Στην ''Καθημερινή'' της Κυριακής, συνέντευξη του Γ. Νταλάρα στη Γ. Συκκά.
Το ρεμπέτικο δεν θα μπει στο μουσείο
Λίγο πριν ξεκινήσουν οι πέντε παραστάσεις με τον τίτλο «Σαν τραγούδι μαγεμένο», ο Γιώργος Νταλάρας αποκαλύπτεται
Της Γιωτας Συκκα
«Το λα μινόρε στο σολ γίνεται ρε. Τώρα, ματζόρε». Ο Γιώργος Νταλάρας ξαναρχίζει στην κιθάρα του «Το ξεκρέμασα κι απόψε» του Μανώλη Χιώτη που ακούγεται για πολλοστή φορά στην αίθουσα δοκιμών του πέμπτου ορόφου του Μεγάρου Μουσικής. Φαίνεται κάπως παράταιρο το ρεμπέτικο εδώ, χωρίς καφέδες και τσιγάρα αφημένα στα τασάκια, σε αυτή την αστραφτερή αίθουσα με τους μεγάλους καθρέφτες. Κι όμως, οι διαφωνίες για τις νότες και τα μέτρα μοιάζουν πιο δυνατές από άλλες παρέες μουσικών. Η συγκεκριμένη, άλλωστε, ετοιμάζεται για πέντε βραδιές αφιέρωμενες στο ρεμπέτικο, με τίτλο «Σαν τραγούδι μαγεμένο» από τις 14 του μηνός στην αίθουσα Τριάντη. Μια κοινωνικοπολιτική αναφορά και μαζί γεωγραφική απογραφή γι’ αυτή την «προίκα που κληρονομήσαμε και κρατάει πάνω από 150 χρόνια», όπως λέει και ο Παναγιώτης Κουνάδης,.
Ο πρώτος αιώνας πέρασε στη διαμάχη για την αξία του. «Οι ταξικοί μέχρι θανάτου αντίπαλοι, ο Μεταξάς και ο Ζαχαριάδης, συμφωνούσαν στην καταδίκη και το κυνηγητό του», ο Χατζιδάκις με την ομιλία του το 1949 το καταξίωσε. Υστερα του δώσαμε αξία, σε επίπεδο ερμηνείας και πανεπιστημιακών μελετών, σε ορχήστρες και ξένους μουσικούς που μαθαίνουν τους δρόμους του, κι ας προέρχονται από το κρύο μέτωπο της Φινλανδίας ή το νότιο του Ισραήλ.
Δύο σολ μινόρε
«Εχει δύο μέρη το σολ μινόρε. Ποιο σου αρέσει από τα δύο;», ρωτάει ο τραγουδιστής τον ειδικό, τον Κώστα Γανωσέλη. «Το δεύτερο», αποφαίνεται εκείνος και δείχνει στο πιάνο το αποτέλεσμα. «Μήπως είναι δύο σολ στην αρχή;», ενσπείρονται πάλι οι αμφιβολίες. «Ετσι είναι», πετάγεται ο Ντάσο Κούρτι (είχαν κάνει μαζί τα «Ερημα χωριά») και πιάνει το ακορντεόν του. Τα πράγματα περιπλέκονται. Ο Γιώργος Νταλάρας, «ο Θείος» όπως τον αποκαλούν, κατευθύνεται στο πιάνο. «Ελα να το κάνουμε σωστά ρε Κώστα», λέει και πετάει τις πρώτες νότες. Καταφθάνει ο Βαγγέλης Τρίγκας με το μπουζούκι του, ακολουθεί ο Ανδρέας Κατσιγιάννης της Εστουδιαντίνας, αλλά η διαφωνία μεγαλώνει αντί να λύνεται. Ενα μικρό σύνολο μες το υπόλοιπο της πρόβας ανεξαρτητοποιήθηκε, δοκιμάζοντας τα δικά του.
