ελληνική μουσική
    632 online   ·  211.204 μέλη

    Αγαπημένα ποιήματα και ποιητές

    maspa
    10.09.2006, 18:44
    Το μέλος eleni_1982 στις 06-09-2006 στις 23:01 έγραψε...
    Παράθεση:

    Μονόγραμμα -Ελύτης

    Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος,στόν Παράδεισο

    Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
    Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
    Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

    Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

    Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
    Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
    Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.

    ΙΙ.

    Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
    Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
    Εάν είναι αλήθεια

    Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
    Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
    Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
    Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική

    Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
    Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
    Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
    Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
    Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
    Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
    Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
    τούς καταρράχτες

    Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
    Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
    Στόν τοίχο μέ τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
    Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

    Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
    Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
    Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.

    ΙΙΙ.

    Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

    Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
    Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
    Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή
    σεντόνια
    Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
    Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
    Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
    Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

    Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
    Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
    Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
    Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
    Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

    Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
    Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
    Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά

    Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
    Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
    Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
    Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
    Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
    Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
    Εξαργυρώνει:

    Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
    Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
    Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
    Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
    Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

    Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
    Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
    Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
    Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
    Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
    Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
    Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

    ΝΑ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ.

    ΙV.

    Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
    Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ’ακούς
    Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
    Μαχαίρι
    Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
    Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
    Είμ’εγώ,μ’ακούς
    Σ’αγαπώ,μ’ακούς
    Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
    Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
    Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

    Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

    Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
    Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
    Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
    Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
    Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,ν’ακούς
    Τών ανθρώπων
    Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
    Στά νερά ένα-- ένα , μ’ακούς
    Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
    Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
    Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
    βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
    Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
    Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
    Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
    Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
    Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

    Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
    Τής αγάπης
    Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
    Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
    Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
    Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
    Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

    Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

    Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
    Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
    Μές στή μέση τής θάλασσας
    Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
    Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
    Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
    Άκου,άκου
    Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει- ακούς;
    ποιος γυρευει τον αλλο,ποιος φωναζει-
    ακους;
    Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
    Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

    V.

    Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
    Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
    Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
    Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
    Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
    Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
    Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

    Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
    Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
    Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
    Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

    Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
    Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
    Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

    Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
    Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
    Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
    Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
    Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς

    Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
    Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

    Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
    Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
    Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
    Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
    Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
    Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
    Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα μ’όλα της τά βοτάνια
    Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
    Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
    Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
    Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
    Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
    Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
    Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.

    VI.

    Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
    Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
    Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
    Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
    Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
    Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
    τής θάλασσας

    Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
    Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
    Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
    Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

    Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

    Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
    Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
    Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
    Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

    Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
    νεογέννητο
    Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
    Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
    Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
    Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
    Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !

    VII.

    Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
    Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

    Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
    Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
    Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

    ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΩ ΜΙΣΗ ΝΑ ΠΕΡΝΑΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ
    ΚΑΙ ΜΙΣΗ ΝΑ ΣΕ ΚΛΑΙΩ ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ...…




    Κι εγώ έχω να προσθέσω το εξής:

    Όπως και:

    Όσο κι αν κανείς προσέχει
    όσο κι αν το κυνηγά
    πάντα θα 'ναι αργά
    δεύτερη ζωή δεν έχει......

    Διασκευασμένο ποίημα του Ελύτη σε μουσική Δ.Παπαδημητρίου.....
    poison_girl
    11.09.2006, 02:28
    ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ

    Ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές.
    Στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει.
    Θαλασσοκόρη του βυθού - χίλιες οργιές -
    του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι.
    Και σ' έριξα σ' ένα βιβάρι σκοτεινό
    που στέγνωσε και ξανεμίστηκε το αλάτι.
    Μα εσύ προσμένεις απ' το δίκαιον ουρανό
    το στεριανό, το γητευτή, τον απελάτη.
    Όταν θα σμίξεις με το φως που σε βολεί
    και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη
    πάνω σε πράσινο πετούμενο χαλί,
    θα μείνει ο ναύτης να μετρά το άσπρο χαλίκι

    Aiolos_m
    11.09.2006, 20:02
    Το "Μέρες Αργίας" που μελοποιήθηκε από τα Διάφανα Κρίνα στον δίσκο τους " Έγινε η απώλεια συνήθειά μας" είναι το ΙΧ μέρος του ομώνυμου ποιήματος του Διονύση Καψάλη, το οποίο είναι το τέταρτο μέρος της ποιητικής του συλλογής "ΤΕΤΡΑΛΟΓΙΑ".



    Ι.

    Μέρες αργές, και πιο αργές του Οκτωβρίου
    αυτές οι μέρες που περνούν· επιβιώνω
    μετά τον έρωτα, την ποίηση, τον πόνο,
    με λίγες μόνο αμυχές προτέρου βίου.

    Κυλούν οι ώρες σ' ένα πέλαγος Κυρίου,
    χάρτινοι κόσμοι κυματίζουν, επανδρώνω
    παλιά απόρρητα γραμμένα σ' άλλο χρόνο,
    κάτι κρυφούς εορτασμούς εργαστηρίου,

    κι αύτανδρος μέσα μου βυθίζομαι. Πατέρα
    άλλον δεν είδα να με θέλει πο κοντά του
    απ' τον απρόσιτο προσήγορο αιθέρα·

    κι όλα που κράτησα πατρώα και μητρώα,
    όσα μιλούσαν κι όσα σώπασαν αθρόα,
    καίνε στον ύπνο μια παράσταση θανάτου.

    ΙΙ.

    Τα σεραφείμ, τα χερουβείμ, οι μαύρες σκέψεις,
    μέσα στο λίγο που κοιμάμαι συγυρίζουν·
    βάζουν παράθυρα της νύχτας, ευμενίζουν
    κλεισμένες πόρτες - περιμένουν επισκέψεις.

    Κι ας διαφωνώ με τόση πένθιμη σοφία,
    φιλοτεχνώ πειθήνια σε κάποιο βάζο
    λουλούδια της γεντιανής κι επισκευάζω
    ημερολόγια, αισθήματα, λοφία.

    Λέω, θ' ανοίξει σαν αυλαία τ' όνειρό μου,
    και θα παιχτεί ξανά ο πρώτος εαυτός μου,
    θ' αποδοθεί επακριβώς και θα τελειώσει·

    κι αυτό το άθλιο παράπηγμα του τρόμου,
    αυτό το θέατρο του ειπωμένου κόσμου,
    με μια πνοή βρεγμένου δρόμου θα παλιώσει.

    ΙΙΙ.

    Κάποτε θα 'φτασα ψηλα στην ομορφιά·
    ακόμη βλέπω το κενό να κατεβάζει
    πυρακτωμένο φως, κι ο ύπνος αποστάζει
    πυρήνες κόσμου γαληνεύοντας βαθιά.

    Μα τόσος κόπος, τόσος θάνατος, παρείλκε:
    έτσι κι αλλιώς ο τόπος θα 'πιανε τραγούδι,
    μόλις αμίλητος στα χείλη σαν το χνούδι,
    κι αρκούσε λίγος Σολωμός ή λίγος Ρίλκε.

    Ό,τι ευτύχησα να πάθω περιττεύει,
    ό,τι καρπώθηκα νωρίς με καταργεί·
    ένα απόγευμα ζωής να με μαγεύει,

    μια καλοσύνη της ακάλεστης κι αργή,
    και το τραγούδι ανεπίδοτο θ' ανέβει
    μέσα σε νάρκη φθινοπώρου και σιγή.

    ΙV.

    Ο ουρανός δεν έχει άλλες ιστορίες,
    άλλο σκοτάδι, φως κρυφό που δεν ειπώθη,
    άλλη ψυχή να του χαλάμε για να κλώθει
    πολέμους, έρωτες, λαμπρές εκεχειρίες.

    Όμως απόψε που είχε θέατρο να φύγει,
    πορφύρας άπλωμα για την υπόκλισή του,
    με πυρπολεί το φως με δάφνες του απροσίτου,
    όλα ισχύουν και μια δόξα τα τυλίγει.

    Όλα πυργώνουν, πάλι πέφτουν, και βραδιάζει
    στα χρονικά του έρωτα και του θανάτου,
    σκόνη και σκύβαλα, συντρίμματα και χνώτα·

    ένα μικρό παιδί μες στα σκεπάσματά του
    ανοίγει πάλι λίγο κόσμο και διαβάζει
    πριν κοιμηθεί σ' ένα παράπονο από φώτα.

