ελληνική μουσική
    601 online   ·  210.877 μέλη
    fireroc
    01.09.2008, 20:43

    ποια η φνωμη σας για τον αμφιλεγομενο αυτο ποιητη που μπορει να θεορηθει και καταραμενος?


    freddieKrueger
    01.09.2008, 21:14

    Εχω διαβασει αποσπασματα απο το 'πηγαδι και το εκκρεμες'...τι να πω...σοκαριστηκα απο την αμεσοτητα και τη γλαφυροτητα της περιγραφης του ποιητη-πεζογραφου...


    Vanna
    01.09.2008, 21:48

    Από τους αγαπημένους μου. Με ελκύει το σκοτάδι που αναδίδουν τα γραπτά του. Πέρα απ'τα ποιήματά του, αξίζουν και τα πεζά κείμενα. Εκεί αναδεικνύει όλη το ταλέντο του.


    fireroc
    01.09.2008, 22:06

    Φωτογραφία στον τοίχο,
    κραυγή με δίχως ήχο.
    Κοράκι πεθαμένο,
    σοκάκι στοιχειωμένο.

    Τα μάτια του δυο δρόμοι
    κι όσο κοιτάει νυχτώνει.
    Κατάμαυρη θητεία,
    κλεμμένη αμαρτία.

    Φωνή και δυναμώνει,
    ο χρόνος που τελειώνει.
    Γιορτή που αγριεύει.
    Δωμάτιο που στενεύει.

    Τη σκοτεινή τη μαύρη σου
    την όψη χάρισε μου
    κι αν δεν την αγαπήσω
    πώς θες να τη νικήσω;

    Με τις φωνές που άκουγες
    στον ύπνο μίλησέ μου
    Καταραμένε φίλε μου
    κι άγιε αδελφέ μου.

    Σ' ένα σκυλί πνιγμένο
    το μυστικό κρυμμένο.
    Δυο λίρες η αλήθεια
    και τρεις τα παραμύθια.

    Εφιάλτες τα όνειρά του
    μηνύματα θανάτου.
    Δυο μαύρα περιστέρια
    του μάτωσαν τα χέρια.

    Αίμα και τα γραφτά του
    μα πότισαν κρυφά του
    της ομορφιάς τη γλάστρα
    για να φυτρώσουν τ' άστρα.

    Τη σκοτεινή τη μαύρη σου
    την όψη χάρισέ μου
    κι αν δεν την αγαπήσω
    πώς θες να τη νικήσω;

    Με τις φωνές που άκουγες
    στον ύπνο μίλησέ μου
    Καταραμένε φίλε μου
    κι άγιε αδελφέ μου.

    αυτο ειναι ενα τραγουδι του αλκινοου ιοανιδη που μιλα για αυτον τον μεγαλο ποιητη _πεζογραφο!


