Από την εφημερίδα
Ελευθεροτυπία
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/11/2001
του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΡΓΥΡΙΟΥ
Ο ποιητής ... Μανώλης Αναγνωστάκης ... και ο πολίτης
Η κατηγορία των ποιητών που προτάθηκε και επικράτησε να ταξινομείται ως πρώτη (χρονικά) μεταπολεμική γενιά, περιλαμβάνει περίπου πενήντα μέλη, αν λογαριάσουμε μια προ τριακονταετίας έκδοση που τους επέλεγε και -με μη κατονομαζόμενες επιλογές- τους αξιολογούσε. Ωστόσο μια πρώιμη του 1955, αν θυμάμαι ακριβώς, υπογράμμιση πέντε- έξι εξ αυτών («από των στρατιωτών το πλήθος, το σωρό»-μιλώ με καβαφική διάλεκτο) έφερε τα άνω-κάτω και κόντεψε να πέσει ο ουρανός επάνω σε εκείνον που την τόλμησε. Από εκείνο το κείμενο -«χαμένο στις παράγραφες της Ιστορίας», λέει ένας ποιητής- αντλώ για την περίσταση τα ακόλουθα ονόματα που επισήμανε: Δημ. Παπαδίτσας, Μιλτ. Σαχτούρης, Μαν. Αναγνωστάκης, Νικ. Καρούζος· αργότερα επισήμανε άλλους τρεις-τέσσερις. Αν κρίνω από το κλίμα που επικρατεί σήμερα και εκφράζεται από νεότερους κριτικούς, η επιλογή εκείνη και με την προοπτική του χρόνου που έχουμε φαίνεται να επαληθεύεται.
Προφανώς ο χρόνος ανέδειξε την ποιότητα του έργου τους, κανένας μηχανισμός δεν τους πρόβαλε -πόσοι ενδιαφέρονται για την ποίηση- και κανένας τους δεν έχει υπερεκτιμηθεί· αν κάποιος το ισχυριστεί κάνει «υπέρογκο» λάθος- μιλώ τη διάλεκτο του Σεφέρη.
Τα λάθη είναι μέσα στο παιχνίδι, αλλά όταν χρεώνονται σε έναν κριτικό δεν μειώνουν την αξία του ως στοχαστή που κρίνει με την ευρύτατη παιδεία του, θέτουν όμως ερώτημα για το βαθμό της ευαισθησίας του. Και όταν μιλάμε για το φαινομενικά απροσδιόριστο όρο «ευαισθησία» δεν χρειάζεται να επικαλεστούμε το λεχθέν από σοφό λόγιο «υπάρχουν πράγματα αισθητά που δεν είναι μετρητά», διότι οι αξιολογήσεις ενός κριτικού με τον καιρό δείχνουν είτε ότι αληθεύουν είτε περιπίπτουν σε τιμητική αφάνεια. Με άλλα λόγια και με συνοπτικές διατυπώσεις, ο κριτικός με τις επιλογές του παίζει το κεφάλι του. Μόνο που δεν το χάνει εν ζωή γιατί η δικαίωση -σαν τη συγγνώμη που- έρχεται αργά. Θα είχε κανείς πολλά ράμματα για τη γούνα των κριτικών αίφνης του Μεσοπολέμου -για να πάμε σε απυρόβλητη ζώνη- αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ισχυρίζομαι ωστόσο, ότι κάποια λάθη κριτικής μάς παίζουν άσχημο παιχνίδι, καθώς έχουν καταστεί μύθοι.
Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η μεταπολεμική γενιά σκόνταψε στη συμπαθητική αν-αισθησία (της) του Αλκη Θρύλου και στην αδιαφορία του Αντρέα Καραντώνη που τότε είχε αναλάβει υψηλά (εθνικά) καθήκοντα. Ο πρώτος (χρονικά) από τους νέους ποιητές που προσέχθηκε από πρωτοεμφανιζόμενους κριτές ήταν ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Η σύναξη ποιημάτων του (Οκτώβριος 1945) είχε τον ενδεικτικό τίτλο Εποχές, με ποιήματα (1941-1945) που μπορούσε κανείς να τα μοιράσει σε δύο κατηγορίες. Τα πολύ νεανικά και τα σχετικά ωριμότερα. Ολα όμως φανέρωναν μια κατακτημένη ποιητική παιδεία, κυρίως τότε γαλλικής προέλευσης, με απόκλιση στα μοντερνίζοντα. (Απτή ένδειξη, το 1944 μεταφράζει τρία ποιήματα του Απολινέρ -νονού του surrealisme.) Ωστόσο η μαθητεία του σε καλούς δασκάλους φαινόταν να μην έλκεται από σχολές ή άλλης λογής προστασίες/επιρροές. Θετικό γενικώς στοιχείο, μόνο για την περίπτωση που δεν είναι αποτέλεσμα αδυναμίας των διακρίσεων. Ομως εδώ διαπιστωνόταν ότι ο λόγος είχε τη δική του κατεργασία της ύλης. Αλλωστε -για να έρθουμε στο άλλο πεδίο- στη μετα-κατοχική εποχή που η αντίσταση διατηρούσε τα ανεξόφλητα δικαιώματά της, καταπατημένα στο όνομα ηλίθιων λαθών -ή αν νομίζετε λαθών ηλιθίων- η διέξοδος που εκφράστηκε με τη λεγόμενη αντιστασιακή λογοτεχνία, απέδωσε πενιχρά αποτελέσματα. Το ένα και μόνο ποίημα των Εποχών που μπορεί να καταλογιστεί ως αντιστασιακό, η διαπλοκή του ηρωικού με το πένθιμο, δρα τόσο διακριτικά και αποστασιοποιημένα, ώστε το «επικαιρικό φρόνημα» καθώς υπονομεύεται -με επίπλαστη σοφία- διασώζεται χάρη στην αυθεντικότητα ανάδειξης ενός πνεύματος απαλλαγμένου ψευδαισθήσεων.
Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο τίτλος «εποχές» δεν δόθηκε συμπτωματικά, αφού επιβεβαιώνεται και μέσα από την ύλη της συλλογής στην οποία αφθονούν οι χρονολογίες. Ενδεικτικά: οι δύο πρώτες συγκεκριμένες: «Χειμώνας 1942» και «13.12.43» και ενδιάμεσα ο έμμεσος τρόπος: «Απροσδιόριστη χρονολογία». Να θυμίσω ότι η πρώτη δημοσίευση ποιήματος του νεαρού Αναγνωστάκη σε λογοτεχνικό περιοδικό του κέντρου είχε τίτλο τις χρονολογίες «1870-1942» οι οποίες υπονοούσαν τη διαφορά κλίματος (νοοτροπίας) της εποχής των τελευταίων ρομαντικών ποιητών -1870- Δημ. Παπαρρηγόπουλου και Σπυρ. Βασιλειάδη (που έλαμψαν στο ποιητικό στερέωμα: στα 1863-1873, κατά Παλαμά) και της σύγχρονης -1942- πλην ανελέητης πραγματικότητας.
Αν έκτοτε στην ποίηση του Αναγνωστάκη δεν ανιχνεύεται κανενός είδους στράτευση, οι Εποχές είναι διάστικτες από τα ίχνη της κατοχικής περιόδου μέσα από τα οποία τίποτε από τυχόν άμεσο περιστατικό δεν εντοπίζουμε, αν έχουμε λόγο ως μάρτυρες των ίδιων συνθηκών. Συγκεκριμένα: δεν εντοπίζονται περιστατικά αλλά καταστάσεις. Με συνέπεια το χρονικό υποκείμενο να έχει αναλάβει διαχρονική υπόσταση και ο ποιητικός λόγος να εκπληρώνει τις λειτουργικές του υποχρεώσεις.
Αν επέμεινα τόσο στα πρώτα ποιήματα του Αναγνωστάκη, είναι, γιατί όταν εκδίδονται σε βιβλίο, ο ποιητής μόλις έχει συμπληρώσει τη δεύτερη δεκαετία της ζωής του, που συνεπάγεται -αν πιστεύουμε ότι ο ποιητής δεν γίνεται αλλά γεννιέται- ότι η νεανική αφέλεια που τυχόν του καταλογιστεί κερδίζει τελικά το στοίχημα της γνησιότητας μεταφρασμένης ως αθωότητας. Δεδομένο ότι ο ποιητής είναι παρών, ενώ ο συγγραφέας δεν έχει ακόμη κατασκευάσει τα προσωπεία του, έτσι που να μπορούμε να αντλήσουμε τις αυθεντικές πηγές του και τα χαρακτηρολογικά του γνωρίσματα.