    V.

    - Αλλοτε θα 'παιρνες αργόπλοα τα χρόνια
    όπως ανέβαιναν του ύπνου το ποτάμι·
    θαμποί παράδεισοι θα 'φεγγαν απ' το τζάμι,
    όχθες με λίκνισμα του θέρους και τριζόνια.

    Τώρα στο βύθισμα του υπνοδότη νόμου
    ακούς τη φρίκη των βωμών, όλους τους κρότους
    του σαρκασμού, και στην αργή καρδιά του σκότους
    μετρά τις μέρες η κραυγή του υλοτόμου.

    - Αλλοτε, τώρα, χρόνια μπρος και χρόνια πίσω,
    ασκώ μια μάταιη χημεία· τις εικόνες
    τις εμφανίζει ο ουρανός - και ποιόν θα πείσω·

    όταν κοιμάμαι κι ονειρεύεσαι αιώνες,
    πρώτο μου πρόσωπο κομμένο στους αγκώνες,
    μαντεύω λίγο ουρανό για ν' αγαπήσω.

    VΙ.

    Φτάνοντας, στάθηκε πριν μπει· από τις γρίλιες
    το ξεχασμένο φως σκορπούσε θαλπωρή
    έξω στο δρόμο που ξημέρωνε· μπορεί
    σαν από πλήκτρα τ' ουρανού ν' άκουσε τρίλιες,

    και σαν το θρόισμα ομήγυρης που χίλιες
    και μία νύχτες γιόρτασε κι αποχωρεί·
    κι ίσως φαντάστηκε να σβήνουν οι χοροί,
    οι τελευταίες - σ' ένα βύθισμα - καντρίλιες.

    Κάποιο σκοτάδι του σπιτιού τους είχε πάρει,
    σε κάποιο γύρισμα καιρού είχαν χαθεί·
    γιατί ανοίγοντας την πόρτα, στο βαθύ

    που πήρε η ημέρα να χαράζει κεχριμπάρι,
    είδε μεμιάς όπως αστράφτει ένα σπαθί
    τη δόξα όλη να 'χει φύγει και τη χάρη.

    VΙΙ.

    Ένα συναίσθημα αργό, καθώς τελειώνει
    κάτι που άρχισε - δεν ξέρω πόσα χρόνια·
    κι είναι νωρίς ακόμη· νύχτες με τριζόνια
    θα 'ρθουν πολλές, και πάντα η μνήμη θ' αλλοιώνει.

    Είναι πολύ νωρίς, κι η μνήμη που αραδιάζει
    θαμπές μορφές απ' το βιβλίο των νεκρών,
    αποτραβιέται, σαν σε γύρισμα νερών,
    μ' ένα συναίσθημα αργό καθώς βραδιάζει.

    Να 'ναι το σχήμα της θλιμμένης εποχής,
    να 'ναι το σπίτι στη βροχή που σαν θαλάμη
    μαζεύει φόβο, κι ο βυθός μιας ενοχής;

    Κλείνω στο χέρι μου μια παιδική παλάμη,
    και απαλά μέσα στον ύπνο της ψυχής
    με νανουρίζει χαμηλόφωνο ποτάμι.

    VΙΙΙ.

    Κάποτε γίνεται ο φόβος του θανάτου
    ύπνος βαθύς και τον σκεπάζει ο Τειρεσίας·
    σαν νυχτοφύλακας σε ώρα υπηρεσίας
    που αποκοιμήθηκε στην άγρυπνη σκιά του.
    Γι' αυτό προσφεύγουμε στη λύπη των ονείρων

    μ' ένα υπόλοιπο ντροπής κι αθανασίας,
    κι ο μελανόπτερος επάνω μας σωσίας
    άλλοτε σκύβει λυρικός κι άλλωτε είρων.

    Κι όταν βραδιάζει σαν αθώωση του ασώτου,
    κι ο ουρανός μετεωρίζεται και παίρνει
    όλο το μέσα της ζωής για να νυχτώσει,

    είναι επόμενο να στρέφουμε με τόση
    πνοή στη μαντική του δύναμη, ωσότου
    ο σπαραγμός του την καινούρια μέρα σπέρνει.

