ελληνική μουσική
    860 online   ·  210.855 μέλη
    tzouv
    27.05.2006, 17:02
    Τι εχετε να πειτε για το ελληνικο ρεμπετικο τραγουδι...

    Εγω προσωπικα πιστευω οτι ειναι απο τα καλυτερα ειδη μουσικης.Οι περισσοτεροι ρεμπετες εχοντας βαριες μνημες απο την κατοχη γραφουν τραγουδια που εκφραζουν ολους τους ποθους τους και τις καθημερινες δυσκολιες και συνηθειες.Μεσα στην ''μαστουρα'' τους μπορουσαν να γραψουν και να τραγουδησουν τους συνεχεις κοπους τους...

    Περιμενω σχολια και αποψεις


    stuff
    27.05.2006, 17:55
    Αληθινες ιστοριες,γεματες πονο απο τις τοτε δυσκολιες της ζωης και την κυριολεκτικα καθημερινη
    βιοπαλη.Τον ερωτα,που ποσες και ποσες φορες τραγουδηθηκε με τροπο που ζηλευουν ακομα και οι
    σημερινοι συνθετες και στιχουργοι.......Οσον αφορα την μαστουρα και το "μαυρο",αυτο ηταν καθημερινο....μελημα για την σωστη λειτουργια του μυαλου και....των αισθησεων!!
    Για περισσοτερα γνησια ακουσματα live,τρεξτε στο www.live365.com πατωντας στο search,REMPETIKO.
    maroulaki_321
    28.05.2006, 03:32
    Είναι ο καλύτερος τρόπος διασκέδασης για μένα. Αν βγώ με καλους φίλους, κρασί ή ρακή Κρητική (πάντα) κουτουκάκι και ρεμπέτικο τραγούδι. Μου κάνει τρελή αίσθηση. Το πρώτο μουσικό cd που ήρθε στα χέρια μου ήταν οι "ρεμπέτικοι καημοί" και μετά ένα των Nirvana
    dijo
    28.05.2006, 12:29
    Η ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΓΙΑ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ
    Ημερομηνία: 1949
    Η πρώτη εργασία του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο τραγούδι.
    Η διάλεξη δόθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1949, στο Θέατρο Τέχνης.

    EΡΜΗΝEΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ (PEΜΠΕΤIKΟ)

    Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.
    Τώρα αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν δυο χρόνια, ίσως να ΄χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να ΄ταν, πιο μεροληπτική –μπορούμε να πούμε – και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δεν θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά.
    Αυτό -θα πείτε- μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να προεξοφλήσω με βεβαιότητα. Όσο νά ΄ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία.
    Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο-πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;
    Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση, κι ακόμη ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτήν της περιόδου μόδας -ας την πούμε- ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν κι έλθουν στη φυσική τους θέση; Το ίδιο πρέπει -νομίζω- να περιμένουμε και με τα ρεμπέτικα. Γιατί θά ΄ναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει ν΄αντικαταστήσει το ταγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες - άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις.
    Ύστερα για μας θά ΄ναι μεγάλο ψέμα αν ισχυρισθούμε ότι είναι δυνατόν να εκδηλωθούμε μ’ αυτούς τους τόσο γυμνούς κι απέριττους ρυθμούς. Κάτι τέτοιο μόνο για αυτούς, που με κρασί ή με άλλα μέσα, στέλνουν στο διάβολο - που λεν- κάθε κοινωνικό φραγμό και κάθε σύμβαση, έστω και για μια ώρα. Παρατηρώντας όμως μια ιδιότητα αυτών των ρυθμών, ήδη δημιουργείται μέσα μας ένας θαυμασμός για τη δύναμη που περιέχουν και που μας κινεί το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε από κοντά τούτη τη δύναμη που από ΄δω και πέρα λες και σαν μαγεία μας φέρνει σ΄ άμεση επαφή με το μελωδικό της στοιχείο. Αυτά όμως όλα κουράζουν σαν δεν τα δεις έξω απ΄ την καθημερινότητά τους. Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι. Αλλά το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την άλλη μουσική, αυτήν που ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Mπετόβεν; (Δικαιολογημένα τώρα ίσως να σας γεννηθεί απορία για τη σχέση που μπορεί να έχει το ρεμπέτικο με τον Μπετόβεν. Παρ΄ όλο που και αργότερα θα επανέλθω σε παρόμοιους παραλληλισμούς σας προειδοποιώ πως δεν υπάρχει απολύτως καμία σχέση).
    Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτ΄ άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο.
    Μα πριν μπούμε σ΄ ένα αναλυτικότερο κοίταγμα του είδους αυτών των τραγουδιών, ας επιστρέψουμε για χατίρι μου σε μια κοντινή μα περασμένη πια εποχή και να δούμε μαζί εξελικτικά όλη την ποιητική ατμόσφαιρα, που συνθέτουν και δημιουργούν τα ρεμπέτικα, μέσα στην αυστηρή και δικιά τους περιοχή.

    Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ΄ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» - καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.
    Αργότερα ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι καινούργιο. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι και η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους στα σπίτια. Υπήρχε γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούργια ρεμπέτικη κραυγή -καινούργια για μένα βέβαια- κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας. Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ, θά ΄βλεπα πόσην αλήθεια είχαν τα λόγια του, γιατί τότες ακόμη έπαιζα με τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος.