Πόρισμα. Από την πρώτη του φάση το ύφος Αναγνωστάκη μάς έχει δώσει ικανά δείγματα γραφής, ώστε όταν μεταβούμε στις Εποχές, 2, με ύλη των ετών 1946-1948 (έχουμε μπει για τα καλά στον Εμφύλιο), το κλίμα που αναδύεται, να έχει αλλάξει αισθητά. Αν μιλούσαμε πριν για νεανική περίοδο, τώρα η πρώιμη ωριμότητα φορτίζεται από «ναυαγισμένα όνειρα». Στα ποιήματα της δεύτερης αυτής σύναξης -εποχής δύσκολων καιρών- ο ποιητής φαίνεται να έχει εισπράξει το δίδαγμα του αργοβάδιστου ασθματικού ρυθμού του Σεφέρη -επιβλητικού δασκάλου τότε για υποψιασμένους μαθητές- μεταλλάσσοντάς του τα δεδομένα σε σύγχρονες καταστάσεις όπου κυριαρχούν λέξεις ως μοτίβα, κρύβοντας -να το εκφράσω περιληπτικά- αμφίσημες έννοιες, απουσία, νοσταλγία, αναχώρηση, απρόσιτο, λεηλασία, μνήμη, σκοτάδι, ή φράσεις «ασυλλόγιστη λεηλασία», «νεκρές στέγες της πολιτείας», «απόγνωση της τρυφερότητας».
Δεν θα υποκύψω στον πειρασμό να παραθέσω κάποιο απόσπασμα από τα οκτώ άτιτλα ποιήματα της σύναξης. Εχουν ως τίτλους αραβικούς αριθμούς, πράγμα που δηλώνει, όσο εκτιμώ: όχι την ενότητα αλλά την κοινή προέλευση καταστάσεων εποχής, μιας άλλης εποχής που προϋπέθετε τις εμπειρίες της Κατοχής, ιδωμένες μέσα από τους όρους της Αντίστασης, διαβασμένης στον οραματικό της χαρακτήρα και όχι στην παράφωνη κομματική της εξαργύρωση. Υπόθεση εργασίας. Με αυτά τα ποιήματα ανιχνεύεται πρώιμα η διάψευση των προσδοκιών ως δραματικό δεδομένο.
Ακολουθούν δύο χρόνια, 1947, 1948, με μηδενική παραγωγή ποιητικού έργου, όσο ξέρουμε, και καθυστερημένα, τον Ιούλιο 1951, έχομε τις Εποχές, 3, με ποιήματα γραμμένα στα 1949-1950. Να το πω όσο μπορώ πιο ανώδυνα· τώρα έχουμε ποιήματα γραμμένα στη φυλακή, το Γεντί Κουλέ, ή επίσημα και επιβλητικά: στο «Επταπύργιο». Η φυλακή, άσχημη συνθήκη που μπορεί να γεννήσει πληκτικές αυτοβιογραφικές σελίδες ή φωνές αδικημένης συνείδησης. Ο αναγνώστης όμως που αγνοεί την υπόθεση νομίζει ότι ο ποιητής συνεχίζει το έργο του απερίσπαστος, ενώ ο ενημερωμένος πρέπει να φανταστεί ότι ο Αναγνωστάκης έχει αποδράσει από τη φυλακή και γράφει σε ένα τετράδιο -πλάι στα βιβλία του της Ιατρικής. Πάντως, ξεχνώντας όσα ξέρουμε, βρίσκουμε τώρα μια ποίηση στην οποία η μνήμη δεν λειτουργεί ως απόδραση από ένα ζοφερό παρόν, αλλά αποδίδοντας καταστάσεις όπου το υποκείμενο δρα μέσα σε ένα συλλογικό σώμα, κοιταγμένο στους παραλογισμούς του. Ωστόσο στα τελευταία 7 -μαζί με τον «επίλογο»- ποιήματα αποδίδονται καταστάσεις των συμβάντων της φυλακής στα χρόνια των στρατοδικείων. Ο θάνατος ή, να το πούμε ωμά, ο «τυφεκισμός ανωνύμων» δεν μπορούσε παρά να είναι συγκλονιστικός, ιδωμένος από διπλανό κελί. Ωστόσο και πάλι ο λόγος δεν είναι καθόλου ρητορικός, δεν εκτρέπεται σε αφορισμούς και καταγγελίες. Ο αφηγητής αντιδρά με ουμανιστική συνείδηση, ως εάν ο θάνατος να καταλογίζεται στην ανθρώπινη μοίρα -μεταφράζω τη γλώσσα του Μαλρό· το ωκεάνιο αίσθημα. Ο συνοπτικός -μάλλον αποφθεγματικός- λόγος των ποιημάτων αυτών μοιάζει να διακόπτει προσωρινά τη σιωπή -μπροστά στο παράλογο- και έρχεται να διασώσει το δραματικό ως αυτονόητο μέσα από την απλή κατάθεσή του. Οι παλιοί μας δάσκαλοι θα μιλούσαν για ποιητικό ένστικτο που παίζει το ρόλο του συμβούλου που σώζει την κατάσταση.