    ΙΧ.

    Ξέρω πως θα 'ρθει και δεν θα' μαι όπως είμαι,
    να τον δεχτώ με το καλύτερο παλτό μου·
    μήτε σκυμμένος στις σελίδες κάποιου τόμου,
    εκεί που υψώνομαι να μάθω ότι κείμαι.

    Δεν θα προσεύχομαι σε σύμπαν που θαμπώνει,
    δεν θα ρωτήσω αναιδώς, που το κεντρί σου;
    γονιός δεν θα 'ναι να μου πει, σήκω και ντύσου
    καιρός να ζήσουμε, παιδί μου, ξημερώνει.

    Θα 'ρθει την ώρα που σπαράσσεται το φως μου,
    κι εκλιπαρώ φανατικά λίγη γαλήνη,
    θα 'ρθει σαν πύρινο παράγγελμα που λύνει

    όρους ζωής και την αδρή χαρά του κόσμου·
    δεν θα μαζεύει ουρανό για να με πλύνει,
    δεν θα κρατά βασιλικό ή φύλλα δυόσμου.

    Χ.

    Πολλά τα θραύσματα κι ανεύρετα· οι πόνοι
    δεν έχουν τίποτε να πουν για την πληγή·
    κάποιο σκοτάδι σου θα είχε διαρραγεί,
    για να θυμάσαι τέτοιο φως να σε σηκώνει.

    Και πριν τα λόγια της αγάπης γίνουν σκόνη,
    πως μεσιτεύουν οι σιωπές κι αυτομολείς
    στον ουρανό, που καθρεφτίζεται πολύς,
    και στον αιθέρα που παρήγορα νυχτώνει.

    Κοιτάς, κι αμίλητος ο έναστρος καθρέφτης,
    πέρα στη νύχτα, τόσο απέραντα παρών,
    σε υποδέχεται βαθαίνοντας, και πέφτεις,

    ο αφανής των κοσμημένων ημερών,
    με τη βαρύτητα της πρώτης απορίας,
    εδώ παράμερος, εκεί ψηλά παριάς.

    ΧΙ.

    Σου γράφω μέσ' από παράθυρα κλειστά,
    εγώ που γιόρτασα πολύ με τους απέξω·
    κι ένα που έστειλες απόψε για να παίξω
    αγάπης φάντασμα, τι κόσμο συνιστά;

    Σου γράφω ξέροντας, τα λόγια λιγοστά,
    κλεισμένα βλέφαρα, σβησμένα μάτια - έξω
    βραδιάζει δίχως αυτουργούς· σε τι να φταίξω,
    ένας σωρός θλιμμένη σάρκα και οστά;

    Μαντεύω πάνω μου το σχήμα τ' ουρανού,
    και στο δωμάτιο πλανάται κάποιος πόνος:
    είναι δικός μου, είναι μήπως αλλουνού;

    Πριν κοιμηθώ σε συλλαβίζω επιμόνως,
    Αγνή, Νάστια, Καρένινα, μαντάμ Αρνού.
    Ποτέ δεν έμαθα να ζω τελείως μόνος.

    ΧΙΙ.

    Επικρατούσε μια θλιμμένη ποικιλία,
    εκεί που έδυε το φως των ουρανών,
    κι όπως στα νύχια σου περνούσες το μανόν,
    ακολουθούσα μια κρυφή συνομιλία.

    Θα μας αρκούσε μια γιορτή στη Σικελία,
    ή μια παρέλαση εφίππων Ουκρανών·
    μ' όλο το άφωνο βάρος των αδρανών
    μελών μας πέφταμε νωρίς στην υπνηλία.

    Αχαρος πίνακας ασήμαντου ζωγράφου·
    να μας τιμούσε ο Μπονάρ ή ο Βερμέρ,
    να μη μας έπνιγε η πρόνοια του τάφου.

