ελληνική μουσική
    532 online   ·  211.149 μέλη
    αρχική > e-Περιοδικό > Aρθρα

    Βυζαντινή Μουσική: Έννοια και Καταγωγή

    Είναι νομίζω απαραίτητο, πριν περάσουμε στο εσωτερικό του χώρου που θα μας φιλοξενήσει, να γνωρίζουμε λίγα στοιχεία γι΄ αυτόν.

    Βυζαντινή Μουσική λοιπόν. Το όνομα ασφαλώς παραπέμπει στο Βυζάντιο. Το θέμα άραγε της καταγωγής της λύνεται από το όνομα αυτό; Αν γινόταν έτσι, τα πράγματα θα ήταν εύκολα. Ωστόσο η αλήθεια είναι διαφορετική και περισσότερο περίπλοκη...
    Γράφει το μέλος gate
    43 άρθρα στο MusicHeaven
    Παρασκευή 21 Νοέ 2003
    Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι αυτή καθεαυτή η λέξη «Βυζάντιο» είναι χαρακτηρισμός επίκτητος μιας εποχής. Πρόκειται για ένα όνομα που δόθηκε για πρώτη φορά από Φράγκους συγγραφείς μόλις το 1562, προκειμένου να χαρακτηρίσει την εποχή από το 330 μ.Χ (εποχή μεταφοράς της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη (το όνομα «Κωνσταντινούπολη» δεν είναι ακριβές. Την εποχή που έγινε η μεταφορά ασφαλώς δεν ονομαζόταν έτσι η περιοχή. Και λέω ασφαλώς, γιατί το όνομα αυτό της δόθηκε προς τιμήν του ιδρυτή της, του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, τη χρονιά εκείνη που ο τελευταίος πήρε την πρωτοβουλία της μεταφοράς της πρωτεύουσας. Τότε ήταν που η περιοχή αυτή της πρωτεύουσας, πριν ακόμα ονομαστεί Κωνσταντινούπολη, έλαβε το όνομα «Νέα Ρώμη», σε αντιδιαστολή προς την Παλαιά Ρώμη, δηλαδή την παλαιά πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από τότε μάλιστα, το όνομα της νέας αυτής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως διαμορφώθηκε μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας, είναι Ρωμανία.) έως την αρχή της Βασιλείας του Αυτοκράτορα Ηρακλείου (610 μ.Χ).

    Αν λοιπόν τα πράγματα είναι ρευστά απλώς και μόνο ως προς το ονοματικό προσδιορισμό μιας ιστορικής περιόδου που συνηθίζουμε να αποκαλούμε ως Βυζάντιο, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πόσο περισσότερο ρευστά θα είναι για το χαρακτηρισμό μιας μουσικής, που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «Βυζαντινή», λαμβάνοντας υπόψη ότι ο προσδιορισμός ενός μουσικού είδους και η διαμόρφωση του στην τελική του μορφή, σε όποιο βαθμό μπορεί να υπάρξει αυτή, είναι αποτέλεσμα διαχρονικής διαμόρφωσης και ζύμωσης πολιτισμών και όχι ασφαλώς μια εξ ουρανού εφεύρεση συνυφασμένη με τα ήθη και τα έθιμα μιας περιοχής, σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, χωρίς παρελθόν και χωρίς επηρεασμούς από προγενέστερους πολιτισμούς.

    Ας προσπαθούμε λοιπόν να δούμε τι μπορεί να εννοούμε με τον όρο Βυζαντινή Μουσική.

    Θέλω απλώς, πριν ξεκινήσω, να επισημάνω, ότι επειδή σχετική συζήτηση είχε γίνει και στο forum του MusicHeaven, στο θέμα «Ο κόσμος της Μουσικής», όταν δόθηκε κάποια αφορμή, πολλά από τα παρακάτω θα είναι copy από όσα εκεί έγραψα. Εδώ θα κάνω απλώς μια προσπάθεια να τα συστηματοποιήσω, για να γίνει πιο εύκολο το διάβασμά τους, καθώς εκεί, ήταν λίγο σκόρπια, ενόψει του η κάθε πληροφορία δινόταν όταν υπήρχε και η ανάλογη αφορμή στη συζήτηση.

