Ξέρω μια μόνη γειτονιά δυστυχισμένη
ξύλινα σπίτια και ξυπόλητα παιδιά
οι πλούσιοι λεν ότι είναι μολυσμένη
γιατί έχει φτώχεια, πεινασμένους, εργατιά.
Οι μάνες όλες γίνανε παραδουλεύτρες
τα πιτσιρίκια δίχως ένσημα δουλειά
κάποιοι μπαμπάδες καταντήσανε και κλέφτες
δεν τους προσλάμβαναν πολλά αφεντικά.
Οι στέγες στάζανε νερά κάθε Χειμώνα
ένα κρεβάτι ήταν για άτομα οκτώ
βλέπαμε όνειρα πως είχαμε Ασκόνα
και πως το κράτος μας χαρίζει φορτηγό.
Όταν γεννιέσαι σ΄ένα τόπο κάπως έτσι
όταν τα πάντα τα μισείς με τον καιρό
παίρνεις το δρόμο τον κακό στα δεκαέξη
και μέχρι είκοσι, σε κάνουν τσακωτό.