    Να 'ταν κι η θάλασσα η πικροκυματούσα,
    να λικνιζόμαστε στους τόνους του La Mer,
    κι από τα νύχια ως την κορφή να σε φιλούσα.

    ΧΙΙΙ.

    Οι αφανείς ημέρες, πρόθυμα ωραίες,
    πόσο πιο δύσκολες στη μνήμη από τις άλλες,
    που τις ακούει το μυαλό να σκάβουν σκάλες,
    κι επαγρυπνούν μέσα στον ύπνο σαν κεραίες.

    Κι όμως αυτές αφήνουν φως, στις πιο ακραίες
    σιωπές του σώματος αργές όπως οι στάλες·
    μέρες που πέρασαν αθόρυβα μεγάλες,
    τόσο κοινές που δεν θα γίνουν αγοραίες.

    Κι όταν ο νους κρυφά τις παίρνει και τις πλάθει,
    όπως την ψίχα με τις άκρες των δαχτύλων,
    σκέφτεται κάποτε πως ίσως με τα πάθη

    που περισσεύουν, όταν θα 'χουν φύγει όλοι,
    πάνω στην τράπεζα των ξένων και των φίλων,
    βρεθούν μιας τέχνης του εφήμερης οι βόλοι.

    ΧΙV.

    Κι ο ουρανός προς τι τον άρρωστο καιρό,
    στην τόση ένδεια του τώρα και του πέραν;
    Πήγαν στον άνεμο προσκυνητές και φέραν
    εικόνες κόσμου, κι ούτε μια σταλιά νερό.

    Κι αυτός ο κόπος της ζωής που καρτερώ,
    κι η τόση πρόγνωση εκείνων που δεν ξέραν;
    Όσα ποιούμε κατ' εικόνα ημετέραν
    και θα μιλούσαν, μια φορά κι έναν καιρό;

    Ο μέγας θόλος ένα βύθισμα θανάτου,
    ήλιοι, πλανήτες, νεφελώματα που σβήσαν,
    και γαλαξίες μακρινοί τα όνειρά του.

    Δεν λέω πέθανε, λέω αποκοιμήθη,
    μέσα στο έναστρο στερνό του παραμύθι,
    κι όλα τα πράγματα θα μείνουν όπως ήσαν.

    ΧΙV.
    Αυτό το δέντρο κι ο κρυφός κορυδαλλός του
    κάτι πρεσβεύουν, προ καιρού συμφωνημένο·
    μα εδώ που κάθομαι αιώνες, δεν προσμένω
    κανένα μύνημα φυγής ή κάποιου νόστου.


    Ξέρω, δεν είναι λειτουργοί μεγάλου αγνώστου,
    να προφητεύουν το κυρίως δεδομένο·
    θάλλουν ανάμεσα στο ίδιο και στο ξένο,
    εκεί που ο κόσμος επαφίεται στο φως του.


    Μα εδώ στο δέντρο που μου δίνει τη σκιά του,
    ο χρόνος όλος σαν παράδεισος απλώνει,
    σε μια παράξενη αναίρεση θανάτου·
    πέλαγος, ψίθυροι, πλαγιές, αγέρας, κλώνοι,
    επαληθεύουν, κι επιτέλους ανταμώνει
    ο προ αιώνων μελωδός τη δέσποινά του.




    theotita
    11.09.2006, 22:00
    Δυστυχώς ενώ με συνεπαίρνει η ποίηση δεν έχω σπίτι μου παρά Σεφέρη "Ποιήματα" και ένα ένθετο από εφημερίδα με Καβάφη. Στο σχολείο ευτυχώς δανιζόμουν συχνά βιβλία απ' τη μικρή μας βιβλιοθήκη κι έτσι έχω διαβάσει διάφορους ποιητές, αλλά πάντα αγαπημένος παραμένει ο Κ.Καβάφης... Δυστυχώς το ποιήμα που μου άρεσε πολύ δεν το έχει στο ένθετο και δεν θυμάμαι τον τίτλο...


    yokor
    14.09.2006, 21:52
    ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