Επειτα από σιωπή περίπου τριών ετών, που συμπίπτει με την «αντικειμενική» και «υποκειμενική» αλλαγή της κατάστασης, μιας άνοιξης που περιέπεσε αμέσως μετά σε πνευματικό λήθαργο, έρχεται Η Συνέχεια, με εργασία των σκληρών ετών 1953, 1954 και το 1955 Η Συνέχεια, 2. Το προτελευταίο από τα 15 αυτά ποιήματα έχει συμβολική χρονολογία πλαγιογραμμένη, συνεπώς υπογραμμισμένη: 9η Θερμιδώρ 1955. Να τη μεταγράψουμε: παραπομπή στο Γαλλικό Διαφωτισμό που οδήγησε στη Γαλλική Επανάσταση και η ακρίβεια: 28/7/1794, σημάδευε την πτώση του Ροβεσπιέρου, πιθανόν και πτώσεις ανάλογες. Η χρονολογία 1955 παραπέμπει στην ελληνική πραγματικότητα, ή τυχόν και ανάλογες; Σιβυλλική γλώσσα; Μάλλον ναι. Η απορία παραμένει για τους λόγους.
Ο Αναγνωστάκης και με αυτά τα ποιήματα αποδίδει καταστάσεις και νοοτροπίες μιας εποχής που γεννούσε τέρατα, όσο τα πράγματα τα έβλεπε κανείς με τις προσδοκίες που εγκυμονούσε ο αντιφασιστικός αγώνας και δεν ήταν αφέλειες αν συγκρίνουμε χαρτιά και βιβλία του Σεφέρη ή ποιήματα του Ελύτη ανάλογης κατηγορίας.
Επισπεύδω για προφανείς λόγους. Η επόμενη σιωπή του ποιητή διήρκεσε άλλα έξι χρόνια -και το κοινωνικό/πολιτικό σκηνικό ανοιγόκλεινε σπασμωδικά όταν τυπώθηκε Η Συνέχεια, 3, το 1962 με 19 ποιήματα, χωρίς οι τρόποι και τα μέσα να μεταβληθούν, αλλά και χωρίς επαναλήψεις, αποδίδοντας πάντοτε τα του Καίσαρος. Αυτή τη φορά τη σιωπή αιτιολογούσαν οι τρεις δημιουργικοί τόμοι της «Κριτικής», ενός περιοδικού αποκλειστικά κριτικής ελληνικής και ξένης -βοήθησαν πολλοί και αρκετά η Νόρα Αναγνωστάκη- του οποίου ο ρόλος -κατά τη βούληση του Αναγνωστάκη- υπήρξε σημαντικός κυρίως για τον κατηγορηματικά παρεμβατικό του χαρακτήρα.
Ισχυρίζομαι -χωρίς να υποτιμώ άλλες συμπεριφορές και έργα της ίδιας γενιάς- ότι στα ποιητικά μεταπολεμικά πράγματα κανένα έργο δεν είναι τόσο συνυφασμένο με την ελληνική «πραγματικότητα» -ή ό,τι τέλος έτσι ονομάζουμε- τόσο ευαίσθητα αποδομένες στον κύριο χαρακτήρα τους, στη νοοτροπία που εξέθρεπτε, όσο στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, χωρίς να μπορεί να την εξαργυρώσει κανένα ιδεολογικό ή πολιτικό μόρφωμα. Ποίηση πολιτική -όπως του Καβάφη και του Σεφέρη από άλλα σημεία εκκίνησης- στην οποία τα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα κοιτάζονται και μετριούνται μέσα στην ανθρώπινη κλίμακα, όταν η γωνία λήψεως της πολιτικής κρίνεται με την ηθική της διάσταση.
Αν τα δεκατρία ποιήματα του Στόχου (1970) μέσα στην κωμικοτραγική, αλλά αδίστακτη δικτατορία, ήταν και χειρονομία, μολονότι:
«Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες
Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα»
Εστω.
Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς».
με αυτό το δεδομένο ανοιγόμαστε σε άλλης μορφής αντίληψη, μετρώντας το βαθμό της συμβολής ενός εκάστου στη διαμόρφωση συνειδήσεων, όπου εκεί η σημασία της παρουσίας του Αναγνωστάκη είναι αδιαφιλονίκητη, τότε όμως αρχίζει μια άλλη ανεξόφλητη ιστορία.
ΥΓ. Το καλοκαίρι σε ένα μικρό Συνέδριο στη Σύρο, διαπίστωνα πόσο, σε νέους φιλολόγους με αισθητό το ιστορικό σύνδρομο, μετρούσε πολύ ο λόγος του Αναγνωστάκη.