Αντε, για να μαθουμε και καμια νέα λέξη:
A) Αθλιόφυτο, το
Διακοσμητικό φυτό σε δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες και άλλους χώρους
δημόσιας χρήσης που κανείς δε φροντίζει και γι'αυτό έχει τα μαύρα του
τα χάλια. Φημολογείται ότι η αυτοκτονία του Καρυωτάκη οφείλεται στην
παρουσία αθλιόφυτων στη δημόσια υπηρεσία όπου εργαζόταν στην Πρέβεζα.
B)
Απλυτήρι, το
Το ποτήρι που αφήνουμε δίπλα στο νεροχύτη για να πίνουμε νερό ώστε να
μη βγάζουμε καθαρό από το ντουλάπι κάθε φορά. Να σημειωθεί ότι η λέξη δεν έχει πληθυντικό. Αν είναι πάνω από ένα, τότε λέγονται σκέτο «άπλυτα ποτήρια».
Γ) Αφαναροψία, η
Οφθαλμολογική πάθηση ορισμένων Ελλήνων οδηγών κατά την οποία το κόκκινο και το πορτοκαλί των φωτεινών σηματοδοτών θεωρούνται αποχρώσεις του πράσινου, οπότε δεν προκύπτει λόγος να σταματήσουν.
Δ)
Βρομιλί, το
Χρώμα που έχει πάψει να είναι χρώμα και είναι απλώς βρόμικο, το χρώμα της βρομιάς. Δεν αγόρασε τα μπεζ σουέντ παπούτσια γιατί σε λίγους μήνες θα γινόντουσαν βρομιλί.
Ε)
Γεωμυλοφοβία, η
(Μαγειρική) Ο φόβος μήπως καθαρίσεις υπερβολικά πολλές ή υπερβολικά λίγες πατάτες όταν θέλεις να τηγανίσεις πατάτες ή να φτιάξεις πουρέ.
Ζ)
Γουστέλλειψη, η
Η επιστημονικά ανεξήγητη πάθηση από την οποία υποφέρουν ορισμένοι
συνάνθρωποί μας κατά την οποία νομίζουν ότι το λαχανί συνδυάζεται
επιτυχώς με το κόκκινο της φωτιάς ή, εδώ που τα λέμε, με οποιοδήποτε άλλο χρώμα.
Η)
Δεγράφυλοι, οι
Ο στόλος των στυλό που φυλάμε στη μολυβοθήκη μας, παρότι έχουν πάψει από καιρό να δουλεύουν. Έχει παρατηρηθεί πως κάθε φορά που πρέπει να γράψουμε στα γρήγορα κάποιο τηλέφωνο ή μια άλλη πληροφορία, πιάνουμε δεγράφυλο και τσαντιζόμαστε, οπότε μας έρχεται να τους πετάξουμε. Παραδόξως όμως, δεν τους πετάμε αλλά τους ξανατοποθετούμε στη θέση τους.
Θ)
Δολιοκλωστή, η
Ύπουλη κλωστούλα που κρέμεται από κάποιο είδος ρουχισμού και που μόλις τραβάς για να την κόψεις, καταλήγεις να ξηλώσεις το μισό ρούχο.
Ι)
Επισκεπτολογίες, οι
Οι δικαιολογίες που εκφράζουμε για το χάος που επικρατεί σπίτι μας σε
επισκέπτη προτού προλάβει εκείνος να πει τίποτα. "Συγνώμη για το χάος
που βλέπεις αλλά δεν πρόλαβα να μαζέψω", είπε ο Πέτρος χωρίς καμιά
πειστικότητα.
Κ)
Ζαρχίδης, ο
Αυτός που κουνά τα ζάρια για 3 λεπτά, τα φυσά, τα ευλογεί, τους κάνει
τρισάγιο κα. εκνευρίζοντας μέχρι φόνου ή αυτοκτονίας τους συμπαίκτες
του. Ζαρχιδιά. "Αν είναι ν' αρχίσεις τις συνηθισμένες ζαρχιδιές σου, θα
παίξω με τον Μπάμπη", προειδοποίησε ο Μήτσος τον φίλο του στο καφενείο.
Λ) Ημιαλεξιβρέχομαι, ρ. αμετβ.
Μοιράζομαι με κάποιον την ίδια ομπρέλα, αφού υπάρχει μόνο μία, οπότε
καταλήγουμε κι οι δύο να έχουμε από ένα βρεγμένο ώμο, αλλά γινόμαστε καλύτεροι φίλοι.
Μ) Ισορροπητήρι, το
Αυτό το κάτι (καπάκι μπύρας, πετρούλα, ξυλαράκι) που επιστρατεύουμε για να φέρουμε ένα τραπέζι που τραμπαλίζει στα ίσια του σε λαϊκά ταβερνάκια.
"Θα μας φέρετε πρώτα λίγο νερό κι ένα ισορροπητήρι;"
Ν)
Καμικαζέντομο, το
Έντομο, κυρίως μυγάκι, που έχει ταχθεί να αυτοκτονήσει μέσα στον καφέ σου ή στο κρασί σου και δε λέει να φύγει μέχρι να πέσει μέσα. Ορισμένα καμικαζέντομα έχουν ως σκοπό ζωής να εξερευνήσουν τα ρουθούνια σου.
Υ.Γ.
Νυσταζω!
5 σχόλια - Στείλε Σχόλιο