    Mαζεύω τα πεσμένα στάχια να σου στείλω λίγο ψωμί,
    μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ό τι έμεινε απ' τον ήλιο
    να σου το στείλω να ντυθείς. 'Εμαθα πως κρυώνεις.
    Την πράσινή σου φορεσιά να την φορέσεις την Λαμπρή!
    Θα τρέξουν μ' άνθη τα παιδιά.Θα βγούν τα περιστέρια,
    κ' η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γεμάτη αγάπη!
    Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα όποιο δένδρο θέλεις
    Μ' ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης
    βγαίνουνε στην καρδιά μου!
    Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως.Τ' ακούς;.. Ναρθείς!





    rory166
    15.09.2006, 00:28
    Καρυωτακης..κορυφαιος..
    ειναι και συμπολιτης μου!
    yokor
    20.10.2006, 22:33
    Ένας μικρότερος κόσμος-ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

    Αναζητώ μίαν ακτή να μπορέσω να φράξω
    με δέντρα ή καλάμια ένα μέρος
    του ορίζοντα. Συμμαζεύοντας το άπειρο, να χω
    την αίσθηση: ή πως δεν υπάρχουνε μηχανές
    ή πως υπάρχουνε πολύ λίγες· ή πως δεν υπάρχουν στρατιώτες
    ή πως υπάρχουνε πολύ λίγοι· ή πως δεν υπάρχουνε όπλα
    ή πως υπάρχουνε πολύ λίγα, στραμμένα κι αυτά προς την έξοδο
    των δασών με τους λύκους· ή πως δεν υπάρχουνε έμποροι
    ή πως υπάρχουνε πολύ λίγοι σε απόκεντρα
    σημεία της γης όπου ακόμη δεν έγιναν αμαξωτοί δρόμοι.
    Το ελπίζει ο Θεός
    πως τουλάχιστο μες στους λυγμούς των ποιητών
    δεν θα πάψει να υπάρχει ποτές ο παράδεισος.



    Lansetris
    20.10.2006, 22:59
    Στ' αστεία παίζαμε!

    Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
    Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού σας δώσαμε και τις
    γυναίκες μας
    Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
    Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.
    Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ' το φως
    της ημέρας
    Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του
    ημεροδείχτη
    Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
    Πώς θα φύγουμε τώρα; που θα πάμε; ποιος θα
    μας δεχτεί;

    Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω
    τα χαρτιά μας
    Κλέφτες!
    Στα ψέμματα παίζαμε!
    ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
    Και ακόμη:
    ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
    ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
    ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
    poison_girl
    21.10.2006, 16:40
    Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες-Mαρια Πολυδουρη

    Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
    σε περασμένα χρόνια.
    Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
    και σε βροχή, σε χιόνια,
    δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.

    Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
    μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
    μόνο γι' αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο
    κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
    μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

    Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
    και στη ματιά σου να περνάει
    είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο
    να παίζει, να πονάει,
    μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.

    Γιατί, μόνο γιατί σε σεναν άρεσε
    γι' αυτό έμειν' ωραίο το πέρασμά μου.
    Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα
    σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
    Μόνο γιατί σε σεναν άρεσε.

    Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα
    γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
    Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
    μένα η ζωή πληρώθη.
    Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.

    Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
    μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
    Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
    μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
    μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

    punkster
    21.10.2006, 17:09
    "Τα προβατα απηργησαν.
    Ζητουν καλυτερες συνθηκες σφαγης."
    Ντινος Χριστιανοπουλος




    rompa
    23.10.2006, 21:27
    Τα περισσότερα του Καβάφη και Σαχτούρης

    Μ. Σαχτούρης

    Ο στρατιώτης ποιητής

    Δεν έχω γράψει ποιήματα
    μέσα σε κρότους,
    μέσα σε κρότους
    κύλησε η ζωή μου.

    Την μιαν ημέρα έτρεμα,
    την άλλην ανατρίχιαζα
    μέσα στο φόβο,
    μέσα στο φόβο
    πέρασε η ζωή μου.

    Δεν έχω γράψει ποιήματα,
    δεν έχω γράψει ποιήματα,
    μόνο σταυρούς
    σε μνήματα
    καρφώνω.