Δεν θυμάμαι πόσα χρόνια έχω να γράψω στο σαιτ,πολλά, μέχρι και τους κωδικούς είχα ξεχάσει, ευτυχώς τους βρήκα, έτσι τον τελευταίο καιρό έριχνα κάποιες κλεφτες ματιές. Ελπίζω να επιτρέπει εφεξής ο χρόνος να έχω ποιό ενεργή συμμετοχή. Μικρό κείμενο, λίγα λόγια, έτσι για αρχή 🎶🎶
- Στείλε ΣχόλιοΔεν θυμάμαι πόσα χρόνια έχω να γράψω στο σαιτ,πολλά, μέχρι και τους κωδικούς είχα ξεχάσει, ευτυχώς τους βρήκα, έτσι τον τελευταίο καιρό έριχνα κάποιες κλεφτες ματιές. Ελπίζω να επιτρέπει εφεξής ο χρόνος να έχω ποιό ενεργή συμμετοχή. Μικρό κείμενο, λίγα λόγια, έτσι για αρχή 🎶🎶
2 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΤο ζήτημα του κράτους αποχτάει σήμερα ιδιαίτερη σπουδαιότητα και από θεωρητική και από πραχτική - πολιτική άποψη. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος επιτάχυνε και όξυνε εξαιρετικά το προτσές της μετατροπής του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό. Η τερατώδικη καταπίεση των εργαζόμενων μαζών από το κράτος, πού συγχωνεύεται όλο και πιο στενά με τις παντοδύναμες ενώσεις των κεφαλαιοκρατών, γίνεται όλο και πιο τερατώδικη. Οι προχωρημένες χώρες μετατρέπονται - μιλάμε για τα «μετόπισθέν» τους - σε στρατιωτικά κάτεργα για τους εργάτες.
Οι ανήκουστες φρίκες και συμφορές του πολέμου πού παρατείνεται κάνούν ανυπόφορη την κατάσταση των μαζών, δυναμώνουν την αγανάχτηση τους. Ωριμάζει έκδηλα η διεθνής προλεταριακή επανάσταση. Το ζήτημα της στάσης της απέναντι στο κράτος αποκτάει πρακτική σημασία.
Τα στοιχεία του οπορτουνισμού, που συσσωρεύτηκαν μέσα σε δεκαετίες μιας σχετικά ειρηνικής εξέλιξης, δημιούργησαν το ρεύμα του σοσιαλσωβινισμού, που κυριαρχεί στα επίσημα σοσιαλιστικα κόμματα όλου του κόσμου. Το ρεύμα αυτό (Πλεχάνοφ, Ποτρέσοφ, Μπρεσκόφσκαγια, Ρουμπάνοβιτς, κατόπι, με λιγάκι σκεπασμένη μορφή, οι κ. κ. Τσερετέλι, Τσερνόφ και Σια στη Ρωσία, οι Σάιντεμαν, Λέγκιεν, Ντάβιντ κλπ. στη Γερμανία, οι Ρενοντέλ, Γκέντ, Βαντερβέλντε στη Γαλλια και το Βέλγο, ο Χάιντμαν και οι φαβιανοί στην Αγγλία κτλ. κτλ.), σοσιαλισμός στα λόγια, σωβινισμός στην πράξη, το διακρίνει η πρόστυχη λακεδίστικη προσαρμογή των "αρχηγών του σοσιαλισμού" στα συμφέροντα όχι μόνο της "δικής τους" εθνικής αστικής τάξης, μα ιδίως του "δικού τους" κράτους, γιατί οι περισσότερες από τις λεγόμενες μεγάλες Δυνάμεις από καιρό εκμεταλλεύονται και υποδουλώνουν πολλές μικρές και αδύνατες εθνότητες. Κι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι ίσα-ίσα πόλεμος για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα αυτού του είδους της λείας. Η πάλη για την απαλλαγή των εργαζόμενων μαζών από την επιρροή της αστικής τάξης γενικά, και της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης ιδιαίτερα, δεν είναι δυνατή χωρίς την καταπολέμηση των οπορτουνιστικών προλήψεων για το «κράτος».
Θα εξετάσουμε πρώτα τη διδασκαλία του Μαρξ και του Ένγκελς για το κράτος και θα σταματήσουμε πολύ λεπτομερειακά στις ξεχασμένες ή οπορτουνιστικά διαστρεβλωμένες πλευρές αυτής της διδασκαλίας. Κατόπι θα καταπιαστούμε ειδικά με τον κύριο εκπρόσωπο αυτών των διαστρεβλώσεων, με τον Καρλ Κάουτσκι, τον πιο γνωστό ηγέτη της Δεύτερης Διεθνούς (1889- 1914), που χρεωκόπησε τόσο αξιοθρήνητα στη διάρκεια του τωρινού πολέμου. Τέλος, θα βγάλουμε τα βασικά συμπεράσματά από την πείρα των ρωσικών επαναστάσεων του 1905 και ιδιαίτερα του 1917. Όπως φαίνεται, τούτη η, τελευταία κλείνει σήμερα (αρχές Αυγούστου 1917) την πρώτη φάση της ανάπτυξης της, όλη όμως αυτή η επανάσταση μπορεί γενικά να γίνει κατανοητή μόνο σαν ένας κρίκος στην αλυσίδα των σοσιαλιστικών προλεταριακών επαναστάσεων, που προκαλεί ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Το ζήτημα της στάσης της σοσιαλιστικής επανάστασης του προλεταριάτου απέναντι στο κράτος αποχτάει έτσι όχι μόνο πρακτική - πολιτική σημασία, μα και την πιο επίκαιρη σημασία, σαν ζήτημα που ξεκαθαρίζει στις μάζες τι θα πρέπει να κάνουν για να λυτρωθούν στο άμεσο μέλλον από το ζυγό του κεφαλαίου.
Αύγουστος 1917
1. ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ: ΠΡΟΙΟΝ ΤΩΝ ΑΣΥΜΦΙΛΙΩΤΩΝ ΤΑΞΙΚΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ
Με τη διδασκαλία του Μαρξ συμβαίνει σήμερα ό'τι συνέβηκε επανειλημμένα στην ιστορία με τις διδασκαλίες των επαναστατών στοχαστών και αρχηγών των καταπιεζόμενων τάξεων στην πάλη τους για την απελευθέρωση. Όσο ζούσαν οι μεγάλοι επαναστάτες, οι τάξεις των καταπιεστών τους καταδίωκαν συνεχώς και αντιμετώπιζαν τη διδασκαλία τους με την πιο άγρια μανία, με το πιο λυσσασμένο μίσος, με την πιο αχαλίνωτη εκστρατεία ψευτιάς και συκοφαντίας. Ύστερα από το θάνατο τους γίνονται προσπάθειες να τους μετατρέψουν σε άβλαβα εικονίσματα, σα να λέμε, να τους αγιοποιήσουν, να δώσουν κάποια δόξα στο όνομα τους για "παρηγοριά" των καταπιεζόμενων τάξεων και για την αποβλάκωση τους, ευνουχίζοντας το περιεχόμενο της επαναστατικής διδασκαλίας, στομώνοντας την επαναστατική της αιχμή, εκχυδαΐζοντας την. Με τέτοια "επεξεργασία" του μαρξισμού συμφωνάνε σήμερα η αστική τάξη και οι οπορτουνιστές μέσα στο εργατικό κίνημα. Λησμονούν, σβήνουν, διαστρεβλώνουν την επαναστατική πλευρά της διδασκαλίας, την επαναστατική ψυχή της. Προωθούν στην πρώτη γραμμή, εξυμνούν εκείνο πού είναι αποδεχτό ή που φαίνεται πώς είναι αποδεχτό για την αστική τάξη. Όλοι οι σοσιαλσωβινιστές είναι σήμερα "μαρξιστές" - χωρίς αστεία! Και όλο και πιο συχνά οι Γερμανοί αστοί επιστήμονες, χθεσινοί ειδικοί στην εξόντωση του μαρξισμού, μιλάνε για τον "εθνικό-Γερμανό" Μαρξ, που διαπαιδαγώγησε τάχα τα τόσο περίφημα οργανωμένα για τη διεξαγωγή του ληστρικού πολέμου συνδικάτα των εργατών!
Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, μπροστά στην ανήκουστη διάδοση των διαστρεβλώσεων του μαρξισμού, χρέος μας είναι πριν απ' όλα ν' αποκαταστήσουμε την αληθινή διδασκαλία του Μαρξ για το κράτος. Χρειάζεται γι' αυτό να παραθέσουμε πάρα πολλές μεγάλες περικοπές από τα ίδια τα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς. Φυσικά, οι μεγάλες περικοπές θα κάνουν βαριά την έκθεση και δε θα συμβάλουν διόλου στον εκλαϊκευτικό χαρακτήρα της. Μα είναι εντελώς αδύνατο να τα βγάλουμε πέρα χωρίς αυτές. Πρέπει οπωσδήποτε να παρατεθούν όσο το δυνατόν πληρέστερα όλα ή τουλάχιστο όλα τ' αποφασιστικά μέρη από τα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς που αφορούν το ζήτημα του κράτους, για να μπορέσει ο αναγνώστης να σχηματίσει δική του αυτοτελή αντίληψη για το σύνολο των απόψεων των θεμελιωτών του επιστημονικού σοσιαλισμού και για την εξέλιξη αυτών των απόψεων, καθώς και για ν' αποδειχτεί με ντοκουμέντα και να δειχτεί παραστατικά η διαστρέβλωση τους από τον "καουτσκισμό" που κυριαρχεί σήμερα.
Ας αρχίσουμε από το πιο διαδομένο έργο του Φρ. Ένγχελς: "Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους", που το 1894 βγήκε στη Στουτγάρδη η 6η κιόλας έκδοση του. Θα χρειαστεί να μεταφράσουμε τις περικοπές από τα γερμανικά πρωτότυπα, γιατί οι ρωσικές μεταφράσεις, μ' όλο που είναι πολυάριθμες, οι περισσότερες είτε δεν είναι πλήρεις, είτε έχουν γίνει με τρόπο που δεν είναι διόλου ικανοποιητικός.
"Το κράτος - λέει ο Ένγκελς, βγάζοντας τα συμπεράσματα από την ιστορική του ανάλυση - δεν είναι καθόλου μια δύναμη που επιβλήθηκε στην κοινωνία απ' έξω. Το κράτος δεν είναι επίσης «η πραγματικότητα της ηθικής ιδέας», «η εικόνα και η πραγματικότητα του λογικού», όπως ισχυρίζεται ο Χέγκελ. Το κράτος είναι προϊόν της κοινωνίας σε ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης. Το κράτος είναι η ομολογία ότι η κοινωνία αυτή μπερδεύτηκε σε μιαν άλυτη αντίφαση με τον εαυτό της, διασπάστηκε σε ασυμφιλίωτες αντιθέσεις, που δεν έχει τή δύναμη να τις εξορκίσει. Και για να μη φθείρουν τον εαυτό τους και την κοινωνία σ' έναν άκαρπο αγώνα αυτές οι αντιθέσεις, οι τάξεις με τ' αντιμαχόμενα οικονομικά συμφέροντα, έγινε αναγκαία μια δύναμη, που φαινομενικά στέκει πάνω από την κοινωνία, για να μετριάζει τή σύγκρουση, για να την κρατάει μέσα στα όρια της «τάξεως». Κι η δύναμη αυτή, που προήλθε από την κοινωνία, μα πού βάζει τον εαυτό της πάνω απ' αυτήν, που όλο και περισσότερο αποξενώνεται απ' αυτήν, είναι το κράτος».
Εδώ διατυπώνεται με απόλυτη σαφήνεια η βασική ιδέα του μαρξισμού στο ζήτημα του ιστορικού ρόλου και της σημασίας του κράτους. Το κράτος είναι προϊόν και εκδήλωση του ασυμφιλίωτου των ταξικών αντιθέσεων. Το κράτος εμφανίζεται εκεί, τότε και καθόσον, όπου, όταν και εφόσον οι ταξικές αντιθέσεις δεν μπορούν αντικειμενικά να συμφιλιωθούν. Και αντίστροφα : η ύπαρξη του κράτους αποδείχνει ότι οι ταξικές αντιθέσεις είναι ασυμφιλίωτες. Ακριβώς απ' αυτό το σπουδαιότατο και θεμελιακό σημείο αρχίζει η διαστρέβλωση του μαρξισμού, που ακολουθεί δυο βασικές γραμμές.
Από τη μια μεριά, οι αστοί και προπάντων οι μικροαστοί ιδεολόγοι -αναγκασμένοι κάτω από την πίεση των αδιαφιλονίκητων ιστορικών γεγονότων ν' αναγνωρίσουν ότι το κράτος υπάρχει μόνο εκεί που υπάρχουν ταξικές αντιθέσεις και ταξική πάλη- "διορθώνουν" τον Μαρξ με τρόπο που βγαίνει πως το κράτος είναι όργανο συμφιλίωσης των τάξεων. Κατά τον Μαρξ, το κράτος δε θα μπορούσε ούτε να εμφανιστεί, ούτε να διατηρηθεί, αν ήταν δυνατή μια συμφιλίωση των τάξεων. Σύμφωνα με τους μικροαστούς και φιλισταίους καθηγητές και δημοσιολόγους, - που κάθε τόσο επικαλούνται καλόβουλα τον Μαρξ - βγαίνει πως το κράτος ίσα-ίσα συμφιλιώνει τις τάξεις. Κατά τον Μαρξ, το κράτος είναι όργανο ταξικής κυριαρχίας, όργανο καταπίεσηs μιας τάξης από μιαν άλλη, είναι η δημιουργία της "τάξεως" εκείνης, που νομιμοποιεί και στερεώνει αυτή την καταπίεση, μετριάζοντας τη σύγκρουση των τάξεων. Κατά τη γνώμη των μικροαστών πολιτικών, τάξις είναι ακριβώς η συμφιλίωση των τάξεων κι όχι η καταπίεση της μιας τάξης από μιαν άλλη, γι' αυτούς μετριασμός τις σύγκρουσης σημαίνει συμφιλίωση κι όχι αφαίρεση από τις καταπιεζόμενες τάξεις ορισμένων μέσων και τρόπων πάλης για την ανατροπή των καταπιεστών.
Λογουχάρη, όλοι οι εσέροι (σοσιαλιστές - επαναστάτες) και οι μενσεβίκοι στην επανάσταση του 1917, ακριβώς όταν το ζήτημα της σημασίας και του ρόλου του κράτους ορθώθηκε σ' όλη του τη μεγαλοπρέπεια, ορθώθηκε πραχτικά, σαν ζήτημα άμεσης δράσης, και μάλιστα δράσης σε μαζική κλίμακα, - όλοι τους κατρακύλησαν με μιας και ολοκληρωτικά στη μικροαστική θεωρία της "συμφιλίωσης" των τάξεων από το "κράτος". Οι αναρίθμητες αποφάσεις και τα άρθρα των πολιτικών και των δυο αυτών κομμάτων είναι πέρα για πέρα διαποτισμένα μ' αυτή τη μικροαστική και φιλισταίκη θεωρία της "συμφιλίωσης". Το γεγονός ότι το κράτος είναι όργανο κυριαρχίας ορισμένης τάξης, που δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τον αντίποδα της (με την αντίπαλη σ' αυτήν ταξη), αυτό η μικροαστική δημοκρατία δεν είναι ποτέ σε θέση να το καταλάβει. Η στάση απέναντι στο κράτος είναι, μια από τις πιο εξόφθαλμες εκδηλώσεις του ότι οι εσέροι και οι μενσεβίκοι μας δεν είναι διόλου σοσιαλιστές (πράγμα που εμείς, οι μπολσεβίκοι, ποτέ δεν πάψαμε να το αποδείχνουμε), αλλά μικροαστοί δημοκράτες με σχεδόν σοσιαλιστική φρασεολογία.
Από την άλλη μεριά, η "καουτσκική" διαστρέβλωση του μαρξισμού είναι πολύ πιο ραφιναρισμένη. «Θεωρητικά» δεν αρνιέται ούτε πως το κράτος είναι όργανο ταξικής κυριαρχίας, ούτε πως οι ταξικές αντιθέσεις είναι ασυμφιλίωτες. Αλλά παραβλέπεται ή συγκαλύπτεται τούτο: αν το κράτος είναι προϊόν του ασυμφιλίωτου των ταξικών αντιθέσεων, αν είναι μια δύναμη που στέκει πάνω από την κοινωνία και "όλο και περισσότερο ά π ο ξ ε ν ώ ν ε τ α ι από την κοινωνία", γίνεται φανερό πως η απελευθέρωση της καταπιεζόμενης τάξης είναι αδύνατη όχι μόνο χωρίς βίαιη επανάσταση, αλλά και χωρίς καταστροφή του μηχανισμού της κρατικής εξουσίας, που δημιούργησε η κυρίαρχη τάξη και που ενσαρκώνει αυτή την "αποξένωση". Το συμπέρασμα τούτο, που θεωρητικά ήταν σαφές από μόνο του, ο Μαρξ το έβγαλε, όπως θα δούμε πιο κάτω, απολύτως συγκεκριμένα με βάση τη συγκεκριμένη ιστορική ανάλυση των καθηκόντων της επανάστασης. Κι αυτό ακριβώς το συμπέρασμα ο Κάουτσκι -αυτό θα το δείξουμε λεπτομερειακά στην παραπέρα έκθεση μας- το... "ξέχασε" και το διαστρέβλωσε.
2. ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΕΝΟΠΛΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΤΛ.
..."Σε σύγκριση με την παλιά οργάνωση των γενών -συνεχίζει ο Ένγκελς- το κράτος το χαρακτηρίζει, πρώτο, ο χωρισμός των υπηκόων του κατά, εδαφική περιοχή»... Αυτός ο χωρισμός μις φαίνεται "φυσικός", στοίχισε όμως μακρόχρονους αγώνες ενάντια στην παλιά οργάνωση κατά γένη και φυλές.
..."Το δεύτερο διακριτικό γνώρισμα είναι η ίδρυση μιας δημόσιας εξουσίας, που δε συμπίπτει πια άμεσα με τον αυτοοργανωμένο σε ένοπλη δύναμη πληθυσμό. Αυτή ή ιδιαίτερη δημόσια εξουσία είναι αναγκαία, γιατί από τότε που η κοινωνία διασπάστηκε σε τάξεις έγινε αδύνατο πια να υπάρχει μια αυτενεργός ένοπλη οργάνωση του πληθυσμού... Αυτή η δημόσια εξουσία υπάρχει σε κάθε κράτος. Αποτελείται όχι μόνον από ένοπλους ανθρώπους, μα και από υλικά εξαρτήματα, από φυλακές και από κάθε λογής ιδρύματα καταναγκασμού, που ήταν άγνωστα στην κοινωνία των γενων"... Ο Ένγκελς αναπτύσσει την έννοια της "δύναμης", που ονομάζεται κράτος, της δύναμης, που προήλθε από την κοινωνία, μα που βάζει τον εαυτό της πάνω απ' αυτήν και που όλο και περισσότερο αποξενώνεται απ' αυτήν. Σε τι συνίσταται κυρίως η δύναμη αυτή; Στους ιδιαίτερους σχηματισμούς των ένοπλων ανθρώπων, που έχουν στη διάθεση τους τις φυλακές κλπ.
Έχουμε δικαίωμα να μιλάμε για ιδιαίτερους σχηματισμούς ένοπλων ανθρώπων, γιατί η χαρακτηριστική για κάθε κράτος δημόσια εξουσία "δε συμπίπτει άμεσα" με τον ένοπλο πληθυσμό, με την "αυτενεργό ένοπλη οργάνωση" του.
Όπως όλοι οι μεγάλοι επαναστάτες στοχαστές, έτσι κι ο Ένγκελς προσπαθεί να στρέψει την προσοχή των συνειδητών εργατών σε κείνο ακριβώς που στους κυριαρχούντες Φιλισταίους φαίνεται λιγότερο αξιοπρόσεχτο, σ' αυτό που τους φαίνεται το πιο συνηθισμένο, το καθαγιασμένο όχι απλώς με σταθερές, μα, μπορούμε να πούμε, με απολιθωμένες προλήψεις. Ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία είναι τα κύρια όργανα δύναμης της κρατικής εξουσίας, μα - μήπως μπορεί να γίνει και διαφορετικά;
Από την άποψη της τεράστιας πλειοψηφίας των Ευρωπαίων του τέλους του ΧΙΧ αιώνα, στους οποίους απευθυνόταν ο Ένγκελς και οι οποίοι δε ζήσαν ούτε είδαν από κοντά καμιά μεγάλη επανάσταση, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Αυτοί δεν μπορούν να καταλάβουν καθόλου τι πράγμα είναι αυτή η "αυτενεργός ένοπλη οργάνωση του πληθυσμού". Στο ερώτημα, γιατί παρουσιάστηκε η ανάγκη ιδιαίτερων σχηματισμών από ένοπλους ανθρώπους (αστυνομία, μόνιμος στρατός) που στέκουν πάνω από την κοινωνία και που αποξενώνονται από την κοινωνία, ο δυτικοευρωπαίος και Ρώσος φιλισταίος πάνε ν' απαιτήσουν με καναδυό φράσεις, δανεισμένες από τον Σπενσερ ή τον Μιχαηλόφσκι, επικαλούμενοι το γεγονός ότι η κοινωνική ζωή έγινε πιο πολύπλοκη, ότι οι λειτουργίες διαφοροποίηθηκαν κλπ.
Η επίκληση αυτή φαίνεται "επιστημονική" και αποκοιμίζει περίφημα το μικροαστό, συσκοτίζοντας το κύριο και βασικό: τη διάσπαση της κοινωνίας σε αδιάλλαχτα εχθρικές τάξεις.
Αν δεν υπήρχε αυτή η διάσπαση, η "αυτενεργός ένοπλη οργάνωση του πληθυσμού" θα διέφερε ως προς την πολυπλοκότητα της, το ύψος της τεχνικής της κτλ. από την πρωτόγονη οργάνωση της αγέλης των πιθήκων, που κρατούσαν στα χέρια ραβδιά, ή των πρωτόγονων ανθρώπων, ή των ανθρώπων που είχαν ενωθεί στις κοινωνίες των γενών, μια τέτοια οργάνωση όμως θα ήταν δυνατό να υπάρξει.
Η οργάνωση αυτή είναι αδύνατο να υπάρξει γιατί η κοινωνία του πολιτισμού είναι διασπασμένη σε εχθρικές και μάλιστα αδιάλλαχτα εχθρικές τάξεις, πού ο "αυτενεργός" εξοπλισμός τους θα οδηγούσε στον ένοπλο αγώνα ανάμεσα τους. Σχηματίζεται το κράτος, δημιουργείται μια ιδιαίτερη δύναμη, ιδιαίτεροι σχηματισμοί εξοπλισμένων ανθρώπων, και κάθε επανάσταση, καταστρέφοντας τον κρατικό μηχανισμό, μας δείχνει ολοφάνερα πώς η κυρίαρχη τάξη προσπαθεί ν' ανανεώσει τους ιδιαίτερους σχηματισμούς ένοπλων ανθρώπων που την εξυπηρετούν, πως η καταπιεζόμενη τάξη προσπαθεί να δημιουργήσει μια νέα οργάνωση αυτού του είδους, ικανή να εξυπηρετεί όχι τους εκμεταλλευτές, αλλά τους εκμεταλλευομένους.
Ο Ένγκελς με τον πιο πάνω συλλογισμό θέτει θεωρητικά το ίδιο ζήτημα, που θέτει μπροστά μας πρακτικά, παραστατικά και μάλιστα σε κλίμακα μαζικής δράσης κάθε μεγάλη επανάσταση, δηλαδή το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στους "ιδιαίτερους" σχηματισμούς ένοπλων ανθρώπων και στην "αυτενεργό ένοπλη οργάνωση του πληθυσμού". Θα δούμε πως με την πείρα των ευρωπαϊκών και ρωσικών επαναστάσεων το ζήτημα αυτό παρουσιάζεται συγκεκριμένα.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην έκθεση του Ένγκελς.
Ο Ένγκελς τονίζει πώς κάποτε, λογουχάρη που και που στη Βόρεια Αμερική, η δημόσια αυτή εξουσία είναι αδύναμη (πρόκειται για σπάνια εξαίρεση, στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία και για τα μέρη εκείνα τις Βόρειας Αμερικής στην προιμπεριαλιστική της περίοδο, όπου επικρατούσε ο ελεύθερος άποικος), γενικά όμως δυναμώνει:
..."Η δημόσια εξουσία δυναμώνει στο μέτρο που οξύνονται οι ταξικές αντιθέσεις μέσα στο κράτος και στο μέτρο που τα όμορα κράτη μεγαλώνουν σε έκταση και σε πληθυσμό. Ρίχτε μια ματιά μόνο στη σημερινή Ευρώπη, όπου ο ταξικός αγώνας και ο ανταγωνισμός για καταχτήσεις ανέβασαν τη δημόσια δύναμη σε τέτοιο ύψος, που απειλεί να καταβροχθίσει ολόκληρη την κοινωνία, ακόμα και το ίδιο το κράτος"...
Αυτά γράφτηκαν όχι αργότερα από τις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα. Ο τελευταίος πρόλογος του Ένγκελς έχει ημερομηνία 16 του Ιούνη 1891. Την εποχή εκείνη η στροφή προς τον ιμπεριαλισμό -και με την έννοια της απόλυτης κυριαρχίας των τραστ, και με την έννοια της παντοδυναμίας των μεγάλων τραπεζών, και με την έννοια της μεγαλεπήβολης αποικιακής πολίτικής κλπ. - μόλις άρχιζε στη Γαλλία, κι ήταν ακόμα πιο αδύνατη στη Βόρεια Αμερική και τη Γερμανία. Από τότε ο "ανταγωνισμός για καταχτήσεις έκαμε ένα γιγάντιο βήμα προς τα μπρός, πολύ περισσότερο που στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του ΧΧ αιώνα η υδρόγειος βρέθηκε οριστικά μοιρασμένη ανάμεσα σ' αυτούς τους «ανταγωνιζόμενους κατακτητές», δηλαδή ανάμεσα στις μεγάλες ληστρικές Δυνάμεις. Οι στρατιωτικοί και ναυτικοί εξοπλισμοί μεγάλωσαν από τότε σε απίστευτο βαθμό και ο ληστρικός πόλεμος του 1914-1917 για το ποιος θα, κυριαρχήσει στο ν κόσμο, η Αγγλία ή η Γερμανία, και για το μοίρασμα της λείας έφερε κοντά την ολοκληρωτική καταστροφή με την "καταβρόχθιση" όλων των δυνάμεων της κοινωνίας από τη ληστρική κρατική εξουσία.
Ο Ένγκελς ήξερε ακόμα από το 1891 να τονίζει τον "ανταγωνισμό για καταχτήσεις» σαν ένα από τα σπουδαιότερα διακριτικά γνωρίσματα της εξωτερικής πολιτικής των μεγάλων Δυνάμεων, ενώ οι παλιάνθρωποι του σοσιαλσωβινισμού το 1914-1917, όταν ίσα-ίσα αυτός ο ανταγωνισμός, οξυμένος στο πολλαπλάσιο, γέννησε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, σκέπαζαν την υπεράσπιση των ληστρικών συμφερόντων της "δικής τους" αστικής τάξης με φράσεις για "υπεράσπιση της πατρίδας", για "άμυνα της δημοκρατίας και της επανάστασης" και με άλλα παρόμοια!
3. ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ - ΟΡΓΑΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΠΙΕΖΟΜΕΝΗΣ ΤΑΞΗΣ
Για τη συντήρηση μιας ιδιαίτερης δημόσιας εξουσίας, που στέκει πάνω από την κοινωνία, χρειάζονται φόροι και δημόσια χρέη.
"Κατέχοντας τη δημόσια εξουσία και το δικαίωμα της είσπραξης φόρων, οι δημόσιοι υπάλληλοι -γράφει οΈνγκελς- στέκουν λοιπόν σαν όργανα της κοινωνίας πάνω από την κοινωνία. Ο ελεύθερος, εθελοντικός σεβασμός, με τον όποιο φέρνονταν στα όργανα του καθεστώτος των γενών, δεν τους αρκει, κι αν ακόμα θα μπορούσαν να τον έχουν»... Φτιάχνονται ειδικοί νόμοι για το ιερό και απαραβίαστο των δημόσιων υπαλλήλων. "Και ό πιο τιποτένιος αστυνομικός υπηρέτης" έχει περισσότερο "κύρος" απ' ό,τι όλα μαζί τα όργανα της κοινωνίας των γενών. Ο ισχυρότερος όμως ηγεμόνας και o μεγαλύτερος πολιτικός άνδρας είτε στρατηγός της εποχής του πολιτισμού θα μπορούσε να ζηλέψει τον πιο άσημο γενάρχη για τον αβίαστο και αναμφισβήτητο σεβασμό με τoν οποίο του φέρνονταν».
Εδώ έχει τεθεί τo ζήτημα της προνομιακής θέσης των δημοσίων υπαλλήλων σαν οργάνων της κρατικής εξουσίας. Σημειώνεται σαν βασικό: τi είναι αυτό που τους τοποθετεί πάνω από την κοινωνία; Θα δούμε πως έλυσε πραχτικά τω θεωρητικό αυτό ζήτημα η Παρισινή Κομμούνα το 1871 και πόσο αντιδραστικά το σκέπαζε ο Κάουτσκι το 1912.
"Επειδή το κράτος γεννήθηκε από την ανάγκη να χαλιναγωγούνται οι ταξικές αντιθέσεις, επειδή όμως ταυτόχρονα γεννήθηκε μέσα στη σύγκρουση των τάξεων αυτών, είναι κατά κανόνα κράτος της πιο ισχυρής, οικονομικά κυρίαρχης τάξης, που με τη βοήθεια του κράτους γίνεται και πολιτικά κυρίαρχη τάξη και αποχτάει έτσι νέα μέσα για την καθυπόταξη και εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης»... Δεν ήταν μόνο το αρχαίο και το φεουδαρχικό κράτος όργανα εκμετάλλευσης των δούλων και των δουλοπάροικων, μα και το «σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κράτος είναι όργανο εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο. Σαν εξαίρεση ωστόσο έρχονται περίοδοι όπου οι αντίπαλες τάξεις κρατούν τόσο πολύ την ισορροπία μεταξύ τους, που η κρατική εξουσία, σαν φαινομενικός μεσάζοντας, αποχτάει για μια στιγμή κάποια αυτοτέλεια απέναντι και στις δυο τάξεις»... Τέτοια ήταν η απόλυτη μοναρχία του ΧVII και ΧVΙΙΙ αιώνα, τέτοιος ήταν ο βοναπαρτισμός της πρώτης και δεύτερης αυτοκρατορίας στη Γαλλία, και ο Βίσμαρκ στη Γερμανία.
Τέτοια -προσθέτουμε εμείς- είναι η κυβέρνηση του Κερένσκι στη δημοκρατική Ρωσία από τότε που άρχισε τους διωγμούς του επαναστατικού προλεταριάτου σε μια στιγμή που τα Σοβιέτ, εξαιτίας της ηγεσίας των μικροαστών δημοκρατών, είναι πια αδύναμα και η αστική τάξη δεν είναι ακόμα αρκετά δυνατή για να τα διαλύσει άμεσα.
Στη δημοκρατία -συνεχίζει ο Ένγκελς- «ο πλούτος εξασκεί την εξουσία του έμμεσα, μα γι' αυτό και πιο σίγουρα», και συγκεκριμένα, πρώτο, με την "άμεση εξαγορά των δημόσιων υπαλλήλων" (Αμερική), και δεύτερο, με τη "συμμαχία. κυβέρνησης και χρηματιστηρίου" (Γαλλία και Αμερική).
Σήμερα σ' οποιαδήποτε δημοκρατία ο ιμπεριαλισμός και η κυριαρχία των τραπεζών έχουν "αναπτύξει" σε πολύ μεγάλη τέχνη και τους δυο αυτούς τρόπους υπεράσπισης και άσκησης της παντοδυναμίας του πλούτου. Αν λογουχάρη από τους πρώτους κιόλας μήνες της δημοκρατίας στη Ρωσία, μπορούμε να πούμε στο μήνα του μέλιτος του συνοικεσίου των "σοσιαλιστών" εσέρων και μενσεβίκων με την αστική τάξη στην κυβέρνηση συνασπισμού, ο κ. Παλτσίνσκι σαμποτάριζε όλα τα μέτρα χαλιναγώγησης των κεφαλαιοκρατών και του πλιατσικολογήματος και της διασπάθισης απομέρους τους του δημόσιου ταμείου για τις πολεμικέ ς προμήθειες, αν κατόπι ο κ. ΙΙαλτσίνσκι, που αποχώρησε από την κυβέρνηση (και που αντικαταστάθηκε φυσικά από άλλον εντελως παρόμοιο ΙΙαλτσίνσκι), «αμείφθηκε» από τους κεφαλαιοκράτες με μια θεσούλα με μισθό 120 000 ρούβλια το χρόνο - τι έναι όλα αυτά; άμεση εξαγορα ή Έμμεση; συμμαχία της κυβερνησης με τα κεφαλαιοκρατικά συνδικάτα ή «απλώς» φιλικές σχέσεις; Τι ρόλο παίζουν οι Τσερνόφ και οι Τσερετέλι, οι Αυξέντιεφ και οι Σκόμπελεφ; Είναι «άμεσοι» σύμμαχοι των εκατομμυριούχων - καταχραστών του δημοσίου ή απλώς έμμεσοι;
Η παντοδυναμία του «πλούτου» γι' αυτό ακριβώς είναι πιο σίγουρη στη δημοκρατία, γιατί δεν εξαρτιέται από ένα κακό πολιτικό περίβλημα του καπιταλισμού. Η δημοκρατία είναι το καλύτερο δυνατό πολιτικό περίβλημα του καπιταλισμού και γι' αυτό το κεφάλαιο, όταν αποχτήσει (μέσω των Παλτσίνσκι, των Τσερνόφ, των Τσερετέλι και Σίας) αυτό το καλύτερο περίβλημα, θεμελιώνει την εξουσία του με τόση ασφάλεια, με τόση σιγουριά, που καμιά αλλαγή ούτε προσώπων, ούτε θεσμών, ούτε κομμάτων μέσα στην αστική δημοκρατία δεν κλονίζει αυτή την εξουσία.
Πρέπει να σημειωθεί ακόμα πως ο Ένγκελς με τη μεγαλύτερη κατηγορηματικότητα ονομάζει το γενικό εκλογικό δικαίωμα όργανο κυριαρχίας της αστικής τάξης. Το γενικό εκλογικό δικαίωμα, λέει ο ίδιος, έχοντας ολοφάνερα υπόψη τη μακρόχρονη πείρα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, είναι "δείχτης ωριμότητας της εργατικής τάξης. Περισσότερο δεν μπορεί να είναι, ούτε και θα είναι ποτέ μέσα στο σημερινό κράτος".
Οι μικροαστοί δημοκράτες σαν τους δικούς μας εσέρους και μενσεβίκους, καθώς και οι αυτάδελφοι τους, όλοι οι σοσιαλσωβινιστές και οπορτουνιστές της Δυτικής Ευρώπης, περιμένουν ακριβώς "περισσότερα" από το γενικό εκλογικό δικαίωμα. Συμμερίζονται οι ίδιοι και υποβάλλουν και στο λαό την απατηλή σκέψη πώς τάχα το γενικό εκλογικό δικαίωμα «στο σημερινό κράτος» είναι ικανό να εκφράσει πραγματικά τη θέληση της πλειοψηφίας των εργαζομένων και να κατοχυρώσει την εφαρμογή της στη ζωή. Εδώ μπορούμε να σημειώσουμε απλώς αυτή την απατηλή σκέψη, να τονίσουμε απλώς ότι η ολότελα σαφής, ακριβολογημένη και συγκεκριμένη δήλωση του Ένγκελς παραμορφώνεται σε κάθε βήμα της προπαγάνδας και της ζύμωσης των "επίσημων" (δηλαδή των οπορτουνιστικών) σοσιαλιστικών κομμάτων. Με την έκθεση των απόψεων του Μαρξ και του Ένγκελς για το «σημερινό» κράτος που θ' ακολουθήσει ξεκαθαρίζουμε λεπτομερειακά όλη την ψευτιά της σκέψης, που απορρίπτει εδώ ο Ένγκελς.
Το γενικό πόρισμα των απόψεων του ο Ένγκελς το δίνει με τα παρακάτω λόγια στο πιο εκλαϊκευμένο έργο του:
"Το κράτος λοιπόν δεν υπαρχει από καταβολής κόσμου. Υπήρξαν κοινωνίες, που τα βγάζανε πέρα χωρίς αυτό, που δεν είχαν ιδέα για κράτος και κρατική εξουσία. Σε μιαν ορισμένη βαθμίδα της οικονομικής εξέλιξης, που συνδεόταν αναγκαστικά με τη διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις, το κράτος έγινε αναγκαιότητα εξαιτίας αυτής της διάσπασης. Πλησιάζουμε τώρα με βήματα γοργά σε μια τέτοια βαθμίδα ανάπτυξης της παραγωγής, όπου η ύπαρξη αυτών των τάξεων όχι μόνο έπαψε ν' αποτελεί αναγκαιότητα, μα και γίνεται πραγματικά εμπόδιο της παραγωγής. Οι τάξεις θα εξαφανιστούν τόσο αναπόφευκτα, όσο αναπόφευκτα είχαν γεννηθεί στο παρελθόν. Με την εξαφάνιση των τάξεων θα εξαφανιστεί αναπόφευκτα και το κράτος. Η κοινωνία, που θα οργανώσει με νέο τρόπο την παραγωγή πάνω στη βάση της ελεύθερης και ισότιμης ένωσης των παραγωγών, θα στείλει ολόκληρη την κρατική μηχανή εκεί, όπου θα είναι τότε η θέση της: στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα στο ροδάνι και στο μπρούντζινο τσεκούρι".
Δε συναντάς και τόσο συχνά αυτό το χωρίο στην προπαγανδιστική και διαφωτιστική φιλολογία της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας. Μα και όταν το συναντάς, τις πιο πολλές φορές το αναφέρουν με τρόπο που λες και κάνουν μετάνοιες μπροστά σε εικόνισμα, δηλαδή για να εκφράσουν επίσημα τα σέβη τους στον Ένγκελς, χωρίς καμιά προσπάθεια να εμβαθύνουν στο πόσο πλατύ και βαθύ αναφτέρωμα της επανάστασης προϋποθέτει αυτό το «σταλσιμο ολόκληρης της κρατική μηχανής στο μουσείο των αρχαιοτήτων». Τις πιο πολλές φορές μάλιστα φαίνεται πως δεν καταλαβαίνουν τι πράγμα ονομάζει ο Ένγκελς κρατική μηχανή.
4. Η «ΑΠΟΝΕΚΡΩΣΗ» ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ Η ΒΙΑΙΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Τα λόγια του Ένγκελς για την "απονέκρωση" του κράτους είναι τόσο πολύ γνωστά, αναφέρονται τόσο συχνά, δείχνουν τόσο ανάγλυφα που βρίσκεται η ουσία της συνηθισμένης πλαστογράφησης του μαρξισμού και της μετατροπής του σε οπορτουνισμό, που χρειάζεται να σταθούμε σ' αυτά λεπτομερειακά. Παραθέτουμε όλο το συλλογισμό, απ' όπου έχουν παρθεί:
«Το προλεταριάτο παίρνει την κρατική εξουσία και μετατρέπει τα μέσα παραγωγής πρώτα σε κρατική ιδιοκτησία. Έτσι όμως καταργεί τον ίδιο τον εαυτό του σαν προλεταριάτο, έτσι καταργεί όλες τις ταξικές διαφορές και ταξικές αντιθέσεις και μαζί και το κράτος σαν κράτος. Η ως τα τώρα κοινωνία, που κινείται μέσα σε ταξικές αντιθέσεις, είχε ανάγκη από το κράτος, δηλαδή από μια οργάνωση της κάθε φορά εκμεταλλεύτριας τάξης για να διατηρεί τους εξωτερικούς της όρους παραγωγής, δηλαδή κυρίως για να κρατάει με τη βία την εκμεταλλευόμενη τάξη κάτω από τους δοσμένους όρους καταπίεσης που καθορίζονται από τον υπάρχοντα τρόπο παραγωγής (δουλεία, δουλοπαροικία, μισθωτή εργασία). Το κράτος ήταν ο επίσημος εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας, η συνένωσή της σε ένα ορατό σωματείο, ήταν όμως τέτοιο μόνο εφόσον ήταν το κράτος της τάξης εκείνης, που για την εποχή της εκπροσωπούσε η ίδια ολόκληρη την κοινωνία: στην αρχαιότητα ήταν κράτος των δουλοχτητών - πολιτών, στο μεσαίωνα - της φεουδαρχικής αριστοκρατίας, σήμερα - της αστικής τάξης. Όταν το κράτος γίνει επιτέλους πραγματικά εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας, τότε θα κάνει μόνο του περιττό τον εαυτό του. Από τη στιγμή που δε θα υπάρχει πια καμιά κοινωνική τάξη που να χρειάζεται να κρατιέται σε καταπίεση, από τη στιγμή που μαζί με την ταξική κυριαρχία, μαζί με τον αγώνα για την ξεχωριστή ύπαρξη, που οφείλεται στην ως τα τώρα αναρχία της παραγωγής, θα παραμεριστούν και οι συγκρούσεις και τα έκτροπα που πηγάζουν απ' αυτόν τον αγώνα, από τη στιγμή αυτή δε θα υπάρχει τι να καταπιέζεται, πράγμα που έκανε αναγκαία μιαν ιδιαίτερη δύναμη καταπίεσης, το κράτος. Η πρώτη πράξη με την οποία το κράτος προβάλλει πραγματικά σαν εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας - το πάρσιμο στην κατοχή του των μέσων παραγωγής εξονόματος της κοινωνίας - είναι ταυτόχρονα και η τελευταία αυτοτελής πράξη του σαν κράτος. Η ανάμειξη μιας κρατικής εξουσίας στις κοινωνικές σχέσεις γίνεται τότε περιττή στον ένα τομέα ύστερα από τον άλλο και από μόνη της αποκοιμιέται. Στη θέση της διακυβέρνησης προσώπων μπαίνει η διαχείριση πραγμάτων και η διεύθυνση προτσές παραγωγής. Το κράτος δεν «καταργείται», μα απονεκρώνεται. Με βάση αυτά πρέπει να κρίνουμε τη φράση για το «ελεύθερο λαϊκό κράτος», δηλ. τόσο από την άποψη της προσωρινής προπαγανδιστικής δικαιολόγησης της, όσο και από την άποψη της οριστικής επιστημονικής της ανεπάρκειας. Με βάση αυτά πρέπει επίσης να κρίνουμε το αίτημα των λεγόμενων αναρχικών πώς «το κράτος πρέπει να καταργηθεί από τη μια μέρα στην άλλη» («Αντι-Ντύρινγκ». «Η ανατροπή τις επιστήμης από τον κύριο Όυγκεν Ντύρινγκ», σελ. 301- 303 της 3ης γερμ. έκδ.).
Χωρίς φόβο να πέσουμε έξω, μπορούμε να πούμε πως απ' αυτόν τον εξαιρετικά πλούσιο σε ιδέες συλλογισμό του Ένγκελς, πραγματικό κτήμα της σοσιαλιστικής σκέψης των σημερινών σοσιαλιστικών κομμάτων έγινε μόνο η θέση ότι κατά τον Μαρξ το κράτος «απονεκρώνεται», σε διάκριση από την αναρχική διδασκαλία για την «κατάργηση» του κράτους. Ένα τέτοιο κουτσούρεμα του μαρξισμού σημαίνει αναγωγή του σε οπορτουνισμό. γιατί από μια τέτοια ερμηνεία δε μένει παρά μια θολή αντίληψη για μια αργή, ομαλή, βαθμιαία μεταβολή, για την απουσία αλμάτων και θυελλών, για την απουσία της επανάστασης. Η «απονέκρωση» του κράτους στην τρέχουσα, γενικά διαδομένη, μαζική, αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι, αντίληψη σημαίνει αναμφισβήτητα συγκάλυψη, αν όχι άρνηση της επανάστασης. Και όμως μια τέτοια «ερμηνεία» αποτελεί την πιο χοντροκομμένη παραμόρφωση του μαρξισμού, που συμφέρει μόνο στην αστική τάξη και που στηρίζεται θεωρητικά στο ξέχασμα των σποτιδαιοτερων γεγονότων και συλλογισμών, που αναφέρονται έστω και μόνο στον ίδιο «συνοπτικό» συλλογισμό του Ένγκελς που τον παραθέσαμε ολόκληρο.
Πρώτο. Στην αρχή-αρχή αυτου του συλλογισμού ο Ένγκελς λέει πώς το προλεταριάτο, παίρνοντας την κρατική εξουσία, «καταργεί έτσι το κράτος σαν κράτος». Δε «συνηθίζουν» να σκεέφτονται τι σημαίνουν αυτά τα λόγια. Συνήθως είτε τα αγνοούν ολότελα, είτε τα θεωρούν σαν ένα είδος «χεγκελιανής αδυναμίας» του Ένγκελς. Στην πραγματικότητα μέσα σ' αυτά τα λόγια εκφράζεται σύντομα η πείρα μιας από τις μεγαλύτερες προλεταριακές επαναστάσεις, η πείρα της Παρισινής Κομμούνας του 1871, που γι' αυτήν θα μιλήσουμε πιο λεπτομερειακά στην κατάλληλη θέση. Στην πραγματικότητα ο Ένγκελς μιλάει εδώ για «κατάργηση» του κράτους της αστικής τάξης από την προλεταριακή επανάσταση, ενώ η φράση για την απονέκρωση αναφέρεται στ' απομεινάρια του προλεταριακού κράτους ύστερα από τη σοσιαλιστικη επανάσταση. Το αστικό κράτος δεν «απονεκρώνεται», κατά τον Ένγκελς, μα «καταργείται» από το προλεταριάτο στην επανάσταση. Ύστερα απ' αυτή την επανάσταση απονεκρώνεται το προλεταριακό κράτος ή μισοκράτος.
Δεύτερο. Το κράτος είναι μια «ιδιαίτερη δύναμη καταπίεσης». Αυτός ο μεγαλειώδης και εξαιρετικά βαθύς ορισμός του Ένγκελς δίνεται εδώ με τέλεια σαφήνεια. Και από τον ορισμό αυτό βγαίνει πως η «ιδιαίτερη δύναμη καταπίεσης» του προλεταριάτου από την αστική τάξη, των εκατομμυρίων εργαζομένων από μερικές χούφτες πλουσίων πρέπει ν' αντικατασταθεί με μια «ιδιαίτερη δύναμη καταπίεσης» της αστικής τάξης από το προλεταριάτο (δικτατορία του προλεταριάτου). Σ' αυτό ακριβώς συνίσταται η «κατάργηση του κράτους σαν κρατους». Σ' αυτό ακριβώς συνίσταται η «πράξη» του παρσίματος στην κατοχή του των μέσων παράγωγης εξονόματος της κοινωνίας. Και είναι ολοφάνερο από μόνο του πώς μια τέτοια αντικατάσταση της μιας (της αστικής) «ιδιαίτερης δύναμης» με μιαν άλλη (με την προλεταριακή) «ιδιαίτερη δύναμη» δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να γίνει με τη μορφή της «απονέκρωσης».
Τρίτο. Για «απονέκρωση» και μάλιστα, ακόμα πιο ανάγλυφα και πιο παραστατικά, για «αποκοίμισμα» μιλάει ο Ένγκελς με απόλυτη σαφήνεια και κατηγορηματικότητα σχετικά με την εποχή ύστερα από «το πάρσιμο στην κατοχή του κράτους των μέσων παραγωγής εξονόματος ολόκληρης της κοινωνίας», δηλαδή ύστερα από τη σοσιαλιστική επανάσταση. Όλοι μας ξέρουμε πως η πολιτική μορφή του «κράτους» αυτή την περίοδο είναι η πιο πλέρια δημοκρατία. Μα σε κανένα από τους οπορτουνιστές, που ξεδιάντροπα διαστρεβλώνουν το μαρξισμό, δεν τούρχεται στο νου ότι συνεπώς εδώ ο Ένγκελς μιλάει για «αποκοίμισμα» και «απονέκρωση» της δημοκρατίας. Από πρώτη ματιά αυτό φαίνεται πολύ παράξενο. «Ακατανόητο» όμως είναι μόνο για όποιον δε βάθυνε στο ζήτημα ότι η δημοκρατία είναι επίσης κράτος και ότι, συνεπώς, και η δημοκρατία θα εξαφανιστεί επίσης, όταν θα εξαφανιστεί το κράτος. Το αστικό κράτος μπορεί να το «καταργήσει» μόνον η επανάσταση. Το κράτος γενικά, δηλαδή η πιο πλέρια δημοκρατία, μπορεί μόνο «ν' απονεκρωθεί».
Τέταρτο. Αφού διατύπωσε την περίφημη θέση του ότι «το κράτος απονεκρώνεται», ο Ένγκελς εξηγεί αμέσως συγκεκριμένα ότι η θέση αυτή στρέφεται και ενάντια στους οπορτουνιστές και ενάντια στους αναρχικούς. Συνάμα από τη θέση για την «απονέκρωση του κράτους» ο Ένγκελς βάζει στην πρώτη σειρά το συμπέρασμα εκείνο, που στρέφεται ενάντια στους οπορτουνιστές.
Μπορεί κανείς να στοιχηματίσει πως από τους 10000 ανθρώπους, που διάβασαν ή άκουσαν για την «απονέκρωση» του κράτους, οι 9990 δεν ξέρουν ή δε θυμούνται διόλου ότι ο Ένγκελς τα συμπεράσματα του απ' αυτή τη θέση τα έστρεφε όχι μόνο ενάντια στους αναρχικούς. Και από τους υπόλοιπους δέκα ανθρώπους ασφαλώς οι εννιά δε θα ξέρουν τι είναι το «ελεύθερο λαϊκό κρατος» και γιατί η επίθεση ενάντια σ' αυτό το σύνθημα είναι και επίθεση ενάντια στους οπορτουνιστές. Έτσι γράφεται η ιστορία! Έτσι νοθεύεται και προσαρμόζεται απαρατήρητα στον κυρίαρχο φιλισταϊσμό η μεγάλη επαναστατική διδασκαλία. Το συμπέρασμα ενάντια στους αναρχικούς επαναλαβαινόταν χιλιάδες φορές, εκχυδαϊζόταν, καρφωνόταν στα κεφάλια με τη μεγαλύτερη απλούστευση κι απόχτησε τη σταθερότητα της πρόληψης. Ενώ το συμπέρασμα ενάντια στους οπορτουνιστές το συγκάλυπταν και το «ξεχνούσαν»!
Το «ελεύθερο λαϊκό κράτος» αποτελούσε προγραμματική διεκδίκηση και συνηθισμένο σύνθημα των Γερμανών σοσιαλδημoκρατών στη δεκαετία 1870 - 1880. Στο σύνθημα αυτό δεν υπάρχει κανένα πολιτικό περιεχόμενο, εκτός από τη μικροαστική στομφώδη περιγραφή της έννοιας της δημοκρατίας. Στο βαθμό πού μ' αυτό το σύνθημα κάνανε νόμιμα υπαινιγμό για τη λαοκρατική δημοκρατία, στον ίδιο βαθμό ο Ένγκελς ήταν πρόθυμος για λόγους ζύμωσης «να δικαιολογήσει» «για ένα διάστημα» αυτό το σύνθημα. Το σύνθημα όμως αυτό ήταν όπορτουνιστικό, γιατί εξεφραζε όχι μόνο τον εξωραϊσμό της αστικής δημοκρατίας, μα και την μη κατανόηση της σοσιαλιστικής κριτικής κάθε κράτους γενικά. Εμείς είμαστε υπέρ της λαοκρατικής δημοκρατίας, σαν την καλύτερη για το προλεταριάτο μορφή κράτους στον καπιταλισμό, δεν εχουμε όμως το δικαίωμα να ξεχνάμε ότι ή μισθωτή δουλεία είναι η μοίρα του λαού ακόμα και στην πιο λαοκρατική αστική δημοκρατία. Παρακάτω. Κάθε κράτος είναι «μια ιδιαίτερη δύναμη καταπίεσης» της καταπιεζόμενης τάξης. Γι' αυτό κάθε κράτος είναι ανελεύθερο και όχι λαικό. Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς το εξήγησαν αυτό επανειλημμένα στους κομματικούς τους συντρόφους στη δεκαετία 1870 - 1880.
Πέμπτο. Στο ίδιο έργο του Ένγκελς, απ' όπου όλοι θυμούνται το συλλογισμό για την απονέκρωση του κράτους, υπάρχει ο συλλογισμός για τη σημασία της βίαιης επανάστασης. Η ιστορική εκτίμηση του ρόλου της μεταβάλλεται στο έργο του Ένγκελς σε αληθινό πανηγυρικό τ ης βίαιης επανάστασης. Αυτό «κανένας δεν το θυμάται», για τη σημασία αυτής της σκέψης δε συνηθίζουν να μιλάνε και ούτε καν να σκέφτονται μέσα στα σιημερινά σοσιαλιστικά κόμματα, στην καθημερινή προπαγάνδα και ζύμωση μέσα στις μάζες οι σκέψεις αυτές δεν παίζουν κανένα ρόλο. Και όμως συνδέονται αδιάσπαστα σ' ένα αρμονικό σύνολο με την «απονέκρωση» του κράτους.
Να αυτός ο συλλογισμός του Ένγκελς: ..."Ότι όμως η βία παίζει στην ιστορία κι έναν άλλο ρόλο» (εκτός από το ρόλο του δράστη του κακού), «ρόλο επαναστατικό, ότι, όπως λέει ο Μαρξ, είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας, που κυοφορεί μια νέα, ότι η βία είναι το όργανο, που με αυτό επιβάλλεται το κοινωνικό κίνημα και σπάει τις απολιθωμένες, απονεκρωμένες πολιτικές μορφές - για όλα αυτά δε θα βρούμε ούτε λεξη στον κ. Ντυρινγκ. Μόνο βαρυγκομώντας και αναστενάζοντας δέχεται την πιθανότητα πως για το γκρέμισμα της οικονομίας, που στηρίζεται στην εκμετάλλευση, θα χρειαστεί ίσως η βία - δυστυχώς, βλεπετε γιατί κάθε χρήση βίας διαφθείρει τάχα αυτόν που τη χρησιμοποιεί. Κι αυτά λέγονται παρ' όλη την υψηλή ηθική και πνευματική ανάταση, σαν αποτέλεσμα κάθε νικηφόρας επανάστασης! Κι αυτά λέγονται στη Γερμανία, όπου μια βίαιη σύγκρουση, πού άλλωστε μπορούν και να την επιβάλουν στο λαό, θαχει τουλάχιστον το πλεονέκτημα να ξεπατώσει το πνεύμα της δουλοπρέπειας, που εισχώρησε στην εθνική συνείδηση από την ταπείνωση του Τριακονταετούς πολέμου. Κι αυτός ο θαμπός, άχυμος και αναιμικός κατηχητικός τρόπος σκέψης έχει την άξίωση να επιβληθεί στο πιο επαναστατικό κόμμα, που γνώρισε η ιστoρία;» (σελ. 193 της 3ης γερμ. έκδ., τέλος του 4ου κεφαλαίου του ΙΙ μέρους). Πως μπορούμε να ενώσουμε σε μια διδασκαλία αυτο τον πανηγυρικό της βίαιης επανάστασης, που ο Ένγκελς τον προσφεέρει επίμονα στους γερμανούς σοααλδημοκρατες από το 1878 ως το 1894, δηλαδή ως το θάνατο του, με τη θεωρία της «απονέκρωσης» του κράτους;
Συνήθως ενώνουν το ένα με το άλλο με τη βοήθεια του εκλεκτικισμού, αποσπώντας αυθαίρετα (ή για ν' αρέσουν σ' αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία), χωρίς ιδεολογική συνέπεια και σoφιστικά πότε τον ένα και πότε τον άλλο συλλογισμό και συνάμα στις ενενήντα εννιά περιπτώσεις από τις εκατό, αν όχι πιο συχνά, προβάλλουν στην πρώτη γραμμή ίσα - ίσα την «απονέκρωση». Η διαλεχτική αντικατασταίνεται με τον εκλεκτικισμό: αυτό είναι το πιο συνηθισμένο, το πιο διαδομένο φαινόμενο στην επίσημη σοσιαλδημοκρατική φιλολογία των ημερών μας, σ' ό'τι αφορά το μαρξισμό. Η αντικατάσταση αυτή δεν αποτελεί βέβαια κάτι το καινούργιο, είχε παρατηρηθεί μάλιστα και στην ιστορία της κλασικής ελληνικής φιλοσοφίας. Όταν με την παραποίηση παρουσιάζουν τον οπορτουνισμό για μαρξισμό, η παραποίηση του εκλεχτικισμου και η παρουσίαση του σαν διαλεκτική ξεγελάει πιο εύκολα τις μάζες, προσφέρει μια φαινομενική ικανοποίηση, παίρνει δήθεν υπόψη όλες τις πλευρές του προτσές, όλες τις τάσεις της εξέλιξης, όλες τις αντιφατικές επιδράσεις κτλ., ενώ στην πράξη δε δίνει καμιά ενιαία και επαναστατική αντίληψη του προτσές της κοινωνικής εξέλιξης.
Πιο πάνω μιλήσαμε κιόλας και θα δείξουμε πιο λεπτομερειακά στην παραπέρα έκθεση μας πως η διδασκαλία του Μαρξ και του Ένγκελς για το ότι είναι αναπόφευκτη η βίαιη επανάσταση αναφέρεται στο αστικό κράτος. Το αστικό κράτος δεν μπορεί να το αντικαταστήσει το προλεταριακό κράτος (η δικτατορία του προλεταριάτου) με την «απονέκρωση», αλλά κατά γενικό κανόνα μόνο με τη βίαιη επανάσταση. Το εγκώμιο που της έψαλε ο Ένγκελς και που ανταποκρίνεται πέρα για πέρα στις επανειλημμένες δηλώσεις του Μαρξ - (ας θυμηθούμε το τέλος της «Αθλιότητας της φιλοσοφίας» και του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» με την περήφανη, ανοικτή δήλωση για το ότι είναι αναπόφευκτη η βίαιη επανάσταση, ας θυμηθούμε την κριτική του Προγράμματος της Γκότα του 1875, γραμμένη σχεδόν ύστερα από 30 χρόνια όπου ο Μαρξ μαστιγώνει αμείλιχτα τον οπορτουνισμό αυτού του προγράμματος) -το εγκώμιο αυτό δεν είναι διόλου «συνεπαρμός» δεν είναι διόλου απαγγελία, ούτε ξέσπασμα πολεμικής. Η ανάγκη της συστηματικής διαπαιδαγώγησης των μαζών στο πνεύμα αυτής και μόνο αυτής της άποψης για τη βίαιη επανάσταση βρίσκεται στη βάση όλης της διδασκαλίας του Μαρξ και του Ένγκελς. Η προδοσία της διδασκαλίας τους από τα σοσιαλσωβινιστικά και καουτσκικά ρεύματα, που κυριαρχούν σήμερα, εκφράζεται ιδιαίτερα ανάγλυφα στο γεγονός ότι και τα πρώτα και τα δεύτερα λησμονούν αυτή την προπαγάνδα, αυτή τη ζύμωση.
Η αντικατάσταση του αστικού κράτους με το προλεταριακό είναι αδύνατη χωρίς βίαιη επανάσταση. Η κατάργηση του προλεταριακού κράτους, δηλαδή η κατάργηση κάθε κράτους δεν είναι δυνατό να γίνει διαφορετικά παρά με την «απονέκρωση».
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανάπτυσσαν λεπτομερειακά και συγκεκριμένα τις απόψεις αυτές, μελετώντας κάθε ξεχωριστή επαναστατική κατάσταση, αναλύοντας τα διδάγματα της πείρας κάθε ξεχωριστής επανάστασης. Περνούμε τώρα σ' αυτό το οπωσδήποτε πιο σπουδαίο μέρος της διδασκαλίας τους.
1. ΟΙ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Τα πρώτα συγγράμματα του ώριμου μαρξισμού, η «Αθλιότητα της φιλοσοφίας» και το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», αναφέρονται ακριβώς στις παραμονές της επανάστασης του 1848. Για το λόγο αυτό, δίπλα στην έκθεση των γενικών βάσεων του μαρξισμού, έχουμε, εδώ ως ένα βαθμό και το καθρέφτισμα της τοτινης συγκεκριμένης επαναστατικής κατάστασης, και γι' αυτό θα είναι ίσως πιο σκόπιμο να δούμε τι λένε οι συγγραφείς αυτών των έργων για το κράτος αμέσως πριν βγάλουν τα συμπεράσματα τους από την πείρα του 1848-1851
... «Στην πορεία της εξέλιξης - γράφει ο Μαρξ στην «Αθλιότητα της φιλοσοφίας» - η εργατική τάξη θα βάλει στη θέση της παλιάς αστικής κοινωνίας μιαν ένωση, που αποκλείει τις τάξεις και την αντίθεση τους, και δε θα υπάρχει πια καμιά καθαυτό πολιτική εξουσία, γιατί ακριβώς η πολιτική εξουσία είναι η επίσημη έκφραση της ταξικής αντίθεσης μέσα στην αστική κοινωνία» (σελ. 182 της γερμ. έκδ, του 1885).
Είναι διδακτικό μ' αυτή τη γενική διατύπωση της σκέψης για την εξαφάνιση του κράτους ύστερα από την εξάλειψη των τάξεων να παραβάλουμε όσα έγραψαν ο Μαρξ και ο Ένγκέλς λίγους μήνες αργότερα -και συγκεκριμένα το Νοέμβρη του 1847- στο «Κομμουνιστικό Μανιφεστο»:
... «Χαράζοντας τις πιο γενικές φάσεις της εξέλιξης του προλεταριάτου, παρακολουθήσαμε τον λίγο-πολύ κρυφό εμφύλιο πόλεμο μέσα στην υπάρχουσα κοινωνία, ίσαμε το σημείο που ο πόλεμος αυτός ξεσπάει σε ανοιχτή επανάσταση, και το προλεταριάτο εγκαθιδρύει την κυριαρχία του με το βίαιο γκρέμισμα της αστικής τάξης» ...
«Είδαμε κιόλας πιο πάνω, ότι το πρώτο βήμα στην εργατική επανάσταση είναι η μετατροπή» (επι λέξη: η ανύψωση) «του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, η κατάχτηση της δημοκρατίας».
«Το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική του κυριαρχία για ν' αποσπάσει βαθμιαία από την αστική τάξη όλο το κεφάλαιο, για να συγκεντρώσει όλα τα εργαλεία παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλαδή του οργανωμένου σαν κυρίαρχη τάξη προλεταριάτου, και για να αυξήσει όσο μπορεί πιο γρήγορα τη μάζα των παραγωγικών δυνάμεων» (σελ. 31 και 37 της 7ης γερμ. έκδ. του 1906).
Εδώ βλέπουμε να διατυπώνεται μια από τις πιο αξιόλογες και πιο σπουδαίες ιδέες του μαρξισμού στο ζήτημα του κράτους, και συγκεκριμένα η ιδέα της «δικτατορίας του προλεταριάτου» (όπως άρχισαν να εκφράζονται ο Μαρξ κι ό Ένγκελς ύστερα από την Παρισινή Κομμούνα), και κατόπιν ό εξαιρετικά ενδιαφέρον ορισμός του κράτους, που κι αυτός ανήκει στα «λησμονημένα λόγια» του μαρξισμού. «Το κράτος, δηλαδή το οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο».
Ο ορισμός αυτός του κράτους όχι μόνο δεν έχει εξηγηθεί ποτέ στην κυριαρχούσα προπαγανδιστική και διαφωτιστική φιλoλογία των επίσημων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Κάτι παραπάνω. Ίσα-ίσα λησμονήθηκε, γιατί είναι εντελώς ασυμβίβαστος με το ρεφορμισμό, γιατί χτυπάει κατάμουτρα τις συνηθισμένες οπορτουνιστικές προλήψεις και τις μικροαστικές αυταπάτες σχετικά με την «ειρηνικη εξέλιξη της δημοκρατίας».
Στο προλεταριάτο χρειάζεται το κράτος - αυτό το επαναλαβαίνουν όλοι οι οπορτουνιστές, οι σοσιαλσωβινιστές και οι καουτσκιστές, βεβαιώνοντας πως τέτοια είναι η διδασκαλία του Μαρξ και "λησμονώντας" να προσθέσουν ότι, πρώτο, κατά τον Μαρξ, στο προλεταριάτο χρειάζεται μόνο ένα κράτος που απονεκρώνεται, δηλαδή έτσι συγκροτημένο, που ν' αρχίσει αμέσως ν' απονεκρώνεται και που να μην μπορεί παρά ν' απονεκρώνεται. Και δεύτερο, οι εργαζόμενοι χρειάζονται το «κράτος», «δηλαδή το οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο».
Το κράτος είναι ιδιαίτερη οργάνωση δύναμης, είναι η οργάνωση της βίας για την καταπίεση κάποιας τάξης. Και ποιά τάξη πρέπει να καταπιέζεται από το προλεταριάτο; Φυσικά, μόνο η τάξη των εκμεταλλευτών, δηλαδή η αστική τάξη. Οι εργαζόμενοι χρειάζονται το κράτος μόνο για να καταπνίγουν την αντίσταση των εκμεταλλευτών, και μόνο το προλεταριάτο είναι σε θέση να κατευθύνει αυτή την κατάπνιξη, να την πραγματοποιεί, γιατί είναι η μοναδική ίσαμε το τέλος επαναστατική τάξη, η μοναδική τάξη που είναι ικανή να συνενώσει όλους τους εργαζόμενους και εκμεταλλευόμενους στην πάλη ενάντια στην αστική τάξη, για τον ολοκληρωτικό παραμερισμό της.
Οι εκμεταλλεύτριες τάξεις χρειάζονται την πολιτική κυριαρχία για να διατηρούν την εκμετάλλευση, δηλαδή για τα ιδιοτελή συμφέροντα μιας μηδαμινής μειοψηφίας, ενάντια στην τεράστια πλειοψηφία του λαού. Οι εκμεταλλευόμενες τάξεις χρειάζονται την πολίτικη κυριαρχία για να εξαλείψουν ολοκληρωτικά κάθε εκμετάλλευση, δηλαδή για τα συμφέροντα της τεράστιας πλειοψηφίας του λαού, ενάντια στη μηδαμινή μειοψηφία των σύγχρονων δουλοχτητών, δηλαδή των τσιφλικάδων και των κεφαλαιoκρατών.
Οι μικροαστοί δημοκράτες, αστοί οι δήθεν σοσιαλιστές, που αντικατάστησαν τον ταξικό αγώνα με ονειροπολήματα για την ομοφωνία των τάξεων, φαντάστηκαν με ονειροπόλο τρόπο και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, όχι σαν ανατροπή της κυριαρχίας της εκμεταλλεύτριας τάξης, αλλά σαν ειρηνική υποταγή της μειoψηφίας στην πλειοψηφία που ένιωσε τα καθήκοντα της. Αυτή η μικροαστική ουτοπία, που συνδέεται αδιάσπαστα με την αναγνώριση του υπερταξικού κράτους, στην πράξη οδηγούσε στη προδοσία των συμφερόντων των εργαζόμενων τάξεων, όπως το έδειξε λ.χ. η ιστορία των γαλλικών επαναστάσεων του 1848 και 1871, όπως το έδειξε η πείρα της σοσιαλιστικης συμμέτοχης στις αστικές κυβερνήσεις της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και άλλων χωρών στα τέλη του ΧΙΧ και στις αρχές του ΧΧ αιώνα.
Ο Μαρξ σ' όλη του τη ζωή πάλαιβε ενάντια σ' αυτό τον μικροαστικό σοσιαλισμό, που τον ανασταίνουν σήμερα στη Ρωσία τα κόμματα των εσέρων και μενσεβίκων. Τη διδασκαλία για την πάλη των τάξεων ο Μαρξ την ανάπτυξε με συνέπεια ως τη διδασκαλία, για την πολίτικη εξουσία, για το κράτος.
Η κυριαρχία της αστικής τάξης μπορεί ν' ανατραπεί μόνον από το προλεταριάτο, σαν ιδιαίτερη τάξη, που οι οικονομικοί όροι της ύπαρξης του το προετοιμάζουν γι' αυτή την ανατροπή, του δίνουν τη δυνατότητα και τη δύναμη να την πραγματοποιήσει. Ενώ η αστική τάξη, από τη μια μεριά, κομματιάζει, σκορπίζει την αγροτιά και όλα τα μικροαστικά στρώματα, από την άλλη, συσπειρώνει, συνενώνει, οργανώνει το προλεταριάτο. Mόνο το προλεταριάτο είναι ικανό -χάρη στον οικονομικό του ρόλο στη μεγάλη παραγωγή- να είναι ο ηγεμόνας όλων τον εργαζόμενων και εκμεταλλευόμενων μαζών, που η αστική τάξη τις εκμεταλλεύεται, τις κρατάει στο ζυγό, τις πιέζει συχνά όχι λιγότερο, αλλά περισσότερο από τους προλετάριους, μα που δεν είναι ικανές να διεξάγουν έναν αυτοτελή αγώνα για την απελευθέρωση τους.
Η διδασκαλία για την πάλη τον τάξεων, που την εφάρμοσε ο Μαρξ στο ζήτημα του κράτους και της σοσιαλιστικής επανάστασης, οδηγεί αναγκαστικά στην αναγνώριση της πολιτικής κυριαρχίας του προλεταριάτου, της δικτατορίας του, δηλαδή της εξουσίας, που δεν τη μοιράζεται με κανένα και που στηρίζεται άμεσα στην ένοπλη δύναμη των μαζών. Η ανατροπή της αστικής τάξης μπορεί να πραγματοτοιηθεί μόνο με τη μετατροπή του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, ικανή να καταπνίξει την αναπότρεπτη, απεγνωσμένη αντισταση της αστικής τάξης και να οργανώσει όλες τις εργαζόμενες κι εκμεταλλευόμενες μάζας για το νέο τρόπο συγκρότησης της οικονομίας.
Το προλεταριάτο χρειάζεται την κρατική εξουσία, τη συγκεντρωτική οργάνωση της δύναμης, την οργάνωση της βίας και για την κατάπνιξη της αντίστασης τον εκμεταλλευτών και για την καθοδήγηση της τεράστιας μάζας τος πληθυσμού, της αγροτιάς, τον μικροαστών, τον μισοπρολετάριων για «να στρώσει» τη σoσιαλιστική οικονομία.
Ο μαρξισμός, διαπαιδαγωγώντας το εργατικό κόμμα, διαπαιδαγωγεί την πρωτοπορία του προλεταριάτου, που είναι ικανή να πάρει την εξουσία και να οδηγήσει όλο το λαό στο σοσιαλισμό, να κατευθύνει και να οργανώσει το νέο καθεστώς, να είναι ο δάσκαλος, ο καθοδηγητής, ο αρχηγός όλων των εργαζομένων κι εκμεταλλευομένων στην οργάνωση της κοινωνικής τους ζωής χωρίς την αστική τάξη και ενάντια στην αστική τάξη. Αντίθετα, στο εργατικό κόμμα ο κυρίαρχος σήμερα οπορτουνισμός διαπαιδαγωγεί τους εκπροσώπους των πιο καλοπληρωμένων εργατών που ξεκόβουν από τη μάζα, που «βολεύονται» υποφερτά στο κεφαλαιοκρατικό καθεστώς, πού πουλάνε τα πρωτοτόκια τους αντί πινακίου φακής, δηλαδή πού παραιτούνται από το ρόλο τον επαναστατών αρχηγών του λαού ενάντια στην αστική τάξη.
«Το κράτος, δηλαδή το οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη προλεταιριάτο», - αυτή η θεωρία του Μαρξ συνδέεται αδιάσπαστα με ολόκληρη τη διδασκαλία του για τον επαναστατικό ρόλο του προλεταριάτου στην ιστορία. Η ολοκλήρωση αυτού του ρόλου είναι η πρoλεταριακή δικτατορια, η πολιτική κυριαρχία του προλεταριάτου.
Αν όμως το προλεταριάτο χρειάζεται το κράτος, σαν ιδιαίτερη οργάνωση βίας ενάντια στην αστική τάξη, τότε από δω βγαίνει μόνο του το συμπέρασμα: είναι άραγε νοητή η δημιουργία μιας τέτοιας οργάνωσης χωρίς την προκαταβολική καταστροφή, χωρίς την συντριβή της κρατικής μηχανής, που δημιούργησε για τον εαυτό της η αστική τάξη; Σ' αυτό το συμπέρασμα μας οδηγεί άμεσα το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» και γι'αυτό το συμπέρασμα μιλάει ο Μαρξ, όταν συνοψίζει τα πορίσματα από την πείρα της επανάστασης του 1848 - 1851.
2. ΤΑ ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Σχετικά με το ζήτημα του κράτους, που μας ενδιαφέρει, ο Μαρξ συνοψίζει τα πορίσματα της επανάστασης του 1848 - 1851 στον ακόλουθο συλλογισμό του έργου του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»:
... «Η επανάσταση όμως είναι ριζική. Βρίσκεται ακόμα στο ταξίδι της μέσα από το καθαρτήριο πυρ. Εκτελεί μεθοδικά το έργο της. Ως τις 2 του Δεκέμβρη 1851» (τη μέρα που ο, Λουδοβίκος Βοναπάρτης έκανε το πραξικόπημα του) «είχε τελειώσει τη μισή προπαρασκευαστική της δαυλιά και τώρα τελειώνει την άλλη μισή. Ολοκληρώνει πρώτα την κοινοβουλευτική εξουσία, για να μπορεί να την ανατρέψει. Και τώρα που το έχει κατορθώσει αυτό, ολοκληρώνει την εκτελεστική εξουσία, την περιορίζει στην πιο καθαρή της έκφραση, την απομονώνει, τη βάζει απέναντι της σαν μοναδικό στόχο για να σνγκεντρώσει πάνω της όλες τις δυνάμεις καταστροφής» (η υπογράμμιση είναι δική μας). «Κι όταν θα έχει εκτελέσει το δεύτερο μισό της προπαρασκευαστικής της δουλιας, η Ευρώπη θ' αναπηδήσει από τη θέση της και θ' αλαλάξει: καλά έσκαψες, γερο - τυφλοπόντικα!
Αυτή η εκτελεστική εξουσία, με την τεράστια γραφειoκρατική και στρατιωτική οργάνωση της, με τον εκτεταμένο και τεχνητό κρατικό της μηχανισμό, με μια στρατιά από μισό εκατομμύριο υπαλλήλους, δίπλα σ' ένα στρατό από άλλο μισό εκατομμύριο, αυτό το τρομαχτικό παρασιτικό σώμα, που τυλίγεται σαν δίχτυ γύρω από το κορμί της γαλλικής κοινωνίας και φράζει όλους τους πόρους της, γεννήθηκε στις μέρες της απόλυτης μοναρχίας, τον καιρό της παρακμής του φεουδαρχικού καθεστώτος, και συνετέλεσε στην επιτάχυνση της παρακμής του». Η πρώτη γαλλική επανάσταση ανάπτυξε το συγκεντρωτισμό, «ταυτόχρονα όμως ανάπτυξε την έκταση, τις αρμοδιότητες και τους παραστάτες της κυβερνητικής εξουσίας. Ο Ναπολέων ολοκλήρωσε αυτή την κρατική μηχανή». Η νομιμόφρονη μοναρχία και η μοναρχία του Ιούλη «δεν προσθέσανε τίποτα σ' αυτή τη μηχανή, εκτός από ένα μεγαλύτερο καταμερισμό της εργασίας»...
... «Τέλος, η κοινοβουλευτική δημοκρατία στην πάλη της ενάντια στην επανάσταση βρέθηκε στην ανάγκη, μαζί με τα καταπιεστικά μέτρα, να ενισχύσει τους πόρους και το συγκεντρωτισμό της κυβερνητικής εξουσίας. Όλες οι ανατροπές τελειοποιούσαν αυτή τη μηχανή αντί να την τσακίσουν» (η υπογράμμιση είναι δική μας). «Τα κόμματα, που αγωνίζονταν διαδοχικά για την εξουσία, θεωρούσαν την απόχτηση αυτού του τεράστιου κρατικού οικοδομήματος σαν την κυριότερη λεία του νικητή» («Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», σελ. 98 - 99, 4η έκδ., Αμβούργο, 1907).
Με τον περίφημο αυτό συλλογισμό ο μαρξισμός κάνει ένα τεράστιο βήμα προς τα μπρος σε σύγκριση με το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Εκεί το ζήτημα του κράτους τίθεται ακόμα άκρως αφηρημένα, με τις πιο γενικές έννοιες και εκφράσεις. Εδώ το ζήτημα τίθεται συγκεκριμένα, και το συμπέρασμα που βγαίνει είναι εξαιρετικά ακριβολογημένο, καθορισμένο, πραχτικά χειροπιαστό: όλες οι προηγούμενες επαναστάσεις τελειοποιούσαν την κρατική, μηχανή, ενώ πρέπει να σπάσει, να τσακιστεί.
Το συμπέρασμα τούτο είναι το κύριο, το βασικό στη διδασκαλία του μαρξισμού για το κράτος. Και αυτό ακριβώς το βασικό δεν έχει μόνο ολότελα λησμονηθεί από τα κυρίαρχα επίσημα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, μα και έχει άμεσα διαστρεβλωθεί (όπως θα δούμε πιο κάτω) από τον πιο επιφανή θεωρητικό της ΙΙ Διεθνούς Κ. Κάουτσκι.
Στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» συνοψίζονται τα γενικά πορίσματα της ιστορίας, που μας υποχρεώνουν να βλέπουμε στο κράτος ένα όργανο ταξικής κυριαρχίας και που οδηγούν υποχρεωτικά στο συμπέρασμα, πως το προλεταριάτο δεν μπορεί ν' ανατρέψει την αστική τάξη, χωρίς να καταχτήσει πρωτύτερα την πολιτική εξουσία, χωρίς ν' αποχτήσει την πολιτική κυριαρχία και να μετατρέψει το κράτος στο «οργανωμένο σαν κυρίαρχη τάξη, προλεταριάτο», και πως αυτό το προλεταριακό κράτος αμέσως μετά τη νίκη του θ' αρχίσει ν' απονεκρώνεται, γιατί σε μια κοινωνία δίχως ταξικές αντιθέσεις το κράτος δε χρειάζεται και δεν μπορεί να υπάρχει. Εδώ δεν τίθεται το ζήτημα τι λογής πρέπει - από την άποψη της ιστορικής εξέλιξης - να είναι αυτή η αντικατάσταση του αστικού κράτους από το προλεταριακό.
Αυτό το ζήτημα ο Μαρξ το θέτει και το λύνει μόνο το 1852. Πιστός στη φιλοσοφία του του διαλεκτικού υλισμού, ο Μαρξ παίρνει για βάση την ιστορική πείρα των μεγάλων χρόνων της επανάστασης του 1848- 1851. Και δω η διδασκαλία του Μαρξ - όπως πάντα - αποτελεί συνόψιση πείρας, φωτισμένης με βαθιά φιλοσοφική κοσμοθεώρηση και πλούσια γνώση της Ιστορίας.
Το ζήτημα του κράτους τίθεται συγκεκριμένα : πώς γεννήθηκε ιστορικά το αστικό κράτος, η απαραίτητη για την κυριαρχία της αστικής ταξης κρατική μηχανή; ποιες είναι οι αλλαγές της, ποια η εξέλιξη της στην πορεία των αστικών επαναστάσεων και μπροστά στις ανεξάρτητες εκδηλώσεις των καταπιεζόμενων ταξεων; ποια τα καθήκοντα του προλεταριάτου σε σχέση μ' αυτή την κρατική μηχανή;
Η συγκεντρωτική κρατική εξουσία, που χαρακτηρίζει την αστική κοινωνία, εμφανίστηκε την εποχή της παρακμής του απολυταρχισμού. Δυο είναι οι πιο χαρακτηριστικοί γι' αυτή την κρατική μηχανή θεσμοί: η υπαλληλοκρατία και ο μόνιμος στρατός. Στα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς γίνεται πολλές φορές λόγος για το πώς χιλιάδες νήματα συνδέουν αυτούς τους θεσμούς ακριβώς με την αστική τάξη. Η πείρα του κάθε εργάτη διασαφηνίζει αυτό το δεσμό με εξαιρετικά παραστατικό και επιβλητικό τρόπο. Η εργατικη τάξη μαθαίνει πάνω στο πετσί της να διακρίνει αυτό το δεσμό - να γιατί κατανοεί τόσο εύκολα και αφομοιώνει τόσο γερά την επιστήμη για το αναπόφευκτο αυτού του δεσμού, την επιστήμη, που οι μικροαστοί δημοκράτες είτε την αρνούνται από αμορφωσιά και επιπολαιότητα, είτε με ακόμα μεγαλύτερη επιπολαιότητα την παραδέχονται «γενικά», ξεχνώντας να βγαλουν τ' αντίστοιχα πραχτικά συμπεράσματα.
Η υπαλληλοκρατία και ο μόνιμος στρατός είναι ένα «παράσιτο» πάνω στο κορμί της αστικής κοινωνίας, παράσιτο, που γεννήθηκε από τις εσωτερικές αντιφασεις που σπαράζουν αυτή την κοινωνία, και συγκεκριμένα, παράσιτο, που «φράζει» τους ζωτικούς πόρους. Ο καουτσκικός οπορτουνισμός, που κυριαρχεί σήμερα στην επίσημη σοσιαλδημοκρατία, θεωρεί σαν ειδικό και αποκλειστικό γνώρισμα του αναρχισμού την άποψη ότι το κράτος είναι παρασιτικός οργανισμός. Φυσικά αυτή η διαστρέβλωση του μαρξισμού συμφέρει εξαιρετικά στους μικροαστούς εκείνους, που έφεραν το σοσιαλισμό στο ανήκουστο αίσχος να δικαιολογεί και να εξωραΐζει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, εφαρμόζοντας σ' αυτόν την έννοια της «υπεράσπισης της πατρίδας», ωστόσο όμως πρόκειται για αναμφισβήτητη διαστρέβλωση.
Μέσα απ' όλες τις αστικές επαναστάσεις, που τόσο πολλές γνώρισε η Ευρώπη από τον καιρό της πτώσης της φεουδαρχίας, προχωρεί η εξέλιξη, η τελειοποίηση, το δυνάμωμα αυτού του υπαλληλοκρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού. Ιδιαίτερα, ίσα - ίσα η μικροαστική τάξη είναι εκείνη που τραβιέται προς το μέρος της μεγαλοαστικής τάξης και σε σημαντικό βαθμό υποτάσσεται σ' αυτήν μέσω αυτού του μηχανισμού, που προσφέρει στ' ανώτερα στρώματα της αγροτιάς, των χειροτεχνών, των έμπορων κ.α. σχετικά βολικές, ήσυχες και τιμητικές θεσούλες, που τοποθέτουν τους κατόχους τους πάνω από το λαό. Πάρτε αυτό που έγινε στη Ρωσία μέσα σ' ένα εξάμηνο ύστερα από τις 27 του Φλεβάρη 1917: οι δημοσιοϋπαλληλικές θέσεις, που πρώτα δίνονταν κατά προτίμηση στους μαυροεκατονταρχίτες, έγιναν αντικείμενο λείας των καντέτων, των μενσεβίκων και των εσέρων. Στην ουσία δε σκέφτονται να κάνουν κανενός είδους σοβαρές μέταρυθμίσεις, που πάσχιζαν να τις αναβάλουν «ίσαμε τη Συντακτική Συνέλευση» - και τη Συντακτική Συνέλευση να την αναβάλουν λίγο-λίγο ίσαμε το τέλος του πολέμου. Δεν αργούσαν όμως και δεν περίμεναν καμιά Συντακτική Συνέλευση για το μοίρασμα της λείας, για την κατάληψη των θέσεων των υπουργών, των υφυπουργών, των γενικών διοικητών κλπ. κλπ.! Το παιχνίδι των συνδυασμών για τη σύνθεση της κυβέρνησης στην ουσία δεν εκφραζε παρά αυτό το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα της «λείας», που γινόταν και από τα πάνω και από τα κάτω, σ' όλη τη χώρα, σ' ολόκληρη την κεντρική και τοπική διοίκηση. Το αποτέλεσμα, το αντικειμενικό αποτέλεσμα του εξαμήνου 27 του Φλεβάρη - 27 του Αυγούστου 1917 είναι αναμφισβήτητο: οι μεταρυθμίσεις αναβλήθηκαν, το μοίρασμα των δημοσιοϋπαλληλικών θέσεων έχει γίνει, και τα «λάθη» του μοιράσματος έχουν διορθωθεί με μερικά ξαναμοιράσματα.
Μα όσο πιο πολλά «ξαναμοιράσματα» γίνονται στον υπαλληλοκρατικό μηχανισμό ανάμεσα στα διάφορα αστικά και μικροαστικά κόμματα (ανάμεσα στους καντέτους, τους εσέρους και τους μενσεβίκους, για να πάρουμε το ρωσικό παράδειγμα), τόσο πιο φανερή γίνεται για τις καταπιεζόμενες τάξεις και για το προλεταριάτο, που βρίσκεται επικεφαλής τους, η ασυμφιλίωτη έχθρα τους προς όλη την αστική κανωνία. Από δω πηγάζει η ανάγκη για όλα τα αστικά κόμματα, ακόμα και για τα πιο δημοκρατικά, μαζί και για τα «επαναστατικά - δημοκρατικά», να δυναμώνουν τις καταπιέσεις εναντία στο επαναστατικό προλεταριάτο, να στεριώνουν τον καταπιεστικό μηχανισμό, δηλαδή την ίδια την κρατική μηχανή. Αυτή η πορεία των γεγονότων υποχρεώνει την επανάσταση «να συγκεντρώνει όλες τις δυνάμεις της καταστροφής» ενάντια στην κρατική εξουσία, την υποχρεώνει να βάλει καθήκον της όχι την καλυτέρευση της κρατικής μηχανής, μα τη συντριβή, την καταστροφή της.
Δεν είναι οι λογικοί συλλογισμοί, αλλά η πραγματική εξέλιξη των γεγονότων, η ζωντανή πείρα του 1848- 1851 πού οδήγησαν στην τέτοια τοποθέτηση του προβλήματος. Πόσο αυστηρά κρατιέται ο Μαρξ στην πραγματική βάση της ιστορικής πείρας - φαίνεται από το γεγονός ότι το 1852 δε θέτει ακόμα συγκεκριμένα το ζήτημα με τι πρέπει ν' αντικατασταθεί αυτή η κρατική μηχανή που πρόκειται να καταστραφεί. Η πείρα δεν πρόσφερνε ακόμα τότε στοιχεία για ένα τέτοιο πρόβλημα, που η ιστορία το έθεσε στην ημερήσια διάταξη αργότερα, το 1871. Το 1852 μπορούσε κανείς να διαπιστώσει με την ακρίβεια φυσικοίστορίκης παρατήρησης μόνον ότι η προλεταριακή επανάσταση πλησίασε άμεσα στο καθήκον «να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις της καταστροφής» ενάντια στην κρατική εξουσία, στο καθήκον «να τσακίσει» την κρατική μηχανή.
Εδώ μπορεί να γεννηθεί το ερώτημα: είναι άραγε σωστή η γενίκευση της πείρας, των παρατηρήσεων και των συμπερασμαάτων του Μαρξ, η μεταφορά τους σε πεδίο πλατύτερο από την ιστορία της Γαλλίας στην τριετία 1848- 1851; Για να εξετάσουμε αυτό το ζήτημα θα θυμίσουμε πρώτα μια παρατήρηση του Ένγκελς και κατόπι θα περάσουμε στα πραγματικά δεδομένα.
... «Η Γαλλία - έγραφε ο Ένγκελς στον πρόλογο της 3ης έκδοσης της «18ης Μπρυμαίρ» - είναι η χώρα όπου περισσότερο από οπουδήποτε αλλού οι ιστορικοί ταξικοί αγώνες έφταναν κάθε φορά ως την αποφασιστική μάχη, όπου συνεπώς διαγράφονται με τον πιο ανάγλυφο τρόπο οι μεταβαλλόμενες πολιτικές μορφές, που μέσα τους κινούνται οι ταξικοί αγώνες και όπου συνοψίζονται τ' αποτελέσματά τους. Κέντρο της φεουδαρχίας στο μεσαίωνα, υποδειγματική χώρα της ενιαίας μοναρχίας των προνομιούχων τάξεων ύστερα από την Αναγέννηση, η Γαλλία τσάκισε στη μεγάλη επανάσταση το φεουδαρχισμό και εγκαθίδρυσε την καθαρή κυριαρχία της αστικής τάξης με τέτοια κλασική μορφή που δεν την έφτασε καμιά άλλη ευρωπαική χώρα. Και ο αγώνας του προλεταριάτου, που σηκώνει κεφάλι ενάντια στην κυρίαρχη αστική τάξη, εκδηλώνεται εδώ με τόσο οξεία μορφή, που είναι άγνωστη σε άλλες χώρες» (σελ. 4 της έκδ. του 1907).
Η τελευταία παρατήρηση έχει παλιώσει, εφόσον από το 1871 και δω σημειώθηκε μια διακοπή στον επαναστατικό αγώνα του γαλλικού προλεταριάτου, μ' όλο που, όσο μακρόχρονη κι αν είναι αυτή η διακοπή, δεν αποκλείει διόλου την πιθανότητα στην επικείμενη προλεταριακή επανάσταση η Γαλλία να δείξει πως είναι η κλασική χώρα της πάλης των τάξεων ίσαμε το αποφασιστικό τέλος.
Ας ρίξουμε όμως μια γενική ματιά στην ιστορία των προχωρημένων χωρών στα τέλη του ΧΙΧ και τις αρχές του ΧΧ αιώνα. Θα δούμε ότι συντελούνταν πιο αργά, πιο ποικιλόμορφα, πάνω σε πολύ πιο πλατιά κονίστρα το ίδιο προτσες: από τη μια μεριά, η συμπλήρωση της «κοινοβουλευτικής εξουσίας» τόσο στις δημοκρατικές χώρες (Γαλλία, Αμερική, Ελβετία), όσο και στις μοναρχικές (Αγγλία, Γερμανία ως ένα βαθμό, Ιταλία, Σκανδιναβικές χώρες κ.ά.), κι από την άλλη, η πάλη για την εξουσία των διάφορων αστικών και μικροαστικών κομμάτων, που μοιράζονταν και ξαναμοιράζονταν τη «λεία» των δημοσιουπαλληλικών θέσεων, χωρίς ν' αλλάζουν τα θεμέλια του αστικού καθεστώτος, τέλος, η τελειοποίηση και το δυνάμωμα της «εκτελεστικής εξουσίας» του υπαλληλοκρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού της.
Δε χωράει καμιά αμφιβολία πώς όλα αυτά είναι κοινά χαρακτηριστικά όλης της νεότερης εξέλιξης των κεφαλαιοκρατικών κρατών γενικά. Στα τρία χρόνια 1848 - 1851 η Γαλλία παρουσίασε με γοργό, έντονο συγκεντρωτικό τρόπο τα ίδια προτσές εξέλιξης που χαρακτηρίζουν όλο τον κεφαλαιοκρατικό κόσμο.
Ιδίως ο ιμπεριαλισμός, η εποχή του τραπεζιτικού κεφαλαίου, η εποχή των γιγάντιων κεφαλαιοκρατικών μονοπωλίων, η εποχή της μετεξέλιξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε κρατικό - μονοπωλιακό καπιταλισμό, παρουσιάζει ένα ασυνήθιστο δυνάμωμα της «κρατικής μηχανής», μιαν ανήκουστη αύξηση του υπαλληλοκρατικού και στρατιωτικού της μηχανισμού σε συνδυασμό με την ένταση των καταπιέσεων εναντία στο προλεταριάτο τόσο στις μοναρχικές, όσο και στις πιο ελεύθερες, δημοκρατικές χώρες.
Είναι αναμφισβήτητο ότι η παγκόσμια ιστορία πλησιάζει τώρα, σε ασύγκριτα μεγαλύτερη κλίμακα από το 1852, στη «συγκέντρωση όλων των δυνάμεων» της προλεταριακής επανάστασης για την «καταστροφή» της κρατικής μηχανής.
Με τι θα την αντικαταστήσει το προλεταριάτο, στο ζήτημα αυτό έδωσε διδαχτικότατο υλικό η Παρισινή Κομμούνα.
3. Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΡΞ ΤΟ 1852
Το 1907 ο Μέρινγκ δημοσίεψε στο περιοδικό «Neue Ζeit» (XXV, 2, 164) αποσπάσματα από γράμμα του Μαρξ στον Βαιντεμάγιερ με ημερομηνία 5 του Μάρτη 1852. Στο γράμμα αυτό περιέχεται, ανάμεσα στ' άλλα, και ο ακόλουθος αξιοσημείωτος συλλογισμός:
«Όσο για μένα, δε μου ανήκει ούτε η τιμή ότι εγώ ανακάλυψα την ύπαρξη των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία, ούτε η τιμή ότι εγώ ανακάλυψα την πάλη ανάμεσα τους. Πολύν καιρό πριν από μένα αστοί ιστορικοί είχαν περιγράψει την ιστορική εξέλιξη αυτής της πάλης των τάξεων και αστοί οικονομολόγοι - την οικονομική ανατομία των τάξεων. Το καινούργιο πού έκαμα εγώ ήταν πως απόδειξα: 1) ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς με ορισμένες ιστορικές φάσεις εξέλιξης της παραγωγής (histοrische Entwicklungsphasen der Ρrοdυktiοn), 2) ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη διχτατορία του προλεταριάτου, 3) ότι αυτή η ίδια η δικτατορία αποτελεί απλώς το περασμα προς την κατάργηση όλων των τάξεων και προς μια αταξική κοινωνία»...
Στα λόγια τούτα ο Μαρξ κατόρθωσε να εκφράσει με καταπληχτική παραστατικότητα, πρώτα, το κύριο και το θεμελιακό που ξεχωρίζει τη διδασκαλία του από τη διδασκαλία των πρωτοπόρων και πιο βαθιών στοχαστών της αστικής τάξης, και δεύτερο, την ουσία της διδασκαλίας του για το κράτος.
Το κύριο στη διδασκαλία του Μαρξ είναι η ταξική πάλη. Έτσι λένε και γράφουν πολύ συχνά. Μα αυτό δεν είναι σωστό. Και το αποτέλεσμα απ' αυτή την ανακριβεια είναι σχεδόν πάντα μια οπορτουνιστική διαστρέβλωση του μαρξισμού, η νόθευση του, έτσι που να γίνεται παραδεχτός για την αστική τάξη. Γιατί η διδασκαλία για την ταξική πάλη δεν δημιουργήθηκε από τον Μαρξ αλλά από την αστική τάξη πριν από τον Μαρξ και, μιλώντας γενικά, είναι παραδεχτή για την αστική τάξη. Όποιος παραδέχεται μόνο την πάλη των τάξεων, δεν είναι ακόμα μαρξιστής, αυτός μπορεί ακόμα ναναι άνθρωπος που δε βγαίνει από τα πλαίσια της αστικής σκέψης και της αστικής πολιτικής. Το να περιορίζεις το μαρξισμό στη διδασκαλία για την πάλη των τάξεων - σημαίνει να κουτσουρέβεις το μαρξισμό, να τον διαστρεβλώνεις, να τον ανάγεις σε ό,τι είναι παραδεκτό για την αστική τάξη. Μαρξιστής είναι μόνο εκείνος που επεκτείνει την αναγνώριση τ ης πάλης των τάξεων ως την αναγνώριση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτού βρίσκεται η πιο βαθιά διαφορά του μαρξιστή από το μικρό (μα και μεγάλο) αστό της αράδας. Αυτή είναι η λυδία λίθος για την πραγματική κατανόηση και παραδοχή του μαρξισμού. Και δεν είναι παράξενο πως, όταν η ιστορία της Ευρώπης έφερε πραχτικά την εργατική τάξη μπροστά σ' αυτό το ζήτημα, όχι μόνο όλοι οι οπορτουνιστές και ρεφορμιστές, αλλά και όλοι οι «καουτσκιστές» (οι άνθρωποι που ταλαντεύονται αναμέσα στο ρεφορμισμό και το μαρξισμό) αποδείχτηκαν θλιβεροί φιλισταίοι και μικροαστοί δημοκράτες, που απαρνιούνται τη διχτατορία του προλεταριάτου. Η μπροσούρα του Κάουτσκι «Διχτατορία του προλεταριάτου», που βγήκε τον Αύγουστο του 1918, δηλαδή πολύ πιο ύστερα από την πρώτη έκδοση τούτου του βιβλίου, είναι πρότυπο μικροαστικής διαστρέβλωσης του μαρξισμού και ύπουλης απάρνησής του στην πράξη, ενώ τον αναγνωρίζει υποκριτικά στα λόγια (βλ. τη μπροσούρα μου: «Η προλεταριακή επανάσταση κι ο αποστάτης Κάουτσκι», Πετρούπολη και Μόσχα 1918).
Ο σημερινός οπορτουνισμός στο πρόσωπο του κυριότερου εκπροσώπου του, του πρώην μαρξιστή Κ. Κάουτσκι, υπάγεται ολοκληρωτικά στο χαρακτηρισμό της αστικής θέσης που δίνεται από τον Μαρξ, γιατί ο οπορτουνισμός αυτός περιορίζει την περιοχή αναγνώρισης της ταξικής πάλης στην περιοχή των αστικών σχέσεων. (Σ' αυτή όμως την περιοχή, μέσα στα πλαίσια της, κανένας μορφωμένος φιλελεύθερος δε θ' αρνηθεί «καταρχήν» να παραδεχτεί την ταξική πάλη!) Ο οπορτουνισμός δεν επεκτείνει την αναγνώριση της ταξικής πάλης ακριβώς ίσαμε το κυριότερο, ως την περίοδο του περάσματος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, ως την περίοδο της ανατροπήs της αστικής τάξης και της πλέριας εκμηδένισης της. Στην πραγματικότητα η περίοδος αυτή είναι αναπόφευκτα περίοδος μιας πρωτάκουστα σκληρής ταξικής πάλης, πρωτάκουστης οξύτητας των μορφών της, συνεπώς, και το κράτος αυτής της περιόδου πρέπει αναπόφευκτα να είναι κράτος με νέο τρόπο δημοκρατικό (για τους προλετάριους και τους φτωχούς γενικά) και με νέο τρόπο δικτατορικό (ενάντια στην αστική τάξη).
Παρακάτω. Την ουσία της διδασκαλίας του Μαρξ για το κράτος την αφομοίωσε μόνον όποιος κατάλαβε πως η δικτατορία μιας τάξης είναι αναγκαία όχι μόνο για κάθε ταξική κοινωνία γενικά, όχι μόνο για το προλεταριάτο, που έχει ανατρέψει την αστική τάξη, μα και για ολόκληρη την ιστορική περίοδο, πού χωρίζει τον καπιταλισμό από την «χωρις τάξεις κοινωνία», από τον κομμουνισμό. Οι μορφές των αστικών κρατών είναι εξαιρετικά πολυποίκιλες, μα η ουσία τους είναι μια: όλα αυτά τα κράτη έτσι είτε αλλιώς, μα σε τελευταία ανάλυση υποχρεωτικά, είναι δικτατορία της αστικής τάξης. Το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό δεν μπορεί φυσικά να μη δόσει μια τεράστια αφθονία και ποικιλία πολιτικών μορφών, μα η ουσία εδώ θα είναι μια: δικτατορία του προλεταριάτου.
1. ΣΕ ΤΙ ΣΥΝΙΣΤΑΤΑΙ Ο ΗΡΩΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΑΡΩΝ;
Είναι γνωστό πως λίγους μήνες πριν από την Κομμούνα, το φθινόπωρο του 1870, ο Μαρξ προειδοποιούσε τους εργάτες του Παρισιού, αποδείχνοντας τους πως θα ήταν ανοησία απόγνωσης η απόπειρα ν' ανατρέψουν την κυβέρνηση. Όταν όμως το Μάρτη του 1871 επέβαλαν στους εργάτες την αποφασιστική μάχη και κείνοι τη δέχτηκαν, όταν η εξέγερση έγινε γεγονός, ο Μαρξ, παρά τα κακά προμηνύματα, χαιρέτησε με το μεγαλύτερο ενθουσιασμό την προλεταριακή επανάσταση. Ο Μαρξ δεν κόλλησε στη σχολαστική καταδίκη του «πρόωρου» κινήματος, όπως έκαμε ο θλιβερής φήμης ρώσος αποστάτης του μαρξισμού Πλεχάνοφ, που το Νοέμβρη του 1905 έγραφε ενθαρρυντικά για τον αγώνα των ρώσων εργατών και αγροτών, και ύστερα από το Δεκέμβρη του 1905 φώναζε σαν φιλελεύθερος: «δεν έπρεπε να πάρουμε τα όπλα».
Όμως ο Μαρξ δεν εκδήλωσε μόνον τον ενθουσιασμό του για τον ηρωισμό των κομμουνάρων, που, σύμφωνα με δική του έκφραση, «έκαναν έφοδο ενάντια στον ούρανό». Στο μαζικό επαναστατικό κίνημα, παρ' όλο που δεν πέτυχε το σκοπό του, ο Μαρξ έβλεπε μια ιστορική πείρα τεράστιας σημασίας, ορισμένο βήμα προ ς τα μπρος της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης, ένα πραχτικό βήμα, πολύ σπουδαιότερο από χιλιάδες προγράμματα και συζητήσεις. Ν' αναλύσει αυτή την πείρα, να βγάλει απ' αυτή διδάγματα ταχτικής, να επανεξετάσει πάνω στη βάση της τη θεωρία του - να το καθήκον που έβαλε στον εαυτό του ο Μαρξ.
Τη μόνη «διόρθωση» στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», που ο Μαρξ έκρινε απαραίτητο να κάνει, την έκαμε με βάση την επαναστατική πειρα των κομμουνάρων του Παρισιού.
Ο τελευταίος πρόλογος στη νέα γερμανική έκδοση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», που υπογράφεται και από τους δυο συγγραφείς του, έχει ημερομηνία 24 του Ιούνη 1872. Σ' αυτό τον πρόλογο οι συγγραφείς του, ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς, λένε πως «σήμερα πάλιωσε σε μερικά μέρη» το πρόγραμμα του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου».
... «Ιδίως - συνεχίζουν - η κομμούνα απόδειξε ότι η «εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς»» ...
Τις λέξεις αυτής της περικοπής, που βρίσκονται μέσα στα δεύτερα εισαγωγικά, οι συγγραφείς τις δανείστηκαν από το έργο του Μαρξ: «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλια».
Έτσι λοιπόν ένα βασικό και κύριο δίδαγμα της Κομμούνας του Παρισιού ο Μαρξ και ο Ένγκελς θεωρούσαν ότι έχει τόσο γιγάντια σημασία, που το καταχώρησαν σαν ουσιαστική διόρθωση στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο».
Είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό ότι αυτή ακριβώς η ουσιαστική διόρθωση διαστρεβλώθηκε από τους οπορτουνιστές, και το νόημα της θα είναι ασφαλώς άγνωστο στα εννιά δέκατα, αν όχι στα ενενήντα εννιά εκατοστά των αναγνωστών του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου». Θα μιλήσουμε λεπτομερειακά για τη διαστρέβλωση αυτή πιο κάτω, στο κεφάλαιο που αφιερώνεται ειδικά στις διαστρεβλώσεις. Τώρα φτάνει να σημειωθεί ότι η συνηθισμένη, η χυδαία «αντίληψη» του περίφημου αποφθέγματος του Μαρξ, που αναφέραμε, βρίσκεται στο ότι τάχα ο Μαρξ υπογραμμίζει εδώ την ιδέα της αργής εξέλιξης σε αντίθεση με την κατάληψη της εξουσίας και τα παρόμοια.
Στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η σκέψη του Μαρξ είναι ότι η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει, να τσακίσει την «έτοιμη κρατική μηχανή» και να μην περιοριστεί στην απλή κατάληψη της.
Στις 12 του Απρίλη 1871, δηλαδή ακριβώς τον καιρό της Κομμούνας, ο Μαρξ έγραφε στον Κούγκελμαν:
... «Αν ανοίξεις το τελευταίο κεφάλαιο του έργου μου «Η Ι 8η Μπρυμαίρ», θα δεις ότι εκφράζω τη γνώμη πως η επόμενη προσπάθεια της γαλλικής επανάστασης δεν πρέπει, όπως γινόταν ως τώρα, να περάσει τη γραφειοκρατική - στρατιωτική μηχανή από το ένα χέρι στο άλλο, άλλα να την τσακίσει» (η υπογράμμιση είναι του Μαρξ, στο πρωτότυπο υπάρχει η λέξη : zerbrechen), «και αυτός είναι ο προκαταρκτικός όρος κάθε πραγματικής λαικής επανάστασης στην ήπειρο. Αυτή είναι και η προσπάθεια των ηρωικών μας κομματικών συντρόφων του Παρισιού» (σελ. 709 της «Neue Ζeit», ΧΧ, 1, χρόνος 1901 - 1902). (Τα γράμματα του Μαρξ προς τον Κούγκελμαν βγήκαν στα ρωσικά σε όχι λιγότερες από δυο εκδόσεις, τη μια απ' αυτές την έχω επιμεληθεί εγώ και έχει δικό μου πρόλογο.)
Στα λόγια αυτά «να τσακίσει τη γραφειοκρατική - στρατιωτική κρατική μηχανή» περιέχεται, σύντομα διατυπωμένο, το κυριότερο δίδαγμα του μαρξισμού στο ζήτημα των καθηκόντων του προλεταριάτου στην επανάσταση όσον αφορά το κράτος. Κι αυτό ακριβώς το δίδαγμα όχι μόνο λησμονήθηκε ολότελα, μα και διαστρεβλώθηκε ανοιχτά από την κυρίαρχη καουτσκική «ερμηνεία» του μαρξισμού!
Όσο για την παραπομπή στη «18η Μπρυμαίρ» που κάvει ο Μαρξ, δώσαμε πιο πάνω ολόκληρη την αντίστοιχη περικοπή.
Είναι ενδιαφέρο να σημειώσουμε ιδιαίτερα δυο σημεία στον πιο πάνω συλλογισμό του Μαρξ. Πρώτο, ο Μαρξ περιορίζει. το συμπέρασμα του στην ήπειρο. Αυτό ήταν κατανοητό το 1871, όταν η Αγγλία ήταν ακόμα πρότυπο χώρας καθαρά κεφαλαιοκρατικής, αλλά χωρίς στρατοκρατία και σε σημαντικό βαθμό χωρίς γραφειοκρατία. Γι αυτό ο Μαρξ εξαιρούσε την Αγγλία, όπου μια επανάσταση, ακόμα και μια λαϊκή επανάσταση, φαινόταν και ήταν τότε δυνατή χωρίς τον προκαταρκτικό όρο της καταστροφής της «έτοιμης κρατικής μηχανής».
Τώρα, στα 1917, στην εποχή του πρώτου μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου, ο περιορισμός αυτός του Μαρξ παύει να ισχύει. Και η Αγγλία και η Αμερική, οι μεγαλύτεροι και τελευταίοι - σ' όλο τον κόσμο - εκπρόσωποι της αγγλοσαξωνικής «ελευθερίας» με την έννοια ότι δεν είχαν στρατοκρατία και γραφειοκρατία, κατρακύλησαν ολότελα στον πανευρωπαϊκό, βρωμερό, αιματηρό βούρκο των γραφειοκρατικών - στρατοκρατικών θεσμών που υποτάσσουν τα πάντα, που καταπνίγουν τα πάντα. Τώρα και στην Αγγλία και στην Αμερική «προκαταρκτικός όρος κάθε πραγματικής λαικής επανάστασης» είναι το τσάκισμα η καταστροφή της «έτοιμης» (που το 1914- 1917 ετοιμάστηκε σ' αυτές τις χώρες σε «ευρωπαϊκή», πανιμπεριαλεστική τελειότητα) «κρατικής μηχανής».
Δεύτερο, ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτη είναι η εξαιρετικά βαθυστόχαστη παρατήρηση του Μαρξ, ότι η καταστροφή της γραφειοκρατικής στρατιωτικής κρατικής μηχανής αποτελεί «προκαταρκτικό όρο κάθε πραγματικής λαϊκής επανάστασης». Αυτή η έννοια της «λαϊκής» επανάστασης φαίνεται παράξενη στο στόμα του Μαρξ και οι ρώσοι πλεχανοφικοί και μενσεβίκοι, οι οπαδοί αυτοί του Στρούβε, που θέλουν να θεωρούνται μαρξιστές , θα μπορούσαν ίσως να κηρύξουν αυτή την έκφραση του Μαρξ «παραδρομή». Αυτοί κατάντησαν το μαρξισμό μια τόσο άθλια φιλελεύθερη διαστρέβλωση, που γι' αυτούς δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από την αντιπαράθεση: αστική η προλεταριακή επανάσταση, μα κι αυτή την αντιπαράθεση την καταλαβαίνουν, όσο δε σηκώνει, νεκρά.
Αν πάρουμε για παράδειγμα τις επαναστάσεις του ΧΧ αιώνα, θα πρέπει βέβαια να παραδεχτούμε σαν αστικές και την πορ τογαλική και την τούρκικη. «Λαϊκή» όμως δεν ήταν ούτε η μια, ούτε η άλλη, γιατί ούτε στη μια, ούτε στην άλλη επανάσταση η μάζα του λαού, η τεράστια πλειοψηφία του δεν προβάλλει αισθητά, ενεργά, ανεξάρτητα, με δικές της οικονομικές και πολιτικές διεκδικήσεις. Αντίθετα, η ρωσική αστική επανάσταση του 1905 - 1907, μ' όλο που δεν είχε τόσο «λαμπρές» επιτυχίες, σαν κι αυτές που σημείωσαν παροδικά και η πορτογαλική και η τούρκικη, ήταν αναμφισβήτητα «πραγματικά λαϊκή» επανάσταση, γιατί η μάζα του λαού, η πλειοψηφία του, τα κατώτατα κοινωνικά στρώματα, τα τσακισμένα από την καταπίεση και την εκμετάλλευση, ορθώθηκαν ανεξάρτητα, έβαλαν σ' όλη την πορεία της επανάστασης τη σφραγίδα των δικών τους διεκδικήσεων, των δικών τους προσπαθειών να οικοδομήσουν με δικό τους τρόπο μια νέα κοινωνία στη θέση της παλιάς πού έπρεπε να καταστραφεί.
Σε καμία χώρα της ηπειρωτικής Ευρώπης του 1871 το προλεταριάτο δεν αποτελούσε την πλειοψηφία του λαού. Μια «λαική» επανάσταση που βάζει σε κίνηση πραγματικά την πλειοψηφία, θα μπορούσε να είναι τέτοια, μόνον εφόσον θ' αγκάλιαζε και το προλεταριάτο και την αγροτιά. Αυτές οι δυο τάξεις αποτελούσαν τότε το «λαό». Και τις δυο τάξεις τις ενώνει το γεγονός ότι «η γραφειοκρατική - στρατιωτική κρατική μηχανή» τις καταπιέζει, τις πνίγει, τις εκμεταλλεύεται. Να συντριφτεί αυτή η μηχανή, να τσακιστεί - αυτό είναι το πραγματικό συμφέρον του «λαού», της πλειοψηφίας του, των εργατών και της πλειοψηφίας των αγροτών, αυτός είναι ο «προκαταρκτικός όρος» της ελεύθερης συμμαχίας των φτωχών αγροτών με τους προλετάριους, και χωρίς αυτή τη συμμαχία η δημοκρατία δεν είναι στέρεη και είναι αδύνατος ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός.
Όπως είναι γνωστό, για μια τέτοια συμμαχία ξάνοιγε το δρόμο η Κομμούνα του Παρισιού, πού δεν πέτυχε το σκοπό της για μια σειρά αιτίες εσωτερικού και εξωτερικού χαρακτήρα.
Συνεπώς, μιλώντας για μια «πραγματικά λαϊκή έπανάσταση», ο Μαρξ, χωρίς διόλου να ξεχνάει τις ιδιομορφιες των μικροαστών (γι' αυτές μιλούσε πολύ και συχνά), υπολόγιζε πολύ αυστηρά τον πραγματικό συσχετισμό των τάξεων στα περισσότερα κράτη της ηπειρωτικής Ευρώπης του 1871. Κι από τ' άλλο μέρος, διαπίστωνε πως τη «συντριβή» της κρατικής μηχανής την απαιτούν τα συμφέροντα και των εργατών και των αγροτών, πως αυτή τους ενώνει, βάζει μπροστά τους το κοινό καθήκον της εξάλειψης του «παράσιτου» και της αντικατάστασης του με κάτι καινούργιο.
Μα με τι ακριβώς;
2. ΜΕ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΘΕΙ Η ΣΥΝΤΡΙΜΜΕΝΗ ΚΡΑΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ;
Η απάντηση που έδινε ο Μαρξ σε τούτο το ερώτημα το 1847 στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ήταν ακόμα εντελώς αφηρημένη, πιο σωστά, η απάντηση υπόδειχνε τα καθήκοντα, όχι όμως και τους τρόπους της πραγματοποίησης τους. Ν' αντικατασταθεί με την «οργάνωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη», με την «κατάχτηση της δημοκρατίας» - αυτή ήταν η απάντηση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου».
Χωρίς να επιδίδεται σε ουτοπίες, ο Μαρξ περίμενε από την πείρα του μαζικού κινήματος την απάντηση στο ερώτημα, ποιές συγκεκριμένες μορφές θα πάρει αυτή η οργάνωση του προλεταριάτου σαν κυρίαρχης τάξης, με ποιον ακριβώς τρόπο η οργάνωση αυτή θα συνδυαστεί με την πιο πλέρια και συνεπή «κατάχτηση της δημοκρατίας»:
Όσο μικρή κι αν ήταν η πείρα της Κομμούνας, ο Μαρξ στον «Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία» την υπόβαλε στην πιο προσεχτική ανάλυση. θα παραθέσουμε τα σπουδαιότερα χωρία αυτού του συγγράμματος:
Στον ΧΙΧ αιώνα αναπτύχθηκε η καταγόμενη από το μεσαίωνα «συγκεντρωτική κρατική εξουσία με τα πανταχού παρόντα όργανα της: το μόνιμο στρατό, την αστυνομία, τη γραφειοκρατία, τον κλήρο, τη δικαστική κάστα». Με την ανάπτυξη του ταξικού ανταγωνισμού ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία «η κρατική εξουσία αποχτούσε όλο και πιο πολύ το χαρακτήρα μιας δημοσιας βίας για την καταπίεση της εργατικής τάξης, το χαρακτήρα μιας μηχανής της ταξικής κυριαρχίας. Ύστερα από κάθε επανάσταση που σημειώνει μια πρόοδο της ταξικής πάλης, προβάλλει όλο και πιο ανοιχτά ο καθαρά καταπιεστικός χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας». Η κρατική εξουσία ύστερα από την επανάσταση του 1848 - 1849 γίνεται «το εθνικό όργανο πολέμου του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία». Η δεύτερη αυτοκρατορία κατοχυρώνει αυτό το όργανο.
«Η άμεση αντίθεση της αυτοκρατορίας ήταν η Κομμούνα». «Ήταν η καθορισμένη μορφή» «μιας τέτοιας δημοκρατίας, που όφειλε να έξαλείψει όχι μόνο τη μοναρχική μορφή της ταξικής κυριαρχίας, μα και την ίδια την ταξική κυριαρχία» ...
Σε τι ακριβώς συνίστατο αυτή η «καθορισμένη» μορφή προλεταριακής, σοσιαλιστικής δημοκρατίας; Ποιο ήταν το κράτος πού άρχισε να δημιουργεί;
.... «Το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν η κατάργηση του μόνιμου στρατού και η αντικατάσταση του με τον ένοπλο λαό» ...
Η διεκδίκηση αυτή βρίσκεται σήμερα στα προγράμματα όλων των κομμάτων που θέλουν να ονομάζονται σοσιαλιστικά. Το τι αξίζουν όμως τα προγράμματά τους το δείχνει καλύτερα από καθετί άλλο η στάση των δικών μας εσέρων και μενσεβίκων, που ίσα - ίσα μετά την επανάσταση της 27 του Φλεβάρη αρνήθηκαν στην πράξη να πραγματοποιήσουν αυτή τη διεκδίκηση!
... «Η Κομμούνα αποτελούνταν από τους δημοτικούς συμβούλους, που είχαν εκλεγεί με βάση το γενικό εκλογικό μα στα διάφορα διαμερίσματα του Παρισιού. Οι σύμβουλοι αυτοί ήταν υπεύθυνοι και σ' οποιαδήποτε στιγμή ανακλητοί. Η πλειοψηφία τους αποτελούνταν φυσικά από εργάτες ή από αναγνωρισμένους εκπροσώπους της εργατικής τάξης» ...
... «Η αστυνομία, που ως τώρα ήταν το όργανο της κεντρικής κυβέρνησης του κράτους, απογυμνώθηκε αμέσως απ' όλες τις πολιτικές της ιδιότητες και μετατράπηκε σε υπεύθυνο και ανακλητό σ' οποιαδήποτε στιγμή όργανο της Κομμούνας. Το ίδιο έγινε και με τους δημόσιους υπαλλήλους όλων των άλλων κλάδων της διοίκησης... Αρχίζοντας από τα μέλη της Κομμούνας, ως τους κατώτερους υπαλλήλους, η δημόσια υπηρεσία έπρεπε να εκτελείται με μισθό εργάτη. Όλα τ' αποχτημένα δικαιώματα και οι επιχορηγήσεις για έξοδα παραστάσεως στους ανώτερους αξιωματούχους του κράτους εξαφανίστηκαν μαζί με τους ίδιους τους αξιωματούχους... Όταν καταργήθηκαν πια ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία, τα όργανα αυτά της υλικής έξουσίας της παλιάς κυβέρνησης, η Κομμούνα επιδίωξε να τσακίσει το πνευματικό όργανο καταπίεσης, την εξουσία των παπάδων... Οι δικαστικοί λειτουργοί χάσανε τη φαινομενική ανεξαρτησία τους... στο εξής έπρεπε να εκλέγονται, να είναι υπεύθυνοι και ανακλητοί» ...
Έτσι λοιπόν η Κομμούνα σάμπως ν' αντικατάστησε τη συντριμμένη κρατική μηχανή «απλώς» με μια πιο πλέρια δημοκρατία: κατάργηση του μόνιμου στρατού, πλέρια αιρετότητα και ανακλητότητα όλων των δημόσιων λειτουργών. Στην πραγματικότητα όμως αυτό το «απλώς» σημαίνει αντικατάσταση σε γιγάντια κλίμακα ενός είδους θεσμών με θεσμούς καταρχήν διαφορετικού είδους. Εδώ βλέπουμε ακριβώς μια από τις περιπτώσεις «μετατροπης της ποσότητας σε ποιότητα»: η δημοκρατία, εφαρμoσμένη με τη μέγιστη γενικά νοητή πληρότητα και συνέπεια, μετατρέπεται από αστική δημοκρατία σε προλεταριακή, από κράτος (=ιδιαίτερη δύναμη για την καταπίεση μιας ορισμένης τάξης) σε κάτι που δεν είναι πια καθαυτό κράτος.
Πάντως η κατάπνιξη της αστικής τάξης και της αντίστασης της εξακολουθεί να είναι αναγκαία. Για την Κομμούνα αυτό ήταν ιδιαίτερα αναγκαίο, και μια από τις αιτίες της ήττας της βρίσκεται στο ότι δεν το έκανε όσο έπρεπε αποφασιστικά. Εδώ όμως όργανο καταπίεσης είναι πια η πλειοψηφία του πληθυσμού κι όχι η μειοψηφία, όπως γινόταν πάντα και στη δουλεία, και στη δουλοπαροικία, και στη μισθωτή δουλεία. Και μια που η ίδια η πλειοψηφία του λαού καταπνίγει τους καταπιεστές της, δε χρειάζεται πια μια «ιδιαίτερη δύναμη» κατάπνιξης! Μ' αυτή την έννοια το κράτος αρχίζει ν' απονεκρώνεται. Στη θέση των ειδικών θεσμών της προνομιούχας μειοψηφίας (προνομιούχα υπαλληλοκρατία και ηγεσία του μόνιμου στρατού), αυτό το καθήκον μπορεί να το εκπληρώνει άμεσα η ίδια η πλειοψηφία, και όσο πιο παλλαϊκή γίνεται η ίδια η εκπλήρωση των λειτουργιών της κρατικής εξουσίας, τόσο λιγότερο αναγκαία γίνεται αυτή η εξουσία.
Απ' αυτή την άποψη ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι το μέτρο της Κομμούνας, που το υπογραμμίζει ο Μαρξ: η κατάργηση κάθε επιχορήγησης για έξοδα παραστάσεως, κάθε χρηματικού προνομίου στους δημόσιους υπαλλήλους, η ελάττωση της πληρωμής όλων των λειτουργών του κράτους ως το επίπεδο του «μισθού του εργάτη». Σ' αυτό ίσα - ίσα εκφράζεται με τον πιο χτυπητό τρόπο η στροφή από την αστική δημοκρατία στην προλεταριακή δημοκρατία, από τη δημοκρατία των καταπιεστών στη δημοκρατία των καταπιεζόμενων τάξεων, από το κράτος σαν «ιδιαίτερη δύναμη» καταπίεσης μιας ορισμένης τάξης στην κατάπνιξη των καταπιεστών με τη γενική δύναμη της πλειοψηφίας του λαού, των εργατών και αγροτών. Και σ' αυτό ακριβώς το εξαιρετικά σαφές, στο ζήτημα του κράτους ίσως το σπουδαιότερο σημείο ξεχάστηκαν πιο πολύ τα διδάγματα του Μαρξ. Στα εκλαϊκευτικά σχόλια - ων ουκ έστιν αριθμός - δε γίνεται λόγος γι' αυτό. «Συνηθίζουν» να το αποσιωπούν, λες και πρόκειται για μια «απλοϊκότητα» που ξεπεράστηκε, - όπως οι χριστιανοί, από τότε που ο χριστιανισμός ανυψώθηκε σε επίσημη θρησκεία του κράτους, «λησμόνησαν» τις «απλοϊκότητες» του πρωταρχικού χριστιανισμού με το δημοκρατικό - επαναστατικό πνεύμα του.
Η ελάττωση των μισθών των ανώτατων δημόσιων λειτουργών φαίνεται «απλώς» σαν αίτημα του απλοϊκού, πρωτόγονου δημοκρατισμού. Ένας από τους «ιδρυτές» του νεότατου οπορτουνισμού, ο πρώην σοσιαλδημοκράτης Ε. Μπέρνσταϊν, εξασκούνταν επανειλημμένα στο να επαναλαμβάνει τις ξεφτισμένες αστικές ειρωνείες σε βάρος του «πρωτόγονου» δημοκρατισμού. Όπως όλοι οι οπορτουνιστές, όπως και οι τωρινοί καουτσκιστές, έτσι κι αυτός δεν κατάλαβε καθόλου, πρώτο, ότι το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό δεν μπορεί να γίνει χωρίς ορισμένη «επιστροφή» στον «πρωτόγονο» δημοκρατισμό (γιατί πως αλλιώς θα περάσεις στην άσκηση των κρατικών λειτουργιών από την πλειοψηφία του πληθυσμού, ακόμα κι απ' όλο χωρίς εξαίρεση τον πληθυσμό;), και δεύτερο, ότι ο «πρωτόγονος δημοκρατισμός» πάνω στη βάση του καπιταλισμού και του κεφαλαιοκρατικού πολιτισμού δεν είναι το ίδιο με τον πρωτόγονο δημοκρατισμό στις πρωτόγονες ή προκεφαλαιοκρ ατικές εποχές. Ο κεφαλαιοκρατικός πολιτισμός δημιούργησε τη μεγάλη παραγωγή, τα εργοστάσια, τους σιδηροδρόμους, τα ταχυδρομεία, τα τηλέφωνα κτλ., και πάνω σ' αυτήν τη βάση η τεράστια πλειονότητα των λειτουργιών της παλιάς «κρατικής εξουσίας» απλοποιήθηκε τόσο πολύ και μπορεί ν' αναχθεί σε τόσο απλούστατες πράξεις καταχώρησης, καταγραφής και έλεγχου, που οι λειτουργίες αυτές είναι απολύτως προσιτές σ' όλους όσοι ξέρουν ανάγνωση και γραφή, πού τις λειτουργίες αυτές θα μπορούν απολύτως να τις εκτελούν με το συνηθισμένο, «μισθό εργάτη», έτσι που θα μπορεί (και θα πρέπει) ν' αφαιρεθεί απ' αυτές τις λειτουργίες κάθε ίχνος οποιουδήποτε προνομίου, οποιουδήποτε «δικαιώματος προϊσταμένου».
Η πλέρια αίρετοτητα, η ανακλητότητα σ' οποιαδήποτε στιγμή όλων χωρίς εξαίρεση των δημόσιων λειτουργών, η ελάττωση του μισθού τους στο συνηθισμένο «μισθό του εργάτη», αυτά τα απλά και «αυτονόητα» δημοκρατικά μέτρα, που συνδυάζουν πέρα για πέρα τα συμφέροντα των εργατών και της πλειοψηφίας των αγροτών, αποτελούν ταυτόχρονα το γεφυράκι, που οδηγεί από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Τα μέτρα αυτά αφορούν τον κρατικό, καθαρά - πολιτικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, αποχτούν όμως φυσικά όλο το νόημα και τη σημασία τους μόνο σε συνδυασμό με την πραγματοποιούμενη ή προετοιμαζόμενη «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών», δηλαδή με το πέρασμα της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία.
«Η Κομμούνα - έγραφε ο Μαρξ - έκανε πραγματικότητα το σύνθημα όλων των αστικών επαναστάσεων, το σύνθημα της φτηνής διακυβέρνησης, καταργώντας τις δυο μεγαλύτερες πηγές εξόδων, το στρατό και τη δημοσιουπαλληλία».
Από την αγροτιά, όπως και από τ' άλλα στρώματα των μικροαστών, μόνο μια ασήμαντη μειοψηφία «ανεβαίνει ψηλά», «γίνονται άνθρωποι» με την αστική έννοια, δηλαδή μεταβάλλονται είτε σε εύπορους ανθρώπους, σε αστούς, είτε σε εξασφαλισμένους και προνομιούχους δημόσιους υπαλλήλους. Η τεράστια πλειοψηφία της αγροτιάς σε κάθε κεφαλαιοκρατική χώρα, όπου υπάρχει αγροτιά (και τέτοιες είναι οι περισσότερες κεφαλαιοκρατικές χώρες), καταπιέζεται από την κυβέρνηση και διψάει για την ανατροπή της, διψάει για «φτηνή» κυβέρνηση. Μόνο το προλεταριάτο μπορεί να το πραγματοποιήσει αυτό και, πραγματοποιώντας το, κάνει ταυτόχρονα ένα βήμα προς το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό του κράτους.
3. Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ
«Η Κομμούνα - έγραφε ο Μαρξ - δεν επρόκειτο να είναι κοινοβουλευτικό, αλλά εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα» ...
... «Αντί ν' αποφασίζει μια φορά κάθε τρία ή έξι χρόνια ποιό μέλος της άρχουσας τάξης θα εκπροσωπεί και θα τσαλαπατά (ver - und zertreten) το λαό στη βουλή, το γενικό εκλογικό δικαίωμα θα χρησίμευε στον οργανωμένο σε κομμούνες λαό, όπως το ατομικό δικαίωμα εκλογής χρησιμεύει σε κάθε εργοδότη, για να διαλεγει εργάτες, επιστάτες και λογιστές για την επιχείρηση του».
Κι αυτή επίσης η αξιοσημείωτη κριτική του κοινοβουλευτισμού, που έγινε το 1871, ανήκει σήμερα στα «ξεχασμένα λόγια» του μαρξισμού, χάρη στην κυριαρχία του σοσιαλσωβινισμού και του οπορτουνισμού. Εξ επαγγέλματος υπουργοί και βουλευτές, προδότες του προλεταριάτου και «επιχειρηματίες» σοσιαλιστές των ημερών μας παραχώρησαν την κριτική του κοινοβουλευτισμού αποκλειστικά στους αναρχικούς και πάνω σ' αυτή την περίεργα λογική βάση κήρυξαν «αναρχισμό» κάθε κριτική του κοινοβουλευτισμού!! Δεν είναι καθόλου παράξενο ότι το προλεταριάτο των «προοδευμένων» κοινοβουλευτικών χωρών, νιώθοντας αηδία στο θέαμα τέτοιων «σοσιαλιστών», σαν τους διάφορους Σάιντεμαν, Ντάβιντ, Λέγκιεν, Σαμπά, Ρενοντέλ, Χέντερσον, Βαντερβέλντε, Στάουνινγκ, Μπράντινγκ, Μπισσολάτι και Σία, έδειχνε όλο και συχνότερα τις συμπάθειες του στον αναρχοσυνδικαλισμό, παρ' όλο που ήταν αυτάδελφος του οπορτουνισμού.
Για τον Μαρξ όμως η επαναστατική διαλεχτική δεν ήταν ποτέ η κούφια εκείνή φράση της μόδας, το κρόταλο που την κατάντησαν ο Πλεχάνοφ, ο Κάουτσκι και άλλοι. Ο Μαρξ ήξερε να ξεκόβει αμείλιχτα από τον αναρχισμό, που δεν κατάφερνε να χρησιμοποιήσει ούτε και το «σταύλο» του αστικού κοινοβουλευτισμού, ιδίως όταν ήταν φανερό πως δεν υπάρχει επαναστατική κατάσταση, - μα ταυτόχρονα ήξερε να κάνει και πραγματικά επαναστατική - προλεταριακή κριτική του κοινοβουλευτισμού.
Ν' αποφασίζεις μια φορά σε κάμποσα χρόνια ποιο μέλος της κυρίαρχης τάξης θα τσαλαπατά, θα καταπνίγει το λαό στη βουλή - να ποια είναι η αληθινή ουσία του αστικού κοινοβουλευτισμού όχι μόνο στις κοινοβουλευτικές - συνταγματικές μοναρχίες, αλλά και στις πιο δημοκρατικές δημοκρατίες.
Αν όμως θέσουμε το ζήτημα του κράτους, αν δούμε τον κοινοβουλευτισμό σαν ένα από τους θεσμούς του κράτους, από την άποψη των καθηκόντων του προλεταριάτου σ' αυτό τον τομέα, που βρίσκεται τότε η διέξοδος από τον κοινοβουλευτισμό; Πως μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα χωρίς αυτόν;
Ξανά και ξανά πρέπει να πούμε: τα διδάγματα του Μαρξ, που βασίζονται στη μελέτη της Κομμούνας, ξεχάστηκαν τόσο, που για το σημερινό «σοσιαλδημοκράτη» (διάβαζε: το σημερινό προδότη του σοσιαλισμού) είναι κυριολεχτικά ακατανόητη άλλη κριτική του κοινοβουλευτισμού εκτός από την αναρχική ή την αντιδραστική.
Η διέξοδος από τον κοινοβουλευτισμό δε βρίσκεται φυσικά στην κατάργηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών και της αιρετότητας, αλλά στη μετατροπή, των αντιπροσωπευτικών θεσμών από λογοκοπεία σε «εργαζόμενα» σώματα. «Η Κομμούνα δεν επρόκειτο να είναι κοινοβουλευτικό, αλλά εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα».
«Όχι κοινοβουλευτικό, αλλά εργαζόμενο σώμα», αυτά τα λόγια ταιριάζουν απόλυτα για τους σημερινούς κοινοβουλευτικούς άνδρες και τα κοινοβουλετικά «χαϊδεμένα σκυλάκια» της σοσιαλδημοκρατίας. Κοιτάχτε οποιαδήποτε κοινοβουλευτική χώρα, από την Αμερική ως την Ελβετία, από τη Γαλλία ως την Αγγλία, Νορβηγία κλπ.: η καθαυτό «κρατική» δουλιά διεξάγεται πίσω από τα παρασκήνια και την κάνουν οι Διευθύνσεις, τα γραφεία, τα επιτελεία. Στα κοινοβούλια απλώς φλυαρούν με τον ειδικό σκοπό να ξεγελούν το «λαουτζίκο». Αυτό είναι τόσο σωστό, που ακόμα και στη ρωσική δημοκρατία, την αστική δημοκρατία, προτού καν προλάβει να δημιουργήσει πραγματικό κοινοβούλιο, εκδηλώθηκαν με το πρώτο όλες αυτές οι αμαρτίες του κοινοβουλευτισμού. Τέτοιοι ήρωες του σάπιου μικροαστισμού, σαν τους Σκόμπελεφ και τους Τσερετέλι, τους Τσερνόφ και τους Αυξέντιεφ, κατάφεραν να μαγαρίσουν και τα Σοβιέτ σύμφωνα με το πρότυπο του πρόστυχου αστικού κοινοβουλευτισμού και να τα μετατρέψουν σε κούφια λογοκοπεία. Μέσα στα Σοβιέτ οι κύριοι «σοσιαλιστές» υπουργοί ξεγελούν τους ευκολόπιστους μουζίκους με παχιά λόγια και ψηφίσματα. Μέσα στην κυβέρνηση συνεχίζεται μια ατελείωτη καντρίλια με σκοπό, από τη μια μεριά, να θρονιάζουν εκ περιτροπής «γύρω στην πήτα» με τις προσοδοφόρες και τιμητικές θεσούλες όσο το δυνατό περισσότερους εσέρους και μενσεβίκους, κι από την άλλη, «να περισπούν την προσοχή» του λαού. Ενώ μέσα στα γραφεία και στα επιτελεία «διεξάγουν» την «κρατική» δουλιά!