    fireroc
    01.09.2008, 22:09

        Στ' αλήθεια, είμαι νευρικός! Πολύ, τρομαχτικά νευρικός, ήμουν πάντα κι είμαι! Αλλά για ποιο λόγο υποστηρίζετε πως είμαι τρελός, ε; Η αρρώστια μου έχει οξύνει έτσι πολύ τη λογική και τα νεύρα μου, καθόλου μα καθόλου δεν τα κατάστρεψε κι ούτε που τα χαλάρωσε καν. Και πάνω από όλα, πιο έντονη και οξύτερη έγινε η αίσθηση της ακοής μου. Ακούω το κάθε τι που υπάρχει σε τούτο τον κόσμο, σε γη και ουρανό. Ακούω ένα σωρό διαολεμένα πράγματα.
    Πως, λοιπόν, είμαι τότε τρελός; Ακούω, ναι ακούω! Και τώρα θέλω να προσέξετε πόσο ήρεμα θα σας διηγηθώ ολόκληρη τούτη την ιστορία.
         Είναι αδύνατο να πω με ποιον τρόπο, στην αρχή, τούτη η ιδέα χώθηκε στο μυαλό του, μα από τη στιγμή που τη συνειδητοποίησα με καταδιώκει μέρα νύχτα. Δεν υπάρχει καμιά αιτία, φανερή, που λέμε. Κι ούτε πάθος κανένα. Τον αγαπούσα το γέρο. Ποτέ δεν μούκανε κακό. Ποτέ δεν με έβρισε. Κι ούτε που επιθύμησα το χρυσάφι του. Το ένα του μάτι έμοιαζε σαν του γερακιού - ένα ανοιχτόχρωμο, γαλάζιο μάτι, με μια μεμβράνη από πάνω του. Όποτε κι αν έπεφτε πάνω μου αυτό το μάτι, το αίμα μου πάγωνε, κι έτσι, σταδιακά - πολύ προοδευτικά - έβαλα στο μυαλό μου να σκοτώσω κείνο το γέρο, για να ξεφορτωθώ μια για πάντα το μάτι του.
         Τώρα, να πως έχουν τα πράγματα. Με φανταζόσαστε τρελό. Μα οι τρελοί δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Ενώ εμένα, θάπρεπε να δείτε. Ω, ναι, θάπρεπε να βλέπατε πόσο συνετά προχώρησα στο σχέδιό μου, με πόση προσοχή, με τι προβλεπτικότητα, με πόση προσποίηση έκανα όλη τη δουλειά! Ποτέ δεν ήμουν πιο ευγενικός με το γέρο όσο μέσα σε εκείνη την εβδομάδα πριν τον σκοτώσω. Και κάθε βράδι, γύρω στα μεσάνυχτα, γύριζα το πόμολο της πόρτας του και την άνοιγα - ω πολύ απαλά! Και τότε, όταν το άνοιγμα ήταν αρκετό για να χωρέσει μέσα το κεφάλι μου, περνούσα από εκεί ένα φανάρι, με τα φύλλα του καλά κλειστά, - ω, πάρα πολύ προσεχτικά τα είχα κλεισμένα τα φύλλα του έτσι που να μην βγαίνει η παραμικρή αχτίδα από φως' και τότε πέρναγα και το κεφάλι μου. Α, μα θα γελούσατε πάρα πολύ αν βλέπατε με τι πονηριά, τάκανα όλα αυτά! Προχωρούσε το κεφάλι μου αργά, πολύ, πολύ αργά, έτσι που να μην ταράξω διόλου τον ύπνο του γέρου. Και μούπαιρνε μια ολόκληρη ώρα τούτη η δουλειά, μέχρι που να βάλω ολόκληρο το κεφάλι μου μέσα από το άνοιγμα της πόρτας και να μπορέσω να τον δω εκεί πέρα που ήταν ξαπλωμένος, στο κρεβάτι του.