    ΘΕΜΑ 1ο:
    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

    Λένε ότι η Βυζαντινή Μουσική είναι ελληνική μουσική. Είναι αληθές;
    Νομίζω πως για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό πρέπει να θέσουμε προηγουμένως ένα άλλο ερώτημα: Ποια είναι η ελληνική μουσική ;

    Συνηθίζουμε να αναφερόμαστε συχνά σε μουσικές, όχι διακρίνοντας τα είδη τους, Pop, Rock, Jazz κ.λ.π. αλλά βάσει ενός χαρακτηρισμού εθνικότητας, π.χ. λέμε ρωσική μουσική, ελληνική μουσική ή βαλκανική μουσική κ.ο.κ. Τι άραγε προσπαθούμε να πούμε με αυτόν τον χαρακτηρισμό ; Φαντάζομαι, υπάρχει μια απάντηση, που καταρχήν μας βρίσκει όλους σύμφωνους. Ο χαρακτηρισμός αφορά, πριν απ’ όλα, σε μουσικές που κατάγονται από συγκεκριμένη εθνότητα ανθρώπων. Καταγωγή λοιπόν είναι, καταρχήν τουλάχιστον, η λέξη κλειδί.

    Ας κάνουμε όμως τώρα την εξής ερώτηση: Ένα είδος μουσικής, (π.χ. Rock) έλκει την καταγωγή του από συγκεκριμένη εθνότητα (π.χ, εν προκειμένω για τη Rock, η καταγωγή της εντοπίζεται στις ΗΠΑ). Αν μια άλλη εθνότητα (π.χ. των ελλήνων) ακολουθήσει τους «δρόμους» του είδους αυτού, δηλαδή, «φτιάξει» μουσική, ακολουθώντας την «τεχνοτροπία» του είδους αυτού, το ύφος, το στυλ, τους κανόνες, ενσωματώνοντας το ταυτόχρονα στο δικό της μουσικό υλικό, το είδος αυτό μουσικής θα εξακολουθήσει να είναι το ίδιο όπως πριν, (π.χ.Rock) ; και επίσης το είδος αυτό θα μπορεί να χαρακτηρίζεται και με το χαρακτηρισμό της εθνότητας που το ενσωμάτωσε (π.χ. ελληνικό Rock) ;

    Η άποψη μου είναι ότι μπορεί τα μεν επί μέρους είδη μουσικής (Rock, Jazz κ.λ.π.) να έχουν περιορισμένο πλαίσιο, καθώς προσδιορίζονται ως τέτοια από ορισμένους μουσικούς – τεχνικούς κανόνες, που τα διακρίνουν, ο χαρακτηρισμός όμως μουσικών ειδών με ονόματα εθνικοτήτων, είναι πολύ πιο ευρύς και είτε αφορά στην καταγωγή είτε στην εκ των υστέρων ενσωμάτωση ενός είδους μουσικού, που γέννησε μια άλλη εθνότητα. Με λίγα λόγια, αυτό που πιστεύω είναι ότι και στη μουσική ισχύει ο κανόνας εκείνος που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις. Δηλαδή: όταν ακούω μια άποψη από κάποιον και συμφωνώ μαζί του και την υιοθετώ, αυτήν την άποψη τελικά την κάνω κτήμα μου και την ενσωματώνω στον δικό μου κόσμο, τη συνδέω με δικές μου παραστάσεις, με δικές μου εμπειρίες, όσες μου γεννιούνται στο άκουσμά της. Δε σημαίνει πως με το να υιοθετήσω την άποψη ενός τρίτου, γίνομαι εγώ ο ίδιος, αυτό το τρίτο πρόσωπο…

    Μπορεί το παράδειγμα να είναι απλουστευτικό ενόψει του ότι στη μουσική ισχύει και ο κανόνας της αισθητικής – που λειτουργεί μόνος του αυθόρμητα και στην πραγματικότητα δεν είναι καν κανόνας. Και τι λέει αυτός ο «κανόνας»; Λέει ότι στην πρωτόλεια μορφή της, η μουσική, την οποία δημιουργεί μια κοινότητα ανθρώπων, που ζει στο ίδιο περιβάλλον και δέχεται τις ίδιες επιδράσεις από αυτό και χρησιμοποιεί κοινούς γλωσσικούς κώδικες, για να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, είναι αποκύημα αυτής της ιδιοσυγκρασίας αυτής της κοινότητας. Από κει και έπειτα, με το πέρασμα των χρόνων και καθώς αυξάνονται οι δυνατότητες επικοινωνίας με άλλους λαούς, είναι λογικό να αρχίζει να διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο και ένα άλλο στοιχείο, στη διαμόρφωση αυτής της μουσικής της κοινότητας: η επιρροή.

