[παρακαλώ τοποθετήστε τον χάρτινο δίσκο στην εγκοπή].
...σε λαβύρινθους ξεχασμένα, περιπλανήθηκαν, χωρίς αστέρια για οδηγό, oρφανά που στροβιλίζονταν σε ορμητικά ποτάμια-ψέματα. Εφήμερα όσο ένα χαμόγελο, ή μια υπόσχεση-λαθρεπιβάτης σ’ ένα όνειρο.
[λίγα μόλις λεπτά πριν η μοίρα να αποφασίσει ότι θα σε πρωτοσυναντήσω, τα χέρια άπλωσα, από μια παρόρμηση άγνωστη, και τα περιμάζεψα ένα ένα].
Σαν στάθηκαν απέναντι μου ανακατωμένα, βρώμικα, γυμνά, σιωπηλά, νυσταγμένα από την κούραση, δεν ήταν παρά μόνο, μια χούφτα μικρά γράμματα από φτηνή μελάνι.
Μέχρι που το συναπάντημα του χρόνου σκόνταψε πάνω μας και ευθύς άρχισε ο χορός τους. Δαιμονισμένα έτρεχαν, φώναζαν, γέλαγαν. Χόρευαν ασταμάτητα, όλο και πιο γρήγορα. Όλο και πιο δυνατά. Σαν κάτι να τα πλησίαζε και εκείνα το γνώριζαν, το περίμεναν. [πάντα το περίμεναν] Την μικρή νεράιδα που θα ερχόταν να προβάρει το ραβδάκι της, με την μοναδική τους επιθυμία. Κι αυτό ακριβώς συνέβη.
Μα εγώ δεν είδα τίποτε…, τίποτε εκτός από σένα που πλησίαζες, [άγνωστος άνθρωπος ανάμεσα σ΄αγνώστους], Μα είχες ένα ήλιο μέσα στα μάτια σου… που πριν προλάβει να με τυφλώσει ολότελα, παρατάχθηκαν εμπρός του τα μικρά γράμματα, μα δεν ήταν πια ανακατεμένα, ούτε βρώμικα…, μόνο σιωπηλά, τόσο σιωπηλά ώστε να καταφέρει να ακουστεί η φωνή μου ενώ ψιθύριζα το νόημα τους. ‘σ’ αγαπώ’.