         Χα! Θα μπορούσε ποτέ ένας τρελός να φερθεί με τόση σύνεση; ε; Και τότε, όταν ολόκληρο το κεφάλι μου ήταν μέσα στο δωμάτιο, έστρεφα το φύλλο που έκλεινε το φως του φαναριού προσεχτικά - ω, τόσο προσεχτικά (για να μην ακουστεί κανένα τρίξιμο) - το έστρεφα τόσο δα, ίσα - ίσα για να πέσει μια μικρή αχτίδα φως πάνω στο γερακίσιο μάτι. Κι όλο τούτο να γίνεται για εφτά ατελείωτες νύχτες - κάθε νύχτα ακριβώς τα μεσάνυχτα - μα πάντα έβρισκα εκείνο το μάτι κλειστό' κι έτσι μου ήταν αδύνατο να κάνω δουλειά μου' γιατί δεν ήταν ο γέρος που με είχε φέρει σε αυτή την κατάσταση, μα το Κακό Μάτι του. Κάθε πρωί, όταν η μέρα χάραζε, έμπαινα θαρραλέα στην κάμαρη και του μιλούσα με πολύ κουράγιο, φωνάζοντάς τον με το όνομά του και ρωτώντας τον πως είχε περάσει τη νύχτα του. Γιατί, καθώς καταλαβαίνετε, ήταν ένα πολύ αγαθό γεροντάκι, πραγματικά, για να υποπτευθεί πως κάθε νύχτα, ακριβώς στις δώδεκα, εγώ στεκόμουν και τον κοίταζα, καθώς κοιμόταν.
         Την όγδοη βραδιά, ήμουν πολύ περισσότερο, προσεχτικός από όσο συνήθως ανοίγοντας την πόρτα. Ο λεπτοδείχτης του ρολογιού θα κινιόταν πολύ πιο γρήγορα από όσο εγώ. Ποτέ άλλοτε, πριν από κείνη τη νύχτα, δεν ένιωσα σε τόση έκταση τις ίδιες τις δυνάμεις μου - πέρα από τη ίδια την οξύτητα του νου μου. Μόλις που μπόρεσα να συγκρατήσω τα θριαμβευτικά συναισθήματα που με πλημμύριζαν. Μα σκέφτομαι πως εγώ ήμουν αυτός εκεί πέρα που άνοιγα την πόρτα, σιγά - σιγά, λίγο - λίγο, κι ο άλλος ούτε που να ονειρεύεται τις απόκρυφες πράξεις ή σκέψεις μου! Γέλασα από μέσα μου, σχεδόν, με τούτη την ιδέα' κι ίσως μάλιστα να με άκουσε' γιατί κουνήθηκε στο κρεβάτι του ξαφνικά, σα να τρόμαξε. Τώρα εσείς θα σκεφτείτε πως τραβήχτηκα πίσω - μα όχι. Το δωμάτιό του ήταν μαύρο σαν την πίσσα, βαθύ σκοτάδι βασίλευε εκεί μέσα (γιατί τα παντζούρια ήταν κλειστά από το φόβο κάποιου κλέφτη), έτσι που ήξερα ότι δε μπορούσε να δει το άνοιγμα της πόρτας, κι εξακολούθησα να τη σπρώχνω, σταθερά, όλο και πιο σταθερά.
    Είχα βάλει όλο μου το κεφάλι μέσα και ήμουν έτοιμος να ανοίξω το φανάρι, όταν το μεγάλο μου δάχτυλο χτύπησε πάνω στο τενεκεδένιο φύλλο του φαναριού κι έκανε θόρυβο, κι ο γέρος τινάχτηκε στο κρεβάτι του, φωνάζοντας:
     -"Ποιος είναι";
         Απόμεινα ολότελα ακίνητος και δεν είπα τίποτα. Για μια ολόκληρη ώρα δεν κουνούσα ούτε μούσκουλο του κορμιού μου, και στο μεταξύ δεν τον άκουγα να ξαπλώνει πάλι. Καθόταν κι εκείνος στο κρεβάτι τεντωμένος κι έβαζε αυτί' ακριβώς όπως είχα κάνει εγώ, τη μια νύχτα πίσω από την άλλη, ακούγοντας το θάνατο να κοιτάζει από τον τοίχο. Την ίδια στιγμή άκουσα ένα ελαφρό βογκητό, κι ήξερα πως το βογκητό του θανάσιμου τρόμου. Δεν ήταν κανένα βογκητό πόνου, ή από θλίψη - α, όχι! Ήταν ο βαθύς πνιγμένος ήχος που βγαίνει από τα έγκατα της ψυχής, όταν ο φόβος την πλημμυρίσει. Τον ήξερα καλά αυτό τον ήχο. Πολλές νύχτες., ακριβώς τα μεσάνυχτα, όταν όλος ο κόσμος κοιμόταν, έβγαινε μέσα από τα βάθη μου, μουνταίνοντας με την τρομαχτική του ηχώ τους τρόμους που με βασάνιζαν. Είπα πως τόξερα καλά αυτό.