    Ο ευφυής μουσικός θα μπορέσει να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι και θα γίνει αυτή η επιρροή, στα χέρια του, πολύτιμη ευκαιρία, για να δημιουργήσει και να εξελίξει ό,τι έχτισαν οι προγενέστεροι αυτού. Θα ακούσει έτσι ένα είδος μουσικής διαφορετικής καταγωγής από τη δική του, θα το θεωρήσει ικανό ή μη, μέσω της κατάλληλης διαμόρφωσης, να το ενσωματώσει στη δικής του εθνικότητας μουσική, χωρίς να το απεκδύσει από τα τεχνικά –μουσικά στοιχεία που διακρίνουν το ύφος του, το χρώμα του και κατ’ αποτέλεσμα την ιδιαιτερότητά του, στοιχείο απαραίτητο για την καταχώρησή του ως ξεχωριστού είδους και θα διαμορφώσει έτσι ένα νέο άκουσμα. Το άκουσμα αυτό πλέον θα χαρακτηρίζεται μεν με το ίδιο όνομα που ο δημιουργός έδωσε στο πρωτόλειο είδος, που αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία του νέου αυτού ακούσματος, θα έχει όμως - στο βαθμό που δεν είναι στείρα αντιγραφή - και τα στοιχεία της μουσικής φυσιογνωμίας μιας άλλης εθνότητας από αυτήν της καταγωγής του βασικού είδους, της εθνότητας του νέου δημιουργού, του «μεταπλαστή» της.

    Μήπως κάτι ανάλογο δε γίνεται και με τους νόμους; Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και διεθνείς συμβάσεις, για να ισχύσουν στον ελλαδικό χώρο χρειάζονται μια διαδικασία ενσωμάτωσης, η οποία κορυφώνεται με την πράξη επικύρωσής τους με νόμο ελληνικό. Μια σφραγίδα, που δίνει το στίγμα, έστω και ελάχιστο, σε ορισμένες περιπτώσεις, της διαφορετικότητας.

    Μήπως επίσης, το ίδιο δε γίνεται – για να επιστρέψουμε στο χώρο της μουσικής – με τα ίδια αυτά ακόμα είδη μουσικής που συνυπάρχουν στη μουσική ενός έθνους. Με την κατάλληλη επέμβαση – παρέμβαση του δημιουργού, γεννιούνται νέα είδη, μέσα από τα ήδη υπάρχοντα. Υπενθυμίζω το αριστούργημα που έγραψε το 1958 ο Μίκης Θεοδωράκης, τον «Επιτάφιο». Αυτό το πρωτότυπο έργο κρύβει μέσα του παράδοση αιώνων. Δεν είναι τίποτε άλλο από συνδυασμός βυζαντινού μέλους, δημοτικού τραγουδιού και λαϊκού ( με τη στενή – περιχαρακωμένη δυστυχώς – έννοια που το νοούμε εμείς εδώ στην Ελλάδα) τραγουδιού. Κι όμως είναι εκπληκτικά πρωτότυπο, με τη φρεσκάδα του καινούριου. Συμμάχησαν η παράδοση με το πρόσωπο του δημιουργού της σύγχρονης εποχής και γεννήθηκε το νέο άκουσμα.

    Κι ίσως η δημιουργία ενός νέου είδους μουσικής μέσα από ήδη υπάρχοντα της ίδιας εθνότητας να φαίνεται ιδιαίτερα μέσω του τραγουδιού, που έχω σχολιάσει αρκετές φορές, του νανουρίσματος δηλαδή του Χρόνη Αηδονίδη (με τίτλο «Βλέφαρό μου», από το cd «Τα μυστικά του κήπου» του Νίκου Κυπουργού, σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου). Εδώ βλέπουμε να συνδυάζεται θαυμάσια η σύγχρονη ενορχήστρωση, οι σύγχρονοι στίχοι με μουσική που θυμίζει παραδοσιακά ακούσματα της Βόρειας Θράκης, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί μέσω της ζύμωσής τους και με τον μουσικό πολιτισμό της γείτονας βαλκανικής χώρας. Δε θα πάψω να πιστεύω πως το τραγούδι αυτό σήμανε την έναρξη ενός νέου είδους μουσικής στην Ελλάδα.

    Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν, γιατί η Rock «τεχνοτροπία» που ενσωματώνει ο έλληνας δημιουργός στο χώρο της ελληνικής μουσικής, να μην την ονομάσουμε ελληνικό «Rock» κ.ο.κ.; Κατά τον ίδιο τρόπο εξάλλου που μπορούμε και μιλάμε για μπαρόκ μουσική όχι μόνο της Ιταλίας, όπου γεννήθηκε το είδος αυτός, αλλά και μπαρόκ της Γαλλίας και μπαρόκ της Αγγλίας και κάθε λαότητας εν γένει που επηρέασε. Ασφαλώς οι λαοί που προσλαμβάνουν ένα είδος μουσικής και το ενσωματώνουν στο χώρο τους, το προσαρμόζουν ανάλογα. Ποτέ δεν μπορεί να είναι το ίδιο, όπως ακριβώς δημιουργήθηκε στην πρωτόλεια μορφή του. Επειδή όμως τα ουσιώδη στοιχεία του – τεχνικά ή ερμηνευτικά και εκφραστικά – όπως αυτά προκρίνονται κατά βάση από τους γνώστες της μουσικής, παραμένουν αναλλοίωτα, παρά τη μεταφορά του είδους από λαότητα σε λαότητα, γι’ αυτό μπορούμε χωρίς επιφύλαξη να χρησιμοποιούμε το όνομα που προσέδωσε στο είδος ο αρχικός δημιουργός του και για κάθε περαιτέρω μετασχηματισμό του. Με απλά λόγια, η δικαιολόγηση της χρησιμοποίησης του αρχικού όρου για ένα μετασχηματισμένο - στη βάση πάντως του αρχικού - είδος μουσικής μπορεί συμβολικά να βρει το συμβολικό του «λογικό καταφύγιο» στη χρήση του «επωνύμου» για έναν άνθρωπο. Το επώνυμο που δηλώνει την καταγωγή του ανθρώπου αποδίδεται σε κάθε απόγονο από γενιά σε γενιά, παρότι κάθε γένια είναι πάντα διαφορετική από την προηγούμενη.

    Γενικότερα, πιστεύω ότι στον όρο «ελληνική μουσική» μπορεί να ενταχθούν όχι μόνο τα είδη που βρίσκονται στα θεμέλιά της, στις απαρχές της, στα οποία αναφερόμαστε σύντομα στη συνέχεια (περί της πρωτόλειας ελληνικής μουσικής, στην προσπάθεια προσδιορισμού της «καθαρής» ελληνικής μουσικής), αλλά και κάθε νέο ύφος που συνδυάζει την έμπνευση του «γονιδίου» με τις επιρροές του περιβάλλοντος.

    Πήραμε ήδη μια γεύση από την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει όρους όπως ελληνική μουσική. Πολυπλοκότητα που κάνει, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, να ακούγονται άσκοπα ερωτήματα, όπως «ποια είναι τελικά η καθαρή ελληνική μουσική». Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα μπορεί να δοθεί με την εξής σκέψη, νομίζω: Κατά τον ίδιο τρόπο που και αυτός ακόμη ο πρώτος έλληνας κουβαλά μέσα του στοιχεία και από τις υπόλοιπες ομάδες λαών των ινδοευρωπαίων – την ευρύτερη ομάδα, στην οποία εντάσσεται το φύλο του – καθώς και από τους υπάρχοντες πληθυσμούς που συνάντησε με την έλευσή του στον ελλαδικό χώρο (πελασγούς, κάρες κ.λ.π.), κατά τον ίδιο τρόπο δεν έχει ποτέ απόλυτα μέσα του κάτι «καθαρό» και «αυτούσιο».

    Η ανάπτυξη των εθνών ήταν το αποτέλεσμα μακροχρόνιας ζύμωσης, γι’αυτό και κάθε έθνος κρύβει μέσα του συνονθύλευμα στοιχείων και ο πολιτισμός τους σε καμία περίπτωση δεν είναι δημιούργημα μιας παρθενογένεσης. Σίγουρα όμως, για να αποφασίσουν να συγκροτήσουν έθνος, είχαν οπωσδήποτε κάποια στοιχεία περισσότερα κοινά από άλλους ή έστω….συμφωνούσαν πιο εύκολα. Να λοιπόν πως δημιουργείται και μια «πρωτόλεια» μουσικά. Υπάρχουν κάποια ουσιώδη χαρακτηριστικά - που απορρέουν από την συμβίωση, τις κοινές προοπτικές, την κοινή πορεία και τη «μυστική και ακαταμάχητη επίδραση» της φυλής, που συνδέει τους κοινωνούς της με τον άρρηκτο δεσμό του αίματός της - και τα οποία προσδίδουν την ιδιαιτερότητα, το χρώμα, την ταυτότητα σε μια μουσική, αναγνωρίσιμη και διακριτή - που δύσκολα μάλιστα μπορεί να αντιγραφεί αυτούσια από άλλους λαούς και να ενσωματωθεί στον πολιτισμό τους, παρά μόνο με τις ανάλογες μετατροπές. Εν προκειμένω, μιλάμε για ορισμένα ουσιώδη χαρακτηριστικά ελληνικότητας, που έχουν κάθε λόγο να προσδιορίζουν ως «ελληνικό» το είδος μουσικής, στο οποίο αναφέρονται.

    Έτσι λοιπόν και στο πλαίσιο πάντα αυτό που προδιαγράψαμε, αυτό το «πρωτόλειο» ελληνικό ύφος, η «καθαρή» ελληνική μουσική να μπορεί να απαντηθεί σε αυτό καταρχήν που ονομάζουμε αρχαίο μέλος – το οποίο μπορεί και αυτό να δέχθηκε επιδράσεις, στη διαμόρφωσή του, από άλλους πολιτισμούς, αλλά όχι τέτοιες ώστε να μην αναγνωρίζεται η πρωτότυπη δημιουργία του «γονιδίου». Έτσι, ανεπιφύλακτα, θα ονομάζαμε «καθαρή» ελληνική μουσική τη μελική ποίηση (ύμνος, νόμος, προσόδιο, αδωνίδιο, παιάνας, ιόβακχος, διθύραμβος, θρήνος, εγκώμια, ευκτικά κ.ο.κ.). Περαιτέρω, όμως και για τους ίδιους λόγους, δε θα μπορούσε κάποιος να μην ονομάσει ελληνική μουσική και τη βυζαντινή μουσική, για λόγους που θα εξηγήσουμε αναλυτικά στο επόμενο θέμα.

    ΘΕΜΑ 2ο:
    Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

    α. Η ΣΧΕΣΗ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

    Στο Βυζάντιο, στο οποίο συνεχίζεται πληθυσμιακά η δομή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ζούσαν, όπως γνωρίζουμε δεκάδες λαότητες (ή εθνότητες, όπως λέμε σήμερα). Συγκεκριμένα, στο έδαφος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ζούσαν έλληνες, σύριοι, αιγύπτιοι, ιλλύριοι, σκύθες, ασιάτες, αρμένιοι, εβραίοι και άλλες πολλές λαότητες.

    Πριν περάσουμε στο κυρίως θέμα που αφορά στη μουσική, να διευκρινίσουμε ότι, όταν λέμε «έλληνες», εννοούμε τους συνεχιστές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και κάνω αυτή τη διευκρίνιση, γιατί, όπως ίσως θα γνωρίζετε οι περισσότεροι, κατά τους βυζαντινούς χρόνους το παλιό εθνικό όνομα «έλληνες» έμεινε σε αχρηστία (κατά τον Αριστοτέλη πάντως το αρχαιότερο όνομα, το προσδιοριστικό για το έθνος μας ήταν όχι «έλληνας» αλλά «γραικός» και μάλιστα με αυτό το τελευταίο όνομα μας φώναζαν και οι αρχαίοι Ρωμαίοι). Αντ’ αυτού λοιπόν, σε αυτήν την περίοδο ονομάζουμε Βυζαντινή Αυτοκρατορία, χρησιμοποιούσαν κυρίως το όνομα «Ρωμιός» ή «Ρωμαίος», το οποίο, η αλήθεια είναι πάντως, ότι στην πορεία, πριν από τις διάφορες θετικές ή αρνητικές φορτίσεις που υπέστη, περιέλαβε στους κόλπους τα έννοιάς το όχι μόνο τους «έλληνες», τους φορείς του αρχαίου ελληνικού πνεύματος αλλά και καθεμιά λαότητα που, μετά την αφομοίωσή της από τον βυζαντινό πολιτισμό – ο οποίο διαμορφώθηκε από την επιρροή ορισμένων κυρίως από τις εθνότητες που τον αποτελούσαν, και όχι από όλες, και κυρίως από την εθνότητα των «ελλήνων» (κι αυτό όχι γιατί είχαμε κάποιο κληρονομικό προνόμιο… απλώς η προγενέστερη ζύμωση του πολιτισμό μας κατέστησε τον τελευταίο ιδιαίτερα θελκτικό, για το ανθρώπινο πνεύμα και πρόσφορο για όσους αναζητούσαν πνευματική καλλιέργεια) – είχε γίνει πλέον ελληνόφωνη και έφερε σε μεγάλο βαθμό την ελληνική παιδεία και τον πολιτισμό που επικρατούσε στο Βυζάντιο. Όπως πολύ σωστά έχει επισημανθεί από κάποιον ιστορικό: «….Ασφαλώς δεν πρέπει να υποτιμάμε το ρόλο που οι διάφορες εθνότητες έπαιξαν στη ζωή του κράτους, δεν πρέπει όμως να παραβλέπουμε το γεγονός, πως πρέπει να ιεραρχήσουμε την προσφορά τους. Εκτός από αυτό, πρέπει να αναγνωρίσουμε και ένα άλλο αναμφισβήτητο γεγονός: εφόσον και καθόσον οι διάφοροι λαοί αποκτούσαν εθνική συνείδηση, αποχωρίζονταν σιγά σιγά από το κράτος. Από την άλλη πλευρά, καθόσον οι έλληνες ελάβαιναν συνείδηση του εαυτού του, ταυτίζονταν ολοένα και περισσότερο με το κράτος, που σιγά σιγά έγινε ελληνικό, όχι μόνο κατά τη γλώσσα και τον πολιτισμό, αλλά και στη συνείδηση…». Και είναι χαρακτηριστικό ότι, σιγά σιγά και ενόψει του ότι ο όρος «έλληνας» είχε πέσει σε αχρηστία, κυρίως γιατί είχε συνδεθεί, για ένα μεγάλο διάστημα, με την ειδωλολατρία και την απιστία προς το κράτος και επομένως ήταν κακόφημος, όλες οι λαότητες που είχαν αφομοιώσει αυτά τα κυρίαρχα στοιχεία, ονομάζονται Ρωμαίοι. Σε αυτό το πλαίσιο, αναμφισβήτητα, τον κυρίαρχο ρόλο είχε ο ελληνικός πολιτισμός, τον οποίο, κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, είχαν αφομοιώσει οι διάφορες εθνότητες.