    Περνούν μερικά χρόνια, πού η πυκνότητα της έντασης που περιείχαν τα έκαμε απέραντα. Πολλά συνέβησαν και συμβαίνουν στο μεταξύ. Έρχεται η απελευθέρωση και τινάζομε από πάνω μας τους Γερμανούς με την κατοχή τους. Παράλληλα η γενιά μου μεγαλώνει κατά πολλά χρόνια, έχοντας ξωπίσω της μια πολύ ισχυρή δοκιμασία. Και το ρεμπέτικο, αφού παίζει με πολύ και πηγαίο χιούμορ, σε ορισμένα διαλείμματα, γύρω από δραματικές περιπτώσεις μπαίνει με μεγαλύτερο άγχος μες στα βασικά και μεγάλα του θέματα: του έρωτα και της φυγής.
    Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατειά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά -θά ΄λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν΄ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο.
    Αυτή παραμένει βασικά η θεματολογία του ρεμπέτικου μέχρι τα σήμερα. Κι όσο αφελείς κι αν μας φαίνονται οι καταστάσεις αυτές καθ΄ εαυτές, δεν μπορούμε να αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον, πως ο νοσηρός ερωτισμός που σκορπίζεται απ΄ τους ήχους ενός μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου, δεν κυκλοφορεί κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα πολύπλοκα σχήματα, έστω ακόμα κι αν ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες.
    Κι ερχόμαστε σε μια από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν «οι υγιείς ηθικολόγοι» για το ρεμπέτικο. «Είναι αρρωστημένο» λεν μ’ αυστηρότητα, «ενώ το δημοτικό τραγούδι, γεμάτο υγεία και λεβεντιά» και κινούν το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει. Είναι σαν να βγουν και να πουν ότι δεν τους αρέσει ο Σαίξπηρ -για παράδειγμα- ή κάτι παρόμοιο. Ανέχονται το δημοτικό όχι όμως και το ρεμπέτικο. Το τελευταίο είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσά τους και μπορούν να το πετάξουν -έτσι φαντάζονται- επειδή δεν έχει κρεμαστεί ακόμη με χρυσές κορνίζες. Ίσως ξεχνάν ότι τα χρόνια μας δεν έχουν τίποτε κοινό με τα χρόνια της κλεφτουριάς, άσχετα αν οι ηρωικές πράξεις του στρατού μας τοποθετούνται δίκαια από την ιστορία πλάι στους Καραϊσκάκηδες και τους Κολοκοτρωναίους. Οι κύριοι αυτοί αγνοούν την εποχή μας καθώς και το ότι ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σ΄ ένα έθνος μαζί με τις διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες.
    Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας - παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα.
    Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του.
    Eπαναλαμβάνω - ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ΄ άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.
    Καταλαβαίνετε βέβαια τώρα πως το αρρωστημένο στοιχείο του σημερινού μας λαϊκού τραγουδιού, δεν έχει σαν αιτία ένα υπερβολικό ωρίμασμα ζωής - καθώς η μεσοπολεμική ντεκαντέντσα με κέντρο τη Γαλλία -και γι ΄αυτό δεν αποτελεί κάτι το σάπιο, μα προέρχεται καθαρά από μια στοιβαγμένη ζωική δύναμη που ασφυκτιά δίχως διέξοδο, δίχως επαφή, από μιαν υπερβολική υγεία- θά λεγε κανείς. Πάντως το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι μια παρακμή. Σημαντική όμως η διαφορά ανάμεσά τους. Η μια κινά απ’ τη ζωή, η άλλη από το θάνατο.
    Το να θέλει λοιπόν κανείς ν΄ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνον κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.

    Τώρα πολλοί μπορούν να πουν αυτά περίπου: «Καλά. Όσα είπες είναι σωστά και τα παραδεχόμαστε. Μα τι μας πείθει ότι το ρεμπέτικο είναι η σημερινή μας λαϊκή έκφραση καθώς λες και που σαν τέτοια βέβαια πρέπει να συνδέεται με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του βυζαντινού μέλους, κι όχι ένα τραγούδι μιας ορισμένης κατηγορίας ανθρώπων που εκφράζει την προσωπικήν της κατάσταση;»
    Το ερώτημα τούτο ασφαλώς σε πολλούς θα γεννηθεί, αν και προηγουμένως μίλησα όσο μπορούσα σαφέστερα, για την άμεση σχέση του ρεμπέτικου με το πλατύ μάλιστα σήμερα, και του τόπου και τhς εποχής μας. Aυτόματα επίσης καταρρέει και το επιχείρημα, ότι αποτελεί έκφραση προσωπικών καταστάσεων. Μένει λοιπόν να εξετάσουμε το ελληνικόν του είδος. Αν και κατά πόσον συνδέεται με τη λαϊκή μας παράδοση και ποια είναι τα στοιχεία που αντλεί απ΄ αυτήν.
    Για να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να δούμε μαζί ό,τι συνδετικό στοιχείο υπάρχει, θα το εξετάσουμε από δυο ξεχωριστές πλευρές, πρώτα από τη μορφική του πλευρά κι ύστερα απ΄ το ύφος του.
    Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ΄ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιoυργούνται οι προϋποθέσεις για τnν τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ο συνθέτης της μουσικής είναι συγχρόνως και ο ποιητής καθώς και ο εκτελεστής. Βασικά του όργανα είναι τα μπουζούκια -μεγάλο μαντολίνο τουρκικής μάλλον προελεύσεως- κι ο μπαγλαμάς -παραλλαγή της κρητικής λύρας και της συγγενικής νησιώτικης, πιο μικροσκοπικής απ΄ αυτήν και κρουστές με πέννα. Η σύνθεση του τραγουδιού βασίζεται βέβαια πάνω στη χορευτική κίνηση, με τρεις χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον χασάπικο και τον σέρβικο (ο τελευταίος έχει ολιγότερη χρήση).

    Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ΄ τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου, πού εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτός και περιεκτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα ΄ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σα χορός είναι ο δυσκoλότερoς και ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.
    Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4 κι ο τρόπος που χορεύεται -δυο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές- έρχεται σα μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μιά κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Δεν ξέρω γιατί, μα πολλές φορές μου θυμίζει -πολύ μακριά όμως- τη γαλλική java.
    Ο σέρβικος που κι η ονομασία του δείχνει την προέλευσή του, είναι ένας γρήγορος ρυθμός και παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρoν κι αυτό απ’ τη μεριά της δεξιοτεχνίας και μόνο των εκτελεστών και του χορευτή. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ λίγο· παραμένει μ’ ένα ματαιόδοξο περιεχόμενo να φαντάξει, μια που ικανοποιεί μόνoν το επιδεικτικό μέρoς των ποδιών κάποιου χορευτή.
    Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μιά καθαρή ελληνική ιδιομορφία. Πάνω σ΄ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη, παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν είναι άλλη απ΄ την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία. Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. H παρουσία του είναι έντονη, ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος που περισσότερο το χαρακτηρίζει μιά χάρη και μιά νnσιώτικη ελαφράδα. Παράδειγμα φέρνω, αν θυμάστε, κάπως παλιότερα το «Πάρτη βάρκα στο λιμάνι - κάτω στο Πασαλιμάνι» καθώς και το γνωστότατο «Ανδρέα Zέππo». Και τα δυό έχουν πολύ έντονα πάνω τους τη σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού. Μα για να εξηγήσουμε τη βασική αυτή προέκταση του βυζαντινoύ μέλους στο ρεμπέτικο, αρκεί να δούμε πόσο κοινή ατμόσφαιρα δημιουργούσε η παρακμή του Βυζαντίου με τη δικιά μας σήμερα.
    Ατμόσφαιρα το ίδιο καταπιεστική, το ίδιο ασαφής, άσχετα αν στα χρόνια εκείνα προερχόταν από ένα λαθεμένο ξόδεμα θρησκευτικού συναισθήματος. Έτσι τα εκφραστικά στοιχεία του έτoιμόρoπoυ Βυζαντίου με την άμεση παθητικότητά τους βρίσκουν οικεία ατμόσφαιρα μες στο ρεμπέτικο -το σύγχρονο λαϊκό μέλος- για ν’ αναπτυχθούν και να συνθέσουν τη σημερινή εκφραστική μορφή μιας το ίδιο έντονης παθnτικότητας.
    Το δημοτικό τραγούδι και τα υγιή του εκφραστικά στοιχεία έχουν τη θέση μόνον μιας πιο άμεσης κληρονομιάς. Για τα 80% της ρεμπέτικης μουσικής, τίποτες παραπάνω.
    Εξετάζοντας τώρα το ύφος του τραγουδιού βρίσκομε ευθύς εξ΄ αρχής το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένoυ, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει ή ζωή με την πιο πλατειά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μιά εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που, προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενo; Ποιά από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα -τη μοναδική άξια κληρoνoμιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας- για τη σύνθεσή της. Ποιά μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ΄ το βυζαντινό μέλος, πέρα απ΄ το δnμοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωσn πέρ’ απ΄τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους;
    Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.

    Eπιτρέψατέ μου τώρα να σάς παρουσιάσω δυό από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης έλλnνικης λαϊκής μουσικής· τον Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της. (Είσοδος)
    Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί στο είδος τους προσεφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε πέντε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω. Θ’ αρχίσουν μ’ ένα τραγούδι που έχει συνθέσει ο Μάρκος Bαμβακάρης πάνω στο ρυθμό του χασάπικου και με τον τίτλο «Φραγκοσυριανή κυρά μου» (τραγούδι).
    Το δεύτερο τραγούδι που θα ακούσετε είναι πάλι σύνθεση του Μάρκου Βαμβακάρn σε ρυθμό ζεϊμπέκικου «Εγώ είμαι το θύμα σου» (τραγούδι).
    Το τρίτο είναι σύνθεση της Σωτηρίας Μπέλλου (ζεϊμπέκικo) «Σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα». Από τα πιο χαρακτηριστικά στο είδος του. (τραγούδι)
    Το τέταρτο, σύνθεση Tσιτσάνη, σε ρυθμό χασάπικου «Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ τσιφλίκι».
    Με την ευκαιρία τώρα που θ΄ ακούσουμε το γνωστότατο «Άνοιξε - άνοιξε» του Παπαϊωάννου θα ΄θελα να ΄λεγα λίγα λόγια για τη σημασία του και το σταθμό που φέρνει στη ρεμπέτικη φιλολογία του τραγουδιού, ζητώντας βέβαια πρώτα συγγνώμη απ΄ τους αγαπητούς μουσικούς για τη μικρή αυτή παρεμβολή.
    Λίγο πριν απ΄ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το «Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή- κουράστηκα για να σε αποκτήσω». Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός -μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο «Ματωμέvο Γάμο» του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς.
    Πριν δυό χρόνια ο ίδιος ο Τσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά πάλι αυτούς τους στίχους «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι - το σκοτάδι είναι βαθύ - κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί», ο ερωτισμός προχωράει και θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίδοντας μια τόσο λεπτή μα τόσο έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας, λες και προμηνούσε ένα άγχος, μια καταιγίδα. Φέτος -ο Παπαϊωάννου αυτή τη φορά- μας δίνει ολάκερο αυτό το άγχος με μια δυνατή κραυγή πια- η μοναδική μες στα ρεμπέτικα, και γι΄ αυτό τόσο αληθινή με το «Άνοιξε – άνοιξε». Δεν ξέρω, αλλά σ΄ αυτά τα τρία τραγούδια υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος που δίνει ξεκάθαρα και μοναδικά το τραγικό στην ερωτική μας περιοχή. «Άνοιξε» (τραγούδι).

