....................................................................................................................................................
....................................................................................................................................................
Πάνω σε μια μικρή σκηνή και άδεια και ζωσμένη από παντού, στέκεται ένας παράξενος ποιητής που τρώει ένα μήλο.
Το γεγονός ότι τρώει το μήλο μόνο από τη μία πλευρά, αδιαφορώντας παντελώς για την άλλη, που κατά τα λεγόμενα των γύρω, είναι πιο λαχταριστή και ζουμερή, τον κάνει ποιητή.
Το γεγονός ότι ποτέ του δεν υπήρξε στ’ αλήθεια ποιητής κι’ ούτε ποτέ του θέλησε να είναι, τον κάνει παράξενο.
Πάνω σε μια μικρή σκηνή και άδεια και ζωσμένη από παντού, στέκεται ένας παράξενος ποιητής που τρώει ένα μήλο.
Ξέρουμε πια ποιός είναι – ένας παράξενος ποιητής.
Και ξέρουμε τι κάνει – τρώει ένα μήλο.
Εκείνο που δεν ξέρουμε, είναι ο λόγος για τον οποίο βρέθηκε εκεί.
Γιατί κακά τα ψέμματα, ένας ποιητής θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε.
Θα μπορούσε για παράδειγμα να βρίσκεται σ’ έναν ολάνθιστο κήπο,
εξυμνώντας την εξαίσια ομορφιά μιας αγριοτριανταφυλλιάς και παράλληλα ρωτώντας ένας καναρίνι «Τί ώρα είναι? Τί ώρα είναι??»
Καταλήγοντας πως ο έρωτας φυτρώνει πάντα στο τίποτα, ενώ δεν τον έσπειρε κανείς κι’ ότι η ώρα περνάει γρήγορα...τόσο γρήγορα...που πια του φαίνονται τόσο μικρά, αυτά που όταν εκείνος ήταν μικρός, του φαίνονταν μεγάλα.
Όμως επειδή αυτός ο ποιητής είναι και παράξενος, στέκεται σε μια μικρή σκηνή και άδεια και ζωσμένη από παντού, τρώγοντας ένα μήλο από τη μία πλευρά, που κατά τα λεγόμενα των γύρω, είναι σάπια.
Καταλήγοντας πως έχει να φάει καλά, από τότε που έριξε τη δίμετρη ξανθιά κι’ ότι η ώρα περνάει γρήγορα...τόσο γρήγορα...που ενώ είναι πρωί εκείνος έχει ήδη πλήρη μεσάνυχτα.
Στην άλλη άκρη της μικρής σκηνής και άδειας και ζωσμένης από παντού, στέκεται ένας παράξενος μουσικός, που χτυπάει κάτι καμπανάκια.
Το γεγονός ότι χτυπάει τα καμπανάκια πάντα στο δικό του ρυθμό, αλλά ταυτόχρονα μελωδικά, τον κάνει μουσικό.
Το γεγονός ότι κανένας άλλος δενμπορεί ν’ ακούσει αυτόν τον ήχο παρά μόνο αυτός, τον κάνει παράξενο.
Στην άλλη άκρη της μικρής σκηνής και άδειας και ζωσμένης από παντού, στέκεται ένας παράξενος μουσικός, που χτυπάει κάτι καμπανάκια.
Ξέρουμε πια ποιός είναι – ένας παράξενος μουσικός.
Και ξέρουμε τι κάνει – χτυπάει κάτι καμπανάκια.
Εκείνο που δεν ξέρουμε, είναι ο λόγος για τον οποίο βρέθηκε εκεί.
Γιατί κακά τα ψέμματα, ένας μουσικός θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε.
Θα μπορούσε για παράδειγμα να βρίσκεται σε μία εξωτική παραλία, γράφοντας τραγούδια για τον έρωτα και ρωτώντας ταυτόχρονα ένα καναρίνι «Τί ώρα είναι? Τί ώρα είναι??»
Καταλήγοντας πως «η νύχτα είναι τρυφερή...σου μοιάζει τόσο επώδυνα...» κι’ ότι η ώρα περνάει γρήγορα...τόσο γρήγορα...που αυτά που σε μία εποχή φαίνονται ασήμαντα, πέντε-έξι εποχές μετά είναι σημαντικά.
Όμως επειδή αυτός ο μουσικός είναι και παράξενος, στέκεται σε μια μικρή σκηνή και άδεια και ζωσμένη από παντού, κοντά σε έναν παράξενο ποιητή που τρώει ένα μήλο.
Ξέρουμε πια ποιοι είναι – ένας παράξενος ποιητής κι’ ένας παράξενος μουσικός.
Ξέρουμε τι κάνουν – ο ένας τρώει ένα μήλο κι’ ο άλλος χτυπάει κάτι καμπανάκια.
Εκείνο που δεν ξέρουμε είναι ο λόγος που βρέθηκαν εκεί.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος που αυτοί οι δύο παράξενοι στέκονται εκεί.
Έτυχε.
..........................................................................................................................................
..........................................................................................................................................
I dare not rest my hands on my chest
to speak of such things as the sound of your wings