         Ήξερα πως ένιωθε ο γέρος και τον λυπόμουν, παρόλο που στην καρδιά μου γελούσα. Ήξερα πως καθόταν εκεί πέρα άγρυπνος, από την πρώτη στιγμή που ακούστηκε ο ανάλαφρος ήχος, από τη στιγμή που στριφογύρισε στο κρεβάτι του. Οι φόβοι του από τότε όλο και μεγάλωναν. Προσπαθούσε να τους φανταστεί άπραγους, αλλά δεν το μπορούσε. Θάλεγε στον εαυτό του: «Δεν είναι τίποτα άλλο έξω από τον αέρα στην καμινάδα - θάναι κανένα ποντίκι που πέρασε το πάτωμα», ή «θάναι κάποιος γρύλος που τετέρισε μόνο μια φορά». Ναι, προσπαθούσε να παρηγορηθεί με αυτούς τους συλλογισμούς, μα τάβρισκε όλα τα μάταια. Όλα μάταια, γιατί ο θάνατος, προσεγγίζοντας τον, είχε βαδίσει αγέρωχα με τη μαύρη του σκιά και τύλιξει το θύμα. Κι ήταν αυτή η πένθιμη επίδραση της ακατανόητης σκιάς που τον βοήθησε να νιώσει, παρόλο που ούτε είδε, ούτε άκουσε, την παρουσία του κεφαλιού μου μέσα στο δωμάτιο.
         Αφού περίμενα αρκετή ώρα, πολύ υπομονετικά, δίχως να τον ακούω να ξαπλώνει αποφάσισα να ανοίξω λίγο, πάρα πολύ λίγο, μια χαραμάδα μόνο το φανάρι μου. Έτσι το άνοιξα - δε μπορείτε όμως να φανταστείτε πόσο αθόρυβα και κρυφά - ώσπου τελικά μια μόνο θαμπή αχτίδα, σαν τον ιστό μιας αράχνης, να πεταχτεί από το άνοιγμα και να πέσει πάνω στο γερακίσιο μάτι.
    Ήταν ανοιχτό - ορθάνοιχτο - και θύμωσα πάρα πολύ κοιτάζοντάς το. Το είδα ολότελα καθαρά - ένα θολό γαλάζιο, με κάποιο τρομερό και απαίσιο πέπλο γύρω του, που με έκανε να παγώσω ως το μεδούλι των κοκάλων μου' αλλά δε μπορούσα να δω τίποτα άλλο από το πρόσωπο ή το άτομο του γέρου: γιατί είχα κατευθύνει την αχτίδα, σαν από ένστικτο, πάνω σε αυτό το καταραμένο σημείο.
         Και τώρα - δεν σας το είπα ότι το λάθος σας σχετικά με την τρέλα είναι αυτή η υπερευαισθησία των αισθήσεων; - τώρα, λέω, έφτασε ως τα αφτιά μου ένας βαθύς, θαμπός, γρήγορος ήχος, όπως κάνει το ρολόι όταν το τυλίξουμε με ένα βαμβακερό ύφασμα. Ήξερα πολύ καλά κι αυτόν τον ήχο. Ήταν ο χτύπος της καρδιάς του γέρου. Κάτι τέτοιο έκανε το θυμό του μεγαλύτερο, καθώς το χτύπημα του τυμπάνου ερεθίζει τη μαχητικότητα του στρατιώτη. Μα ωστόσο, ακόμη κι έτσι συγκρατήθηκα κι εξακολουθούσα να μένω ακίνητος. Μόλις που ανάσαινα. Κράτησα ακίνητο και το φανάρι. Δοκίμασα να δω πόσο σταθερά μπορούσα να κρατήσω την αχτίδα πάνω στο μάτι. Στο μεταξύ, ο διαβολεμένος χτύπος της καρδιάς δυνάμωνε. Γινόταν πιο γρήγορος, όλο πιο γρήγορος, πιο βαθύς, όλο βαθύτερος, την κάθε στιγμή. Ο τρόμος του γέρου έπρεπε νάναι στο αποκορύφωμά του! Ο χτύπος γινόταν βαθύτερος, σας λέω, όλο και πιο βαθύς, την κάθε στιγμή! - με προσέξατε καλά;
         Σας το είπα, νομίζω πως είμαι νευρικός: ναι, αυτό είμαι. Και τώρα, τούτη τη νεκρή ώρα της νύχτας, μέσα στην τρομακτική σιωπή του σπιτιού, αυτός ο τόσο παράξενος θόρυβος μου δημιούργησε έναν τρόμο που δεν μπορούσα πια να τον ελέγξω. Παρόλα αυτά, για μερικά λεπτά ακόμη, συγκρατήθηκα κι έμεινα ακίνητος. Αλλά ο χτύπος γινόταν βαθύτερος, ολοένα και περισσότερο! Νόμιζα πως η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Και τότε, μια καινούρια αγωνία με έπιασε - ο ήχος θα μπορούσε να ακουστεί από τη γειτονιά! Η ώρα του γέρου είχε έρθει! Με μια πνιγμένη κραυγή, άνοιξα ολότελα το φανάρι και όρμησα μέσα στο δωμάτιο. Εκείνος στρίγκλισε μια - μόνο φορά. Σε μια στιγμή τον έσυρα στο πάτωμα και σώριασα το βαρύ κρεβάτι από πάνω του. Μετά χαμογέλασα, χαρούμενα γιατί το κατόρθωμά μου είχεν ολοκληρωθεί. Αλλά για πολλά λεπτά της ώρας, η καρδιά εξακολουθούσε να χτυπά, με ένα πνιγμένο θόρυβο. Τούτη τη φορά όμως δεν εξοργίστηκα' δεν μπορούσε να ακουστεί μέσα από τον τοίχο. Τράβηξα πάλι το κρεβάτι πέρα κι εξέτασα το πτώμα. Ναι, ήταν πτώμα, ολότελα πεθαμένος. Έβαλα το χέρι μου πάνω στην καρδιά του και το κράτησα εκεί για μερικά λεπτά. Δεν ακουγόταν τίποτα, κανένας παλμός. Ήταν ολότελα νεκρός. Το μάτι δε θα με τρόμαζε πια.
         Αν ακόμη εξακολουθείτε να με θεωρείτε τρελό, δε θα το κάνετε αυτό για πολύ, αν σας περιγράψω τις σοφές προφυλάξεις που πήρα για να κρύψω το πτώμα. Η νύχτα χλόμιαζε κιόλας κι εγώ εργαζόμουν βιαστικά, μα αθόρυβα. Πρώτα από όλα τεμάχισα το πτώμα. Έκοψα το κεφάλι και τα χέρια και τα πόδια. Ύστερα έβγαλα τρεις σανίδες από το πάτωμα της κάμαρης και τα τοποθέτησα όλα ανάμεσα στο δοκάρια. Μετά ξανάβαλα τις σανίδες στη θέση τους τόσο έξυπνα, τόσο πονηρά που κανένα ανθρώπινο μάτι - ακόμα και το δικό του - δε θα μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα το ύποπτο. Δεν είχα τίποτα να πλύνω - καμιά κηλίδα, κανενός είδους - καμιά σταγόνα αίμα πουθενά. Είχα πάρει όλες τις προφυλάξεις μου πάνω σε αυτό. Μια σκάφη τα είχε μαζέψει όλα... Χα - χα!
         Όταν όλες αυτές οι εργασίες τελείωσαν, ήταν τέσσερις η ώρα το πρωί -κι ακόμα σκοτάδι, σαν μεσάνυχτα. Καθώς το ρολόι σήμανε την ώρα ακούστηκε κι ένας χτύπος στην εξώπορτα. Κατέβηκα να ανοίξω με ανάλαφρη καρδιά, γιατί τι είχα πια τώρα να φοβηθώ; Να που μπήκαν μέσα τρεις άντρες και μου συστήθηκαν από μόνοι τους, με πολύ εγκαρδιότητα, σαν αστυνομικοί. Μια στριγκλιά που ακούστηκε από κάποιο γείτονα μέσα στη νύχτα: η υποψία πως κάτι είχε συμβεί' πληροφορίες έφτασαν στο αστυνομικό τμήμα και τότε αυτοί (οι αστυνομικοί) στάλθηκαν να κάνουν μια έρευνα επιτόπου. Χαμογέλασα -γιατί τι θα μπορούσα να φοβηθώ. Παρακάλεσα τους κυρίους να καθίσουν.