    Να διευκρινίσω πάντως πως όλα όσα γράφω, δεν τα γράφω με καμία διάθεση να «ποιήσω εγκώμια» στη «φυλή» των ελλήνων και με κανένα πνεύμα αρχαιολατρίας, ελληνολατρίας ή ό,τι άλλο….Τα αναφέρω, απλώς, ως ιστορικά γεγονότα και για να αποδίδουμε την πραγματική διάσταση στην πραγματικότητα του Βυζαντίου και ιδιαίτερα του μεγέθους των επιρροών από καθεμιά λαότητα, που το αποτελεί, κάτι που σίγουρα θα μας χρειαστεί, για να καταλάβουμε και το γιατί τελικά ή βυζαντινή μουσική είναι ελληνική.

    Προσωπικά, είμαι της λογικής Αρβελέρ:
    «…εμείς (αναφερόμενη στους έλληνες) μπορεί να τους δώσαμε τα …φώτα….
    Αλλά εκείνοι (οι άλλοι λαοί, οι ξένοι) μας έδωσαν τον ηλεκτρισμό….»


    Περνάμε λοιπόν τώρα στο θέμα της μουσικής. Θα μπορούσα, μετά από όσα ανέφερα πιο πάνω, που δείχνουν την επιρροή του ελληνικού πολιτισμού στη διαμόρφωση του πολιτισμού της αυτοκρατορίας, να μείνω εκεί. Δε θα μείνω όμως, γιατί κυρίως, όσον αφορά στη μουσική, ίσως πρέπει να ακολουθήσουμε ένα άλλο σκεπτικό… Πιστεύω δηλαδή ότι μπορούμε να ανακαλύψουμε την προέλευση και καταγωγή μας μουσική, αν τη δούμε και λίγο τεχνικά.

    Ιδίως δε τη Βυζαντινή Μουσική μπορούμε πολύ εύκολα να τη δούμε τεχνικά, ενόψει του ότι από ένα σημείο και μετά κατέστη «κλασική» και άρα διαχρονική, με την έννοια ότι πλέον δεν γράφονται βυζαντινά μέλη, εκτός από ελάχιστες διασκευές. Η εποχή των τριών διδασκάλων (Χρύσανθου, Χουρμουζίου, Γρηγορίου του Βυζαντίου) της Βυζαντινής Μουσικής, έθεσε και το τέρμα γραφής αυθεντικών πρωτότυπων γραφών βυζαντινών.

    Τι ανακαλύπτουμε λοιπόν αν τη δούμε «τεχνικά»:

    1. Η παρασημαντική (δηλαδή η σημειογραφία της – αντίστοιχα, στην Ευρωπαϊκή Μουσική, οι φθόγγοι) της Βυζαντινής Μουσική, βασίζεται στην αρχαία ελληνική γραφή. Μέχρι τον 7ο αι. μ.Χ, χρησιμοποιούνταν η λεγόμενη αλφαβητική γραφή, βασισμένη στο αρχαίο ελληνικό αλφάβητο, ενώ μετά τον 7ο αι. μ.Χ. η εκφωνητική γραφή που καθιερώθηκε σημειωνόταν με σημεία προερχόμενα από τα σημεία προσωδίας της ελληνικής γλώσσας.

    2. Στη Βυζαντινή Μουσική ακολουθείται, με κάποιες παραλλαγές, για κάποια μέλη, η λεγόμενη Πυθαγορική Οκτάχορδος, που, όπως φανερώνει και το όνομά της, αναφέρεται στο «Διατονικό γένος, κατά το διαπασών σύστημα» που εφηύρε ο αρχαίος φιλόσοφος, μαθηματικός και μουσικός Πυθαγόρας.

