Playground Noise
"Nothing is more real than nothing..."
01 Δεκεμβρίου 2013, 22:02
The opening


..................................................................................................................................

..................................................................................................................................


Μαρία Νεφέλη :

Περπατώ μες στ’ αγκάθια μες στα σκοτεινά

σ’ αυτά που  ’ναι να γίνουν και στ’ αλλοτινά

κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα

τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα.

Αντιφωνητής:

Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο

κενό. Ν’ ακούει δίσκους ξαπλωμένη κατάχαμα. Να περπατάει στο

δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά γκαμπαρντίνα.

Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε... Και

στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της. Καπνίζει

αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή κι ωραία. Μ’ αν της μιλάς

ούτε που ακούει καθόλου. Σαν να γίνεται κάτι αλλού — που

μόνο αυτή τ’ ακούει, και τρομάζει. Κρατάει το χέρι σου σφι-

χτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι εκεί. Δεν την έπιασα ποτέ και

δεν της πήρα τίποτα.

Μ.Ν. Τίποτα δεν κατάλαβε. Ολη την ώρα μου λεγε «θυμάσαι;»

Τί να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα.

Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα — πώς να το πω: απροετοίμαστη.

Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο άξαφνα — κει πού δεν το περίμενα καθόλου.

Έλεγα «μπα θα συνηθίσω». Κι ολα γύρω μου έτρεχαν. 

Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν —ώσπου βάλθηκα κι

εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά, φαίνεται,το παράκανα.

Επειδή —δεν ξέρω— κάτι παράξενο έγινε στο τέλος.

Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι υστέρα γινόταν ο φόνος.

Πρώτα ερχόταν το αίμα κι υστέρα ο χτύπος κι η κραυγή.

Και τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει…

Α. «Γιατί δε θάβουν τους ανθρώπους όρθιους σαν μητροπολιτάδες;»

—έτσι μου λεγε. Και μια φορά, θυμάμαι, καλοκαίρι στο νησί,

που γυρίζαμε όλοι από ξενύχτι, ξημερώματα,

πηδήσαμε απ’τα κάγκελα στον κήπο του Μουσείου.

Χόρευε πάνω στις πέτρες και δεν έβλεπε τίποτα.

Μ.Ν.  Έβλεπα τα μάτια του. Εβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες.

Α. Εβλεπα μιαν επιτύμβια στήλη. Μια κόρη ανάγλυφη πάνω στην πέτρα.

Έμοιαζε λυπημένη και κρατούσε στη χούφτα της ένα

μικρό πουλί.

Μ.Ν. Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε. Κοιτάζαμε κι οι δυο την ίδια πέτρα.

Κοιταζόμασταν μεσ’απ’την πέτρα.

Α. Ήταν ήρεμη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.

Μ.Ν. Ήτανε καθιστή. Κι ήτανε πεθαμένη.

 

 Οδυσσέας Ελύτης

....................................................................................................................................................

....................................................................................................................................................

- Στείλε Σχόλιο


Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να έχετε συνδεθεί ως μέλος. Πατήστε εδώ για να συνδεθείτε ή εδώ για να εγγραφείτε.

Επιστροφή στο blog
Συγγραφέας
deerskindoll

Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/deerskindoll

I dare not rest my hands on my chest
to speak of such things as the sound of your wings




 





Επίσημοι αναγνώστες (5)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...

Links



template design: Jorge