@ Απλά γιατί μου αρέσει ο Γούντυ Άλεν κι η αμεσότητά του.
Ο νευρικός αυτοσχεδιαστής
Του ΝΙΚΟΥ ΦΩΤΑΚΗ
Ακόμη κι αυτοί που ξέρουν το πάθος του Γούντι Αλεν για τη μουσική πέφτουν από τα σύννεφα όταν μαθαίνουν ότι ο σκηνοθέτης είναι στην πραγματικότητα ο μουσικός με την πιο μακροχρόνια, σταθερή, αδιάκοπη επαγγελματική πορεία στη νυχτερινή ζωή της Νέας Υόρκης.
Κοντεύουν τριάντα πέντε χρόνια από τότε που πρωτοξεκίνησε να εμφανίζεται με την ορχήστρα του στο «Michael's Pub», παραμένοντας σταθερή εβδομαδιαία ατραξιόν του καταστήματος, μέχρι που έκλεισε, οπότε το ραντεβού απλώς μεταφέρθηκε στο «Cafe Carlyle», του ομώνυμου ξενοδοχείου. Εκεί, κάθε Δευτέρα βράδυ συρρέουν οι θαυμαστές, οι ρέκτες της παραδοσιακής τζαζ της Νέας Ορλεάνης και οι περίεργοι που έλκονται λιγότερο από τη μουσική και περισσότερο από τη διασημότητα.
Το γεγονός αυτό γεμίζει ακόμα περισσότερο με ενοχές τον ήδη διάσημο για τις φοβίες και τις νευρώσεις του σκηνοθέτη: «Δεν έχω συμφιλιωθεί μ' αυτό», δήλωνε το 1998 στο περιοδικό «Jazziz», σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.
«Κάποτε παίζαμε στο Παρίσι, και είχαμε γεμίσει μια τεράστια αίθουσα. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, ήταν στην πόλη ο Ορνέτ Κόλμαν και δεν είχε την ίδια απήχηση. Κι αυτό είναι αστείο, γιατί εκείνος είναι μια μεγαλοφυΐα, ενώ εγώ ένας απλός ερασιτέχνης. Με πάσα ειλικρίνεια, το παίξιμό μου είναι μάλλον ανεπαρκές. Δεν έχω αίσθηση του ρυθμού, της μελωδίας, αλλά είμαι αφοσιωμένος. Και δεν σκέφτηκα ποτέ να παίξω μπροστά σε κοινό. Ημουν πανευτυχής με μια τζαζ μπάντα στο σαλόνι μου, αλλά εκείνοι ήθελαν να παίξουμε δημοσίως. Και ο κόσμος ήρθε επειδή με ξέρει από τις ταινίες, αλλιώς, αν ήμουν ένας κανονικός μουσικός, δεν θα περνούσα ούτε από την πόρτα του κλαμπ».
Ο ίδιος μπορεί να επιμένει σ' αυτό, υπάρχει όμως και κάποιος που έχει διαφορετική αντίληψη. Ψυχή της Woody Allen New Orleans Band, ο Εντι Ντέιβις είναι μια πληθωρική παρουσία, ένας ευτραφής καλόκαρδος μουσικός που παίζει μπάντζο και τραγουδά:
«Νομίζω ότι είναι ο καλύτερος κλαρινετίστας στο είδος του. Μπορεί να χαρακτηρίζει το παίξιμό του "τραχύ", αλλά αυτό συμβαίνει γιατί παίζει με την ίδια φυσικότητα που το έκαναν οι παλιοί. Κι αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή η μουσική δεν είναι η κύρια απασχόλησή του. Δεν έχει χρειαστεί να παίξει μποσα-νόβα σε γάμους, όπως κάνουν οι άλλοι μουσικοί, ώστε να επηρεαστεί το παίξιμό του». Εξάλλου, ως μαθητής, ο Γούντι είχε τη δυνατότητα να μάθει από τους καλύτερους: όταν ξεκίνησε τα μαθήματα κλαρινέτου στα 15 του (πριν από 55 χρόνια), του σύστησαν τον Τζιν Σέντρικ, γνωστό με το ψευδώνυμο Honey Bear, έναν από τους συνεργάτες του θρυλικού Φατς Γουόλερ.
Το σημείο συνάντησης του δασκάλου και του μαθητή ήταν στον σταθμό του τρένου, από όπου πήγαιναν στο σπίτι του Γούντι: «Ηταν πολύ ανεπίσημο. Καθόταν στην πολυθρόνα, έβγαζε το κλαρινέτο και έλεγε "πες αυτό". Επαιζε κάτι και προσπαθούσα να τον μιμηθώ. Και απαντούσε "όχι έτσι, προσπάθησε να το τραγουδήσεις. Ετσι κυλούσαν τα μαθήματα"». Από τότε, δεν έχει περάσει μέρα χωρίς να κάνει εξάσκηση στο αγαπημένο του είδος: την παραδοσιακή μουσική της Νέας Ορλεάνης - αυτή που θα αντηχήσει στο Μέγαρο Μουσικής το βράδυ της 30ής Δεκεμβρίου. Ο ίδιος ήταν έφηβος όταν πρωτοάκουσε αυτούς τους ήχους. Μέχρι τότε, η αγαπημένη του μουσική ήταν αυτή που ακουγόταν στο ραδιόφωνο - οι ορχήστρες του Μπένι Γκούντμαν, του Τόμι Ντόρσεϊ, του Αρτι Σο, τα τραγούδια του Κόουλ Πόρτερ. Κάποια στιγμή, μεταδόθηκε μια συναυλία του Σίντνεϊ Μπεσέ από τη Γαλλία, που τον συνάρπασε. Το «ασυνήθιστα όμορφο» παίξιμο του κλαρινετίστα άνοιξε μια πόρτα μέσα του. Πρώτα έγινε ένας «κάκιστος» σαξοφωνίστας, πριν αλλάξει το σοπράνο σαξόφωνό του με το κλαρινέτο.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ οι ταινίες του είναι γεμάτες από τους ήχους της παλιάς τζαζ, σπάνια ακούγεται αυτό το είδος που υπηρετεί ο ίδιος ως μουσικός - μόνο στον «Υπναρά», ακουγόταν σε μεγάλη έκταση (από την Preservation Hall Jazz Band), όπου δημιουργούσε μια ενδιαφέρουσα κωμική αντίφαση με το φουτουριστικό σκηνικό της ταινίας. Ο ίδιος δικαιολογεί την απροθυμία του να χρησιμοποιήσει αυτή τη μουσική από σεβασμό, γιατί την αγαπά τόσο πολύ, που δεν θέλει να την υποβιβάσει σε συνοδευτικό ήχο μιας σκηνής.
Είναι τέτοιος ο σεβασμός του γι' αυτόν τον ήχο, που έχει αρνηθεί πολλές φορές να ηχογραφήσει δίσκους, γιατί θεωρεί πως, στην εγγραφή, ο ήχος του δεν θυμίζει τον ήχο που βγάζει το κλαρινέτο των ηρώων του. Αναγκάστηκε να ηχογραφήσει, όχι σε στούντιο, αλλά σε μια εκκλησία, μόνο για να προσφέρει ένα συνοδευτικό cd ως soundtrack του ντοκιμαντέρ «Wild Man Blues», που γύρισε η Μπάρμπαρα Κοπλ, καταγράφοντας την πρώτη του περιοδεία στην Ευρώπη.
Θα ακολουθούσαν κι άλλες, ασφαλώς, γιατί όπως έχει πει ο ίδιος:
«Οι Ευρωπαίοι αγαπούν την τζαζ με έναν τρόπο τελείως διαφορετικό από ό,τι οι Αμερικάνοι. Ισως επειδή η τζαζ γεννήθηκε στην Αμερική, την αντιμετωπίζουμε με αδιαφορία, ενώ εκείνοι νιώθουν δέος. Αγαπούν τον Μπαντ Πάουελ, τον Τσάρλι Πάρκερ, τον Σίντνεϊ Μπεσέ κι αγαπούν την τζαζ ως μορφή τέχνης. Το ίδιο συμβαίνει με τις ταινίες. Εχουν μια ευφυή αντίληψη για το σινεμά, που εμείς για κάποιο λόγο δεν την έχουμε. Δεν ξέρω γιατί, αλλά για μένα αυτή η αντιμετώπιση ήταν θεόσταλτη».
ενετ - 11/12/2005