    3. Οι 8 ήχοι της Βυζαντινής Μουσικής συστηματοποιήθηκαν, κατά βάση από τον Αγ. Ιωάννη το Δαμασκηνό, μετά από αναμόρφωση των αρχαίων ήχων: δώριου, λύδιοι, φρύγιου κ.λ.π.

    4. Και οι πρώτοι εξάλλου χριστιανικοί ύμνοι, που γράφηκαν, την εποχή της «κατακόμβης», βασίζονταν στην αρχαία ελληνική μουσική. Είναι εξάλλου χαρακτηριστικό πως εμπνευσμένοι από αλλά και προς αντικατάσταση των «ελληνικών ωδών», οι χριστιανοί που προσέρχονταν στις κατακόμβες έψαλλαν τις λεγόμενες «πνευματικές ωδές».

    5. Τα στροφάρια των αρχαίων ελλήνων, δηλαδή ποιήματα που δέχονταν την ίδια μουσική επένδυση ενέπνευσαν τη δημιουργία των προσομοίων στη Βυζαντινή Μουσική, που έχουν ακριβώς την ίδια έννοια.

    6. Η αρχή της αδιάσπαστης ενότητας ποιητή και μουσικού, ιδιότητες που θα πρέπει να συγκεντρώνονται δηλαδή, σύμφωνα με την αρχή αυτή, σε ένα πρόσωπο, εμφορούσε, τουλάχιστον έως τον 8ο αι. μ.Χ. και τη Βυζαντινή Μουσική.

    7. Ο Αμβρόσιος ο Μεδιολάνων, επινόησε μια ξεχωριστή και ιδιαίτερου μουσική μέθοδο, βασισμένη στην αρχαία ελληνική μουσική, με ήχους διατονικούς.

    8. Εξάλλου ήταν λογικό να έχει τα «ουσιώδη στοιχεία ελληνικότητας», που αναφέραμε προηγουμένως, η Βυζαντινή Μουσική, καθώς οι μεγάλοι πατέρες και δάσκαλοι που δημιούργησαν τα μέλη της, ήταν έλληνες και είχαν ελληνική παιδεία. Πολλοί μάλιστα από αυτούς, συνέθεταν, ως μουσικοί, με πρότυπο την αρχαία δραματική και λυρική ποίηση, ενώ αντίστοιχα και οι περισσότεροι από όσους προσέρχονταν στο Χριστιανισμό ήταν έλληνες και ελληνίζοντες.

    9. Ακόμα εξάλλου και ο τρόπος οργάνωσης του χορού των ψαλτών καθώς και το όλο τελετουργικό της θείας λειτουργίας και της χωροθέτησης θύμιζε αρχαίο ελληνικό θέατρο. Ο «ποδοψόφος» των αρχαίων ελλήνων, δηλαδή ο μαέστρος, που είχε ένα κρόταλο στο πόδι για να χτυπά τη «θέση» στο ρυθμό, βρήκε τη μετεξέλιξή του στο «χειρονόμο» της Βυζαντινής Μουσικής . Ο χορός εξάλλου των ψαλτών χωρίστηκε (τον 11ο αι. από τον Αγ. Διονύσιο τον Αεροπαγίτη) σε δύο χορούς, τον αριστερό και τον δεξιό, κατά μίμηση των ημιχορίων των αρχαίων ελλήνων. Ως προς τη χωροθέτηση χρήσιμο είναι να επισημάνουμε τη σχέση μεταξύ μερών του αρχαίου θεάτρου και της εκκλησίας: το τέμπλο της εκκλησίας αντιστοιχεί στο Προσκήνιο, ο Σολέας, αντιστοιχεί στην Ορχήστρα, οι χοροί των ψαλτών αντιστοιχών στο χορό και ο άμβωνας αντιστοιχεί στη θυμέλη.

    Και ο κατάλογος δε σταματά εδώ. Ανέφερα ίσως τα πιο βασικά στοιχεία και κυρίως εκείνα που είναι δομικά για τη διαμόρφωση ενός μουσικού είδους και ύφους.


    β. ΑΠΟΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

    Δεν αμφισβητείται η πιθανή επιρροή άλλων πολιτισμών για τη διαμόρφωση της Βυζαντινής Μουσικής. Αυτό που υποστηρίζω όμως είναι ότι, όταν η επιρροή άλλων πολιτισμών, για τη διαμόρφωση της Βυζαντινής Μουσικής, είναι ανεπαίσθητη και απειροελάχιστη, σε σχέση με την επίδραση της αρχαίας ελληνικής μουσικής παράδοσης, δύσκολα μπορούμε να πούμε ότι η Βυζαντινή Μουσική δεν είναι «ελληνική». Ίσως η σκέψη κάποιων, ακούγοντας τον όρο «βυζαντινή μουσική», να ανατρέχει πιθανόν σε επιρροές και από το ρωμαϊκό πολιτισμό. Τίποτα δεν αποκλείεται.