Απόκληρος
Ανακωχή. Τα όργανα όλων ανάβουν και ξεχύνεται ο «Απόκληρος»: «σαν απόκληρος γυρίζω, στην κακούργα ξενιτιά…». «Κόβω φλέβες», χαριτολογεί η Σοφία Παπάζογλου, ενώ προκύπτει νέο πρόβλημα: πρέπει να αφαιρεθούν τραγούδια από το πρόγραμμα. Να κοπούν από την περίοδο Μεταξάς - Κατοχή, λογοκρισία ή από την περίοδο Εμφύλιος μέχρι τη δεκαετία του ’60;
Το αφήνουν για την άλλη πρόβα. Ολοι χαλαρώνουν. Ο Αποστόλης Βαλαρούτσος μαζεύει την κιθάρα, ο Γιώργος Μάτσικας και ο Αλέκος Γλυκιώτης τα μπουζούκια, ο Θανάσης Σοφράς το μπάσο, ενώ κάποιος ψιθυρίζει την εισαγωγή των Πινκ Φλόυντ από το The wall.
«Παιδιά έχω ανάγκη να σας βλέπω. Τα τραγούδια αλλάζουν με τις πρόβες. Γίνεται υπόγεια δουλειά. Βοηθάμε όλοι. Εγώ δεν μπορώ να συμβιβαστώ χωρίς πρόβες», το μήνυμα του Νταλάρα είναι σαφές. «Σ’ αυτό δεν θα αλλάξει με τίποτα ο θείος», ακούγεται η φωνή του Αλβανού μουσικού Ντάσο Κούρτι…
Ο θυμός για τον πατέρα μου εξατμίστηκε
Η πολυδάπανη παραγωγή που ζητείται ήδη από πολλά πανεπιστήμια γίνεται σε τρεις αυτόνομους χώρους δράσης. Κάτω παίζει η ορχήστρα, πιο ’κει τις αναμνήσεις έχει αναλάβει μια οθόνη, ενώ στη μέση –σε ένα χώρο μεταφυσικό κάτι σαν τον Παράδεισο– συναντιούνται οι μεταστάντες δημιουργοί του ρεμπέτικου. Μάρκος, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, ενώ ακούγεται το τραγούδι του Λουκά Νταράλα «Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω…»
— Παλαιότερα θυμάμαι είχατε ένα θυμό για τον πατέρα σας που τα τελευταία χρόνια μοιάζει να καταλαγιάζει. Εδώ, έχετε όλοκληρη σκηνή με τους ρεμπέτες στον Παράδεισο.
— Ηταν ιδέα του Σκαμπαρδώνη και του Χατζάκη που σκέφτηκαν αυτή την παράλληλη δράση αυτών που έφυγαν με τους σημερινούς μουσικούς. Θυμός είπες. Αυτό ακριβώς είχα. Γιατί μου έλειψε πάρα πολύ, γιατί τον θαύμαζα σαν μουσικό και γιατί, όσο ήμουν παιδί, του απέδιδα όλη την ευθύνη για το ότι η μάνα μου, για πολλά χρόνια και σε εποχές πολύ δύσκολες, ανέλαβε το ρόλο του πατέρα και της μάνας μαζί. Υπερέβαλε, στην κυριολεξία, τις δυνάμεις της η μάνα μου. Είναι θαύμα το πώς μας μεγάλωσε εμένα και τον αδερφό μου. Σιγά σιγά με τα χρόνια γλύκανε αυτός ο θυμός. Κι εξατμίστηκε –θα σου φανεί περίεργο– όταν έφυγε και η μάνα μου. Ενιωσα πως λυτρώνομαι. Κι από ’κει και πέρα προσπαθώ να κρατάω τα καλά. Ακόμα δεν είναι εύκολο ξέρεις…
Μου στοίχισε
— Ποια είναι η πρώτη ανάμνηση που έχετε από εκείνον και ποια η τελευταία;
— Η πρώτη πολύ αμυδρή, σαν όνειρο ανάμνηση, είναι από το Χαϊδάρι. Οι συνθήκες άθλιες. Και θυμάμαι μόνο ένα πηγάδι. Ενα ας το πούμε σπίτι, τον Λουκά φαντάρο και ερχόταν με μια καραβάνα. Με δύο καραβάνες μάλλον τον θυμάμαι. Συναισθήματα καθόλου, μόνο εικόνες γιατί ήμουν πολύ μικρός. Η τελευταία ανάμνηση είναι πολύ δυσάρεστη. Είναι από το νοσοκομείο το ’77 λίγο πριν πεθάνει. Πέθανε πολύ νέος κι εγώ ήμουν νεαρός ακόμη. Τώρα το συνειδητοποιώ. Δεν περίμενα να μου στοιχίσει τόσο. Και στη μάνα μου στοίχισε πολύ.
