(Μέρος 2ο)
...
Η ωρα έχει πάει 9.30. Με συνοπτικές διαδικασίες, η παρέα αποφασίζει να πάει για ποτάκι σε ενα μπαρακι στα Εξαρχεια... ξεκινάει το περπατημα...
Ο Α με την κοπελιά του προπορευονται, και ακολουθούν οι υπόλοιποι. Ο Β κατά το συνηθειο του βρίσκεται προς το τέλος της πομπής... νιωθει ενα ανεξηγητο ελαφρύ σφίξιμο στο στομάχι του... και ταυτόχρονα παρατηρεί τις κινήσεις εμπρός του... τα ματια του ειναι καρφωμένα στην κοπελιά μπροστά του, ενώ παράλληλα νιώθει και μια ξαφνική παρόρμηση να πιάσει καμια κοτρώνα και να σπάσει το κεφάλι ενός εκ των 3 αγοριών που βαδίζει δίπλα της και της εχει πιάσει κουβεντα.... "δεν παμε καλά",σκεφτεται.
Συντομα,φτάνουν στο μαγαζί... αν και σχεδόν γεμάτο,για καλή τους τύχη υπάρχει ενα μοναδικό τραπέζι που να τους χωρά. Ο Β κάθεται πρώτος, και χωρίς να εχει ακομα συνειδητοποιήσει το γιατί,ελπίζει στο διπλανό του κάθισμα να καθίσει το σωστό ατομο... και για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα, η τυχη του χαμογελά! Δίπλα του εχει καθίσει η κοπελιά... η κοπελιά με τα καστανοπράσινα μάτια!
Ανταλλάσουν τι πρώτες κουβέντες. Δυσκολο βεβαια, τόσο λόγω της σχετικά δυνατής μουσικής, όσο και λόγω ενός γλωσσοδέτη που εχει παρουσιαστεί απο το πουθενά. Σαν αντίδραση, ανάβει το ενα τσιγαρο μετά το άλλο. Κλασσική αντιδραση αμηχανίας.
Ξαφνικά,νιωθει μια κλωτσιά κατω από το τραπέζι! Γυρίζει, προς τα μπρος, και βλέπει τον Α απο την απέναντι καρέκλα να τον κοιταει χαμογελώντας;
Β: Παρακαλώ?
Α: Μηπως βαρέθηκες να κρατάς το φανάρι και θέλεις να φύγεις?
Β:(Με εντονη επιθυμία να του σκάσει 2 φάσκελα στην μουρη) Μπα, την παλευω ακομα
Α: Οχι, μην σε κραταμε κιολας... και μας λες αυριο πως μας εχεις κανει και χαρη!
Β: Θα σου έλεγα καμια κουβέντα τώρα...
Α: Ασε, θα σου πω εγώ. Εγκρίνω. Θα κάνεις καμία κίνηση?
Β: θα δούμε...
Η ωρα περνάει γρήγορα... εξαιρετικά γρηγορα... λες και οι δεικτες του ρολογιού να βρίσκονται σε αγωνα δρόμου... στο ενδιαμεσο διάστημα, και δεδομένου οτι οι Α και Β μιλάνε μεταξύ τους, ο τύπος για τον οποίο προοριζόταν η κοτρώνα στον δρόμο, εχει και αυτός πιάσει πάλι κουβεντα με την κοπελιά... ο Β σκέφτεται πως ευτυχώς που παρήγγειλε μπύρα, για να μπορέσει εαν χρειαστεί να του σπάσει το κεφάλι με το αδειο μπουκάλι!
Η παρέα πληρώνει και βγαίνει εξω από το μαγαζί... επιτέλους! Ο Α πλησιάζει τον Β.
Α: Λοιπόν, θα κάνουμε τιποτα?
Β: Τι να κάνω τωρα, που αυτός ο παπάρας εκεί εχει γίνει κολιτσίδα δίπλα της?
Α: Πάρε κανένα τηλέφωνο, κάνε κάτι γιατί δεν σε βλέπω καλά..
Β: Θα δούμε... περιμένω την ευκαιρία
Α: Ναι, περίμενε εσύ και θα ξημερώσουμε! Βλάκα!
Β: (Ανυψωσις μεσαίου δαχτύλου δεξιού χεριού) :-)
Για μια ακομα φορά, η θεά Τυχη έχει κέφια. Αντί να φύγουνε, αποφασίζουν να ανέβουν στο Λυκαβηττό. Ποτέ δεν θα μπορέσει να θυμηθεί ποιος εριξε την ιδεα, αλλά δεν εχει σημασία. Επιτασσουν 2 ταξί, και σε λίγα λεπτά βρισκονται ολοι στο χώρο του θεάτρου. Και για καλύτερη θέα, πιανουν τις σκάλες και αρχιζουν να ανεβαίνουν προς το εκκλησάκι.
Το κρύο τσουχτερό. Η θέα ομως της Αθήνας από εκεί ψηλά μαγευτική! Πόσο διαφορετική μοιάζει η πόλη από ψηλά... πόσο διαφορετική ειναι την νύχτα σε σχέση με την ασχήμια της ημέρας... για 2-3 λεπτά,όλοι χαζευουν τα φωτάκια και οι περισσότερο προσανατολισμένοι ψάχνουν να δουν κατά που πέφτουν τα σπίτια τους! Ο καθένας με τον πόνο του και την τρέλλα του! Και εκείνη τη στιγμή, ο τροχός αρχισε να γυρίζει...
(Συνεχίζεται)
3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο