ξεπεράστηκε, - όπως οι χριστιανοί, από τότε που ο χριστιανισμός ανυψώθηκε σε επίσημη θρησκεία του κράτους, «λησμόνησαν» τις «απλοϊκότητες» του πρωταρχικού χριστιανισμού με το δημοκρατικό - επαναστατικό πνεύμα του.
Η ελάττωση των μισθών των ανώτατων δημόσιων λειτουργών φαίνεται «απλώς» σαν αίτημα του απλοϊκού, πρωτόγονου δημοκρατισμού. Ένας από τους «ιδρυτές» του νεότατου οπορτουνισμού, ο πρώην σοσιαλδημοκράτης Ε. Μπέρνσταϊν, εξασκούνταν επανειλημμένα στο να επαναλαμβάνει τις ξεφτισμένες αστικές ειρωνείες σε βάρος του «πρωτόγονου» δημοκρατισμού. Όπως όλοι οι οπορτουνιστές, όπως και οι τωρινοί καουτσκιστές, έτσι κι αυτός δεν κατάλαβε καθόλου, πρώτο, ότι το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό δεν μπορεί να γίνει χωρίς ορισμένη «επιστροφή» στον «πρωτόγονο» δημοκρατισμό (γιατί πως αλλιώς θα περάσεις στην άσκηση των κρατικών λειτουργιών από την πλειοψηφία του πληθυσμού, ακόμα κι απ' όλο χωρίς εξαίρεση τον πληθυσμό;), και δεύτερο, ότι ο «πρωτόγονος δημοκρατισμός» πάνω στη βάση του καπιταλισμού και του κεφαλαιοκρατικού πολιτισμού δεν είναι το ίδιο με τον πρωτόγονο δημοκρατισμό στις πρωτόγονες ή προκεφαλαιοκρ ατικές εποχές. Ο κεφαλαιοκρατικός πολιτισμός δημιούργησε τη μεγάλη παραγωγή, τα εργοστάσια, τους σιδηροδρόμους, τα ταχυδρομεία, τα τηλέφωνα κτλ., και πάνω σ' αυτήν τη βάση η τεράστια πλειονότητα των λειτουργιών της παλιάς «κρατικής εξουσίας» απλοποιήθηκε τόσο πολύ και μπορεί ν' αναχθεί σε τόσο απλούστατες πράξεις καταχώρησης, καταγραφής και έλεγχου, που οι λειτουργίες αυτές είναι απολύτως προσιτές σ' όλους όσοι ξέρουν ανάγνωση και γραφή, πού τις λειτουργίες αυτές θα μπορούν απολύτως να τις εκτελούν με το συνηθισμένο, «μισθό εργάτη», έτσι που θα μπορεί (και θα πρέπει) ν' αφαιρεθεί απ' αυτές τις λειτουργίες κάθε ίχνος οποιουδήποτε προνομίου, οποιουδήποτε «δικαιώματος προϊσταμένου».
Η πλέρια αίρετοτητα, η ανακλητότητα σ' οποιαδήποτε στιγμή όλων χωρίς εξαίρεση των δημόσιων λειτουργών, η ελάττωση του μισθού τους στο συνηθισμένο «μισθό του εργάτη», αυτά τα απλά και «αυτονόητα» δημοκρατικά μέτρα, που συνδυάζουν πέρα για πέρα τα συμφέροντα των εργατών και της πλειοψηφίας των αγροτών, αποτελούν ταυτόχρονα το γεφυράκι, που οδηγεί από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Τα μέτρα αυτά αφορούν τον κρατικό, καθαρά - πολιτικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, αποχτούν όμως φυσικά όλο το νόημα και τη σημασία τους μόνο σε συνδυασμό με την πραγματοποιούμενη ή προετοιμαζόμενη «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών», δηλαδή με το πέρασμα της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία.
«Η Κομμούνα - έγραφε ο Μαρξ - έκανε πραγματικότητα το σύνθημα όλων των αστικών επαναστάσεων, το σύνθημα της φτηνής διακυβέρνησης, καταργώντας τις δυο μεγαλύτερες πηγές εξόδων, το στρατό και τη δημοσιουπαλληλία».
Από την αγροτιά, όπως και από τ' άλλα στρώματα των μικροαστών, μόνο μια ασήμαντη μειοψηφία «ανεβαίνει ψηλά», «γίνονται άνθρωποι» με την αστική έννοια, δηλαδή μεταβάλλονται είτε σε εύπορους ανθρώπους, σε αστούς, είτε σε εξασφαλισμένους και προνομιούχους δημόσιους υπαλλήλους. Η τεράστια πλειοψηφία της αγροτιάς σε κάθε κεφαλαιοκρατική χώρα, όπου υπάρχει αγροτιά (και τέτοιες είναι οι περισσότερες κεφαλαιοκρατικές χώρες), καταπιέζεται από την κυβέρνηση και διψάει για την ανατροπή της, διψάει για «φτηνή» κυβέρνηση. Μόνο το προλεταριάτο μπορεί να το πραγματοποιήσει αυτό και, πραγματοποιώντας το, κάνει ταυτόχρονα ένα βήμα προς το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό του κράτους.
3. Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ
«Η Κομμούνα - έγραφε ο Μαρξ - δεν επρόκειτο να είναι κοινοβουλευτικό, αλλά εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα» ...
... «Αντί ν' αποφασίζει μια φορά κάθε τρία ή έξι χρόνια ποιό μέλος της άρχουσας τάξης θα εκπροσωπεί και θα τσαλαπατά (ver - und zertreten) το λαό στη βουλή, το γενικό εκλογικό δικαίωμα θα χρησίμευε στον οργανωμένο σε κομμούνες λαό, όπως το ατομικό δικαίωμα εκλογής χρησιμεύει σε κάθε εργοδότη, για να διαλεγει εργάτες, επιστάτες και λογιστές για την επιχείρηση του».
Κι αυτή επίσης η αξιοσημείωτη κριτική του κοινοβουλευτισμού, που έγινε το 1871, ανήκει σήμερα στα «ξεχασμένα λόγια» του μαρξισμού, χάρη στην κυριαρχία του σοσιαλσωβινισμού και του οπορτουνισμού. Εξ επαγγέλματος υπουργοί και βουλευτές, προδότες του προλεταριάτου και «επιχειρηματίες» σοσιαλιστές των ημερών μας παραχώρησαν την κριτική του κοινοβουλευτισμού αποκλειστικά στους αναρχικούς και πάνω σ' αυτή την περίεργα λογική βάση κήρυξαν «αναρχισμό» κάθε κριτική του κοινοβουλευτισμού!! Δεν είναι καθόλου παράξενο ότι το προλεταριάτο των «προοδευμένων» κοινοβουλευτικών χωρών, νιώθοντας αηδία στο θέαμα τέτοιων «σοσιαλιστών», σαν τους διάφορους Σάιντεμαν, Ντάβιντ, Λέγκιεν, Σαμπά, Ρενοντέλ, Χέντερσον, Βαντερβέλντε, Στάουνινγκ, Μπράντινγκ, Μπισσολάτι και Σία, έδειχνε όλο και συχνότερα τις συμπάθειες του στον αναρχοσυνδικαλισμό, παρ' όλο που ήταν αυτάδελφος του οπορτουνισμού.
Για τον Μαρξ όμως η επαναστατική διαλεχτική δεν ήταν ποτέ η κούφια εκείνή φράση της μόδας, το κρόταλο που την κατάντησαν ο Πλεχάνοφ, ο Κάουτσκι και άλλοι. Ο Μαρξ ήξερε να ξεκόβει αμείλιχτα από τον αναρχισμό, που δεν κατάφερνε να χρησιμοποιήσει ούτε και το «σταύλο» του αστικού κοινοβουλευτισμού, ιδίως όταν ήταν φανερό πως δεν υπάρχει επαναστατική κατάσταση, - μα ταυτόχρονα ήξερε να κάνει και πραγματικά επαναστατική - προλεταριακή κριτική του κοινοβουλευτισμού.
Ν' αποφασίζεις μια φορά σε κάμποσα χρόνια ποιο μέλος της κυρίαρχης τάξης θα τσαλαπατά, θα καταπνίγει το λαό στη βουλή - να ποια είναι η αληθινή ουσία του αστικού κοινοβουλευτισμού όχι μόνο στις κοινοβουλευτικές - συνταγματικές μοναρχίες, αλλά και στις πιο δημοκρατικές δημοκρατίες.
Αν όμως θέσουμε το ζήτημα του κράτους, αν δούμε τον κοινοβουλευτισμό σαν ένα από τους θεσμούς του κράτους, από την άποψη των καθηκόντων του προλεταριάτου σ' αυτό τον τομέα, που βρίσκεται τότε η διέξοδος από τον κοινοβουλευτισμό; Πως μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα χωρίς αυτόν;
Ξανά και ξανά πρέπει να πούμε: τα διδάγματα του Μαρξ, που βασίζονται στη μελέτη της Κομμούνας, ξεχάστηκαν τόσο, που για το σημερινό «σοσιαλδημοκράτη» (διάβαζε: το σημερινό προδότη του σοσιαλισμού) είναι κυριολεχτικά ακατανόητη άλλη κριτική του κοινοβουλευτισμού εκτός από την αναρχική ή την αντιδραστική.
Η διέξοδος από τον κοινοβουλευτισμό δε βρίσκεται φυσικά στην κατάργηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών και της αιρετότητας, αλλά στη μετατροπή, των αντιπροσωπευτικών θεσμών από λογοκοπεία σε «εργαζόμενα» σώματα. «Η Κομμούνα δεν επρόκειτο να είναι κοινοβουλευτικό, αλλά εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα».
«Όχι κοινοβουλευτικό, αλλά εργαζόμενο σώμα», αυτά τα λόγια ταιριάζουν απόλυτα για τους σημερινούς κοινοβουλευτικούς άνδρες και τα κοινοβουλετικά «χαϊδεμένα σκυλάκια» της σοσιαλδημοκρατίας. Κοιτάχτε οποιαδήποτε κοινοβουλευτική χώρα, από την Αμερική ως την Ελβετία, από τη Γαλλία ως την Αγγλία, Νορβηγία κλπ.: η καθαυτό «κρατική» δουλιά διεξάγεται πίσω από τα παρασκήνια και την κάνουν οι Διευθύνσεις, τα γραφεία, τα επιτελεία. Στα κοινοβούλια απλώς φλυαρούν με τον ειδικό σκοπό να ξεγελούν το «λαουτζίκο». Αυτό είναι τόσο σωστό, που ακόμα και στη ρωσική δημοκρατία, την αστική δημοκρατία, προτού καν προλάβει να δημιουργήσει πραγματικό κοινοβούλιο, εκδηλώθηκαν με το πρώτο όλες αυτές οι αμαρτίες του κοινοβουλευτισμού. Τέτοιοι ήρωες του σάπιου μικροαστισμού, σαν τους Σκόμπελεφ και τους Τσερετέλι, τους Τσερνόφ και τους Αυξέντιεφ, κατάφεραν να μαγαρίσουν και τα Σοβιέτ σύμφωνα με το πρότυπο του πρόστυχου αστικού κοινοβουλευτισμού και να τα μετατρέψουν σε κούφια λογοκοπεία. Μέσα στα Σοβιέτ οι κύριοι «σοσιαλιστές» υπουργοί ξεγελούν τους ευκολόπιστους μουζίκους με παχιά λόγια και ψηφίσματα. Μέσα στην κυβέρνηση συνεχίζεται μια ατελείωτη καντρίλια με σκοπό, από τη μια μεριά, να θρονιάζουν εκ περιτροπής «γύρω στην πήτα» με τις προσοδοφόρες και τιμητικές θεσούλες όσο το δυνατό περισσότερους εσέρους και μενσεβίκους, κι από την άλλη, «να περισπούν την προσοχή» του λαού. Ενώ μέσα στα γραφεία και στα επιτελεία «διεξάγουν» την «κρατική» δουλιά!
Η εφημερίδα «Ντιέλο Ναρόντα», όργανο του κυβερνητικού κόμματος των «σοσιαλιστών- επαναστατών», ομολογούσε τελευταία σ' ένα κύριο άρθρο της σύνταξης - με την απαράμιλλη ειλικρίνεια ανθρώπων της «καλής κοινωνίας», όπου «όλοι» ασχολουνται με την πολιτική πορνεία - πως ακόμα και στα υπουργεία, πού ανήκουν στους «σοσιαλιστες» (συγνώμη για την έκφραση!), ακόμα κι εκεί ολόκληρος ο δημοσιουπαλληλικός μηχανισμός μένει στην ουσία ο παλιός, λειτουργεί με τον παλιό τρόπο, σαμποτέρνει εντελώς «ελεύθερα» τις επαναστατικές πρωτοβουλίες! Μα και αν δεν υπήρχε αυτή η ομολογία, μήπως δεν το αποδείχνει αυτό η πραγματική ιστορία της συμμετοχής των εσέρων και των μενσεβίκων στην κυβέρνηση; Το χαρακτηριστικό εδώ είναι μόνο τούτο, ότι κάνοντας στα υπουργεία συντροφιά με τους καντέτους, οι διάφοροι κύριοι Τσερνόφ, Ρουσάνοφ, Ζενζίνοφ και λοιποί συντάχτες της «Ντιέλο Ναρόντα» τόσο πολύ ξατσιπώθηκαν, που δε διστάζουν να διηγούνται δημόσια, σαν ένα τιποτένιο πράγμα, δίχως να κοκκινίζουν, πως στα υπουργεία «τους» όλα έμειναν όπως ήταν παλιά!! Επαναστατική -δημοκρατική φρασεολογία - για να αποβλακώνονται τα Γιαννάκια του χωριού, και υπαλληλική γραφειοκρατική κωλυσιεργία για να «ικανοποιούνται» οι κεφαλαιοκράτες - οριστε ποιά είναι η ουσία του «έντιμου» συνασπισμού.
Τον πουλημένο και σαπισμένο κοινοβουλευτισμό της αστικής κοινωνίας η Κομμούνα τον αντικατασταίνει με θεσμούς, όπου η ελευθερία της γνώμης και της συζήτησης δεν εκφυλίζεται σε απάτη, γιατί οι βουλευτές είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται οι ίδιοι, οι ίδιοι να εφαρμόζουν τους νόμους τους, οι ίδιοι να ελέγχουν τ' αποτελέσματα της εφαρμογής τους, οι ίδιοι να φέρνουν άμεσα την ευθύνη απέναντι στους εκλογείς τους. Οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί μένουν, μα δεν υπάρχει εδώ κοινοβουλευτισμός σαν ιδιαίτερο σύστημα, σαν χωρισμός της νομοθετικής από την εκτελεστική εργασία, σαν προνομιούχα θέση για τους βουλευτές. Χωρίς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς δεν μπορούμε να φανταστούμε τη δημοκρατία, ακόμα και την προλεταριακή δημοκρατία, χωρίς τον κοινοβουλευτισμό μπορούμε και οφείλουμε να την φανταστούμε, αν η κριτική της αστικής κοινωνίας δεν είναι για μας κούφια λόγια, αν η προσπάθεια ν' ανατρέψουμε την κυριαρχία της αστικής τάξης είναι σοβαρή και ειλικρινής μας προσπάθεια, κι όχι «εκλογική» φρασεολογία για το ψάρεμα των ψήφων των εργατών, όπως κάνουν οι μενσεβίκοι και οι εσέροι, οι Σάιvτεμαν και οι Λέγκιεν, οι Σαμπά και οι Βαντερβέλντε.
Είναι εξαιρετικά διδακτικό το γεγονός ότι ο Μαρξ, μιλώντας για τις λειτουργίες εκείνης της δημοσιουπαλληλίας, που είναι απαραίτητη και στην Κομμούνα και στην προλεταριακή δημοκρατία, παίρνει για σύγκριση τους υπαλλήλους «κάθε άλλου εργοδότη», δηλαδή μια συνηθισμένη κεφαλαιοκρατική επιχείρηση με «εργάτες, επιστάτες και λογιστές».