— Σε τι θα θέλατε να του μοιάσετε και σε τι όχι;
— Ηθελα και θέλω να του μοιάσω στο παίξιμο, στο τραγούδι, στο έξω καρδιά, που το είχε τόσο πολύ, που μας στέρησε να το έχουμε εμείς και η μάνα μου. Ηταν πολύ ωραίος τύπος, ξέρεις, ο Λουκάς. Δεν θα ήθελα όμως καθόλου να του μοιάσω στο χύμα.
— Το ρεμπέτικο ζει ακόμη στα συνοικιακά κυρίως μαγαζιά όπου οι άνθρωποι εξακολουθούν να τραγουδούν με ένα ποτήρι κρασί, όπως άλλωστε γεννήθηκε. Οταν όμως το παρουσιάζετε στο Μέγαρο δεν το μετατρέπετε σε μουσειακό είδος;
— Το λες σε μένα αυτό; Που από το 1975 παίζω με ρεμπέτικο πάλκο στις μπουάτ, στις συναυλίες, με διπλά και τριπλά προγράμματα τότε στην Πλάκα, με ένα κοινό κυρίως νεολαία; Εγώ πιστεύω πως το ρεμπέτικο ποτέ δεν θα γίνει μουσειακό είδος. Είναι το δικό μας φλαμένκο που αναπλάθεται μέσα από τη χρήση και από την έμπνευση που δίνει σε νέους μουσικούς. Μου αρέσει πολύ να παίζω αυτό το τραγούδι με τις ποιοτικές συνθήκες των καλών θεάτρων και κυρίως του Μεγάρου. Χωρίς να πάψω να πιστεύω ότι είναι ωραίο νέα παιδιά να φτιάχνουν κομπανίες και να παίζουν τα τραγούδια. Και ταλαντούχοι μουσικοί να εμπνέονται και να γραφουν α λα μανιέρ, που έλεγαν και οι παλιοί. Με τον τρόπο και στους δρόμους του ρεμπέτικου.
Χωρίς στολίδια
— Χρειάζεται τόσο στολίδια και πρόζα; Μοιάζει λίγο σαν να αποκτά πόζα κι αυτό.
— Βεβαίως όχι. Δεν υπάρχει πιο αγνό, πιο ταπεινό και μαζί πιο μεγαλόπρεπο είδος. Και είναι άδικο να μου το λες αυτό. Στα αφιερώματα του Βαμβακάρη, στα πενήντα χρόνια ρεμπέτικο, στα ρεμπέτικα της Κατοχής, έχουμε παίξει με στολίδια; Ομως σε μια αναφορά στο ρεμπέτικο, σε μια προσπάθεια της κοινωνικής απεικόνισής του, το να βάλουμε στις επιλογές μας τη θεματική συνιστώσα, τον έρωτα, το χωρισμό, την μετανάστευση, τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, ακόμα και την ανθρωπογεωγραφία, τις εικόνες δηλαδή από τα ρεμπέτικα που δημιουργήθηκαν στις πόλεις του Ελληνισμού από τη Σμύρνη και την Πόλη μέχρι τη Νέα Υόρκη, ήθελα σε συνεργασία με ξεχωριστούς ανθρώπους να δοκιμάσουμε κάτι ακόμη. Σε αυτό βοήθησε ο Παναγιώτης Κουνάδης με την πλούσια γνώση και την οργάνωσή του, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος με την έρευνά του, ο Σκαμπαρδώνης με αυτούς τους διαλόγους και, βέβαια, ο Χατζάκης, που έχοντας παρακολουθήσει δουλειές που έχουν σχέση με μουσική παράδοση και ελληνική λογοτεχνία, με έχει εκπλήξει με την καίρια σκηνοθετική του προσέγγιση. Εμένα μου αρέσει πολύ αυτή η συλλογική προσπάθεια παράλληλα με αυτό που κάνουμε εμείς, να παίζουμε και να ανακαλύπτουμε κάθε φορά. Γιατί θέλω να σου ομολογήσω ότι κάθε φορά που καταπιάνομαι με αυτό το τραγούδι, ανακαλύπτω άγνωστα πράγματα και κυρίως ζωντανά. Στους μουσικούς δρόμους, στις ερμηνείες, στη στιχουργική. Είναι τραγούδια με δυναμισμό, σαν τα μπλουζ.
Τα «παιδιά» και τα «εγγόνια»
— Είναι κάτι που τελειώνει ως είδος ή εξακολουθεί να υπάρχει μεταμορφωμένο σε τραγούδια νεότερων δημιουργών;
— Υπάρχει βαθιά στη συνείδηση και στην έμπνευση των καλών μουσικών. Είναι τραγούδι με ήθος αυτό που εμπνέει. Πρέπει να το πάρουμε απόφαση. Μετά τη γενιά του ’50 δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις τη βαθιά επιρροή του ρεμπέτικου. Από τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη στον Ξαρχάκο, στον Σαββόπουλο, στον Λοΐζο, στον Κουγιουμτζή, στον Νικολόπουλο, αργότερα στον Ξυδάκη, στον Νίκο Παπάζογλου, στον Σταμάτη Κραουνάκη. Και έτσι σήμερα έχουμε μια μεγάλη οικογένεια του ρεμπέτικου με παιδιά, εγγόνια και ανίψια. Ο Μάλαμας, ο Κορακάκης, ο Θαλασσινός, ο Περίδης, ο Πορτοκάλογλου, οι Κατσιμίχα, ο Φάμελλος...
— Κάποιες πιο «πειραγμένες» εκδοχές πώς σας φαίνονται; Οπως το ρεμίξ που έκαναν με τη φωνή της Γεωργακοπούλου κ.ά. οι νεαροί αδελφοί Φαληρέα;
— Είμαι πολύ θετικός και το βρίσκω πολύ χαριτωμένο αυτό που έκαναν τα παιδιά. Είδες τι σου έλεγα πριν; Και μόνο ότι πρόκειται για το σόι, τα παιδιά των αδελφών Φαληρέα που γνωρίσαμε εμείς, είναι πολύ συγκινητικό. Και μάλιστα δείχνει τη δύναμη αυτών των τραγουδιών μια φορά ακόμα. Αυτά τους ενέπνευσαν παράλληλα με τα σημερινά τους ακούσματα. Και μάλιστα εγώ περιμένω από τον ένα που είναι και μουσικός να ασχοληθεί και με δικές του συνθέσεις σύγχρονες με έμπνευση από το ρεμπέτικο.
«Φοβάμαι ότι ακόμη δεν πιάσαμε πάτο»
— Η στάση του ρεμπέτη ως ενός ανυπότακτου ανθρώπου που ζει τη ζωή του σαν πενιά έχει ακόμη θέση στη σημερινή κοινωνία ή έχει υποταχθεί κάτω από τόνους τηλεοπτικών DVD, σαν αυτά των τελευταίων ημερών;
— Οσο κι να αποστρεφόμαστε την θλιβερή πραγματικότητα, όσο και να κλείνουμε τις τηλεορασεις μας και να προσπαθούμε να εκφράσουμε μέσα από τη δουλειά μας την απαξίωσή μας, είναι δυστυχώς γεγονός πως η πλειοψηφία κι όχι μόνον ο κόσμος, αλλά και η εξουσία, η δικαστική εξουσία ακόμη και ο Τύπος κρέμονται όλοι από ένα DVD. Σε μια εποχή οικονομικής δυσπραγίας και ανοιχτών θεμάτων όπως είναι της παιδείας, το ασφαλιστικό το μεταναστευτικό. Το δίλημμα είναι μεγάλο. Μπορούμε να συνεχίσουμε να τα αγνοούμε όλα αυτά προστατεύοντας τους εαυτούς μας από την ξεφτίλα. Από την άλλη, μήπως αυτό θεωρείται ανοχή και η κατηφόρα συνεχίζεται; Τι να σας πω. Θα ήθελα να μην το ’χω ζήσει αυτό. Και δυστυχώς φοβάμαι ότι ακόμη δεν πιάσαμε πάτο.
— Πώς αμύνεται κανείς;
— Η δημοκρατία στην ουσία είναι συναρπαστική υπόθεση αλλά για να ξεκινήσει η διαδικασία της αυτο- ίασης χρειάζεται και τη δική μας βοήθεια. Καλή είναι η μεγαλόστομη φράση της «να επανιδρύσουμε το κράτος», αλλά φοβάμαι ότι εδώ και πολλά χρόνια τον τόπο μας δεν κυβερνούν οι πλειοψηφίες. Και η πολυθρυλούμενη «λαϊκή εντολή» χωρίς την απλή αναλογική είναι τελικά περισσότερα ακόμα χαμένα χρόνια.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_10/02/2008_258494