    Θα μπορούσα ακόμα να μιλήσω για τις ταβέρνες και το κέντρον διασκεδάσεως «ο Μάριος» καθώς και για τον «Παναγάκη» κοντά στον Αϊ-Παντελεήμονα όπου κάθε βράδυ ο Bαμβακάρης και η Μπέλλου λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για βροχερές νύχτες όπου με λάμπες του πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους που όλοι μαζί τραγουδούσαν ήρεμα, λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα. Ακόμη θα μιλoύσα για το χορό του κομπολογιού όπου ένα παλικάρι μ΄ ένα γαρύφαλo στο στόμα γίνεται ένα μικρό κουβάρι γύρω απ΄ το κεχριμπαρένιο λαμπρό κομπολόι - θα μπορούσα να ΄λεγα τόσα πολλά που να μην έφταναν ώρες ολάκερες να μιλάω λες κι είμαι μoναχός μου.
    Μα όλα αυτά είναι μια γοητεία.
    Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν.
    Έτσι κι εμείς.

    Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα «νωχελικά 9/8» για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.

    Μάνος Χατζιδάκις
    (Το κείμενο της διάλεξης βρέθηκε από τον Θάνο Φωσκαρίνη στο αρχείο του Φοίβου Ανωγειανάκη και της Έλλης Νικολαίδου)



    http://www.hadjidakis.gr
    SWEETHOPE
    28.05.2006, 13:20
    Πολύ καλή η ενημέρωσή σου dijo μέσα από τις πάντοτε φωτισμένες παρεμβάσεις του τεράστιου Μάνου Χατζιδάκι.Αυτά είναι κληρονομιές όχι μόνο μουσικές αλλά και πολιτιστικές και χρειάζονταο ανάδειξη.Συγχαρητήρια
    KAKOFONIKS
    28.05.2006, 14:17
    "Εργασία των Βαρδακίδη Κωνσταντίνου και Μουρκογιάννη Ανδρέα

    Το ρεμπέτικο είναι ένα είδος μουσικής που έχει τις ρίζες του από την εποχή του βυζαντίου. Αυτό το γνωρίζουμε κι από τον ίδιο τον Μάρκο Βαμβακάρη που σε μια ζωντανή ηχογράφηση του αναφέρει πως τα τραγούδια του είναι βυζαντινά . Το ρεμπέτικο αναπτύχθηκε κυρίως στα παράλια της Μικρά Ασίας , στα μέρη όπου αναπτύχθηκε , κυρίως σύχναζαν άνθρωποι του υποκόσμου .Άνθρωποι που έκαναν χρήση διάφορων ναρκωτικών ουσιών ,άνθρωποι που ήταν παραδείγματα προς αποφυγήν. Παρόλα ταύτα οι περισσότεροι κάτοικοι σιγομουρμούριζαν διάφορους σκοπούς από αυτά τα τραγούδια γιατί παρόλο που ήταν απαγορευμένα ο περισσότερος κόσμος τα αγαπούσε. Το ρεμπέτικο μεταφέρθηκε στην κυρίως Ελλάδα με την καταστροφή της Σμύρνης. Οι κάτοικοι της Σμύρνης μεταναστεύοντας στην Ελλάδα μετάφεραν τα ήθη και έθιμα τους, ένα από αυτά είναι και το ρεμπέτικο.

    Το ρεμπέτικο χωρίζεται σε τρεις κύκλους. Ο πρώτο ξεκινάει γύρω στο 1922, από τους πρόσφυγες, τους φαντάρους, τους φυλακισμένους. Σε εκείνη την δεκαετία το τριάντα ακούγονται δίσκοι με ονόματα μεγάλων όπως της Ρόζας Εσκενάζυ. Αυτός ο κύκλος έχει στοιχεία σμυρναίικα, με πρώτα όργανα το ούτι και το σαντούρι. Στον δεύτερο κύκλο κυριαρχούν το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς. Είναι η εποχή που το ρεμπέτικο αρχίζει να βγαίνει από το περιθώριο. Εκεί δεσπόζουν τα ονόματα του Βαμβακάρη, του Δελιά, του Μπάτη, του Μπαγιαντέρα. Ο τρίτος κύκλος είναι ο κύκλος του Τσιτσάνη. Η εποχή της πείνας, του πολέμου, του τρόμου, των φυλακών, του Εμφυλίου και του κρεματορίου.

    Τα ονόματα που σου έρχονται στην μνήμη όταν ακούς τη λέξη ρεμπέτικο είναι Μάρκος Βαμβακάρης ,ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου, που είναι οι κύριοι εκπρόσωποι του ρεμπέτικου τραγουδιού. Θα αναφερθούμε στον καθένα ξεχωριστά με χρονολογική σειρά."

    Πηγή: www.asda.gr

    Μετά απο όλα αυτά δεν υπάρχει κάτι άλλο να πω εκτός απο το ότι ένα γεγονός που με χαροποιεί ιδιαίτερα είναι οτι όλο και περισσότερα νέα παιδιά στην ηλικία μου ασχολούνται και τους αρέσει το ρεμπέτικο τραγούδι!




    uNick
    28.05.2006, 17:31
    Το ρεμπέτικο είναι, για μένα, μια από τις πρώτες μορφές rock παγκοσμίως. Τα ερεθίσματα, τα συναισθήματα, ακόμα και η όλη στάση ζωής του ρεμπέτη παραπέμπουν σε rock καταστάσεις...
    assasinos
    28.05.2006, 17:34
    Είναι η μουσική παιδεία που πρέπει να αποκτήσει κάποιος ΠΡΙΝ αποκτήσει την κλασσική παιδεία της μουσικής...
    Είναι η μεγάλη μου μουσική αγάπη,ο πόνος ενός ανθρώπου που έγινε τραγούδι...

    Η μελέτη αυτού του είδους τραγουδιού και των παραδοσιακών τοπικών κοματιών είναι που μας μουσικά διαχωρίζει ως Έλληνες από την ξενόφερτη Ευρώπη...

    T.D.E.D.F.


    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : assasinos στις 28-05-2006 20:45 ]
    skouiler
    28.05.2006, 19:14
    Εγώ θα κάνω απλές παρατηρήσεις στα όσα παρατέθηκαν.

    Το ρεμπετικο τραγούδι δεν σχετίζεται σε καμία των περιπτώσεων με τα μετακατοχικά χρόνια. Οι μνήμες της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, θεμελίωσαν το κλασσικό λαϊκό τραγούδι.
    Κάποιος είπε πως χαίρεται που ασχολείται πολύς νέος κόσμος με το ρεμπετικο. Και γω θα χαιρόμουν γιατι είμαι λάτρης της λαϊκής μουσικής παράδοσης. Αλλά δεν με αφήνει η ελαφρότητα να χαρώ. Βλέπω το ρεμπετικο να γίνεται σιγά σιγά μόδα και άλλοθι για άφωνους ή άτεχνους καλλιτέχνες. Το ρεμπετικο το συνδέει η νεολαία με το Χασίς και τη χρήση γενικότερα απαγορευμένων ουσιών. Εαν σε αυτό προσθέσεις τις κοινότυπες μπαρούφες που μεταδίδει το ραδιόφωνο και η τηλεόραση για το ρεμπετικο τραγούδι, καταλαβαίνεις πως παρά τη δημοφιλία του, το είδος αυτό απαξιώνεται.
    Γιατί είναι απαξίωση να λησμονούμε πως τα πιο πολλα ρεμπετικα τραγούδια είναι κατ' ουσία κοινωνικά. Είναι απαξίωση να θεωρούμε πως το ρεμπετικο δεν έχει αναδείξει καλλιτέχνες (φοβερές φωνές και μουσικούς μεγάλους) και ότι αντιθέτως έχει ως βάση το περιθώριο και τη μαγκιά.
    Για αυτό δε χαίρομαι καθόλου, που ο πολύς ο κόσμος "ακούει" (όχι σπίτι του αλλά έξω) ρεμπετικο. Έχει άγνοια του ρεπερτορίου του Ρεμπετικου. Επιβεβαιώνονται αυτά που λέω από το γεγονός ότι οι πιο πολλοί θεωρούν ρεμπετάδικα τα μαγαζιά στου Ψυρρή. Οι πιο πολλοί επειδή πίνουν ένα "τσιγάρο" αρχίζουν στις παρέες τα "έλα δερβίσι" και αλλες γραφικές παρωχημένες μα..κιες. Οι πιο πολλοί, ρεμπετικο θεωρούν την "πριγκιπέσσα" του Μάλαμα και το "Μπεχλιβάνη" του Παπακωνσταντίου (?). Οι πιο πολλοί ακούνε Ζαγοραίο (συμπαθέστατος κατα τα αλλα) και βαραίνει το κορμί τους από τη μαγκιά. Και πολλά άλλα μπορούμε να πούμε για να διαπιστώσουμε την απαξίωση του ρεμπετικου στις μέρες μας.
    Το ρεμπετικο έχει και χρονικά και κοινωνικά όρια. Το ρεμπετικο είναι κοινωνικό τραγούδι. Είναι ο πρόδρομος του λαϊκού τραγουδιού. Ανέδειξε σπουδαίους τραγουδιστές και συνθέτες. Είναι η αυθεντικότερη μουσική έκφραση μετά το δημοτικό τραγούδι (Ελλάδα μιλάμε πάντα) αλλά όχι η ευγενέστερη. Το Ρεμπετικο απαξιώθηκε εν τέλει, κατά την προσωπική μου γνώμη, από όλους εκείνους τους δήθεν (νεόπλουτους) συνεχιστές του. Βάλανε στεγανά στο ρεμπετικο τραγούδι και το ποινικοποιήσανε σε καιρούς υποτιθέμενης δημοκρατίας. Δηλαδή τα βάλανε αυτοί οι κύριοι με τους ίδους τους δασκάλους του ρεμπετικου. Ο Μάρκος επί παραδείγματι κοίταξε να βγάλει το μπουζούκι από την παρανομία και να το βάλει στα οικογενειακά μαγαζιά (βλέπε Τετράς του Πειραιά). Το ίδιο και ο Παπαϊωάννου μπροστά στο Μεταξά τον ίδιο (στα χρόνια αυστηρής λογοκρισίας) Σήμερα βλέπουμε τους νέους που ακούνε ρεμπετικο να το συνδέουν με τους τεκέδες (που δεν υπάρχουν κιόλλας σήμερα), με την μαγκιά, το περιθώριο και να νομίζουν ότι ένα ζειμπεκικο με φιγούρες φειμ στορυ και τσιγάρο στο στόμα τους καθιστά κουτσαβακια και μαγκίτες μιας αλλης εποχής. Όλα αυτά απαξιώνουν ένα κόσμημα τη μουσικής μας παράδοσης. Το Ρεμπετικο είναι τμήμα της λαϊκής μουσικής μας παράδοσης και δεν είναι είδος στρατευμένο για τους νεομαστούρηδες πασιφιστές και τους νεοπλουτους. Το ρεμπετικο γεννήθηκε στα μεγάλα αστικά κέντρα και στην παρανομία, στις φυλακές και τους τεκέδες αλλά δυστυχώς για κάποιους δεν εξέφρασε μόνο το περιθώριο. Εξέφρασε τους ανθρώπους των πόλεων και την φτώχεια τους. Θεματολογικά δηλαδή αν εξαιρέσεις τα τραγούδια τα "απαγορευμένα" δεν διαφέρει σε τίποτα από το κοινωνικό λαϊκό τραγούδι. Και άσε τους νεορεμπετες να κουρεύονται. Ότι το λαϊκό είναι έτσι, ενώ το Ρεμπετικο αλλιώς... Λάθος. Μεγάλο λάθος. Απλά υπάρχουν σκοπιμότητες και άγνοια. Και πολλές φορές ανικανότητα (αυτό το λέω για τους νέους καλλιτέχνες που "διασώζουν" το ρεμπετικο). Αυτά.

    Γεια
    louvainlln
    12.06.2006, 21:57
    katarxas prepei na sygxarw ton dijo kai na tou pw oti ton zilevw gia to arxeio tou kai gia tis gnwseis tou!
    to rempetiko einai kardia kai psihi kai ligoi einai autoi pou mporoun na to agapisoun kai na to stirixoun pragmatika...
    as elpisoume oti auto pou xekinisan o Markos, o Papaiwanou, o Pagioumtzis tha ginei paradosi me geres vaseis kai oxi tis modas...
    assasinos
    13.06.2006, 08:20
    Έχει ήδη γίνει παράδοση και από τις πιο υποστηριγμένες νομίζω ...τουλάχιστον από τους μη-δήθεν...

    vasiloukos
    13.06.2006, 10:06
    Συμπληρώνοντας τα λόγια του skouiler, θέλω να πω ότι έχω συνδέσει το ρεμπέτικο με κάποια λόγια του πατέρα μου. Μου 'λεγε λοιπόν παλιότερα για τον παππού μου που ήτανε μπογιατζής, ότι βγάζανε μεροκάματο δουλεύοντας απ' το πρωί μέχρι το βράδυ σε πραγματικά δύσκολα χρόνια [πόλεμος - εμφύλιος] στις πιάτσες του Πειραιά, τις Τζιτζιφιές, το Αιγάλεω [περιοχές υπο-υποβαθμισμένες, ειδικά εκείνη την εποχή, γεμάτες πρόσφυγες και εξαθλίωση - άλλωστε κι ο παππούς μου ήταν πρόσφυγας απ' τη Μικρά Ασία]. Μου 'λεγε λοιπόν, ότι μετά από μια μέρα γεμάτη ιδρώτα στις οικοδομές και τα φτωχόσπιτα του Πειραιά [στις π α ρ ά γ κ ε ς...], πηγαίνανε το βράδυ και τα πίνανε με τους άλλους μπογιατζήδες και μεθάγανε στις ταβέρνες ακούγοντας ρ ε μ π έ τ ι κ ο, γιατί [στις τραγικές εποχές του πολέμου και του εμφυλίου] δε ξέρανε αν αύριο θα ήταν ζωντανοί......

    Νομίζω αυτό τα λέει όλα και για τη φύση του ρεμπέτικου [πού γεννήθηκε] και για την επίδρασή του στις γνήσια λαϊκές τάξεις [δηλαδή ''κατώτερες'' με την έννοια της κοινωνικής εξαθλίωσης με το μηδαμινό βιοτικό επίπεδο, που 'καναν το σκατό τους παξιμάδι για να τραφούν]...

    ''Χωρίσαμε ένα δειλινό με δάκρια στα μάτια, η αγαπη μας ήταν γραφτό να γίνει δυό κομμάτια'' ....
    nefos
    21.12.2006, 18:57
    Γύρω από το ρεμπέτικο

    Ενα βιβλίο του Πάνου Σαββόπουλου με οχτώ κείμενα για το ρεμπέτικο τραγούδι ειδικότερα και την ελληνική μουσική γενικότερα. Τίτλος του: «Περί της λέξεως "ρεμπέτικο" το ανάγνωσμα...» (Εκδόσεις «Οδός Πανός»). Το σημαντικότερο και μεγαλύτερο σε έκταση κείμενο είναι αυτό που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο. Είναι πρωτότυπο στο περιεχόμενο και πραγματεύεται την καταγωγή, τη χρησιμοποίηση, τη διάδοση, αλλά και την κατάχρηση, εκμετάλλευση, παραποίηση και κακοποίηση της λέξης «ρεμπέτικο».




    Τα υπόλοιπα κείμενα είναι:

    -Μάρκος Βαμβακάρης, ευτυχώς που ήταν «αγράμματος». Αναφέρεται στη θετική πλευρά της έλλειψης ακαδημαϊκής παιδείας στον Μάρκο Βαμβακάρη, κάτι το οποίο τον βοήθησε να διατηρήσει ανόθευτο τον παραδοσιακό πλούτο που «κληρονόμησε» και, έτσι, να τον χρησιμοποιήσει σαν «σπόρο» στο σημαντικότατο και διαχρονικό έργο του.