Στον Μαρξ δεν υπάρχει ούτε στάλα ουτοπισμός, με την έννοια της επινόησης και της φανταστικής αντίληψης της «καινούργιας» κοινωνίας. Όχι, ο Μαρξ μελετάει σαν ένα φυσικοιστορικό προτσές τη γέννηση της καινούργιας κοινωνίας από την παλιά, τις μεταβατικές μορφές από τη δεύτερη στην πρώτη. Παίρνει την πραγματική πείρα του μαζικού προλεταριακού κινήματος και προσπαθεί να βγάλει απ' αυτήν πρακτικά διδάγματα. «Διδάσκεται» από την Κομμούνα, όπως όλοι οι μεγάλοι επαναστάτες στοχαστές δε φοβούνταν να διδάσκονται από την πείρα των μεγάλων κινημάτων της καταπιεζόμενης τάξης, χωρίς ποτέ να παίρνουν απέναντι της στάση σχολαστική «ηθικοδιδασκαλιστική» (σαν την πλεχανοφική: «δεν έπρεπε να πάρουμε τα όπλα» ή την τσερετελική: «μια τάξη πρέπει ν' αυτοπεριορίζεται») .
Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για εκμηδένιση της υπαλληλίας μονομιάς, παντού και ολοκληρωτικά. Αυτό θα 'ταν ουτοπία. Η συντριβή όμως μονομιάς της παλιάς υπαλληλικής μηχανής και το άμεσο αρχίνημα της οργάνωσης μιας καινούργιας, που να επιτρέπει τη βαθμιαία εκμηδένιση κάθε υπαλληλίας, αυτό δεν είναι ουτοπία, είναι η πείρα της Κομμούνας, είναι το άμεσο, το επόμενο καθήκον του επαναστατικού προλεταριάτου.
Ο καπιταλισμός απλοποιεί τις λειτουργίες της «κρατικής» διοίκησης, επιτρέπει ν' απορρίψουμε το «ρόλο του προϊστάμενου» και να περιορίσουμε όλο το ζήτημα στην οργάνωση των προλετάριων (σαν κυρίαρχης τάξης), που εξονόματος όλης της κοινωνιας μισθώνει «εργάτες, επιστάτες , λογιστές».
Εμείς δεν είμαστε ουτοπιστές. Δεν «ονειρευόμαστε» πως θα τα βγάλουμε πέρα μονομιάς χωρίς καμιά διοίκηση, χωρίς καμιά υποταγή. Αυτά τα αναρχικά ονειροπολήματα, βασισμένα στη μη κατανόηση των καθηκόντων της διχτατορίας του προλεταριάτου, είναι απολύτως ξένα στο μαρξισμό και στην πράξη χρησιμεύουν μόνο για την αναβολή της σοσιαλιστικής επανάστασης ίσαμε τη μέρα που θα γίνουν αλλιώτικοι οι άνθρωποι. Όχι, εμείς θέλουμε τη σοσιαλιστική επανάσταση με τους ανθρώπους που έχουμε τώρα, που δεν θα μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα δίχως υποταγή, δίχως έλεγχο, δίχως «επιστάτες και λογιστές».
Η υποταγή όμως πρέπει να γίνει στην ένοπλη πρωτοπορία όλων των εκμεταλλευομένων και εργαζομένων - στο προλεταριάτο. Ο ειδικός «ρόλος του προιστάμενου» των δημόσιων υπαλλήλων πρέπει και μπορεί ν' αρχίσει ν' αντικατασταίνεται αμέσως από τη μια μέρα στην άλλη, με τις απλές λειτουργίες των «επιστατών και λογιστών», λειτουργίες που από τώρα κιόλας είναι πέρα για πέρα προσιτές στο επίπεδο ανάπτυξης των κατοίκων της πόλης γενικά και που μπορούν οπωσδήποτε να εκπληρώνονται με «μισθό εργάτη».
Ξεκινώντας απ' ό,τι έχει κιόλας δημιουργήσει ο καπιταλισμός, να οργανώσουμε τη μεγάλη παραγωγή μόνοι μας, εμείς οι εργάτες, στηριγμένοι στη δική μας εργατική πείρα, δημιουργώντας αυστηρότατη, σιδερένια πειθαρχία, που θα την υποστηρίζει η κρατική εξουσία των ένοπλων εργατών, να περιορίσουμε τους δημόσιους υπαλλήλους στο ρόλο απλών εκτελεστών των εντολών μας, που θα είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους, ανακλητοί, μέτρια πληρωνόμενοι «επιστάτες και λογιστές» (φυσικά θα συμπεριλαβαίνονται σ' αυτούς και τεχνικοί όλων των κατηγοριών, ειδών και βαθμών) - αυτό είναι το δικό μας, προλεταριακό καθήκον, απ' αυτό μπορούμε και πρέπει ν' αρχίσουμε όταν κάνουμε την προλεταριακή επανάσταση. Μια τέτοια αρχή, πάνω στη βάση της μεγάλης παραγωγής, οδηγεί μόνη της στη βαθμιαία «απονέκρωση» κάθε υπαλληλίας, στη βαθμιαία δημιουργία μιας τέτοιας τάξης πραγμάτων, - τάξης πραγμάτων χωρίς εισαγωγικά, τάξης που δε μοιάζει με τη μισθωτή δουλεία - τέτοιας τάξης, όπου οι διαρκώς απλοποιούμενες λειτουργίες επιστασίας και λογοδοσίας θα εκτελούνται απ' όλους διαδοχικά, θα γίνονται κατόπι συνήθεια και τέλος θ' ατονίσουν σαν ειδικές λειτουργιές ενός ιδιαιτέρου στρώματος ανθρώπων.
Ένας έξυπνος Γερμανός σοσιαλδημοκράτης της όγδοης δεκαετίας του περασμένου αιώνα ονόμασε το ταχυδρομείο πρότυπο σοσιαλιστικού νοικοκυριού. Αυτό είναι πολύ σωστό. Σήμερα το ταχυδρομείο είναι νοικοκυριό, οργανωμένο σύμφωνα με τον τύπο του κρατικο-κεφαλαιοκρατικού μονοπωλίου. Ο ιμπεριαλισμός μετατρέπει σιγά - σιγά όλα τα τράστ σε οργανώσεις αυτού του τύπου. Πάνω από τους «απλούς» εργαζόμενους, που ξεθεώνονταν στη δουλιά και πεινούν, στέκει εδώ η ίδια η αστική γραφειοκρατία. Εδώ όμως είναι κιόλας έτοιμος ο μηχανισμός της κοινωνικής διαχείρισης. Ας ανατρέψουμε τους κεφαλαιοκράτες, ας συντριψουμε με το σιδερενιο χέρι των ένοπλων εργατών την αντίσταση αυτών των εκμεταλλευτών, ας τσακίσουμε τη γραφειοκρατική μηχανή του σύγχρονου κράτους - και μπροστά μας θα προβάλει ένας μηχανισμός με υψηλό τεχνικό εξοπλισμό, απαλλαγμένος από το «παράσιτο», ένας μηχανισμός, που μπορούν θαυμάσια να τον βάλουν σε κίνηση οι ίδιοι οι ενωμένοι εργάτες, μισθώνοντας τεχνικούς, επιστάτες, λογιστές, πληρώνοντας τη δουλιά όλων αυτών, όπως και όλων γενικά των «κρατικών» υπαλλήλων με μισθό εργάτη. Αυτό είναι το συγκεκριμένο, πραχτικό, άμεσα πραγματοποιήσιμο καθήκον σχετικά με όλα τα τραστ, καθήκον που λυτρώνει τους εργαζόμενους από την εκμετάλλευση και παίρνει υπόψη την πείρα, που εγκαινίασε κιόλας πρακτικά (ιδίως στον τομέα της κρατικής οικοδόμησης) η Κομμούνα.
Όλη η λαϊκή οικονομία, οργανωμένη όπως το ταχυδρομείο, έτσι που οι τεχνικοί, οι επιστάτες, οι λογιστές, καθώς και όλοι οι αξιωματούχοι να μην παίρνουν μισθό παραπάνω από το «μισθό εργάτη», κάτω από τον έλεγχο και την καθοδήγηση του ένοπλου προλεταριάτου - να ποιος είναι ο πιο άμεσος σκοπός μας. Να τι λογής κράτος, να πάνω σε ποιά οικονομική βάση μας χρειαζεται. Να τι θα μας δόσει την εκμηδένιση του κοινοβουλευτισμού και τη διατήρηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών, να τι θ' απαλλάξει τις εργαζόμενες τάξεις από την εκπόρνευση αυτών των θεσμών απομέρους της αστικής τάξης.
4. Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
... «Σε ένα σύντομο πρόχειρο σχέδιο για την εθνική οργάνωση, που η Κομμούνα δεν πρόλαβε να το επεξεργαστεί περισσότερο, λέγεται ρητά πως η Κομμούνα θ' αποτελούσε την πολιτική μορφή ακόμα και του πιο μικρού χωριού» ... Από τις κομμούνες (κοινότητες) θα εκλεγόταν και η «εθνική αντιπροσωπεία» στο Παρίσι.
... «Οι λίγες, μα σπουδαίες λειτουργίες, που θα απόμεναν ακόμα για μια κεντρική κυβέρνηση, δεν θα καταργούνταν, όπως σκόπιμα το παραποίησαν, αλλά θα μεταβιβάζονταν σε υπαλλήλους της Κομμούνας, δηλαδή σε αυστηρά υπεύθυνους για τις πράξεις τους υπαλλήλους» ...
... «Η ενότητα του έθνους δε θα έσπαζε, μα αντίθετα, θα οργανωνόταν με το καθεστώς της Κομμούνας και θα γινόταν πραγματικότητα με την εκμηδένιση της κρατικής εκείνης εξουσίας, που παρουσιαζόταν σαν η ενσάρκωση αυτής της ενότητας, που ήθελε όμως να είναι ανεξάρτητη και ανώτερη απέναντι στο ίδιο έθνος και που ωστόσο δεν ήταν παρά ένα παρασιτικό καρκίνωμα στο σώμα του έθνους. Ενώ επρόκειτ ο ν' αποκοπούν τα καταπιεστικά μόνο όργανα της παλιάς κυβερνητικής εξουσίας, έπρεπε οι δικαιολογημένες λειτουργίες της ν' αποσπαστούν από μια εξουσία που είχε την αξίωση να στέκει πάνω από την κοινωνία και ν' αποδοθούν πάλι στους υπεύθυνους για τις πράξεις τους υπηρέτες της κοινωνίας».
Ίσαμε ποιό βαθμό δεν κατάλαβαν - ίσως θα είναι σωστότερο να πούμε: δε θέλησαν να καταλάβουν - οι οπορτουνιστές της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας αυτούς τους συλλογισμούς του Μαρξ, το δείχνει καλύτερα απ' όλα το ηροστρατικά διάσημο βιβλίο του εξωμότη Μπέρνσταιν: «Οι προϋποθέσεις του σοσιαλισμού και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας». Παίρνοντας αφορμή ίσα - ίσα από τα πιο πάνω λόγια του Μαρξ, ο Μπέρνσταιν έγραφε πώς αυτό το πρόγραμμα «ως προς το πολιτικό του περιεχόμενο παρουσιάζει σε όλα τα ουσιαστικά γνωρίσματα τη μεγαλύτερη ομοιότητα με το ομοσπονδιακό σύστημα του Προυντόν ... Παρ' όλες τις άλλες διαφορές ανάμεσα στον Μαρξ και στο «μικροαστό» Προυντόν (ο Μπέρνσταιν βάζει τη λέξη «μικροαστός» μέσα σε εισαγωγικά, που, κατά τη γνώμη του, πρέπει να είναι ειρωνικά), η πορεία της σκέψης τους σ' αυτά τα σημεία είναι τόσο κοντά, όσο δεν παίρνει άλλο». Βέβαια, συνεχίζει ο Μπέρνσταιν, η σημασία των δήμων μεγαλώνει, μα «μου φαίνεται αμφίβολο αν το πρώτο καθήκον της δημοκρατίας θάπρεπε να είναι μια τέτοια κατάλυση (Αuflosung - κυριολεχτικά: κατάργηση, διάλυση) των σύγχρονων κρατών και η ολοκληρωτική μετατροπή (Umwandlung - αλλαγή) της οργάνωσης τους, όπως τη φαντάζονται ο Μαρξ και ο Προυντόν - συγκρότηση της εθνικής συνέλευσης από αντιπροσώπους των επαρχιακών ή νομαρχιακών συνελεύσεων, που με τη σειρά τους θ' αποτελούνταν από αντιπροσώπους των κοινοτήτων - έτσι που όλη η ως τώρα μορφή των εθνικών αντιπροσωπειών θα εξαφανιζόταν εντελώς» (Μπέρνσταιν, «Οι προϋποθέσεις κτλ.», σελ. 134 και 136 της γερμανικής έκδοσης του 1 899).
Αυτό είναι κυριολεχτικά τερατώδικο: να συγχέεις τις απόψεις του Μαρξ για την «εκμηδένιση της κρατικής εξουσιας - παράσιτου» με το ομοσπονδιακό σύστημα του Προυντόν! Αυτό όμως δεν είναι τυχαίο, γιατί του οπορτουνιστή ούτε καν του περνάει από το νου πως εδώ ο Μαρξ δε μιλάει καθόλου για το ομοσπονδιακό σύστημα σαν αντίβαρο στο συγκεντρωτισμό, αλλά για τη συντριβή της παλιάς, αστικής κρατικής μηχανής, που υπάρχει σ' όλες τις αστικές χώρες.
Από το μυαλό του οπορτουνιστή περνάει μόνο αυτό που βλέπει γύρω του, στο περιβάλλον του μικροαστικoύ φιλισταισμού και της «ρεφορμιστικής» στασιμότητας, δηλαδή μόνον οι «δήμοι»! Για την επανάσταση του προλεταριάτου ο οπορτουνιστής ξέμαθε και να σκέφτεται.
Είναι για να γελάς. Είναι όμως αξιοσημείωτο πως δε συγκρούστηκαν σ' αυτό το σημείο με τον Μπέρνσταιν. Πολλοι αντικρούσανε τον Μπέρνσταιν - ιδίως ο Πλεχάνοφ στη ρωσική φιλολογία και ο Κάουτσκι στην ευρωπαϊκή, μα γι' αυτή τη διαστρέβλωση του Μαρξ από τον Μπέρνσταιν δε μίλησαν ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος.
Ο οπορτουνιστής σε τέτοιο βαθμό ξέμαθε να σκέφτεται επαναστατικά και να συλλογίζεται την επανάσταση, που αποδίδει το «ομοσπονδιακό σύστημα» στον Μαρξ, μπερδεύοντας τον με τον ιδρυτή του αναρχισμού, τον Προυντόν. Και ο Κάουτσκι και ο Πλεχάνοφ, που θέλουν να είναι ορθόδοξοι μαρξιστές, να υπερασπίζουν τη διδασκαλία του επαναστατικού μαρξισμού, σωπαίνουν γι' αυτό! Εδώ βρίσκεται μια από τις ρίζες εκείνου του άκρου εκχυδαϊσμού των απόψεων για τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο μαρξισμό και στον αναρχισμό, που χαρακτηρίζει και τους καουτσκιστές και τους οπορτουνιστές και που γι' αυτό θα χρειαστεί να ξαναμιλήσουμε κι άλλο.
Στους συλλογισμούς του Μαρξ που αναφέρουμε δεν υπάρχει ούτε ίχνος ομοσπονδιακού συστήματος. Ο Μαρξ συμφωνεί με τον Προυντόν ίσα - ίσα σε κείνο που δε βλέπει ο οπορτουνιστής Μπέρνσταιν. Ο Μαρξ διαφωνεί με τον Προυντόν ίσα- ίσα σε κείνο που ο Μπερνσταιν το βλέπει σαν ομοφωνία τους.
Ο Μαρξ συμφωνεί με τον Προυντόν εκεί πού και οι δυο τους τάσσονται υπέρ της «συντριβής» της σύγχρονης κρατικής μηχανής. Αυτή την ομοφωνία του μαρξισμού με τον αναρχισμό (και με τον Προυντόν και με τον Μπακούνιν) δε θέλουν να τη δουν ούτε οι οπορτουνιστές, ούτε οι καουτσκιστές, γιατί σ' αυτο το σημείο ξεμάκρυναν από το μαρξισμό.
Ο Μαρξ διαφωνεί και με τον Προυντόν και με τον Μπακούνιν ίσα - ίσα στο ζήτημα του ομοσπονδιακού συστήματος (χωρίς να μιλήσουμε πια για τη διχτατορία του προλεταριάτου). Το ομοσπονδιακό σύστημα πηγάζει καταρχήν από τις μικροαστικές αντιλήψεις του αναρχισμού. Ο Μαρξ είναι συγκεντρωτιστής. Και στους συλλογισμούς του που αναφέραμε δεν υπάρχει καμιά απομάκρυνση από το συγκεντρωτισμό. Μόνο άνθρωποι γεμάτοι μικροαστική «δεισιδαιμονική πίστη» στο κράτος μπορούν να παίρνουν την εκμηδένιση της αστικής μηχανής σαν εκμηδένιση του συγκεντρωτισμού!
Καλά, μα αν το προλεταριάτο και η φτωχή αγροτιά πάρουν στα χέρια τους την κρατική εξουσία, οργανωθούν εντελώς ελεύθερα σε κομμούνες (κοινότητες) και συνενώσουν τη δράση όλων των κοινοτήτων με σκοπό να χτυπήσουν το κεφάλαιο, να συντρίψουν την αντίσταση των κεφαλαιοκρατών, να μεταβιβάσουν σ' όλο το έθνος, στο σύνολο της κοινωνίας, την ατομική ιδιοκτησία πάνω στους σιδηροδρόμους, τα εργοστάσια, τη γη και τα λοιπά, μήπως αυτό δε θα είναι συγκεντρωτισμός; μήπως αυτό δε θα είναι ο πιο συνεπής δημοκρατικός συγκεντρωτισμός; και μάλιστα προλεταριακός συγκεντρωτισμός;
Του Μπέρνσταιν δεν μπορεί ούτε και να του περάσει από το νου πως είναι δυνατό να υπάρξει θεληματικός συγκεντρωτισμός, θεληματική συνένωση των κοινοτήτων σε έθνος, θεληματική συγχώνευση των προλεταριακών κοινοτήτων για τη συντριβή της αστικής κυριαρχίας και της αστικής κρατικής μηχανής. Ο Μπέρνσταιν, όπως και κάθε φιλισταίος, φαντάζεται το συγκεντρωτισμό σαν κάτι που μπορεί να επιβληθεί και να διατηρηθεί μόνο από τα πάνω, μόνο από την υπαλληλία και τη στρατοκρατία.
Γι' αυτό ο Μαρξ, λες και προβλέποντας πως μπορεί να διαστρεβλωθούν οι απόψεις του, υπογραμμίζει επίτηδες ότι αποτελούν συνειδητή πλαστογράφηση οι κατηγορίες πως τάχα η Κομμούνα ήθελε να καταστρέψει την ενότητα του έθνους, να καταργήσει την κεντρική εξουσία. Ο Μαρξ επίτηδες χρησιμοποιεί την έκφραση «οργάνωση της ενότητας του έθνους», για ν' αντιπαραθέσει το συνειδητό, δημοκρατικό, προλεταριακό συγκεντρωτισμό στον αστικό, στρατιωτικό, υπαλληλικό.
Μα... όποιος δε θέλει ν' ακούσει είναι χειρότερος από όλους τους κουφούς. Και ακριβώς οι οπορτουνιστές της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας δε θέλουν ν' ακούσουν για εκμηδένιση της κρατικής μηχανής, για αποκοπή του παράσιτου.
5. ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ - ΠΑΡΑΣΙΤΟΥ
Παραθέσαμε κιόλας τα αντίστοιχα λόγια του Μαρξ και πρέπει να τα συμπληρώσουμε.
... «Η συνηθισμένη μοίρα των νέων ιστορικών δημιουργημάτων - έγραφε ο Μαρξ - είναι να τα παίρνουν σαν αντίστοιχο παλιότερων ή ακόμα και ξεπερασμένων μορφών της κοινωνικής ζωής, με τις οποίες οι καινούργιοι θεσμοί μοιάζουν κάπως. Έτσι και τη νέα αυτή Κομμούνα, που τσακίζει (bricht - σπάζει) τη σύγχρονη κρατική μηχανή, τη θεώρησαν σαν αναβίωση των μεσαιωνικών κοινοτήτων... μια ομοσπονδία μικρών κρατών (Μοντεσκιέ, Γιρονδίνοι)... σαν υπερβολική μορφή του παλιού αγώνα ενάντια στον υπερσυγκεντρωτισμό» ...
... «Το καθεστώς της Κομμούνας θα ξαναεπέστρεφε στο κοινωνικό σώμα όλες εκείνες τις δυνάμεις, που τις κατέτρωγε ως τώρα το παρασιτικό καρκίνωμα «κράτος», που τρέφεται σε βάρος της κοινωνίας και εμποδίζει την ελεύθερη κίνηση της. Και μόνο μ? αυτή την πράξη θα έβαζε μπρος την αναγέννηση της Γαλλίας»...
