Η μπαλάντα του Γιάννη Κ.
Παπακωνσταντίνου Βασίλης
Μάτια που γυαλίζουν στις γωνίες
τρύπες από σύριγγες ηχούν
στα στενά σοκάκια οι αγωνίες
σέρνονται και σ' ακολουθούν
Κατέβηκες στα στέκια του Περαία
μέσα από δρομάκια σκοτεινά
κοιμήθηκες αργά στην προκυμαία
Γιάννη, πες μου ποιος σε κυνηγά
Πρωί-πρωί καράβι για τη Θήρα
βρέθηκες στην Οία να μεθάς
με δυο Αγγλίδες κι άλλη μια Γαλλίδα
Γιάννη, πες μου αν τις αγαπάς
Κάποια μαύρη πήρες μες το πλοίο
που ήρθε απ' το Μαρόκο να σε βρει
έφτανε για να μην κάνει κρύο
κι αύριο ποιος ξέρει τι θα βγει
Στήνεις μια κομπίνα στην Αθήνα
κάτι λέει με κάνναβη Ινδική
το 'γραψαν μάλιστα κι οι εφημερίδες
κι έτσι βρέθηκες στη φυλακή
Φτήνια μέσα κι ό,τι θέλεις
ό,τι η ψυχή τραβάει θα το βρεις
χρήμα να 'χεις μόνο να πληρώνεις
ή καρφί να γίνεις να σωθείς
Πέσανε τα μέσα μ' ένα θείο
που ήξερε ανθρώπους ειδικούς
χάθηκε μισό ξενοδοχείο
και να 'σαι έξω μέσα σε τρελούς
¶κουσες να λεν για την Βομβάη
σκέφτηκες να πας και προς τα κει
εκεί που οι τροβαδούροι λεν πεθαίνουν
πριν να ξημερώσει το πρωί
Είπαν πως οι μπάτσοι σε βουτήξαν
κι άλλοι πως γυρνάς στην Αφρική
πέταξες ψηλά κι ας λεν σε ρίξαν
Γιάννη δε σε χωράει όλη η γη
Κιθάρες θα σου πρέπαν συνοδεία
σε μια Μερσέντες πάνω ασημιά
ροκ ορχήστρα θα 'ναι η κομπανία
μόνο που δεν θα 'σαι εκεί πια
Γιάννη σε θυμάμαι, δε στο κρύβω
μαζί με ζήλια, ίσως και θυμό
κινήσαμε παρέα αλλά σε λίγο
έφυγες εσύ και έμεινα εγώ...
Η ΚΟΜΜΑΤΑΡΑ.....