     -"Η κραυγή", είπα, "ήτανε δική μου, μέσα στ' όνειρό μου. Ο γέρος", δήλωσα, "έλειπε στην επαρχία". Έδειξα στους κυρίους όλο το σπίτι. Και τους παρακάλεσα να ψάξουν -να ψάξουν μάλιστα καλά. Τους οδήγησα στο τέλος και στο δωμάτιο του. Τους έδειξα τους θησαυρούς του, σίγουρος κι ατάραχος. Πάνω στον ενθουσιασμό και στην εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, τους έφερα εκεί καρέκλες και τους πρότεινα να καθίσουν εκεί, να ξεκουραστούν, ενώ εγώ, μες στην άγρια τόλμη του τέλειου θριάμβου μου, έβαλα τη δική μου καρέκλα στο ίδιο ακριβώς σημείο που κάτω του αναπαυόταν το πτώμα του θύματός μου.
         Οι αστυνομικοί ήταν ικανοποιημένοι. Ο τρόπος μου τους είχε πείσει. Εγώ πάλι ήμουν απόλυτα ήρεμος. Κάθισαν κι ενώ τους απαντούσα χαρούμενα, άρχισα να χλομιάζω και να θέλω να φύγουν αμέσως. Το κεφάλι μου πονούσε, κι αισθανόμουν ένα βουητό στ' αφτιά: όμως εκείνοι εξακολουθούσαν να κάθονται και να φλυαρούν. Το βουητό έγινε όλο και πιο ξεκάθαρο. Εξακολουθούσε, ναι, όλο και πιο φανερό... 'Αρχισα να μιλώ πιο δυνατά για να ξεφορτωθώ αυτό το συναίσθημα, μα τούτο συνεχιζόταν και γινόταν οριστικό και μόνιμο -ώσπου, τελικά, ανακάλυψα πως ο ήχος δεν ήταν μέσα στ' αφτιά μου.
         Χωρίς αμφιβολία είχα χλωμιάσει πάρα πολύ, μα εξακολουθούσα να μιλώ όλο και πιο ελεύθερα και με υψωμένο τόνο φωνής. Ωστόσο ο θόρυβος μεγάλωνε - και τι μπορούσα να κάνω πια ε; Ήταν ένας βαθύς, θαμπός, γρήγορος ήχος, όπως κάνει το ρολόι όταν το τυλίγουμε σε βαμβακερό ύφασμα. 'Ανοιξα το στόμα μου να πάρω ανάσα -κι όμως οι αστυνομικοί δεν άκουγαν τίποτα. Μίλησα πιο γρήγορα, πιο εκνευρισμένα αλλά ο θόρυβος όλο και δυνάμωνε. Ω Θεέ μου, τι μπορούσα να κάνω; 'Αφριζα, μάνιαζα, βλαστημούσα! 'Αρπαξα τη καρέκλα που πάνω της καθόμουν και τη χτύπησα στις σανίδες, μα ο θόρυβος εξακολουθούσε πάντα κι όλο δυνάμωνε. Γινόταν όλο και πιο βαθύς... βαθύτερος... βαθύτερος! Και πάντα οι αστυνομικοί φλυαρούσαν καλοδιάθετα και χαμογελούσαν. Ήταν δυνατόν να μην ακούν; Παντοδύναμε Θεέ! Όχι, όχι! 'Ακουγαν, υποψιάζονταν, ήξεραν! Μόνο που κορόιδευαν, έπαιζαν με τον τρόμο μου! Αυτό σκέφτηκα τότε, κι αυτό σκέφτομαι τώρα. Αλλά το κάθε τι άλλο ήταν καλύτερο από τούτη την αγωνία! Το κάθε τι θα μπορούσα να το ανεχτώ, έξω από τη χλεύη! Μου ήταν αδύνατο να υποφέρω άλλο αυτά τα υποκριτικά χαμόγελα! Ένιωθα πως έπρεπε να ουρλιάξω ή να πεθάνω! Και τώρα πάλι! 'Ακου! Όλο και βαθύτερος... βαθύτερος... βαθύτερος!...
     -"Γουρούνια!", ούρλιαξα, "μη προσποιείστε άλλο πια! Παραδέχομαι πως εγώ τo 'κανα! Βγάλτε αυτές τις σανίδες!... Εδώ, εδώ!... Εδώ χτυπά αυτή η απαίσια καρδιά του"!
    ____________________________________________