    -Μάρκος Βαμβακάρης, ένας «ρεπόρτερ». Στο κείμενο αυτό αναδεικνύεται η περιγραφική ικανότητα του Μάρκου Βαμβακάρη στα τραγούδια του, είτε αυτά αναφέρονται στην «εξουσία», είτε σε σημαντικά γεγονότα που έζησε, είτε στον έρωτα κ.λπ., κάτι που τον καθιστά έναν αναμφισβήτητο ρεπόρτερ της εποχής του.

    -Οι αδικημένες ρεμπέτισσες του '30. Εδώ γίνεται μια προσπάθεια αφ' ενός μεν να αναδειχθεί ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα των ελεύθερων λαϊκών γυναικών της δεκαετίας του '30, αφ' ετέρου να αποκατασταθούν ηθικά και κοινωνικά. Το τελευταίο είναι πολύ σοβαρό, αφού, ενώ πρόκειται για τις πιο ελεύθερες γυναίκες της νεότερης Ελλάδας (μάλιστα χωρίς ψηφίσματα, νομοθεσίες, πλακάτ κ.λπ.), ο προχωρημένος τρόπος της ζωής τους έκανε κάποιους συντηρητικούς να τις μπερδεύουν με τις πόρνες και να τις αδικούν κατάφωρα...

    -Φυλακές και «ουσίες». Ή «Μέσα στου Συγγρού τη φυλακή, βρίσκεις λουλά και τουμπεκί...», με άλλα λόγια το «ενδοξότατο» παρελθόν των «ουσιών» στις ελληνικές φυλακές μέσα από τα παλιά ρεμπέτικα (το οποίο παρελθόν συνεχίζεται και στις μέρες μας).

    -Η γλώσσα των ρεμπέτικων. Ενα κείμενο για τα χαρακτηριστικά της γλώσσας των ρεμπέτικων τραγουδιών, εν ταυτώ και της μαγκιάς, της δεκαετίας του '30. Αφορμή για το κείμενο ήταν μια διάλεξη του Π.Σ. σ' ένα μεγάλο συνέδριο γλωσσολογίας στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 2006. Το κείμενο σχολιάζει στο τέλος ο γνωστός καθηγηγής Χρίστος Τσολάκης, πρόεδρος του συνεδρίου.

    -Τα αιώνια μακάμια. Ενα κείμενο με πολλές αναγνώσεις, αφού βασίζεται και σε προσωπικές εμπειρίες στην πορεία της ζωής του συντάκτη του, με «οδηγό» και «όχημα» πάντα τα «μακάμια», δηλαδή τους «τρόπους», «ήχους», «δρόμους» της ελληνικής μουσικής.

    -Δέξε με κωμάσδοντα, δέξε λίσσομαί σε... Ενα διαφορετικό από τα προηγούμενα κείμενο, στο οποίο προβάλλεται ιδιαίτερα η περιγραφή του δίδυμου «έρωτας και θάνατος» (ή, αν θέλετε, το δίδυμο «αγάπη και μοναξιά») μέσα από μια «αλυσίδα» ελληνικών τραγουδιών διά μέσου των αιώνων. Στις «παρόδους» του κειμένου, και πάντα με αφορμή τα τραγούδια, σχολιάζονται πολλά απ' αυτά που κάνουν «τζιζ» στην κοινωνία μας...

    Το βιβλίο συνοδεύεται από ένα CD με 21 καθαρότατα τραγούδια από αυθεντικούς δίσκους γραμμοφώνου (από το 1910 έως το 1932), τα οποία χαρακτηρίστηκαν σαν «ρεμπέτικα» στις ετικέτες των δίσκων τους και τα οποία κατά τα άλλα δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με αυτό που λέμε ρεμπέτικο. Είναι όμως πανέμορφα και απολαυστικά!

    Τέλος, το βιβλίο «στολίζεται» και με 59 φωτογραφίες, που έχουν άμεση σχέση με τα κείμενα, οι περισσότερες μάλιστα δημοσιεύονται για πρώτη φορά.

    ενετ - 21/12/2006

    pkamno
    20.02.2007, 17:47
    Το ρεμπετικο ειναι μια ειλικρινης και τιμια εκφραση του λαικου κοσμου εκεινης της εποχης μεσα απο το τραγουδι που ευτυχως αντανακλα και στις ψυχες μας σημερα!!!
    mariachi
    20.02.2007, 18:28
    Το ρεμπέτικο,δεν είναι απλώς ένα μουσικό ειδος,είναι τρόπος ζωής.Για μένα είναι λατρεία.Είναι η έκφραση των προβλημάτων του ανθρώπου του μόχθου,του λαού. Όταν παίζω στο μπουζούκι ρεμπέτικα,συμμετέχω σε μια θρησκευτική τελετή.Γιατί αυτό είναι η Ρεμπέτικη Ιστορία.Θρησκευτική τελετή.
    margo
    23.08.2007, 23:21
    Παράθεση:

    Το μέλος nefos στις 21-12-2006 στις 18:57 έγραψε...

    Γύρω από το ρεμπέτικο

    Ενα βιβλίο του Πάνου Σαββόπουλου με οχτώ κείμενα για το ρεμπέτικο τραγούδι ειδικότερα και την ελληνική μουσική γενικότερα. Τίτλος του: «Περί της λέξεως "ρεμπέτικο" το ανάγνωσμα...» (Εκδόσεις «Οδός Πανός»). Το σημαντικότερο και μεγαλύτερο σε έκταση κείμενο είναι αυτό που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο. Είναι πρωτότυπο στο περιεχόμενο και πραγματεύεται την καταγωγή, τη χρησιμοποίηση, τη διάδοση, αλλά και την κατάχρηση, εκμετάλλευση, παραποίηση και κακοποίηση της λέξης «ρεμπέτικο».




    Τα υπόλοιπα κείμενα είναι:

    -Μάρκος Βαμβακάρης, ευτυχώς που ήταν «αγράμματος». Αναφέρεται στη θετική πλευρά της έλλειψης ακαδημαϊκής παιδείας στον Μάρκο Βαμβακάρη, κάτι το οποίο τον βοήθησε να διατηρήσει ανόθευτο τον παραδοσιακό πλούτο που «κληρονόμησε» και, έτσι, να τον χρησιμοποιήσει σαν «σπόρο» στο σημαντικότατο και διαχρονικό έργο του.

    -Μάρκος Βαμβακάρης, ένας «ρεπόρτερ». Στο κείμενο αυτό αναδεικνύεται η περιγραφική ικανότητα του Μάρκου Βαμβακάρη στα τραγούδια του, είτε αυτά αναφέρονται στην «εξουσία», είτε σε σημαντικά γεγονότα που έζησε, είτε στον έρωτα κ.λπ., κάτι που τον καθιστά έναν αναμφισβήτητο ρεπόρτερ της εποχής του.

    -Οι αδικημένες ρεμπέτισσες του '30. Εδώ γίνεται μια προσπάθεια αφ' ενός μεν να αναδειχθεί ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα των ελεύθερων λαϊκών γυναικών της δεκαετίας του '30, αφ' ετέρου να αποκατασταθούν ηθικά και κοινωνικά. Το τελευταίο είναι πολύ σοβαρό, αφού, ενώ πρόκειται για τις πιο ελεύθερες γυναίκες της νεότερης Ελλάδας (μάλιστα χωρίς ψηφίσματα, νομοθεσίες, πλακάτ κ.λπ.), ο προχωρημένος τρόπος της ζωής τους έκανε κάποιους συντηρητικούς να τις μπερδεύουν με τις πόρνες και να τις αδικούν κατάφωρα...

    -Φυλακές και «ουσίες». Ή «Μέσα στου Συγγρού τη φυλακή, βρίσκεις λουλά και τουμπεκί...», με άλλα λόγια το «ενδοξότατο» παρελθόν των «ουσιών» στις ελληνικές φυλακές μέσα από τα παλιά ρεμπέτικα (το οποίο παρελθόν συνεχίζεται και στις μέρες μας).

    -Η γλώσσα των ρεμπέτικων. Ενα κείμενο για τα χαρακτηριστικά της γλώσσας των ρεμπέτικων τραγουδιών, εν ταυτώ και της μαγκιάς, της δεκαετίας του '30. Αφορμή για το κείμενο ήταν μια διάλεξη του Π.Σ. σ' ένα μεγάλο συνέδριο γλωσσολογίας στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 2006. Το κείμενο σχολιάζει στο τέλος ο γνωστός καθηγηγής Χρίστος Τσολάκης, πρόεδρος του συνεδρίου.

    -Τα αιώνια μακάμια. Ενα κείμενο με πολλές αναγνώσεις, αφού βασίζεται και σε προσωπικές εμπειρίες στην πορεία της ζωής του συντάκτη του, με «οδηγό» και «όχημα» πάντα τα «μακάμια», δηλαδή τους «τρόπους», «ήχους», «δρόμους» της ελληνικής μουσικής.

    -Δέξε με κωμάσδοντα, δέξε λίσσομαί σε... Ενα διαφορετικό από τα προηγούμενα κείμενο, στο οποίο προβάλλεται ιδιαίτερα η περιγραφή του δίδυμου «έρωτας και θάνατος» (ή, αν θέλετε, το δίδυμο «αγάπη και μοναξιά») μέσα από μια «αλυσίδα» ελληνικών τραγουδιών διά μέσου των αιώνων. Στις «παρόδους» του κειμένου, και πάντα με αφορμή τα τραγούδια, σχολιάζονται πολλά απ' αυτά που κάνουν «τζιζ» στην κοινωνία μας...

    Το βιβλίο συνοδεύεται από ένα CD με 21 καθαρότατα τραγούδια από αυθεντικούς δίσκους γραμμοφώνου (από το 1910 έως το 1932), τα οποία χαρακτηρίστηκαν σαν «ρεμπέτικα» στις ετικέτες των δίσκων τους και τα οποία κατά τα άλλα δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με αυτό που λέμε ρεμπέτικο. Είναι όμως πανέμορφα και απολαυστικά!

    Τέλος, το βιβλίο «στολίζεται» και με 59 φωτογραφίες, που έχουν άμεση σχέση με τα κείμενα, οι περισσότερες μάλιστα δημοσιεύονται για πρώτη φορά.

    ενετ - 21/12/2006





    Βρήκα πολύ ενδιαφέρον το βιβλίο.
    Με ξένισε λίγο το ύφος του συγγραφέα σε αρκετά σημεία,για παράδειγμα όταν χαρακτηρίζει "ελαφρές αηδίες"άλλα τραγούδια που κυκλοφορούσαν την ίδια εποχή.

    Κατά τα άλλα,αξίζει να το διαβάσει κανείς αν ενδιαφέρεται για το ρεμπέτικο τραγούδι και θα βρει πολλά στοιχεία.
    Εκτός από την αναζήτηση για την προέλευση της λέξης "ρεμπέτικο",
    μου άρεσε πολύ το κεφάλαιο που αναφέρεται στον "αγράμματο ρεπόρτερ"Μάρκο Βαμβακάρη και τη σχέση των στίχων με τη ζωή του και τις συνθήκες της εποχής.

    Δυνατές επίσης οι φωτογραφίες αλλά και το cd που συνοδεύει το βιβλίο.