Η εφημερίδα «Ντιέλο Ναρόντα», όργανο του κυβερνητικού κόμματος των «σοσιαλιστών- επαναστατών», ομολογούσε τελευταία σ' ένα κύριο άρθρο της σύνταξης - με την απαράμιλλη ειλικρίνεια ανθρώπων της «καλής κοινωνίας», όπου «όλοι» ασχολουνται με την πολιτική πορνεία - πως ακόμα και στα υπουργεία, πού ανήκουν στους «σοσιαλιστες» (συγνώμη για την έκφραση!), ακόμα κι εκεί ολόκληρος ο δημοσιουπαλληλικός μηχανισμός μένει στην ουσία ο παλιός, λειτουργεί με τον παλιό τρόπο, σαμποτέρνει εντελώς «ελεύθερα» τις επαναστατικές πρωτοβουλίες! Μα και αν δεν υπήρχε αυτή η ομολογία, μήπως δεν το αποδείχνει αυτό η πραγματική ιστορία της συμμετοχής των εσέρων και των μενσεβίκων στην κυβέρνηση; Το χαρακτηριστικό εδώ είναι μόνο τούτο, ότι κάνοντας στα υπουργεία συντροφιά με τους καντέτους, οι διάφοροι κύριοι Τσερνόφ, Ρουσάνοφ, Ζενζίνοφ και λοιποί συντάχτες της «Ντιέλο Ναρόντα» τόσο πολύ ξατσιπώθηκαν, που δε διστάζουν να διηγούνται δημόσια, σαν ένα τιποτένιο πράγμα, δίχως να κοκκινίζουν, πως στα υπουργεία «τους» όλα έμειναν όπως ήταν παλιά!! Επαναστατική -δημοκρατική φρασεολογία - για να αποβλακώνονται τα Γιαννάκια του χωριού, και υπαλληλική γραφειοκρατική κωλυσιεργία για να «ικανοποιούνται» οι κεφαλαιοκράτες - οριστε ποιά είναι η ουσία του «έντιμου» συνασπισμού.
Τον πουλημένο και σαπισμένο κοινοβουλευτισμό της αστικής κοινωνίας η Κομμούνα τον αντικατασταίνει με θεσμούς, όπου η ελευθερία της γνώμης και της συζήτησης δεν εκφυλίζεται σε απάτη, γιατί οι βουλευτές είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται οι ίδιοι, οι ίδιοι να εφαρμόζουν τους νόμους τους, οι ίδιοι να ελέγχουν τ' αποτελέσματα της εφαρμογής τους, οι ίδιοι να φέρνουν άμεσα την ευθύνη απέναντι στους εκλογείς τους. Οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί μένουν, μα δεν υπάρχει εδώ κοινοβουλευτισμός σαν ιδιαίτερο σύστημα, σαν χωρισμός της νομοθετικής από την εκτελεστική εργασία, σαν προνομιούχα θέση για τους βουλευτές. Χωρίς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς δεν μπορούμε να φανταστούμε τη δημοκρατία, ακόμα και την προλεταριακή δημοκρατία, χωρίς τον κοινοβουλευτισμό μπορούμε και οφείλουμε να την φανταστούμε, αν η κριτική της αστικής κοινωνίας δεν είναι για μας κούφια λόγια, αν η προσπάθεια ν' ανατρέψουμε την κυριαρχία της αστικής τάξης είναι σοβαρή και ειλικρινής μας προσπάθεια, κι όχι «εκλογική» φρασεολογία για το ψάρεμα των ψήφων των εργατών, όπως κάνουν οι μενσεβίκοι και οι εσέροι, οι Σάιvτεμαν και οι Λέγκιεν, οι Σαμπά και οι Βαντερβέλντε.
Είναι εξαιρετικά διδακτικό το γεγονός ότι ο Μαρξ, μιλώντας για τις λειτουργίες εκείνης της δημοσιουπαλληλίας, που είναι απαραίτητη και στην Κομμούνα και στην προλεταριακή δημοκρατία, παίρνει για σύγκριση τους υπαλλήλους «κάθε άλλου εργοδότη», δηλαδή μια συνηθισμένη κεφαλαιοκρατική επιχείρηση με «εργάτες, επιστάτες και λογιστές».
Στον Μαρξ δεν υπάρχει ούτε στάλα ουτοπισμός, με την έννοια της επινόησης και της φανταστικής αντίληψης της «καινούργιας» κοινωνίας. Όχι, ο Μαρξ μελετάει σαν ένα φυσικοιστορικό προτσές τη γέννηση της καινούργιας κοινωνίας από την παλιά, τις μεταβατικές μορφές από τη δεύτερη στην πρώτη. Παίρνει την πραγματική πείρα του μαζικού προλεταριακού κινήματος και προσπαθεί να βγάλει απ' αυτήν πρακτικά διδάγματα. «Διδάσκεται» από την Κομμούνα, όπως όλοι οι μεγάλοι επαναστάτες στοχαστές δε φοβούνταν να διδάσκονται από την πείρα των μεγάλων κινημάτων της καταπιεζόμενης τάξης, χωρίς ποτέ να παίρνουν απέναντι της στάση σχολαστική «ηθικοδιδασκαλιστική» (σαν την πλεχανοφική: «δεν έπρεπε να πάρουμε τα όπλα» ή την τσερετελική: «μια τάξη πρέπει ν' αυτοπεριορίζεται») .
Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για εκμηδένιση της υπαλληλίας μονομιάς, παντού και ολοκληρωτικά. Αυτό θα 'ταν ουτοπία. Η συντριβή όμως μονομιάς της παλιάς υπαλληλικής μηχανής και το άμεσο αρχίνημα της οργάνωσης μιας καινούργιας, που να επιτρέπει τη βαθμιαία εκμηδένιση κάθε υπαλληλίας, αυτό δεν είναι ουτοπία, είναι η πείρα της Κομμούνας, είναι το άμεσο, το επόμενο καθήκον του επαναστατικού προλεταριάτου.
Ο καπιταλισμός απλοποιεί τις λειτουργίες της «κρατικής» διοίκησης, επιτρέπει ν' απορρίψουμε το «ρόλο του προϊστάμενου» και να περιορίσουμε όλο το ζήτημα στην οργάνωση των προλετάριων (σαν κυρίαρχης τάξης), που εξονόματος όλης της κοινωνιας μισθώνει «εργάτες, επιστάτες , λογιστές».
Εμείς δεν είμαστε ουτοπιστές. Δεν «ονειρευόμαστε» πως θα τα βγάλουμε πέρα μονομιάς χωρίς καμιά διοίκηση, χωρίς καμιά υποταγή. Αυτά τα αναρχικά ονειροπολήματα, βασισμένα στη μη κατανόηση των καθηκόντων της διχτατορίας του προλεταριάτου, είναι απολύτως ξένα στο μαρξισμό και στην πράξη χρησιμεύουν μόνο για την αναβολή της σοσιαλιστικής επανάστασης ίσαμε τη μέρα που θα γίνουν αλλιώτικοι οι άνθρωποι. Όχι, εμείς θέλουμε τη σοσιαλιστική επανάσταση με τους ανθρώπους που έχουμε τώρα, που δεν θα μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα δίχως υποταγή, δίχως έλεγχο, δίχως «επιστάτες και λογιστές».
Η υποταγή όμως πρέπει να γίνει στην ένοπλη πρωτοπορία όλων των εκμεταλλευομένων και εργαζομένων - στο προλεταριάτο. Ο ειδικός «ρόλος του προιστάμενου» των δημόσιων υπαλλήλων πρέπει και μπορεί ν' αρχίσει ν' αντικατασταίνεται αμέσως από τη μια μέρα στην άλλη, με τις απλές λειτουργίες των «επιστατών και λογιστών», λειτουργίες που από τώρα κιόλας είναι πέρα για πέρα προσιτές στο επίπεδο ανάπτυξης των κατοίκων της πόλης γενικά και που μπορούν οπωσδήποτε να εκπληρώνονται με «μισθό εργάτη».
Ξεκινώντας απ' ό,τι έχει κιόλας δημιουργήσει ο καπιταλισμός, να οργανώσουμε τη μεγάλη παραγωγή μόνοι μας, εμείς οι εργάτες, στηριγμένοι στη δική μας εργατική πείρα, δημιουργώντας αυστηρότατη, σιδερένια πειθαρχία, που θα την υποστηρίζει η κρατική εξουσία των ένοπλων εργατών, να περιορίσουμε τους δημόσιους υπαλλήλους στο ρόλο απλών εκτελεστών των εντολών μας, που θα είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους, ανακλητοί, μέτρια πληρωνόμενοι «επιστάτες και λογιστές» (φυσικά θα συμπεριλαβαίνονται σ' αυτούς και τεχνικοί όλων των κατηγοριών, ειδών και βαθμών) - αυτό είναι το δικό μας, προλεταριακό καθήκον, απ' αυτό μπορούμε και πρέπει ν' αρχίσουμε όταν κάνουμε την προλεταριακή επανάσταση. Μια τέτοια αρχή, πάνω στη βάση της μεγάλης παραγωγής, οδηγεί μόνη της στη βαθμιαία «απονέκρωση» κάθε υπαλληλίας, στη βαθμιαία δημιουργία μιας τέτοιας τάξης πραγμάτων, - τάξης πραγμάτων χωρίς εισαγωγικά, τάξης που δε μοιάζει με τη μισθωτή δουλεία - τέτοιας τάξης, όπου οι διαρκώς απλοποιούμενες λειτουργίες επιστασίας και λογοδοσίας θα εκτελούνται απ' όλους διαδοχικά, θα γίνονται κατόπι συνήθεια και τέλος θ' ατονίσουν σαν ειδικές λειτουργιές ενός ιδιαιτέρου στρώματος ανθρώπων.
Ένας έξυπνος Γερμανός σοσιαλδημοκράτης της όγδοης δεκαετίας του περασμένου αιώνα ονόμασε το ταχυδρομείο πρότυπο σοσιαλιστικού νοικοκυριού. Αυτό είναι πολύ σωστό. Σήμερα το ταχυδρομείο είναι νοικοκυριό, οργανωμένο σύμφωνα με τον τύπο του κρατικο-κεφαλαιοκρατικού μονοπωλίου. Ο ιμπεριαλισμός μετατρέπει σιγά - σιγά όλα τα τράστ σε οργανώσεις αυτού του τύπου. Πάνω από τους «απλούς» εργαζόμενους, που ξεθεώνονταν στη δουλιά και πεινούν, στέκει εδώ η ίδια η αστική γραφειοκρατία. Εδώ όμως είναι κιόλας έτοιμος ο μηχανισμός της κοινωνικής διαχείρισης. Ας ανατρέψουμε τους κεφαλαιοκράτες, ας συντριψουμε με το σιδερενιο χέρι των ένοπλων εργατών την αντίσταση αυτών των εκμεταλλευτών, ας τσακίσουμε τη γραφειοκρατική μηχανή του σύγχρονου κράτους - και μπροστά μας θα προβάλει ένας μηχανισμός με υψηλό τεχνικό εξοπλισμό, απαλλαγμένος από το «παράσιτο», ένας μηχανισμός, που μπορούν θαυμάσια να τον βάλουν σε κίνηση οι ίδιοι οι ενωμένοι εργάτες, μισθώνοντας τεχνικούς, επιστάτες, λογιστές, πληρώνοντας τη δουλιά όλων αυτών, όπως και όλων γενικά των «κρατικών» υπαλλήλων με μισθό εργάτη. Αυτό είναι το συγκεκριμένο, πραχτικό, άμεσα πραγματοποιήσιμο καθήκον σχετικά με όλα τα τραστ, καθήκον που λυτρώνει τους εργαζόμενους από την εκμετάλλευση και παίρνει υπόψη την πείρα, που εγκαινίασε κιόλας πρακτικά (ιδίως στον τομέα της κρατικής οικοδόμησης) η Κομμούνα.
Όλη η λαϊκή οικονομία, οργανωμένη όπως το ταχυδρομείο, έτσι που οι τεχνικοί, οι επιστάτες, οι λογιστές, καθώς και όλοι οι αξιωματούχοι να μην παίρνουν μισθό παραπάνω από το «μισθό εργάτη», κάτω από τον έλεγχο και την καθοδήγηση του ένοπλου προλεταριάτου - να ποιος είναι ο πιο άμεσος σκοπός μας. Να τι λογής κράτος, να πάνω σε ποιά οικονομική βάση μας χρειαζεται. Να τι θα μας δόσει την εκμηδένιση του κοινοβουλευτισμού και τη διατήρηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών, να τι θ' απαλλάξει τις εργαζόμενες τάξεις από την εκπόρνευση αυτών των θεσμών απομέρους της αστικής τάξης.
4. Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
... «Σε ένα σύντομο πρόχειρο σχέδιο για την εθνική οργάνωση, που η Κομμούνα δεν πρόλαβε να το επεξεργαστεί περισσότερο, λέγεται ρητά πως η Κομμούνα θ' αποτελούσε την πολιτική μορφή ακόμα και του πιο μικρού χωριού» ... Από τις κομμούνες (κοινότητες) θα εκλεγόταν και η «εθνική αντιπροσωπεία» στο Παρίσι.
... «Οι λίγες, μα σπουδαίες λειτουργίες, που θα απόμεναν ακόμα για μια κεντρική κυβέρνηση, δεν θα καταργούνταν, όπως σκόπιμα το παραποίησαν, αλλά θα μεταβιβάζονταν σε υπαλλήλους της Κομμούνας, δηλαδή σε αυστηρά υπεύθυνους για τις πράξεις τους υπαλλήλους» ...
... «Η ενότητα του έθνους δε θα έσπαζε, μα αντίθετα, θα οργανωνόταν με το καθεστώς της Κομμούνας και θα γινόταν πραγματικότητα με την εκμηδένιση της κρατικής εκείνης εξουσίας, που παρουσιαζόταν σαν η ενσάρκωση αυτής της ενότητας, που ήθελε όμως να είναι ανεξάρτητη και ανώτερη απέναντι στο ίδιο έθνος και που ωστόσο δεν ήταν παρά ένα παρασιτικό καρκίνωμα στο σώμα του έθνους. Ενώ επρόκειτ ο ν' αποκοπούν τα καταπιεστικά μόνο όργανα της παλιάς κυβερνητικής εξουσίας, έπρεπε οι δικαιολογημένες λειτουργίες της ν' αποσπαστούν από μια εξουσία που είχε την αξίωση να στέκει πάνω από την κοινωνία και ν' αποδοθούν πάλι στους υπεύθυνους για τις πράξεις τους υπηρέτες της κοινωνίας».
Ίσαμε ποιό βαθμό δεν κατάλαβαν - ίσως θα είναι σωστότερο να πούμε: δε θέλησαν να καταλάβουν - οι οπορτουνιστές της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας αυτούς τους συλλογισμούς του Μαρξ, το δείχνει καλύτερα απ' όλα το ηροστρατικά διάσημο βιβλίο του εξωμότη Μπέρνσταιν: «Οι προϋποθέσεις του σοσιαλισμού και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας». Παίρνοντας αφορμή ίσα - ίσα από τα πιο πάνω λόγια του Μαρξ, ο Μπέρνσταιν έγραφε πώς αυτό το πρόγραμμα «ως προς το πολιτικό του περιεχόμενο παρουσιάζει σε όλα τα ουσιαστικά γνωρίσματα τη μεγαλύτερη ομοιότητα με το ομοσπονδιακό σύστημα του Προυντόν ... Παρ' όλες τις άλλες διαφορές ανάμεσα στον Μαρξ και στο «μικροαστό» Προυντόν (ο Μπέρνσταιν βάζει τη λέξη «μικροαστός» μέσα σε εισαγωγικά, που, κατά τη γνώμη του, πρέπει να είναι ειρωνικά), η πορεία της σκέψης τους σ' αυτά τα σημεία είναι τόσο κοντά, όσο δεν παίρνει άλλο». Βέβαια, συνεχίζει ο Μπέρνσταιν, η σημασία των δήμων μεγαλώνει, μα «μου φαίνεται αμφίβολο αν το πρώτο καθήκον της δημοκρατίας θάπρεπε να είναι μια τέτοια κατάλυση (Αuflosung - κυριολεχτικά: κατάργηση, διάλυση) των σύγχρονων κρατών και η ολοκληρωτική μετατροπή (Umwandlung - αλλαγή) της οργάνωσης τους, όπως τη φαντάζονται ο Μαρξ και ο Προυντόν - συγκρότηση της εθνικής συνέλευσης από αντιπροσώπους των επαρχιακών ή νομαρχιακών συνελεύσεων, που με τη σειρά τους θ' αποτελούνταν από αντιπροσώπους των κοινοτήτων - έτσι που όλη η ως τώρα μορφή των εθνικών αντιπροσωπειών θα εξαφανιζόταν εντελώς» (Μπέρνσταιν, «Οι προϋποθέσεις κτλ.», σελ. 134 και 136 της γερμανικής έκδοσης του 1 899).
Αυτό είναι κυριολεχτικά τερατώδικο: να συγχέεις τις απόψεις του Μαρξ για την «εκμηδένιση της κρατικής εξουσιας - παράσιτου» με το ομοσπονδιακό σύστημα του Προυντόν! Αυτό όμως δεν είναι τυχαίο, γιατί του οπορτουνιστή ούτε καν του περνάει από το νου πως εδώ ο Μαρξ δε μιλάει καθόλου για το ομοσπονδιακό σύστημα σαν αντίβαρο στο συγκεντρωτισμό, αλλά για τη συντριβή της παλιάς, αστικής κρατικής μηχανής, που υπάρχει σ' όλες τις αστικές χώρες.
Από το μυαλό του οπορτουνιστή περνάει μόνο αυτό που βλέπει γύρω του, στο περιβάλλον του μικροαστικoύ φιλισταισμού και της «ρεφορμιστικής» στασιμότητας, δηλαδή μόνον οι «δήμοι»! Για την επανάσταση του προλεταριάτου ο οπορτουνιστής ξέμαθε και να σκέφτεται.
Είναι για να γελάς. Είναι όμως αξιοσημείωτο πως δε συγκρούστηκαν σ' αυτό το σημείο με τον Μπέρνσταιν. Πολλοι αντικρούσανε τον Μπέρνσταιν - ιδίως ο Πλεχάνοφ στη ρωσική φιλολογία και ο Κάουτσκι στην ευρωπαϊκή, μα γι' αυτή τη διαστρέβλωση του Μαρξ από τον Μπέρνσταιν δε μίλησαν ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος.
Ο οπορτουνιστής σε τέτοιο βαθμό ξέμαθε να σκέφτεται επαναστατικά και να συλλογίζεται την επανάσταση, που αποδίδει το «ομοσπονδιακό σύστημα» στον Μαρξ, μπερδεύοντας τον με τον ιδρυτή του αναρχισμού, τον Προυντόν. Και ο Κάουτσκι και ο Πλεχάνοφ, που θέλουν να είναι ορθόδοξοι μαρξιστές, να υπερασπίζουν τη διδασκαλία του επαναστατικού μαρξισμού, σωπαίνουν γι' αυτό! Εδώ βρίσκεται μια από τις ρίζες εκείνου του άκρου εκχυδαϊσμού των απόψεων για τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο μαρξισμό και στον αναρχισμό, που χαρακτηρίζει και τους καουτσκιστές και τους οπορτουνιστές και που γι' αυτό θα χρειαστεί να ξαναμιλήσουμε κι άλλο.
Στους συλλογισμούς του Μαρξ που αναφέρουμε δεν υπάρχει ούτε ίχνος ομοσπονδιακού συστήματος. Ο Μαρξ συμφωνεί με τον Προυντόν ίσα - ίσα σε κείνο που δε βλέπει ο οπορτουνιστής Μπέρνσταιν. Ο Μαρξ διαφωνεί με τον Προυντόν ίσα- ίσα σε κείνο που ο Μπερνσταιν το βλέπει σαν ομοφωνία τους.
Ο Μαρξ συμφωνεί με τον Προυντόν εκεί πού και οι δυο τους τάσσονται υπέρ της «συντριβής» της σύγχρονης κρατικής μηχανής. Αυτή την ομοφωνία του μαρξισμού με τον αναρχισμό (και με τον Προυντόν και με τον Μπακούνιν) δε θέλουν να τη δουν ούτε οι οπορτουνιστές, ούτε οι καουτσκιστές, γιατί σ' αυτο το σημείο ξεμάκρυναν από το μαρξισμό.
Ο Μαρξ διαφωνεί και με τον Προυντόν και με τον Μπακούνιν ίσα - ίσα στο ζήτημα του ομοσπονδιακού συστήματος (χωρίς να μιλήσουμε πια για τη διχτατορία του προλεταριάτου). Το ομοσπονδιακό σύστημα πηγάζει καταρχήν από τις μικροαστικές αντιλήψεις του αναρχισμού. Ο Μαρξ είναι συγκεντρωτιστής. Και στους συλλογισμούς του που αναφέραμε δεν υπάρχει καμιά απομάκρυνση από το συγκεντρωτισμό. Μόνο άνθρωποι γεμάτοι μικροαστική «δεισιδαιμονική πίστη» στο κράτος μπορούν να παίρνουν την εκμηδένιση της αστικής μηχανής σαν εκμηδένιση του συγκεντρωτισμού!
Καλά, μα αν το προλεταριάτο και η φτωχή αγροτιά πάρουν στα χέρια τους την κρατική εξουσία, οργανωθούν εντελώς ελεύθερα σε κομμούνες (κοινότητες) και συνενώσουν τη δράση όλων των κοινοτήτων με σκοπό να χτυπήσουν το κεφάλαιο, να συντρίψουν την αντίσταση των κεφαλαιοκρατών, να μεταβιβάσουν σ' όλο το έθνος, στο σύνολο της κοινωνίας, την ατομική ιδιοκτησία πάνω στους σιδηροδρόμους, τα εργοστάσια, τη γη και τα λοιπά, μήπως αυτό δε θα είναι συγκεντρωτισμός; μήπως αυτό δε θα είναι ο πιο συνεπής δημοκρατικός συγκεντρωτισμός; και μάλιστα προλεταριακός συγκεντρωτισμός;
Του Μπέρνσταιν δεν μπορεί ούτε και να του περάσει από το νου πως είναι δυνατό να υπάρξει θεληματικός συγκεντρωτισμός, θεληματική συνένωση των κοινοτήτων σε έθνος, θεληματική συγχώνευση των προλεταριακών κοινοτήτων για τη συντριβή της αστικής κυριαρχίας και της αστικής κρατικής μηχανής. Ο Μπέρνσταιν, όπως και κάθε φιλισταίος, φαντάζεται το συγκεντρωτισμό σαν κάτι που μπορεί να επιβληθεί και να διατηρηθεί μόνο από τα πάνω, μόνο από την υπαλληλία και τη στρατοκρατία.
Γι' αυτό ο Μαρξ, λες και προβλέποντας πως μπορεί να διαστρεβλωθούν οι απόψεις του, υπογραμμίζει επίτηδες ότι αποτελούν συνειδητή πλαστογράφηση οι κατηγορίες πως τάχα η Κομμούνα ήθελε να καταστρέψει την ενότητα του έθνους, να καταργήσει την κεντρική εξουσία. Ο Μαρξ επίτηδες χρησιμοποιεί την έκφραση «οργάνωση της ενότητας του έθνους», για ν' αντιπαραθέσει το συνειδητό, δημοκρατικό, προλεταριακό συγκεντρωτισμό στον αστικό, στρατιωτικό, υπαλληλικό.
Μα... όποιος δε θέλει ν' ακούσει είναι χειρότερος από όλους τους κουφούς. Και ακριβώς οι οπορτουνιστές της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας δε θέλουν ν' ακούσουν για εκμηδένιση της κρατικής μηχανής, για αποκοπή του παράσιτου.
5. ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ - ΠΑΡΑΣΙΤΟΥ
Παραθέσαμε κιόλας τα αντίστοιχα λόγια του Μαρξ και πρέπει να τα συμπληρώσουμε.
... «Η συνηθισμένη μοίρα των νέων ιστορικών δημιουργημάτων - έγραφε ο Μαρξ - είναι να τα παίρνουν σαν αντίστοιχο παλιότερων ή ακόμα και ξεπερασμένων μορφών της κοινωνικής ζωής, με τις οποίες οι καινούργιοι θεσμοί μοιάζουν κάπως. Έτσι και τη νέα αυτή Κομμούνα, που τσακίζει (bricht - σπάζει) τη σύγχρονη κρατική μηχανή, τη θεώρησαν σαν αναβίωση των μεσαιωνικών κοινοτήτων... μια ομοσπονδία μικρών κρατών (Μοντεσκιέ, Γιρονδίνοι)... σαν υπερβολική μορφή του παλιού αγώνα ενάντια στον υπερσυγκεντρωτισμό» ...
... «Το καθεστώς της Κομμούνας θα ξαναεπέστρεφε στο κοινωνικό σώμα όλες εκείνες τις δυνάμεις, που τις κατέτρωγε ως τώρα το παρασιτικό καρκίνωμα «κράτος», που τρέφεται σε βάρος της κοινωνίας και εμποδίζει την ελεύθερη κίνηση της. Και μόνο μ? αυτή την πράξη θα έβαζε μπρος την αναγέννηση της Γαλλίας»...
... «Το καθεστώς της Κομμούνας θα έβαζε τους παραγωγούς της υπαίθρου κάτω από την πνευματική καθοδήγηση των νομαρχιακών κέντρων και εκεί, στο πρόσωπο των εργατών της πόλης, θα τους εξασφάλιζε τους φυσικούς εκπρόσωπους των συμφερόντων τους. Και μόνη η ύπαρξη της Κομμούνας είχε σαν συνακόλουθο της, σαν κάτι το αυτονόητο, την τοπική αυτοκυβέρνηση, όχι όμως πια σαν αντίβαρο στην κρατική εξουσία, που είχε γίνει τώρα περιττή».
«Εκμηδενιση της κρατικής εξουσίας», που ήταν «παρασιτικό καρκίνωμα», «αποκοπή» και «καταστροφή» της, «η κρατική εξουσία γίνεται τώρα περιττή» - να με ποιες εκφράσεις μιλούσε ο Μαρξ για το κράτος, όταν εκτιμούσε και ανάλυε την πείρα της Κομμούνας.
Όλα αυτά γράφτηκαν σχεδόν πριν από μισόν αιώνα, και. σήμερα χρειάζονται ως ένα βαθμό ανασκαφές, για να κάνεις συνείδηση των πλατιών μαζών τον ανόθευτο μαρξισμό. Τα συμπεράσματα που βγήκαν από τις παρατηρήσεις πάνω στην τελευταία μεγάλη επανάσταση, που έζησε ο Μαρξ, τα ξέχασαν τότε ακ ριβώς που ήρθε η ώρα για τις κατοπινές μεγάλες επαναστάσεις του προλεταριάτου.
... «Η ποικιλία των ερμηνειών, που δόθηκαν για την Κομμούνα, και η ποικιλία των συμφερόντων, που βρήκαν την έκφραση τους σ' αυτήν, αποδείχνουν πως ήταν μια πέρα για πέρα ευλύγιστη πολιτική μορφή, ενώ όλες οι προηγούμενες μορφές κυβέρνησης ήταν στην ουσία τους καταπιεστικές. Το αληθινό της μυστικό, ήταν το παρακάτω: η Κομμούνα ήταν ουσιαστικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα του αγώνα της τάξης που παράγει ενάντια στην τάξη που ιδιοποιείται, η επιτέλους ανακαλυφθείσα πολιτική μορφή, κάτω από την οποία μπορούσε να συντελεστεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας»...
«Χωρίς τον τελευταίο αυτόν όρο το καθεστώς της κομμούνας θα ήταν κάτι το αδύνατο, θα ήταν απάτη»...
Οι ουτοπιστές ασχολούνταν με την «ανακάλυψη» πολιτικών μορφών, μέσα στις οποίες θάπρεπε να συντελεστεί ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας. Οι αναρχικοί απόφευγαν γενικά το ζήτημα των πολιτικών μορφών. Οι οπορτουνιστές της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας δέχτηκαν τις αστικές πολιτικές μορφές του κοινοβουλευτικού δημοκρατικού κράτους σαν το όριο που δεν επιτρέπεται να ξεπεραστεί και σπάζανε το κούτελο τους, από τις μετάνοιες μπροστά σ' αυτό το «πρότυπο», χαρακτήριζαν αναρχισμό κάθε προσπάθεια να σπάσει κανείς αυτές τις μορφές.
Ο Μαρξ συμπέρανε απ' όλη την ιστορία του σοσιαλισμού και των πολιτικών αγώνων πως το κράτος πρέπει να εξαφανιστεί, πως η μεταβατική μορφή της εξαφάνισης του (πέρασμα από το κράτος στο μη - κράτος) θα είναι το «οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο». Δεν καταπιάστηκε όμως ο Μαρξ ν' ανακαλύψει τις πολιτικές μορφές αυτού του μέλλοντος. Περιορίστηκε στην επιστάμενη παρατήρηση της γαλλικής ιστορίας, στην ανάλυση της και στο συμπέρασμα που πρόσφερνε το έτος 1851: τα πράγματα οδηγούν προς την καταστροφή της αστικής κρατικής μηχανής.
Κι όταν ξέσπασε το μαζικό επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου, ο Μαρξ άρχισε να μελετάει ποιές μορφές είχε ανακαλύψει το κίνημα αυτό, παρά την αποτυχία του, παρά τη σύντομη διάρκεια του και την ολοφάνερη αδυναμία του.
Η Κομμούνα είναι η «ανακαλυφθείσα επιτέλους» από την προλεταριακή επανάσταση μορφή, με την οποία μπορεί να συντελεστεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας.
Η Κομμούνα είναι η πρώτη, απόπειρα της προλεταριακής επανάστασης να συντρίψει την αστική κρατική μηχανή και η «ανακαλυφθείσα επιτέλους» πολιτική μορφή, με την όποια μπορεί και πρέπει ν' αντικατασταθεί αυτό που συντρίφτηκε.
Θα δούμε στην παρακάτω έκθεση μας ότι οι ρωσικές επαναστάσεις του 1905 και 1917, μέσα σε διαφορετική κατάσταση και κάτω από διαφορετικές συνθήκες, συνεχίζουν το εργο της Κομμούνας και επιβεβαιώνουν τη μεγαλοφυή ιστορική ανάλυση του Μαρξ.
ε σας τους νέους θέλω να μιλήσω σήμερα. Οι γέροι — εννοώ φυσικά τους γέρους στην καρδιά και το πνεύμα— ας αφήσουν στην άκρη το βιβλιαράκι μου αυτό για να μην κουραστούν διαβάζοντας κάτι που δεν θα τους πει τίποτε.
Υποθέτω ότι είσαι περίπου δεκαοκτώ ή είκοσι χρονών, ότι τελειώνεις με την μαθητεία σου σε μια Τέχνη με τις σπουδές σου, και ότι τώρα βγαίνεις στην ζωή. Φαντάζομαι ότι το πνεύμα σου είναι απαλλαγμένο από τις προλήψεις τις οποίες διάφοροι άνθρωποι προσπάθησαν να σου εμφυσήσουν, ότι δεν φοβάσαι τον διάβολο και ότι δεν δίνεις σημασία στα παραληρήματα των παπάδων και των ιεροκηρύκων.
Υποθέτω ακόμη ότι δεν είσαι ένας από εκείνους τους ανόητους λιμοκοντόρους —θλιβερά προϊόντα μιας κοινωνίας σε παρακμή— που επιδεικνύουν τα γελοία παντελόνια και τις πιθηκίσιες φάτσες τους στους δρόμους, και οι οποίοι ήδη σ’ αυτήν την ηλικία δεν κυριαρχούνται από τίποτε άλλο πέρα από την ακόρεστη επιθυμία για απολαύσεις έναντι οποιουδήποτε τιμήματος… Απεναντίας πιστεύω ότι η καρδιά σου είναι ζωντανή, γι’ αυτό ακριβώς και σου μιλώ.
Ξέρω ότι μπροστά σου ορθώνεται ένα τεράστιο ερωτηματικό. Πολύ συχνά αναρωτιέσαι: «Τι θα γίνω στην ζωή μου;». Είναι γεγονός πως όταν ένας άνθρωπος είναι νέος πιστεύει ότι, έχοντας μάθει μια τέχνη ή σπουδάσει μια επιστήμη για κάποια χρόνια, με έξοδα της κοινωνίας, δεν το έκανε για να γίνει ένα όργανο εκμετάλλευσης. Θα ήταν πολύ διεφθαρμένος και ανήθικος, εάν δεν είχε ποτέ ονειρευτεί πως κάποια μέρα θα χρησιμοποιούσε την ευφυΐα, τις ικανότητες και τις γνώσεις του για να βοηθήσει στην χειραφέτηση εκείνων που σήμερα σέρνονται μέσα στην εξαθλίωση και την αμάθεια.
Είσαι κι εσύ ένας από εκείνους που είχαν ένα τέτοιο όραμα, δεν είναι έτσι; Πολύ καλά! Ας δούμε λοιπόν τι θα κάνεις για να γίνει το όνειρό σου πραγματικότητα.
Δεν ξέρω μέσα σε ποιο κοινωνικό περιβάλλον γεννήθηκες. Πιθανόν, ευνοημένος από την τύχη, να έχεις στρέψει την προσοχή σου στην σπουδή μιας επιστήμης — θα γίνεις γιατρός, δικηγόρος. φιλόλογος ή επιστήμων. ‘Ένας μεγάλος δρόμος ανοίγεται εμπρός σου. Βγαίνεις στον στίβο της ζωής εφοδιασμένος με πλούσιες γνώσεις κι ένα καλλιεργημένο πνεύμα· ή, πιθανότατα, είσαι ένας απλός τεχνίτης με επιστημονική γνώση που περιορίζεται στα λίγα εκείνα που έμαθες στο σχολείο. Έχεις όμως το πλεονέκτημα να ξέρεις από πρώτο χέρι το νόημα μιας ζωής εξαντλητικού μόχθου που αποτελεί την μοίρα του εργάτη της εποχής μας.
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ «ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ»
Προς τους γιατρούς
Ξετυλίγοντας την σκέψη μας, ας υποθέσουμε κατ’ αρχάς πως έχεις σπουδάσει μια επιστήμη. Ας πούμε ότι μόλις τέλειωσες την ιατρική. Αύριο ένας φτωχοντυμένος άνθρωπος θα έρθει να σε παρακαλέσει να επισκεφτείς μια άρρωστη γυναίκα. Θα σε οδηγήσει σ’ ένα από εκείνα τα σοκάκια που είναι τόσο στενά ώστε όταν σι γείτονες δίνουν τα χέρια σχεδόν αγγίζουν τα κεφάλια των περαστικών. Μπαίνοντας στην αυλή θα σε τυλίξει η μπόχα απ’ την μούχλα και την υγρασία· με το φως ενός φαναριού που τρεμουλιάζει, θ’ ανέβεις δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε θεοβρώμικες σκάλες και να ‘σαι μέσα σ’ ένα σκοτεινό, παγωμένο δωμάτιο όπου θα δεις την άρρωστη ξαπλωμένη πάνω σ’ ένα αχυρόστρωμα και σκεπασμένη με παλιοκούρελα. Γύρω σου μερικά χλωμά, πελιδνά παιδάκια. Τουρτουρίζουν κάτω από τα πανωφόρια τους, θα σε κοιτούν με τα μεγάλα, ορθάνοιχτα μάτια τους. Ο άντρας της άρρωστης όλη του την ζωή δούλευε δώδεκα και δεκατρείς ώρες την ημέρα από ‘δώ κι από ‘κει. Τώρα, εδώ και τρεις μήνες, είναι άνεργος. Το να μένει χωρίς δουλειά, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο για το επάγγελμά του. Συμβαίνει κάθε χρόνο περιοδικά. Αλλά παλιότερα, όταν δεν είχε δουλειά, η γυναίκα του πήγαινε και δούλευε σαν παραδουλεύτρα έπλενε ίσως τα πουκάμισά σου για μερικές πεντάρες την ημέρα. Τώρα όμως, πάνε δυο μήνες που είναι κατάκοιτη και η εξαθλίωση απλώνεται πάνω στην οικογένεια σε όλη την απεχθή της φρίκη.
Αν νιώσουν ότι έχεις καλή καρδιά και καθαρή ματιά και ότι μιλάς σταράτα, η οικογένεια θα σου εκμυστηρευτεί πολλά πράγματα. Θα σου πει πως η γυναίκα που ζει στο διπλανά δωμάτιο, η γυναίκα που όταν βήχει σου σκίζει την καρδιά, είναι μια φτωχή σιδερώτρια. Ότι στο κάτω πάτωμα όλα τα παιδιά λιώνουν από τον πυρετό. Ότι η πλύστρα που κατοικεί στο υπόγειο, δεν θα την βγάλει ως την άνοιξη, και ότι στο διπλανό σπίτι τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα.
Ποια θεραπεία θα συστήσεις στην άρρωστη, γιατρέ, αφού έχεις καταλάβει με την πρώτη ματιά πως αιτία της αρρώστιας της είναι μια γενική αναιμία, η έλλειψη καλής τροφής και καθαρού αέρα; Ας πούμε. μια καλή μπριζόλα κάθε μέρα; Μικρούς περιπάτους στην εξοχή; Ένα ευάερο και χωρίς υγρασία δωμάτιο: Τι ειρωνεία! Αν μπορούσε να τα ‘χει όλα αυτά, θα τα έκανε πολύ καιρό πριν και δεν θα περίμενε την δική σου συμβουλή.
Τι θα συστήσεις σε όλους αυτούς τους αρρώστους; Να τρώνε καλά. ν’ αλλάξουν περιβάλλον, να δουλεύουν λιγότερο κουραστικά; Μακάρι να μπορούσες αλλά δεν τολμάς, κι έτσι φεύγεις με πληγωμένη καρδιά, ρίχνοντας κατάρες αριστερά και δεξιά.
Την άλλη μέρα, ενώ ακόμη συλλογιέσαι την μοίρα των κατοίκων αυτής της τρώγλης, ένας συνάδελφός σου διηγείται πως την προηγουμένη ήρθε και τον πήρε ένας υπηρέτης, με άμαξα αυτήν την φορά.
Επισκέφθηκε τον ιδιοκτήτη ενός ωραίου σπιτιού, μια γυναίκα εξαντλημένη από την αϋπνία. με την ζωή της γεμάτη λούσα, επισκέψεις, χορούς και . . .καυγάδες με τον ηλίθιο σύζυγό της. Ο συνάδελφός σου τής σύστησε μια πιο ήσυχη ζωή, μια ελαφρύτερη διατροφή και περιπάτους στην εξοχή, να χαλαρώνει και να κάνει μερικές ασκήσεις γυμναστικής στην κάμαρά της για να αντικαταστήσει, ως έναν βαθμό, την έλλειψη παραγωγικής δραστηριότητας.
Η μία λοιπόν πεθαίνει γιατί δεν είχε ποτέ στην ζωή της αρκετή τροφή και ανάπαυση, ενώ η άλλη μαραίνεται γιατί από τότε που γεννήθηκε δεν έμαθε ποτέ τι θα πει δουλειά.
Αν είσαι κι εσύ ένας από εκείνους τους εκφυλισμένους χαρακτήρες που προσαρμόζονται σε οτιδήποτε, που στην θέα των πιο αποκρουστικών εικόνων παρηγορούνται μ’ έναν ελαφρύ αναστεναγμό, τότε θα συνηθίσεις σιγά-σιγά αυτές τις αντιθέσεις και την κτηνώδη φύση που ευνοεί τις φιλοδοξίες σου. Δεν θα σκέπτεσαι τίποτε άλλο παρά μόνο το πώς θα παραμείνεις μέσα στις τάξεις των κυνηγών της ηδονής, δηλαδή των πλουτοκρατών, ώστε να μην βρεθείς ποτέ ανάμεσα στους εξαθλιωμένους.
Αν όμως είσαι Άνθρωπος, αν κάθε σου αίσθημα εκφράζεται, στην περίπτωσή σου, με τις πράξεις σου, αν το κτήνος που υπάρχει μέσα σου δεν έχει κατασπαράξει την ευγενική σου φύση, τότε μια μέρα θα γυρίσεις σπίτι μονολογώντας: «Όχι, είναι άδικο, δεν πρέπει να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση! Δεν αρκεί να θεραπεύουμε τις αρρώστιες, οφείλουμε να τις προλαμβάνουμε. Μια κάπως άνετη ζωή και μια πνευματική καλλιέργεια αρκούν για να σβήσουν από τους καταλόγους μας τους μισούς αρρώστους και τις μισές αρρώστιες. Στο διάολο λοιπόν τα γιατρικά! Καθαρός αέρας, καλή διατροφή, λιγότερο εξαντλητική δουλειά -να πώς πρέπει ν’ αρχίσουμε. Χωρίς αυτά, ολόκληρη η ιατρική δεν είναι τίποτε άλλο παρά απάτη και αγυρτεία».
Εκείνη ακριβώς την ημέρα θα καταλάβεις το νόημα του σοσιαλισμού, θα θελήσεις να τον γνωρίσεις καλύτερα. Κι αν η λέξη φιλαλληλία δεν είναι για σένα μια λέξη κενή περιεχομένου, αν μελετήσεις το κοινωνικό ζήτημα υπό το φως της αυστηρής ανάλυσης του φυσικού φιλοσόφου, θα καταλήξεις να ενταχθείς στις γραμμές μας και θα δουλέψεις, όπως δουλεύουμε κι εμείς, για να πραγματοποιηθεί η Κοινωνική Επανάσταση.
Προς τους επιστήμονες
Αλλά πιθανόν να πεις: «Στο διάολο η απλή πρακτική δουλειά. Θα αφοσιωθώ στην καθαρή επιστήμη. όπως ο αστρονόμος, ο φυσικός ή ο χημικός. Μια τέτοια εργασία πάντοτε αποδίδει καρπούς. έστω κι αν είναι μόνο για τις μελλοντικές γενιές».
Ας προσπαθήσουμε πρώτα-πρώτα να καταλάβουμε τι επιδιώκεις αφιερώνοντας τον εαυτό σου στην επιστήμη. Πρόκειται άραγε μόνο για την απόλαυση -πολύ μεγάλη αναμφίβολα- που πηγάζει από την μελέτη της φύσης και την χρησιμοποίηση των πνευματικών μας δυνάμεων; Σ’ αυτήν την περίπτωση, θα σε ρωτήσω: σε τι διαφέρει ο σοφός που ασχολείται με την επιστήμη για να περάσει πιο ευχάριστα την ζωή του, από εκείνον εκεί τον μεθύστακα, ο οποίος το μόνο που ζητά είναι η άμεση ικανοποίηση που του προσφέρει το πιοτό; Ο σοφός διάλεξε βέβαια σοφότερα την ικανοποίησή του, αφού του προσφέρει βαθύτερη και πολύ πιο μακροχρόνια ευχαρίστηση απ’ ό,τι εκείνη του μέθυσου. Αλλά, αυτό είναι όλο! Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος επιδιώκουν τον ίδιο εγωιστικό σκοπό: την ατομική ικανοποίηση.
Όμως όχι, εσύ δεν ποθείς την εγωιστική αυτή ζωή! Το να ασχολείσαι με την επιστήμη, σημαίνει για σένα ότι εργάζεσαι για την ανθρωπότητα, και αυτή είναι η ιδέα που θα σε κατευθύνει στην έρευνα σου. Τι γοητευτική χίμαιρα! Ποιος από μας δεν την είχε έστω και για μια στιγμή ενστερνιστεί όταν εγκατέλειψε για πρώτη φορά τον εαυτό του χάριν της επιστήμης;
Αλλά τότε, αν πραγματικά θέλεις να προσφέρεις στην ανθρωπότητα, αν το καλό του ανθρώπινου γένους είναι το ζητούμενο για σένα, θα δεις ένα τρομερό εμπόδιο να υψώνεται μπροστά σου, διότι, όσο περιορισμένη κι αν είναι η κριτική σου ικανότητα, αμέσως θα πρέπει να αντιληφθείς ότι στην κοινωνία μας σήμερα η επιστήμη αποτελεί ένα είδος πολυτελείας που κάνει την ζωή πιο ευχάριστη για τους λίγους, ενώ παραμένει εντελώς απρόσιτη για την συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων.
Έχουν περάσει περισσότερα από εκατό χρόνια από τότε που η επιστήμη θεμελίωσε αξιόπιστες θεωρίες αναφορικά με την προέλευση του κόσμου, αλλά άνθρωποι τις γνωρίζουν ή διαθέτουν την αληθινή επιστημονική ικανότητα κριτικής; Το πολύ μερικές εκατοντάδες που χάνονται μέσα στα εκατομμύρια των εκατομμυρίων ανθρώπων, σι οποίοι, σαν τους πρωτόγονους, είναι βυθισμένοι μέσα σε προλήψεις και προκαταλήψεις, κι επομένως πάντοτε πρόσφοροι να χρησιμεύσουν σαν μαριονέτες στα χέρια θρησκευτικών αγυρτών.
Ή, για να προχωρήσουμε ένα βήμα παρακάτω, ας ρίξουμε μια ματιά στο τι έχει κάνει τι επιστήμη για να οικοδομήσει ορθολογικά θεμέλια για την σωματική και ηθική υγεία. Η επιστήμη μάς λέει πώς πρέπει να ζούμε για να είμαστε υγιείς και να διατηρούμε σε καλή κατάσταση τις πυκνοκατοικημένες πόλεις μας. Αλλά μήπως δεν παραμένει κενό γράμμα μέσα στα βιβλία μας όλη η τεράστια εργασία που έχει γίνει προς αυτές τις δύο κατευθύνσεις; Όλοι γνωρίζουμε πως έτσι έχουν τα πράγματα. Και γιατί αυτό: Διότι η επιστήμη υπάρχει σήμερα μόνο για μια χούφτα προνομιούχων, διότι η κοινωνική ανισότητα. η οποία διαιρεί. την κοινωνία σε δύο τάξεις, τους μισθωτούς σκλάβους και τους εκμεταλλευτές κεφαλαιοκράτες, κάνει όλες τις σχετικές με τις συνθήκες μιας ορθολογικής ζωής διδασκαλίες να φαίνονται σαν η πιο πικρή ειρωνεία για τα 9/10 της ανθρωπότητας.
Θα μπορούσα να σου αναφέρω πάμπολλα παραδείγματα, όμως προτιμώ απλώς να σου πω: βγες έξω απ’ το εργαστήρι του Φάουστ, όπου τα μαυρισμένα από την σκόνη τζάμια μόλις που αφήνουν το φως του ήλιου να φθάσει στα βιβλία σου, και κοίταξε γύρω σου —σε κάθε βήμα σου μονάχος σου θα βρεις τις αποδείξεις που χρειάζονται για να στηριχτεί αυτός μου ο ισχυρισμός.
Σήμερα δεν χρειάζεται πλέον να συσσωρεύσουμε επιστημονικές γνώσεις και ανακαλύψεις. Το σημαντικότερο πράγμα είναι να διαδώσουμε τις αλήθειες που ήδη έχουμε κατακτήσει, να τις εφαρμόσουμε στην καθημερινή μας ζωή, να τις κάνουμε κληρονομιά όλων. Θα πρέπει να ρυθμίσουμε τα πράγματα με τέτοια σοφία, ώστε να μπορέσει ολόκληρη η ανθρωπότητα να τις αφομοιώσει και να τις εφαρμόσει, ώστε η επιστήμη να πάψει ν’ αποτελεί πολυτέλεια και να γίνει η βάση της καθημερινής ζωής. Η δικαιοσύνη το απαιτεί! Θα προσέθετα επίσης ότι το απαιτούν τα ίδια ακριβώς τα συμφέροντα της επιστήμης. Η επιστήμη τότε μόνο πραγματοποιεί αληθινή πρόοδο. Όταν οι αλήθειες της βρίσκουν περιβάλλον έτοιμο να τις δεχθεί.
Η θεωρία της μηχανικής αρχής της θερμότητας, η οποία είχε διατυπωθεί τον περασμένο αιώνα με τους ίδιους σχεδόν όρους που την έχουν διατυπώσει ο Χιρν* (Σ.τ.μ. Χιρν. Γουσταύος-Αδόλφος (1815-99). Γάλλος βιομήχανος και φυσικός. Του οφείλουμε τον προσδιορισμό του αντίστοιχου της θερμίδας στην μηχανική) και ο Κλαούζιους,( Σ.τ.μ. Κλαούζιους, Ρούντολφ-Ιούλιος (1822-88). Γερμανός φυσικομαθηματικός Διατύπωσε τον β’ νόμο της Θερμοδυναμικής (1850), και ανέπτυξε την Θεωρία κίνησης των αερίων. Εισήγαγε επίσης την εντροπία στην Θερμοδυναμική) ήταν θαμμένη στα ακαδημαϊκά αρχεία επί 80 χρόνια, ώσπου να διαδοθεί ευρέως μια τέτοια γνώση της φυσικής που να αρκεί για να δημιουργήσει ένα κοινό ικανό να την δεχθεί. Χρειάστηκε να περάσουν τρεις ολόκληρες γενιές ώσπου να μπορέσουν να γίνουν ευνοϊκά δεκτές από τα εγγόνια τους και να αναγνωρισθούν από τους σοφούς ακαδημαϊκούς οι ιδέες του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών, αλλά, ακόμη και τότε, αυτό συνέβη με την πίεση της κοινής γνώμης. Ο φιλόσοφος, όπως ο ποιητής και ο καλλιτέχνης, πάντοτε αποτελεί προϊόν της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει και κινείται.
Αλλά εάν είσαι διαποτισμένος με αυτές τις ιδέες, αντιλαμβάνεσαι ότι πρώτα απ’ όλα είναι ανάγκη να αλλάξει ριζικά αυτή η κατάσταση πραγμάτων, η οποία καταδικάζει σήμερα τον σοφό να είναι παραφουσκωμένος με επιστημονικές αλήθειες, όλη δε σχεδόν την υπόλοιπη ανθρωπότητα να παραμένει στην ίδια κατάσταση που βρισκόταν πριν από πέντε ή δέκα αιώνες —δηλαδή στην κατάσταση των σκλάβων και των μηχανών που δεν μπορούν να προσαρμοσθούν στις καθιερωμένες αλήθειες. Την ημέρα λοιπόν που θα καταλάβεις αυτήν την μεγάλη, ανθρώπινη και κατάφωρη επιστημονική αλήθεια, την ημέρα εκείνη θα χάσεις το ενδιαφέρον σου για την καθαρή επιστήμη. Θα αρχίσεις να δουλεύεις για ν’ ανακαλύψεις τα μέσα που θα επηρεάσουν αυτόν τον μετασχηματισμό, αν δε, φέρεις στις έρευνές σου εκείνη την αμεροληψία που σε καθοδηγούσε στις επιστημονικές σου έρευνες, αναγκαστικά Θα υιοθετήσεις τις σοσιαλιστικές ιδέες, θα δώσεις τέλος στα σοφίσματα και θα έρθεις μαζί μας. Απηυδισμένος απ’ το να δουλεύεις εσύ για να περνάει καλά αυτή η μικρή ομάδα που ήδη βέβαια απολαμβάνει τα πάντα— θα αφοσιωθείς στην Υπόθεση, θέτοντας τις γνώσεις σου στην υπηρεσία των καταπιεζομένων.
Και να είσαι βέβαιος πως το αίσθημα ότι εκπληρώνεις το καθήκον σου και η πραγματική συμφωνία αισθημάτων και έργων σου, θα σε βοηθήσουν τότε να ανακαλύψεις μέσα σου δυνάμεις των οποίων την ύπαρξη ούτε καν είχες ποτέ φανταστεί. Και όταν μια μέρα —όχι πολύ μακριά στο μέλλον— όταν μια μέρα, επαναλαμβάνω, θα έχει συντελεσθεί η αλλαγή για την οποία μοχθείς, τότε η επιστήμη, αντλώντας νέες δυνάμεις από την συλλογική επιστημονική εργασία και από την μεγάλη βοήθεια που θα της δώσουν στρατιές ολόκληρες εργατών οι οποίοι θα έρθουν να θέσουν την ενεργητικότητά τους στην υπηρεσία της, θα κάνει ένα νέο άλμα προς τα εμπρός, με το οποίο συγκρινόμενη η σημερινή αργή πρόοδος θα μοιάζει σαν μία απλή μαθηματική άσκηση. Τότε θα απολαύσεις την επιστήμη, όταν η απόλαυση αυτή θα είναι κοινή για όλους.
Προς τους δικηγόρους
Αν ολοκλήρωσες τις νομικές σπουδές σου και πρόκειται να ενταχθείς στο δικηγορικό σώμα, πιθανόν κι εσύ να κάνεις όνειρα για την μελλοντική σου δραστηριότητα — υποθέτω ότι διαθέτεις ένα από τα ευγενέστερα πνεύματα, ότι γνωρίζεις πολύ καλά τι σημαίνει φιλαλληλία. ‘Ίσως να σκέπτεσαι κάπως έτσι: «Υπάρχει ευγενέστερη σταδιοδρομία από το να αφιερώσω την ζωή μου σ’ έναν συνεχή και ακατάβλητο αγώνα ενάντια σε κάθε αδικία, από το να ασκήσω όλες μου τις ικανότητες για να πραγματοποιηθεί ο θρίαμβος του νόμου, η δημόσια έκφραση της υπέρτατης δικαιοσύνης;». Και βγαίνεις στην ζωή έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό σου και στο επάγγελμα που διάλεξες. Πολύ ωραία! Ας ανοίξουμε τώρα μια οποιαδήποτε σελίδα των δικαστικών χρονικών και ας δούμε τι έχει να σου πει η αληθινή ζωή.
Εδώ έχουμε έναν πλούσιο γαιοκτήμονα. Ζητά να κάνει έξωση σ’ έναν αγρότη ενοικιαστή του που δεν έχει να πληρώσει το νοίκι. Από νομικής απόψεως, η υπόθεση είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Αφού ο φτωχός αγρός της δεν μπορεί να πληρώσει, θα πρέπει να φύγει. Αν αναλύσουμε όμως το θέμα, ιδού τι θα ανακαλύψουμε. Ο γαιοκτήμονας έχει κατασπαταλήσει τα ενοίκια που εισέπραττε, επιδιδόμενος επιπόλαια σε γλέντια, ενώ ο αγρότης εργαζόταν σκληρά όλη μέρα, κάθε μέρα. Ο γαιοκτήμονας δεν έκανε τίποτα για να βελτιώσει τα χωράφια του. Παρ’ όλα αυτά όμως, μέσα σε πενήντα χρόνια η αξία τους τριπλασιάστηκε χάρη στην αύξηση της αξίας της γης που οφειλόταν στην κατασκευή ενός σιδηροδρομικού και ενός νέου οδικού δικτύου, στην αποξήρανση ενός βάλτου, καθώς και στην περίφραξη και στην καλλιέργεια εγκαταλελειμμένων εκτάσεων.
Ο ενοικιαστής όμως, που συνετέλεσε τα μάλα σε αυτήν την αύξηση, έχει καταστραφεί. ‘Έπεσε στα νύχια τοκογλύφων και πνίγεται στα χρέη. Δεν μπορεί πλέον να πληρώσει τον γαιοκτήμονα. Ο νόμος, που πάντοτε υποστηρίζει την ιδιοκτησία, είναι σαφέστατος: το δίκιο βρίσκεται με το μέρος του γαιοκτήμονα. Εσύ τώρα, που το αίσθημα δικαιοσύνης μέσα σου δεν έχει ακόμη στραγγαλιστεί από τα νομικά τερτίπια, τι θα κάνεις; Θα υποστηρίξεις ότι ο αγρότης πρέπει να πεταχτεί στους πέντε δρόμους επειδή έτσι προστάζει ο νόμος, ή θα υποστηρίξεις ότι ο γαιοκτήμονας θα πρέπει να επιστρέψει στον αγρότη ολόκληρο το ποσόν της αύξησης της αξίας της ιδιοκτησίας του που οφείλεται ακριβώς στην δουλειά του αγρότη; Αυτό δεν επιβάλλει η δικαιοσύνη; Τίνος το μέρος θα πάρεις; Υπέρ του νόμου και ενάντια στην δικαιοσύνη ή υπέρ της δικαιοσύνης και ενάντια στον νόμο; Και όταν οι εργάτες απεργήσουν ενάντια στα αφεντικά τους δίχως προειδοποίηση, με τίνος το μέρος θα πας; Με το μέρος του νόμου, δηλαδή με το μέρος του εργοδότη, ο οποίος, επωφελούμενος από μια περίοδο κρίσης, έχει πραγματοποιήσει υπέρογκα κέρδη, ή ενάντια στον νόμο και με το μέρος των εργατών, οι οποίοι όλο αυτό το διάστημα δεν πήραν τίποτε άλλο παρά μόνο μισθούς πείνας, βλέποντας τις γυναίκες και τα παιδιά τους να σβήνουν μπροστά στα μάτια τους;
Θα υποστηρίξεις αυτήν την μορφή στρεψοδικίας που συνίσταται στην επιβεβαίωση της «ελευθερίας των συμβάσεων»; Ή θα υποστηρίξεις την ισότητα σύμφωνα με την οποία ένα συμβόλαιο που συνάπτεται ανάμεσα σ’ έναν καλοζωισμένο άνθρωπο και σ’ έναν άνθρωπο που πουλάει την εργασία του για να μπορέσει απλώς να επιβιώσει, ανάμεσα στον ισχυρό και τον αδύναμο. δεν έχει καμιά ισχύ; Ας δούμε μία ακόμη περίπτωση. Μια μέρα στο Λονδίνο ένας άνθρωπος έκοβε βόλτες έξω από ένα κρεοπωλείο. Ξαφνικά αρπάζει ένα φιλέτο και το βάζει στα πόδια. Αφού τον έπιασαν και τον ανέκριναν, αποκαλύφθηκε πως ήταν ένας τεχνίτης που είχε μείνει άνεργος, και πως αυτός και η οικογένειά του είχαν να φάνε εδώ και τέσσερις μέρες. Παρακάλεσε τον χασάπη να μην τον καταγγείλει. αλλά εκείνος ενδιαφερόταν μόνο για τον θρίαμβο της δικαιοσύνης! Τον κατήγγειλε, και ο δυστυχής καταδικάστηκε σε έξι μήνες φυλακή. Έτσι θέλησε η τυφλή θεά Θέμις!
Άραγε, δεν εξεγείρεται η συνείδησή σου ενάντια στον νόμο και την κοινωνία, όταν καθημερινά ακούς να απαγγέλλονται παρόμοιες αποφάσεις; Ή, πάλι, θα ζητήσεις να εφαρμοσθεί ο νόμος ενάντια σ’ εκείνον τον άνθρωπο ο οποίος, έχοντας ζήσει μέσα σε άθλιες συνθήκες από τα παιδικά του χρόνια και έχοντας φθάσει σε ώριμη ηλικία χωρίς ποτέ να έχει ακούσει ούτε μια λέξη συμπάθειας, τελειώνει την «καριέρα» του δολοφονώντας τον γείτονά του για να τον ληστέψει; Θα ζητήσεις τον θάνατό του, ή, ακόμη χειρότερα, την καταδίκη του σε είκοσι χρόνια φυλάκιση, ενώ ξέρεις πολύ καλά ότι πρόκειται μάλλον για άρρωστο παρά για εγκληματία και ότι οπωσδήποτε για το έγκλημά του ευθύνεται ολόκληρη η κοινωνία μας;
Άραγε, θα ζητήσεις να ριχτούν στα μπουντρούμια εκείνοι οι εργάτες σι οποίοι, σε μια στιγμή απόγνωσης, έβαλαν φωτιά στο εργοστάσιο στο οποίο δούλευαν; Θα ζητήσεις να τιμωρηθεί με ισόβια εκείνος ο άνθρωπος που πυροβόλησε έναν εστεμμένο κακούργο; Θα ζητήσεις την εκτέλεση κάποιων επαναστατών, επειδή ύψωσαν στα οδοφράγματα την σημαία του μέλλοντος;
Όχι, χίλιες φορές όχι!
Αν κρίνεις αντί να επαναλαμβάνεις μηχανικά αυτά που σου δίδαξαν, αν αναλύσεις τον νόμο και τον απογυμνώσεις από τους νεφελώδεις μύθους με τους οποίους τον σκέπασαν για να κρύψουν την πραγματική του καταγωγή που είναι το δίκιο του ισχυρού, και την ουσία του που ανέκαθεν υπήρξε η επισημοποίηση όλων των τυραννιών που επιβλήθηκαν στην ανθρωπότητα μέσα στην μακροχρόνια και αιματοβαμμένη ιστορία της — όταν θα τα έχεις καταλάβει όλα αυτά, η περιφρόνησή σου για τον νόμο θα είναι πράγματι βαθύτατη
Θα καταλάβεις ότι το να παραμένεις υπηρέτης του γραπτού νόμου, σημαίνει πως καθημερινά στρέφεσαι ενάντια στον νόμο της συνείδησης, επιδιδόμενος σε ανούσια παζαρέματα.
Επειδή δε η πάλη αυτή δεν μπορεί να συνεχισθεί επί πολύ, ή θα καταπνίξεις την συνείδησή σου και θα γίνεις ένας παλιάνθρωπος, ή θα κόψεις κάθε δεσμό που σε συνδέει με την παράδοση και θα έρθεις να δουλέψεις μαζί μας για την ολοκληρωτική καταστροφή όλης αυτής της αδικίας —οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής.
Τότε όμως, αυτό θα σημαίνει ότι έγινες σοσιαλιστής, ότι έγινες επαναστάτης!
Προς τους μηχανικούς
Κι εσένα, νεαρέ μηχανικέ μου, που ονειρεύεσαι να απαλύνεις κάπως τον μόχθο του εργάτη εφαρμόζοντας τις επιστημονικές εφευρέσεις στην βιομηχανία, τι φρικτή απογοήτευση, τι πίκρες σε περιμένουν!
Αφιερώνεις την νεανική ενέργεια του πνεύματός σου για να σχεδιασθεί ένας σιδηρόδρομος ο οποίος, στριφογυρνώντας γύρω από τις άκρες των γκρεμών και διαπερνώντας την καρδιά τεράστιων βουνών, θα συνδέσει δύο τόπους χωρισμένους από την φύση. Αλλά όταν κάποτε ολοκληρωθεί το σχέδιο και μπει σε εφαρμογή, θα δεις μιλιούνια ολόκληρα εργατών, αποδεκατισμένων από τις στερήσεις και την αρρώστια, μέσα σ’ αυτές τις καταθλιπτικές σήραγγες. Θα δεις κάποιους άλλους να επιστρέφουν σπίτι τους, φέρνοντας μαζί τους λίγα μόνο ψίχουλα και το σπέρμα της φθίσης.
Θα δεις ανθρώπινα πτώματα σε κάθε γιάρδα της γραμμής — αποτέλεσμα αισχρής απληστίας — και τελικώς, όταν θ’ αρχίσει να λειτουργεί η γραμμή, θα την δεις να χρησιμοποιείται ως κεντρική αρτηρία για την μεταφορά των κανονιών ενός επιθετικού στρατού.
Εσύ, από την άλλη, αφιερώνεις τα νιάτα σου σε μια ανακάλυψη που σκοπό έχει να απλοποιήσει την παραγωγή· μετά από πολλές προσπάθειες, πολλά ξενύχτια, έχεις επιτέλους στα χέρια σου αυτήν την πολύτιμη εφεύρεση. Την θέτεις σε λειτουργία και το αποτέλεσμα ξεπερνά τις προσδοκίες σου. Δέκα, είκοσι χιλιάδες άνθρωποι απολύονται από την δουλειά τους, ενώ όσοι απομένουν, στην πλειοψηφία τους παιδιά, υποβιβάζονται στο επίπεδο απλών μηχανών! Τρεις, τέσσερις, δέκα ίσως καπιταλιστές θα τα οικονομήσουν και θα το γιορτάσουν πίνοντας σαμπάνια. Αυτό ήταν τ’ όνειρό σου;
Τέλος, καθώς μελετάς τα τελευταία βιομηχανικά επιτεύγματα, βλέπεις ότι η μοδίστρα δεν κέρδισε τίποτε, απολύτως τίποτε, από την εφεύρεση της ραπτομηχανής. Ότι ο εργάτης που δουλεύει στο τούνελ του Σαιν (τοποθεσία στις Άλπεις, στην ΝΑ. Ελβετία) πεθαίνει από αγκύλωση παρά την εφεύρεση του διαμαντοτρύπανου. Ότι ο οικοδόμος και ο μεροκαματιάρης βρίσκονται χωρίς δουλειά όπως και πριν, παρά την ανακάλυψη του αναβατήρα από τον Ζιφάρ.( Ζιφάρ, Ανρί (1825-82). Γάλλος μηχανικός και εφευρέτης)
Αν συλλογίζεσαι τα κοινωνικά προβλήματα με την ίδια πνευματική ανεξαρτησία που σε οδήγησε στις τεχνικές σου έρευνες, θα καταλήξεις υποχρεωτικά στο συμπέρασμα ότι, υπό το κράτος της ατομικής ιδιοκτησίας και της μισθωτής σκλαβιάς, κάθε νέα εφεύρεση αντί να αυξάνει την ευημερία του εργάτη, κάνει χειρότερη την σκλαβιά του, πιο εξευτελιστική την εργασία του, συχνότερες τις περιόδους αναδουλειάς, οξύτερη την κρίση και τον άνθρωπο που ήδη έχει στην διάθεσή του κάθε δυνατή απόλαυση, να είναι ο μόνος που κερδίζει από όλα αυτά.
Τι θα κάνεις, λοιπόν, όταν κάποτε καταλήξεις σε αυτό το συμπέρασμα; Ένα από τα δύο: ή θ’ αρχίσεις να καταπνίγεις την συνείδησή σου με σοφίσματα κι ύστερα, κάποια ωραία μέρα, θ’ αποχαιρετήσεις τα τίμια όνειρα της νιότης σου και θα προσπαθήσεις να αποκτήσεις για σένα τον ίδιο ό,τι προσφέρει απολαύσεις, προσχωρώντας έτσι στο στρατόπεδο των εκμεταλλευτών· ή, αν έχεις ευγενική ψυχή, θα πεις στον εαυτό σου: «Όχι, δεν είναι καιρό ς για εφευρέσεις. Ας δουλέψουμε πρώτα για ν’ αλλάξουμε το σύστημα της παραγωγής, κι ύστερα, όταν δοθεί ένα τέλος στην ατομική ιδιοκτησία και στην μισθωτή εργασία, κάθε νέα πρόοδος της βιομηχανίας θα είναι για το καλό όλης της ανθρωπότητας. Και τότε, όλες αυτές σι μάζες των εργατών που σήμερα δεν είναι παρά απλές μηχανές, θα γίνουν σκεπτόμενα όντα που θα εφαρμόζουν την εξυπνάδα τους στην βιομηχανία, δυναμωμένα από την μελέτη κι εξασκημένα από την χειρωνακτική εργασία. ‘Έτσι, και η τεχνολογική πρόοδος θα κάνει ένα άλμα προς τα εμπρός, πραγματοποιώντας μέσα σε πενήντα χρόνια όσα σήμερα δεν μπορούμε ούτε καν να ονειρευτούμε…
Προς τους δασκάλους
Τι να πω επίσης στον δάσκαλο —όχι σ’ εκείνον που θεωρεί το επάγγελμά του βαρετό. αλλά σ’ εκείνον ο οποίος, όταν περιβάλλεται από μια εύθυμη παρέα νέων, αισθάνεται αγαλλίαση από τα χαρούμενα πρόσωπα και τα ζωηρά γέλια τους; Σ’ εκείνον που προσπαθεί να φυτέψει στα κεφαλάκια τους τις ιδέες του ανθρωπισμού τις οποίες και ο ίδιος αγάπησε όταν ήταν νέος;
Συχνά όταν σε βλέπω λυπημένο, ξέρω την αιτία της θλίψης σου. Σήμερα, ο πιο αγαπημένος σου μαθητής, ο οποίος δεν είναι και πολύ καλός στα Λατινικά αλλά έχει μια υπέροχη καρδιά, διηγιόταν με ενθουσιασμό την ιστορία του Γουλιέλμου Τέλου. Με βουρκωμένα μάτια, έμοιαζε σαν να θέλει να εξαφανίσει όλους τους τυράννους που πέρασαν ποτέ απ’ αυτήν την γη, ενώ με απέραντο πάθος απήγγειλε τους φλογερούς στίχους του Σίλερ: «Μπροστά στον σκλάβο που σπάζει τα δεσμά του, μπροστά σ άνθρωπο ελεύθερο, μην τρέμεις!»
