Κι όπως το αποφάσισες
κι έγειρες να με φιλήσεις,
τότε γεννηθήκανε
απ’ την αρχή οι αισθήσεις.
Η γεύση σου γλυκιά,
που προκαλεί εξαρτήσεις,
είν’ το φιλί σου γιατρειά
για όλες τις παθήσεις.
Και μύρισα την Άνοιξη
επάνω στο κορμί σου,
όλα τα λούλουδα του αγρού
γίναν η οσμή σου
και είναι τόσο εθιστική
αυτή η μυρωδιά σου
που έχει δέσει το μυαλό
σαν μάγισσα κοντά σου.
Και άκουσα το κάλεσμα
του Έρωτος σειρήνα
και ήρθα και βασίλεψα
στον κήπο σου σαν κρίνα,
η Τέρψις κι η Απόλαυσις
ξετύλιξαν το μύθο
και μέσα σου παρέσυραν
της ηδονής τον ήχο.
Κι αυτά τα χέρια τα σκληρά,
τα στιβαρά, της πάλης,
πώς γίνονται μωρού παιδιού
για χάδια και γι’ αγκάλη
κι ανατριχιάζουν το κορμί
και πάλλονται οι πνοές μας,
γενναίοι έρωτες ξυπνούν
ενοχικά τις επαφές μας.
Κι οραματίστηκα με σένα
Ζωή και Θάνατο και Τέλος
κι όμως θυσιάστηκα
για να με βρει το βέλος,
το είχα ονειρευτεί
ότι εσύ θα με σκοτώσεις,
μα είμαι ευτυχής
για το φιλί που μου’ χεις δώσει.