    Edgar Allan Poe
    "The Tell-Tale Heart" (1842)
    Μετάφραση: Δ. Κωστελένος

     

     


    fireroc
    01.09.2008, 22:11

     

    το εκρεμεσ και το πηγαδι

     

    Μισοπεθαμένος απ' το φοβερό μαρτύριο της αναμονής, κι όταν τελικά μου έλυσαν τα δεσμά και μ' έβαλαν να καθίσω άρχισα να χάνω τις αισθήσεις μου.
    Η καταδικαστική απόφαση, η τρομερή θανατική απόφαση ήταν τα τελευταία λόγια που έφτασαν στ' αυτιά μου.
    Από κείνη την ώρα οι φωνές των ιεροεξεταστών έμοιαζαν μ' ένα ακαθόριστο μουρμουρητό, μου έφερνε στο νου την αέναη περιστροφή ίσως γιατί η φαντασία μου το παρομοίαζε με το βουητό που κάνει η ρόδα του νερόμυλου.
    Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ, έπειτα από λίγα λεπτά έπαψε κι εκείνο να αντηχεί στ' αυτιά μου, τα μάτια μου όμως έβλεπαν ακόμα, αν και το κάθε τι μου φαίνονταν παραμορφωμένο, υπερβολικό!!
    Έβλεπα τα χείλια των μαυροφορεμένων κριτών μου. Μου φαίνονταν ολόασπρα, πιο άσπρα κι απ' το χαρτί που γράφω αυτές τις λέξεις, και τόσο λεπτά και σφιγμένα που το πρόσωπο καταντούσε μια καρικατούρα, σφιγμένα μ' αποφασιστικότητα, μ΄ ακλόνητη θέληση, μ' αυστηρή περιφρόνηση για τους σωματικούς πόνους και τα' ανθρώπινα βασανιστήρια.
    Είδα την απόφαση της μοίρας μου να βγαίνει από αυτά τα χείλια. Τα είδα να σαλεύουν προφέροντας φοβερές λέξεις. Τα είδα να σχηματίζουν τ' όνομα μου κι ανατρίχιασα γιατί δεν άκουσα κανένα ήχο. Είδα για λίγες έξαλλες στιγμές φρίκης να κυματίζουν ανάλαφρα οι βαριές κουρτίνες που σκέπαζαν τον τοίχο της κάμαρας. Έπειτα το βλέμμα μου έπεσε στα εφτά ψηλά κεριά που ορθώνονταν πάνω στο τραπέζι. Στην αρχή έμοιαζαν με παρήγορες μορφές, έγιναν αστραφτεροί άγγελοι που θα μ' έσωζαν. Έπειτα όμως, ξάφνου, ένα ακράτητο κύμα αναγούλας με πλημμύρισε κι ένιωσα το σώμα μου να ηλεκτρίζεται σα να είχα αγγίξει το σύρμα μιας μπαταρίας κι οι άσπροι άγγελοι έγιναν αδύναμα φαντάσματα με κεφάλι από φλόγα που άδικα θα περίμενα να με βοηθήσουν.


    angel-0f-darkness
    02.09.2008, 00:44

    pragmatika dn perimena tetoia syzhthsh st music heaven alla afton tn an9rwpo tn latreuw!!

    exei enan apisteuto tropo grapsimatos! einai teleiossss!

    Smile


    marching-girl
    02.09.2008, 10:13

    kati asxeto kai entelws koufo...........ena feggari, den diavazan kai ta emo, edgar allan poe???{#emotions_dlg.huh}


    fireroc
    02.09.2008, 17:44

    μπα τον μαθανε και οι emo?ελεος ! ζητημα αμα καταλαβαιναν κατι απο οσα λεει!


    katurunen
    02.09.2008, 18:08

    dude... έκαναν κ τον Edgar Allan Poe μόδα... εξοργιστικό!  {#emotions_dlg.mad}


    freddieKrueger
    02.09.2008, 21:47

    Παράθεση:

    Το μέλος marching-girl στις 02-09-2008 στις 10:13 έγραψε...

    kati asxeto kai entelws koufo...........ena feggari, den diavazan kai ta emo, edgar allan poe???{#emotions_dlg.huh}



    {#emotions_dlg.eek}{#emotions_dlg.eek}{#emotions_dlg.blink}{#emotions_dlg.blink}   AXΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧ

    ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ.....


    fotis70
    02.09.2008, 23:06

    Προς τι, το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός;

    Γιατί χαίρονται και χαμογελούν οι άνθρωποι πατέρα;

    Λίθοι, πλίνθοι κ.τ.λ

    Καλό φθινόπωρο σε όλους!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!  


    loveangel
    03.09.2008, 02:52

    Μια κουβέντα θα πω.Απλά τον λατρεύω!!!!!


    nowaveband
    03.09.2008, 03:05

    A picture in grey
    Dorian Gray
    Just me
    By the sea
    And I felt like a star
    I felt the world could go far
    If they listened
    To what I said
    By the sea

    Washes my feet
    Washed my feet
    Splashes my soul