* Chris Cacavas
“Live at the Laboratorium” 2005
Ο Chris Cacavas στα δέκα του χρόνια, άκουγε μανιωδώς –και δακρύζοντας- το “She’s Leaving Home” των Beatles. Ίσως επειδή αυτό το τραγούδι του μιλούσε για τη ίδια του τη ζωή, επειδή η αδελφή του έφυγε από το σπίτι που ζούσαν, ή ίσως επειδή τον συγκινούσε η ίδια η ομορφιά αυτού του τραγουδιού.
Ανεξάρτητα όμως από τους λόγους που άκουγε το συγκεκριμένο τραγούδι, αυτό έγινε αιτία για μία υποσυνείδητη αναζήτηση, έτσι ώστε να ξεμπερδέψει μια και καλή με την σύνδεση μεταξύ μουσικής και συγκίνησης.
Για πολλούς ανθρώπους, η μουσική είναι στη ζωή τους ένα soundtrack που συνδέεται με την παιδική τους ηλικία, ή με κάποιες συγκεκριμένες στιγμές, αποπνέοντας μία μυρωδιά. Έτσι, όταν ακούν πάλι το ίδιο κομμάτι, η μυρωδιά αυτή έρχεται ξανά και παγιδεύει το χώρο, περιορίζοντας με αυτόν τον τρόπο το πεδίο της πιθανής μουσικής τους αναζήτησης. Ο Chris εναντιώθηκε σ’ αυτό. Συνειδητοποιώντας το, άρχισε τη σχεδόν έμμονη αναζήτησή του ακούγοντας όσο το δυνατόν περισσότερο καλή μουσική, κάνοντας στην κυριολεξία “εισβολή” στις δισκοθήκες των μεγαλύτερων αδελφών του, όπου ανακάλυψε την Janis Joplin και τον David Bowie, τους T. Rex και τους Velvet Underground, τον Johnny Cash και τον Bob Dylan. Όταν άρχισε και αυτός τα “υποχρεωτικά” μαθήματα πιάνου (όπως όλα τα παιδιά των Cacavas), ρώτησε τον δάσκαλό του αν μπορεί να του προμηθεύσει παρτιτούρες των
Blues. Με αυτά λοιπόν τα εφόδια βρέθηκε στα 18 του χρόνια στους Serfers που αργότερα έγιναν οι Green On Red και ηχογράφησε μαζί τους 5 άλμπουμ. Αφού άφησε τους Green On Red ο Chris, ξεκίνησε την σόλο καριέρα του και 18 χρόνια αργότερα, ηχογράφησε στην Blue Rose το “Self Taut” (2004) που ήταν το ένατο άλμπουμ του. Ευρισκόμενος στη Γερμανία για περιοδείες, με τη μπάντα του “Self Taut” (Ed Kampwirth μπάσο, Brandon Laws τύμπανα, Jesse Wilder κιθάρα & πλήκτρα και Jason Victor κιθάρα) ηχογραφεί στην Στουτγάρδη (23 Απριλίου 2004), το διπλό “Live at the Laboratorium” και παρουσιάζει 23 τραγούδια από τα άλμπουμ “Self Taut”, “Pale Blond Hell”, “California into the Ocean”, “AWOL” και “Big Joke”. Τα 15 απ’ αυτά, βρίσκονται στο Audio CD και τα 8 σε ένα DVD διαρκείας 43 λεπτών. Good
Rockin’ Man!!!
* Rosie Thomas
“If Songs Could Be Held” 2005
Στα καλύτερά της είναι η Rosie στο “If Songs Could Be Held” που είναι το τρίτο της άλμπουμ. Πρόκειται για καλογραμμένα και επιδέξια εκτελεσμένα τραγούδια που δεν διηγούνται απλά μία ιστορία, αλλά θέτουν σημαντικές ερωτήσεις.
Η τραγουδοποιός από το Seattle, πλησιάζει τα -μερικές φορές- δύσκολα αλλά καθολικά θέματα της ενδοσκόπησης, της ταυτότητας και της αγάπης με θάρρος και τιμιότητα και προ πάντων, με ομορφιά που ζαλίζει και ας μην είναι όλα προσωπικές της εμπειρίες. Ηχογραφεί το “If Songs Could Be Held” στο θερμό κλίμα του Los Angeles, αλλά η Rosie ηχούσε Αγγελικά και πριν να ηχογραφήσει στην Πόλη των Αγγέλων. Οι Αγγελικές της αποσκευές είναι το “Only With Laughter Can You Win” του 2003 και το “When We Were Small” του 2001. "Θεώρησα ότι προκειμένου να δώσω στον εαυτό μου μία μουσική ώθηση, έπρεπε να ξεφύγω από το εξοικειωμένο". Έντονη εστίαση, αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια, αλλά και αυθορμητισμός. Το “If Songs Could Be Held” χρωματίζεται λυρικά με μια φωτεινή και δυναμική συναισθηματική παλέτα. Τα θέματά της είναι λεπτά, αλλά είναι ποτισμένα από μία έμφυτη δύναμη. Μαθαίνει να αγαπά στο “Guess It May” αλλά και στο θερμό ντουέτο της με τον τραγουδοποιό Ed Harcourt στο “Let It Be Me”. Εξετάζει τη θηλυκότητα στο “Time Goes Away” με βάση τις ιστορίες της μητέρας της και στο “Pretty Dress” θέτει παραβολικά τις ερωτήσεις για τη δυσκολία, την ανάγκη και τη δυνατότητα της διαδικασίας της ομορφιάς. Στο “If Songs Could Be Held” συνεργάζεται –εκτός από το ντουέτο της με τον Ed Harcourt στο “Let It Be Me”- με την Liz Phair, τον κιθαρίστα Dino Meneghin, τον γνωστό από μία σειρά soundtracks, Josh Myers και φυσικά με τον μακροπρόθεσμο συνεργάτη και στενό της φίλο Eric Fisher που ήταν παρών και στα προηγούμενα άλμπουμ της. Τέλος, αφιερώνει το άλμπουμ αυτό, στη μνήμη του Jason Sprinkle.
Ενός καλλιτέχνη που την ενέπνευσε, την επηρέασε και που ήταν για την Rosie ένας πολύ καλός και αγαπημένος φίλος.
* Rogue Wave
“Descended Like Vultures” 2005
Πολύ καλή η περίπτωση του Zach Rogue και της παρέας του και ας ξεκίνησαν από τύχη. Οι ιστορικοί, οι κριτικοί των δίσκων της
Rock και οι αθλητικοί συντάκτες, έχουν όλο το χρόνο στη διάθεσή τους για να γράφουν και να κυρώνουν ή να ακυρώνουν τους ποιητές και τους αθλητές, αλλά θα ‘πρεπε να διαθέσουν λίγο –έστω- από αυτό τους το χρόνο, για να ασχοληθούν με τους Rogue Wave. Ο Zach Rogue αφού ολοκλήρωσε το Out Of The Shadow το 2003 στην ετικέτα της μπάντας του και μετά την επανέκδοσή του από την Sub Pop το 2004, δήλωσε:
“Μπήκαμε στο στούντιο με υλικό για 3 άλμπουμ και νοιώθαμε πραγματικά “Σαν Γύπες” που περιμένουν να τους ανοίξει κάποιος την πόρτα”. Το άλμπουμ αυτό, είναι αποτέλεσμα αναμονής. Είναι σαν να περιμένεις να φορέσεις το δεύτερο παπούτσι, για να βγεις στο δρόμο. Μια σχετική παροιμία λέει ότι έχετε όλη τη ζωή μπροστά σας για να γράψετε το πρώτο σας άλμπουμ, αλλά έχετε μόνο ένα έτος για να γράψετε το δεύτερο. Ο Zach σχημάτισε τους Rogue Wave με τους Pat Spurgeon (τύμπανα), Gram LeBron (κιθάρα) και Evan Farrell (μπάσο) και στο Descended Like Vultures, ήταν η πρώτη φορά που είχε στη διάθεσή του ολόκληρο το γκρουπ μέσα στο στούντιο. Δημιούργησε μαζί τους 11 τραγούδια που μας ταξιδεύουν μέσα σε ένα ονειρικό τοπίο με ατμοσφαιρικό φόντο μία γκάμα από το κλασικό
Rock μέχρι την pop. Το Descended Like Vultures, που είναι το δεύτερο άλμπουμ των Rogue Wave για την Sub Pop, είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ. Πιστοποιεί ότι οι Rogue Wave είναι έτοιμοι να “hit the road”. Δεν είναι σύμπτωση, αλλά ούτε και τα χρήματα είναι η αιτία σ’ αυτό που συμβαίνει. Θέλω να ηχογραφώ για πολλά χρόνια”, λέει ο Zach Rogue του οποίου η αποχώρηση από μία εν εξελίξει διαδικτυακή εταιρία το 2001, του έδωσε τον απαιτούμενο χρόνο να δουλέψει το υλικό του και είχε σαν φυσική συνέπεια την ίδρυση των Rogue Wave στο Oakland στα τέλη του 2002.
Στο Descended Like Vultures, οι Rogue Wave ξεφεύγουν από τα κλισέ, τα περιθώρια και τα πλαίσια και δημιουργούν ένα άλμπουμ ελεύθερης ροής, ισόποσο σε ένταση, αλλά και σε χαλάρωση. Είναι ένα εξαιρετικό και επιδέξια επεξεργασμένο άλμπουμ. Μην τους αγνοήσετε.
* Dead 60’s
“Dead 60’s” 2005
Μεγαλοπρεπές punk, που δεν έχει καμία σχέση με τη δεκαετία του 60. Για τους fan της ……φασαρίας. (Not for …..me!!!!)
* Goth Electro
“Tribute to Depeche Mode” 2005
1. Stripped - Shiny Toy Guns
2. Never Let Me Down - Tina Root
3. Enjoy The Silence - Talla 2XLC
4. Everything Counts - Soil & Eclipse (Death Guild mix)
5. Lie To Me - Razed In Black
6. Policy Of Truth - Disown
7. It's No Good - Orphans Of Infamy
8. But Not Tonight - Pseudocipher
9. People Are People - Implant
10. Photographic - Freezepop
11. Get The Balance Right - The Scaras
12. In Your Room - Harshrealm
Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι μία μπάντα περισσότερο γνωστή για τον μελωδικό pop ήχο της θα έφερνε τέτοιες επιρροές στην gothic-industrial μουσική σκηνή του σήμερα? Οι DMode, από το “Everything Counts” και το “Blasphemous Rymours”, μέχρι το “Violator”, δεν αρνήθηκαν ποτέ αυτή την σκοτεινή καρδιά που αιμορραγούσε κάτω από το pop δέρμα τους.
Ο υπότιτλος λοιπόν είναι σαφής. Πρόκειται για μία συλλογή 12 τραγουδιών των Depeche Mode, από 12 διαφορετικές μπάντες, που αγγίζουν με σεβασμό τα ……δεδομένα!!!!. Μία καινούργια γενιά που φρεσκάρει αυτές τις σκοτεινές –πλην όμως ρομαντικές- συνθέσεις του Gore που σκοτείνιασαν το μουσικό τοπίο. Οι “διάδοχοι” των DMode, μετατρέπουν το σκοτάδι σε φως, έχοντας για μαγικό ραβδί το πάθος τους για καλή μουσική αλλά και τον θαυμασμό τους στον Mr. Martin Gore. Απολαύστε τους.
Everybody must give Something back, for Something they get.....
[ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : Orfeus στις 25-09-2007 11:54 ]
[ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : Orfeus στις 03-12-2007 15:43 ]
[ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : jorge στις 10-12-2007 13:11 ]
[ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : Orfeus στις 11-01-2008 15:14 ]