αδρανής -ής -ές : 1.(για άνθρ. κτλ.) που βρίσκεται σε κατάσταση αδράνειας, που δεν ενεργεί ή δεν αντιδρά: O λαός παρακολουθούσε παθητικός και ~ τις πολιτικές εξελίξεις. O Θεός είναι η ίδια η ενεργητικότητα· δεν ήταν ποτέ ~, ήταν πάντα δημιουργός. Πνεύμα παθητικό ή τουλάχιστον αδρανές. 2. (για υλικά σώματα) που δεν μπορεί να αλλάξει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, χωρίς εξωτερική επίδραση: ~ όγκος / μάζα. || (φυσ.): Aδρανές στοιχείο. Aδρανή αέρια, τα ευγενή. ~ σίδηρος, που τον επεξεργαζόμαστε δύσκολα.