Αλλά όταν γύρισε σπίτι του, oι γονείς του και ο θείος του τον κατσάδιασαν άγρια για την έλλειψη σεβασμού που είχε επιδείξει μπροστά σε κάποιον υπουργό ή στον τοπικό χωροφύλακα. Τον έψελναν επί ώρες μιλώντας του «για σύνεση, σεβασμό απέναντι στην εξουσία, υποταγή στους ανωτέρους του» ώσπου παράτησε στην άκρη τον Σίλερ για να μελετήσει την τέχνη με την οποία θα προοδεύσει στον κόσμο.
Κι έπειτα, χθες ακόμη, έμαθες ότι οι καλύτεροι μαθητές σου έχουν πάρει κακό δρόμο. Ο ένας δεν κάνει τίποτ’ άλλο παρά να ονειρεύεται τα γαλόνια του αξιωματικού, ο άλλος μαζί με τ’ αφεντικό του κλέβει τον πενιχρό μισθό των εργατών, κι εσύ, που τόσες ελπίδες έτρεφες γι’ αυτούς τους νέους, συλλογίζεσαι τώρα την θλιβερή αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στην ζωή και το ιδανικό σου.
Συνεχώς συλλογίζεσαι αυτήν την αντίφαση. Ωστόσο προβλέπω ότι σε δύο χρόνια το πολύ, αφού θα έχεις περάσει την μια απογοήτευση μετά την άλλη, θα βάλεις τους αγαπημένους σου συγγραφείς στο ράφι και θα καταλήξεις να πεις ότι ο Τέλος ήταν πράγματι ένας πολύ τίμιος άνθρωπος, αλλά πέραν τούτου . . .ουδέν· ότι η ποίηση αποτελεί μια πρώτης τάξεως απασχόληση για τις ώρες της σχόλης, ιδιαίτερα όταν ένας άνθρωπος διδάσκει την απλή μέθοδο των τριών όλη μέρα, αλλά, παρ’ όλα αυτά, οι ποιητές πάντα αεροβατούν, ενώ οι στίχοι τους δεν έχουν Καμία σχέση με την σημερινή ζωή, ούτε με την επόμενη επίσκεψη του σχολικού επιθεωρητή…
‘Η, ο άλλος δρόμος είναι τα όνειρα της νιότης σου να γίνουν οι ακλόνητες πεποιθήσεις της ώριμης ηλικίας σου, να θέλεις να υπάρχει μια ευρύτατη, ανθρώπινη εκπαίδευση για όλους, μέσα στο σχολείο κι έξω απ’ αυτό· διαπιστώνοντας όμως ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον υπό τις κρατούσες συνθήκες, θα επιτεθείς στα ίδια ακριβώς τα θεμέλια της αστικής κοινωνίας.
Τότε, το Υπουργείο Παιδείας θα σε απολύσει και θα αναγκαστείς να εγκαταλείψεις το σχολείο σου και, προσχωρώντας στο στρατόπεδό μας, θα γίνεις ένας από μας. Θα πεις σε ανθρώπους που είναι μεγαλύτεροι από σένα αλλά που έχουν πετύχει λιγότερα στην ζωή τους, πόσο ελκυστική είναι η γνώση, πώς θα έπρεπε να είναι η ανθρωπότητα αλλά και τι θα μπορούσαμε να ήμαστε.
Θα έρθεις και θα εργαστείς μαζί με τους σοσιαλιστές για τον ολοκληρωτικό μετασχηματισμό του κυρίαρχου συστήματος. Θ’ αγωνιστείς στο πλευρό μας για να πετύχουμε την αληθινή ισότητα, την αληθινή αδελφοσύνη και την απεριόριστη ελευθερία για όλο τον κόσμο.
Προς τους καλλιτέχνες
Εσύ νεαρέ καλλιτέχνη, γλύπτη, ζωγράφε, ποιητή, μουσικέ, δεν παρατηρείς τώρα τελευταία ότι λείπει στους σημερινούς ανθρώπους η ιερή φλόγα που ενέπνεε κάποτε τους προδρόμους σου; Ότι η σημερινή τέχνη είναι κοινότοπη και ότι παντού επικρατεί η μετριότητα;
Θα μπορούσε άραγε να είναι αλλιώς; Η απόλαυση της ανακάλυψης του αρχαίου κόσμου, του αναβαπτίσματος στις δροσερές πηγές της φύσης η οποία δημιούργησε τα αριστουργήματα της Αναγέννησης. δεν υφίσταται πλέον για την σημερινή τέχνη. Το επαναστατικό ιδανικό την έχει αφήσει έως τώρα ψυχρή. Και αφού απέτυχε το ένα ιδανικά, η τέχνη φαντάζεται πως έχει ανακαλύψει κάποιο άλλο στον ρεαλισμό, όταν σήμερα πασχίζει να μας παρουσιάσει έγχρωμες φωτογραφίες της δροσιάς που σταλάζει πάνω στα φύλλα των δέντρων, να μιμηθεί τα μούσκουλα του ποδιού μιας αγελάδας, ή να μας περιγράψει με ακρίβεια, με τον πεζό λόγο ή την ποίηση, την μπόχα ενός οχετού ή την τουαλέτα μιας κοκότας. Κι εύλογα θα ρωτήσεις: «Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τι μπορούμε να κάνουμε;».
Αν, απαντώ, η ιερή φλόγα που ισχυρίζεσαι ότι διαθέτεις, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα σβησμένο λυχνάρι, τότε θα συνεχίσεις να κάνεις ό,τι έκανες, ενώ η τέχνη σου γρήγορα θα εκφυλισθεί σε τέχνη διακοσμητή εμπορικών καταστημάτων, προμηθευτή μελοδραματικών έργων για οπερέτες τρίτης κατηγορίας και ιστοριών για χριστουγεννιάτικα βιβλία. Οι περισσότεροι από τους συναδέλφους σου έχουν ήδη περάσει σ’ αυτήν την φάση, χωρίς να το ‘χουν καταλάβει…
Αν όμως η καρδιά σου χτυπάει ταυτόχρονα μ’ εκείνη της ανθρωπότητας, αν, σαν αληθινός ποιητής, διαθέτεις ένα αυτί αφιερωμένο στην ζωή, τότε, ατενίζοντας την θάλασσα της θλίψης τα κύματα της οποίας σαρώνουν τα πάντα γύρο σου, απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους που πεθαίνουν από την πείνα, μπροστά σ’ αυτά τα πτώματα που φτιάχνουν λόφους στα ορυχεία και μπροστά σ’ αυτά τα ακρωτηριασμένα κορμιά που είναι σωριασμένα στα χαρακώματα. έχοντας πλήρη συνείδηση του μάταιου χαρακτήρα της μάχης που διεξάγεται, ανάμεσα στις σπαρακτικές κραυγές πόνου των νικημένων και τα όργια των νικητών, μπροστά στον ηρωισμό απέναντι στην δειλία, στον ευγενή ενθουσιασμό απέναντι στην αξιοπεριφρόνητη πανουργία, δεν μπορείς πλέον να μένεις ουδέτερος. Θα έρθεις και θα ταχθείς με το μέρος των καταπιεζομένων διότι ξέρεις ότι το ωραίο, το ιδεώδες, το ίδιο το πνεύμα της ζωής, βρίσκεται με το μέρος εκείνων που αγωνίζονται για το φως, τον ανθρωπισμό, την δικαιοσύνη!
Τι μπορείτε να κάνετε
Επιτέλους με διακόπτεις και με ρωτάς: «Αν η καθαρή επιστήμη είναι πολυτέλεια και η ιατρική επιστήμη σκέτη απάτη, αν ο νόμος θεσπίζει την αδικία και μια τεχνολογική εφεύρεση δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα όργανο εκμετάλλευσης, αν το σχολείο, όντας πολύ μακριά από την σοφία του “πρακτικού ανθρώπου”, είναι βέβαιο πως θα ξεπεραστεί, και αν η τέχνη δίχως την επαναστατική ιδέα δεν μπορεί παρά να εκφυλισθεί —τότε, τι μου απομένει να κάνω;».
‘Ένα σοβαρό και πολύ συναρπαστικό καθήκον, ένα έργο στο οποίο οι πράξεις σου θα βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με την συνείδησή σου, ένα έργο ικανό να διεγείρει τις πιο ευγενικές και ρωμαλέες φύσεις. Τι είδους έργο; Θα σου εξηγήσω αμέσως.
Δύο δρόμοι ανοίγονται μπροστά σου. Μπορείς ή να καταπνίξεις για πάντα την συνείδησή σου και να καταλήξει μια μέρα να πεις: «Ας πάει στο διάβολο η ανθρωπότητα! Εγώ θα χαίρομαι όλες τις απολαύσεις όσο οι άνθρωποι θα είναι αρκετά ηλίθιοι ώστε να μ’ αφήνουν να το κάνω». Ή, σε διαφορετική περίπτωση, θα προσχωρήσεις στις τάξεις των σοσιαλιστών και θα δουλέψεις μαζί τους για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτό είναι το λογικό επακόλουθο της ανάλυσης που έχουμε κάνει. Αυτό είναι το λογικό συμπέρασμα στο οποίο θα πρέπει να καταλήξει κάθε έξυπνο άτομο, δεδομένου ότι κρίνει αμερόληπτα τα πράγματα που βλέπει γύρω του, και αγνοεί τα σοφίσματα που του υποβάλλει η μικροαστική του μόρφωση και σι συμφεροντολογικές απόψεις των φίλων του.
Αν λοιπόν καταλήξει κανείς σ’ αυτό το συμπέρασμα, αμέσως μετά ως λογικό επακόλουθο τίθεται το εξής ερώτημα: «Τι πρέπει να κάνω;». Η απάντηση είναι απλή: να εγκαταλείψεις το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεσαι και στο οποίο συνήθως μιλούν για τους εργάτες σαν να είναι ένα κοπάδι κτήνη. Πήγαινε κοντά στον λαό και το πρόβλημα θα λυθεί από μόνο του.
Θα ανακαλύψεις ότι παντού, στην Αγγλία όπως και στην Γερμανία, στην Ιταλία όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, οπουδήποτε υπάρχουν προνομιούχοι και απόκληροι. έχει αναπτυχθεί ένα τεράστιο κίνημα μέσα στην εργατιά, σκοπός του οποίου είναι να καταστρέψει μια για πάντα την σκλαβιά που επιβλήθηκε από τους καπιταλιστές και να οικοδομήσει τα θεμέλια μιας νέας κοινωνίας η οποία θα βασίζεται στις αρχές της δικαιοσύνης και της ισότητας.
Σήμερα ο λαός δεν αρκείται πλέον στο να διοχετεύει την δυστυχία του σ’ εκείνα τα σπαραξικάρδια τραγουδάκια που τραγουδούσαν οι δουλοπάροικοι του 18ου αιώνα.
Σήμερα εργάζεται, έχοντας πλήρη συνείδηση των πράξεών του και ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο για την χειραφέτησή του. Η σκέψη του είναι διαρκώς προσηλωμένη στην εξέταση τού τι πρέπει να γίνει, ούτως ώστε να μπορέσει η ζωή να είναι ευλογία για όλους, αντί απλώς να αποτελεί κατάρα για τα του ανθρώπινου γένους. Ασχολείται με τα δυσκολότερα προβλήματα της κοινωνιολογίας και προσπαθεί να τα επιλύσει με την υγιή κοινή λογική, την παρατηρητικότητα και την πικρή πείρα του.
Προσπαθεί να σχηματίσει ομάδες και να οργανωθεί για να καταλήξει σε μια κοινή κατανόηση με τους συντρόφους του στην δυστυχία. Ιδρύει σωματεία που συντηρούνται από πενιχρές συνδρομές. προσπαθεί να συνάψει δεσμούς με τους συντρόφους του από άλλες χώρες και κάνει περισσότερα απ’ ό,τι όλοι οι μεγαλόστομοι φιλάνθρωποι μαζί για να επισπεύσει τον ερχομό της ημέρας που θα εξαφανισθούν σι πόλεμοι ανάμεσα στα διάφορα έθνη. Κάνει ό,τι μπορεί για να είναι ενήμερος για το τι κάνουν τ’ αδέλφια του, να βελτιώσει τις σχέσεις του μαζί τους, να επεξεργασθεί και να διαδώσει τις ιδέες του και να συντηρήσει, με μεγάλες στερήσεις, τον εργατικό Τύπο. Τι ακατάπαυστος αγώνας, τι ακατάπαυστη δουλειά χρειάζεται για να συνεχίσει! Άλλοτε για να καλύψει τα κενά που δημιούργησε η λιποταξία, αποτέλεσμα της κούρασης, της διαφθοράς και των διώξεων, άλλοτε για να αναδιοργανώσει τις τάξεις του που έχουν αποδεκατιστεί από τα τουφέκια και τα πολυβόλα, και κάποιες άλλες φορές για να ανακεφαλαιώσει μελέτες που διακόπηκαν ξαφνικά εξ αιτίας μιας συμφοράς.
Οι εφημερίδες διευθύνονται από ανθρώπους οι οποίοι κατόρθωσαν να αρπάξουν από την κοινωνία λίγα ψίχουλα γνώσης, στερούμενοι τον ύπνο και την τροφή τους. Η αγκιτάτσια στηρίζεται στο υστέρημα των εργατών που έχει εξοικονομηθεί από τα αμέσως απαραίτητα για την συντήρησή τους.
Και όλα αυτά τεκταίνονται υπό την σκιά τού διαρκούς φόβου να δουν τις οικογένειές τους να οδηγούνται στην λιμοκτονία, μόλις το αφεντικό καταλάβει ότι ο εργάτης, ο δούλος του, είναι σοσιαλιστής. Αυτά είναι όσα θα δεις, αν πας κοντά στον λαό. Και σ’ αυτόν τον συνεχή αγώνα, πόσες φορές ο εργάτης, πιεζόμενος υπό το βάρος των δυσκολιών, δεν έχει μάταια αναρωτηθεί:
«Πού είναι τώρα εκείνοι οι νέοι που μορφώθηκαν με δικά μας έξοδα; Που τους ντύσαμε και τους ταΐσαμε όταν σπούδαζαν; Για ποιόν χτίσαμε αυτά τα σπίτια, αυτά τα μουσεία, αυτές τις ακαδημίες, με τις πλάτες γερμένες απ’ το βαρύ φορτίο και το στομάχι άδειο; Για ποιόν τυπώσαμε, κατάχλωμοι, αυτά τα ωραία βιβλία που εμείς δεν μπορούμε να διαβάσουμε; Πού είναι αυτοί οι καθηγητάδες που ενώ λένε ότι κατέχουν την επιστήμη του ανθρωπισμού, απ’ την άλλη πιστεύουν ότι το ανθρώπινο γένος αξίζει όσο ένα σπάνιο είδος κάμπιας; Πού είναι όλοι εκείνοι που μιλούν για ελευθερία, αλλά ποτέ δεν εξεγέρθηκαν για να υπερασπίσουν την δική μας που ποδοπατιέται καθημερινά; Αυτοί οι συγγραφείς, αυτοί οι ποιητές, αυτοί οι ζωγράφοι — κοντολογίς, όλη εκείνη η συμμορία των υποκριτών που μιλάει για τον λαό με δάκρυα στα μάτια, αλλά που όμως ποτέ δεν μας πλησιάζει για να μας βοηθήσει στην δουλειά μας;».
Ορισμένοι απολαμβάνουν με ικανοποίηση την κατάσταση της δειλής αδιαφορίας τους· κάποιοι άλλοι, που είναι και οι περισσότεροι, περιφρονούν τον «όχλο» κατ είναι πάντα έτοιμοι να του επιτεθούν, αν τολμήσει να θίξει τα προνόμιά τους.
Κάπου-κάπου είναι αλήθεια, εμφανίζεται στο προσκήνιο κάποιος νέος άνθρωπος που ονειρεύεται θριάμβους και οδοφράγματα και αποζητά συνταρακτικά γεγονότα και καταστάσεις, που όμως εγκαταλείπει τον λαϊκό σκοπό αμέσως μόλις καταλάβει ότι είναι μακρύς ο δρόμος που οδηγεί στα οδοφράγματα, ότι οι δάφνες, στις οποίες αποβλέπει όταν νικήσει, είναι ανακατεμένες στον δρόμο με αγκάθια. Γενικώς τέτοιοι άνθρωποι είναι φιλόδοξοι τυχοδιώκτες σι οποίοι, αφού αποτύχουν στην πρώτη τους απόπειρα, επιδιώκουν ν’ αρπάξουν τις ψήφους του λαού, ενώ αργότερα θα είναι οι πρώτοι που θα τον απαρνηθούν αν τολμήσει να εφαρμόσει τις αρχές που οι ίδιοι υποστήριζαν. Πιθανότατα, μάλιστα, να στρέψουν ακόμη και τα κανόνια εναντίον του προλεταριάτου, αν τολμήσει να κινηθεί προτού αυτοί, οι ηγέτες, τού δώσουν το σύνθημα.
Πρόσθεσε ακόμη σε όλα αυτά και τις ηλίθιες προσβολές, την υπεροπτική περιφρόνηση και τις δειλές συκοφαντίες εκ μέρους πολλών και θα έχεις την εικόνα της όλης βοήθειας που προσφέρει η νεολαία της αστικής τάξης στην κοινωνική ανέλιξη του λαού.
Και μετά απ’ όλα αυτά εξακολουθείς να ρωτάς «τι να κάνω» όταν δεν έχει γίνει τίποτε! Όταν υπάρχει μια ολόκληρη στρατιά νέων που μπορούν να βρουν τεράστιο πεδίο για να διοχετεύσουν όλη την ορμή της νεανικής τους ζωντάνιας και την μεγάλη δύναμη του νου και των ικανοτήτων τους, για να βοηθήσουν τον λαό στο τεράστιο έργο που έχει αναλάβει!
Τι να κάνουμε. Ακούστε εσείς, οι εραστές της καθαρής επιστήμης: αν έχετε κατανοήσει τις αρχές του σοσιαλισμού. αν έχετε συνειδητοποιήσει το πραγματικό νόημα της επανάστασης που και τώρα ακόμη χτυπά την πόρτα σας δεν βλέπετε ότι ολόκληρη η επιστήμη πρέπει να αναπλασθεί και να εναρμονισθεί με τις νέες αρχές: Η επιστήμη είναι το έργο σας να πραγματοποιήσετε σε αυτόν τον τομέα μια επανάσταση πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που πραγματοποιήθηκε σε κάθε επιστημονικό κλάδο κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα.
Δεν αντιλαμβάνεσθε πως η ίδια η Ιστορία που σήμερα μοιάζει με παραμύθια της γιαγιάς για μεγάλους βασιλιάδες, μεγάλους πολιτικούς και σπουδαία κοινοβούλια θα πρέπει να ξαναγραφτεί από την λαϊκή σκοπιά και να περιγράψει την μακρόχρονη εξέλιξη της ανθρωπότητας;
Πως θα πρέπει να επεξεργασθείτε πάλι από την αρχή την κοινωνική οικονομία —η οποία αποτελεί σήμερα απλώς τον καθαγιασμό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης— τόσο από την άποψη των θεμελιακών της αρχών όσο και από την άποψη των πολλαπλών εφαρμογών της;
Πως η ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία, η ηθική, θα πρέπει να ανασχηματισθούν πλήρως και ότι οι ίδιες σι φυσικές επιστήμες, ιδωμένες από μια άλλη σκοπιά, θα πρέπει να υποστούν μια βαθιά αλλαγή, τόσο ως προς την αντίληψη των φυσικών φαινομένων όσο και ως προς την άποψη της μεθόδου ερμηνείας τους;
Πολύ ωραία! Πιάστε λοιπόν δουλειά! Διαθέστε τις ικανότητές σας στην υπηρεσία του ευγενικού σκοπού. Ιδιαίτερα βοηθήστε μας με την ξεκάθαρη λογική σας να καταπολεμήσουμε την προκατάληψη και να οικοδομήσουμε, με την βοήθειά σας, τα θεμέλια μιας καλύτερης κοινωνικής οργάνωσης. Επιπλέον, διδάξτε μας να εφαρμόζουμε στις καθημερινές συζητήσεις μας την τόλμη της γνήσιας επιστημονικής έρευνας, και δείξτε μας, όπως έκαναν οι πρόδρομοί σας, ότι ο άνθρωπος δεν διστάζει να θυσιάσει ακόμη και την ίδια του την ζωή προκειμένου να θριαμβεύσει η αλήθεια. Εσύ γιατρέ, που έχεις μάθει τον σοσιαλισμό μέσα από την πικρή σου πείρα, μη βαρεθείς να μας βροντοφωνάζεις σήμερα, αύριο και πάντα, ότι η ίδια η ανθρωπότητα θα κατρακυλήσει τάχιστα προς την παρακμή, αν ο άνθρωπος συνεχίσει να ζει και να εργάζεται κάτω από τις σημερινές συνθήκες. Ότι όλα σου τα φάρμακα είναι ανίσχυρα να καταπολεμήσουν την αρρώστια, όταν η πλειονότητα των ανθρώπων διαβιώνει μέσα σε συνθήκες εντελώς αντίθετες από εκείνες που θεωρεί υγιεινές η επιστήμη. Πείσε τους ανθρώπους ότι οι αιτίες της αρρώστιας είναι αυτές που πρέπει να ξεριζωθούν και δείξε μας ό,τι χρειάζεται για να τις εξαφανίσουμε.
Έλα με το χειρουργικό σου νυστέρι και με χέρι σταθερό, κάνε για μας μια τομή σ’ αυτήν την κοινωνία που βαδίζει γοργά προς την αποσύνθεση. Πες μας πώς πρέπει να είναι μια συνετή ζωή. Επέμεινε, σαν αληθινός χειρουργός, ότι πρέπει να αποκοπεί ένα μέλος που έχει πάθει γάγγραινα για να μην μολυνθεί το υπόλοιπο σώμα.
Εσύ που εργάστηκες για την εφαρμογή της επιστήμης στην βιομηχανία, έλα και πες μας με ειλικρίνεια ποιο ήταν το αποτέλεσμα των ανακαλύψεών σου. Πείσε εκείνους που δεν τολμούν να κοιτάξουν θαρρετά το μέλλον, για τις νέες εφευρέσεις που κρύβει μέσα στην μήτρα της η γνώση που έχουμε ήδη αποκτήσει, για το τι θα μπορούσε να κάνει η βιομηχανία κάτω από καλύτερες συνθήκες, τι θα μπορούσε να παράγει εύκολα ο άνθρωπος. αν δημιουργούσε πάντοτε με την προοπτική να αυξήσει την δική του παραγωγή. Βοήθησε, λοιπόν τον λαό με την οργανωτική σου ικανότητα, αντί να χρησιμοποιείς αυτά τα προτερήματα υπέρ των εκμεταλλευτών!
Εσείς ποιητές, ζωγράφοι, γλύπτες, μουσικοί, αν καταλαβαίνετε την πραγματική σας αποστολή και τα συμφέροντα ακριβώς της ίδιας της τέχνης, ελάτε μαζί μας! Θέστε την πένα, το πινέλο, την σμίλη, τις ιδέες σας, στην υπηρεσία της επανάστασης! Περιγράψτε μας με το ζωντανό ύφος σας ή τις εντυπωσιακές εικόνες σας, τους ηρωικούς αγώνες των λαών ενάντια στους εκμεταλλευτές τους, πυρπολήστε τις καρδιές της νεολαίας μας με τον επαναστατικό εκείνο ενθουσιασμό που αναθέρμανε τις ψυχές των προγόνων μας! Πέστε στις γυναίκες πόσο ευγενική σταδιοδρομία είναι εκείνη ενός συζύγου που αφιερώνει την ζωή του στον μεγάλο σκοπό της κοινωνικής χειραφέτησης! Δείξτε στους ανθρώπους πόσο αποκρουστική είναι η καθημερινή τους ζωή και θεραπεύστε τις αιτίες αυτής της ασχήμιας. Δείξτε πόσο όμορφη θα ήταν η ζωή αν δεν αντιμετωπίζαμε σε κάθε βήμα τον παραλογισμό και την ατιμία του σημερινού κοινωνικού καθεστώτος.
Τέλος, όλοι εσείς που διαθέτετε γνώση, ταλέντο, ικανότητα, εργατικότητα, αν υπάρχει έστω και μία σπίθα συμπάθειας μέσα στην καρδιά σας, ελάτε μαζί με τους συντρόφους σας να προσφέρετε τις υπηρεσίες σας σ’ εκείνους που τις χρειάζονται περισσότερο. Και, αν τελικώς έρθετε, θυμηθείτε ότι έρχεσθε όχι σαν αφεντικά αλλά ως σύντροφοι μέσα στον αγώνα. Ότι δεν έρχεσθε για να κυβερνήσετε. αλλά για να δυναμώσετε τον εαυτό σας μέσα σε μια νέα ζωή που προχωρά ακάθεκτη προς την κατάκτηση του μέλλοντος. Ότι έρχεσθε λιγότερο για να διδάξετε και περισσότερο για ν’ αγκαλιάσετε τις προσδοκίες των πολλών. Να τις τιμήσετε, να τις μορφοποιήσετε, κι έπειτα να δουλέψετε δίχως ανάπαυλα και βιασύνη, με όλη την φλόγα της νιότης κι όλη την ώριμη κρίση της ηλικίας, για να τις υλοποιήσετε στην καθημερινή ζωή. Τότε και μόνο τότε θα ζήσετε μια πλήρη, ευγενική και συνετή ζωή. Τότε θα δείτε ότι κάθε σας προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση θα συνοδεύεται από άφθονους καρπούς, ενώ. μόλις παγιωθεί αυτή η ιδανική αρμονία ανάμεσα στις πράξεις και τις επιταγές της συνείδησής σας, θα αποκτήσετε δυνάμεις που ποτέ δεν είχατε φαντασθεί ότι υπάρχουν ναρκωμένες μέσα σας.
Αδιάκοπος αγώνας για την αλήθεια, την δικαιοσύνη και την ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους οι οποίοι θα σας χαρίσουν όλη τους την ευγνωμοσύνη. Ποια ευγενικότερη σταδιοδρομία από αυτήν θα μπορούσαν να επιθυμήσουν οι νέοι όλων των εθνών;
Ανάλωσα πολύ χρόνο για να δείξω σε εσάς που ανήκετε στις εύπορες τάξεις ότι. σχετικά με το δίλημμα που σας θέτει η ζωή, θ’ αναγκασθείτε, αν είστε τολμηροί και ειλικρινείς, να έρθετε και να δουλέψετε μαζί με τους σοσιαλιστές και να υπερασπίσετε μέσα από τις τάξεις τους τον σκοπό της κοινωνικής επανάστασης.
Πόσο απλή είναι τελικά αυτή η αλήθεια! Όταν όμως μιλάμε σ’ αυτούς που έχουν υποστεί τις επιδράσεις του αστικού περιβάλλοντος, πόσα σοφίσματα πρέπει να καταπολεμηθούν πόσες προκαταλήψεις να ξεπερασθούν, πόσες ιδιοτελείς αντιρρήσεις να παραμερισθούν!
Προς τους νέους της εργατικής τάξης
Απευθυνόμενος τώρα σ’ εσάς, την νεολαία του λαού, είναι εύκολο να είμαι σύντομος. Η ίδια ακριβώς η πίεση των γεγονότων σάς ωθεί να γίνετε σοσιαλιστές, όσο κι αν δεν σας περισσεύει το θάρρος για να σκεφτείτε και να δράσετε.
Το να αναδειχθεί κανείς μέσα από τις τάξεις των εργαζομένων και να μην αφιερώσει τον εαυτό του στην πραγματοποίηση του θριάμβου του σοσιαλισμού, σημαίνει ότι αγνοεί τα πραγματικά του συμφέροντα, ότι εγκαταλείπει τον σκοπό και την πραγματική ιστορική αποστολή του.
Άραγε θυμάσαι, όταν ήσουν ακόμη παιδί, που κάποια χειμωνιάτικη μέρα βγήκες να παίξεις στο σκοτεινό δρομάκι; Το κρύο περόνιαζε το κορμάκι σου διαπερνώντας τα λεπτά ρουχαλάκια σου, και η λάσπη γέμιζε τα τρύπια παπούτσια σου. Ακόμη και τότε, όταν έβλεπες τα χοντρομπαλάδικα, καλοντυμένα παιδιά να περνούν από μακριά κοιτάζοντάς σε με περιφρονητικό ύφος, ήξερες πολύ καλά ότι αυτά τα κακομαθημένα παιδιά δεν άξιζαν περισσότερο από σένα και τους συντρόφους σου ως προς το μυαλό, την κοινή λογική ή την ζωντάνια. Αργότερα όμως, εσύ αναγκάστηκε να κλειστείς μέσα σ’ ένα άθλιο εργοστάσιο από τις επτά η ώρα το πρωί, να μένεις ώρες ολόκληρες μπροστά σε μια διαβολομηχανή, με αποτέλεσμα να γίνεις κι ο ίδιος μηχανή, ακολουθώντας κάθε μέρα επί χρόνια ολόκληρα τον ανελέητο, μονότονο ρυθμό της —ενώ σι άλλοι όλα αυτά τα χρόνια φοιτούσαν ανέμελα σε φημισμένα σχολεία. ακαδημίες και πανεπιστήμια. Και τώρα, τα ίδια αυτά παιδιά, που είναι λιγότερο έξυπνα αλλά περισσότερο μορφωμένα από σένα, έχουν γίνει αφεντικά σου και απολαμβάνουν όλες τις χαρές της ζωής και όλα τα πλεονεκτήματα του πολιτισμού, ενώ εσένα, ποια μοίρα άραγε σε προσμένει;
Γυρνάς πίσω στο μικρό, σκοτεινό κι υγρό σου σπίτι, όπου πέντε-έξι άνθρωποι ζουν σαν τα ζώα μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα. Όπου η μάνα σου, τσακισμένη απ’ την ζωή, γερασμένη μάλλον από τα βάσανα παρά απ’ τον χρόνο, σου δίνει να φας μόνο ζερό ψωμί με πατάτες κι ένα μαυροζούμι που ειρωνικά αποκαλείτε «τσάι». Όπου μοναδική σου έγνοια είναι πάντα το ίδιο καθημερινό πρόβλημα, πώς, δηλαδή, θα πληρώσεις αύριο τον φούρναρη και μεθαύριο τον σπιτονοικοκύρη.
Γιατί άραγε, πρέπει να ζήσεις κι εσύ την ίδια ανυπόφορη ζωή που έζησαν επί τριάντα – σαράντα ολόκληρα χρόνια ο πατέρας κι η μάνα σου; Πρέπει να μοχθείς σ’ όλη σου την ζωή για να προσφέρεις σε άλλους όλες τις απολαύσεις μιας εύπορης ζωής, της γνώσης και της τέχνης, κρατώντας για τον εαυτό σου μόνο την μόνιμη αγωνία αν θα μπορέσεις να εξασφαλίσεις τα προς το ζην; Θα εγκαταλείψεις οριστικά ό,τι κάνει όμορφη την ζωή για ν αφοσιωθείς στο να παρέχεις κάθε πολυτέλεια σε μια χούφτα κηφήνων; Θα σπαταλήσεις την ζωή σου δουλεύοντας σκληρά με μοναδικό αντάλλαγμα προβλήματα, αν όχι δυστυχία, όταν έρθουν δύσκολοι καιροί;
Αυτό λοιπόν είναι το όνειρο της ζωής σου;
Πιθανόν να παραιτηθείς. Μη βλέποντας καμιά διέξοδο από την κατάσταση που βρίσκεσαι, ίσως πεις: «Ολόκληρες γενιές είχαν την ίδια μοίρα. Κι εγώ, που δεν μπορώ ν’ αλλάξω ουσιαστικά τίποτε, θα πρέπει επίσης να υποταχθώ. Ας δουλέψω, λοιπόν, κι ας προσπαθήσω να περάσω όσο καλύτερα μπορώ!».
Ας είναι… Σ’ αυτήν την περίπτωση θα αναλάβει να σε διδάξει η ίδια η ζωή. Μια μέρα θα έρθει μια κρίση από εκείνες που δεν αποτελούν απλώς παροδικά φαινόμενα όπως παλιά, μια κρίση που θα καταστρέψει ολόκληρη την βιομηχανία. Θα βυθίσει στην εξαθλίωση χιλιάδες εργάτες και θα διαλύσει ολόκληρες οικογένειες. Θα παλέψεις ενάντια στην συμφορά όπως και οι υπόλοιποι, σύντομα όμως θα δεις την γυναίκα σου, το παιδί σου, τον φίλο σου, να λυγίζουν σιγά-σιγά από τις στερήσεις και να σβήνουν μπροστά στα μάτια σου.
Λόγω της έλλειψης τροφής. φροντίδας και ιατρικής περίθαλψης, θα τελειώσουν την ζωή τους στο ξυλοκρέβατο της φτώχειας, ενώ για τους πλούσιους η ζωή θα κυλά ευτυχισμένα μέσα στους ηλιόλουστους δρόμους της μεγαλούπολης δίχως να κοιτά εκείνους που λιμοκτονούν και χάνονται. Τότε θα καταλάβεις πόσο απαίσια είναι αυτή η κοινωνία. Τότε θα συλλογιστείς τις αιτίες της κρίσης και σι έρευνές σου θα εισχωρήσουν στα βάθη εκείνης της αδικίας που αφήνει εκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα στο έλεος της κτηνώδους απληστίας μιας χούφτας τεμπέληδων. Τότε θα καταλάβεις ότι έχουν δίκιο οι σοσιαλιστές όταν λένε πως η σημερινή κοινωνία μπορεί και πρέπει να αναδιοργανωθεί από την βάση προς τα πάνω.
Ας περάσουμε τώρα από την γενικότερη κρίση στην συγκεκριμένη περίπτωσή σου. Μια μέρα θα διαμαρτυρηθείς όταν το αφεντικό σου θα επιχειρήσει με μια νέα μείωση του μεροκάματου να σου αφαιρέσει μερικά ακόμη κατοστάρικα για να αυξήσει ακόμη περισσότερο την περιουσία του. Εκείνος όμως θα σου απαντήσει υπεροπτικά: «Πήγαινε να βοσκήσεις. αφού δεν θες να δουλέψεις με τα λεφτά που σου δίνω». Τότε θα καταλάβεις ότι το αφεντικό σου, όχι μόνο προσπαθεί να σε κουρέψει σαν πρόβατο, αλλά κι ότι σε θεωρεί ταυτόχρονα ένα κατώτερο είδος ζώου. Ότι όχι μόνο δεν του αρκεί να σ’ έχει στο χέρι μέσω του συστήματος της μισθωτής εργασίας, αλλά και ότι ανυπομονεί να σε κάνει σκλάβο του από κάθε άποψη. Ίσως τότε να γονατίσεις μπροστά του, να χάσεις κάθε αίσθημα ανθρώπινης αξιοπρέπειας και να φθάσεις να δεχθείς τον όποιο εξευτελισμό. ‘Η θα σου ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Θα ανατριχιάσεις συνειδητοποιώντας τον βδελυρό βόρβορο μέσα στον οποίο βουλιάζεις, θα του γυρίσεις την προσβολή, και μετά, τριγυρνώντας άνεργος στους δρόμους, θα καταλάβεις πόσο δίκιο έχουν οι σοσιαλιστές όταν λένε: «Εξέγερση! Ξεσηκωθείτε ενάντια στην οικονομική υποδούλωση!». Τότε θα έρθεις και θα πάρεις την θέση σου μέσα στις τάξεις των σοσιαλιστών, και θα παλέψεις μαζί τους για την ολοκληρωτική καταστροφή κάθε υποδούλωσης: οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής.
Κάποια μέρα θα ακούσεις και την ιστορία της κοπέλας που κάποτε σε μάγευε με την άδολη ματιά, το γοργό περπάτημα και την φλογερή φωνή της. Αφού αγωνίστηκε χρόνια ολόκληρα ενάντια στην εξαθλίωση, εγκατέλειψε το χωριό της και ήρθε στην πόλη. Ήξερε πως ο αγώνας της ζωής εκεί θα ήταν σκληρός, αλλά είχε τουλάχιστον την ελπίδα πως θα κέρδιζε τίμια το ψωμί της. Τώρα έμαθες για την τύχη της. Την ξεγέλασαν οι υποσχέσεις κάποιου νεαρού αστού, έπεσε στην παγίδα και του δόθηκε με όλο το πάθος της νιότης, για να την παρατήσει έναν μόλις χρόνο μετά, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά. Πάντα γενναία, δεν έπαψε να παλεύει ενάντια στην πείνα. Αλλά στην άνιση αυτή πάλη της κατά της αδικίας αρρώστησε βαριά η δύστυχη κοπέλα, ώσπου έσβησε τελικά μέσα σ’ ένα νοσοκομείο.
Εσύ τώρα τι κάνεις; ‘Η θα αποδιώξεις κάθε θλιβερή σκέψη, επαναλαμβάνοντας σαν ηλίθιος: «Ούτε η πρώτη είναι, ούτε η τελευταία» και κάποιο βράδυ θ’ ακουστείς, μαζί με άλλα κτήνη, να προσβάλεις στο καφενείο με πρόστυχες φράσεις την μνήμη της. ‘Η η θύμηση αυτή θα σου ραγίσει την καρδιά και θα προσπαθήσεις να βρεις τις αιτίες αυτών των πράξεων που γίνονται καθημερινά, και θα καταλάβεις ότι αυτές δεν θα πάψουν ποτέ όσο η κοινωνία παραμένει χωρισμένη σε δύο τάξεις, την τάξη των δυστυχισμένων και την τάξη των τεμπέληδων που ικανοποιούνται με γλυκόλογα και κτηνώδεις επιθυμίες. Θα καταλάβεις ότι ήρθε πια η ώρα να γεμίσει το χαντάκι που χωρίζει τα δύο στρατόπεδα, και θα τρέξεις να προσχωρήσεις στους σοσιαλιστές.
Κι εσείς, γυναίκες του λαού, θα μείνετε ψυχρές και αδιάφορες μετά απ’ αυτήν την ιστορία; Χαϊδεύοντας το ξανθό κεφαλάκι του παιδιού που κάθεται ζαρωμένο δίπλα σας, δεν θ’ αναλογιστείτε ποτέ την τύχη που το περιμένει αν δεν αλλάξει το σημερινό καθεστώς; Δεν Θα σκεφτείτε ποτέ το μέλλον των παιδιών σας: Θέλετε να φυτοζωούν κι αυτά όπως φυτοζωεί ο πατέρας τους, δίχως να έχουν άλλη έγνοια πέρα από το πώς θα κερδίσουν το ψωμί τους, δίχως άλλες απολαύσεις πέρα από εκείνες της ταβέρνας; Θέλετε ο άντρας σας, το παιδί σας, να βρίσκονται πάντα στο έλεος του πρώτου που έτυχε να κληρονομήσει από τον πατέρα του κεφάλαιο για εκμετάλλευση; Θέλετε να μείνουν παντοτινοί σκλάβοι του αφεντικού; να γίνονται στόχοι στα κανόνια των δυνατών, κοπριά για λίπασμα στα χωράφια των πλουσίων:
Όχι, χίλιες φορές όχι! Ξέρω πολύ καλά πως το αίμα σας έβραζε όταν ακούσατε ότι οι άντρες σας, αφού έκαναν μια πετυχημένη απεργία, αναγκάστηκαν τελικά να δεχτούν ταπεινωμένοι τους όρους που υπεροπτικά τους επέβαλαν οι χοντρομπαλάδες αστοί. Ξέρω πως θαυμάσατε τις Ισπανίδες εκείνες που πήγαν στην πρώτη γραμμή, προβάλλοντας τα στήθη τους στις ξιφολόγχες των στρατιωτών, όταν έγινε λαϊκή εξέγερση. Ξέρω πως αναφέρετε με σεβασμό το όνομα εκείνης της γυναίκας που φύτεψε μια σφαίρα στο στήθος του τυράννου που τόλμησε να βρίσει έναν φυλακισμένο σοσιαλιστή.
Αλλά και σήμερα ακόμη, πώς σπαρταρά η καρδιά σας όταν διαβάζετε ότι στο Παρίσι οι γυναίκες του λαού συγκεντρώνονταν, μέσα σε μια βροχή από σφαίρες, για να δώσουν κουράγιο στους άντρες τους. στους ηρωικούς αγώνες τους;
Το ξέρω! Και γι’ αυτό ακριβώς δεν αμφιβάλλω πως κι εσείς θα έρθετε να ενωθείτε μ’ εκείνους που παλεύουν για την κατάκτηση του μέλλοντος.
Όλοι εσείς, τίμιοι νέοι, άντρες και γυναίκες, χωρικοί, εργάτες, τεχνίτες και στρατιώτες, θα καταλάβετε τα δικαιώματά σας και θα έρθετε μαζί μας. Θα έρθετε να δουλέψετε μαζί με τ’ αδέλφια σας για να προετοιμάσετε την επανάσταση που θα εξαλείψει κάθε ίχνος σκλαβιάς, συντρίβοντας τα δεσμά. κόβοντας κάθε δεσμό με τις παλιές, τετριμμένες, παραδοσιακές αξίες και ανοίγοντας νέες προοπτικές για ολόκληρη την ανθρωπότητα για μια ευτυχισμένη ζωή η οποία θα θεμελιώσει στις ανθρώπινες κοινωνίες την αληθινή ελευθερία, την αληθινή ισότητα και την δίχως φθόνο αδελφοσύνη. Δουλέψτε μαζί με όλους, δουλέψτε για όλους για την πλήρη απόλαυση των καρπών της σας, την πλήρη ανάπτυξη όλων των ικανοτήτων σας, για μια ανθρώπινη κι ευτυχισμένη ζωή!
Μη δίνετε σημασία σε όποιον σας λέει ότι εμείς —μόνο μια χούφτα άνθρωποι— είμαστε πολύ αδύναμοι για να πετύχουμε τον υπέροχο σκοπό τον οποίο επιδιώκουμε. Υπολογίστε και θα δείτε πόσοι άνθρωποι υποφέρουν από αυτήν την αδικία. Εμείς oι χωρικοί, που δουλεύουμε για άλλους και μασουλάμε το άχυρο, ενώ το αφεντικό μας τρώει τον καρπό, εμείς μόνο, είμαστε εκατομμύρια ψυχές. Εμείς οι εργάτες που υφαίνουμε τα μετάξια και τα βελούδα για να μπορούμε να ντυνόμαστε με κουρέλια, κι εμείς είμαστε ένα τεράστιο πλήθος· κι όταν ο ήχος της σειρήνας του εργοστασίου μάς επιτρέπει ενός λεπτού ανάπαυλα, πλημμυρίζουμε τους δρόμους και τις πλατείες σαν την αγριεμένη θάλασσα. Εμείς οι στρατιώτες, που μας οδηγούν με διαταγές ή με την βία, εμείς που τρώμε τις σφαίρες για τις οποίες παίρνουν τα παράσημα και τις συντάξεις οι αξιωματικοί μας, εμείς, επίσης, τα δύστυχα πλάσματα, που μέχρι τώρα δεν έχουμε μάθει τίποτα καλύτερο από το να πυροβολούμε τ’ αδέλφια μας, και που δεν έχουμε παρά να κάνουμε μια απειλητική χειρονομία ενάντια σ’ αυτά τα ζαρωμένα και παρασημοφορημένα ανθρωπάκια, για να δούμε τα πρόσωπά τους ν’ ασπρίζουν σαν το πανί.
Ναι, όλοι μαζί εμείς που υποφέρουμε και δεχόμαστε καθημερινά προσβολές, αποτελούμε ένα τεράστιο πλήθος τού οποίου τον ακριβή αριθμό κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να υπολογίσει. Είμαστε ένας ωκεανός που μπορεί να σκεπάσει και να καταπιεί τα πάντα.
Όταν θα αποκτήσουμε την βούληση για να το κάνουμε, εκείνη ακριβώς την στιγμή θα έχει αποδοθεί δικαιοσύνη, εκείνη ακριβώς την στιγμή οι τύραννοι όλου του κόσμου θα έχουν ηττηθεί!
Αναδημοσίευση από athens.indymedia.org
- Στείλε Σχόλιο«Όταν η αμάθεια κυριαρχεί στην κοινωνία κι η αταξία στα μυαλά των ανθρώπων, οι νόμοι πολλαπλασιάζονται, η νομοθεσία προσδοκάται να τα κάνει όλα, κι ενώ κάθε καινούργιος νόμος είναι ένα νέο στραβοπάτημα, οι άνθρωποι οδηγούνται συνεχώς στο ν’ απαιτούν απ’ αυτόν ό,τι μπορεί να προκύψει μονάχα από τους ίδιους, από την δική τους εκπαίδευση και την δική της ηθική». Δεν είναι επαναστάτης αυτός που τα λέει αυτά ούτε έστω ένας μεταρρυθμιστής. Είναι ο νομικός Dalloy, συγγραφέας της συλλογής του Γαλλικού δικαίου που είναι γνωστή σαν «Ευρετήριο της Νομοθεσίας». Κι όμως, μολονότι αυτές οι γραμμές γράφτηκαν από ‘ναν άνθρωπο, ο οποίος ήταν ο ίδιος δημιουργός και θαυμαστής του νόμου, εκφράζουν τέλεια την ανώμαλη κατάσταση της κοινωνίας μας.
Στα υπάρχοντα κράτη οι άνθρωποι προσβλέπουν σ’ ένα καινούργιο νόμο σαν φάρμακο για οποιοδήποτε κακό. Αντί ν’ αλλάξουν μόνοι τους ό,τι είναι κακό, οι άνθρωποι αρχίζουν να ζητούν ένα νόμο για να το αλλάξει. [1] Αν ο δρόμος μεταξύ δύο χωριών είναι απροσπέλαστος, ο χωριάτης λέει: «θα ’πρεπε να υπάρχει ένας νόμος για τους επαρχιακούς δρόμους». Αν ένας φύλακας πάρκου εκμεταλλεύεται την έλλειψη πνεύματος σ’ ένα από κείνους, οι οποίοι τον ακολουθούν με δουλικό σεβασμό και τον προσβάλλει, ο προσβλημένος, λέει: «θα ’πρεπε να υπάρχει ένας νόμος που να επιβάλλει περισσότερη ευγένεια στους φύλακες πάρκων». Αν υπάρχει στασιμότητα στη γεωργία ή στο εμπόριο, ο γεωργός, ο κτηνοτρόφος, ή ο σιτέμπορος, υποστηρίζει: «χρειαζόμαστε προστατευτική νομοθεσία». Μέχρι τον τελευταίο εμποράκο, δεν υπάρχει κανείς που να μη ζητά ένα νόμο για να προστατέψει το επάγγελμά του. Αν ο εργοδότης κατεβάζει τους μισθούς ή αυξάνει τις ώρες εργασίας, ο εκκολαπτόμενος πολιτικός διακηρύσσει: «Πρέπει να υπάρξει ένας νόμος για να βάλει τάξη σ’ όλα αυτά». Κοντολογίς, ένας νόμος παντού και για το παν! Νόμος για τις μόδες, νόμος για τους τρελούς σκύλους, νόμος για την αρετή, νόμος που να βάλει τέλος σ’ όλα τα βίτσια κι όλα τα κακά, τα οποία απορρέουν από την ανθρώπινη παθητικότητα και δειλία.
Έχουμε τόσο διαστρεβλωθεί από μια διαπαιδαγώγηση, η οποία από τη νηπιακή ηλικία ζητά να σκοτώσει μέσα μας το πνεύμα της εξέγερσης, και ν’ αναπτύξει εκείνο της υποταγής στην εξουσία. Έχουμε τόσο διαστρεβλωθεί απ’ αυτή την ύπαρξη υπό τον ζυγό του νόμου, ο οποίος κανονίζει κάθε γεγονός στη ζωή μας – την γέννησή μας, την εκπαίδευσή μας, την ανάπτυξή μας, την αγάπη μας, την φιλία μας – ώστε, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση πραγμάτων, θα χάσουμε κάθε πρωτοβουλία, κάθε συνήθεια να σκεφτόμαστε μόνοι μας. Η κοινωνία μας δεν φαίνεται πια ικανή να καταλάβει ότι είναι δυνατό να ζήσουμε κατ’ άλλο τρόπο, και όχι μόνο υπό το κράτος του νόμου, που τον επεξεργάζεται μία αντιπροσωπευτική κυβέρνηση και τον διαχειρίζεται μια χούφτα κυβερνητών. Ακόμα κι’ όταν έφτασε ως το σημείο να χειραφετηθεί από την δουλεία, η πρώτη της φροντίδα ήταν να την αποκαταστήσει άμεσα. Το «Έτος Ι της Ελευθερίας» δεν διήρκεσε ποτέ περισσότερο από μία μέρα, γιατί μόλις το διακήρυξαν οι άνθρωποι έβαλαν τους εαυτούς τους, την άλλη κιόλας μέρα, υπό τον ζυγό του νόμου και της εξουσίας.
Πράγματι, για μερικές χιλιάδες χρόνια, εκείνοι οι οποίοι μάς κυβερνούν δεν έχουν κάνει άλλο από το να διατυμπανίζουν τον «Σεβασμό στο νόμο, την υποταγή στην εξουσία». Αυτή είναι η ηθική ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία οι γονείς ανατρέφουν τα παιδιά τους, και το σχολείο χρησιμεύει μονάχα για να επικυρώσει αυτή την κατάσταση. Έξυπνα επιλεγμένα ψήγματα, νόθας επιστήμης εντυπώνονται στα μυαλά των παιδιών για ν’ αποδείξουν την αναγκαιότητα του νόμου· η υποταγή στο νόμο γίνεται θρησκεία· η ηθική καλοσύνη κι ο νόμος των κυρίαρχων συγχέονται μέσα σε μία και την αυτή θεότητα. Ο ιστορικός ήρωας της σχολικής αίθουσας είναι ο άνδρας που υπακούει στο νόμο, και τον υπερασπίζει ενάντια στους επαναστάτες.
Αργότερα, όταν μπαίνουμε στην δημόσια ζωή, η κοινωνία και η λογοτεχνία που μας γαλβανίζουν μέρα με την μέρα κι ώρα με την ώρα όπως η σταλαγματιά τρυπάει την πέτρα, συνεχίζουν να μάς εντυπώνουν την ίδια προκατάληψη. Τα βιβλία ιστορίας, πολιτικής επιστήμης, κοινωνικής επιστήμης, είναι παραγεμισμένα μ’ αυτό τον σεβασμό για το νόμο. Ακόμη κι οι φυσικές επιστήμες έχουν τεθεί στην υπηρεσία αυτού του σκοπού με την εισαγωγή τεχνητών τρόπων έκφρασης, δανεισμένων από την θεολογία και την αυθαίρετη εξουσία, μέσα στη γνώση που είναι καθαρά αποτέλεσμα παρατήρησης. Έτσι η νοημοσύνη μας συσκοτίζεται επιδέξια, και πάντα με σκοπό να διατηρηθεί ο σεβασμός μας για το νόμο. Η ίδια εργασία γίνεται από τις εφημερίδες. Δεν έχουν ούτε ένα άρθρο, το οποίο να μην κηρύσσει τον σεβασμό στο νόμο, ακόμη κι όταν η Τρίτη σελίδα αποδείχνει κάθε μέρα την ηλιθιότητα του νόμου, και δείχνει πώς σύρεται μέσα από κάθε ποικιλία λάσπης και βρωμιάς από κείνους που ’ναι επιφορτισμένοι με την διαχείρισή του. Η υποτακτικότητα μπροστά στο νόμο έχει γίνει αρετή κι αμφιβάλλω αν υπήρξε ποτέ έστω κι ένας επαναστάτης που να μην άρχισε στη νεότητά του σαν αμύντορας του νόμου ενάντια σ’ ό,τι γενικά αποκαλούνται «καταχρήσεις», μολονότι αυτές οι τελευταίες είναι αναπόφευκτες συνέπειες του νόμου.
Η τέχνη ευθυγραμμίζεται με την ψευτο-επιστήμη. Ο ήρωας του γλύπτη, του ζωγράφου, του μουσικού, καλύπτει το Νόμο υπό την ασπίδα του, και με φλογίζοντα μάτια και φουσκωμένα ρουθούνια στέκεται πάντα έτοιμος να συντρίψει εκείνον, ο οποίος θα σήκωνε χέρι ενάντιά του. Ναοί ανυψώνονται σ’ αυτόν· οι επαναστάτες οι ίδιοι διστάζουν να θίξουν τους υψηλούς ιερείς που ‘χουν αφιερωθεί στην υπηρεσία του, κι όταν η επανάσταση πρόκειται να σαρώσει κάποιον αρχαίο θεσμό, είναι ακόμα με το νόμο που προσπαθεί να επικυρώσει αυτή την πράξη.
Η συγκεχυμένη μάζα κανόνων συμπεριφοράς που αποκαλείται δίκαιο, και που μας έχει κληροδοτηθεί από την δουλεία, την δουλοπαροικία, τον φεουδαρχισμό και την βασιλεία, έχει πάρει τη θέση εκείνων των πέτρινων τεράτων, μπροστά στα οποία συνηθιζόταν να θυσιάζονται ανθρώπινα θύματα, και τα οποία δουλοπρεπείς άγριοι δεν τολμούσαν έστω και ν’ αγγίξουν μήπως και καούν από τους κεραυνούς του ουρανού.
Αυτή η νέα λατρεία καθιερώθηκε με τη ιδιαίτερη επιτυχία από την άνοδο στην εξουσία της μεσαίας τάξης – από την μεγάλη Γαλλική Επανάσταση. Υπό το παλαιό καθεστώς, οι άνθρωποι μιλούσαν λίγο για νόμους· εκτός, πραγματικά, αν επρόκειτο, μαζί με τον Μοντεσκιέ, τον Ρουσσώ και τον Βολταίρο, να τους αντιπαραβάλλουν στη βασιλική αυθαιρεσία. Η υποταγή στη θέληση του βασιλιά και της ακολουθίας του ήταν υποχρεωτική επί ποινή απαγχονισμού ή φυλάκισης. Αλλά στη διάρκεια των επαναστάσεων και μετά απ’ αυτές όταν οι νομικοί ανέβηκαν στην εξουσία, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ενισχύσουν την αρχή, στην οποία οφειλόταν η άνοδός τους! Η μεσαία τάξη την αποδέχτηκε αμέσως σαν ανάχωμα για να τιθασεύσει τον λαϊκό χείμαρρο. Ο κλήρος έσπευσε να την κυρώσει, για να σώσει το σκάφος του από ναυάγιο ανάμεσα στους παραβάτες. Τελικά ο λαός την αποδέχτηκε σαν μία βελτίωση σε σχέση με την αυθαίρετη εξουσία και βία του παρελθόντος.
Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να μεταφερθούμε με την φαντασία στον 18οαιώνα. Οι καρδιές μας πρέπει να ‘χουν πονέσει από την ιστορία των θηριωδιών που διαπράχτηκαν από τους παντοδύναμους ευγενείς του καιρού εκείνου πάνω στους άντρες και τις γυναίκες του λαού, προτού καταλάβουμε ποιά πρέπει να ‘ταν η μαγική επίδραση πάνω στο μυαλό του χωρικού της φράσης: «Ισότητα ενώπιον του νόμου, υποταγή στο νόμο χωρίς διάκριση καταγωγής και περιουσίας». Αυτός που ως τότε είχε αντιμετωπιστεί χειρότερα κι από ζώο, αυτός που ποτέ δεν είχε δικαιώματα, αυτός που ποτέ δεν είχε βρει δικαιοσύνη ενάντια στις αποτρόπαιες πράξεις των ευγενών, εκτός αν έπαιρνε εκδίκηση σκοτώνοντας τον ευγενή και αντιμετωπίζοντας μετά την κρεμάλα – βρήκε τον εαυτό του ν’ αναγνωρίζεται απ’ αυτό το αξίωμα, τουλάχιστο στην θεωρία, τουλάχιστο αναφορικά με τα προσωπικά του δικαιώματα σαν ίσος με τον κύριό του. Ο,τιδήποτε και να ‘ταν αυτός ο νόμος, υποσχόταν νε μεταχειριστεί τον κύριο και τον χωρικό όμοια· διακήρυσσε την ισότητα πλούσιου και φτωχού ενώπιον του δικαστή. Η υπόσχεση ήταν ψέμα, και σήμερα το ξέρουμε· αλλά σ’ εκείνη την περίοδο ήταν μια πρόοδος, φόρος τιμής στην αλήθεια. Αυτός είναι ο λόγος που όταν οι σωτήρες της απειλούμενης μεσαίας τάξης (οι Ροβεσπιέρροι και οι Δαντόν) υιοθέτησαν τα γραπτά του Ρουσσώ και του Βολταίρου, και διακήρυξαν τον «σεβασμό για το νόμο, ίδιο για κάθε άνθρωπο», ο λαός αποδέχτηκε τον συμβιβασμό· γιατί ο επαναστατικός του πυρετός είχε ήδη αναλωθεί στην πάλη μ’ έναν εχθρό, που γινόταν μέρα με τη μέρα απειλητικότερος· έκλιναν τον αυχένα κάτω από τον ζυγό του νόμου για να σώσουν τους εαυτούς τους από την αυθαίρετη εξουσία των φεουδαρχών.
Η μεσαία τάξη συνέχισε από τότε να εκμεταλλεύεται αυτό το αξίωμα, το οποίο μαζί με μια άλλη αρχή, εκείνη της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, συνοψίζει την όλη φιλοσοφία της αστικής εποχής, του δέκατου ένατου αιώνα. Κήρυξε αυτή την θεωρία στα σχολεία, την προπαγάνδισε στα γραπτά της, διέπλασε την τέχνη και την επιστήμη της για τον ίδιο σκοπό, σκόρπισε τις πεποιθήσεις της σε κάθε τρύπα και γωνιά – σαν την ευσεβή Αγγλίδα που ρίχνει φυλλάδια κάτω από την πόρτα – και το ‘χει κάνει αυτό με τόση επιτυχία, ώστε σήμερα βλέπουμε την κατάληξη στο αποκρουστικό γεγονός ότι άνθρωποι που λαχταρούν την ελευθερία επιχειρούν να την αποκτήσουν παρακαλώντας τους κυρίους τους να έχουν την καλοσύνη να τους προστατεύσουν τροποποιώντας τους νόμους, τους οποίους αυτοί οι κύριοι οι ίδιοι δημιουργήσει!
Αλλ’ οι καιροί και οι διαθέσεις, αλλάζουν. Υπάρχουν παντού επαναστατημένοι που δεν θέλουν πια να υπακούουν στο νόμο χωρίς να ξέρουν από πού προέρχεται, ποιές είναι οι χρήσεις του, και από πού πηγάζει η υποχρέωση της υπακοής του και ο σεβασμός με τον οποίο συνοδεύεται. Οι επαναστατημένοι των ημερών μας κριτικάρουν τα ίδια τα θεμέλια της κοινωνίας, τα οποία έως τώρα θεωρούνταν ιερά, και πρώτα απ’ όλα αυτό το φετίχ, το νόμο.
Οι άνθρωποι που έχουν κριτική αντίληψη αναλύουν τις πηγές του νόμου, και βρίσκουν εκεί είτε ένα θεό, προϊόν των φόβων του αγρίου, και ηλίθιο, τιποτένιο και κακεντρεχή όπως οι ιερείς που εγγυώνται την υπερφυσική καταγωγή του, ή άλλως, αιματοχυσία, κατάκτηση δια πυρός και σιδήρου. Μελετούν τα χαρακτηριστικά του νόμου, κι αντί για συνεχή πρόοδο που ν’ αντιστοιχεί σ’ εκείνη της ανθρώπινης φυλής, βρίσκουν πως το διακριτικό του γνώρισμα είναι η ακινησία, μια τάση ν’ αποκρυσταλλώσει ό,τι θα ‘πρεπε να τροποποιείται καιν’ αναπτύσσεται μέρα με τη μέρα. Ρωτούν πώς ο νόμος έχει διατηρηθεί, και στην υπηρεσία του βλέπουν τις θηριωδίες του Βυζαντινισμού, τις ωμότητες της ιεράς Εξέτασης, τα βασανιστήρια του μεσαίωνα, ζωντανή σάρκα ξεσχισμένη από το μαστίγιο του δήμιου, αλυσίδες, ρόπαλα, πελέκεις, τα σκοτεινά κελιά των φυλακών, αγωνία, κατάρες και δάκρυα. Στις μέρες μας βλέπουν, όπως πρώτα, τον πέλεκυ, το σχοινί, το ντουφέκι, τη φυλακή· από τη μια μεριά τον αποκτηνωμένο φυλακισμένο, που έχει υποβιβαστεί στην κατάσταση ενός εγκλωβισμένου θηρίου με την εξευτέλιση όλης της ηθικής υπόστασής του· κι από την άλλη τον δικαστή, στερημένο από κάθε συναίσθημα που τιμά πράγματι την ανθρώπινη φύση, να ζει σαν μισότρελος ερημίτης σ’ έναν κόσμο νομικών μυθοπλασιών, να γλεντάει με την επιβολή φυλάκισης και θανάτου, χωρίς έστω να υποψιάζεται μέσα στην ψυχρή κακοήθεια της τρέλας του, την άβυσσο του ξεπεσμού όπου έχει πέσει μπροστά στα μάτια εκείνων, τους οποίους καταδικάζει.
Βλέπουν μια φυλή νομοθετών να νομοθετούν χωρίς να ξέρουν που αναφέρονται οι νόμοι τους· σήμερα να ψηφίζουν ένα νόμο για την υγειονομία των πόλεων, χωρίς καν την αμυδρότερη ιδέα υγιεινής, αύριο να φτιάχνουν κανονισμούς για τον εξοπλισμό στρατευμάτων χωρίς να ξέρουν τίποτα από όπλα· να φτιάχνουν νόμους για την διδασκαλία και την εκπαίδευση χωρίς ποτέ να ‘χουν δώσει ένα μάθημα οποιουδήποτε είδους, ή έστω και μια έντιμη διαπαιδαγώγηση στα παιδιά τους· να νομοθετούν εκεί κι ως έτυχε προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά χωρίς να ξεχνούν ποτέ να προβλέπουν ποινές για τους κουρελιάρηδες, τη φυλακή και τα κάτεργα, κι ας είναι οι δυστυχείς αυτοί χίλιες φορές λιγότερο ανήθικοι από τους ίδιους τους νομοθέτες.
Τέλος, τα κριτικά πνεύματα βλέπουν τον δεσμοφύλακα να χάνει κάθε ανθρώπινο αίσθημα, τον αστυνομικό να εκπαιδεύεται σαν κυνηγόσκυλο, τον καταδότη της αστυνομίας να σιχαίνεται τον εαυτό του· το «κάρφωμα» να μεταμορφώνεται σε αρετή· τη διαφθορά ν’ ανυψώνεται σε σύστημα· όλα τα ελαττώματα, όλες τις κακές ιδιότητες της ανθρωπότητας να ενθαρρύνονται και να καλλιεργούνται για να εξασφαλιστεί ο θρίαμβος του νόμου.
Αυτά τα βλέπουμε, και, γι’ αυτό, αντί να επαναλάβουμε μάταια την παλιά φόρμουλα, «Σεβασμός στο νόμο», λέμε, «περιφρονήστε το νόμο κι όλα τα επακόλουθά του!». Στη θέση της δειλής φράσης, «Υπακούστε στο νόμο», η κραυγή μας είναι «Εξεγερθείτε ενάντια σε όλους τους νόμους!».
Συγκρίνετε μόνο τα κακά που γίνονται στ’ όνομα κάθε νόμου με τα καλά που μπόρεσε να κάνει, ζυγίστε προσεκτικά τα καλά και τα κακά, και θα βρείτε αν έχουμε δίκιο.
Σχετικά μιλώντας, ο νόμος είναι προϊόν των σύγχρονων καιρών. Για αιώνες κι αιώνες η ανθρωπότητα ζούσε χωρίς οποιοδήποτε γραπτό δίκαιο, έστω κι εκείνο που ‘ναι χαραγμένο σε σύμβολα πάνω στις πέτρες της εισόδου ενός ναού. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι ανθρώπινες σχέσεις ρυθμίζονταν απλώς από έθιμα, συνήθειες και πρακτικές, που καθιερώνονταν με τη συνεχή επανάληψη, κι αποκτιούνταν από κάθε πρόσωπο στην παιδική ηλικία, ακριβώς όπως μάθαινε πώς να εξασφαλίζει την τροφή του με το κυνήγι, την κτηνοτροφία, ή τη γεωργία.
Όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες πέρασαν απ’ αυτή την πρωτόγονη φάση κι ως σήμερα [2] ένα μεγάλο ποσοστό της ανθρωπότητας δεν έχει γραπτό δίκαιο. Κάθε φυλή έχει τους τρόπους της και τα έθιμά της· εθιμικό δίκαιο, όπως λένε οι νομικοί. Έχει κοινωνικές συνήθειες, και τούτο αρκεί για να διατηρήσει εγκάρδιες σχέσεις μεταξύ των κατοίκων του χωριού, των μελών της φυλής ή της κοινότητας. Ακόμη κι ανάμεσά μας – στα «πολιτισμένα» έθνη – όταν αφήνουμε τις μεγάλες πόλεις και πάμε στην ύπαιθρο, βλέπουμε ότι εκεί οι αμοιβαίες σχέσεις των κατοίκων ρυθμίζονται σύμφωνα μ’ αρχαία και γενικά αποδεκτά έθιμα, κι όχι σύμφωνα με το γραπτό δίκαιο των νομοθετών. Οι χωρικοί της Ρωσίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, κι ακόμη ενός μεγάλου μέρους της Γαλλίας και της Αγγλίας, δεν έχουν καμία ιδέα του γραπτού δικαίου. Μπαίνει στη ζωή τους μόνο για να ρυθμίσει τις σχέσεις τους με το κράτος. Ως προς τις σχέσεις μεταξύ τους, μολονότι είναι μερικές φορές πολύ περίπλοκες, ρυθμίζονται απλώς σύμφωνα με το αρχαίο έθιμο. Πρωτύτερα, έτσι είχαν τα πράγματα με την ανθρωπότητα εν γένει.