... «Το καθεστώς της Κομμούνας θα έβαζε τους παραγωγούς της υπαίθρου κάτω από την πνευματική καθοδήγηση των νομαρχιακών κέντρων και εκεί, στο πρόσωπο των εργατών της πόλης, θα τους εξασφάλιζε τους φυσικούς εκπρόσωπους των συμφερόντων τους. Και μόνη η ύπαρξη της Κομμούνας είχε σαν συνακόλουθο της, σαν κάτι το αυτονόητο, την τοπική αυτοκυβέρνηση, όχι όμως πια σαν αντίβαρο στην κρατική εξουσία, που είχε γίνει τώρα περιττή».
«Εκμηδενιση της κρατικής εξουσίας», που ήταν «παρασιτικό καρκίνωμα», «αποκοπή» και «καταστροφή» της, «η κρατική εξουσία γίνεται τώρα περιττή» - να με ποιες εκφράσεις μιλούσε ο Μαρξ για το κράτος, όταν εκτιμούσε και ανάλυε την πείρα της Κομμούνας.
Όλα αυτά γράφτηκαν σχεδόν πριν από μισόν αιώνα, και. σήμερα χρειάζονται ως ένα βαθμό ανασκαφές, για να κάνεις συνείδηση των πλατιών μαζών τον ανόθευτο μαρξισμό. Τα συμπεράσματα που βγήκαν από τις παρατηρήσεις πάνω στην τελευταία μεγάλη επανάσταση, που έζησε ο Μαρξ, τα ξέχασαν τότε ακ ριβώς που ήρθε η ώρα για τις κατοπινές μεγάλες επαναστάσεις του προλεταριάτου.
... «Η ποικιλία των ερμηνειών, που δόθηκαν για την Κομμούνα, και η ποικιλία των συμφερόντων, που βρήκαν την έκφραση τους σ' αυτήν, αποδείχνουν πως ήταν μια πέρα για πέρα ευλύγιστη πολιτική μορφή, ενώ όλες οι προηγούμενες μορφές κυβέρνησης ήταν στην ουσία τους καταπιεστικές. Το αληθινό της μυστικό, ήταν το παρακάτω: η Κομμούνα ήταν ουσιαστικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα του αγώνα της τάξης που παράγει ενάντια στην τάξη που ιδιοποιείται, η επιτέλους ανακαλυφθείσα πολιτική μορφή, κάτω από την οποία μπορούσε να συντελεστεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας»...
«Χωρίς τον τελευταίο αυτόν όρο το καθεστώς της κομμούνας θα ήταν κάτι το αδύνατο, θα ήταν απάτη»...
Οι ουτοπιστές ασχολούνταν με την «ανακάλυψη» πολιτικών μορφών, μέσα στις οποίες θάπρεπε να συντελεστεί ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας. Οι αναρχικοί απόφευγαν γενικά το ζήτημα των πολιτικών μορφών. Οι οπορτουνιστές της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας δέχτηκαν τις αστικές πολιτικές μορφές του κοινοβουλευτικού δημοκρατικού κράτους σαν το όριο που δεν επιτρέπεται να ξεπεραστεί και σπάζανε το κούτελο τους, από τις μετάνοιες μπροστά σ' αυτό το «πρότυπο», χαρακτήριζαν αναρχισμό κάθε προσπάθεια να σπάσει κανείς αυτές τις μορφές.
Ο Μαρξ συμπέρανε απ' όλη την ιστορία του σοσιαλισμού και των πολιτικών αγώνων πως το κράτος πρέπει να εξαφανιστεί, πως η μεταβατική μορφή της εξαφάνισης του (πέρασμα από το κράτος στο μη - κράτος) θα είναι το «οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο». Δεν καταπιάστηκε όμως ο Μαρξ ν' ανακαλύψει τις πολιτικές μορφές αυτού του μέλλοντος. Περιορίστηκε στην επιστάμενη παρατήρηση της γαλλικής ιστορίας, στην ανάλυση της και στο συμπέρασμα που πρόσφερνε το έτος 1851: τα πράγματα οδηγούν προς την καταστροφή της αστικής κρατικής μηχανής.
Κι όταν ξέσπασε το μαζικό επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου, ο Μαρξ άρχισε να μελετάει ποιές μορφές είχε ανακαλύψει το κίνημα αυτό, παρά την αποτυχία του, παρά τη σύντομη διάρκεια του και την ολοφάνερη αδυναμία του.
Η Κομμούνα είναι η «ανακαλυφθείσα επιτέλους» από την προλεταριακή επανάσταση μορφή, με την οποία μπορεί να συντελεστεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας.
Η Κομμούνα είναι η πρώτη, απόπειρα της προλεταριακής επανάστασης να συντρίψει την αστική κρατική μηχανή και η «ανακαλυφθείσα επιτέλους» πολιτική μορφή, με την όποια μπορεί και πρέπει ν' αντικατασταθεί αυτό που συντρίφτηκε.
Θα δούμε στην παρακάτω έκθεση μας ότι οι ρωσικές επαναστάσεις του 1905 και 1917, μέσα σε διαφορετική κατάσταση και κάτω από διαφορετικές συνθήκες, συνεχίζουν το εργο της Κομμούνας και επιβεβαιώνουν τη μεγαλοφυή ιστορική ανάλυση του Μαρξ.
ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ ΕΚΠΟΜΠΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΡΟΚ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ καθημερινοτητα ΜΟΥΣΙΚΗ παρουσιάσεις ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