κραιπάλη (genitive κραιπάλης) f, first declension; (kraipalē)
Παω στην δουλεια πινω ταυτοχρονα (επομενο οταν δουλευεις σε μπαρ για να προλαβω τους κακεντρεχεις), σχολαω, παμε σε αφτερ ελληναδικο στην κυψελη, καπνιζω σαν Που_ _ _Σ, ερχομαι σπιτι παιζω τραγουδια κι ακομα ειμαι ξυπνια...Ειμαι αδιορθωτη τελικα....
6 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΟτιδήποτε ανάψει το φωτεινό λαμπάκι πάνω από το κεφάλι μου χεχε
epic short story διακοπες παυλος