Δύο διαφορετικά ρεύματα εθίμων αποκαλύπτονται από την ανάλυση των ηθών των πρωτόγονων ανθρώπων.
Καθώς ο άνθρωπος δεν ζει σ’ απομονωμένη κατάσταση, αναπτύσσονται μέσα του συνήθειες και συναισθήματα, τα οποία είναι χρήσιμα για τη διατήρηση της κοινωνίας και τη διεύρυνση της φυλής. Χωρίς κοινωνικά συναισθήματα και ήθη, η ζωή από κοινού θα ‘ταν απόλυτα αδύνατη. Δεν είναι ο νόμος που τα ‘χει εγκαθιδρύσει· προηγούνται από κάθε νόμο. Ούτε η θρησκεία τα έχει επιβάλλει· προηγούνται απ’ όλες τις θρησκείες. Ανευρίσκονται ανάμεσα σ’ όλα τα ζώα που ζουν σε κοινωνία. Αναπτύσσονται αυθόρμητα από την ίδια τη φύση πραγμάτων, όπως εκείνες οι συνήθειες στα ζώα, τις οποίες οι άνθρωποι αποκαλούν ένστικτα. Ξεπηδούν από ένα προτσές εξέλιξης, το οποίο είναι χρήσιμο και, πραγματικά, για να διατηρήσει την κοινωνία ενωμένη στην πάλη που εξαναγκάζεται να κάνει για να διατηρήσει την ύπαρξή τους. Οι άγριοι καταλήγουν να μην τρώνε πια ο ένας τον άλλο, γιατί βρίσκουν ότι μακροχρόνια είναι περισσότερο πλεονεκτικό ν’ αφιερωθούν σε κάποιο είδος καλλιέργειας παρά ν’ απολαμβάνουν την ευχαρίστηση του να τρώνε τη σάρκα ενός γερασμένου συγγενή μια φορά τον χρόνο. Πολλοί ταξιδιώτες έχουν απεικονίσει τους τρόπους ζωής απόλυτα ανεξάρτητων φυλών, όπου οι νόμοι κι οι αρχηγοί είναι άγνωστοι [3] αλλά όπου τα μέλη της φυλής έχουν πάψει να χτυπάνε ο ένας τον άλλο σε κάθε διαμάχη, γιατί η συνήθεια να ζουν σε κοινωνία έχει καταλήξει στην ανάπτυξη ορισμένων συναισθημάτων αδελφοσύνης και κοινότητας συμφερόντων, και προτιμούν ν’ απευθύνονται σ’ ένα τρίτο πρόσωπο για τον διακανονισμό των διαφορών. Η φιλοξενία τω πρωτόγονων λαών, ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή, η αίσθηση της αμοιβαίας υποχρέωσης, η συμπάθεια προς τον αδύνατο, το θάρρος, που επεκτείνεται ακόμα και στην αυτοθυσία για χάρη των άλλων, πρώτα των παιδιών και των φίλων, και αργότερα των μελών της ίδιας της κοινότητας – όλες αυτές οι ιδιότητες αναπτύσσονται στον άνθρωπο πριν από κάθε νόμο, ανεξάρτητα από κάθε θρησκεία, όπως στην περίπτωση των κοινωνικών ζώων. Τέτοια συναισθήματα και πρακτικές είναι τα αναπόφευκτα αποτελέσματα της κοινωνικής ζωής. Χωρίς να ‘ναι όπως λένε οι παπάδες κι οι μεταφυσικοί έμφυτες στον άνθρωπο, αυτές οι ιδιότητες είναι το αποτέλεσμα της ζωής από κοινού.
Αλλά δίπλα – δίπλα μ’ αυτά τα έθιμα, απαραίτητα στην ζωή των κοινωνιών και την διατήρηση της φυλής, άλλες επιθυμίες, άλλα πάθη κι επομένως άλλες συνήθειες κι έθιμα, εξελίσσονται στην ανθρώπινη συνένωση. Η επιθυμία να κυριαρχήσει κανείς πάνω σ’ άλλους, να επιβάλλει την θέλησή του πάνω τους, η επιθυμία να καταλάβουν τα προϊόντα της εργασίας μιας γειτονικής φυλής· η επιθυμία να περιβληθεί κανείς μ’ ανέσεις χωρίς να παράγει τίποτα, ενώ οι σκλάβοι προμηθεύουν τον κύριό τους, με τα μέσα απόκτησης κάθε είδους ηδονής και πολυτέλειας – αυτές οι εγωιστικές, προσωπικές επιθυμίες δημιουργούν ένα άλλο ρεύμα συνηθειών κι εθίμων. Ο ιερέας κι ο πολεμιστής – ο τσαρλατάνος που κερδοσκοπεί πάνω στην δεισιδαιμονία κι αφού απελευθερωθεί ο ίδιος από το φόβο του δαίμονα τον καλλιεργεί σε άλλους, κι ο παλληκαράς, που θέλει την εισβολή και τη λήστευση των γειτόνων του για να γυρίσει με λάφυρα κι ακολουθούμενος από σκλάβους. Αυτοί οι δύο, χέρι με χέρι, έχουν πετύχει να επιβάλουν πάνω στην πρωτόγονη κοινωνία έθιμα πλεονεκτικά και για τους δυο τους, που τείνουν να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους στις μάζες. Επωφελούμενοι από την παθητικότητα, τους φόβους, την αδράνεια του πλήθους, και χάρη στη συνεχή επανάληψη των ίδιων πράξεων, έχουν εγκαθιδρύσει μόνιμα έθιμα, τα οποία έχουν γίνει μια στέρεη βάση για την κυριαρχία τους.
Γι’ αυτό το σκοπό, θα ‘καναν χρήση, κατά πρώτο λόγο, εκείνης της τάσης να ακολουθεί κανείς την πεπατημένη, που’ χει τόσο πολύ αναπτυχθεί στην ανθρωπότητα. Στα παιδιά κι όλους τους άγριους παίρνει εκπληκτικές διαστάσεις και μπορεί επίσης να παρατηρηθεί στα ζώα. Ο άνθρωπος, όταν είναι τελείως δεισιδαίμονας, φοβάται πάντα να εισαγάγει οποιοδήποτε είδος αλλαγής στις υπάρχουσες συνθήκες· γενικά σέβεται ό,τι είναι παλιό. «Οι πατέρες μας έκαναν αυτό κι αυτό· τα πήγαιναν αρκετά καλά· κάνετε το ίδιο», λένε οι παλιοί στους νέους κάθε φορά που οι τελευταίοι θέλουν ν’ αλλάξουν τα πράγματα. Το άγνωστο τους φοβίζει, προτιμούν να προσκολλούνται στο παρελθόν, ακόμη κι όταν αυτό το παρελθόν αντιπροσωπεύει φτώχεια, καταπίεση και σκλαβιά.
Μπορεί ακόμη να λεχθεί ότι όσο πιο εξαθλιωμένος είναι ένας άνθρωπος, τόσο περισσότερο φοβάται κάθε είδος αλλαγής, μήπως και τον κάνει ακόμα πιο δυστυχισμένο. Κάποια ακτίνα ελπίδας, μερικά ψίχουλα άνεσης, πρέπει να διαπεράσουν την σκοτεινή κατοικία του προτού αρχίσει να επιθυμεί καλύτερα πράγματα, να κριτικάρει τους παλιούς τρόπους ζωής, και να προετοιμαστεί να τους βάλει σε κίνδυνο χάριν μιας αλλαγής. Όσο δεν είναι εμποτισμένος από ελπίδα, όσο δεν είναι απελευθερωμένος από την κηδεμονία εκείνων, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την δεισιδαιμονία και τους φόβους του, προτιμά να παραμείνει στην προγενέστερη κατάστασή του. Όταν οι νέοι επιθυμούν κάποια αλλαγή, οι παλιοί εγείρουν κραυγή πανικού ενάντια στους νεωτεριστές. Μερικοί άγριοι θα προτιμούσαν να πεθάνουν παρά μάλλον παρά να παραβούν τα έθιμα της χώρας τους, γιατί τους έχουν πει ότι η ελάχιστη παραβίαση της κατεστημένης ρουτίνας θα ‘φερνε κακοτυχία και συμφορά σ’ ολόκληρη την φυλή. Ακόμη και σήμερα, πόσοι πολιτικοί, οικονομολόγοι και δήθεν επαναστάτες δεν δρουν με τον ίδιο τρόπο και προσκολλούνται σ’ ένα εξαφανιζόμενο παρελθόν! Πόσοι δεν έχουν σαν μοναδική φροντίδα τους ν’ αναζητούν τα προηγούμενα! Πόσοι διάπυροι νεωτεριστές δεν είναι παρά απλοί αντιγραφείς επαναστάσεων του παρελθόντος!
Το πνεύμα της ρουτίνας, γεννημένο μέσα στην δεισιδαιμονία, την παθητικότητα και την δειλία, υπήρξε σε όλους τους καιρούς ο στυλοβάτης της καταπίεσης. Στις πρωτόγονες ανθρώπινες κοινωνίες έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους ιερείς και τους στρατιωτικούς αρχηγούς. Διαιώνισαν έθιμα χρήσιμα μόνο στους εαυτούς τους και πέτυχαν να τα επιβάλουν πάνω σ’ ολόκληρη τη φυλή. Όσο αυτή η συντηρητική διάθεση μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να διασφαλίσει τον αρχηγό στην καταπάτησή του της ατομικής ελευθερίας, όσο οι μόνες ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων ήταν έργο της φύσης, και δεν αυξάνονταν εκατό φορές από τη συγκέντρωση της ισχύος και του πλούτου, δεν υπήρχε ανάγκη για νόμο και για τους φοβερούς μηχανισμούς των δικαστηρίων και των ολοένα αυξανόμενων ποινών που επιβάλλουν.
Αλλά καθώς η κοινωνία διαιρούνταν όλο και πιο πολύ σε δύο εχθρικές τάξεις, που η μία ζητούσε να εγκαθιδρύσει την κυριαρχία της κι άλλη αγωνιζόταν να ξεφύγει, η πάλη άρχισε· τώρα ο κατακτητής βιαζόταν να διασφαλίσει τα’ αποτελέσματα των πράξεών του σε διαρκή μορφή, και προσπάθησε να τα τοποθετήσει πέρα από κάθε αμφιβολία, να τα κάνει ιερά και σεβαστά με κάθε μέσο. Ο νόμος έκανε την εμφάνισή του από υπό τις ευλογίες του ιερέα και το ρόπαλο του πολεμιστή τέθηκε στην υπηρεσία του. Το έργο του ήταν να κάνει αμετακίνητα τα έθιμα προς όφελος της κυρίαρχης μειοψηφίας. Η στρατιωτική ισχύς ανέλαβε να εξασφαλίσει την υπακοή. Αυτή η νέα λειτουργία ήταν μια καινούργια εγγύηση για την εξουσία του πολεμιστή· τώρα δεν είχε μόνο την ωμή βία στην υπηρεσία του· ήταν ο αμύντορας του νόμου.
Αν ο νόμος, όμως, δεν παρουσίαζε παρά μόνο μια συλλογή προσταγών χρήσιμων στους κυβερνήτες, θα ‘βρισκε κάποια δυσκολία στην εξασφάλιση αποδοχής κι υπακοής. Έτσι, οι νομοθέτες ανέμιξαν σ’ ένα κώδικα τα δύο ρεύματα εθίμων, τα οποία μάλιστα αναφέραμε: τα’ αξιώματα που αντιπροσωπεύουν αρχές ηθικής και κοινωνικής ένωσης και δημιουργήθηκαν σαν αποτέλεσμα της ζωής από κοινού, και τις εντολές που θέλουν να εξασφαλίσουν μια εξωτερική εδραίωση στην ανισότητα. Έθιμα απόλυτα αναγκαία για την ίδια την ύπαρξη της κοινωνίας, βρίσκονται στον κώδικα, έξυπνα ανακατεμένα με ήθη που επιβλήθηκαν από την κυβερνώσα κάστα, και αξιώνουν και τα δύο ίσο σεβασμό από το πλήθος. «Να μην σκοτώσεις», λέει ο κώδικας, και σπεύδει να προσθέσει: «Και πλήρωνε δεκάτες στον ιερέα». «Να μην κλέψεις», λέει ο κώδικας, και αμέσως κατόπιν: «Αυτός που αρνείται να πληρώσει φόρους, να του κόψουν το χέρι».
Αυτός ήταν ο νόμος· κι έχει ως σήμερα διατηρήσει τον διπλό χαρακτήρα του. Η καταγωγή του είναι η επιθυμία της κρατούσας τάξης να δώσει διάρκεια σ’ έθιμα που επιβλήθηκαν από την ίδια προς όφελός της. Το χαρακτηριστικό του είναι η επιδέξια ανάμιξη εθίμων χρήσιμων στην κοινωνία, εθίμων που δεν έχουν ανάγκη νόμου για να εξασφαλίσουν σεβασμό, με άλλα έθιμα, χρήσιμα μόνο στους κυβερνώντες, επιζήμια στην μάζα του λαού, και διατηρούμενα μόνο από τον φόβο της τιμωρίας.
Όπως και το ατομικό κεφάλαιο, το οποίο γεννήθηκε από την δολιότητα και την βία, κι αναπτύχθηκε υπό την αιγίδα της εξουσίας, ο νόμος δεν έχει κανένα δικαίωμα στον σεβασμό των ανθρώπων. Γεννημένος από την βία και την δεισιδαιμονία, και εγκαθιδρυμένος προς το συμφέρον του προνομιούχου παράσιτου, του ιερέα και του πλούσιου εκμεταλλευτή, πρέπει να καταστραφεί παντελώς την ημέρα που ο λαός θα θελήσει να σπάσει τις αλυσίδες του.
Θα πειστούμε καλύτερα γι’ αυτό όταν, αργότερα, θ’ αναλύσουμε την μεταγενέστερη ανάπτυξη των νόμων υπό την αιγίδα της θρησκείας, της εξουσίας και του υπάρχοντος κοινοβουλευτικού συστήματος.
Είδαμε πώς ο νόμος γεννήθηκε μέσα στην καθιερωμένη πρακτική και το έθιμο, και πώς από την αρχή παρουσίαζε μια επιδέξια ανάμιξη των κοινωνικών συνηθειών, αναγκαίων για την διατήρηση της ανθρώπινης φυλής, μ’ άλλα έθιμα, που επιβλήθηκαν από κείνους, οι οποίοι χρησιμοποίησαν την λαϊκή δεισιδαιμονία καθώς και το δικαίωμα του ισχυρότερου προς όφελός τους. Αυτός ο διπλός χαρακτήρας του νόμου έχει καθορίσει την κατοπινότερη εξέλιξή του στην διάρκεια της πολιτικής οργάνωσης. Ενώ στην πορεία των αιώνων ο πυρήνας του κοινωνικού εθίμου εμπεριέχεται στο νόμο υποβλήθηκε σε ασήμαντες και βαθμιαίες τροποποιήσεις, το άλλο τμήμα αναπτύχθηκε ευρέως σε κατευθύνσεις που υπεδείκνυαν τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και προς βλάβη των καταπιεζόμενων τάξεων.
Από καιρό σε καιρό αυτές οι κυρίαρχες τάξεις έχουν επιτρέψει να τους αποσπασθεί ένας νόμος, ο οποίος παρουσίαζε, ή φαινόταν να παρουσιάζει, κάποια εγγύηση για τους απόκληρους. Αλλά τότε οι τέτοιοι νόμοι απλώς ανακαλούσαν ένα προηγούμενο νόμο, καμωμένο προς όφελος της κυβερνώσας κάστας. «Οι καλύτεροι νόμοι, λέει ο Buckle, «ήταν εκείνοι οι οποίοι ανακαλούσαν τους προηγούμενους». Αλλά τί τρομερές προσπάθειες χρειάστηκαν, πόσοι ποταμοί αίματος χύθηκαν, κάθε φορά που υπήρξε ζήτημα ανάκλησης κάποιου απ’ αυτούς τους θεμελιώδεις νόμους που χρησιμεύουν για να κρατούν τον λαό στα δεσμά. Προτού μπορέσει να καταργήσει τα τελευταία ίχνη δουλοπαροικίας και φεουδαρχικών δικαιωμάτων, και να διαλύσει τη δύναμη της βασιλικής αυλής, η Γαλλία αναγκάστηκε να περάσει μεσ’ από τέσσερα χρόνια επανάστασης και είκοσι χρόνια πολέμου. Δεκαετίες πάλης χρειάζονται για ν’ ανακληθούν και οι λιγότερο σημαντικοί από τους άδικους νόμους, που μας κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν, κι ακόμη τότε σπανίως εξαφανίζονται, εκτός από περιόδους επανάστασης.
Η ιστορία της γένεσης του κεφαλαίου έχει ήδη εκτεθεί από τους σοσιαλιστές πολλές φορές. Έχουν περιγράψει πώς γεννήθηκε από τον πόλεμο και την καταλήστευση, τη δουλεία και την καθυπόταξη, τη σύγχρονη απάτη κι εκμετάλλευση. Έχουν δείξει πώς τρέφεται από το αίμα του εργάτη, και πώς λίγο – λίγο κατέκτησε ολόκληρο τον κόσμο. Η ίδια ιστορία, αναφορικά με την γένεση και την ανάπτυξη του νόμου, δεν έχει ακόμα εκτεθεί. Όπως συνήθως, η λαϊκή ευφυΐα έχει κλέψει την πρωτοβουλία από τους ανθρώπους των βιβλίων. Έχει ήδη συνθέσει την φιλοσοφία αυτής της ιστορίας, κι είναι απασχολημένη με την αποτύπωση των ουσιωδών οροσήμων της.
Ο νόμος, στην ιδιότητά του σαν εγγυητή των αποτελεσμάτων της λήστευσης, της δουλείας και της εκμετάλλευσης, έχει ακολουθήσει τις ίδιες φάσεις ανάπτυξης με το κεφάλαιο. Δίδυμοι αδελφός κι αδελφή, έχουν προχωρήσει χέρι – χέρι, συντηρώντας ο ένας τον άλλο με την ταλαιπωρία της ανθρωπότητας. Σε κάθε χώρα της Ευρώπης, η ιστορία τους είναι κατά προσέγγιση η ίδια. Διέφερε μόνο στην λεπτομέρεια· τα κύρια γεγονότα είναι τα ίδια· και αν ρίξουμε μια ματιά στην ανάπτυξη του νόμου στη Γαλλία ή τη Γερμανία, ξέρουμε τα ουσιώδη χαρακτηριστικά και τις φάσεις ανάπτυξής του στα περισσότερα από τα Ευρωπαϊκά έθνη.
Αρχικά, ο νόμος ήταν ένα εθνικό σύμφωνο ή συμβόλαιο. Είναι αλήθεια ότι αυτό το συμβόλαιο δεν ήταν πάντα ελευθέρα αποδεκτό. Ακόμη και στις πρώτες μέρες οι πλούσιοι κι ισχυροί επέβαλλαν την θέλησή τους πάνω στους υπόλοιπους. Αλλά πάντως αντιμετώπιζαν ένα εμπόδιο στις καταπατήσεις τους από την μάζα του λαού, που συχνά τους έκανε να αισθάνονται με την σειρά τους την δύναμή του.
Αλλά καθώς η εκκλησία από την μια μεριά κι οι ευγενείς από την άλλη πέτυχαν να υποδουλώσουν τον λαό, το δικαίωμα της δημιουργίας νόμων ξέφυγε από τα χέρια του έθνους και πέρασε σ’ εκείνα των προνομιούχων τάξεων. Ενισχυμένη από τον πλούτο που συσσωρεύτηκε στα σεντούκια της, η εκκλησία επεξέτεινε την εξουσία της. Εισέδυσε όλο και περισσότερο στην ιδιωτική ζωή, κι υπό το πρόσχημα της σωτηρίας των ψυχών, έβαλε χέρι στην εργασία των δουλοπάροικών της, μάζεψε φόρους από κάθε τάξη, και πλούτισε στο μέτρο που αυξανόταν ο αριθμός των παρανομιών, γιατί το προϊόν κάθε προστίμου διοχετευόταν στα θησαυροφυλάκιά της. Οι νόμοι δεν είχαν πια οποιαδήποτε σύνδεση με το συμφέρον του έθνους. «Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι αυτοί προέρχονταν από ένα συμβούλιο θρησκόληπτων φανατικών, παρά από νομοθέτες» παρατηρεί ένας ιστορικός του Γαλλικού δικαίου.
Ταυτόχρονα καθώς ο φεουδάρχης επεξέτεινε παρόμοια την εξουσία του πάνω στους εργαζόμενους της υπαίθρου και στους τεχνίτες των πόλεων, έγινε κι αυτός, επίσης, νομοθέτης και δικαστής. Τα λίγα κατάλοιπα εθνικού δικαίου που χρονολογούνται από τον δέκατο αιώνα είναι απλώς συμφωνίες που ρυθμίζουν την υπηρεσία, τη νόμιμη εργασία, [4] και τους φόρους που οφείλονταν από τους δουλοπάροικους και τους υποτελείς στον κύριό τους. Οι νομοθέτες εκείνης της περιόδου ήταν μια δράκα ληστών, οργανωμένων για την καταλήστευση του λαού, που γινόταν κάθε μέρα και πιο ειρηνικός καθώς επιδιδόταν σε γεωργικές ασχολίες. Αυτοί οι άρπαγες εκμεταλλεύτηκαν τα συναισθήματα για δικαιοσύνη που ‘ναι έμφυτα στο λαό, πόζαραν σαν διαχειριστές εκείνης της δικαιοσύνης, έκαναν μια πηγή εισοδήματος για τους εαυτούς τους από τις θεμελιώδεις αρχές της και κατασκεύασαν νόμους για να διατηρήσουν την κυριαρχία τους.
Αργότερα, αυτοί οι νόμοι, που συλλέχτηκαν και ταξινομήθηκαν από δικαστές, σχημάτισαν τη βάση των σύγχρονων κωδίκων. Και πρόκειται εμείς να συζητήσουμε για σεβασμό αυτών των κωδίκων, της κληροδοσίας του φεουδάρχη και του Ιερέα;
Η πρώτη επανάσταση, η εξέγερση των πόλεων υπήρξε επιτυχής στην κατάργηση μόνο ενός τμήματος αυτών των νόμων· οι χάρτες δικαιωμάτων των απελευθερωμένων πόλεων είναι, ως επί το πλείστον, ένας απλός συμβιβασμός μεταξύ της φεουδαρχικής και επισκοπικής νομοθεσίας, και των νέων σχέσεων που δημιουργήθηκαν μέσα στην ίδια την ελεύθερη περιοχή. Κι όμως, πόσο μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτών των νόμων και των νόμων που ‘χουμε τώρα! Η πόλη δεν αναλάμβανε να φυλακίσει και να εκτελέσει πολίτες για Κρατικούς λόγους· αρκούνταν να εκδιώξουν καθένα που συνωμοτούσε με τους εχθρούς της πόλης, και να κατεδαφίσουν το σπίτι του. Περιορίζονταν στην επιβολή προστίμων για τα καλούμενα «εγκλήματα και παραβάσεις», και στους δήμους του δωδέκατου αιώνα μπορεί ακόμα να βρεθεί η δίκαιη αρχή που σήμερα έχει ξεχαστεί, η οποία θεωρεί ολόκληρη την κοινότητα υπεύθυνη για την κακή συμπεριφορά καθενός από τα μέλη της. Οι κοινωνίες εκείνου του καιρού έβλεπαν το έγκλημα σαν ατύχημα ή κακοτυχία· μια αντίληψη συνηθισμένη ανάμεσα στους ρώσους χωρικούς σήμερα. Γι’ αυτό δεν παραδέχονταν την αρχή της προσωπικής εκδίκησης όπως κηρύσσεται από την βίβλο, αλλά θεωρούσαν ότι η ευθύνη για κάθε παρανομία αντανακλούνταν σ’ όλη την κοινωνία. Χρειάστηκε όλη η επίδραση της βυζαντινής εκκλησίας, η οποία εισήγαγε στη Δύση τις εξευγενισμένες ωμότητες του Ανατολικού δεσποτισμού, για να εισαγάγει στα ήθη των Γαλατών και των Γερμανών την ποινή του θανάτου και τα φοβερά μαρτύρια που ύστερα επιβάλλονταν σ’ όσους θεωρούνταν εγκληματίες. Ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο, χρειάστηκε όλη η επίδραση του Ρωμαϊκού κώδικα, του προϊόντος της διαφθοράς της αυτοκρατορικής Ρώμης, για να εισαγάγει τις έννοιες της απόλυτης ιδιοκτησίας στην γη, η οποία ανέτρεψε τα κομμουνιστικά έθιμα των πρωτόγονων ανθρώπων.
Όπως ξέρουμε, οι ελεύθεροι δήμοι δεν κατόρθωσαν να διατηρηθούν. Ρημαγμένοι από εσωτερικές διαμάχες μεταξύ πλούσιων και φτωχών, μεταξύ δημοτών και δουλοπάροικων, έγιναν εύκολη λεία της βασιλείας. Και καθώς η βασιλεία αποκτούσε καινούργια ισχύ, το δικαίωμα της νομοθέτησης πέρασε όλο και πιο πολύ στα χέρια μιας κλίκας αυλικών. Έκκληση στο έθνος γινόταν μόνο για να επικυρώσει τους φόρους που απαιτούνταν από τον βασιλιά. Κοινοβούλιο που συγκαλούνταν σε διαστήματα δύο αιώνων, σύμφωνα με την καλή διάθεση ή το καπρίτσιο της αυλής, «Εξαιρετικά Συμβούλια», συνελεύσεις ευγενών, υπουργοί που άκουγαν σπάνια τα «παράπονα των υπηκόων του βασιλιά» – αυτοί ήταν οι νομοθέτες της Γαλλίας. Ακόμη αργότερα, όταν όλη η εξουσία είναι συγκεντρωμένη σ’ ένα μοναδικό άνθρωπο, ο οποίος μπορεί να πει «Εγώ είμαι το κράτος» τα διατάγματα χαλκεύονται στα «κρυφά πριγκηπικά συμβούλια», σύμφωνα με τις ορέξεις ενός υπουργού, ή ενός ιδιότροπου βασιλιά· και οι υπήκοοι πρέπει να υπακούσουν επί ποινή θανάτου. Όλες οι δικαστικές εγγυήσεις καταργούνται· το έθνος είναι ο δουλοπάροικος της βασιλείας και μιας χούφτας αυλικών. Και σ’ αυτή την περίοδο εκπλήττει το βλέμμα μας η φρικιαστικότητα των ποινών – ο τροχός, ο πάσσαλος, ο εκδαρμός ζωντανών θυμάτων, βασανιστήρια κάθε λογής, επινοημένα από την αρρωστημένη φαντασία καλόγερων και τρελών, που αναζητούσαν ευχαρίστηση στην αγωνία των εκτελούμενων εγκληματιών.
Η μεγάλη Επανάσταση άρχισε την κατεδάφιση αυτού του πλαισίου δικαίου, που μας κληροδοτήθηκε από τον φεουδαρχισμό και την βασιλεία. Αλλ’ αφού κατεδάφισε μερικά τμήματα του αρχαίου οικοδομήματος, η Επανάσταση έδωσε την εξουσία νομοθέτησης στην μπουρζουαζία, η οποία, με τη σειρά της, άρχισε να ανεγείρει ένα νέο πλαίσιο νόμων αποσκοπούντων να διατηρήσουν και να διαιωνίσουν την κυριαρχία της μεσαίας τάξης πάνω στις μάζες. Το κοινοβούλιό τους νομοθετεί δεξιά και αριστερά, και βουνά νόμων συσσωρεύονται με φοβερή ταχύτητα. Αλλά τί είναι όλοι αυτοί οι νόμοι κατά βάθος;
Το κύριο τμήμα δεν έχει παρά ένα θέμα – να προστατεύσει την ιδιωτική ιδιοκτησία, δηλαδή τον πλούτο που αποκτάται με την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ο σκοπός του είναι να διανοίξει στο κεφάλαιο καινούργια πεδία για εκμετάλλευση και να επικυρώσει τις νέες μορφές που προσλαμβάνει συνεχώς αυτή η εκμετάλλευση, καθώς το κεφάλαιο κατακυριεύει τον ένα μετά τον άλλο τους κλάδους της ανθρώπινης δραστηριότητας: σιδηροδρόμους, τηλεγράφους, ηλεκτρικό φως, χημικές βιομηχανίες, την έκφραση της σκέψης του ανθρώπου στην λογοτεχνία και την επιστήμη κλπ. Το αντικείμενο των υπόλοιπων απ’ αυτούς τους νόμους είναι θεμελιωδώς το ίδιο. Υπάρχουν για να διατηρούν τη μηχανή της κυβέρνησης, η οποία χρησιμεύει για να εξασφαλίζει στο κεφάλαιο την εκμετάλλευση και το μονοπώλιο του παραγόμενου πλούτου. Οι δικαστές, η αστυνομία, ο στρατός, η δημόσια εκπαίδευση, το χρηματοδοτικό σύστημα, όλα υπηρετούν ένα θεό – το κεφάλαιο· όλα έχουν ένα μόνο στόχο – να διευκολύνουν την εκμετάλλευση του εργάτη από τον καπιταλιστή. Αναλύστε όλους τους νόμους που ψηφίζονται και δεν θα βρείτε παρά μόνο αυτό.
Η προστασία του προσώπου, η οποία προβάλλεται σαν η αληθινή αποστολή του νόμου, καταλαμβάνει ένα ανεπαίσθητο χώρο ανάμεσά τους, γιατί, στην υπάρχουσα κοινωνία, οι επιθέσεις κατά του προσώπου που υπαγορεύονται άμεσα από το μίσος και την κτηνωδία τείνουν να εξαφανιστούν. Σήμερα, αν δολοφονείται κάποιος, αυτό γίνεται συνήθως για να τον ληστέψουν. Αλλ’ αν αυτή η κατηγορία εγκλημάτων και παραβάσεων ελαττώνεται συνεχώς, σίγουρα δεν οφείλουμε αυτή την αλλαγή στη νομοθεσία. Οφείλεται στην ανάπτυξη του ανθρωπισμού στις κοινωνίες μας, στις αυξανόμενα κοινωνικές συνήθειες μάλλον, παρά στις εντολές των νόμων μας. Ανακαλέστε αύριο κάθε νόμο που ασχολείται με την προστασία του προσώπου και σταματήστε αύριο όλες τις δίκες για επίθεση, κι ο αριθμός των αποπειρών που υποκινούνται από προσωπική εκδίκηση και από κτηνωδία δεν θ’ αυξανόταν ούτε κατά μία περίπτωση.
Θα μάς φέρουν ίσως την αντίρρηση ότι στη διάρκεια των τελευταίων πενήντα χρόνων, έχουν θεσμοθετηθεί πάρα πολλοί φιλελεύθεροι νόμοι. Αλλ’ αν αναλυθούν αυτοί οι νόμοι θ’ ανακαλυφθεί ότι αυτή η φιλελεύθερη νομοθεσία συνίσταται στην ανάκληση των νόμων που μας κληροδοτήθηκαν από την βαρβαρότητα των προηγούμενων αιώνων. Κάθε φιλελεύθερος νόμος, κάθε ριζοσπαστικό πρόγραμμα, μπορεί να συνοψισθεί σ’ αυτές τις λέξεις – κατάργηση των νόμων που ‘γιναν βαρετοί και στην ίδια την μεσαία τάξη, κι επιστροφή κι επέκταση σ’ όλους τους πολίτες ελευθεριών που υπήρχαν στους δήμους του δωδέκατου αιώνα. Η κατάργηση της θανατικής ποινής, η δίκη από ενόρκους για όλα τα «εγκλήματα» (υπήρχε ένα πιο φιλελεύθερο ορκωτό σύστημα στον δωδέκατο αιώνα), η εκλογή των δικαστών, το δικαίωμα να φέρει κανείς δημόσιους αξιωματούχους σε δίκη, η κατάργηση των μόνιμων στρατών, η δωρεάν εκπαίδευση κλπ., κάθε τι που τονίζεται σαν εφεύρεση του σύγχρονου φιλελευθερισμού, δεν είναι παρά επιστροφή στην ελευθερία, η οποία υπήρχε πριν η εκκλησία κι ο βασιλιάς βάλουν χέρι σε κάθε εκδήλωση της ανθρώπινης ζωής.
Έτσι η προστασία της εκμετάλλευσης, άμεσα με νόμους πάνω στην ιδιοκτησία, κι έμμεσα με την διατήρηση του Κράτους, είναι και το πνεύμα και η ουσία των σύγχρονων κωδίκων μας, κι η μοναδική λειτουργία της πολυδάπανης νομοθετικής μηχανής μας. Αλλ’ είναι καιρός που έχουμε πάψει να ικανοποιούμαστε με απλές φράσεις και μάθαμε να εκτιμούμε την πραγματική τους σημασία. Ο νόμος, ο οποίος στην πρώτη εμφάνισή του παρουσιαζόταν σαν σύνοψη των εθίμων που ‘ναι χρήσιμα για την διατήρηση της κοινωνίας, γίνεται τώρα αντιληπτός σαν τίποτ’ άλλο από ένα όργανο για την διατήρηση της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας πάνω στις μοχθούσες μάζες από πλούσια παράσιτα. Σήμερα η πολιτιστική αποστολή του είναι τελείως ανύπαρκτη· δεν έχει παρά ένα στόχο: να υποστηρίζει την εκμετάλλευση.
Αυτά μάς λέει η ιστορία ως προς την εξέλιξη του νόμου. Πάνω στη βάση αυτής της ιστορίας καλούμαστε να τον σεβαστούμε; Σίγουρα όχι. Δεν έχει περισσότερο δικαίωμα στο σεβασμό απ’ ότι το κεφάλαιο, ο καρπός της καταλήστευσης. Και το πρώτο καθήκον της επανάστασης θα ‘ναι να βάλει φωτιά σ’ όλους τους υπάρχοντες νόμους και σ’ όλους τους τίτλους ιδιοκτησίας.
Τα εκατομμύρια των νόμων, τα οποία υπάρχουν για την ρύθμιση της ανθρωπότητας, εμφανίζονται ύστερα από έρευνα να διαιρούνται σε τρεις βασικές κατηγορίες: προστασία της ιδιοκτησίας, προστασία των προσώπων, προστασία της κυβέρνησης. Κι αναλύοντας κάθε μια απ’ αυτές τις τρεις κατηγορίες φτάνουμε στο ίδιο λογικό κι αναγκαίο συμπέρασμα: το άχρηστο και το επιβλαβές του νόμου.
Οι σοσιαλιστές ξέρουν τί σημαίνει προστασία της ιδιοκτησίας. Οι νόμοι πάνω στην ιδιοκτησία δεν γίνονται για να εγγυηθούν είτε στο άτομο είτε στην κοινωνία την απόλαυση του προϊόντος της εργασίας τους. Απεναντίας, γίνονται για να ληστέψουν από τον παραγωγό ένα μέρος απ’ αυτό που ‘χει δημιουργήσει, και να εξασφαλίσουν σ’ ορισμένους άλλους ανθρώπους εκείνο το τμήμα του προϊόντος, το οποίο έχουν κλέψει είτε από τον παραγωγό είτε από την κοινωνία σαν όλο. Όταν, για παράδειγμα, ο νόμος καθιερώνει το δικαίωμα του Κου τάδε σ’ ένα σπίτι, δεν καθιερώνει το δικαίωμά του σε μια καλύβα που ‘χει κτίσει για τον εαυτό του, ή σ ένα σπίτι που ‘χει οικοδομήσει με την βοήθεια κάποιων φίλων του. Σ’ αυτή την περίπτωση κανείς δεν θ’ αμφισβητούσε το δικαίωμά του. Απεναντίας, ο νόμος καθιερώνει το δικαίωμά του σ’ ένα σπίτι, το οποίο δεν είναι προϊόν της εργασίας του· πρώτ’ απ’ όλα γιατί έχει βάλει άλλους να το κτίσουν για λογαριασμό του χωρίς να τους έχει πληρώσει την πλήρη αξία της εργασίας τους, και κατόπιν γιατί αυτό το σπίτι αντιπροσωπεύει μια κοινωνική αξία, την οποία δεν θα μπορούσε να παραγάγει για τον εαυτό του. Ο νόμος καθιερώνει το δικαίωμά του σ’ ό,τι ανήκει στον καθένα γενικά και σε κανένα συγκεκριμένα. Το ίδιο σπίτι, κτισμένο στο μέσον της Σιβηρίας, δεν θα ‘χε την αξία που κατέχει σε μια μεγάλη πόλη, και, όπως ξέρουμε, αυτή η αξία προέρχεται από τον μόχθο κάπου πενήντα γενεών ανθρώπων που ‘χουν κτίσει την πόλη, την ομόρφυναν, την προμήθευσαν με νερό και φωταέριο, μ’ ωραίους δρόμους, κολλέγια, θέατρα, καταστήματα, σιδηροδρόμους και λεωφόρους που οδηγούν σε κάθε κατεύθυνση. Έτσι, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα του Κου τάδε σ’ ένα συγκεκριμένο σπίτι στο Παρίσι, στο Λονδίνο ή στη Ρουέν, ο νόμος αποδίδει άδικα σ’ αυτόν ένα ορισμένο τμήμα της εργασίας της ανθρωπότητας εν γένει. Κι επειδή ακριβώς αυτή η ιδιοποίηση κι όλες οι άλλες μορφές ιδιοκτησίας που φέρουν τον ίδιο χαρακτήρα είναι μια κραυγαλέα αδικία, χρειάζεται ένα ολόκληρο οπλοστάσιο νόμων κι ένας ολόκληρος στρατός στρατιωτών, αστυνομικών και δικαστών για να την διατηρήσει ενάντια στο αίσθημα της λογικής και της δικαιοσύνης, που ‘ναι έμφυτα στην ανθρωπότητα.
Οι μισοί από τους νόμους μας – ο αστικός κώδικας σε κάθε χώρα – δεν εξυπηρετεί άλλο σκοπό από το να διατηρήσει αυτή την ιδιοποίηση, αυτό το μονοπώλιο, προς όφελος ορισμένων ατόμων κι ενάντια σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα. Τα τρία τέταρτα των υποθέσεων που εκδικάζονται από τα δικαστήρια δεν είναι παρά φιλονικίες μεταξύ μονοπωλιστών – δύο ληστές που τσακώνονται για την λεία τους. Και πάρα πολλοί από τους ποινικούς μας νόμους έχουν κατά νου τον ίδιο στόχο, κι ο σκοπός τους είναι να κρατήσουν τον εργάτη σε μια υποτακτική θέση απέναντι στον εργοδότη του, κι έτσι να παράσχουν ασφάλεια για την εκμετάλλευση.
Ως προς την εγγύηση του προϊόντος της εργασίας του στον παραγωγό, δεν υπάρχουν νόμοι που έστω να επιχειρούν τέτοιο πράγμα. Είναι τόσο απλό και φυσικό, τόσο πολύ μέρος των τρόπων και των εθίμων της ανθρωπότητας, ώστε ο νόμος δεν το ‘χει σκεφτεί καν. Η ανοικτή ληστεία, με το ξίφος στο χέρι, δεν είναι γνώρισμα της εποχής μας. Ούτε ένας εργαζόμενος πάει ποτέ και φιλονικεί για το προϊόν της εργασίας του μ’ έναν άλλο. Αν έχουν μια διαφορά την διευθετούν προσεπικαλούμενοι ένα τρίτο πρόσωπο, χωρίς να καταφεύγουν στο νόμο. Το μόνο πρόσωπο που απαιτεί από έναν άλλο αυτό που ‘χει παράγει, είναι ο ιδιοκτήτης, που έρχεται και παίρνει την μερίδα του λέοντος. Όσο για την ανθρωπότητα εν γένει, παντού σέβεται το δικαίωμα καθένα σ’ ό,τι έχει δημιουργήσει, χωρίς την παρεμβολή κανενός ειδικού νόμου.
Καθώς όλοι οι νόμοι γύρω από την ιδιοκτησία, οι οποίοι απαρτίζουν παχείς τόμους κωδίκων κι είναι το καύχημα των νομικών μας, δεν έχουν άλλο στόχο από το να προστατεύσουν την άδικη ιδιοποίηση ανθρώπινης εργασίας από ορισμένους μονοπωλιστές, δεν υπάρχει κανένας λόγος για την ύπαρξή τους, και, την ημέρα της επανάστασης, οι κοινωνικοί επαναστάτες είναι ολοκληρωτικά αποφασισμένοι να βάλουν σ’ αυτούς ένα τέρμα. Πράγματι, είναι τελείως δικαιολογημένο να παραδοθούν στην πυρά όλοι οι νόμοι που αναφέρονται στα λεγόμενα «δικαιώματα ιδιοκτησίας», όλες οι δικαιοπραξίες, όλα τα κατάστιχα, με μια λέξη, όλα όσα συνδέονται μ’ οποιοδήποτε τρόπο μ ένα θεσμό, τον οποίο σύντομα θα βλέπουν σαν στίγμα στην ιστορία της ανθρωπότητας, τόσο ταπεινωτικό όσο κι η δουλεία ή η δουλοπαροικία των περασμένων αιώνων.
Οι παρατηρήσεις που μόλις έγιναν πάνω στους νόμους που αφορούν την ιδιοκτησία είναι εξ ίσου εφαρμόσιμες στη δεύτερη κατηγορία νόμων: σ’ εκείνους που αποσκοπούν στη διατήρηση της κυβέρνησης, δηλαδή στο συνταγματικό δίκαιο.
Τούτο πάλι είναι ένα τέλειο οπλοστάσιο νόμων, διαταγμάτων, πράξεων, διαταγών εν συμβουλίω [5] και χίλιων-δυο άλλων, που όλα χρησιμεύουν να προστατεύσουν τις διάφορες μορφές αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, ανατεθειμένες ή υφαρπασμένες, κάτω από τις οποίες σφαδάζει η ανθρωπότητα. Ξέρουμε πολύ καλά – οι αναρχικοί το έχουν πολύ συχνά τονίσει στην διηνεκή κριτική τους των διάφορων μορφών κυβέρνησης, ότι η αποστολή όλων των κυβερνήσεων, μοναρχικών συνταγματικών ή δημοκρατικών, είναι να προστατεύσουν και να διατηρήσουν με τη βία τα συμφέροντα των κατεχουσών τάξεων, της αριστοκρατίας, του κλήρου και των εμπόρων. Ένα τρίτο των νόμων μας – και κάθε χώρα έχει μερικές δεκάδες χιλιάδες από δαύτους – οι θεμελιώδεις νόμοι πάνω στους φόρους, τους εσωτερικούς δασμούς, την οργάνωση των υπουργικών τμημάτων και των γραφείων τους, του στρατού, της αστυνομίας, της εκκλησίας κλπ., δεν έχουν άλλο σκοπό εκτός από το να διατηρούν και ν’ αναπτύσσουν την διοικητική μηχανή. Κι αυτή η μηχανή χρησιμεύει σχεδόν ολοκληρωτικά να προστατεύει τα συμφέροντα των κατεχουσών τάξεων. Αναλύστε όλους αυτούς τους νόμους, παρατηρείστε τους στην πράξη μέρα με τη μέρα και θα ανακαλύψετε ότι κανένας τους δεν αξίζει να διατηρηθεί.
Γύρω από τέτοιους νόμους δεν μπορούν να υπάρχουν δύο γνώμες. Όχι μόνο οι αναρχικοί, αλλ’ επίσης λίγο – πολύ οι επαναστάτες ριζοσπάστες συμφωνούν ότι η μόνη χρήση των νόμων που αφορούν την οργάνωση της κυβέρνησης είναι να τους ρίξουμε στη φωτιά.
Η τρίτη κατηγορία νόμων παραμένει να εξετασθεί· εκείνη που σχετίζεται με την προστασία του προσώπου και την εξιχνίαση και παρεμπόδιση του «εγκλήματος». Αυτή είναι η πιο σπουδαία γιατί συνδέονται μαζί της πολλές προκαταλήψεις· γιατί, αν το δίκαιο βρίσκει ένα ορισμένο ποσό σεβασμού, αιτία είναι η πεποίθηση ότι αυτό το είδος δικαίου είναι απόλυτα αναντικατάστατο για την διατήρηση της ασφάλειας στις κοινωνίες μας. Αυτοί είναι νόμοι που αναπτύχθηκαν από τον πυρήνα των εθίμων που ‘ναι χρήσιμα στις ανθρώπινες κοινότητες και τα οποία έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους κυβερνώντες για να καθαγιάσουν τη δική τους κυριαρχία. Η εξουσία των αρχηγών των φυλών, των πλούσιων οικογενειών στις πόλεις και του βασιλιά, εξαρτιόταν από τις δικαστικές τους λειτουργίες, κι ακόμη ως τις μέρες μας, όποτε γίνεται λόγος για την αναγκαιότητα της κυβέρνησης, εκείνο που υπονοείται είναι η λειτουργία της σαν ύπατου δικαστή. «Χωρίς κυβέρνηση, οι άνθρωποι θα κομμάτιαζαν ο ένας τον άλλο», υποστηρίζει ο ρήτορας του χωριού. «Ο απώτατος σκοπός κάθε κυβέρνησης είναι να εξασφαλίζει δώδεκα έντιμους ενόρκους σε κάθε κατηγορούμενο πρόσωπο», είπε ο Burke.
Λοιπόν, παρ’ όλες τις προκαταλήψεις που υπάρχουν στο παρόν θέμα, είναι καιρός οι αναρχικοί να κηρύξουν θαρραλέα αυτή την κατηγορία νόμων άχρηστη κι επιβλαβή όπως και την προηγούμενη.
Πρώτ’ απ’ όλα, ως προς τα λεγόμενα «εγκλήματα» - προσβολές κατά προσώπων – είναι καλά γνωστό ότι τα δύο τρίτα, και συχνά τα τρία τέταρτα, τέτοιων «εγκλημάτων» υποκινούνται από την επιθυμία να αποκτήσει κανείς την κατοχή του πλούτου κάποιου άλλου. Αυτή η τεράστια κατηγορία των λεγόμενων «εγκλημάτων και παραβάσεων» θα εξαφανιστεί την ημέρα που η ιδιωτική ιδιοκτησία θα πάψει να υπάρχει. «Αλλά», θα λεχθεί, «θα υπάρχουν πάντα κτήνη, τα οποία θα βλάψουν τις ζωές των συμπολιτών τους, τα οποία θα βάλουν τα χέρια τους στο μαχαίρι σε κάθε φιλονικία και θα εκδικηθούν τη μηδαμινότερη προσβολή με φόνο, αν δεν υπάρχουν νόμοι να τους συγκρατήσουν και ποινές να τους αποτρέψουν». Αυτή η επωδός επαναλαμβάνεται κάθε φορά που το δικαίωμα της κοινωνίας να τιμωρεί αμφισβητείται.
Ωστόσο υπάρχει ένα γεγονός σχετικά μ’ αυτό το θέμα, το οποίο σήμερα είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Η δριμύτητα της ποινής δεν ελαττώνει την ποσότητα των εγκλημάτων. Κρεμάστε, κι αν σάς αρέσει κομματιάστε τους δολοφόνους, κι ο αριθμός των φόνων δεν θα μειωθεί ούτε κατά ένα. Από την άλλη μεριά, καταργείστε την ποινή του θανάτου και δεν θα υπάρξει ούτε ένας φόνος παραπάνω· θα υπάρξουν λιγότεροι. Οι στατιστικές το αποδείχνουν. Αλλ’ αν η σοδειά είναι καλή, το ψωμί φτηνό κι ο καιρός αίθριος, ο αριθμός των φόνων αμέσως μειώνεται. Αυτό πάλι αποδείχνεται από την στατιστική. Η ποσότητα των εγκλημάτων αυξάνει και ελαττώνεται πάντοτε κατ’ αναλογία με την τιμή των αγαθών και την κατάσταση του καιρού. Όχι ότι όλοι οι φονιάδες παρακινούνται από την πείνα. Τούτο δεν συμβαίνει. Αλλ’ όταν η σοδειά είναι καλή και τα αγαθά βρίσκονται σε προσιτή τιμή, κι όταν ο ήλιος λάμπει, οι άνθρωποι, πιο ανάλαφροι στη διάθεση και λιγότερο μίζεροι από συνήθως, δεν δίνουν διέξοδο σε σκοτεινά πάθη και δεν καρφώνουν το μαχαίρι στο στήθος του συνανθρώπου τους για ασήμαντες αφορμές.
Επί πλέον, είναι επίσης ένα πολύ γνωστό γεγονός ότι ο φόβος της τιμωρίας δεν έχει ποτέ σταματήσει έστω κι ένα δολοφόνο. Αυτός που σκοτώνει τον γείτονά του από εκδίκηση ή αθλιότητα δεν σκέφτεται πολύ για τις συνέπειες· κι υπήρξαν ελάχιστοι δολοφόνοι που δεν ήταν ακλόνητα πεπεισμένοι ότι θα διέφευγαν την δίωξη.
Χωρίς να μιλήσουμε για μια κοινωνία στην οποία ο άνθρωπος θα λαβαίνει καλύτερη εκπαίδευση, στην οποία η ανάπτυξη όλων των ικανοτήτων του κι η δυνατότητα να τις εξασκήσει, θα του προσφέρει τόσες απολαύσεις, ώστε δεν θα ζητά να τις δηλητηριάσει με τύψεις – ακόμη και στην κοινωνία μας, ακόμη και μ’ εκείνα τα ζοφερά προϊόντα της αθλιότητας που βλέπουμε στα καπηλειά των μεγάλων πόλεων – την ημέρα που δεν θα επιβάλλεται καμιά ποινή στους δολοφόνους, ο αριθμός των φόνων δεν θ’ αυξηθεί ούτε κατά μια περίπτωση. Κι είναι άκρως πιθανό ότι, απεναντίας, θα μειωθεί κατά όλες εκείνες τις περιπτώσεις που οφείλονται σήμερα σε εγκληματίες καθ’ έξιν, οι οποίοι έχουν αποκτηνωθεί στις φυλακές.
Μάς μιλάνε συνεχώς για τα ευεργετήματα που συνεπιφέρει ο νόμος και τα ευεργετικά αποτελέσματα των ποινών, αλλά έχουν ποτέ οι ρήτορες επιχειρήσει να ζυγίσουν τα ευεργετήματα που αποδίδονται στους νόμους και τις ποινές και την εξαχρειωτική επίδραση αυτών των ποινών πάνω στην ανθρωπότητα; Υπολογίστε μόνο τα κακά πάθη που ξύπνησαν στην ανθρωπότητα από τις θηριώδεις ποινές που επιβάλλονταν άλλοτε στους δρόμους! Ο άνθρωπος είναι το σκληρότερο ζώο πάνω στη γη. Αλλά ποιός υποβοήθησε κι ανέπτυξε τα σκληρά ένστικτα που ‘ναι άγνωστα ακόμη κι ανάμεσα στους πιθήκους, αν δεν είναι ο βασιλιάς, ο δικαστής κι οι παπάδες, οπλισμένοι με το νόμο, που ‘καναν την σάρκα κομμάτια, που ‘βραζαν πίσσα για να την χύσουν στις πληγές, που αποσπούσαν μέλη, που συνέτριβαν κόκκαλα, που πριόνιζαν ανθρώπους για να διατηρήσουν την εξουσία τους; Υπολογίστε μονάχα τον χείμαρρο εξαχρείωσης που ξεχύνεται στην ανθρώπινη κοινωνία με το «κάρφωμα», που ενθαρρύνεται από τους δικαστές, που πληρώνεται αδρά από τις κυβερνήσεις, υπό το πρόσχημα ότι βοηθά στην ανακάλυψη του «εγκλήματος». Πηγαίνετε στις φυλακές και μελετείστε τί γίνεται ο άνθρωπος όταν στερείται την ελευθερία του και κλείνεται μ’ άλλα εξαθλιωμένα όντα, βουτηγμένος στην εξαχρείωση και την διαφθορά που αναδύεται κι από τους ίδιους τους τοίχους των υπαρχουσών φυλακών μας. Θυμηθείτε μονάχα ότι όσο περισσότερο αναμορφώνονται οι φυλακές, τόσο πιο αποκρουστικές γίνονται. Τα υποδειγματικά μας σύγχρονα αναμορφωτήρια είναι εκατό φορές πιο φρικτά από τα μπουντρούμια του μεσαίωνα. Τελικά, σκεφτείτε τί διαφθορά, τι εξαχρείωση μυαλού συντηρείται ανάμεσα στους ανθρώπους από την ιδέα της υπακοής, αυτή τούτη την ουσία του νόμου· της τιμωρίας· της εξουσίας που ‘χει το δικαίωμα να τιμωρεί, να κρίνει ανεξάρτητα από την συνείδησή μας και την εκτίμηση των φίλων μας· της αναγκαιότητας για δήμιους, δεσμοφύλακες και πληροφοριοδότες – κοντολογίς, απ’ όλες τις ιδιότητες του νόμου και της εξουσίας. Σκεφτείτε τα όλ’ αυτά και σίγουρα θα συμφωνήσετε μαζί μας, ότι ο νόμος που επιβάλλει ποινές είναι μια βδελυγμία που θα ‘πρεπε να πάψει να υπάρχει.
Λαοί χωρίς πολιτική οργάνωση, κι επομένως λιγότερο εξαχρειωμένοι από εμάς, έχουν καταλάβει τέλεια ότι ο άνθρωπος που αποκαλείται «εγκληματίας» είναι απλώς άτυχος· ότι το φάρμακο δεν είναι να τον μαστιγώσουμε, να τον αλυσοδέσουμε, ή να τον σκοτώσουμε στην αγχόνη ή την φυλακή, αλλά να τον βοηθήσουμε με την πιο αδελφική φροντίδα, με μεταχείριση βασισμένη στην ισότητα, με τα ήθη της ζωής ανάμεσα σ’ έντιμους ανθρώπους. Ελπίζουμε στην επόμενη επανάσταση τούτη η κραυγή θ’ ακουστεί: «Κάψτε τα ικριώματα· γκρεμίστε τις φυλακές· καταργείστε τους δικαστές, τους αστυνόμους και τους πληροφοριοδότες – την πιο βρώμικη ράτσα επί του προσώπου της γης· μεταχειριστείτε σαν αδερφό τον άνθρωπο που ‘χει οδηγηθεί από το πάθος να κάνει κακό στους συνανθρώπους σας· πάνω απ’ όλα, αφαιρέστε από τα χαμερπή προϊόντα της οκνηρίας της μεσαίας τάξης την δυνατότητα να επιδείχνουν τα βίτσια τους με φανταχτερά χρώματα· και να ‘στε βέβαιοι ότι ελάχιστα εγκλήματα θ’ αμαυρώσουν την κοινωνία μας».
Τα κύρια στηρίγματα του εγκλήματος είναι ο παρασιτισμός σε βάρος των άλλων, ο νόμος κι η εξουσία· νόμοι για την ιδιοκτησία, νόμοι για την κυβέρνηση, νόμοι για ποινές και παραβάσεις· και εξουσία, που παίρνει το δικαίωμα να κατασκευάζει αυτούς τους νόμους και να τους εφαρμόζει.
Όχι πια νόμους! Όχι πια δικαστές! Η ελευθερία, η ισότητα και η έμπρακτη ανθρώπινη αλληλεγγύη είναι τα μόνα αποτελεσματικά εμπόδια που μπορούμε ν’ αντιπαραθέσουμε στα αντικοινωνικά ένστικτα μερικών από μάς.
1.Σημ. του Μετ. – Σ’ αυτό το σημείο ο Κροπότκιν προδιαισθάνεται κάτι που θα αποτελέσει βασική σύλληψη του αντιεξουσιαστικού κινήματος στην εποχή μας, δηλ. την σύλληψη της εξουσίας σαν «μεσολάβησης».
2.Σημ. του Μετ. – Υπενθυμίζουμε ότι το δοκίμιο αυτό δημοσιεύτηκε το 1886.
3.Σημ. του Μετ. – Πρέπει να υποθέσει κανείς ότι εδώ ο Κροπότκιν εκφράζει μια υπόθεση μάλλον παρά ένα αναμφισβήτητο ανθρωπολογικό γεγονός. Βλέπε σχετικά το «Σύμπαν της Ιεραρχίας», 1976, κεφ.1, καθώς και το υπό έκδοση «Συμβολές στην κριτική θεωρία», δοκίμιο Ι.
4. Σημ. του Μετ. – «Νόμιμη εργασία» σ’ αντίθεση με την «συμβατική εργασία» είναι η εργασία που οφείλεται απ’ ευθείας βάσει του νόμου κι όχι βάσει της ιδιωτικής βούλησης.
5. Σημ. του Μετ. – «Orders incouncil»· πρόκειται για διαταγές που εκδίδονται κατόπιν της γνώμης μυστικού συμβουλίου.
Σημείωση: Το βιβλίο του Πιοτρ Κροπότκιν «Νόμος και Εξουσία» εκδόθηκε από τη «Διεθνή Βιβλιοθήκη» το Φεβρουάριο του 1977 και εκτός από το ομώνυμο δοκίμιο, το οποίο μεταφράστηκε από τον Γιώργο Νταλιάνη, περιέχει και άλλα 6 δοκίμια του Κροπότκιν. Η μετατροπή της πρωτότυπης μετάφρασης στο μονοτονικό σύστημα καθώς και η προσαρμογή της γλώσσας και της ορθογραφίας στα σημερινά πρότυπα έγινα από εμάς, χωρίς αλλαγές στη σύνταξη και χωρίς να υπεισέλθουμε σε έλεγχο της νοηματικής απόδοσης.
- Στείλε ΣχόλιοΜια συνάντηση του Λένιν με τον Κροπότκιν
του Βλαντιμίρ Μποντς Μπρούεβιτς*
Μετά την επανάσταση του Φλεβάρη, στις 12 Ιούνη του 1917, ο Π. Α. Κροπότκιν επέστρεψε στη Ρωσία από την Αγγλία, στην Πετρούπολη, όπου ήθελε να ζήσει. Σύντομα, όμως, άλλαξε γνώμη και μετακόμισε στη Μόσχα.
Μια μέρα, μέσα στο 1918, μια συγγενής του Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς Κροπότκιν –η κόρη του, αν θυμάμαι καλά, μαζί με το σύζυγό της– παρουσιάστηκε στο γραφείο μου στην επιτροπή του Σοβιέτ των Επιτρόπων του Λαού (Σοβναρκόμ) και μου είπε για τα προβλήματα που αναγκαζόταν να υπομείνει αναζητώντας μια κατοικία. Ήταν σαφές ότι αυτό ήταν το αποτέλεσμα μιας γιγαντιαίας παρανόησης αφού ο Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς, ως βετεράνος της επανάστασης, προφανώς είχε το δικαίωμα σε μια κατοικία, ακόμη και κατά τη θυελλώδη αυτή επαναστατική περίοδο. Έτσι ήρθα πάλι σε επαφή με τον Π. Α. Κροπότκιν, τον οποίο γνώριζα από το παρελθόν. Ενημέρωσα αμέσως τον Βλαντιμίρ Ίλιτς και αυτός αμέσως με διέταξε να εκδώσω μια άδεια κατοικίας στο όνομα του Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς, κάτι που έκανα άμεσα. Λίγο αργότερα τον επισκέφτηκα για να μάθω πώς περνούσε και η συνάντησή μας ήταν εξαιρετικά πρόσχαρη και εγκάρδια. Ο Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς ζούσε πολύ λιτά· στο δωμάτιό του υπήρχαν πολλά βιβλία και τα πάντα έδειχναν ότι ήταν επίπονα απασχολημένος με φιλολογικό έργο.
Αμέσως μετά την επανένωσή μας ανέφερε τη στάση του απέναντι στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Η μπολσεβίκικη επανάσταση τον είχε εκπλήξει σε ήδη προχωρημένη ηλικία και κατά τη γνώμη του μόνο άτομα κάτω των σαράντα μπορούσε να συμμετέχουν ενεργά σε μια επανάσταση. Όταν αντέτεινα ότι όλο το παράνομο τμήμα του κόμματός μας, που είχε επαναστατική εμπειρία, ήταν ήδη πάνω από αυτή την ηλικία, απάντησε: «Αυτή είναι η περίπτωση στη Ρωσία. Πράγματι, εδώ έχουμε επιφανείς επαναστάτες πενήντα ετών και άνω. Όμως, όσο αφορά την ηλικία μου... αυτό είναι ένα άλλο θέμα...» Τα γεγονότα της περίπλοκης ζωής μας τότε, όμως, τον κρατούσαν πολύ απασχολημένο, και όταν οι Λευκοί και οι εχθροί των Σοβιέτ περικύκλωναν τη Σοβιετική Ρωσία συμπαραστεκόταν πλήρως στην τύχη του μεγάλου προλεταριακού κινήματος.
Κάποτε μου είπε:
«Σε όλες τις δραστηριότητες των τωρινών επαναστατικών πολιτικών κομμάτων δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι το κίνημα του προλεταριάτου τον Οκτώβρη, το οποίο κατέληξε σε μια επανάσταση, έχει αποδείξει σε όλους ότι μια κοινωνική επανάσταση είναι μέσα στα όρια του δυνατού. Και αυτός ο αγώνας, που διεξάγεται σε παγκόσμιο επίπεδο, θα πρέπει να υποστηρίζεται με όλα τα μέσα – όλα τα υπόλοιπα είναι δευτερεύοντα. Το κόμμα των Μπολσεβίκων είχε δίκιο να υιοθετήσει το παλιό, καθαρά προλεταριακό όνομα του “Κομμουνιστικού Κόμματος”. Ακόμα και αν δεν επιτύχει όλα όσα θα ήθελε, θα φωτίσει, ωστόσο, την πορεία των πολιτισμένων χωρών για τουλάχιστον έναν αιώνα. Οι ιδέες του σιγά-σιγά θα υιοθετηθούν από τους λαούς με τον ίδιο τρόπο όπως και το 19ο αιώνα ο κόσμος υιοθέτησε τις ιδέες της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης. Αυτή είναι η κολοσσιαία επίτευξη της Οκτωβριανής Επανάστασης».
Δεν πρέπει να λησμονήσω να αναφέρω ότι το καλοκαίρι του 1920, όπως αναφέρει ο Λεμπέντεβ, επισκέφτηκε τον Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς μια αντιπροσωπεία άγγλων εργατών.
Ο Κροπότκιν παρέδωσε μια μακρά επιστολή στην αντιπροσωπεία, απευθυνόμενη στους «εργάτες της Δυτικής Ευρώπης». Στην επιστολή αυτή έγραφε ότι «οι εργαζόμενοι του πολιτισμένου κόσμου και οι φίλοι τους στις άλλες τάξεις θα πρέπει να εξαναγκάσουν τις κυβερνήσεις τους να εγκαταλείψουν εντελώς την ιδέα της ένοπλης επέμβασης στη Ρωσία είτε ανοιχτά ή κρυφά, τόσο με τη μορφή της ένοπλης βοήθειας όσο και της υποστήριξης σε διάφορες ομάδες, και είναι καιρός τα έθνη της Ευρώπης να αποκτήσουν άμεσες σχέσεις με το ρωσικό έθνος».
Φυσικά, όντας ένας αφοσιωμένος αναρχικός, ο Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς δεν αναγνώριζε την κυβέρνηση του σοβιετικού κράτους μας. Ήταν εντελώς αντίθετος σε όλα τα κόμματα και σε ένα κράτος. Ωστόσο, όταν μιλούσες μαζί του για την πρακτική και όχι θεωρίες, καταλάβαινε ότι χωρίς κρατική εξουσία ήταν αδύνατο να εδραιωθούν τα οφέλη της επανάστασης. Στην πρώτη συνάντησή μας ο Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς μου είπε:
«Μου είπαν ότι ο Βλαντιμίρ Ίλιτς έχει γράψει ένα υπέροχο βιβλίο για το κράτος, το οποίο δεν έχω δει ή διαβάσει ακόμη, και όπου βεβαιώνει ότι το κράτος και η κρατική εξουσία θα σβήσουν στο τέλος. Με αυτή την τολμηρή αποκάλυψη της διδασκαλίας του Μαρξ και μόνο ο Βλαντιμίρ Ίλιτς έχει κερδίσει το σεβασμό και το ενδιαφέρον, και το προλεταριάτο του κόσμου δεν θα το ξεχάσει ποτέ αυτό. Βλέπω την Οκτωβριανή Επανάσταση ως μια προσπάθεια να φέρει την προηγούμενη Επανάσταση του Φλεβάρη στη λογική της κατάληξη με μια μετάβαση στον κομμουνισμό και τον φεντεραλισμό».
Η ζωή ήταν δύσκολη στη Μόσχα το 1918. Ο Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς αποδέχθηκε την προσφορά του φίλου του Ολσούφιεφ να ζήσει στο σπίτι του στην πόλη Ντμίτροφ. Την άνοιξη του 1918 ο Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ντμίτροφ και εγκαταστάθηκε μαζί με τον Ολσούφιεφ, ο οποίος είχε ένα μεγάλο σπίτι με τέσσερα δωμάτια. Από το Ντμίτροφ ερχόταν στη Μόσχα κάθε τόσο, και τον συναντούσα πάντα. Έγραφε επίσης επιστολές προς τον Βλαντιμίρ Ίλιτς και εμένα για τα πιο ποικίλα ζητήματα. Παρότι η υγεία του ήταν πάντα επισφαλής, ο Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς ακόμα προσπαθούσε να συμμετέχει στην τοπική δημόσια ζωή. Μίλησε σε ένα συνέδριο εκπαιδευτικών, συμμετείχε στο συνέδριο των αγροτικών συνεταιρισμών και υποστήριξε σθεναρά την ιδέα της δημιουργίας ενός περιφερειακού μουσείου. Κρατούσα συνεχώς ενήμερο τον Βλαντιμίρ Ίλιτς για τις συνθήκες διαβίωσης του Κροπότκιν και επίσης για τις συνομιλίες μου με αυτόν. Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς έτρεφε μεγάλο σεβασμό για τον Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς. Τον εκτιμούσε υψηλά, ιδίως ως τον συγγραφέα του βιβλίου για τη Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, και συζητούσε επί μακρόν τα προτερήματα αυτού του αξιόλογου βιβλίου. Μου επεσήμανε ότι ο Κροπότκιν ήταν ο πρώτος που εξέτασε τη Γαλλική Επανάσταση μέσα από τα μάτια ενός ερευνητή, για να εστιάσει την προσοχή στις πληβειακές μάζες και να υπογραμμίσει συνεχώς το ρόλο και τη σημασία των τεχνιτών, των εργατών και των άλλων εκπροσώπων των εργαζομένων στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Θεωρούσε το έργο αυτό του Κροπότκιν ως ένα κλασικό έργο και συνέστησε την ανάγνωση και τη διανομή του σε μεγάλη κλίμακα. Είπε ότι ήταν σίγουρα απαραίτητο να επανεκδοθεί αυτό το βιβλίο σε μεγάλο τιράζ και να διανεμηθεί δωρεάν σε όλες τις βιβλιοθήκες της χώρας μας. Στη διάρκεια όλων των συνομιλιών μας ο Βλαντιμίρ Ίλιτς εξέφρασε την επιθυμία να συναντήσει τον Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς και να του μιλήσει. Στο τέλος του Απρίλη του 1919 του έγραψα μια επιστολή, της οποίας το πρωτότυπο φυλάσσεται στο Μουσείο Κροπότκιν στη Μόσχα.
«Αγαπητέ Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς, άκουσα από τον Μίλερ ότι σκοπεύετε να έρθετε στη Μόσχα. Αυτή είναι μια υπέροχη σκέψη! Ο Βλ[αντιμίρ] Ίλ[ιτς] σας στέλνει τους χαιρετισμούς του και μου είπε ότι θα ήθελε πάρα πολύ να σας συναντήσει. Μπορείτε να μου τηλεγραφήσετε όταν έρχεστε στη Μόσχα, θα ήθελα επίσης να σας συναντήσω. Με συντροφικούς χαιρετισμούς, δικός σας, Βλαντ. Μποντς Μπρούεβιτς».
Μόλις ο Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς ήρθε στη Μόσχα, με ενημέρωσε πάραυτα. Τον επισκέφτηκα και μου είπε ότι είχε λάβει την επιστολή μου και ότι προφανώς ήθελε να κανονιστεί μια συνάντηση με τον Βλαντιμίρ Ίλιτς. «Έχω πολλά να συζητήσω μαζί του», πρόσθεσε. Συμφωνήσαμε ότι θα του έλεγα τηλεφωνικά τη μέρα και την ώρα της συνάντησης· πρόθεσή μου ήταν να γίνει στο διαμέρισμά μου στο Κρεμλίνο.
Αυτή η συζήτηση έλαβε χώρα κατά το 1919 – πρέπει να ήταν 8, 9 ή 10 Μαΐου. Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς αποφάσισε ότι η συνεδρίαση θα γινόταν μετά την εργάσιμη μέρα του στο Σοβναρκόμ και μου είπε ότι θα έλθει στο διαμέρισμά μου κατά τις 5 το απόγευμα. Ενημέρωσα τον Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς γι’ αυτό τηλεφωνικά και του έστειλα ένα αυτοκίνητο. Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς κατέφτασε νωρίτερα από τον Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς. Μιλούσαμε για τα έργα των επαναστατών στις προηγούμενες εποχές. Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς είπε ότι αναμφίβολα θα έρθει ο καιρός που θα δημοσιεύσουμε τα έργα των ρώσων επαναστατών που είχαν ζήσει στο εξωτερικό. Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς ξεφύλλισε εναλλάξ τα βιβλία του Κροπότκιν και του Μπακούνιν στη βιβλιοθήκη μου, που είχα στην κατοχή μου από το 1905, και τους έριξε μια γρήγορη ματιά. Εκείνη τη στιγμή παρουσιάστηκε ο Κροπότκιν. Περπάτησα προς το μέρος του. Ανέβαινε αργά τις σχετικά απότομες σκάλες μας. Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς περπάτησε γρήγορα προς αυτόν, μέσω του διαδρόμου, και χαιρέτησε τον Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς με ένα μεγάλο χαμόγελο. Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς τον πήρε από το μπράτσο και πολύ ευγενικά και πολύ προσεκτικά, σαν να τον οδηγούσε στο γραφείο του, τον συνόδεψε σε μια καρέκλα και τον κάθισε στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού.
Ο Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς είπε εγκάρδια:
«Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω, Βλαντιμίρ Ίλιτς! Εσείς και εγώ έχουμε διαφορετικές απόψεις. Έχουμε διαφορετικές απόψεις για μια σειρά προβλήματα, τόσο όσον αφορά την εκτέλεση όσο και την οργάνωση, αλλά οι στόχοι μας είναι οι ίδιοι και ό,τι εσείς και οι σύντροφοί σας κάνετε στο όνομα του κομμουνισμού, με ευχαριστεί πολύ και κάνει την ήδη γερασμένη καρδιά μου ευτυχισμένη. Τώρα, όμως, κάνετε τη ζωή δύσκολη για τους συνεταιρισμούς και είμαι υπέρ των συνεταιρισμών!»
«Αλλά και εμείς είμαστε υπέρ τους!» αναφώνησε δυνατά ο Βλαντιμίρ Ίλιτς, «μόνο είμαστε αντίθετοι στους συνεταιρισμούς πίσω από τους οποίους κρύβονται κουλάκοι, μεγαλοκτηματίες, έμποροι και ιδιώτες καπιταλιστές. Θέλουμε μόνο να βγάλουμε τη μάσκα αυτών των ψευδο-συνεταιρισμών και να δώσουμε την ευκαιρία σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού να συμμετάσχουν σε πραγματικούς συνεταιρισμούς!»
«Δεν θέλω να το αμφισβητήσω», απάντησε ο Κροπότκιν, «και όταν αυτό συμβαίνει πρέπει προφανώς να καταπολεμείται με όλα τα μέσα, όπως ακριβώς τα ψέματα και η μυθοποίηση πρέπει να καταπολεμηθούν παντού. Δεν χρειαζόμαστε πέπλα, πρέπει να αποκαλύψουμε κάθε ψέμα χωρίς έλεος, αλλά εκεί στο Ντμίτροφ έχω δει πάνω από μια φορά να διώκονται μέλη του συνεταιρισμού που δεν έχουν τίποτα κοινό με εκείνους για τους οποίους μιλούσατε ένα λεπτό πριν, και αυτό οφείλεται στο ότι οι τοπικές αρχές –που ήταν ίσως οι επαναστάτες του χθες– ακριβώς όπως όλες οι άλλες αρχές έχουν γραφειοκρατικοποιηθεί, έχουν μετατραπεί σε υπαλλήλους που επιθυμούν να κάνουν με τους υφισταμένους τους ό,τι θέλουν, και οι οποίοι πιστεύουν ότι το σύνολο του πληθυσμού είναι υποτελές σε αυτούς».
«Είμαστε πάντα και παντού ενάντια στη γραφειοκρατία», δήλωσε ο Βλαντιμίρ Ίλιτς. «Είμαστε εναντίον των γραφειοκρατών και ενάντια στη γραφειοκρατία, και πρέπει να εξαλείψουμε αυτό το παλιό χάος εντελώς, αν μεγαλώνει στη νέα κοινωνία μας· αλλά σίγουρα καταλαβαίνετε, Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς, ότι είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουμε τους ανθρώπους, αφού το πιο απρόσιτο φρούριο είναι ασφαλώς –όπως έλεγε ο Μαρξ– το ανθρώπινο κρανίο. Παίρνουμε όλα τα είδη μέτρων, για να είμαστε σε θέση να ανταποκριθούμε σε αυτόν τον αγώνα, και η ίδια η ζωή μας διδάσκει προφανώς πολλά. Η έλλειψή μας πολιτισμού, ο αναλφαβητισμός μας, η καθυστέρησή μας είναι φυσικά αξιοσημείωτα, αλλά κανείς δεν μπορεί να μας κατηγορήσει, ως κόμμα, ως κρατική εξουσία, για όλα όσα δεν πάνε καλά στους θεσμούς της εξουσίας και πολύ λιγότερο για ό,τι συμβαίνει μακριά κάπου στην ύπαιθρο, σε μεγάλη απόσταση από το κέντρο της χώρας».
«Φυσικά, αυτό δεν είναι παρηγοριά για όλους εκείνους που εκτίθενται στην άσκηση της εξουσίας αυτών των οπισθοδρομικού είδους αρχών», αναφώνησε ο Π. Α. Κροπότκιν, «και η εξουσία από μόνη της είναι ήδη ένα τρομερό δηλητήριο για όποιον την ασκεί».
«Αλλά δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό», πρόσθεσε ο Βλαντιμίρ Ίλιτς, «δεν μπορείτε να κάνετε μια επανάσταση με βελούδινα γάντια. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι έχουμε κάνει πάρα πολλά λάθη και ότι θα κάνουμε ένα μεγάλο αριθμό λαθών· κάθε τι που μπορεί να διορθωθεί το διορθώνουμε· παραδεχόμαστε τα λάθη μας και συχνά τις μεγαλύτερες βλακείες μας. Παρόλα τα λάθη οδηγούμε τη σοσιαλιστική επανάστασή μας σε ένα αίσιο τέλος. Αλλά παρακαλώ να μας βοηθάτε, μοιραζόμενος όλα τα λάθη που βλέπετε με μας, και να είστε βέβαιος ότι ο καθένας από εμάς θα τα εξετάσει με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή».
«Ούτε εγώ, ούτε κανείς άλλος», είπε ο Κροπότκιν, «θα αρνηθεί να βοηθήσει εσάς και τους συντρόφους σας, όπου αυτό είναι δυνατόν... Θα σας λέμε για όλα τα λάθη που συμβαίνουν, τα οποία προκαλούν δυνατά βογκητά σε πολλά σημεία...»
«Όχι βογγητά, αλλά κραυγές από αντεπαναστάτες που αντιστέκονται, με τους οποίους είμαστε και παραμένουμε εντελώς αντίθετοι...»
«Τώρα λέτε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς εξουσία», άρχισε να θεωρητικολογεί ο Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς, «αλλά κατά τη γνώμη μου, είναι δυνατόν... Θα πρέπει να δείτε πώς μια αντι-εξουσιαστική αρχή φουντώνει. Στην Αγγλία για παράδειγμα –μόλις με πληροφόρησαν για το θέμα αυτό– οι λιμενεργάτες σε ένα από τα λιμάνια έχουν δημιουργήσει έναν υπέροχο, εντελώς ελεύθερο συνεταιρισμό, όπου οι εργάτες από όλα τα άλλα εργοστάσια έρχονται και πάνε. Το συνεταιριστικό κίνημα είναι σημαντικό σε μεγάλο βαθμό, ναι είναι στην ουσία…»
Κοίταξα τον Βλαντιμίρ Ίλιτς. Το βλέμμα του περιείχε ένα στοιχείο ειρωνείας και διασκέδασης: ακούγοντας πολύ προσεκτικά τον Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς, είχε σαφώς εκπλαγεί από το ότι ενώ η επανάσταση του Οκτώβρη είχε επεκταθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό, του ήταν ακόμα δυνατό να μιλά μόνο για συνεταιρισμούς και ακόμη περισσότερους συνεταιρισμούς. Και ο Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς συνέχισε να μιλά και να μιλά, μας είπε πώς κάπου αλλού στην Αγγλία ένας άλλος συνεταιρισμός είχε ιδρυθεί, και πώς κάπου αλλού, στην Ισπανία, κάποια άλλη μικρή (συνεταιριστική) ομοσπονδία είχε ιδρυθεί, και πώς το συνδικαλιστικό κίνημα στη Γαλλία αναπτυσσόταν...
«Αυτό είναι πολύ επιβλαβές», διέκοψε ο Λένιν, που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του πια, «με το να μην αφιερώνει καμία προσοχή στην πολιτική πλευρά της ζωής και το να διασπά τις εργαζόμενες μάζες, τις αποσπά κανείς από την άμεση πάλη...»
«Αλλά το επαγγελματικό κίνημα ενώνει εκατομμύρια, και αυτό από μόνο του είναι ήδη ένας κολοσσιαίος παράγοντας», είπε ο Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς με θέρμη. «Μαζί με το συνεταιριστικό κίνημα, αυτό είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός...»
«Αυτά είναι όλα πολύ ωραία», διέκοψε ο Λένιν. «Φυσικά, το συνεταιριστικό κίνημα είναι σημαντικό, αλλά αν είναι μόνο συνδικαλιστικού χαρακτήρα, είναι επιβλαβές· αλλά είναι πραγματικά αυτή η ουσία; Μπορεί μόνο αυτό να οδηγήσει σε κάτι νέο; Πιστεύετε πραγματικά ότι ο καπιταλιστικός κόσμος θα ανοίξει το δρόμο για το συνεταιριστικό κίνημα; Ο καπιταλισμός θα προσπαθήσει να πάρει τον έλεγχο πάνω στους συνεταιρισμούς με οποιοδήποτε μέσο είναι απαραίτητο. Αυτή η αντιεξουσιαστική συνεταιριστική ομάδα των άγγλων εργατών θα συνθλιβεί με τον πιο αδίστακτο τρόπο και θα μετατραπεί σε υπηρέτες του κεφαλαίου. Θα εξαρτηθούν από το κεφάλαιο με χίλια δυο νήματα έτσι ώστε η νεοσυσταθείσα τάση, την οποία συμμερίζεστε τόσο πολύ, θα πιαστεί όπως στον ιστό της αράχνης. Συγνώμη, αλλά όλα αυτά είναι ασήμαντα! Όλα αυτά είναι λεπτομέρειες! Αυτό που χρειάζεται είναι άμεση δράση των μαζών, και για όσο αυτή δεν συμβαίνει, τίποτα δεν μπορεί να ειπωθεί για φεντεραλισμό, κομμουνισμό ή κοινωνικές επαναστάσεις. Αυτά είναι παιδικά παιχνίδια, φλυαρία χωρίς στέρεο έδαφος κάτω από τα πόδια μας, χωρίς εξουσία, χωρίς μέσα, και δεν μας φέρνουν ούτε ένα βήμα πιο κοντά στους κοινωνικούς στόχους μας».
Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς στεκόταν όρθιος τώρα και τα έλεγε όλα αυτά υψώνοντας τη φωνή του με ένα σαφή και παραστατικό τρόπο. Ο Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς έκλινε προς τα πίσω και άκουγε πολύ προσεκτικά τα φλογερά λόγια του Βλαντιμίρ Ίλιτς και δεν μίλησε για τους συνεταιρισμούς πια μετά από αυτό.
«Φυσικά, έχετε δίκιο», είπε, «χωρίς αγώνα δεν μπορείτε να πάτε εκεί, ούτε σε μία χώρα· χωρίς τον πιο απεγνωσμένο αγώνα...»
«Αλλά μόνο μαζικά», αναφώνησε ο Βλαντιμίρ Ίλιτς, «οι δολοφονίες και απόπειρες εναντίον μεμονωμένων ατόμων δεν χρησιμεύουν σε τίποτα, και είναι καιρός οι αναρχικοί να το καταλάβετε αυτό. Μόνο μέσα στις μάζες, μόνο από τις μάζες, και μόνο με τις μάζες... Όλες οι άλλες μέθοδοι, συμπεριλαμβανομένων των αναρχικών, έχουν ήδη μπει στο αρχείο από την ιστορία. Είναι άχρηστες, δεν εξυπηρετούν τίποτα, δεν προσελκύουν κανέναν και είναι μόνο μια απόσπαση της προσοχής για ανθρώπους που αναζητούν τη σωτηρία τους σε αυτόν τον ξεπερασμένο δρόμο».
Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς ξαφνικά σιώπησε, χαμογέλασε πολύ απολογητικά και είπε: «Με συγχωρείτε, αφήνω τον εαυτό μου να επεκτείνεται πολύ και σας κουράζω, αλλά εμείς οι Μπολσεβίκοι είμαστε όλοι το ίδιο, αυτό είναι το πρόβλημά μας, αυτό είναι το προσφιλές μας θέμα, και μας είναι τόσο αγαπητό που δεν μπορούμε να μιλάμε γι’ αυτό, χωρίς να ενθουσιαζόμαστε».
«Όχι, όχι», απάντησε ο Κροπότκιν, «αν και οι σύντροφοί σας σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο, αν η εξουσία δεν μπαίνει στα κεφάλια τους, και αν αισθάνονται ότι δεν θα κινηθούν προς την κατεύθυνση της καταπίεσης από το κράτος, τότε θα επιτύχουν πολλά. Τότε, η επανάσταση είναι πραγματικά σε καλά χέρια».
«Κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε», απάντησε καλοσυνάτα ο Λένιν. «Χρειαζόμαστε ανεπτυγμένες μάζες», συνέχισε ο Βλαντιμίρ Ίλιτς, «και θα ήθελα τόσο πολύ να δω αυτό το βιβλίο σας, Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, τυπωμένο σε μια έκδοση όσο το δυνατό μεγαλύτερη. Γιατί αυτό το βιβλίο είναι χρήσιμο για όλους».
«Αλλά πού μπορεί να τυπωθεί; Δεν θα τυπωθεί στον κρατικό εκδοτικό οίκο…»
Ο Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς έγνεψε επιδοκιμαστικά.
«Λοιπόν», είπε, σαφώς ικανοποιημένος με αυτή την αποδοχή και την πρόταση, «αν θεωρείτε το βιβλίο ενδιαφέρον και χρήσιμο είμαι έτοιμος να το εκτυπώσουμε σε μια φτηνή έκδοση. Ίσως θα βρούμε ένα συνεργατικό εκδοτικό οίκο που θα το δεχτούν».
«Αυτό δεν θα ’ναι πρόβλημα», είπε ο Βλαντιμίρ Ίλιτς, «είμαι βέβαιος γι’ αυτό…»
Μετά από αυτό η συζήτηση ανάμεσα στον Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς και τον Βλαντιμίρ Ίλιτς σταμάτησε λίγο. Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς κοίταξε το ρολόι του, σηκώθηκε και είπε ότι έπρεπε να προετοιμαστεί για τη συνεδρίαση του Σοβναρκόμ. Αποχαιρέτησε τον Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς με τον πιο εγκάρδιο τρόπο και είπε ότι θα ήταν ευτυχής να λαβαίνει κάθε επιστολή του. Ο Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς μας αποχαιρέτησε επίσης και βγήκε έξω. Τον συνοδέψαμε ως την πόρτα.
«Πόσο γέρασε», μου είπε ο Βλαντιμίρ Ίλιτς. «Τώρα ζει σε μια χώρα που είναι γεμάτη με την επανάσταση, όπου τα πάντα έχουν εντελώς αναποδογυριστεί, και δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα άλλο, εκτός από να μιλά για το συνεταιριστικό κίνημα. Να, εδώ έχετε τη φτώχεια των ιδεών των αναρχικών και όλων των άλλων μικροαστών θεωρητικών και μεταρρυθμιστών, οι οποίοι σε μια στιγμή μαζικών δημιουργικών δραστηριοτήτων, στην εποχή της επανάστασης, δεν είναι σε θέση να παρουσιάσουν ένα καλό σχέδιο ή καλές πρακτικές συμβουλές. Γιατί αν κάναμε ό,τι λέει, έστω για ένα λεπτό, τότε αύριο θα είχαμε την απολυταρχία πίσω στην εξουσία και όλοι, συμπεριλαμβανομένου του ιδίου, θα συζητάγαμε γύρω από μια λάμπα του δρόμου, και αυτός μόνο επειδή ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του αναρχικό. Και πόσο καλά έγραφε, τι θαυμάσια βιβλία, πόσο αναζωογονητικά και με πόση ακρίβεια διατύπωνε και σκεφτόταν, και τώρα όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν και δεν απέμεινε τίποτα... Αλλά βέβαια είναι πολύ γέρος και πρέπει να τον περιβάλλουμε με προσοχή και να τον βοηθήσουμε με όλα όσα χρειάζεται όσο μπορούμε, αλλά αυτό πρέπει να γίνει πολύ λεπτά και προσεκτικά. Είναι πολύ χρήσιμος και πολύτιμος για μας, λόγω όλου του καταπληκτικού παρελθόντος του και όλων όσων έχει κάνει. Παρακαλώ μην τον χάσετε από τα μάτια σας, να φροντίζετε αυτόν και την οικογένειά του και να με κρατάτε ενήμερο για τα πάντα, τότε θα το συζητάμε μαζί και θα τον βοηθάμε».
Ενώ συνεχίζαμε την κουβέντα μας για τον Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς και τους ανθρώπους της γενιάς του, ο Βλαντιμίρ Ίλιτς και εγώ διασχίζαμε το Κρεμλίνο προς την κατεύθυνση του κτιρίου του Σοβναρκόμ, όπου σε ένα τέταρτο της ώρας θα ξεκινούσε η επόμενη σύνοδος της κυβέρνησής μας.
* Ο Βλαντιμίρ Μποντς Μπρούεβιτς ήταν διακεκριμένο στέλεχος των Μπολσεβίκων, πολιτικός, ιστορικός και συγγραφέας. Το παρόν είναι αποσπάσματα από τον τόμο 3 των έργων του, Αναμνήσεις από τον Λένιν 1917-24. Πηγή, www.marxist.com.
- Στείλε ΣχόλιοΤεύχος: 2005 Τεύχος 1του Θανάση Παπαρήγα
Η ναζιστική εισβολή στην ΕΣΣΔ είχε σαν βασικό χαρακτηριστικό την ενίσχυση του αντεπαναστατικού, αντισοσιαλιστικού χαρακτήρα του πολέμου. Ωστόσο, τα αποτελέσματά της δεν περιορίστηκαν σ' αυτό. Είχε και άλλα, όχι λιγότερο σημαντικά:
α) Δημιουργεί ή τελικά διαμορφώνει διεθνείς συμμαχίες.
β) Διαμορφώνει οριστικά ένα βασικό χαρακτηριστικό του πολέμου, που δε θα πάψει να υπάρχει και να διευρύνεται ως το τέλος του: Τη συνύπαρξη δύο πολέμων μέσα σε ένα.
Εκείνο που θα μας απασχολήσει εδώ δεν είναι η πορεία του πολέμου και η διάταξη των δυνάμεων που δημιούργησε. Αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά. Θα μας απασχολήσουν κυρίως τα διπλά χαρακτηριστικά του πολέμου, τα οποία, όντας διπλά και ακριβώς επειδή είναι διπλά, αποτελούν έκφραση της διπλής ομάδας αντιθέσεων του πολέμου: Των αντιθέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, από τη μια, και των αντιθέσεων κεφαλαίου εργασίας, από την άλλη.
Ενα τέτοιο δείγμα εμφανίζεται στις παραμονές της επίθεσης ενάντια στην ΕΣΣΔ. Αν πιστέψουμε το στρατηγό Χάλντερ, στις 30 Μάρτη του 1941, ο ίδιος ο Χίτλερ αναλύει στην ανώτατη στρατιωτική ηγεσία τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές της εκστρατείας ενάντια στην ΕΣΣΔ:
«Πάλη δύο ιδεολογιών. Ετυμηγορία συντριπτική σε βάρος του μπολσεβικισμού: Είναι σαν ένα αντικοινωνικό έγκλημα. Ο κομμουνισμός είναι ένας τρομαχτικός κίνδυνος για το μέλλον. Πρόκειται για αγώνα εκμηδένισης. Αν δε δούμε το θέμα κάτω από αυτή τη γωνία, θα νικήσουμε, βέβαια, τον εχθρό, αλλά, σε 30 χρόνια, ο κομμουνιστικός εχθρός θα μας αντιπαρατεθεί και πάλι. Πάλη ενάντια στη Ρωσία: Εξολόθρευση των μπολσεβίκων επιτρόπων και της κομμουνιστικής διανόησης.»
Εκείνο που προβάλλει καθαρά σ' αυτές τις γραμμές είναι ακριβώς αυτό που, δύο μήνες μετά, θα γίνει καθημερινή πραγματικότητα: Ενας πόλεμος πλήρους εξόντωσης.
Μια από τις αιτίες ήταν, αναμφίβολα, οι γενικά εξτρεμιστικές αντιλήψεις των εθνικοσοσιαλιστών. Ωστόσο, αυτό δεν μας απαλλάσσει από το κρίσιμο ερώτημα: Γιατί αυτή η τοποθέτηση γίνεται μόνο πριν από την εισβολή στην ΕΣΣΔ;
Η απάντηση είναι πολύ σαφής και βγαίνει από το ίδιο το κείμενο της ομιλίας του Χίτλερ: Η εξόντωση της επανάστασης, ώστε αυτή να πάψει να απειλεί ή με οποιονδήποτε τρόπο να ενοχλεί τους καπιταλιστές.
Το περιστατικό που αναφέρει ο στρατηγός Χάλντερ έχει και ένα ευρύτερο ιστορικό ενδιαφέρον: Αποτελεί επιπλέον απόδειξη της πραγματικής φύσης της ναζιστικής ηγεσίας.
Η σύνδεση ναζισμού-καταστροφής (και όχι απλώς ήττας) της ΕΣΣΔ φαίνεται πολύ καθαρά. Η ναζιστική ηγεσία το ξέρει πολύ καλά και όλη της η θητεία δεν είναι παρά η συστηματική οικονομική, στρατιωτική, τεχνική και ιδεολογική προετοιμασία γι' αυτό. Η διάσταση της ναζιστικής πολιτικής που αφορά στην αναδιανομή του κόσμου σε βάρος των άλλων δυνάμεων υποτάσσεται, από την πλευρά της μακροπρόθεσμης «τεχνικής», στο στόχο της καταστροφής της ΕΣΣΔ και έχει αξία, στα μάτια της αστικής τάξης, μόνο αν εξυπηρετεί αυτό το στόχο.
Αυτό θα φανεί πολύ καθαρά στη διάρκεια του πολέμου.
«Οταν μιλάμε για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι, στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε ένας μόνο πόλεμος αλλά πολλοί. Ο πόλεμος που έκαναν ο βρετανοαμερικανικός και ο γαλλικός ιμπεριαλισμός ενάντια στο γερμανικό ανταγωνιστή τους δεν είχε πολλά κοινά με τον εθνικό αντιφασιστικό πόλεμο που διεξήγαγε η ΕΣΣΔ. Ο πόλεμος στη Δύση ήταν ένας πόλεμος μεταξύ στρατών της αστικής τάξης. Ο πόλεμος στη Δύση παρέμενε, κατά κάποιο τρόπο, ένας πόλεμος περισσότερο ή λιγότερο "πολιτισμένος" μεταξύ "πολιτισμένων" αστών»[1].
Η άποψη αυτή τουL.Martensέχει, αναμφίβολα, πολλά στοιχεία υπέρ της. Ενα από αυτά είναι, αναμφίβολα, η ίδια η διεξαγωγή του πολέμου.
Στο μέτωπο Γερμανίας-ΕΣΣΔ, ο πόλεμος παίρνει, από την αρχή, ένα χαρακτήρα συστηματικά εξοντωτικό. Κατ' αρχήν, οι ίδιες οι σοβιετικές δυνάμεις, καθώς αναδιπλώνονται προς την Ανατολή, κάνουν ό,τι μπορούν ώστε να μην αφήσουν τίποτα πίσω τους. Οι ναζιστικές δυνάμεις κάνουν το ίδιο και θα το επαναλάβουν ακόμα πιο εμπεριστατωμένα στη φάση της υποχώρησής τους.
Οι σφαγές είναι κάτι το σύνηθες. Οι ίδιες οι οδηγίες της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης είναι σαφείς: Η χώρα πρέπει να σβήσει από το χάρτη, εκτός μόνο στο βαθμό που είναι «μίνιμουμ απαραίτητη» για αξιοποίηση.[2]
Τα ειδικά σώματα παίζουν ακόμα πιο συστηματικό ρόλο. Τα περιβόητα SSαποδείχνονται όργανα συστηματικής και εξοντωτικής υποδούλωσης της Ανατολής. Στα χέρια μας έχουν φτάσει υπεράφθονες οδηγίες, στις οποίες επισυνάπτονται και ειδικοί κατάλογοι, όπου ολόκληρες ειδικά επιλεγμένες κατηγορίες του πληθυσμού καταγράφονται συστηματικά για εξόντωση. Μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια: Την πρώτη θέση κατέχουν τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΣΕ, που πρέπει να βρεθούν, να συλληφθούν και οπωσδήποτε να εξοντωθούν. Ο πρώτος χώρος όπου γίνεται αυτή η επιλογή είναι οι αιχμάλωτοι πολέμου.[3] Αντίθετα, στη Δύση δεν έχουμε τέτοια φαινόμενα σε συστηματική έκταση.
Η συγκριτική αντιπαράθεση των πολεμικών επιχειρήσεων είναι επίσης πολύ διδακτική.
Είναι πολύ γνωστό ότι οι μονάδες της Βέρμαχτ δεν παραδίδονταν με τίποτα στο σοβιετικό στρατό. Ακόμα και σε συνθήκες ανέλπιδα συντριπτικής υπεροχής δυνάμεων του αντιπάλου, ακόμα και ολοκληρωτικά περικυκλωμένες, οι ναζιστικές μονάδες προτιμούν την ολοκληρωτική εξόντωση από την παράδοση. Τέτοιο δείγμα ήταν, π.χ., η Μάχη του Στάλινγκραντ, αλλά υπάρχουν και πάρα πολλές άλλες. Τέτοια ήταν, π.χ., η πολιορκία του Κένιγκσμπεργκ, που χρειάστηκε 419 εφόδους για να καταληφθεί, η ίδια η Μάχη του Βερολίνου, όπου ήταν φανερό ότι οι Γερμανοί δεν είχαν από πουθενά να περιμένουν βοήθεια και όπου πολλοί Γερμανοί τραυματίες, νοσοκόμοι, γιατροί κλπ. σκοτώθηκαν (και, πολλές φορές, πνίγηκαν) όταν οι ναζιστικές μονάδες κατέστρεψαν τα νοσοκομεία εκστρατείας «για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού». Στο Βερολίνο, οι σοβιετικές δυνάμεις που προέλαυναν βρήκαν Γερμανούς στρατιωτικούς κρεμασμένους από δέντρα ή στήλες του ηλεκτρικού με πινακίδες που έγραφαν ΠΡΟΔΟΤΗΣ. ΛΙΠΟΤΑΚΤΗΣ κ.ά. παρόμοια. Μερικοί Σοβιετικοί στρατιωτικοί βεβαιώνουν ότι είδαν ιδίοις όμμασιν εκτελέσεις Γερμανών στρατιωτικών από γερμανικές μονάδες για λόγους που δεν έχουν διευκρινιστεί, αλλά που θεωρείται βέβαιο ότι αφορούσαν προτάσεις παράδοσης. Στη Βουδαπέστη, όπου γίνονται άγριες μάχες και στο υπέδαφος (σε υπόγειους χώρους που χρησιμοποιούνταν και χρησιμοποιούνται σαν χρηματοκιβώτια τραπεζών ή χώροι κατάψυξης και που έχουν μετατραπεί σε οχυρά), οι μονάδες τωνSSαρνούνται να παραδοθούν. Καθώς οι εκκλήσεις των Σοβιετικών επαναλαμβάνονται, ταSSπροχωρούν σε ένα βήμα όχι μόνο κάπως αστείο, αν λάβει κανείς υπόψη του την τραγικότητα της κατάστασης, αλλά και που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το σημείο-κλειδί της ιδεολογικής ταυτότητας τωνSS, τον αντιδραστικό ελιτισμό: Οργανώνουν δημοψήφισμα, το οποίο, μάλιστα, καταλήγει στο ΟΧΙ.
Στο Πόζναν, Σοβιετικοί και Γερμανοί στρατιώτες σφάζονται όχι για κάθε δωμάτιο αλλά για κάθε γωνία ενός διακλαδωμένου συστήματος οχυρώσεων. Η ναζιστική διοίκηση, για να κλείσει το δρόμο της σοβιετικής εφόδου, επανδρώνει τις οχυρώσεις και με συντάγματα στρατιωτικοποιημένης αστυνομίας. Οι απώλειες είναι τρομακτικές και από τις δύο μεριές. Μόνο όταν φτάνουν το 80%, οι Γερμανοί αποφασίζουν να παραδοθούν.
Αντίθετα, στη Δύση η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Οχι, βέβαια, ότι οι ναζιστικές δυνάμεις δεν προσπαθούν να ανακόψουν την προέλαση των Αμερικανών και των Βρετανών. Στις συγκρούσεις, όμως, δεν κυριαρχεί το πάθος. Μόλις η υπεροχή (πολύ φανερή για να την παραβλέψει κανείς) των αμερικανικών και βρετανικών μονάδων γίνει πια «απαράκαμπτη», οι ναζιστικές δυνάμεις σπεύδουν να υποχωρήσουν ή να παραδοθούν. Η «έλλειψη πάθους» έχει σοβαρές στρατιωτικές συνέπειες και από την άλλη μεριά. Το καλοκαίρι του 1944, οι βρετανικές δυνάμεις ηττώνται στην Ολλανδία από έναν εχθρό που δεν έχει καμιά μαχητική αξία και σχεδόν δε διαθέτει όπλα. Το Δεκέμβρη του 1944, στην περιοχή των Αρδεννών, οι αμερικανικές δυνάμεις, που διαθέτουν γιγαντιαία υπεροχή, υποχωρούν μπροστά σε γερμανικές τεθωρακισμένες μονάδες που αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα μετακίνησης λόγω ασφυκτικής έλλειψης καυσίμων.[4]
Η κατάσταση προχωράει ένα βήμα ακόμα όταν οι αμερικανικές και βρετανικές δυνάμεις μπαίνουν στο γερμανικό έδαφος. Εκεί, οι γερμανικές δυνάμεις τα αφήνουν όλα «σύξυλα» και παραδίνονται κατά μάζες. Μεγάλες πόλεις, όπως το Αμβούργο, το Εσεν, το Κάσελ, η Φραγκφούρτη, το Μόναχο παραδίνονται αμαχητί και συχνά από τηλεφώνου. Οι διοικητές των στρατιωτικών μονάδων (π.χ. στο Εσεν) αψηφούν τις διαταγές του Χίτλερ για αντίσταση μέχρις εσχάτων και παραδίνονται ή, τουλάχιστον, παραδίνουν τις δυνάμεις τους χωρίς καμιά μάχη. Οι απώλειες των ΗΠΑ στη Γερμανία ήταν 8.351 άνδρες, για ένα στρατό περίπου 3.000.000, ενώ μόνο η μάχη του Βερολίνου και μόνο στους Σοβιετικούς στοίχισε 300.000 νεκρούς και τραυματίες. Τα κινηματογραφικά ντοκουμέντα των ίδιων των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ δείχνουν στρατιωτικές μονάδες που παραδίνονται συντεταγμένες και με επικεφαλής τους διοικητές τους. Το μαζικό κύμα της παράδοσης φαίνεται από το ότι, μόνο στο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν,[5] οι στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις που παραδόθηκαν στους Βρετανούς υπολογίζονται σε 2.000.000 άνδρες. Κάθε άλλο παρά σπάνιες είναι οι περιπτώσεις όπου μεγάλες μονάδες παραδόθηκαν σε ολιγομελείς περιπόλους ή ακόμα και σε μεμονωμένους στρατιώτες. Εξίσου, ή και περισσότερο, συχνό υπήρξε το φαινόμενο των μαχών που μόνο στόχο είχαν να σπάσουν το σοβιετικό κλοιό όχι για λόγους διαφυγής αλλά για να εξασφαλιστεί η παράδοση σε αμερικανικές ή βρετανικές μονάδες. Τέτοιες μάχες έγιναν και μετά την υπογραφή της άνευ όρων συνθηκολόγησης.
Δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με τον πολιτικό πληθυσμό. Ενώ στην Ανατολή, ο πολιτικός πληθυσμός βοηθά το στρατό και τον υποστηρίζει και όταν αυτός υποχωρεί, τον ακολουθεί, στη Δύση η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική: Αν πιστέψουμε τις επίσημες εκθέσεις των ίδιων των ναζιστικών αρχών, στις δυτικές περιοχές της Γερμανίας, οι αγρότες όχι μόνο αρνούνται να ανεφοδιάσουν το στρατό, αλλά διώχνουν και τους στρατιώτες από τα σπίτια τους και τους παρακινούν να λιποτακτήσουν. Στους τοίχους, εμφανίζονται συνθήματα γραμμένα στην αγγλική γλώσσα - συνήθως, μάλιστα, με μεγάλα ορθογραφικά, γραμματικά και συντακτικά λάθη. Αν η εικόνα αυτή είναι αληθινή, πρόκειται, στην πραγματικότητα, για γενικευμένη εξέγερση. Πράγμα που συχνά οδηγεί σε μαζικές θηριωδίες των ναζιστών σε βάρος του γερμανικού άμαχου πληθυσμού.
Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η ίδια η ναζιστική κορυφή κάνει το ίδιο. Κανείς ηγέτης της ναζιστικής Γερμανίας δεν είναι γνωστό να επιδίωξε να παραδοθεί στο σοβιετικό στρατό. Αντίθετα, ηγέτες πρώτης γραμμής, όπως ο Χ. Γκέρινγκ, ο Χ. Χίμλερ κ.ά., παραδόθηκαν στις δυτικές δυνάμεις.[6]
Ο στρατός, άλλωστε, γενικεύει το παράδειγμα: Η OKW(Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ) συνθηκολογεί στις 8 Μάη 1945 στην πόλη Ρεμς (Reims) της Ανατολικής Γαλλίας μόνο στους Αμερικανούς, αλλά, τελικά, αυτή η «συνθηκολόγηση χωρίς την ΕΣΣΔ» δεν γίνεται δεκτή από τους Αμερικανούς. Σήμερα, δεν υπάρχει πια αμφιβολία ότι ο ναζιστικός στρατός δε διαλύεται στη Δύση μόνο λόγω της (αναμφισβήτητης) υπεροχής των αμερικανικών και βρετανικών δυνάμεων: Διαλύεται και για να τους ανοίξει το δρόμο προς το Βερολίνο. Αυτό είναι σήμερα όχι μόνο φανερό, αλλά και γνωστό από τα σχέδια της OKW. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το ότι τα σχέδια αυτά αναφέρονται και σε προκηρύξεις του Ν50ΑΡ που κυκλοφορούν στο ήδη πολιορκημένο από το σοβιετικό στρατό Βερολίνο, όπου διεξάγονται άγριες οδομαχίες.[7]
Στα στρατόπεδα αιχμαλώτων, η κατάσταση είναι όμοια. Οι συνθήκες ζωής ανάμεσα στους Βρετανούς και τους Αμερικανούς αιχμαλώτους, από τη μια, και τους Σοβιετικούς, από την άλλη, δεν είχαν τίποτα το κοινό - πράγμα που εξηγεί και την ανατριχιαστική θνησιμότητα ανάμεσα στους τελευταίους.[8] Ιδιαίτερα έντονη ήταν η προσπάθεια των ναζιστών να μετατρέψουν τους Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου σε προδότες. Γενικά, πάντως, τα ναζιστικά στρατιωτικά στρατόπεδα συγκέντρωσης παραμένουν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και τα λιγότερο ερευνημένα θέματα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Παράλληλα, δεν πρέπει και να υπερβάλλουμε, υπεραπλουστεύοντας το θέμα. Οπως ο Α΄, έτσι και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε μια ένδειξη της γενικευμένης βαρβαρότητας της ιμπεριαλιστικής κοινωνίας.[9] Η ένδειξη αυτή ήταν ακόμα μεγαλύτερη στην κορυφή της κοινωνίας αυτής, δηλαδή στη ναζιστική Γερμανία. Π.χ. η στάση των ναζιστών απέναντι στους Βρετανούς και κυρίως τους Αμερικανούς αιχμαλώτους δίνει την εντύπωση ότι ήταν το αποτέλεσμα μιας πολύ έντονης και συνεχούς συγκράτησης που με δυσκολία επιβάλλεται. Οι αγριότητες σε βάρος αιχμαλώτων, αν και πολύ πιο σπάνιες, καθόλου δε λείπουν. Δείχνουν, μάλιστα, να εξαπλώνονται στην τελική φάση του πολέμου, όταν μια μερίδα της ναζιστικής κορυφής χάνει κάθε ελπίδα προσέγγισης με τις δυτικές δυνάμεις. Ετσι, π.χ., στις μάχες των Αρδεννών, οι Αμερικανοί αιχμάλωτοι εκτελούνται σχεδόν συστηματικά και, συχνά, ομαδικά.
Ενα ιδιόμορφο αλλά χαρακτηριστικό σημείο συγκέντρωσης των αντιθέσεων του πολέμου ήταν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί. Το θέμα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο πρώτος πόλεμος τόσο εκτεταμένης χρήσης της αεροπορίας, της οποίας δοκιμή ήταν ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος.
Η αφομοίωση αυτής της εμπειρίας από τη ναζιστική ηγεσία φάνηκε από την αρχή της δυτικής εκστρατείας και συγκεκριμένα στο Ρότερνταμ, το οποίο βομβαρδίζεται άγρια. Οι καταστροφές είναι μεγάλες. Υπάρχουν 814 νεκροί, χιλιάδες τραυματίες και 78.000 άστεγοι.[10]
Καθώς ο πόλεμος προχωρεί, οι βρετανικές πόλεις (συμπεριλαμβανομένων και των βορειοϊρλανδικών) γίνονται στόχοι της ναζιστικής αεροπορίας τον Ιούνη του 1940-Μάη του 1941, ενώ η βρετανική αεροπορία αντικαθιστά τις προκηρύξεις, που ως τότε έριχνε στη Γερμανία,[11] με βόμβες. Μετά το Μάρτη του 1942, οι βομβαρδισμοί γίνονται πιο συστηματικοί: Οι κοινοί βρετανοαμερικανικοί ιπτάμενοι στόλοι ισοπεδώνουν τις γερμανικές πόλεις, μετατρέποντας τις σε σωρούς ερειπίων. Το γεγονός ότι η ναζιστική Γερμανία δεν μπορεί να αντιτάξει κάτι ανάλογο, δείχνει το συσχετισμό των δυνάμεων.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να υπογραμμιστούν δύο πράγματα: α) Οι αεροπορικοί αυτοί βομβαρδισμοί, που καταλήγουν να πάρουν γιγαντιαίες διαστάσεις, γίνονται αποκλειστικά στη Δύση. Στην Ανατολή, όπου συγκεντρώνονται κολοσσιαίες αεροπορικές δυνάμεις, οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί λείπουν σχεδόν τελείως. Ο αεροπορικός βομβαρδισμός της γραμμής του πυρός και οι γιγαντιαίες αερομαχίες είναι φαινόμενα σχεδόν καθημερινά, αλλά οι βομβαρδισμοί των μετόπισθεν σχεδόν λείπουν τελείως. Μόνο στις πρώτες ημέρες του πολέμου, η σοβιετική αεροπορία βομβαρδίζει το Βερολίνο και το Ντάντσιχ. Σχεδόν αμέσως μετά, εγκαταλείπει αυτή την τακτική. Η γερμανική αεροπορία, της οποίας οι προωθημένες βάσεις απέχουν μόνο μερικά λεπτά πτήσης, δε βομβαρδίζει τη Μόσχα στις 7 Νοέμβρη του 1941. Η σοβιετική πρωτεύουσα που, για μια κρίσιμη στιγμή του πολέμου, βρίσκεται σχεδόν μέσα στη ζώνη των επιχειρήσεων, παθαίνει μόνο ασήμαντες ζημιές.
β) Οι βομβαρδισμοί αυτοί δεν έπαιξαν σχεδόν κανένα στρατιωτικό ρόλο. Τα θύματα τους ήταν, βέβαια, πάρα πολλά, αλλά δε φαίνεται να επηρέασαν σε τίποτα την πορεία των επιχειρήσεων.
Ετσι, βλέπουμε τη Γερμανία, που βομβαρδίζεται αμείλικτα, να αυξάνει συνεχώς την πολεμική της παραγωγή. Κάτω από τα ερείπια, βρίσκονται γεμάτες αποθήκες. Το 1944 είναι χρόνος-ρεκόρ για την παραγωγικότητα.[12] Το Γενάρη του 1945, η Γερμανία, δηλαδή μια χώρα που «πνέει τα λοίσθια», παράγει το διπλάσιο οπλισμό από το Γενάρη του 1940, όταν βρισκόταν σε κατάσταση ακράτητης επέκτασης.
Τι είχε συμβεί; Μα είναι πολύ απλό: Οι βομβαρδισμοί δεν έπλητταν, κατά κανόνα, βιομηχανικές εγκαταστάσεις αλλά χώρους κατοικίας. Γιατί, όμως, δεν έπλητταν βιομηχανικές εγκαταστάσεις;
Αυτό έχει πολλά και πολύπλοκα αίτια.
Ενας λόγος είναι, οπωσδήποτε, ότι οι χώροι των βιομηχανικών εγκαταστάσεων ήταν καλύτερα προστατευμένοι. Αυτό, όμως, είναι δύσκολο να δεχτούμε ότι τα συμμαχικά επιτελεία δεν το γνώριζαν.[13] Και, αφού το γνώριζαν, γιατί συνέχιζαν τους άχρηστους βομβαρδισμούς;
Ολα δείχνουν ότι τα χαρακτηριστικά των αεροπορικών αυτών βομβαρδισμών έχουν την εξήγηση τους στα εξής:
α) Στη χρήση των βομβαρδισμών σαν μέσου οικονομικής ανάκαμψης. Ολα δείχνουν ότι η καταστροφή των χώρων κατοικίας και λιγότερο των βιομηχανικών εγκαταστάσεων ήταν ένας τρόπος (και, πιθανότατα, ο μόνος που απέμενε) για τη δημιουργία του απαραίτητου «κενού» ώστε να μπορεί στη συνέχεια να κινηθεί ο οικονομικός μηχανισμός της κάλυψής του. Πρόκειται, στην ουσία, για μια από τις πιο φοβερές μορφές έκφρασης του «καπιταλισμού που σαπίζει».[14]
β) Στη χρήση των βομβαρδισμών σαν μέσον αντιπαράθεσης συμφερόντων μονοπωλιακών ομάδων. Αφθονούν, πράγματι, οι ενδείξεις ότι το πού θα έπεφταν οι βόμβες καθορίστηκε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, και από τα συγκεκριμένα συμφέροντα που θα έθιγαν. Τα ακίνητα που θα πλήττονταν συχνά καθορίζονταν με βάση τη διαπάλη των μονοπωλίων για την εξασφάλιση πλεονεκτημάτων, τη διαφύλαξη συγκεκριμένων συμφερόντων κλπ. Εχει, π.χ., επισημανθεί ότι τα τεράστια κτίρια τηςIGFarben στη Φραγκφούρτη έμειναν άθικτα εν μέσω των καπνιζόντων ερειπίων. Σε ποιο, άραγε, βαθμό αυτό οφειλόταν στους πολύ γνωστούς δεσμούς τηςIGFarben με τα μονοπώλια των ΗΠΑ;
γ) Στη χρήση των βομβαρδισμών σαν ένα πολύπλοκο παιχνίδι αντιπαράθεσης και συμμαχίας. Η καταστροφή της γερμανικής βιομηχανίας, ιδιαίτερα της πολεμικής, θα μείωνε την ικανότητα της Γερμανίας να καταστρέψει την ΕΣΣΔ ή, τουλάχιστον, να της αντιτάξει «καταστροφική αντίσταση». Από την άλλη, καθώς ο πόλεμος προχωρεί και φαίνεται ότι ένα τμήμα της Γερμανίας θα καταληφθεί από το σοβιετικό στρατό, εντείνονται οι βομβαρδισμοί ακριβώς αυτών των περιοχών. Το Φλεβάρη του 1945, μια εκτεταμένη αεροπορική επιδρομή της αμερικανικής και βρετανικής αεροπορίας ερειπώνει το Βερολίνο - χωρίς, προφανώς, να θίξει καθόλου τη μαχητική ικανότητα των ναζιστικών στρατιωτικών μονάδων που έχουν ήδη συγκεντρωθεί εκεί.[15] Η περίπτωση της Δρέσδης, που σβήνει από το χάρτη χωρίς κανένα ουσιαστικό λόγο, είναι χαρακτηριστική και των αντιφάσεων αυτής της στρατηγικής. Καθώς τα γεγονότα τρέχουν όλο και πιο γρήγορα, η αδράνεια της προηγούμενης κατάστασης βαραίνει στη μετέπειτα εξέλιξη: Η Δρέσδη καταστρέφεται εκ θεμελίων, αλλά η γέφυρα της και μερικά εργοστάσια που διαθέτει δεν έπαθαν τίποτα.
Αλλωστε, αυτό γίνεται όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και σε άλλες χώρες. Βλέπουμε, π.χ., τη συστηματική καταστροφή μέσω των βομβαρδισμών των εργοστασίων SKODAστην Τσεχοσλοβακία. Στη Ρουμανία, οι πετρελαιοπηγές του Πλοέστι βομβαρδίζονται συστηματικά. Και αυτά γίνονται ενώ ο πόλεμος τελειώνει και είναι πια φανερό ότι στις περιοχές αυτές πλησιάζει ο σοβιετικός στρατός. Εκτός αυτού, παίρνονται και άλλα μέτρα: Οσο είναι δυνατόν, οι περιοχές αυτές εκκενώνονται, συχνά με θεαματικό τρόπο, από ό,τι πολύτιμο διαθέτουν.[16]
Ετσι εξηγείται και η εξέλιξη στην Ανατολή. Από τη μια πλευρά, η ΕΣΣΔ παραιτείται από την αρχή από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς γιατί καταλαβαίνει ότι με αυτούς, ακόμα κι αν έχουν επιτυχία (όπως οι δικοί της), δεν πρόκειται να κερδίσει τίποτα. Εκτός αυτού, σε όλη τη διάρκεια του πολέμου είναι πολύ φανερή η (συνήθως, αποτυχημένη) προσπάθεια της ΕΣΣΔ να αποφύγει τις καταστροφές, ιδιαίτερα των αστικών κέντρων (μια από τις πολύ σπάνιες περιπτώσεις επιτυχίας, η Κρακοβία). Σ’αυτό, εμφανίζεται, σε παραλλαγμένη μορφή, η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας: Εκείνο που για τις δυτικές δυνάμεις ήταν ένας παράγοντας οικονομικής ανάκαμψης, για την ΕΣΣΔ ήταν ένα δυσβάσταχτο οικονομικό βάρος.[17]
Από την άλλη πλευρά, και η ναζιστική Γερμανία αποφεύγει τους βομβαρδισμούς, ακόμα και στις ευνοϊκές στιγμές, γιατί καταλαβαίνει ότι οι απώλειες θα είναι τόσο μεγάλες ώστε κάθε επιτυχία θα έχανε την αξία της.
Σήμερα ξέρουμε ότι και οι δύο πλευρές έβλεπαν σωστά. Μετά τον πόλεμο, ειδική επιτροπή εμπειρογνωμόνων του Πεντάγωνου χαρακτήρισε τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς «μεγαλύτερη και δαπανηρότερη γκάφα της στρατιωτικής ιστορίας». Πολύ ακριβής εκτίμηση, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι, πέρα από τα πάμπολλα άλλα, στοίχισαν τη ζωή σε χιλιάδες (και, πιθανότατα, δεκάδες χιλιάδες) Βρετανούς και Αμερικανούς πιλότους, πλοηγούς, πυροβολητές κλπ.
Οσα είπαμε παραπάνω δείχνουν και κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία: τη συνέχιση των επαφών διαφόρων τύπων μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και της Γερμανίας στη διάρκεια του πολέμου.
Τέτοιες επαφές είναι σήμερα γνωστό ότι έγιναν. Κέντρο, π.χ., των βρετανογερμανικών επαφών ήταν η Λισαβόνα. Μεταξύ Αμερικανών και Γερμανών, παρόμοιες συναντήσεις έχουμε, όπως όλα δείχνουν, πολύ συχνά στη Στοκχόλμη, συχνά με τη μεσολάβηση Σουηδών κρατικών και οικονομικών παραγόντων. Οι επαφές αυτές δεν έφεραν, βέβαια, την πλήρη γεφύρωση των αντιθέσεων, αλλά δεν έμειναν και χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Επέτρεψαν, π.χ., κάποιο βρετανικό έλεγχο στη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα, τη συμφωνία για την ανενόχλητη αποχώρηση των Γερμανών από αυτήν, μερικές ακόμα αδιευκρίνιστες διαβουλεύσεις για την Ιταλία κλπ.
Ακόμα πιο συστηματικές ήταν οι επαφές μεταξύ των τμημάτων του μονοπωλιακού κεφαλαίου, οι οποίες ουδέποτε σταμάτησαν και, όπως φαίνεται, ούτε καν επηρεάστηκαν από την έναρξη του πολέμου. Μια πρόγευση τέτοιων επαφών υπήρχε ακόμα από την εποχή των «εν ψυχρώ προσαρτήσεων» του 1938-39. Στη διάρκεια του πολέμου, το φαινόμενο πήρε συστηματική έκταση.[18]
Αυτό παρουσίασε συχνά και την προσωπική πλευρά του. Υπήρχε μια ολόκληρη μερίδα της ηγεσίας της ναζιστικής Γερμανίας που ήταν πάντα (και, όπως φαίνεται, δίκαια) ύποπτη για υπερβολική συμπάθεια προς τις δυτικές δυνάμεις. Η μερίδα αυτή βρισκόταν παντού, στον πολιτικό μηχανισμό, στο στρατό, στον οικονομικό τομέα, ακόμα και στο μηχανισμό πληροφοριών (ο περίφημος Κανάρις, που, τελικά, δεν γλίτωσε από την εκδικητική μανία του Χίτλερ των τελευταίων ημερών του πολέμου, είχε πάντα τη φήμη του «ανθρώπου των Αγγλων», φήμη μάλλον υπερβολική, αλλά όχι χωρίς κάποια βάση). Ακόμα πιο χαρακτηριστική υπήρξε η περίπτωση του Βάλτερ Σέλενμπεργκ, ενός από τα λαμπρότερα στελέχη τουNSDAP. Προσχωρώντας στο ναζιστικό κόμμα στα 1933, ο Σέλενμπεργκ είχε μια λαμπρή και σχεδόν αστραπιαία άνοδο. Στις παραμονές του πολέμου, είναι κιόλας υπαρχηγός του Χάινριχ Χίμλερ. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, υπήρξε μια σημαδιακή συζήτηση μεταξύ Χίμλερ και Σέλενμπεργκ την 1.1.1942, δηλαδή αμέσως μετά τις μάχες της Μόσχας και την εξάπλωση του πολέμου στην Ασία, που σήμαινε και κήρυξη πολέμου ΗΠΑ-Γερμανίας. Στη συζήτηση αυτή, ο Σέλενμπεργκ ανοιχτά και ο Χίμλερ καλυμμένα καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ναζιστική Γερμανία είναι καταδικασμένη και δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να νικήσει. Δεν είναι, ίσως, χωρίς ενδιαφέρον το ότι το συμπέρασμα αυτό φαίνεται πασιφανές και στους δύο.
Ο Σέλενμπεργκ θεωρούνταν πάντα ένα από τα πιο «δυτικόφιλα» στελέχη τουNSDAP. Ανήκοντας, όπως φαίνεται, στην ίδια ομάδα με τον Ες, ο Σέλενμπεργκ έχει το θάρρος να αντιταχτεί σε κάθε σκέψη εισβολής στη Βρετανία και τάσσεται υπέρ της επίθεσης ενάντια στην ΕΣΣΔ.
Σήμερα, ξέρουμε ότι ο Β. Σέλενμπεργκ ήταν πρόεδρος εταιρίας των ΗΠΑ και ότι έμεινε τέτοιος σε όλη τη διάρκεια του πολέμου.[19] Δεν είναι, ασφαλώς, τυχαίο το ότι ο Σέλενμπεργκ υπήρξε ο πρωταγωνιστής των επαφών, μέσω Σουηδίας, της ναζιστικής Γερμανίας και των δυτικών δυνάμεων. Η συνέχεια της εξέλιξής του δεν είναι λιγότερο θεαματική. Στις πρώτες ημέρες μετά το τέλος του πολέμου, ο Σέλενμπεργκ βρίσκεται ανεξήγητα στη Σουηδία. Εχει, μάλιστα, την άνεση να γράψει και βιβλίο με τον εύγλωττο τίτλο Στους διαδρόμους της εξουσίας. Το βιβλίο εκδίδεται το 1948 και, όπως φαίνεται, η πρωτότυπη έκδοσή του έγινε στην αγγλική γλώσσα.
Στην πραγματικότητα, η εικόνα αυτή (επαφές, αδέξιοι βομβαρδισμοί, ατελέσφορες στρατιωτικές κινήσεις, άγρια αντίσταση στην Ανατολή και μαλθακότητα στη Δύση, διαφορετική στάση του πολιτικού πληθυσμού κλπ.) δείχνει έναν παράγοντα που ξεπερνά πολύ τη συγκεκριμένη πολιτική και στρατιωτική συγκυρία: Δείχνει την, ας την πούμε έτσι, «ιστορική όσμωση» μεταξύ Γερμανίας και δυτικών δυνάμεων, σαν κρατών που συμμετέχουν σε ένα κοινό κοινωνικοϊστορικό σχηματισμό - που είναι, όπως είναι γνωστό, ο καπιταλιστικός.
Σε μερικές κρίσιμες στιγμές, η «όσμωση» αυτή φαίνεται σε όλο της το βάθος. Η διαφορετική στάση στα μέτωπα ήταν ένα τέτοιο δείγμα. Μια άλλη παράξενη και αγνοημένη περίπτωση μας δείχνει, ίσως πιο πολύ, το ίδιο.
Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης έγινε σε δύο κύματα, που κράτησαν από ένα 24ωρο το καθένα. Στο πρώτο κύμα, συμμετείχαν κυρίως βρετανικά αεροπλάνα που βομβάρδισαν την κυρίως πόλη. Στο δεύτερο, συμμετείχαν κυρίως αμερικανικά αεροπλάνα που βομβάρδισαν τις γύρω από την πόλη περιοχές. Μεταξύ των δύο κυμάτων, βρετανικοί και αμερικανικοί ΡΣ προειδοποιούν τον πληθυσμό και του δίνουν οδηγίες να συγκεντρωθεί σε ορισμένες περιοχές για να αποφύγει τους βομβαρδισμούς, πράγμα που ο πληθυσμός κάνει. Βέβαια, το πρόβλημα είναι ότι το δεύτερο κύμα βομβαρδίζει ακριβώς αυτές τις περιοχές όπου υπάρχουν και τα πιο πολλά θύματα - ωστόσο, το θέμα δεν βρίσκεται εδώ: Βρίσκεται στο ότι ο πληθυσμός της Δρέσδης αποδεικνύεται ότι άκουγε (και «άκουγε») τους βρετανικούς και αμερικανικούς σταθμούς σε μαζική κλίμακα. Οι γερμανικές εκπομπές του ΡΣ της Μόσχας αποδείχτηκαν πολύ λιγότερο αποτελεσματικές...[20]
Υπάρχουν ενδείξεις ότι και οι ναζιστικοί βομβαρδισμοί παρουσίαζαν, συχνά, «συμμετρική» εικόνα.
Ενας κάτοικος του Μάντσεστερ, μιας από τις βρετανικές πόλεις που γνώρισαν τους χειρότερους βομβαρδισμούς, έδωσε στο γράφοντα την εξής εικόνα:
Τα γερμανικά αεροπλάνα πετούν πάνω από την πόλη σε σχετικά χαμηλό ύψος και με σχετικά μικρή ταχύτητα. Οι βόμβες τους χτυπούν άγρια την πόλη, προκαλώντας πολλά θύματα και εκτεταμένες καταστροφές. Ωστόσο, δεν χτυπούν τα εργοστάσια «Τσάμπερλεν», παρ' όλο που βρίσκονται στις όχθες του ποταμού Ιργουελ, που διασχίζει την πόλη και φωτίζεται και από το φως της σελήνης. Και ευτυχώς για την πόλη του Μάντσεστερ, η οποία τη γλιτώνει, κυριολεκτικά, πολύ φτηνά. Γιατί τα εργοστάσια αυτά είναι εργοστάσια πυρομαχικών και εργάζονται 24 ώρες το 24ωρο. Είναι γεμάτα εκρηκτικά. Μια μόνο βόμβα είναι αρκετή όχι για να καταστρέψει απλώς αλλά για να σβήσει τελείως από την επιφάνεια της γης όλη την πόλη και τα περίχωρα της. Και, όμως, αυτή η βόμβα, σε βομβαρδισμούς που κρατούν σχεδόν 10 μήνες, δεν πέφτει.
Πού οφειλόταν αυτή η παράδοξη αδεξιότητα των Γερμανών αεροπόρων; Δύσκολο να το πει κανείς. Δεν έχουμε, όμως, το δικαίωμα να υποψιαστούμε ότι έπαιξε κάποιο ρόλο το γεγονός ότι τα εργοστάσια Τσάμπερλεν ήταν μέρος του μεγάλου (και πολύ γνωστού και σήμερα) μονοπωλίου της χημείαςICI(ImperialChemicalsIndustries), του οποίου η σύνδεση με γερμανικά συμφέροντα δεν ήταν μυστικό για κανένα;
Αλλωστε, αυτή η σύμφυση εξηγεί, σε μεγάλο βαθμό, και την επιδεικτική πολιτική του «κατευνασμού», δηλαδή της ανοχής ή και της υποκίνησης και ενίσχυσης των επιθετικών ενεργειών της ναζιστικής Γερμανίας.
«Ο (σ.σ., βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ) Τσάμπερλεν ήταν ένας από τους μεγαλομετόχους της ICI, συνεταιρικής εταιρίας της IGFarben, της οποίας ο Πρόεδρος Χέρμαν Σμιτς βρισκόταν στο ΔΣ της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών».[21]
Αυτή η κατάσταση είχε και στρατιωτικές συνέπειες. Ετσι, π.χ., η βρετανική αεροναυπηγική βιομηχανία υπερκαλύπτει κανονικά, σε όλη τη διάρκεια της Μάχης της Αγγλίας, τις απώλειες τηςRAF. Οι αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν πρόβλημα έλλειψης πυρομαχικών και βλημάτων. Μια εκδήλωση του φαινομένου είναι και η περίφημη ναυτική υπεροχή, γιατί, για τη διατήρηση της, ακόμα και σε ειρηνική περίοδο (χωρίς καν να μιλήσουμε για τις καταστροφές και τις απώλειες των ναυμαχιών), απαιτείται μια κολοσσιαία βιομηχανική βάση σε κατάσταση λειτουργίας.
Τέλος, στο πολύπλοκο κουβάρι των αντιθέσεων του Β' Παγκόσμιου Πολέμου αξίζει να αναφέρουμε και το περίφημο θέμα του «Δεύτερου Μετώπου». Είναι γνωστό ότι, για δύο χρόνια, το μέτωπο αυτό δεν ανοίγει, αφήνοντας τη Γερμανία να πολεμά σχεδόν ανενόχλητη στην Ανατολή.
Σήμερα, τα στοιχεία που έχουμε είναι υπεραρκετά για να αποδειχτεί ότι η εξέλιξη αυτή δεν οφειλόταν σε στρατιωτικούς λόγους αλλά στο ότι «οι βρετανοαμερικανικοί κύκλοι, που είχαν, το 1938-39, προωθήσει την πολιτική του Μονάχου, ξανακερδίζουν επιρροή».[22]
Ακόμα περισσότερο, γνωρίζουμε το πλήρες σχέδιο. Το ανέπτυξε το 1943 στο Φράνκο ο πρεσβευτής της Βρετανίας στη Μαδρίτη σερ Σάμιουελ Χόαρ. Το σχέδιο πρόβλεπε ότι, όταν οι σοβιετικές δυνάμεις προωθηθούν, ύστερα από παρατεταμένη και δαπανηρή προσπάθεια, στην Κεντρική Ευρώπη, θα βρουν απέναντί τους (και, αν χρειαστεί, αντιμέτωπες) άφθαρτες και ετοιμοπόλεμες δυνάμεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Προβλέπει, δηλαδή, ακριβώς εκείνο που έγινε.
Εδώ σημειώνουμε ότι η επιλογή και των προσώπων δεν ήταν τυχαία. Είναι προφανές ότι η Βρετανία θεωρεί τον σερ Σάμιουελ Χόαρ σαν τον πιο κατάλληλο πρεσβευτή στη Μαδρίτη για δύο λόγους:
α) Γιατί, σαν ειδικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Ν. Τσάμπερλεν, υπήρξε ένας από τους πιο ένθερμους αρχιτέκτονες του Μονάχου.
β) Γιατί, αν εξαιρέσουμε το Χίτλερ, το Μουσολίνι και τους παρομοίους, ήταν αυτός που πιο πολύ συνετέλεσε στη νίκη του Φράνκο.
Το κείμενο είναι το τελευταίο κεφάλαιο από το βιβλίο «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Σκέψεις για μερικές πλευρές του» του αξέχαστου Θανάση Παπαρήγα. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 1996.
Αποτελεί το πρώτο μιας σειράς κειμένων και άρθρων που θα δημοσιεύσει η ΚΟΜΕΠ το 2005, που συμπληρώνονται 60 χρόνια από το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και ενώ διεξάγεται από τις αστικές τάξεις μια τεράστιας κλίμακας επιχείρηση να ξαναγραφτεί η Ιστορία στα μέτρα τους.
[1]Ludo Martens: «Un autre regard sur Staline, Editions EPO,Βρυξέλλες 1994,σελ. 268.
[2] Τα σχετικά ντοκουμέντα κυριολεκτικά αφθονούν. Δε θα μας απασχολήσουν εδώ. Αρκεί να πούμε ότι υπάρχει ακόμα και εγκύκλιος, υπογεγραμμένη από τον Χ. Γκέρινγκ στις 21.5.41, δηλαδή πριν από την εισβολή, που προέβλεπε την απαγόρευση της μεταφοράς τροφίμων από περιοχές της ΕΣΣΔ σε άλλες περιοχές της ΕΣΣΔ (G. Badia: «Histoire de l’ Allemagne contemporaine, vol. II, Editions Sociales, Paris 1964, σελ. 163).
[3] Υπάρχει και ένα άλλο ερωτηματικό. Πολλοί ιστορικοί διαπιστώνουν ότι από το τέλος του 1942 πολλαπλασιάζονται κατακόρυφα τα σεμινάρια και οι παρόμοιες «επιμορφωτικές» δραστηριότητες του σώματος των SS. Πού οφειλόταν αυτό; Μέχρι σήμερα, δεν έχει διευκρινιστεί. Υπάρχει, ωστόσο, και η άποψη ότι αυτό οφειλόταν στην πορεία του πολέμου στην Ανατολή: Εχει πάρει τόσο άγριο χαρακτήρα ώστε ακόμα και τα SS κλονίζονται.
[4]Αυτό παρουσιάζεται πολύ χαρακτηριστικά και στην κινηματογραφική παρουσίαση της επιχείρησης από τους Αμερικανούς. Αλλο στοιχείο της ταινίας (πλήρως σύμφωνο με την ιστορική αλήθεια) είναι η παντελής απουσία της Λούφτβαφε. Οι Γερμανοί δεν διαθέτουν ούτε ένα αεροπλάνο και γι' αυτό εξετάζουν απεγνωσμένα τα μετεωρολογικά στοιχεία: Αν διασκορπιστεί η ομίχλη, είναι τελείως έκθετοι στα αμερικανικά πλήγματα από τον αέρα.
[5]Στο βορειοδυτικό άκρο της Γερμανίας, στα σύνορα με τη Δανία.
[6] «Αυτή η στάση, που εξηγείται από ταξικές αιτίες -ανάμεσα σε καπιταλιστικά κράτη, ακόμα και προσωρινά εχθρικά, υπάρχει πάντα μια κάποια αλληλεγγύη που κάνει ένα συμβιβασμό δυνατό ή, εν πάση περιπτώσει, πιο πιθανό από ό,τι με την ΕΣΣΔ- είχε ενισχυθεί από την πολιτική του κατευνασμού των δυτικών δυνάμεων, που παρατάθηκε πέρα από την κήρυξη του πολέμου. Επιτρέπει να καταλάβουμε την αλλαγή μετώπου της Βέρμαχτ στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1940» (G. Badia: «Histoire de l’ Allemagne contemporaine», vol. II, Editions Sociales,Paris 1964, σελ. 219).