    Είπαμε ότι η εξέλιξη και η διαμόρφωση των μουσικών ειδών, περνά μέσα από διακυμάνσεις και επιρροές. Και ως προς αυτό, όμως, συμπεραίνουν σχετικοί μελετητές, ότι και αυτή η ρωμαϊκή μουσική κατάγεται από την ελληνική, όπως την προσδιορίσαμε προηγουμένως. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ρωμαίοι ρήτορες, ποιητές, φιλόσοφοι κ.λ.π., έγραφαν συχνά αλλά κι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Η επιρροή ήταν σαφής. Αποδέκτες της, όπως γνωρίζουμε, υπήρξαν πολλοί λαοί, οι οποίοι θέλησαν να ενσωματώσουν τον ελληνικό πολιτισμό στο δικό τους. Οι άραβες για παράδειγμα συγγραφείς του 10ου και 11ου αι. ομολογούν ότι από τους Βυζαντινούς έλαβαν την τέχνη της μουσικής, ενώ πολλά από τα μέτρα της περσικής ποίησης είναι ελληνικής καταγωγής.

    Γενικότερα, στο θέμα της καταγωγής της Βυζαντινής Μουσικής, υπάρχει μια μεγάλη και ενδιαφέρουσα, στο σύνολό της, βιβλιογραφία…Οι απόψεις, εν τάχει, που είχαν διατυπωθεί και βρέθηκαν να αντιτάσσονται η μία στην άλλη, σχετικά με το εν λόγω θέμα, κατηγοριοποιούνται σε 3 ομάδες:

    1. αυτές που μιλούν για ελληνική καταγωγή της Βυζαντινής Μουσικής

    2. αυτές που μιλούν για ρωμαϊκή

    3. αυτές που μιλούν για εβραϊκή

    Η άποψη που, κάποια στιγμή, διατυπώθηκε σχετικά με τον επηρεασμό της Βυζαντινής Μουσικής, από την εν γένει ασιατική μουσική, κυρίως στα χρόνια της τουρκοκρατίας, γρήγορα εγκαταλείφθηκε, λόγω της ανεπάρκειας των στοιχείων (επιγραμματικά μόνο αναφέρω ότι θεωρήθηκε - και προβλήθηκαν και σχετικές ιστορικές αποδείξεις επ’ αυτού - ότι η ομοιότητα που υπάρχει στο μέλος, το χρώμα και τους ήχους μεταξύ ασιατικής και βυζαντινής μουσικής, εμφανίστηκε πολύ μεταγενέστερα από τη γένεση της Βυζαντινής Μουσικής και κυρίως τη γένεση και τη διαμόρφωση, στο σώμα της, αυτών των στοιχείων, που τώρα εμφανίζονται κοινά με άλλες ασιατικές μουσικές.

    Λοιπόν πράγματι, αν δει κάποιος μέλη εβραϊκά, και μάλιστα εκείνα που η πρώτη εκκλησία των Ιεροσολύμων διατήρησε, τουλάχιστον κατά την πρώτη φάση της σύστασής της, κατά την οποία απαρτιζόταν από εβραίους, έχουν μεγάλη ομοιότητα με μέλη βυζαντινά. Και πάλι όμως εδώ, μελετητές που ασχολήθηκαν ιδιαίτερα και αφιερώνοντας πολύ χρόνο, παρείχαν αποδείξεις ότι ακόμη και αυτή η εβραϊκή μουσική έχει καταγωγές από αυτήν την ελληνική (το αρχαίο μέλος) που λέγαμε παραπάνω (και κυρίως η φωνητική μουσική των Εβραίων χρησιμοποιούσε κατά κύριο λόγο το δωρικό μέλος των αρχαίων ελλήνων, τον δώριο ήχο, ο οποίος ανασχηματιζόμενος από τον Αγ Ιωάννη τον Δαμασκηνό, μας έδωσε τον πρώτο ήχο της Βυζαντινής Μουσικής.).



    [Στο επόμενο άρθρο, θα εξετάσουμε τον τρόπο εκτέλεσης και ερμηνείας της Βυζαντινής Μουσικής, όπως αυτός διαμορφώθηκε ιστορικά καθώς και τη σημασία και τον ιδιαίτερο σκοπό που εξυπηρετεί η μουσική αυτή και το πώς αυτός επηρέασε και επηρεάζει τον τρόπο απόδοσής της]




    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε