Η ΚΟΛΙΤΣΙΝΑ
Στο καφενείο του χωριού γοργά περνούν οι άντρες
και στις καρέκλες κάθονται σα 'νάτανε πασάδες
ώρες πολλές δουλέψανε, αξίζουν καφεδάκι
όπως το φτιάνει ο Νικολός της ξακουστής Ιθάκης.
Γυναίκες δεν υπάρχουνε παρά μονάχα μία
όλο γι αυτή συνομιλούν, υβρίζοντας τα Θεία
και κάπου κάπου οι κλωτσιές παίρνουν το πάνω χέρι
τρομάζει και ο Νικολός κι ορμάει στο ντουφέκι.
Συχάστε βρε αμαρτωλοί, θα πέσουν οι σοφάδες
αφήστε να 'ρθουν εκλογές κι ανάβουμε λαμπάδες
και η λογική επικρατεί με λίγες μουρμουράδες
τα νεύρα τους καλμάρονται και πέφτουν οι ζοχάδες.
Νάτος κι ο παπάγιωργας από την εκκλησία
χρυσό σταυρό φορεί, ψάχνοντας για ποιμνία
ο δάσκαλος, ο πρόεδρος, συσπείρωση μεγάλη
ο μόνος που δεν φαίνεται, του νόμου είναι η χάρη
Κυρ πρόεδρε, κυρ πρόεδρε, ο Πλάτων σα να γέρνει
και στης πλατείας τη στροφή φαρδύς πλατύς θα πέσει
μη σκιάζεσαι αποκρίνεται και τρίβει τα μουστάκια
η λύση βρέθηκε ευθύς, θα φτιάξουμε παγκάκια.
Κι οι λεπτοδείκτες χάνονται, παιρνούν στην κολιτσίνα
κι όλοι αυθύς μοιράζονται, σε διάφορα σημεία
η τράπουλα ξεκίνησε, άντε και λίγο ζάρι
και φτάσαμε στις δώδεκα κι ακόμα να καλμάρει.
16/2/1992