[7] G. Forster, R. Lakowski, 1945 ,Das Jahr der endgultigen Niederlage der faschistischen Wehrmacht, Militarverlag der DDR, Berlin 1985,σελ. 330-332.
[8] Η σκηνή που περιέχει το βιβλίο Σφαγείο Νο 5 τουKurtVonnegut,Jr.,που εμφανίζεται πολύ γλαφυρά και στην ομώνυμη ταινία (σκηνοθεσίαGeorgeRoyHill) αντιστοιχεί πλήρως στην ιστορική αλήθεια.
[9] Αυτό που θέλουμε εδώ να πούμε είναι ότι, στην ιμπεριαλιστική «κοινωνία» (;), η αγριότητα γίνεται ένα στοιχείο per se, που δεν υποτάσσεται εύκολα (και ούτε καν πάντα) σε πολιτικούς υπολογισμούς.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις που μας επιτρέπουν να υποψιαστούμε ότι και η σοβιετική ηγεσία ανησυχεί έντονα για τις πιθανές πολιτικοϊδεολογικοψυχολογικές παρενέργειες του πολέμου.
[10] Πράγμα που αποτελεί ένδειξη της ναζιστικής αντίληψης του πολέμου, δηλαδή του τρομοκρατικού πολέμου. Παράλληλα, δείχνει ότι μόνο η ύπαρξη της ΕΣΣΔ γλίτωσε τους λαούς της Δυτικής Ευρώπης από μια ούτε καν τρομακτική απειλή.
Αυτό και μόνο δείχνει πόσο ύπουλη είναι εκείνη η προπαγάνδα μισοαποκατάστασης που καταδικάζει μόνο την εισβολή στην ΕΣΣΔ.
Ασφαλώς, αυτή η εισβολή ήταν το κύριοraisond’etre του ναζισμού. Αυτό, όμως, καθόλου δεν σημαίνει (αντίθετα, συνηγορεί υπέρ του αντιθέτου) ότι οι ναζιστικές κατακτήσεις στη Δυτική Ευρώπη, τα Βαλκάνια κλπ. δεν ήταν συμπτώματα της ναζιστικής αγριότητας και συνεπώς «νομιμοποιούνται».
[11] Στην περίοδο Σεπτέμβρη 1939-Απρίλη 1940, τα βρετανικά αεροπλάνα ρίχνουν στη Γερμανία κυρίως προκηρύξεις. Από τις 3 ως τις 25 Σεπτέμβρη του 1939, η βρετανική αεροπορία έριξε στη Γερμανία συνολικά 18.000.000 προκηρύξεις (Ι. Μ. Μάισκυ, «Πόλεμος, Ποιος βοήθησε το Χίτλερ;», Εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1966, σελ. 13).
[12]Ενα χαρακτηριστικό γεγονός αποκαλύπτει μια πλευρά της ουσίας της υπόθεσης. Ενώ 3 ολόκληρα χρόνια βομβαρδισμών δεν έχουν κατορθώσει να θίξουν τη γερμανική βιομηχανία, το Σεπτέμβρη του 1944 παρουσιάζεται, για πρώτη φορά στην ιστορία της ναζιστικής Γερμανίας, μια απότομη πτώση της πολεμικής παραγωγής: Εχασε τις πετρελαιοπηγές του Πλοέστι, που περιήλθαν στα χέρια του σοβιετικού στρατού.
[13]Για να είμαστε δίκαιοι προς όλους, πρέπει να πούμε ότι οι βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών είχαν επανειλημμένα ενημερώσει τη διοίκηση της αεροπορίας για την περιορισμένη αποτελεσματικότητα των αεροπορικών βομβαρδισμών.
[14] «Συνολικά, η παραγωγική ικανότητα της (σ.σ., γερμανικής) βιομηχανίας είχε μειωθεί κατά το ένα πέμπτο. Λιγότερο ακόμα στη σιδηρουργία (10%) και στη χημική βιομηχανία (15%). Τα κέντρα κατοικίας είχαν πληγεί περισσότερο από τα εργοστάσια και αυτό δεν ήταν καρπός της τύχης» (G. Badia: «Histoire de l’ Allemagne contemporaine» vol. II, Editions Sociales, Paris 1964, σελ. 229).
Σημειώνουμε ότι μερικοί αναλυτές βλέπουν τέτοιου είδους φαινόμενα και στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
[15] Η λεπτομέρεια αυτή επιβεβαιώνει πολύ ανάγλυφα όλα όσα λέμε σχετικά. Παράλληλα, αποκαλύπτει ένα άλλο στοιχείο: Μπαίνοντας στο Βερολίνο, ο σοβιετικός στρατός βρίσκει μια πόλη ήδη καταστραμμένη. Οι άγριες οδομαχίες ολοκληρώνουν την καταστροφή.
Στο κεφάλαιο των βομβαρδισμών, πρέπει να υπολογιστεί και ένα νέο είδος βομβαρδισμών, που κάνει την εμφάνιση του στην τελευταία φάση του πολέμου: Πρόκειται για τους μη αεροπορικούς βομβαρδισμούς, δηλαδή για τους πυραυλικούς βομβαρδισμούς.
Από το Γενάρη του 1944 και συγκεκριμένα από τις 13 Γενάρη, η ναζιστική Γερμανία αρχίζει τη χρήση των πυραύλων «V». Η ονομασία τους προέρχεται από το αρχικό των λέξεων «Vergeltungswaffe» (όπλο ανταπόδοσης). Ο πρώτος τύπος που χρησιμοποιήθηκε ήταν το V-1. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, χρησιμοποιήθηκαν 10.500 V-1, από τους οποίους οι 2.500 έπληξαν το Λονδίνο. Οι πύραυλοι «V-1» παρουσίαζαν πολλές ατέλειες: Η ταχύτητα τους, αν και μεγαλύτερη των αεροσκαφών της εποχής, ήταν πάντα σχετικά περιορισμένη, δεν παρουσίαζαν καμιά δυνατότητα τηλεκατεύθυνσης και παρουσίαζαν υψηλό δείκτη ανασφάλειας: Πολλοί εξερράγησαν στον αέρα ή έπεσαν στη θάλασσα. Το βασικότερο ελάττωμα τους ήταν ότι μπορούσαν να αχρηστευτούν από τα βρετανικά παράκτια πυροβολεία.
Στις 8 Σεπτέμβρη του 1944, η ναζιστική Γερμανία άρχισε τη χρήση του νέου πυραύλου «V-2». Ο τύπος αυτός είχε μεγαλύτερη ταχύτητα, μεγαλύτερο βεληνεκές, παρουσίαζε τα πρώτα σημάδια τηλεκατεύθυνσης και ήταν εντελώς απρόσβλητος από την αντιαεροπορική άμυνα. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, χρησιμοποιήθηκαν 4.300 πύραυλοι «V-2», από τους οποίους 1.402 στη Βρετανία, από τους οποίους 517 στο Λονδίνο.
Παρά τις μεγάλες ατέλειες τους, οι πύραυλοι αυτοί (και ιδιαίτερα ο «V-2») αποδείχτηκαν πολύ επικίνδυνοι, προκαλώντας πολλά θύματα (πάνω από 35.000) και μεγάλες καταστροφές. Πιθανότατα, μόνο η κατάληψη των βάσεων εκτόξευσης τους από τις συμμαχικές δυνάμεις έσωσε το Λονδίνο από την πλήρη εξαφάνιση από το πρόσωπο της γης.
[16] «Οταν έπεσε η Γερμανία, ο Στόκτον και ο Μπεν εξασφάλισαν φορτηγά που τα έστειλαν στο ρωσικό τομέα, ξεσήκωσαν πολύτιμο υλικό από τα κτίρια της ITT και τα αεροδρόμια και τα μετέφεραν στον αμερικανικό τομέα» (Charles Higham: «Αμερικανο-ναζιστική συνωμοσία», εκδ. «Καρρέ», Αθήνα 1985, σελ. 157).
Πρόκειται για τον Σόσθενς Μπεν, ιδρυτή (1920) της ITT, και τον Κένεθ Στόκτον, δεξί χέρι του Μπεν, αντιστράτηγο των ένοπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, ενδιάμεσο σε επιχειρηματικές επαφές της ITT με τη ναζιστική Γερμανία σε όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Κάτι παρόμοιο έγινε και σε ένα άλλο πολύ σοβαρό τομέα. Στις τελευταίες ημέρες του πολέμου, ειδικό συνεργείο των ένοπλων δυνάμεων των ΗΠΑ προωθήθηκε ανεξάρτητα στις ακτές της Βαλτικής, στην περιοχή του Ρόστοκ. Εκεί, παρέλαβε το διευθυντικό προσωπικό της γερμανικής πυραυλικής βιομηχανίας, δηλαδή πολλές δεκάδες άτομα και, μεταξύ τους, το γνωστό μηχανικό Βέρνερ φον Μπράουν, τα επιστημονικά υλικά και ντοκουμέντα τους και τα πιο σημαντικά τεχνικά τους όργανα -υλικά συνολικού βάρους άνω των 11 τόνων- και, ύστερα από μυθιστορηματικό ταξίδι, τα μετέφεραν στον αμερικανικό τομέα. Αυτό κινδύνευε να δημιουργήσει σοβαρά επεισόδια όχι μόνο με τους Σοβιετικούς, που ήταν η δύναμη κατοχής της Βορειοανατολικής Γερμανίας, όπου βρίσκεται το Ρόστοκ, αλλά και με τους Βρετανούς, που ήταν η δύναμη κατοχής της Βορειοδυτικής Γερμανίας.
Αλλά το ίδιο έγινε και σε άλλες χώρες.
«Η Standard Oil δεν λυπήθηκε χρήματα για όπλα, δώρα και αεροπλάνα, ώστε αμέσως μετά τη μεταπολίτευση στη Ρουμανία, στις 30 Αυγούστου του 1944, όταν ο βασιλιάς Μιχαήλ απαίτησε την παραίτηση του στρατάρχη Ανέσκου και κήρυξε τον πόλεμο στον Χίτλερ, όσο ο Κόκκινος Στρατός δεν είχε μπει ακόμα στο Βουκουρέστι, αντιμετωπίζοντας την αντίσταση των Γερμανών, να στείλει εκεί ειδική αποστολή του ΤΣΥ με επικεφαλής τον Ράσελ Ντορ, συνεταίρο του Ντόνοβαν στο δικηγορικό γραφείο που είχε στην Ουόλ Στριτ. Η ομάδα του ΤΣΥ, που πήγε αεροπορικώς στο Βουκουρέστι από το Κάιρο, κατόρθωσε να κλέψει τα αρχεία της ρουμανικής και της γερμανικής κατασκοπείας και τα απόρρητα επιστημονικά έγγραφα που είχαν σχέση με τη μελέτη των προοπτικών ανάπτυξης της πετρελαιοβιομηχανίας στη Ρουμανία» (Γ. Σεμιόνοφ, Διατάσσεσαι να επιζήσεις, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1986, σελ. 52).
Η υπηρεσία που αναφέρεται σαν ΤΣΥ (Τμήμα Στρατηγικών Υπηρεσιών) ήταν, στην πραγματικότητα, η OSS (Organisation for Strategic Studies - Οργάνωση Στρατηγικών Μελετών). Ιδρύθηκε το καλοκαίρι του 1941 και θεωρείται ο πρόδρομος της CIA.
Ο «Ντόνοβαν» ήταν ο Τζόζεφ Ντόνοβαν, πρώτος διευθυντής της OSS.
Το γεγονός ότι οι Αμερικανοί μπορούσαν να κάνουν, σε τόσο περιορισμένο χρόνο, τόσο απελπιστικά δύσκολες επιχειρήσεις έχει πολύ μεγάλη σημασία.
Οι επιχειρήσεις αυτές (παράδειγμα, η επιχείρηση στις ακτές της Βαλτικής) θα ήταν εντελώς αδύνατο να γίνουν χωρίς προηγουμένη -και πιθανότατα μακρόχρονη- συνεννόηση. Οι επιχειρήσεις αυτές είναι στην πραγματικότητα κλασικές ενδείξεις «ιστορικής όσμωσης» και, όπως είδαμε, όχι μόνο με τη ναζιστική Γερμανία, αλλά με ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη. Είναι φανερό ότι εξηγούν σοβαρές πτυχές των μεταπολεμικών πια γεγονότων.
[17] Ο πόλεμος στην Ασία, όπου το στοιχείο της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας είναι πολύ πιο αδύνατο ή εμφανίζεται μόνο έμμεσα, θα ήταν επίσης πολύ διδακτικός σε συμπεράσματα.
Κατ' αρχήν, στις παραμονές του πολέμου, το βιομηχανικό δυναμικό της Ιαπωνίας δεν υπερβαίνει το 10% εκείνου των ΗΠΑ. Αυτό, μαζί με διαφόρους στρατηγικούς παράγοντες, θα έχει ένα πολύ σοβαρό αποτέλεσμα: Ενώ οι ΗΠΑ μπορούν άνετα να βομβαρδίζουν την Ιαπωνία, εκείνη δεν μπορεί να κάνει το ίδιο στις ΗΠΑ. Πολύ γρήγορα, τα πράγματα ξεκαθαρίζουν: Παρά την πολύχρονη προετοιμασία της, η Ιαπωνία υφίσταται τεράστιες απώλειες στη θάλασσα και τον αέρα. Στους ιαπωνικούς ουρανούς κυριαρχούν τα αεροπλάνα των ΗΠΑ. Οι βομβαρδισμοί είναι εξοντωτικοί. Υπολογίζεται ότι το Τόκιο βομβαρδίστηκε με συνολική ισχύ 13 Χιροσίμα. Μετά το Γενάρη του 1945, η ιαπωνική πολεμική αεροπορία δεν υπάρχει πια.
Οι απώλειες στη θάλασσα είναι εφιαλτικές. Το Σεπτέμβρη του 1945, έμενε στην Ιαπωνία εμπορικός στόλος συνολικού ακαθάριστου εκτοπίσματος μόνο 1.400.000 τόνων, έναντι 6.000.000 το 1940 και παρά το γεγονός ότι στη διάρκεια του πολέμου είχε ναυπηγηθεί στόλος συνολικού ακαθάριστου εκτοπίσματος 4.100.000 τόνων.
Το 1945, η Ιαπωνία έχει φτάσει στο χείλος της πλήρους εθνικής καταστροφής, και πιθανότατα το έχει ξεπεράσει. Η βιομηχανία δεν λειτουργεί, στόλος δεν υπάρχει, οι καταστροφές είναι μεγάλες, ενώ η αποστράτευση του κολοσσιαίου Αυτοκρατορικού Στρατού και η επιστροφή περίπου 6.000.000 Ιαπώνων εποίκων από τα πρώην κατεχόμενα εδάφη σπρώχνουν τα πράγματα ως το λιμό. Δύο χρόνια μετά την υπογραφή της συνθηκολόγησης, η βιομηχανική παραγωγή είναι κάτω από το 50% του επιπέδου του 1936 και, σύμφωνα με μερικούς υπολογισμούς, του 1930.
Είναι πολύ πιθανό ότι η Ιαπωνία θα είχε πάψει τελείως να υπάρχει χωρίς τη βοήθεια των ΗΠΑ σε τρόφιμα, φάρμακα, καύσιμα, χημικά προϊόντα κλπ., που αρχίζει από την πρώτη μεταπολεμική ημέρα. Εν μέρει για να ανακουφιστεί η καταστροφική επισιτιστική κατάσταση και εν μέρει λόγω πολιτικών υπολογισμών, οι ΗΠΑ επιτρέπουν, από το 1946 κιόλας, την αλιεία έξω από τα ιαπωνικά χωρικά ύδατα, πράγμα που προκαλεί τις διαμαρτυρίες των άλλων χωρών του Ειρηνικού.
Ωστόσο, οι εξελίξεις στην Κίνα και στην Κορέα πείθουν τις ΗΠΑ ότι η Ιαπωνία «χρειάζεται» για να χρησιμοποιηθεί ενάντια στην ΕΣΣΔ. Ετσι, αρχίζει μια πολιτική ενίσχυσης που επιτρέπει μια, αργή στην αρχή, αλλά αναμφισβήτητη, βιομηχανική άνοδο. Στα 1955, η βιομηχανική παραγωγή έχει ήδη, επιτέλους, ξεπεράσει (κατά 50%) το επίπεδο του 1934-36. (Τα στοιχεία προέρχονται από την Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια, εκδόσεις Κ. Εμμανουήλ-Δ. Κιτσία & Σία, Αθήνα 1970, λήμμα «Ιαπωνία», σελ. 296-347).
Σημειώνουμε ότι και στην περίπτωση της Ιαπωνίας η Επιθεώρηση Στρατηγικών Βομβαρδισμών των ΗΠΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πολεμική παραγωγή της το 1945 θα είχε, λόγω της καταστροφής του στόλου, μειωθεί στο 40-50% του 1944, ακόμα και χωρίς τους βομβαρδισμούς (στο ίδιο, σελ. 310).
Πιθανώς χωρίς αυτούς, όμως, δεν θα είχε δημιουργηθεί το αναγκαίο «κενό» για την ανάκαμψη από την κρίση.
Η περίπτωση της Ιαπωνίας και η ομοιότητα της με τη Γερμανία (αν και στην Ιαπωνία οι καταστροφές φαίνεται να είναι πολύ μεγαλύτερες) δείχνουν ακριβώς αυτό που έλεγε ο Μαρξ για την καπιταλιστική ανάπτυξη και, αργότερα, «κωδικοποίησε» ο Λένιν: Η πορεία της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι μια πορεία γενικά μεν ανοδική, αλλά όχι αδιάκοπα ανοδική. Και αυτό γιατί «δεν μπορεί να εξελιχθεί χωρίς δύο βήματα εμπρός και ένα (και, καμιά φορά, ολόκληρα δύο) πίσω».
[18] «Η στάση της συμφιλιωτικής μερίδας της αστικής τάξης της Βρετανίας και της Γαλλίας θα ήταν ακατανόητη εάν δεν προσθέταμε ότι, σε κάθε προσάρτηση, ή σχεδόν, είχαν γίνει συμφωνίες, είτε σε επίπεδο κυβερνήσεων είτε σε επίπεδο επιχειρηματιών, που επέτρεπαν την εκκαθάριση, με κέρδος, των γαλλικών και βρετανικών συμφερόντων στα προσαρτημένα εδάφη. Αυτό έγινε με την Αυστρία, αυτό θα γίνει και με την Τσεχοσλοβακία. Ακόμα και μετά την ήττα και στη διάρκεια της κατοχής της Γαλλίας, αυτή η συνεργασία δεν θα σταματήσει σε μερικούς τομείς» (G. Badia: «Histoire de l’ Allemagne contemporaine, vol. II, Editions Sociales, Paris 1964, σελ. 104).
Ο Higham αναφέρει ότι, στις 22.9.1939, έγινε στη Χάγη συνάντηση ανάμεσα στον Φρανκ Α. Χάουαρντ, αντιπρόεδρο της Standard Oil και μέλος του ΔΣ της Chase και τον Φριτς Ρίνγκερ της IG Farben. Στη συνάντηση αυτή, πέραν των πολλών άλλων, υπογράφηκε και συμφωνία ότι η συνεργασία θα συνεχιστεί «ανεξάρτητα από την είσοδο στον πόλεμο των ΗΠΑ» (Charles Higham: «Αμερικανο-ναζιστική συνωμοσία», εκδ. «Καρρέ», Αθήνα 1985, σελ. 66).
Σε όλα αυτά, οHigham βλέπει μια φοβερή και τρομερή «αμερικανοναζιστική συνωμοσία». Εκείνο που πράγματι υπήρχε ήταν η «φυσιολογική» λειτουργία του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
[19] Ηταν η περίφημη ITT (σημερινή ATT). Ο Higham γράφει ότι ο Σέλενμπεργκ διορίστηκε επειδή προστάτευε την εταιρία, με «εικονικό μισθό» (Charles Higham: «Αμερικανο-ναζιστική συνωμοσία», εκδ. «Καρρέ», Αθήνα 1985, σελ. 139). Τόσο αλτρουιστής, ο Σέλενμπεργκ; Αμφιβάλλουμε. Περιττό, βέβαια, να πούμε ότι και ο Χίμλερ υπερασπίζει την εταιρία «με όλη του τη δύναμη» (στο ίδιο).
[20]Μια ιδιόμορφη τροπή αυτής της «ιστορικής όσμωσης» δείχνει και ένα άγνωστο περιστατικό.
Οπως είναι γνωστό, η ναζιστική ηγεσία είχε καταρτίσει το λεγόμενο «Γενικό Σχέδιο» (GeneralPlan). Σ' αυτό το σχέδιο, αναφέρονταν οι γενικές σκέψεις της, οι προβλέψεις για τη μεταπολεμική κατάσταση κλπ.
Το ίδιο το «Γενικό Σχέδιο» δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Γνωστά είναι μόνο μερικά ντοκουμέντα που αναφέρονται σαν συνημμένα σ' αυτό. Οσον αφορά στην ήττα που ολοφάνερα πλησιάζει, σχεδόν όλα τα ντοκουμέντα αυτά επικεντρώνονται στην ανάγκη διάσπασης των συμμάχων και συμπαράταξης της Γερμανίας με τις δυτικές δυνάμεις.
Σχεδόν όλα, το τονίζουμε. Γιατί έχει βρεθεί ένα το οποίο βλέπει την κατάσταση διαφορετικά: Ενώ παραμένει στην προσπάθεια διάσπασης των συμμάχων, προτείνει τη συμπαράταξη με την ΕΣΣΔ.
Πρόκειται για ένα ντοκουμέντο ενδιαφέρον, γιατί τεκμηριώνει το συλλογισμό του με το εξής επιχείρημα:
Στην Ανατολή, η αντίσταση όχι μόνο του στρατού («μέτωπο») αλλά και του λαού («Εσωτερική δύναμη αντίστασης») παραμένει άθικτη. Στη Δύση, αντίθετα, «το μέτωπο βρίσκεται σε πλήρη διάλυση, η εσωτερική δύναμη αντίστασης απέναντι στις δυτικές δυνάμεις έχει περιοριστεί σε μικρά ή ελάχιστα τμήματα του στρατού».
Ο υπαινιγμός είναι σαφής: Με τόση και τέτοια «εσωτερική δύναμη αντίστασης», η Γερμανία δεν κινδυνεύει από τον «μπολσεβικισμό». Από την άλλη, όπως λέγεται ανοιχτά στο ντοκουμέντο, δεν έχει τίποτα να προσφέρει στις δυτικές δυνάμεις. Γι' αυτό, πρέπει να κάνει χωριστή ειρήνη με την ΕΣΣΔ.
Αυτό θα είναι ωφέλιμο και για τα δύο μέρη:
α) Για τη Γερμανία, γιατί θα αποφύγει την καταστροφή. Για να μη μιλήσουμε για το ότι, αλλιώς, «ο γερμανικός λαός, θα υποδουλωθεί για δεκαετίες, μακροπρόθεσμα θα γίνει ο μισθοφόρος της ξηράς ενάντια στην Ανατολή για τη Βρετανία, ενώ, στην εσωτερική πολιτική ζωή, θα νικήσουν η αντίδραση και ο καπιταλισμός σε μια έκταση που θα κάνει αδύνατη κάθε σοσιαλιστική οικοδόμηση».
β) Για την ΕΣΣΔ, γιατί, με το τέλος του πολέμου, η συμμαχία της με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία θα τελειώσει και, μαζί της, τα οποιαδήποτε οικονομικά και στρατηγικά πλεονεκτήματα. Αλλωστε, «η Γιάλτα έδωσε στη Ρωσία μόνο μια περιορισμένη (και αυτή συνεχώς συζητήσιμη) επιρροή στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη» και «η ήττα της Γερμανίας από τις δυτικές δυνάμεις σημαίνει για την ΕΣΣΔ την παράταση του πολέμου μέσω ενός Γ' Παγκόσμιου Πολέμου».
Γι' αυτό, η Γερμανία θα κάνει χωριστή συμφωνία ειρήνης με την ΕΣΣΔ και θα συμβάλει στο να γίνει αυτό και με την Ιαπωνία, ώστε «να αποκρουστεί η βρετανοαμερικανική επιρροή στην Κίνα». Θα βοηθήσει την ΕΣΣΔ στη μεταπολεμική της ανόρθωση, θα αναγνωρίσει τα συμφέροντα της ΕΣΣΔ παντού και θα τη βοηθήσει να προωθηθεί όπου θέλει (π.χ.. Ειρηνικό, Μέση Ανατολή, Περσικό Κόλπο κλπ.), θα αναγνωρίσει «τις σοβιετικές δημοκρατίες, Πολωνία, Λιθουανία, Εσθονία, Λετονία, Φινλανδία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Μακεδονία, Ελλάδα και, ενδεχομένως, Τουρκία».
Μόνοι όροι τα σύνορα του 1914 για τη Γερμανία, αναγνώριση της επιρροής της στη Βόρεια και Βορειοδυτική Ευρώπη, ιδιαίτερα ενάντια στη Βρετανία, και «ισχυρότερη επιρροή» στην Αυστρία.
Τέλος, οι δύο χώρες θα κάνουν, «με βάση το πρότυπο των 16 (;) Σοβιετικών Δημοκρατιών του 1943», ένα συνασπισμό, τη «Σοσιαλιστική Ενωση», όπου «η διαμόρφωση της εσωτερικής κατάστασης παραμένει, από κάθε άποψη, ελεύθερη για τους επιμέρους λαούς» (Forster-Lakowski, 1945..., σελ. 245).
Το ντοκουμέντο έχει ημερομηνία 5 Απρίλη του 1945.0 συγγραφέας του είναι άγνωστος και βρέθηκε μέσα στα έγγραφα της «κυβέρνησης» Ντένιτς.
Αναντίρρητα, ο συγγραφέας του ντοκουμέντου κάνει μια πολύ νηφάλια ανάλυση της κατάστασης. Μερικές από τις διαπιστώσεις του, αν τις δει κανείς εκ των υστέρων, φαίνονται σαν πραγματικά προφητικές.
Από την άλλη μεριά, ο συγγραφέας, με ένα πολύ τολμηρό stretch of imagination:
α) Διαπιστώνει την «ιστορική όσμωση», την οποία θεωρεί επικίνδυνη αλλά και εγγύηση.
β) Αγνοεί την «ιστορική όσμωση», αφού ζητά από το γερμανικό ιμπεριαλισμό να δεχτεί μια συνέχιση της κυριαρχίας του χωρίς καταπολέμηση και, μάλιστα, με επέκταση σε όλο τον κόσμο της ηγεμονίας των επαναστατικών δυνάμεων.
Φυσικά, η Ανώτατη Διοίκηση έκανε το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή εκείνο που συνέφερε τον ιμπεριαλισμό.
Το ερωτηματικό που υπάρχει είναι μήπως αυτό το ντοκουμέντο, που φαίνεται να είναι μοναδικό στο είδος του, ήταν πλαστό. Πλαστό όχι με την έννοια της γνησιότητας της συγγραφής, αλλά με την έννοια της σκοπιμότητας. Υπάρχει, δηλαδή, η περίπτωση να γράφτηκε ειδικά για να βρεθεί και να παρακινήσει τους δυτικούς συμμάχους σε μια αντισοβιετική προσέγγιση με τη Γερμανία.
[21] Charles Higham: «Αμερικανο-ναζιστική συνωμοσία», εκδ. «Καρρέ», Αθήνα 1985, σελ. 29.
[22] G. Badia: «Histoire de l’ Allemagne contemporaine”, vol. II, Editions Sociales, Paris 1964, σελ. 188.
- Στείλε ΣχόλιοΤεύχος: 2005 Τεύχος 1του Βίκτορ Α.Τιούλκιν
Τον τελευταίο καιρό εμφανίσθηκε ένα νέο σχετικά καθήκον για τους ορθόδοξους κομμουνιστές, το καθήκον της υπεράσπισης του Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν από διαφόρων ειδών πολιτικά υποκείμενα. Και τίθεται το ερώτημα: Γιατί χαρακτηρίζουμε αυτό το καθήκον σαν νέο; Επειδή τα προηγούμενα χρόνια η υπεράσπισή του γινόταν έναντι διαφόρων ειδών κατηγόρων: από τους ιμπεριαλιστές και τους φασιστοειδής αντικομμουνιστές ως τα τροτσκιστικά στοιχεία. Σήμερα τίθεται το καθήκον υπεράσπισης (ή έστω περιφρούρησης από τις αλλοιώσεις) του Στάλιν από τις προσπάθειες χρησιμοποίησής του από θετική βάση για την επίτευξη των όποιων αντιμαρξιστικών ομαδικών ή προσωπικών σκοπών.
Γίνεται λόγος για απλές περιπτώσεις: αρκετά πρωτόγονες και κατανοητές αλητείες ή για τα λεγόμενα καλλιτεχνικά τσαλίμια. Στις πρώτες αναφέρονται περιπτώσεις ανάλογες προς αυτές που εμφανίσθηκαν στην τελευταία εκλογική καμπάνια του 2003 για την Κρατική Δούμα, όπου τα κόμματα εξουσίας, που κηρύσσουν τον αντισοβιετισμό, χωρίς καμιά αναστολή έβαλαν στα προεκλογικά τους πλακάτ τη μορφή του Ανώτατου Διοικητή, του Γενικού Γραμματέα του ΠΚΚ (μπ) (στο κουπέ με τους Ντζερζίνσκι, Μολότοβ, Βοροσίλοφ, Μπουντένιν και άλλους). Απολύτως κατανοητό, γιατί το έκαναν αυτό. Το έκαναν όχι γιατί ανένηψαν, αλλά γιατί η κοινωνία άρχισε να απαιτεί την αναστήλωση στοιχειώδους δικαιοσύνης και να μπει κάποια τάξη. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι αυτό το χρησιμοποίησαν ακριβώς εκείνοι οι άνθρωποι, οι οποίοι πριν από μερικά χρόνια κουνούσαν τα πλακάτ του αντισταλινισμού, έχυναν κροκοδείλια δάκρυα σε σχέση με τις λεγόμενες διώξεις κλπ. Με λίγα λόγια οι άνθρωποι οι οποίοι προσαρμόζονται σε οποιαδήποτε πολιτική συγκυρία της αγοράς των εκλογικών διαθέσεων για την επιτυχία των δικών τους σκοπών.
Σε λίγο περισσότερο σύνθετες, όμως κατανοητές, περιπτώσεις αναφέρονται οι λεγόμενες καλλιτεχνικές επινοήσεις. Οταν από τους συγγραφείς εισάγονται στοιχεία καλλιτεχνικών επινοήσεων, κάτι το οποίο από πολλούς θεωρείται αναπόσπαστο δικαίωμα και ακόμα καλλιτεχνικός τρόπος κατευθυνόμενος στην ενίσχυση των εντυπώσεων και έχει ως αποτέλεσμα συχνά τη βρωμιά, την ολοφάνερη διαστρέβλωση, το αμαύρισμα της πραγματικότητας και των προσώπων. Το πλέον έντονο παράδειγμα μιας τέτοιας καλλιτεχνικής «ενίσχυσης» αποτελεί το έργο του Β. Καρπόφ (συμμετείχε στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο, Ηρωας της Σοβιετικής Ενωσης) που εκδόθηκε πρόσφατα «Γκενεραλίσιμους» (Αρχιστράτηγος), στο οποίο ο συγγραφέας, στην επιθυμία του να αποσπάσει περισσότερα χειροκροτήματα, ασχολείται με την αποκάλυψη του χαρακτήρα του Στάλιν μέσω του δημοφιλούς σε διάφορους κύκλους θέματος της πάλης «με την παγκόσμια εβραϊκή κοινότητα». Με αποτέλεσμα να πει ευθέως συκοφαντίες στο όνομα του Ανώτατου Διοικητή για τις δήθεν πιθανές επαφές μέσω των αντίστοιχων ειδικών υπηρεσιών της σοβιετικής καθοδήγησης με τη χιτλερική Γερμανία. Εξάλλου, ο Καρπόβ πήρε αξιοπρεπή ανάλυση και απάντηση σε μια τόσο ανεπιτυχή προσπάθεια από τον Βλαντιμίρ Σεργκέεβιτς Μπούσιν (βλ. άρθρο «Πως ο Στάλιν φοβισμένος ζήτησε ειρήνη από τους Γερμανούς», στο Μαρξισμός και Σύγχρονη Εποχή, Νο1 (26-27) 2004).
Ομως οι προαναφερθείσες περιπτώσεις, όπως ήδη έχουμε σημειώσει, είναι αρκετά απλές και έχουν ως κατεύθυνση βασικά να κοροϊδέψουν ανθρώπους όχι και τόσο προετοιμασμένους. Συχνά βρίσκονται στην κυκλοφορία ανάλογες με αυτές ή άλλες επιλογές, όταν με τις από κοινού προσπάθειες των αστικών κομμάτων και κυβερνήσεων με τη βοήθεια των μέσων μαζικής επικοινωνίας με τη βοήθεια σκληρής δημαγωγίας μετατρέπουν το λαό σε κατευθυνόμενους εκλογείς. Για παράδειγμα τώρα, στις παραμονές της κατάργησης μέσω της Κρατικής Δούμας του εορτασμού της 7ηςΝοεμβρίου, η ρωσική τηλεόραση γνωστοποιεί την προβολή στις οθόνες της φοβερής ταινίας «Εξαγορασμένη επανάσταση», στην οποία για μια ακόμη φορά θα συνδέουν το Β. Ι. Λένιν και όλη την επανάσταση με τα χρήματα του Κάιζερ.
Πολύ περισσότερη προσοχή απαιτούν περιπτώσεις «επιστημονικής» αλλαγής του Στάλιν, καθώς εδώ παρατηρείται μετακίνηση προς την πλευρά των σκοπών οργανωμένων τάσεων. Μάλιστα τέτοιες πρακτικές χρησιμοποιούνται όλο και συχνότερα και από πλέον διαφορετικές κοινωνικο-πολιτικές δυνάμεις, από τους αναθεωρητές στο κομμουνιστικό κίνημα ως τους αστούς εθνικιστές.
Ετσι, η πλέον διαδεδομένη μορφή είναι η παρουσίαση του Στάλιν σαν κάποιου «κρατικιστή», κάτι σαν «κόκκινο μονάρχη», ευφυή πραγματιστή, που έλυσε γεωπολιτικά καθήκοντα, όπως της εξάπλωσης και ενίσχυσης του κράτους, της εξόδου στη θάλασσα, πραγματιστή χωρίς αρχές στην αναζήτηση συμμάχων - παραλίγο κάτι σαν το Ζιρινόφσκι. Μάλιστα, συχνά χρησιμοποιούν το στοιχείο ότι ακριβώς ο Στάλιν ενεργοποίησε σε θετική κατεύθυνση το χαρακτήρα του Μεγάλου Πέτρου, ότι με προσωπική του εντολή γυρίστηκε η ταινία «Αλεξάντρ Νέφσκιι» κ.ά., δηλαδή ο Στάλιν προπαγάνδιζε και οικοδομούσε το Κράτος με οποιοδήποτε κόστος.
Μεταξύ άλλων, είναι γνωστό ότι ο ίδιος ο Στάλιν σε ανάλογες προσπάθειες να τον εξισώσουν με επιφανείς φυσιογνωμίες, ακόμα και με εξαίρετους κρατιστές τις αντιμετώπιζε αρνητικά. Ετσι σε συζήτηση που είχε με το γερμανό συγγραφέα Εμιλ Λιούντβιγκ, στο ερώτημα του Λιούντβιγκ: «... επιτρέπετε άραγε παραλληλισμό μεταξύ ημών και του Μεγάλου Πέτρου;», ο Στάλιν απάντησε: «Σε καμιά περίπτωση. Οι ιστορικοί παραλληλισμοί είναι πάντα ριψοκίνδυνοι. Ο συγκεκριμένος παραλληλισμός είναι χωρίς νόημα».
Λιούντβιγκ: Ομως ο Μεγάλος Πέτρος έκανε πάρα πολλά για την ανάπτυξη της χώρας του, για να μεταφέρει στη Ρωσία το δυτικό πολιτισμό.
Στάλιν: Ναι, βεβαίως, ο Μεγάλος Πέτρος έκανε πάρα πολλά για να αναδείξει την τάξη των τσιφλικάδων και την ανάπτυξη της εμφανιζόμενης τάξης των εμπόρων. Ο Πέτρος έκανε πάρα πολλά για τη δημιουργία και ενίσχυση του εθνικού κράτους των τσιφλικάδων και των εμπόρων. Πρέπει να πω ακόμα ότι η ανύψωση της τάξης των τσιφλικάδων, με τη βοήθεια της εμφανιζόμενης τάξης των εμπόρων και η ενίσχυση του εθνικού κράτους αυτών των τάξεων έγινε σε βάρος της δουλοπάροικης αγροτιάς την οποία έγδαραν ....
Το καθήκον στο οποίο έχω αφιερωμένη τη ζωή μου, βρίσκεται στην ανάδειξη άλλης τάξης, ακριβώς της εργατικής τάξης. Αυτό το καθήκον δεν αναφέρεται στην ισχυροποίηση κάποιου «εθνικού» κράτους, αλλά στην ισχυροποίηση του σοσιαλιστικού κράτους, και μάλιστα διεθνικού όπου κάθε ισχυροποίηση αυτού του κράτους υποβοηθά την ισχυροποίηση της παγκόσμιας εργατικής τάξης. Εάν το κάθε μου βήμα στη δουλιά μου για ανάδειξη της εργατικής τάξης και η ισχυροποίηση του σοσιαλιστικού κράτους αυτής της τάξης δεν κατευθύνεται στο να ενισχύσει και να βελτιώσει την κατάσταση της εργατικής τάξης, τότε θα θεωρούσα τη ζωή μου χωρίς σκοπό».
Αλλοι, οι λεγόμενοι «κρατιστές» προσπαθούν να προσάψουν στο Στάλιν προτεραιότητα στη δουλιά του για την ενίσχυση του κράτους γενικά, σε απόσπαση από τα ταξικά καθήκοντα, μάλιστα μερικές φορές εμφανίζονται και σκέψεις ότι «Ο Στάλιν ξεπέρασε το Λένιν», ότι απέρριψε τις σχέσεις με το μαρξισμό, όπως και στην επιστήμη, ότι οικοδόμησε ευφυές διοικητικό-διευθυντικό σοβιετικό σύστημα. Ομως, όλη αυτή η ιστορία, η διαστρέβλωση του ίδιου του Στάλιν μας λένε ακριβώς το αντίθετο: σα μαρξιστής ο Στάλιν αντιπάλευε το αστικό κράτος, ασχολήθηκε με την κατεδάφισή του ως τα θεμέλια, στη συνέχεια, διαλύοντας τον κόσμο της βίας, σε αυτή τη βάση οικοδόμησε το κράτος της εργατικής τάξης και της αγροτιάς. Τη διατήρηση και ισχυροποίηση αυτού του κράτους ο Στάλιν την αντιμετώπιζε όπως την επιστήμη, ποτέ δεν κυριεύτηκε από ευφορία από τις επιτυχίες και, αντιθέτως, με ανοικτά μάτια και κρύο κεφάλι ανέλυε τις δυνατότητες ήττας, πρώτα απ’ όλα τη δυνατότητα εκφυλισμού του προλεταριακού κράτους σε κράτος αστικο-δημοκρατικό, όπως με ευφυή απλότητα εξήγησε στη συνάντησή του με τη νεολαία στο Πανεπιστήμιο του Σβερντλόφσκ τον Ιούνιο του 1925:
«Ας αρχίσουμε από τον πρώτο κίνδυνο.
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του κινδύνου είναι η έλλειψη πίστης στις εσωτερικές δυνάμεις της επανάστασής μας. Η έλλειψη πίστης στη συμμαχία των εργατών και των αγροτών. Η έλλειψη πίστης στον καθοδηγητικό ρόλο της εργατικής τάξης μέσα σ’ αυτή τη συμμαχία. Η έλλειψη πίστης στη μετατροπή της «Ρωσίας της ΝΕΠ» σε «Ρωσία σοσιαλιστική», η έλλειψη πίστης στη νίκη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη χώρα μας.
Αυτός είναι ο δρόμος του λικβινταρισμού και του εκφυλισμού, γιατί οδηγεί στη διάλυση των βάσεων και των σκοπών της Οκτωβριανής Επανάστασης, στον εκφυλισμό του προλεταριακού κράτους σε αστικοδημοκρατικό κράτος.
Η πηγή μιας τέτοιας «νοοτροπίας», το έδαφος για την εμφάνισή της στο κόμμα είναι το δυνάμωμα της αστικής επιρροής στο κόμμα μέσα στις συνθήκες της νέας οικονομικής πολιτικής, στις συνθήκες της απεγνωσμένης πάλης των κεφαλαιοκρατικών και των σοσιαλιστικών στοιχείων μέσα στη λαϊκή μας οικονομία (...).
Ας περάσουμε στο δεύτερο κίνδυνο.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του κινδύνου είναι η έλλειψη πίστης στη διεθνή προλεταριακή επανάσταση. Η έλλειψη πίστης στη νίκη της, η σκεπτικιστική στάση απέναντι στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των αποικιών και των εξαρτημένων χωρών. Η μη κατανόηση του γεγονότος ότι χωρίς την υποστήριξη από μέρους του επαναστατικού κινήματος των άλλων χωρών η χώρα μας δεν θα μπορούσε να αντέξει μπρος στον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό. Η μη κατανόηση του γεγονότος ότι η νίκη του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα δεν μπορεί να είναι οριστική, γιατί δεν μπορεί να είναι εξασφαλισμένη από μια επέμβαση, όσο η επανάσταση δε θα έχει νικήσει τουλάχιστον σε μια σειρά χώρες. Η μη κατανόηση της στοιχειώδους εκείνης απαίτησης του διεθνισμού, σύμφωνα με την οποία η νίκη του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο για την ανάπτυξη και την υποστήριξη της επανάστασης στις άλλες χώρες.
Αυτός είναι ο δρόμος του εθνικισμού και του εκφυλισμού, ο δρόμος της ολοκληρωτικής εγκατάλειψης της διεθνιστικής πολιτικής του προλεταριάτου, γιατί οι άνθρωποι που πάσχουν απ’ αυτή την αρρώστια δε βλέπουν τη χώρα μας σαν ένα μέρος του συνόλου που λέγεται παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα, μα σαν αρχή και τέλος αυτού του κινήματος, έχοντας τη γνώμη ότι τα συμφέροντα όλων των άλλων χωρών πρέπει να θυσιαστούν για τα συμφέροντα της χώρας μας (...).
Αν η πηγή του πρώτου κινδύνου, του κινδύνου του λικβινταρισμού, είναι το δυνάμωμα της αστικής επιρροής στο κόμμα στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής, στον τομέα της πάλης των κεφαλαιοκρατικών και των σοσιαλιστικών στοιχείων της λαϊκής μας οικονομίας, τότε πηγή του δευτέρου κινδύνου, του κινδύνου του εθνικισμού πρέπει να θεωρηθεί το δυνάμωμα της αστικής επιρροής στο κόμμα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, στον τομέα της πάλης των κεφαλαιοκρατικών κρατών ενάντια στο κράτος της προλεταριακής δικτατορίας ... ότι ο κίνδυνος περιπλοκών δημιουργεί όχι σπάνια τον πειρασμό να ακολουθήσουμε το δρόμο της μικρότερης αντίστασης, το δρόμο του εθνικισμού (...).
Τέλος για τον τρίτο κίνδυνο.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του κινδύνου είναι η έλλειψη πίστης στις εσωτερικές δυνάμεις του κόμματος. Η έλλειψη πίστης στην καθοδήγηση από μέρους του κόμματος. Η τάση του κρατικού μηχανισμού να εξασθενίσει την καθοδήγηση που ασκεί το κόμμα και να απαλλαγεί απ’ αυτήν. Η μη κατανόηση του γεγονότος ότι χωρίς καθοδήγηση από μέρους του κόμματος δε μπορεί να υπάρξει δικτατορία του προλεταριάτου»[1].
Ιδιαίτερης προσοχής, από την άποψη της σημερινής διάλυσης της Σοβιετικής Ενωσης και των συνεχιζόμενων εθνικών διαμαχών σε διάφορα σημεία της, είναι ο «έπαινος» που ειπώθηκε για το Στάλιν και για τη θέση του και ακόμη για την τάχα αντίθεσή του με τον Λένιν στο ζήτημα της εθνικής - κρατικής οργάνωσης της ΕΣΣΔ. Το Στάλιν τον επαινούν για την «αντίθεση στο φιλελευθερισμό» (Γκ. Ζιουγκάνοφ). Ακόμα και ο Ζιρινόφσκι τοποθετήθηκε στο θέμα, ότι έτσι και γινόταν αποδεκτό το «σταλινικό μοντέλο» τότε σήμερα θα μπορούσαμε τάχα να αποφύγουμε τη διάλυση που παρακολουθούμε.
Τι θα μπορούσαμε να πούμε για τα τάχα από «θέσεις αρχής» διαφορετικά μοντέλα που προτάθηκαν από τους Λένιν και Στάλιν; Πρώτ’ από όλα ότι από «θέσεις αρχής» διαφορετικά μοντέλα, μορφές ομοσπονδιακής - κρατικής οργάνωσης δεν υπήρχαν. Υπήρχαν δυο τάσεις, δυο προσεγγίσεις στην επίλυση του ζητήματος της οργάνωσης ενιαίου πολυεθνικού κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ηταν απολύτως όμοια μαρξιστική προσέγγιση, όσον αφορά το ότι σε όλες τις ανάλογες συνθήκες οι κομμουνιστές είναι υπέρ του κεντρικού ενιαίου κράτους, υπέρ της τάσης ξεπεράσματος της ομοσπονδιοποίησης των μικρών εθνών και υπέρ της κίνησης προς τη μεγέθυνση και συγκεντροποίηση. Και το δικαίωμα των εθνών στη αυτοδιάθεση πρέπει να βοηθά τα μικρά έθνη ακριβώς στο να ξεπερνούν την έλλειψη πίστης, το φόβο μπροστά στη δυνατότητα καταπίεσης.
Δηλαδή το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος διατήρησης ορισμένης αυτοτέλειας στις συνθήκες της ομοσπονδίας, προϋποθέτει μόνο την ενίσχυση του κοινού κράτους και σε τελευταία ανάλυση η Σοβιετική Ενωση ήταν ακριβώς ενωμένο κράτος στην πλειοψηφία των λειτουργιών υπέρ της επίσημης ομοσπονδιακής οργάνωσης. Ακριβώς γι’ αυτό υπήρχε τέτοιο δικαίωμα, τα μικρά έθνη, στο μεγαλύτερο μέρος τους, υποστήριξαν θερμά τους μπολσεβίκους στην επανάσταση και με αυταπάρνηση πολέμησαν στο πλευρό του Κόκκινου Στρατού στον εμφύλιο πόλεμο (π.χ. οι Τάταροι). Γι’ αυτό ο Λένιν και ο Στάλιν συλλογίζονταν για το πώς αποτελεσματικά θα ξεπεραστεί η τάση για ομοσπονδιοποίηση των μικρών λαών, για τη δημιουργία ενιαίου προλεταριακού κράτους στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες.
Τι είναι σημαντικό να σημειώσουμε, πως η βάση της εθνο-εδαφικής οργάνωσης της ΕΣΣΔ γινόταν κατανοητή με τον ίδιο τρόπο από τους Λένιν και Στάλιν και ήταν η Σοβιετική Εξουσία, δηλαδή η μορφή υλοποίησης της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο Ι. Στάλιν στην ομιλία του στο ΙΙ Πανενωσιακό Συνέδριο των Σοβιέτ για το θάνατο του Β. Ι. Λένιν τόνισε: «Η δικτατορία του προλεταριάτου δημιουργήθηκε στη χώρα μας στη βάση της συμμαχίας των εργατών και αγροτών. Αυτή είναι η πρώτη και θεμελιακή βάση της Δημοκρατίας των Σοβιέτ». Για να συγκρίνουμε αυτή τη θέση με την πρόσφατη τοποθέτηση του Γ. Α. Ζιουγκάνοφ για το πρόγραμμα του ΚΚΡΟ: «Βασικός σκοπός αυτού του προγράμματος είναι η δημιουργία στη βάση των ρωσικών παραδόσεων κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σοβιετικού τύπου, πραγματικά εθνικής, δοκιμασμένης και ελεγμένης από την ιστορία κίνηση προς τη λαϊκή εξουσία στην αληθινή της κατανόηση»[2]. (Σε σχέση με αυτή τη θέση σημειώνουμε πως το κοινοβούλιο είναι αντίθετο των σοβιέτ ως προς τη ταξική του φύση, και η δοκιμασμένη από την ιστορία κίνηση είναι η αδιάλειπτη πάλη των τάξεων, και η λαϊκή εξουσία στην αληθινή της κατανόηση είναι και πάλι έννοια ταξική: οι αστοί τη δική τους, οι προλετάριοι άλλη).
Οι εργαζόμενοι, όπως είναι γνωστό, δε χρειάζονται να τους ξεχωρίσουν θέση στην αγορά κάτω από τον πάγκο. Η ιστορία απέδειξε, ότι δεν μπόρεσαν να διαλύσουν την Σοβιετική Ενωση ούτε οι εσωτερικοί ούτε οι εξωτερικοί εχθροί, ακόμη και τα πρωτοπόρα τμήματα του ιμπεριαλισμού, όπως ο χιτλερικός φασισμός όσο η εξουσία ήταν σοβιετική και το κόμμα κομμουνιστικό. Και αυτή η ιστορία απέδειξε πως μετά την απώλεια από το κόμμα και το κράτος του ταξικού τους χαρακτήρα, το κράτος διαλύθηκε στα γρήγορα, σχετικά χωρίς αντίσταση με την πολιτική της αγοράς, δηλαδή στον καπιταλισμό. Γι’ αυτό για άλλη μια φορά τονίζουμε τη σημασία της ταξικής βάσης του κράτους.
Ετσι οι λεγόμενοι πατριώτες και οι ανοικτά αστοί εθνικιστές προσπαθούν να καταλογίζουν στον Στάλιν το αίσθημα, μιλώντας τη σύγχρονη γλώσσα, του «ρωσικού πατριωτισμού». Μάλιστα, λεπτομερειακά, μερικοί προσπαθούν να παρουσιάσουν ότι από γεωργιανός είχε περιέλθει πλήρως στην πλευρά του πραγματικού ρώσου, άλλοι οικοδομούν σύστημα αποδείξεων δια της τάχα απάρνησης των θέσεων του διεθνισμού, δηλαδή καταλογίζουν στον Στάλιν θέσεις «σοβιετικού εθνικισμού». Πιο σύνθετη εκδοχή σε αυτό είναι: «το σταλινικό μοντέλο στην πλήρη ανάπτυξή του αποτελούσε ιστορικά δοκιμασμένη σύνθεση δυο γνωστών ρωσικών γεωπολιτικών προσεγγίσεων. Της αυτοκρατορικής με τις ιδέες της για κρατική αυτάρκεια. Και της πανσλαβικής με τις ιδέες της για σλαβικό Μεγάλο χώρο»[3]. Και το ένα και το άλλο δεν αποτελούν απλώς λάθη, αλλά ανοιχτή συκοφαντία ενάντια στο Στάλιν, ο οποίος από τη μια πλευρά, από την αρχή της πολιτικής του δράσης, έντονα και από θέσεις αρχής έκανε κριτική στον εθνικισμό, και μάλιστα εκείνα τα χρόνια (1905-07) είδε σε αυτές τις επιρροές την ταξικο-κοινωνική ουσία, τις οικονομικές ρίζες, λέγοντας ότι:
«Η αγορά είναι το πρώτο σχολείο όπου η αστική τάξη μαθαίνει τον εθνικισμό». «Η διάθεση των εμπορευμάτων του και το να βγει νικητής στον ανταγωνισμό με την αστική τάξη άλλης εθνότητας, αυτός είναι ο σκοπός της (αστικής τάξης). Από δω και η επιθυμία της να έχει τη «δική» της αγορά» - αποκάλυπτε ο Στάλιν την πραγματική έννοια του εθνικισμού. Εδώ στην οικονομία ψάξτε τις ρίζες κάθε εθνικισμού - «πατριωτισμού» - σοβινισμού, υποδείκνυε ο Στάλιν στους εργάτες.
Από την εμπειρία του στην πάλη ο Στάλιν είδε πως συμβαίνει το προλεταριάτο να παρασύρεται από εθνικιστική μέθη και να υποστηρίζει εθνικιστικά συνθήματα. «Θα βρεθεί άραγε το προλεταριάτο υπό τη σημαία του αστικού εθνικισμού αυτό εξαρτάται από το βαθμό ανάπτυξης των ταξικών αντιθέσεων, τη συνειδητότητα και την οργανωτικότητα του προλεταριάτου -έγραφε- Το προλεταριάτο έχει τη δική του δοκιμασμένη σημαία, δεν έχει κανένα λόγο να ακολουθήσει τη σημαία της αστικής τάξης». «Τα συμφέροντα του έθνους», «η κρατικότητα», «η πατρίδα» - όλα αυτά τα λόγια είναι χρήσιμα μόνο για να κοροϊδέψουν τους εργάτες, για να κάνουν τους εργάτες αντί να λύνουν τα δικά τους ζητήματα να διεκδικούν την αγορά για την εθνική αστική τάξη.
Από την άλλη πλευρά σαν διεθνιστής ο Στάλιν ποτέ δεν απαρνήθηκε τις ιδέες της παγκόσμιας επανάστασης, της νίκης της παγκόσμιας δημοκρατίας των σοβιέτ σε όλον τον κόσμο. Οι συγκεκριμένες ενέργειές του για την οικοδόμηση του σοβιετικού κράτους ήταν εξ ολοκλήρου συνειδητοποιημένες ενέργειες, κατευθυνόμενες από την κατανόηση της κατάστασης στη δημιουργία προφυλακής αυτής της επανάστασης, ακριβώς εδώ και τώρα στο όρια του δυνατού. Ολη η ιστορία ύπαρξης της Σοβιετικής Ενωσης στη δεκαετία του ‘20 και μέχρι τις ύστερες χρουτσοφικο-μπρεζνιεφικές εποχές, με όλα τα μείον και τις αποτυχίες, αποτελούσε παράδειγμα προοδευτικής επιρροής στην ανάπτυξη του παγκόσμιου επαναστατικού και απελευθερωτικού κινήματος. Οι επιτυχίες των πρώτων μεταπολεμικών πεντάχρονων, η νίκη ενάντια στο φασισμό, η δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, οι επιτυχίες στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και η επιρροή στις κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων των δυτικών χωρών κλπ. Ο προλεταριακός διεθνισμός του Στάλιν, σαν μαρξιστή, ποτέ δεν αμφισβητήθηκε ακόμα και από τους πλέον λαμπερούς εχθρούς του στις γραμμές των ιμπεριαλιστών (Χίτλερ, Τσώρτσιλ, Ρούσβελτ) και ως προς αυτό πρέπει να πούμε, ότι οι σημερινοί διάδοχοί τους θυμούνται μέχρι σήμερα το «φοβερό χέρι της Μόσχας», δηλαδή την Κομμουνιστική Διεθνή σε όλα τα σημεία της γης.
Παρατηρούμε ακόμα συνεχείς προσπάθειες να ανακατέψουν τον Στάλιν στην ανάπτυξη της ορθόδοξης θρησκευτικότητας και εκκλησιαστικότητας στη σύγχρονη Ρωσία. Από τις πλέον μοδάτες οργανώσεις που διεκδικούν τη λειτουργία της ιδεολογικού εφοδιασμού της κοινωνίας, πρώτα από όλα πρέπει να ονομάσουμε τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία (προς το παρόν, είναι αναγκαίο να καταλάβουμε ότι είναι αδύνατο να τη θεωρήσουμε ως την πλέον επηρεάζουσα ιδεολογική δύναμη της σύγχρονης εποχής, όμως, ακριβώς επειδή οι ιδεολογικώς πτωχοί δεν αντέχουν το κενό, γι’ αυτό και πολλοί αποστάτες και οι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου λαϊκές μάζες συνήθισαν να ακολουθούν κάποια μόδα ιδεολογικής ομοιομορφίας, ακριβώς γι’ αυτό η επιρροή της εκκλησίας, χωρίς τη βοήθεια του κράτους όλο και αναπτύσσεται). Κατ’ αυτό όχι μόνο οι δεξιές δυνάμεις (για κατανοητούς λόγους) υποστηρίζουν την άνοδο της θρησκευτικής συνείδησης του πληθυσμού, όμως και αρκετοί λεγόμενοι αριστεροί, αριστεροπατριωτικές οργανώσεις εκτιμούν αυτή τη διαδικασία θετικά σαν αναγέννηση της πνευματικότητας της χώρας, σαν επιστροφή στις «παλιές ρωσικές αξίες», της λεγόμενης «εκκλησιαστικότητας», «πνευματικότητας», η συναναστροφή με τους εθνικούς-ιστορικούς αγίους, η αναγέννηση της ρωσικής αυτάρκειας κλπ., κλπ. Μάλιστα εγκρίνεται η εκτατική ανάπτυξη της Ρωσικής Πατριαρχικής Εκκλησίας [η απόδοση στη ιδιοκτησία της εκκλησίας κτιρίων, εξοπλισμού, γης, καθιέρωση φοροαπαλλαγών, επετράπη και η συνακόλουθη (και όχι μόνο) παραγωγή ως και το εξωτερικό εμπόριο], και η εντατική [ισχυροποίηση της σύμφυσης των εκκλησιαστικών ιεραρχών με την κρατική εξουσία, όλο και μεγαλύτερη παρουσία στα ΜΜΕ, η είσοδος (προς το παρόν έμμεση, αλλά όλο ενισχυόμενη) στα σχολικά προγράμματα και διάφορες μορφές εξωσχολικής διαπαιδαγώγησης, κλπ.]. Μάλιστα, μαζί μ’ αυτά επιτυχία της σύγχρονης κομμουνιστικής σκέψης θεωρείται το «ξεπέρασμα» του επιστημονικού αθεϊσμού στο ίδιο το κόμμα. Και σε αυτό το γλιστερό σημείο της «νέας κομματικής ιδεολογίας», επιτιθέμενοι, άσοι του μαρξισμού, σύντροφοι ... παίρνουν βοηθό και τον ίδιο τον Στάλιν. Οπως και στις άλλες περιπτώσεις η επιχειρηματολογία είναι ποικιλόμορφη όμως παντού υπάρχουν αναμνήσεις για το γεγονός ότι το 1943 ο Στάλιν αποδέχτηκε με ευχαριστίες τα συγκεντρωθέντα από την εκκλησία 6 εκατομμύρια ρούβλια (και άλλα πολύτιμα αντικείμενα) για να φτιαχτεί μηχανοκίνητο τμήμα. Και μετά από αυτό βοήθησε τους εκκλησιαστικούς ιεράρχες να κτίσουν εκκλησίες και να εκλέξουν Πατριάρχη. Τα διάφορα γεγονότα αυξάνονται και συμπληρώνονται με πολύ λίγης επιστημονικότητας ακόμη και μη ελεγμένους μύθους και φήμες ότι με τις ευλογίες του Αρχιστρατήγου μετέφεραν την εικόνα της Παναγίας με τα αεροπλάνα σε όλη τη γραμμή του μετώπου, που βοήθησε τον Κόκκινο Στρατό και ότι πολλοί επικεφαλείς του στρατού μυστικά ή χωρίς να επιδεικνύονται ήταν πιστοί.
Κατά πόσο τα συγκεκριμένα γεγονότα και πολύ περισσότερο οι μύθοι καταμαρτυρούν τη συμμαχία του Στάλιν με την εκκλησία, ο κάθε άνθρωπος το κρίνει ξεκινώντας από το βαθμό επιστημονικότητας της κοσμοαντίληψής του. Ομως, θα πρέπει να καταλάβουμε, ότι εάν η εκκλησία είναι διαχωρισμένη από το κράτος και αποτελεί αυτοτελή οργάνωση, η οποία κάνει τη δουλιά της με βάση το σχέδιο της, και εάν στον πόλεμο η εκκλησία αυτοτελώς καθόρισε και βοήθησε να συγκεντρωθούν από τους πιστούς και μη πιστούς 6 εκατομμύρια ρούβλια και άλλα πολύτιμα αντικείμενα, ο Στάλιν θα έπρεπε να τους ευχαριστήσει σαν πολίτης της χώρας μας. Πολύ περισσότερο που η εκκλησία είχε απαρνηθεί τη θέση της για πάλη με τη σοβιετική εξουσία, και ένθερμα και ειλικρινά υποστήριξε την εξουσία και το κράτος των εργατών και αγροτών. Γι’ αυτό και ο Στάλιν μπορούσε να βοηθήσει να λύσουν μια σειρά οργανωτικά ζητήματα.
Δεύτερον, σαν μαρξιστής ο Στάλιν ποτέ δεν απαρνήθηκε τις υλιστικές, επιστημονικές πεποιθήσεις του. Πολύ περισσότερο σαν πρώην φοιτητής ιερατικής σχολής καλύτερα από όλους αντιλαμβανόταν την κουζίνα της αποτελεσματικότητας της θεϊκής βοήθειας (που βασίζεται αποκλειστικά στο μοναδικό αντικειμενικό συστατικό, στην αυθυποβολή). Ο Στάλιν πάντα θυμόταν τη γνωστή αλήθεια του μαρξισμού ότι «θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού»[4].
Ολα τα προαναφερθέντα δε διεκδικούν την πλήρη εξέταση του ζητήματος από επιστημονική άποψη, όμως είναι προσανατολισμένα για να προκαλέσουν την προσοχή των επιστημόνων στελεχών και των πρακτικών κομματικών εργαζομένων, καθώς στην αγκιτατόρικη - προπαγανδιστική και οργανωτική άποψη αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία. Η πάλη μας «Υπέρ του Στάλιν» θα πρέπει να διεξαχθεί σε όλα τα μέτωπα: στο πολιτιστικό, στο πολιτικό, στο καθημερινό, στο εθνικό, στο μέτωπο της κοσμοθεωρίας και σε όλα τα άλλα έχοντας ως αφετηρία την απολύτως ξεκάθαρη και πολλές φορές αποδειγμένη αλήθεια ότι ο Στάλιν δεν ήταν απλώς κομμουνιστής. Ο Στάλιν ήταν μαρξιστής που αντιμετώπιζε τον κομμουνισμό ως επιστήμη, σε πολύ υψηλό επίπεδο κατείχε τη μέθοδο του διαλεκτικού υλισμού, και πάντα μπορούσε να ξεχωρίζει τον κύριο κρίκο στην επίλυση των προβλημάτων σε τούτες ή τις άλλες συγκεκριμένες - ιστορικές συνθήκες. Μάλιστα ήταν ο τελευταίος μαρξιστής καθοδηγητής του σοβιετικού κράτους, και πρέπει ευθέως να αναγνωρίσουμε, δεν πρέπει (σημειώνουμε για την πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού) να τον υπολογίζουμε με τις επιτυχίες της σημερινής Ρωσίας με τη σημερινή ποιότητα κρατικής καθοδήγησης. Τουλάχιστον αυτό είναι καθαρό για αυτόν που δεν ανάβει κερί στο ναό «για την ισχυροποίηση του ρωσικού κράτους» και δε ζητά τη βοήθεια του θεού για την οργάνωση του εργαζόμενου λαού.
Και τελειώνοντας, μια πολύ λίγο επιστημονική σύγκριση. Για μια ακόμα φορά απαντώντας στο ερώτημα γιατί αυτοί οι άνθρωποι τόσο επίμονα παίρνουν σαν σύμμαχο τον Στάλιν σήμερα μετατρέποντάς τον από μαρξιστή άλλοτε σε κρατιστή, άλλοτε σε φιλοσλαβιστή, θυμάμαι επεισόδιο από ένα εξαιρετικό σοβιετικό φιλμ κινουμένων σχεδίων, όπου ένα μικρό γατάκι με στόμφο λέει: «Εμείς με το θείο τον τίγρη κυνηγάμε μόνο μεγάλα θηρία».
Ομιλία του Β. Τιούλκιν, Α΄ Γραμματέα της ΚΕ του ΚΕΚΡ-ΚΚΡ, με τίτλο «Υπεράσπιση του Ι. Β. Στάλιν από τους «κρατιστές», τους «πατριώτες», του «αληθινούς πιστούς» και άλλα μη μαρξιστικά στοιχεία», στη Διεθνή Επιστημονικο-πρακτική συνδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα (18-19 Δεκέμβρη 2004) και ήταν αφιερωμένη στα 125 χρόνια από τη γέννηση του Ι. Β. Στάλιν με θέμα: «Η εποχή του Ι. Β. Στάλιν: Από το παρελθόν στο μέλλον του σοσιαλισμού».
[1] Β. Ι. Στάλιν, Απαντα, τόμος 7ος, εκδόσεις ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 181-187.
[2] «Πράβντα», Ν 140 (28754) 10-15 Δεκέμβρη 2004.
[3] Γ. Α. Ζιουγκάνοφ: Οικοδόμος της Δύναμης, «Πράβντα», Ν 140 (28754) 10-15 Δεκέμβρη 2004.
[4] Καρλ Μαρξ, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας και του Κράτους Δικαίου, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 2.
- Στείλε ΣχόλιοΓεννήθηκε στην Αγία Mονή, μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα -από την οποία καταγόταν η μητέρα του- στις 2 Απριλίου του 1948. Μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του, τον οποίο γνώρισε στα 29 του χρόνια. Μέχρι τα 16 του νόμιζε πως είχε σκοτωθεί στονανταρτοπόλεμο, όταν ήρθε ένα γράμμα το οποίο έλεγε πως ζει στην Ρουμανία. Ο πατέρας του καταγόταν από ένα χωριό της Καρδίτσας το Καππά.[1] Από μικρός δούλευε τα καλοκαίρια για να βοηθήσει τα οικονομικά της οικογένειας του. Πρώτα σαν σερβιτόρος στην ταβέρνα του θείου του ύστερα στις κορδέλες κοπής ξύλων. Μετά την τρίτη γυμνασίου, το 1964, κατεβαίνει στην Αθήνα να ζήσει με τον θείο του στην οδό Aχαρνών. Προτού τελειώσει το γυμνάσιο άρχισε να δουλεύει σαν τραγουδιστής.Στην ίδια ηλικία, έπειτα από παρότρυνση του Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον οποίο γνώρισε σε μία συγκέντρωση της εταιρίας του θείου του, στην οποία τραγούδησε, επισκέφτηκε την Κολούμπια. Εκεί ο Τάκης Λαμπρόπουλος του γνώρισε τον Γιώργο Ζαμπέτα, δίπλα οποίο θα δουλέψει στα «Ξημερώματα». Τον Ζαμπέτα τον μνημονεύει ως μεγάλο του δάσκαλο και δεύτερο πατέρα. Όπως έχει δηλώσει, «ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα». Το 1966 ο Μητροπάνος συναντάται για πρώτη φόρα με τον Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεύει μέρη από τη «Ρωμιοσύνη» και το «Άξιον Εστί» σε μια σειρά συναυλιών στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Το 1967, ο Μητροπάνος ηχογραφεί τον πρώτο του 45άρη δίσκο, με το τραγούδι "Θεσσαλονίκη". Είχε προηγηθεί η ηχογράφηση του τραγουδιού "Χαμένη Πασχαλιά", το οποίο όμως λογοκρίθηκε από τη Χούντα και δεν κυκλοφόρησε ποτέ.Στην πορεία που χάραξε στο δρόμο του λαϊκού έντεχνου, το 1972 είναι ένας σημαντικός σταθμός: ο συνθέτης Δήμος Μούτσης και ο ποιητής-στιχουργός Μάνος Ελευθερίου κυκλοφορούν τον «Άγιο Φεβρουάριο», με ερμηνευτές τον Μητροπάνο και την Πετρή Σαλπέα, σηματοδοτώντας ένα σταθμό στην ελληνική μουσική. Τον Ιούλιο του 1999, ο Μητροπάνος και ο Μούτσης θα ξαναβρεθούν επί σκηνής στο Ηρώδειο με την Δήμητρα Γαλάνη και την σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου για δυο μουσικές βραδιές στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Οι συναυλίες αυτές ηχογραφούνται ζωντανά και κυκλοφορούν σε διπλό CD δύο μήνες αργότερα. Ακολουθούν «Ο Δρόμος για τα Κύθηρα» του Γιώργου Κατσαρού και «Τα συναξάρια» του Γιώργου Χατζηνάσιου, έργα υψηλής ποιότητας αλλά και μεγάλης απήχησης στην ελληνική κοινωνία.Στη μακρόχρονη πορεία του στο ελληνικό τραγούδι, ο Δημήτρης Μητροπάνος συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού αλλά και του έντεχνου τραγουδιού. Γιώργος Ζαμπέτας, Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος Μούτσης, Απόστολος Καλδάρας, Τάκης Μουσαφίρης ("Εμείς οι δυο" κ.α.), Χρήστος Νικολόπουλος ("Πάρε Αποφάσεις" σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου), Γιάννης Σπανός ("Ο Μητροπάνος τραγουδάει Σπανό") ήταν οι συνθέτες με τους οποίους συνδέθηκε επαγγελματικά, χτίζοντας μια καριέρα συνυφασμένη με την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του '80.
Η συμμετοχή του σε δίσκους των Λάκη Παπαδόπουλου (με το τραγούδι "Για να σ' εκδικηθώ") και Νίκου Πορτοκάλογλου ("Κλείνω κι έρχομαι") αναδεικνύουν εκείνη την εποχή την ευρεία γκάμα της ερμηνείας του και προαναγγέλλουν μια στροφή στον τρόπο ερμηνείας του, που θα οδηγήσει σε μια σειρά από δίσκους που άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την έννοια του καλού σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού. Οι συνεργασίες με το Μάριο Τόκα και το Φίλιππο Γράψα ("Η εθνική μας μοναξιά" και "Παρέα με έναν ήλιο") συνδυάζουν τη λαϊκή υφή και συναίσθημα με τη πιο βαθιά έννοια στίχων και τη χρησιμοποίηση λέξεων πιο επιτηδευμένων. Παράλληλα, η απήχηση των τραγουδιών στην κοινωνία και η εμπορική επιτυχία αναδεικνύουν αυτές τις δημιουργίες ως εργαλεία αλλά και συμπτώματα της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας.
Η πολύ σημαντική συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο με τον δίσκο «Στου Αιώνα την Παράγκα», σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Λίνας Νικολακοπούλου και Γιώργου Κακουλίδη, αποτελεί στροφή του ερμηνευτή σε ακόμα πιο "έντεχνες" διαδρομές, διατηρώντας και πάλι την ταυτότητα του λαϊκού.
Ο Μητροπάνος συνεχίζει στα ίδια μονοπάτια, με τραγούδια των Μικρούτσικου, Κορακάκη, Μουκίδη, Παπαδημητρίου κ.α. στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 2000. Από τις τελευταίες δουλειές του Θεσσαλού αοιδού, ξεχωρίζει το "Πες μου τ' άληθινά σου σε μουσική Στέφανου Κορκολή και στίχους Ελεάνας Βραχάλη και Νίκου Μωραΐτη, αλλά και η ζωντανή ηχογράφηση "Υπάρχει και το ζεϊμπέκικο", από το πρόγραμμα - ωδή στον εθνικό χορό της Ελλάδας μαζί με τους Θέμη Αδαμαντίδη και Δημήτρη Μπάση, καθώς επίσης και ο δίσκος "Στη Διαπασών", ο οποίος περιέχει 12 λαϊκά τραγούδια και μια μπλουζ μπαλάντα. Από τα τραγούδια του δίσκου ξεχωρίζει το τραγούδι "Η εκδρομή" του Γιάννη Μηλιώκα, το οποίο γράφτηκε για την επιστροφή του ερμηνευτή στη δισκογραφία μετά από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας.Η πιο πρόσφατη δισκογραφική δουλειά του Δημήτρη Μητροπάνου, είναι η ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας του στο Ηρώδειο (Σεπτέμβριος 2009), αποτελούμενη από 2 CD με τον τίτλο "Τα τραγούδια της ζωής μου".
71 δίσκοι 45 στροφών
1970 Λαϊκή παρέλαση
1971 Δημήτρης Μητροπάνος Νο1
1972 Άγιος Φεβρουάριος
1973 Ο δρόμος για τα Κύθηρα
1974 Νεκρικοί Διάλογοι, Κυρά ζωή
1975 Σκόρπια φύλλα, Τσιμεντένια πρόσωπα
1976 Λαϊκά '76
1977 Τα παιδιά της πιάτσας, Ερωτικά λαϊκά
1978 Παράπονο
1979 14 Ζεϊμπέκικα
1980 Πορτραίτο, Λαϊκά του σήμερα
1981 Τα συναξάρια
1982 Τα λαϊκά της νύχτας
1982 Τα 14 χασάπικα
1983 Λαϊκές στιγμές
1984 Τα πικροσάββατα, Τα λαϊκά της νύχτας Νο 2, Όταν μιλούν τα τέλια, Ακόμα μια μέρα
1985 Τα νυχτέρια μας, Για τα παιδιά, 15 χρόνια Δημήτρης Μητροπάνος
1986 Τα ζημιάρικα, Αγάπη μου αγέννητη, Τ' ανάρπαχτα
1987 Ένας καινούριος άνθρωπος, 16 από τα ωραιότερα τραγούδια μου, Το δικό μας τραγούδι
1988 Καινούρια χρώματα
1989 Μια νύχτα στον παράδεισο, Εμείς οι δυο, Οι μεγαλύτερες επιτυχίες του, Πριν τελειώσει η νύχτα
1990 20 μεγάλες επιτυχίες, Εσύ λέγε με έρωτα
1991 Στα ξενυχτάδικα της αγκαλιάς σου, Μια νύχτα στο Λυκαβηττό, Πάρε αποφάσεις
1992 Οι μεγάλες επιτυχίες
1993 Ο Μητροπάνος τραγουδάει Σπανό
1994 Η εθνική μας μοναξιά, 24 Ζεϊμπέκικα, Παρέα μ' έναν ήλιο
1995 Τα 45άρια του Δημήτρη Μητροπάνου
1996 30 χρόνια Δ. Μητροπάνος, τα λαϊκά μιας ζωής, ΖΟΟΜ '96, 16 χασάπικα, Τα ερωτικά, Τα πρώτα μου τραγούδια/1967-1975, Στου αιώνα την παράγκα
1997 Ψάξε στ' όνειρό μας
1998 Τα μεγάλα λαϊκά, Του έρωτα & της φυγής
1999 Εντελβάις2001 Στης ψυχής το παρακάτω
2003 Θα είμαι εδώ
2004 Υπάρχει και το ζεϊμπέκικο
2005 Πες μου τ' αληθινά σου
2007 Για την καρδιά ενός αγγέλου
2008 Στη Διαπασών
2009 Τα τραγούδια της ζωής μου
Οι Εν Πλω είναι συγκρότημα φάντασμα. Εξαφανίστηκαν πριν καλά-καλά εμφανιστούν στα τέλη του '80, κι όμως αποτελούν για πολλούς σημείο αναφοράς για το ελληνόφωνο - και γενικότερα το ελληνικής προέλευσης - ροκ. Στην πραγματικότητα παραμένουν ένα σχετικά άγνωστο γκρουπ, εν μέρει και από δική τους επιλογή. Εξέδωσαν έναν και μόνον δίσκο. Όταν τα 1000 αντίτυπα του "Εν Πλω" εξαντλήθηκαν, δεν εκμεταλλεύτηκαν τις πολύ καλές κριτικές στον τύπο και δεν έδειξαν να ενδιαφέρονται να τυπώσουν περισσότερα. Κι ακόμη, δεν τους απασχολούσαν οι συναυλίες. Βασικά μέλη των Εν Πλω ήταν ο Ντίνος Σαδίκης, φωνή, και ο Δήμος Ζαμάνος, κιθάρες και φωνητικά (ο οποίος αυτοκτόνησε πριν από λίγα χρόνια). Από το group πέρασαν και οι Χρήστος Πολίτης, Δημήτρης Καφούσιας, Στράτος Αλοίμονος.
Έπαιζαν κιθαριστικό ροκ, μετα-punk (στην Ελλάδα μόνον μετα-punk προλάβαμε μια και το punk και κοινωνικά και μουσικά δεν μας ακούμπησε καθόλου) και ήταν ξεκάθαρα προϊόν της δεκαετίας του '80. Τότε που η άλλη κακή λέξη μετά το "Αμερικάνος" ήταν το "μπάτσοι" και όχι το "παγκοσμιοποίηση", που τα πολιτικά τραγούδια του στιλ "τα αντάρτικα" ή "τα αγροτικά με το Θωμά Μπακαλάκο" είχαν γίνει ντεμοντέ, που το "έθνικ" ήταν καινούρια μόδα, συνήθως όχι σε συσκευασία lounge για μπαράκια στην αμμουδιά. Η μουσική των Εν Πλω ήταν περισσότερο "ελληνική" και πρωτότυπη από άλλα γκρουπ που έδρασαν εκείνη την εποχή. Και μάλιστα τα στοιχεία ελληνικής παράδοσης, όπως κλαρίνα και απόηχοι ρεμπέτικου, ήταν εκείνα που συνιστούσαν την πρωτοτυπία. Οι στίχοι μας ακούμπησαν γιατί ήταν αληθινοί, και αυτό το καταλαβαίναμε καλύτερα αφού ήταν στη γλώσσα μας, δεν χρειάζονταν μετάφραση. Λίγο κλειστοφοβικοί ίσως, απαισιόδοξοι, αλλά το είπαμε, το "Εν Πλω" είναι προϊόν της δεκαετίας του '80. Η ερμηνεία του Σαδίκη ήταν παθιασμένη αλλά καθόλου "δήθεν" ή στημένη. Η παραγωγή καλύτερη από άλλες εγχώριες της εποχής, και τώρα που το ξανακούω καλύτερη και από ακριβότερες παραγωγές που έγιναν στο μέλλον. Η δισκογραφία τους ήταν πολύ περιορισμένη. Κυκλοφόρησαν έναν μόνο δίσκο, το "Εν Πλω" το 1989. Είχε προηγηθεί το 1987 ένα demo με 10 κομμάτια ηχογραφημένα σε τετρακάναλο. Ένα mini LP με τα remix του "Εν Πλω" που ετοίμασαν, τελικά δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Κάποια τραγούδια του δίσκου "Μολυβένιες Ιστορίες" του Ντίνου Σαδίκη είναι της εποχής των Εν Πλω. Ένα 7' single που κυκλοφόρησε με το fanzine "Στις Σκιές του Β' 23", περιέχει διασκευή στο "Αντιλαλούν Δύο Φυλακές" του Μ. Βαμβακάρη. Αν ο όρος "εναλλακτικό ελληνικό ροκ" σήμαινε ποτέ κάτι, αυτό νομίζω ότι είναι οι Εν Πλω. Όμως, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, μοιάζουν σαν μια υπόσχεση που τελικά πήγε χαμένη. Πόσο μπορεί να επηρέασε τα μουσικά πράγματα της Ελλάδας κι εντέλει πόσο σημαντικό για την ελληνική μουσική είναι ένα γκρουπ που ακούστηκε από τόσο λίγους; Μπορεί εγώ και λίγοι ακόμη να αγαπάμε τους Εν Πλω περισσότερο από άλλους πιο επιτυχημένους εμπορικά, όπως τις Τρύπες ή τα Ξύλινα Σπαθιά, αλλά καταλαβαίνω πολύ καλά ότι οι Τρύπες είναι σαφώς επιδραστικότερο γκρουπ, άσχετα αν η επίδραση αυτή ξοδεύτηκε κυρίως στη λογική των εταιριών "να κυκλοφορήσουμε κάτι σαν τις Τρύπες, ροκ με ελληνικό στίχο, επειδή στη βράση κολλάει το σίδερο". Το ελληνόφωνο ροκ μετά τους Εν Πλω δεν έφτασε σε υψηλά επίπεδα. Καλύτερα πράγματα ήρθαν από το αγγλόφωνο (κυρίως βλέπε Bokomolech), το ηλεκτρονικό (κυρίως Στέρεο Νόβα), το εναλλακτικό έντεχνο (Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Σωκράτης Μάλαμας), την ελληνική προσέγγιση της τζάζ (Mode Plagal).
Κατά τις δεκαετίες του 60 - 70, στην χώρα μας υπήρχαν 80 γκρουπ ποπ, και ροκ μουσικής.
Τα συγκροτήματα αυτά, άφησαν τραγούδια, τα οποία τα ακούμε ακόμα και σήμερα από τα διάφορα μουσικά σχήματα!
Ένα από τα συγκροτήματα εκείνης της δεκαετίας, ήταν και οι «ΝΟΣΤΡΑΔΑΜΟΣ», συγκρότημα που το αποτελούσαν οι: Ιπποκράτης (Τσάρλι) Εξαρχοπουλος – κιθάρα, φωνή, Δέσποινα Γλέζου – κιθάρα, φωνή, Στέλιος Φωτιάδης – μπάσο, φωνή, και Chris King – φωνή.
Ας γνωρίσουμε όμως λίγο καλύτερα το συγκρότημα «ΝΟΣΤΡΑΔΑΜΟΣ».
Η ιδέα της δημιουργίας του ξεκίνησε από τον Στέλιο Φωτιάδη, ο οποίος είχε πριν μια πολύ καλή πορεία σε ένα «επεισοδιακό» γκρουπ, τους Fratelli, καθώς και στους Atomics, ενώ η Γλέζου είχε χαρακτηριστεί εκείνη την εποχή ως η πλέον ροκ γυναικεία φυσιογνωμία.
Το συγκρότημα ξεκίνησε με τις καλύτερες προοπτικές, και τον Σεπτέμβρη του 72, τους βρίσκουμε να συμμετέχουν στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης με το τραγούδι «Δώσ’ μου το χέρι σου», κερδίζοντας το δεύτερο βραβείο, και την καθολική αποδοχή του κόσμου.
Έτσι, την ίδια χρονιά ηχογραφούν και το άλμπουμ «ΝΟΣΤΡΑΔΑΜΟΣ» που σας προτείνουμε, το οποίο σημείωσε εντυπωσιακές πωλήσεις αλλά και ένας ικανός αριθμός από επταιντσα, με κομμάτια τα οποία τα διέκρινε η «ηλεκτρική μπαλάντα», αλλά και τα υπέροχα φωνητικά.
Όλα πήγαιναν καλά για το γκρουπ, η πορεία του ήταν διαρκώς ανοδική, οι συναυλίες ανά το Πανελλήνιο δεκάδες, αλλά όλα τα όμορφα κάποια στιγμή τελειώνουν.
Ένα «ροζ» σκάνδαλο ανάμεσα στον τραγουδιστή Τσάρλι, τον μάνατζερ του γκρουπ Κώστα Καλαφάτη, και μιας ανήλικης θαυμάστριας τους που συνέβη στην Καβάλα, αποδεικνύεται καταστροφικό για το μέλλον του γκρουπ.
Το γεγονός έγινε πρωτοσέλιδο στον τύπο, και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί δέχτηκαν εντολή να πάψουν να μεταδίδουν πλέον τα τραγούδια τους.
Σε μια ύστατη προσπάθεια να αποκαταστήσουν τη φήμη τους στη συνέχεια, έφυγαν από το σχήμα ο Τσάρλι μαζί με την King που αναχώρησε για το Λονδίνο μαζί με τον ντραμερ των Idols Βασίλη Κωνσταντινιδη.
Τις θέσεις τους πήραν ο Μιχάλης Λαμπρόπουλος των Harlems και η Ρένα Παγκρατη.
Δυστυχώς όμως, το οριστικό «φινάλε» για το γκρουπ έρχεται το 74 από το Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης, όπου το τραγούδι του συγκροτήματος με τίτλο «Και Πρέπει», αντιμετωπίζει την παγερή αδιαφορία του κοινού!
Ο εξαρχοπουλος, έχοντας αποχωρήσει από το γκρουπ, επιχειρεί μια «σόλο καριέρα», με απογοητευτικά αποτελέσματα.
Η Γλέζου μετακόμισε αργότερα στο Λονδίνο, και ασχολήθηκε με την ζωγραφική.
Η Ρένα Παγκρατη, προσχώρησε στο χώρο του θεάτρου.
Ο Λαμπρόπουλος επιχείρησε μια προσωπική πορεία χωρίς κάποια αξιόλογη εξέλιξη.
Ο Στέλιος Φωτιάδης συνέχισε την διαδρομή του σαν μουσικός, και το 1976, με την βοήθεια των Μπονατσου, Ψαριανου, και Γλέζου, κυκλοφόρησε μια πολύ καλή δισκογραφική δουλειά με τίτλο «ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ».
Τον Στέλιο Φωτιάδη τον βρίσκουμε στις επόμενες δεκαετίες σαν συνθέτη, και κατόπιν σαν ιδιοκτήτη δισκογραφικής εταιρίας την οποία ίδρυσε με την γυναίκα του, την γνωστή τραγουδίστρια Γλυκερία!
Οι ΝΟΣΤΡΑΔΑΜΟΣ, έχουν στο ενεργητικό τους έξι σαρανταπενταρια δισκάκια, και ένα LP.
Οι "Επόμενη Κίνηση" δημιουργήθηκαν τον Δεκέμβριο του 1994 από τους Χρήστο Οικονομίδη πλήκτρα, φωνή και κρουστά, Στράτο Αλίμονο (ex "Εν Πλω", "Ηρακλής Και Η Λερναία 'Υδρα"), πλήκτρα και φωνή, Μάριο Τσαγκάρη πλήκτρα, φωνή, Χρήστο Πολίτη (ex "Εν Πλω", "Ρωγμές") τύμπανα. Στη συνέχεια προστέθηκαν και οι Δημήτρης Καφούσιας (ex "Εν Πλω") μπάσο και φωνή, Κώστας Παρίσης (ex "Εν Πλω") κιθάρες, Γιώργος Γιαννόπουλος σαξόφωνο και κιθάρα. Τον Ιανουάριο του '95 το γκρουπ παίρνει μέρος στον Πρώτο Πανελλαδικό Διαγωνισμό ποπ και ροκ τραγουδιού τον οποίο προκηρύσσει η "ΕΡΑ 2", κερδίζοντας το πρώτο Βραβείο. Τον Φεβρουάριο παίρνει μέρος στην συναυλία που διοργανώνει η "ΕΡΑ 2" στο Ρόδον και τον Μάρτιο εκπροσωπεί την Ελλάδα στον αντίστοιχο Πανευρωπαϊκό Διαγωνισμό που διοργανώνει η Αυστριακή Ραδιοφωνία. Ο πρώτος δίσκος του γκρουπ με τον τίτλο "Επόμενη Κίνηση" κυκλοφόρησε από την "FΜ Records" το '97. Την ίδια χρονιά συμμετείχαν στο cd "Το Μίξερ της Λένας Πλάτωνος" της "FΜ Records", διασκευάζοντας το τραγούδι της Λένας Πλάτωνος, "Κυψέλη". Στη μουσική τους είναι έντονες οι επιρροές από τους θρυλικούς Three Johns!!!
Τα μέλη του συγκροτήματος :
Στράτος Αλίμονος - πλήκτρα, φωνή
Μάριος Τσαγκάρης - πλήκτρα, φωνή
Χρήστος Πολίτης - τύμπανα
Δημήτρης Καφούσιας - μπάσο, φωνή
Κώστας Παρίσης - κιθάρες
Γιώργος Γιαννόπουλος - σαξόφωνο, κιθάρα
tracklist :
01. Κάν'το
02. Ξανανέβα
03. Κλέφτες Και Ψεύτες
04. Οσο Μπορείς
05. Μοντέλο
06. 12-1
07. Να Περνάμε Καλά
08. Αυτή Την Εποχή
09. Βλεμμόροια
10. Γιατί Το Σκέφτεσαι
Οι Ροδάμα είναι ένα συγκρότημα το οποίο αν και έχει δημιουργηθεί από το 1995 δεν έχει κάνει ούτε ένα live. Σίγουρα προκαλεί εντύπωση, αν και σε καμία περίπτωση το ιδιαίτερο, χαμηλό προφίλ που κρατούν δεν θα μπορούσε να μας επηρεάσει θετικά ή αρνητικά, παρά μόνο η ουσία των κυκλοφοριών τους, η οποία βέβαια είναι αρκετά αξιόλογη. Πλέον επανέρχονται με άλλη μια αξιόλογη κυκλοφορία - ένα mini-cd με τίτλο "Πλανήτης". Σε αυτή τη δισκογραφική δουλειά ακούμε 5 κομμάτια εκ των οποίων τα 2 είναι δυο διαφορετικές εκτελέσεις του ίδιου κομματιού. Πρόκειται για το "Καινούργια μέρα" που υπάρχει και σε remix από τους 'Πράκτορες του χάους' το οποίο δίνει μια διαφορετική, πιο σκοτεινή και μελαγχολική μουσική προσέγγιση. Στον "Πλανήτη" των Ροδάμα οι δύο αντιθετικοί πόλοι είναι το σκοτάδι και το φως, η μελαγχολία και η χαρά. Με αρκετά πιο ηλεκτρονικό ήχο από την προηγούμενη δουλειά, έχοντας τα πλήκτρα και τις κιθάρες μπροστά, δημιουργούν μια "περίεργα" όμορφη ατμόσφαιρα πάλης του σκοτεινού λυρισμού και της λάμψης. Μια γλυκιά μελαγχολία που σκάει κρυφά το χαμόγελο, συνεπικουρούμενη από τους μη μίζερους και αρκετά όμορφους στίχους, καθώς επίσης και έναν καλοδουλεμένο ήχο που κάτι παίρνει από το σήμερα. Ο "Πλανήτης" ανήκει στις πιο αξιόλογες ελληνικές ροκ κυκλοφορίες του τελευταίου διαστήματος, με αβίαστη μελωδική γραφή, ρομαντική εκφορά και γλυκόπικρες (άντε γλυκές στην τελική γεύση), λυρικές και 100% διαυγείς συνθέσεις. Ωστόσο, μόνο 5 κομμάτια είναι λίγα, και έτσι περιμένουμε να δούμε έναν δίσκο με περισσότερα. Το σίγουρο είναι ότι μέχρι τότε δεν θα τους δούμε να παίζουν σε κάποια συναυλία...
Κων/νος Πραντσίδης - (Φωνή, μπάσο, κιθάρα)
Γιάννης Κομούτσης - (πλήκτρα)
Λάζαρος Πλιάμπας - (τύμπανα)
Πάνος Παπάζογλου - (κιθάρα)
Ντίνος Λαδόπουλος - (μπάσο)
Χρήστος Γούσιος - (τύμπανα)
tracklist :
1.Βρεγμένη γη
2.Ιούλης
3.Καινούργια μέρα
4.Ο δικός σου πλανήτης
5.Καινούργια μέρα (ΠΤΧ μιξ)
Στη wikipedia οι Last Drive αναφέρονται σαν μία garage μπάντα. Πολύ σωστά... ή μάλλον σχεδόν σωστά. Οι Last Drive ξεκίνησαν σαν μία garage μπάντα. Στην πορεία εξελίχθηκαν. Έφτασαν στα όρια του μεταλλικού punk και κατέληξαν σε ένα στιβαρό σχεδόν πρόωρα stoner rock, που δεν εκτιμήθηκε ούτε καν από τους οπαδούς τους και κατέληξε (μέσω πολλών άλλων αφορμών και αιτιών) στη διάλυση της μπάντας. Οι φανατικοί τους είχαν ήδη απογοητευτεί από το 1990 καθώς το "Blood Nirvana" κάθε άλλο παρά garage δίσκος ήταν. Οι σοφοί γέροντες του Rollin Under είχαν προειδοποιήσει για τις μεταλικές παρεκτροπές, αλλά θεωρήθηκαν πολέμιοι της μπάντας και "κολλημένοι".
Το πόσο δεν αλλάζουν κάποια πράγματα είναι... διασκεδαστικό! Το garage είναι ίσως το πιο συντηρητικό παρακλάδι του ροκ. Παραμένει πεισματικά εκτός εξελίξεων, τα συγκροτήματα δε και οι οπαδοί τηρούν με υπερηφάνεια την σκληροπυρηνική αυτή στάση και χωρίς κόπο καταδικάζουν κάθε "προδότη". Δεν έχει κανένα νόημα όμως να αναζητήσεις την μετεξέλιξη αν πρώτα δεν έχεις αγγίξει κάποιο ζενίθ. Διαφορετικά είσαι τυχάρπαστος χαμαιλέοντας που ψάχνει την τύχη του αλλού από εκεί όπου απέτυχε. Και οι Last Drive άγγιξαν ένα ατόφιο ζενίθ, τόσο για τους ίδιους, όσο και για τη μουσική, η οποία τους έδωσε αφορμή και λόγο να ανέβουν σε σκηνές και να μπουν σε στούντιο. Το "Heatwave" -με τη γαλήνη των είκοσι ετών που έχουν περάσει από την κυκλοφορία του- κατέχει πλέον ξεχωριστή θέση όχι μόνο στη δισκογραφία των Drive, αλλά και ανάμεσα στα αριστουργήματα του garage rock, όπως αυτό αναγεννήθηκε στη δεκαετία του 80 και πέθανε μαζί με αυτή. Στην παραγωγή και πάλι το ίδιο το συγκρότημα, που με αυτόν τον τρόπο καθοδηγεί σφιχτά τον ήχο του και -το σημαντικότερο- δεν απομακρύνεται από την αίσθηση της "live" απόδοσης των πραγμάτων. Συνήθως ως παραγωγός του δίσκου αναφέρεται ο Peter Zaremba των Fleshtones (=η αγαπημένη garage μπάντα του Peter Buck των R.E.M.), ο οποίος μάλιστα σε μια προ αιώνων εμφάνιση του γκρουπ στο Ρόδον είχε αναλάβει και χρέη τραγουδιστή. Η νεότερη άποψη τον θέλει απλά να έχει επιμεληθεί το τελικό remixing του δίσκου. Ακούγοντας κανείς τις "απολιθωμένες" ηχογραφήσεις των Fleshtones κλίνει προς αυτήν. Τυπικά σερφάτο ξεκίνημα με το "I Love Cindy" που βήμα δεν κάνει από την αισθητική του υπόγειου rockabilly ήχου των 50s και με το μισό συγκρότημα να "βοκαλίζει" διασκεδαστικά στο ρεφρέν. Το Heatwave 88 υπογραμμίζει την εμμονή των γκαραζάδων για ορχηστρικά σήματα κατατεθέντα, χωρίς όμως να επιδίδεται σε ανούσιους κιθαριστικούς ελιγμούς. Αμέσως μετά το πιο ευπρόβλεπτο τραγούδι του δίσκου "Joe Esposito's Gun" ακολουθεί ένα κατακλυσμιαίο highlight στις συνθετικές ικανότητες της μπάντας. Το "Devil May Care" από την πρώτη στιγμή που θα το ακούσεις θα σε πείσει ότι είναι από τα τραγούδια εκείνα που σαν από πάντα υπάρχουν στην rock 'n' roll ιστορία. Σαν να μην ανήκουν σε κανένα, παρά μόνο στο μύθο τους. Θα μπορούσε να είναι το "Hound Dog" ή το "Tutti Frutti" του garage ιδιώματος. Κουλαριστά ρυθμικό, με υπόγεια και stoned ιστορία να διηγείται παραμένει εκπληκτικά αναλλοίωτο εν μέσω της συντηρητικής του καταγωγής. Από εκεί και πέρα και μέχρι το τέλος, το "Heatwave" προχωράει ορμητικά και ερμητικά οριοθετεί τα όρια του είδους στο οποίο ανήκει. Εδώ και πολλά χρόνια οποιοδήποτε άλλο garage άλμπουμ μου ακούγεται "λίγο" σε σύγκριση με το "Heatwave". Κυρίως πάντα λόγω της πραγματικά σπουδαίας στόφας των τραγουδιών του. Σαν να υπήρχε μια μεγάλη συνθετική ομάδα από πίσω (σε στυλ Motown κι έτσι) που έγραψε όλα αυτά τα μικρά κλασσικά αριστουργήματα και τα χάρισε στους Drive για να το ποτίσουν στην ούτως ή άλλως θρυλική δύναμη και ενέργεια τους. ΟΚ... το παρατραβάνε για λίγο "σέρνοντας" για εφτά ολόκληρα λεπτά το "It's all over now baby blue..." αλλά απ' ότι ξέρω κανείς και ποτέ δεν σήκωσε τη βελόνα για να πάει στο επόμενο τραγούδι (απλά ήπιε και έναν δεύτερο καφέ...). Έχει κάτι το κολλητικό αυτή η mellow απόδοση μιας τυπικά ζοφερής ερωτικής ιστορίας. Και για την... ιστορία να αναφέρουμε και πάλι ότι είναι ο δίσκος που τους έκανε "όνομα" στα underground rock πράγματα του εξωτερικού, τους έστειλε στον κατάλογο της Music Maniac και από εκεί σε κατά μόνας αλλά και σε φεστιβαλικές εμφανίσεις σε Γερμανία, Ιταλία και λοιπές πολιτισμένες χώρες που σέβονται το garage rock, την παράδοση και τις εκρήξεις του και πεισματικά αρνούνται να παράγουν νέους ήχους και συνήθειες.
Τι; Αναρχικός κομμουνισμός; Σίγουρα αυτό αποτελεί μια αντίφαση των όρων. Κομμουνισμός δεν σημαίνει ένα δρακόντειο αστυνομικό κράτος και αναρχισμός την καταστροφή του κράτους; Τότε, δεν είναι σίγουρα ασυμβίβαστοι μεταξύ τους αυτοί οι όροι; Λοιπόν, αυτό το άρθρο υποστηρίζει το αντίθετο. Μια α-κρατική και εθελοντική μορφή κομμουνισμού είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα του αναρχισμού. Πιστεύω ότι ο αναρχισμός είναι απραγματοποίητος χωρίς αυτό.
Από την εμπειρία μου στους αναρχικούς κύκλους της Aotearoa (σ.τ.μ.: η ονομασία της Νέας Ζηλανδίας από τους ιθαγενείς Μάορι που χρησιμοποιούν και οι περισσότεροι αναρχικοί αυτής της χώρας), φαίνεται ότι αρκετοί αναρχικοί βρίσκονται αγκυλωμένοι σε μια απλουστευτική αντίληψη, ότι ο αναρχισμός είναι απλώς και μόνο κάτι που έχει να κάνει με τη συγκρότηση μικρών ομάδων (collectives) φίλων (affinity groups – ομάδες συγγένειας), οι οποίες συγκαλούν ακανόνιστες χρονικά συνελεύσεις, όπου ο καθένας κάθεται σε κύκλο και προσπαθεί να είναι αντιεξουσιαστής. Εάν πιεστούν, οι περισσότεροι από τους αναρχικούς αυτούς θα πουν ότι ο αναρχισμός είναι κάτι που έχει να κάνει μόνο με την απαλλαγή από την εξουσία και το σεβασμό της προσωπικής ελευθερίας. Νομίζω ότι χρειαζόμαστε να υπερβούμε αυτή τη χοντροειδή θεωρία και πρακτική – και εδώ είναι που ο αναρχικός κομμουνισμός αποβαίνει χρήσιμος. Ο αναρχικός κομμουνισμός υπερβαίνει τη φιλελεύθερη αντίληψη που υπογραμμίσαμε παραπάνω, ότι ο αναρχισμός είναι απλώς μια συμπαθητική ιδέα ατομικής ελευθερίας και γι’ αυτό συνεπάγεται, σχεδόν αναπόφευκτα, μια ιδέα ξεκομμένη από τους αγώνες των καταπιεσμένων.
Έτσι λοιπόν, ο σκοπός αυτού του κειμένου είναι, με πολύ αδρές πινελιές, να υπογραμμίσει τις βασικές ιδέες του αναρχικού κομμουνισμού και συγκεκριμένα του non market (σ.τ.μ.: μη χρηματιστηριακού ή αυτού που δεν υπαγορεύεται από την αγορά, αλλά προτιμούμε στο υπόλοιπο κείμενο να το αφήσουμε στην αγγλική του γραφή) αναρχικού κομμουνισμού σε ένα κοινό που δεν γνωρίζει καν για τον τύπο αυτό αναρχισμού. Επίσης παρουσιάζει μερικές σύντομες παρατηρήσεις όσον αφορά την πιθανότητα για την ανάπτυξη ενός σύγχρονου αναρχικού κομμουνισμού σήμερα.
ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Ο αναρχικός κομμουνισμός δεν εμφανίστηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1870 στην Ευρώπη. Παρουσιάστηκε ενάντια στο θέατρο της ανόδου του βιομηχανικού καπιταλισμού, με όλη του την εκμετάλλευση, την αποξένωση, τη φτώχεια και τη μιζέρια που δημιουργήθηκε ανάμεσα στους εργάτες και τους αγρότες καθώς και την ανάδειξη ενός όλο και περισσότερο δυναμικού και συγκεντρωτικού κράτους, το οποίο εξυπηρέτησε συνολικά τα συμφέροντα των αφεντικών ή της καπιταλιστικής τάξης. Ο αναρχικός κομμουνισμός αναπτύχθηκε από την αναρχική κολεκτιβιστική πτέρυγα της Πρώτης Διεθνούς, μια πτέρυγα που εκδιώχθηκε από τη Διεθνή από τον Καρλ Μαρξ και τους υποστηρικτές του.
Ο Πιοτρ Κροπότκιν, ίσως ο περισσότερο σημαίνων θεωρητικός του αναρχικού κομμουνισμού, ισχυρίστηκε ότι η πραγματική καταγωγή του αναρχισμού ήταν «η δημιουργική, εποικοδομητική δράση των μαζών». Υποστήριξε ότι «ο αναρχισμός έλκει την καταγωγή του από το λαό και θα διατηρήσει τη ζωτικότητα και τη δημιουργική του δύναμη αρκετά μόνο εάν παραμείνει κίνημα του λαού».
Η ομάδα Dielo Trouda (Εργατική Υπόθεση), ομάδα εξόριστων Ρώσων αναρχικών κομμουνιστών, μια ομάδα στην οποία συμπεριλαμβανόταν και ο Νέστωρ Μάχνο – ένας αγρότης ηγέτης που πολέμησε εναντίον των Λευκών και των Μπολσεβίκων μετά τη Ρώσικη επανάσταση – έγραψε, με παρόμοια διάθεση, στην Οργανωτική Πλατφόρμα των Ελευθεριακών Κομμουνιστών (1926) (σ.τ.μ.: εξ ου και ο όρος πλατφορμιστής που θα συναντήσουμε παρακάτω) ότι «η ταξική πάλη δημιουργήθηκε από τη σκλαβιά σε βάρος των εργατών και οι φιλοδοξίες τους για ελευθερία από την καταπίεση γέννησαν την ιδέα του αναρχισμού: μια ιδέα συνολικής άρνησης ενός συστήματος βασισμένου στις αρχές της τάξης και του Κράτους και της αντικατάστασής του από μια ελεύθερη μη κρατική κοινωνία εργατικής αυτοδιεύθυνσης. Έτσι λοιπόν, ο αναρχισμός δεν προέρχεται από τις αφηρημένες σκέψεις ενός ακαδημαϊκού ή ενός φιλοσόφου, αλλά από τον άμεσο αγώνα των εργατών ενάντια στον καπιταλισμό, από τις ανάγκες και τις αναγκαιότητες των εργατών, από τις βλέψεις τους για ελευθερία και ισότητα».
Οι διακεκριμένοι αναρχικοί στοχαστές Μπακούνιν, Κροπότκιν και άλλοι, δεν ανακάλυψαν αυτοί την ιδέα του αναρχισμού, αλλά έχοντάς την ήδη ανακαλύψει μέσα στις μάζες, απλώς βοηθήθηκαν από τη δύναμη της σκέψης και της γνώσης τους ώστε να τη συγκεκριμενοποιήσουν και να την εξαπλώσουν. Έτσι βλέπουμε ότι ο αναρχικός κομμουνισμός δεν μπορεί να ειδωθεί απλώς και μόνο ως μια συμπαθητική ιδέα, ξεκομμένη από τους αγώνες των καταπιεσμένων. Οι τύχες του αναρχικού κομμουνισμού σχετίζονται στενά με την ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Οι αναρχικοί κομμουνιστές έμαθαν αρκετά από το περιεχόμενο και τη μορφή των αγώνων των καταπιεσμένων. Μετά την Παρισινή Κομμούνα του 1871 οι αναρχικοί κομμουνιστές υιοθέτησαν την «κομμούνα» ως το μοντέλο τους για μια μελλοντική αταξική και α-κρατική κοινωνία και μετά τη Ρωσική Επανάσταση του 1917 τα εργατικά συμβούλια.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ Ή ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ
Ο αναρχικός κομμουνισμός αποτελείται από δύο πλευρές: τον αναρχισμό και τον κομμουνισμό. Εξετάζοντας πρώτα τον αναρχισμό, λέμε ότι ο αναρχισμός είναι η συνεχής δημιουργία και επαναδημιουργία μη ιεραρχικών εθελοντικών ομάδων, ποικίλων μεγεθών, για την ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων. Με τα λόγια του Κροπότκιν, ο αναρχισμός «επιζητά την περισσότερο ολοκληρωμένη ανάπτυξη της ατομικότητας, συνδυασμένης με το ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης των εθελοντικών συνδέσμων σε όλες τις πλευρές της, σε όλο τον πιθανό βαθμό της, για κάθε διανοητό στόχο. Θα μπορούσαν (οι σύνδεσμοι) να παίρνουν συνεχώς νέες μορφές που θα απαντούσαν καλύτερα στις πολλαπλές φιλοδοξίες όλων».
Έτσι, ο αναρχισμός είναι η συνεχής πρόληψη της αναδημιουργίας κάθε αρχής, κάθε εξουσίας, κάθε Κράτους και πλήρης και τέλεια ελευθερία για το άτομο που, ελεύθερα και οδηγημένο από τις ανάγκες του/της, συνασπίζεται με άλλα άτομα σε μια ομάδα. Τότε έρχεται η ελευθερία ανάπτυξης για την ομάδα αυτή η οποία ομοσπονδοποιείται με άλλες σε μια γειτονιά, μετέπειτα η ελευθερία ανάπτυξης για τις κοινότητες οι οποίες ομοσπονδοποιούνται σε μια περιοχή και πάει λέγοντας, μέχρι τη δημιουργία ενός κόσμου χωρίς σύνορα.
Έτσι, στη θέση των εξουσιαστικών οργανώσεων μη εξουσιαστικές οργανώσεις μπορούν να δημιουργηθούν από τους ίδιους τους ανθρώπους για να εξυπηρετήσουν την αυτοβοήθεια και την αλληλοβοήθεια. Η τάση γι’ αυτόν τον ελεύθερο σύνδεσμο υπάρχει ακόμα και στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία – στη μορφή της υποστήριξης κάποιου κόσμου σε απεργίες και άλλες μορφές αλληλεγγύης προς την εργατική τάξη, για παράδειγμα, ή των διεθνών σιδηροδρομικών και ταχυδρομικών δικτύων, ακόμα και αυτού του Ερυθρού Σταυρού ή διαφόρων ναυαγοσωστικών συνδέσμων κ.λπ. Αυτοί οι εθελοντικοί σύνδεσμοι είναι, βέβαια, περιορισμένης υφής και παραμορφωμένοι από τον καπιταλισμό, αλλά, πάντως, μας δίνουν μια γρήγορη ματιά του τι προοιωνίζει η ελεύθερη συμφωνία στο μέλλον για μας εάν δημιουργήσουμε μια α-κρατική κοινωνία.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ
Το δεύτερο μέρος του αναρχικού κομμουνισμού είναι ο κομμουνισμός. Δυστυχώς, ο κομμουνισμός είναι τώρα μια «βρώμικη» λέξη. Αλλά όμως, όταν χρησιμοποιείται από τους αναρχικούς κομμουνιστές δεν σημαίνει αστυνομικό κράτος ή στρατιωτικού στυλ κομμουνισμό ή κρατικό καπιταλισμό, αλλά, αντίθετα, έναν ελεύθερο και εθελοντικό κομμουνισμό.
Ο κόσμος σκέφτεται ότι η οικονομία έχει να κάνει με αφεντικά, λογιστές, οικονομολόγους, χρήματα, αγορά, κέρδη, παραγωγή, διαχωρισμό της εργασίας, μισθωτή εργασία... Επίσης, οι αναρχικοί κομμουνιστές, όπως ο Κροπότκιν, είχαν μια αναζωογονητική αντίληψη για την οικονομία. Οι καπιταλιστές ισχυρίζονται ότι όλα αυτά που παραθέσαμε πριν, όπως τα χρήματα και η αγορά, είναι φυσιολογικά και είναι αδύνατον να έχουμε κάτι διαφορετικό. Αλλά όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι προϊόντα της φαντασίας των καπιταλιστών και φαντάζουν σαν ένα πέπλο για να καλύψουν την πραγματικότητα. Εάν ανασηκώσουμε το πέπλο αυτό, έχουμε μπροστά μας την πραγματικότητα, ανθρώπινες υπάρξεις με την πολυπλοκότητα των αναγκών τους που χρειάζονται ικανοποίηση.
Ο αναρχικός κομμουνισμός είναι ανθρωποκεντρικός και όχι μυστικοπαθής. Οι αναρχικοί κομμουνιστές δεν δίνουν προσοχή στο θεό (εάν υπάρχει) ή στους πολιτικούς ή στους γραφειοκράτες για να αλλάξουν την κοινωνία, αλλά, αντίθετα, στον ίδιο τον κόσμο. Έτσι, η αναρχική κομμουνιστική αντίληψη για την οικονομία είναι η άρνηση του να ασχοληθούμε με τους όρους της. Δεν χρειάζεται να μιλάμε για τα χρήματα και την αγορά και πάει λέγοντας, αλλά, αντίθετα, χρειάζεται να μιλάμε για τα οικονομικά μέσα για την ικανοποίηση των αναγκών όλων των ανθρώπων με τη λιγότερη σπατάλη ενέργειας για να το καταφέρουμε. Σε συνολική αντίθεση με τον ασαφή και διφορούμενο στόχο μερικών σοσιαλιστών για το «δικαίωμα στην εργασία», οι αναρχικοί κομμουνιστές στοχεύουν στο «δικαίωμα της ευημερίας» (δηλαδή, της ικανοποίησης των φυσικών, δημιουργικών και άλλων αναγκών).
Αλλά για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες αυτές χρειάζεται να οργανωθεί ξανά η κοινωνία. Χρειάζεται μια επανάσταση που θα καταργήσει όλες τις τάξεις και τη μισθωτή εργασία. Οι αναρχικοί κομμουνιστές απορρίπτουν την αγορά, το χρήμα και το κέρδος ως εκμεταλλευτικά και μη απαραίτητα. Σε αντιστάθμισμα, χρειαζόμαστε μια κοινωνία κοινότητας και εθελοντικής συμφωνίας για να ικανοποιήσουμε τις κοινές αυτές ανάγκες και απαιτήσεις. Έτσι, εάν επιλύσουμε τα κοινωνικά προβλήματα της ιεραρχίας και της ανισότητας, τότε η «οικονομία» διαλύεται μέσα σε μια σειρά από πρακτικά ζητήματα (όπως πώς να δημιουργήσουμε ένα πολυτελές επίπεδο ζωής για όλους με ένα μίνιμουμ εργασιακού χρόνου, πώς να κάνουμε την παραγωγή ασφαλή, καθαρή και παιχνιδιάρικη, εάν είναι δυνατόν, πώς θα μπορέσουμε να ενοποιήσουμε καλύτερα τη βιομηχανία και τη γεωργία, πώς να ενοποιήσουμε καλύτερα τη χειρωνακτική με τη διανοητική εργασία κ.λπ.).
Υπάρχουν δύο απόψεις στον κομμουνισμό. Η πρώτη είναι το να θέσουμε υπό την κυριότητα όλων ολόκληρο τον πλούτο του κόσμου, στο όνομα ολόκληρης της ανθρωπότητας, επειδή ο πλούτος αυτός αποτελεί τη συλλογική εργασία της. «΄Όλα ανήκουν σε όλους». Αυτό προϋποθέτει την κατάργηση ολόκληρης της ιδιοκτησίας, την κατάργηση της παρακράτησης από λίγους όλων των πόρων για την ευημερία όλων.
Η δεύτερη είναι το να οργανωθεί η κοινωνία σύμφωνα με την αρχή «από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Αυτό σημαίνει ότι κάθε τι πρέπει να παράγεται, να διανέμεται και να ανταλλάσσεται ελεύθερα σύμφωνα με τις ανάγκες. Ο καθένας μπορεί να είναι γνώστης των αναγκών του και μπορεί να παίρνει δωρεάν από την κοινή αποθήκη ό,τι χρειάζεται. Εάν υπήρχε έλλειψη, τα αγαθά θα μοιράζονταν ανάλογα με τις ανάγκες. Ένας από τους λόγους που η κατάργηση του χρήματος αποτελεί μια αναγκαιότητα είναι επειδή δεν μπορεί να υπάρξει ακριβές μέτρο της παραγωγικής συνεισφοράς κάθε ατόμου καθώς η παραγωγή είναι σήμερα τόσο περιπλεγμένη.
Αυτές οι δύο απόψεις του κομμουνισμού είναι στενά συνυφασμένες μεταξύ τους: κοινή κατοχή των απαραίτητων προϋποθέσεων παραγωγής και κοινή απόλαυση των καρπών αυτής της παραγωγής. Η κατάργηση της ιδιοκτησίας προϋποθέτει την κατάργηση του συστήματος μισθωτής εργασίας. Η διατήρηση κάποιας μορφής ιδιωτικής ιδιοκτησίας ή χρηματικής ανταλλαγής θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανασυγκρότηση των τάξεων και του κράτους. Όπως σημείωσε ο Κροπότκιν «η Επανάσταση, υποστηρίζουμε, πρέπει να είναι κομμουνιστική. Εάν δεν είναι, τότε θα καταπνιγεί σε ποταμούς αιμάτων και πρέπει να αρχίσουμε ξανά από την αρχή».
Ο κομμουνισμός δεν είναι κάποιο άσκοπο όνειρο. Ακόμα και στη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία, έχουμε δημόσιες γέφυρες, παραλίες, δρόμους, πάρκα, μουσεία, βιβλιοθήκες και εγκαταστάσεις νερού (τουλάχιστον σε κάποιες πόλεις) που είναι ελεύθερα να χρησιμοποιηθούν από τον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του. Για παράδειγμα, ο βιβλιοθηκάριος δεν σε ρωτάει ποιες ήταν οι υπηρεσίες που προσέφερες στην κοινωνία για να δανειστείς ένα βιβλίο. Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα που μας δίνουν μια ιδέα για το τι είναι δυνατό κάτω από μια αταξική και χωρίς χρήμα κοινωνία.
ΗΤΑΝ ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΟΧΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ!
Μια από τις περισσότερο κοινές ψευδείς αντιλήψεις για τον κομμουνισμό είναι ότι σημαίνει απλώς και μόνο ένα δρακόντειο αστυνομικό κράτος όπου μια μικρή ελίτ του κόμματος εκμεταλλεύεται την πλειοψηφία του πληθυσμού, όπως έγινε στην ΕΣΣΔ, στις αποικίες της στην Ανατολική Ευρώπη και ό,τι συμβαίνει τώρα στην Κίνα, στη Βόρεια Κορέα και στην Κούβα. Υπάρχουν αρκετές θεωρίες όσον αφορά σε ποιον τύπο κοινωνίας βρίσκονταν ή βρίσκονται οι παραπάνω χώρες, αρχίζοντας από τον «γραφειοκρατικό καπιταλισμό» του ελευθεριακού σοσιαλιστή Κορνήλιου Καστοριάδη και φτάνοντας σε εκείνους τους αναρχικούς που ισχυρίζονται ότι ήταν «κρατικός καπιταλισμός». Όλοι όμως, συμφωνούν ότι όλες αυτές οι κοινωνίες ήσαν ή είναι καπιταλιστικές και όχι κομμουνιστικές.
Ο John Crump (σ.τ.μ.: Βρετανός αναρχικός κομμουνιστής) παραθέτει πέντε κριτήρια για τις (ελευθεριακές) μορφές του κομμουνισμού: 1) Τα μέσα παραγωγής θα ανήκουν και θα ελέγχονται από την κοινότητα και η παραγωγή θα προσαρμοστεί στην ικανοποίηση των αναγκών του καθένα. Η παραγωγή θα είναι προς χρήση και όχι προς πώληση στην αγορά. 2) Η διανομή θα γίνεται σύμφωνα με τις ανάγκες και όχι με την έννοια του αγοράζω και πουλώ. 3) Η εργασία θα είναι εθελοντική και δεν θα επιβάλλεται σε εργάτες με την έννοια του καταναγκαστικού συστήματος μισθού. 4) Θα υπάρχει μια ανθρώπινη κοινότητα και οι κοινωνικοί διαχωρισμοί οι βασισμένοι σε τάξη, εθνικότητα, φύλο ή ράτσα θα πρέπει να εξαφανιστούν. 5) Αντίθεση σε όλα τα κράτη ακόμα και σε εκείνα που ψευδώς ανακηρύσσονται από μόνα τους σε «εργατικά κράτη». (Βλέπε John Crump, Non-Market Socialism, MacMillan, 1987, pp 42-46).
Στη βάση αυτών των κριτηρίων μπορούμε τώρα να δούμε ότι η παλιά ΕΣΣΔ, που διευθυνόταν από τους Μπολσεβίκους από το 1917, ήταν μια ταξική κοινωνία στην οποία το κράτος, η αγορά και το μισθωτό σύστημα διατηρήθηκαν, δίνοντας τη δυνατότητα σε μια μικρή γραφειοκρατική ελίτ να εξαναγκάσει την πλειοψηφία του πληθυσμού να εργαστεί γι’ αυτήν. Και όπως μια ομάδα συμβουλιακών κομμουνιστών είπε στη δεκαετία του 1930, «η αντίληψη της δημιουργίας κοινωνικών σχέσεων των Μπολσεβίκων δεν είναι, γι’ αυτό το λόγο, τίποτα παραπάνω από μια καπιταλιστική οικονομία που αναλαμβάνεται από το Κράτος και επιβάλλεται δια μέσου της γραφειοκρατίας του. Ο Μπολσεβίκικος σοσιαλισμός είναι κρατικά οργανωμένος καπιταλισμός».
ΣΥΝΘΕΣΗ: ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ
Ο αναρχισμός και ο κομμουνισμός είναι απαραίτητο συμπλήρωμα ο ένας στον άλλον. Χρειάζεται μια σύνθεση και των δύο για μια ελεύθερη κοινωνία ισότητας. Για τον Κροπότκιν είναι «κομμουνισμός χωρίς κυβέρνηση, ελεύθερος Κομμουνισμός. Είναι η σύνθεση των δύο αυτών πρωταρχικών στόχων ασκούμενη από την ανθρωπότητα από την αυγή της ιστορίας –οικονομική ελευθερία και πολιτική ελευθερία».
Από την άλλη πλευρά, ο κομμουνισμός πρέπει να είναι αναρχικός, διαφορετικά θα είναι εξουσιαστικός κομμουνισμός. Οι κομμουνιστικές οικονομικές ρυθμίσεις χωρίς ελεύθερη, εθελοντική συμφωνία εύκολα θα οδηγήσουν σε δικτατορία μιας μειοψηφίας. Ο κομμουνισμός χρειάζεται να είναι ελεύθερος, μη κρατικός και εθελοντικός από το ξεκίνημά του. Όπως σημείωσε ο Κροπότκιν «οι κομμουνιστικές οργανώσεις δεν μπορεί να αφεθούν να δημιουργηθούν από νομοθετικά σώματα που ονομάζονται κοινοβούλια, δημοτικά ή κοινοτικά συμβούλια. Πρέπει να είναι δουλειά όλων, μια φυσική ανάπτυξη, ένα παράγωγο της εποικοδομητικής μεγαλοφυΐας των μαζών. Ο κομμουνισμός δεν μπορεί να επιβληθεί από τα πάνω, πρέπει να παραμένει ζωντανός, ακόμα και για λίγους μήνες, όταν η συνεχής και καθημερινή συνεργασία όλων τον επιδοκιμάσει. Πρέπει να είναι ελεύθερος». Ο κομμουνισμός δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον αναρχισμό, χωρίς τις χιλιάδες εθελοντικούς συνδέσμους που σχηματίζονται και ξαναδημιουργούνται για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των ανθρώπων.
Από την άλλη πλευρά, ο αναρχισμός από μόνος του, χωρίς κομμουνιστικές οικονομικές ρυθμίσεις, μπορεί να διαιωνίσει τους ταξικούς διαχωρισμούς. Εάν η ιδιωτική ιδιοκτησία ή το χρήμα διατηρηθούν σε κάποια μορφή, αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κάποιες ομάδες ώστε να εκμεταλλευτούν άλλες. Είναι μάταιο να μιλάμε για πολιτικές ελευθερίες όταν η οικονομική σκλαβιά υπάρχει ακόμα. Η κατάργηση του κράτους προϋποθέτει την κατάργηση του καπιταλισμού. Ο αναρχισμός χρειάζεται τον κομμουνισμό, επειδή με το να ικανοποιήσει τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες, όπως τροφή και καταφύγιο για όλους, ο κομμουνισμός προσφέρει την υλική βάση για τον αναρχισμό ή την πολιτική ελευθερία.
Από τη στιγμή που ο καπιταλισμός, το μισθωτό σύστημα και το κράτος καταργηθούν, οι άνθρωποι θα είναι πραγματικά ελεύθεροι να αναπτύξουν τις δικές τους δυνάμεις όπως επιθυμούν. Ο αναρχικός κομμουνισμός στοχεύει στο να δημιουργήσει το μέγιστο ποσοστό ατομικότητας συνδυασμένο με το μέγιστο βαθμό κοινότητας και στην πορεία να δημιουργηθεί ευδαιμονία και ευημερία για όλους.
Σήμερα διαπιστώνουμε ότι αρκετοί σύγχρονοι αναρχικοί έχουν έλλειψη κάθε αντίληψης κομμουνισμού ή σοσιαλισμού γι’ αυτό το ζήτημα. Ο αναρχισμός γι’ αυτούς εξαντλείται στο σχηματισμό φιλελεύθερων αντιεξουσιαστικών ομαδοποιήσεων βασισμένων πάνω στα υποκειμενικά γούστα των ανθρώπων. Εκλαμβάνεται ο αναρχισμός ως μια απόλυτη αντιεξουσιαστική και αντικυβερνητική ιδέα, παρά ως μια έκφραση αντικαπιταλισμού/αντικρατισμού ή ως μια κομμουνιστική τάση μέσα στην κοινωνία. Ακόμα, βλέπουμε ότι μερικοί σύγχρονοι αναρχικοί, ειδικά αυτοί με μαρξιστικό ή λενινιστικό παρελθόν, δίνουν σημασία μόνο στις οικονομικές πλευρές του αναρχισμού κι έτσι εστιάζουν μεν στην ταξική πάλη, αλλά χωρίς καμία ιδέα για αντιεξουσιαστική οργάνωση.
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ
Υπάρχει μια τάση σήμερα από αρκετούς αναρχικούς να βλέπουν τον αναρχικό κομμουνισμό ως ανεπίκαιρο. Ο «κομμουνισμός», βέβαια, ήταν το παράγωγο μιας κοινωνίας βασανισμένης σε φαύλους ταξικούς διαχωρισμούς, αλλά από τότε μέχρι σήμερα, ισχυρίζονται οι ίδιοι, αυτοί οι διαχωρισμοί δεν είναι και τόσο διακριτοί (ξεκάθαροι). Η άποψη αυτή είναι γελοία. Πρώτα απ’ όλα, η κοινωνία σήμερα είναι ακόμα βασισμένη στην ταξική εκμετάλλευση όπως και εκατό χρόνια πριν και η εκμετάλλευση αυτή κάτω από το νεοφιλελευθερισμό ή τη λεγόμενη Νέα Δεξιά έχει ενταθεί! Δεύτερον, υπάρχει μια αληθινή ανάγκη να ξαναγίνει επίκαιρη η ταξική πάλη και ο αναρχικός κομμουνισμός. Η εργατική τάξη έχει αλλάξει: η εικόνα της αντρικής, λευκής, βιομηχανικής εργατικής δύναμης ανήκει πλέον στο παρελθόν. Η εργατική τάξη τώρα, ως επί το πλείστον, κυριαρχείται από (έκτακτους) εργαζόμενους στους τομείς των υπηρεσιών και όχι βιομηχανικούς εργάτες. Επίσης, πλειοψηφία της εργατικής τάξης είναι γυναίκες και ένα υψηλό ποσοστό της στην Aotearoa (Νέα Ζηλανδία) τουλάχιστον είναι Μάορι και καταγόμενοι από τα νησιά του Ειρηνικού (σ.τ.μ.: το ίδιο συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές και αναπτυγμένες ή αναπτυσσόμενες χώρες). Από εδώ και στο εξής χρειάζεται να σκύψουμε την προσοχή μας στους αγώνες των Μαορί και των νησιωτών του Ειρηνικού, των μη μισθωτών, των γυναικών της εργατικής τάξης ως μέρος της ταξικής πάλης (σ.τ.μ.: Φυσικά, αυτό πρέπει να ισχύσει και να έχει την ανάλογη έκφραση και σε χώρες όπως η Ελλάδα κ.ο.κ.). Ο αγώνας ενάντια στην ταξική εκμετάλλευση πρέπει να συμπεριλάβει όχι μόνο αγώνες ενάντια στα ταξικά αφεντικά, αλλά και αγώνες ενάντια σε όλα αυτά που διαχωρίζουν την εργατική τάξη, όπως σεξισμός και ρατσισμός. Η ταξική πάλη είναι ο αγώνας εκείνος για να απελευθερωθεί ολόκληρη η ανθρωπότητα και όχι κάποια συγκεκριμένη τάξη ή ομάδα (δηλαδή προϋποθέτει την αυτοκατάργηση της εργατικής τάξης).
Μια συγκεκριμένη και άξια λόγου άποψη για την ανανέωση του αναρχικού κομμουνισμού έρχεται από την εργασία του αμερικάνου οικο-αναρχικού Μάρεϊ Μπούκτσιν. Η οικολογική κρίση σημαίνει ότι πρέπει όχι μόνο να αναζητήσουμε μια αληθινά δημοκρατική μέθοδο παραγωγής, αλλά ακόμα να παράγουμε αγαθά μέσω ενός οικολογικά εφικτού τρόπου. Ο Μπούκτσιν έχει διατυπώσει έναν οικο-αναρχικό κομμουνισμό που αξιώνει ότι όλες οι μορφές κυριαρχίας είναι αλληλοσυνδεόμενες. Για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι η οικολογική καταστροφή έχει τις ρίζες της στις ιεραρχικές σχέσεις του ενός προς τον άλλον. Εξαλείψτε αυτές τις σχέσεις και οι σχέσεις θα γίνουν φυσιολογικές. Έτσι, κάτω από τη διατύπωση του Μπούκτσιν ο αγώνας πρέπει να γίνει για να καταργηθούν όλες οι μορφές εξουσίας (τάξη, ράτσα, φύλο κλπ). Αλλά το μεγάλο πρόβλημα με τον Μπούκτσιν είναι ότι αρνείται την ταξική πάλη ως μέσο κατάργησης της εξουσίας και αντί γι’ αυτή εναποθέτει τις ελπίδες του στα λεγόμενα «νέα κοινωνικά κινήματα», καταλαμβάνοντας τα τοπικά συμβούλια μέσω της συμμετοχής σε αντιπροσωπευτικές εκλογές! Αυτή η προσπάθεια έχει αποτύχει στο παρελθόν ή έχει οδηγήσει στην αναπόφευκτη δημιουργία καθεστωτικών κομμάτων. Η αποτυχία αυτής της μη ταξικής προσέγγισης είναι αναπόφευκτη, επειδή δεν επιζητά να καταργήσει τις εκμεταλλευτικές κοινωνικές σχέσεις που αποτελούν τη βάση του καπιταλισμού. Η επαναστατική ταξική πάλη, όπως την είδαμε σε κάποιο βαθμό στην Αργεντινή πρόσφατα, είναι το μόνο μέσο με το οποίο μπορεί ο αναρχικός κομμουνισμός να επανέλθει στο προσκήνιο. Η εμπειρία μας δείχνει ότι μόνο όταν η εργατική τάξη συνειδητοποιήσει την καταπίεσή της και δράσει με έναν επαναστατικό τρόπο, είναι δυνατή η κατάργηση (ή, για να είμαστε ρεαλιστές, η όσο το δυνατόν ελάττωση) κάθε εκμετάλλευσης.
Σήμερα αρκετές αναρχικές κομμουνιστικές ομάδες σε όλο τον κόσμο είναι «πλατφορμιστικής» κατεύθυνσης. Οι πλατφορμιστές ορθώς διατείνονται ότι οι αναρχικοί κομμουνιστές είναι αναγκαίο να οργανωθούν σε ενοποιημένες συνεκτικές ομάδες ικανές να προωθήσουν πολύ καλά διατυπωμένες απόψεις. Πάντως, το πρόβλημα με μερικές πλατφορμιστικές ομάδες είναι ότι σε γενικές γραμμές θυσιάζουν την περιεκτικότητα του αναρχικού κομμουνισμού για χάρη του φετιχισμού της δικής τους οργανωτικής μορφής και έτσι τείνουν να βασανίζονται με την εσωτερική και εξωτερική τους δραστηριότητα, συχνά ανεξάρτητα από το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται η ταξική πάλη στην κοινωνία. Φαίνεται να ψάχνουν για πάντα για την ιδανική αναρχική κομμουνιστική οργάνωση. Ενώ αποτελεί μια άριστη θέση το ότι βλέπουν τον αναρχικό κομμουνισμό ως μέρος της ταξικής πάλης, συχνά παραβλέπουν την αναγκαία κομμουνιστική και non-market πλευρά του αναρχικού κομμουνισμού και έτσι φαίνεται ότι είναι λίγο περισσότερο κολλεκτιβιστές απ’ ό,τι κομμουνιστές.
Πιστεύω ότι ο αναρχικός κομμουνισμός δεν αποτελεί μια ανεπίκαιρη θεωρία, αλλά αποκτά αρκετή σημασία στη σημερινή εξουσιαστική καπιταλιστική κοινωνία. Με την άνοδο ενός ασαφούς αντικαπιταλισμού ή τουλάχιστον μιας αντισυντεχνιακής (anti-corporate) αντίληψης στην κοινωνία και ενός γενικότερου σκεπτικισμού όσον αφορά τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα, αλλά και την αυξανόμενη αμφισβήτηση των μιλιταριστικών κρατών, οι προοπτικές για τον αναρχικό κομμουνισμό φαίνονται ευνοϊκές. Ο αναρχικός κομμουνισμός είναι μια βιώσιμη, καλά μελετημένη λύση απέναντι στον καπιταλισμό, που υπερβαίνει αοριστίες του είδους να είμαστε μόνο «αντικαπιταλιστές» ή αντισυντεχνιακοί.
Η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία πάνω στην κοινωνία είναι κατά κάποιο τρόπο ριζωμένη: μας έχει αναγκάσει να δουλεύουμε όλο και πιο σκληρά για ένα όλο και μικρότερο μισθό, μειώνοντας τα όρια ζωής και προκαλώντας μια πραγματική δυσαρέσκεια με το ζήτημα της εργασίας σε αρκετό κόσμο. Ποιος θέλει να θυσιάσει σαράντα ή περισσότερα χρόνια από τη ζωή του κάνοντας κάτι που μισεί (δουλειά) για να κερδίζει κάποιος άλλος;
Πρέπει, βέβαια, να είμαστε προσγειωμένοι. Η δυσαρέσκεια ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό δεν έχει ακόμα μετατραπεί αρκετά σε μια θετική δράση ενάντια στο σύστημα. Στον λεγόμενο «Πρώτο Κόσμο» η αντίσταση της εργατικής τάξης βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο, εάν μιλήσουμε μόνο για τις απεργίες. Αρκετοί άνθρωποι σήμερα είναι απαθείς, αποξενωμένοι και ατομικιστές. Ακόμα και εάν είναι αρκετοί αυτοί που αποδέχονται το θέαμα του μοντέρνου καπιταλισμού και τις ψεύτικες υποσχέσεις του για ευτυχία μέσω του καταναγκαστικού καταναλωτισμού, υπάρχουν ακόμα περισσότεροι που δεν κάνουν τίποτα ενάντιά του. Όταν ανεβαίνει το επίπεδο της εργατικής αυτο-δραστηριοποίησης, όπως φάνηκε πρόσφατα, η στάση αυτή σίγουρα θα αλλάξει και ριζοσπαστικά κινήματα, όπως ο αναρχικός κομμουνισμός, ίσως γίνουν ξαφνικά πάλι δημοφιλή.
Επιπλέον, ο κύριος αντίζηλος του αναρχικού κομμουνισμού στην αριστερά έχει μαραθεί: τα σοσιαλ-δημοκρατικά κόμματα έχουν ήδη καταρρεύσει (π.χ. το Alliance στη Ν. Ζηλανδία) ή έχουν μετασχηματιστεί σε ακροδεξιά νεοφιλελεύθερα κόμματα (π.χ. τα Εργατικά Κόμματα, ειδικά στις αγγλόφωνες χώρες). Οι σταλινικοί έχουν χάσει την ΕΣΣΔ και τη γοητεία της και άλλες μαρξιστικές-λενινιστικές ομάδες έχουν μεταβληθεί σε ολιγάριθμες και άσχετες με την πραγματικότητα σέχτες. Η γενική αυτή κατάρρευση της παραδοσιακής αριστεράς μας προσφέρει μια θαυμάσια ευκαιρία ώστε να ενθαρρύνουμε την ανάπτυξη μιας συνεκτικής αναρχικής κομμουνιστικής τάσης ανάμεσα στους ανθρώπους.
Toby
ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ ΕΚΠΟΜΠΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΡΟΚ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ καθημερινοτητα ΜΟΥΣΙΚΗ παρουσιάσεις ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