ελληνική μουσική
    582 online   ·  210.874 μέλη

    Μάρκος Βαμβακάρης

    Mesoxoritis
    18.12.2006, 01:57
    MAPKΟΣ BAMBAKAPHΣ
    «Xαμάλης και αριστοκράτης»
    Mε τη γλώσσα της μαγκιάς - που χρησιμοποιούσε ο Mάρκος Bαμβακάρης - αφηγείται ο γιος του Στέλιος στιγμές και γεγονότα που έζησε κοντά του, στο βιβλίο τού Mάνου Tσιλιμίδη «Ο Άγιος Mάγκας» (εκδ. «Kάκτος»)

    ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ

    Ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε μια δική του διάλεκτο και ένα μεγάλο ταλέντο στο βρίσιμο: «Διέθετε τρομερό... συγχρονιζέ με τη διάλεκτο του κουρμπετιού, του χασισιού, των τεκέδων, των λιμανιών και της χυδαιολογίας. Ο τρόπος όμως που χρησιμοποιούσε αυτή τη γλώσσα ήταν ποιητικός. Έλεγε λέξεις που σε βαράγανε στο μελίγγι. Τον βοήθαγε και η φωνή του. Όταν έπιανε τα καντήλια και το ιερατείο και βλαστήμαγε, ήτανε να τρέχεις - δεν σε έπαιρνε να τα βάλεις μαζί του, καλύτερα να μην άκουγες το ξέσπασμα», θυμάται ο Στέλιος Βαμβακάρης

    Ποιητής, μπουζουξής, τραγουδιστής, χορευτής, αριστοκράτης, χαμάλης...

    Ο Μάρκος Βαμβακάρης «πολυτεχνίτης», όπως αναφέρει σε ένα τραγούδι του... Ο γενάρχης του μπουζουκιού του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, σε άγνωστες και ανθρώπινες στιγμές της ζωής του... Τα περιγράφει συναρπαστικά ο γιος του Στέλιος Βαμβακάρης, στο βιβλίο «Ο Άγιος Μάγκας» που έγραψε ο Μάνος Τσιλιμίδης και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κάκτος».

    Είναι ίσως η πρώτη φορά που βλέπουν το φως της δημοσιότητας τόσο πολλές και ουσιαστικές λεπτομέρειες που συνθέτουν την προσωπικότητα του Μάρκου Βαμβακάρη ως απλού ανθρώπου και λαϊκού καλλιτέχνη.

    Με άμεσο τρόπο οι αφηγήσεις ζωντανεύουν εικόνες από την ταραγμένη και σκληρή ζωή του Μάρκου. Εικόνες δυνατές, μέσα από τις οποίες ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να διακρίνει πώς μπήκαν τα θεμέλια για να στηθεί, να προχωρήσει και να ανθήσει αυτό που λέμε σήμερα αυθεντικό λαϊκό τραγούδι, με κυρίαρχο όργανο το τρίχορδο μπουζούκι.

    Τη γλώσσα, τους ιδιωματισμούς και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούσε ο Μάρκος τα έχει αφομοιώσει ο Στέλιος Βαμβακάρης τα χρησιμοποιεί στις αφηγήσεις του και τα μεταφέρει ζωντανά με τον δικό του τρόπο ο Μάνος Τσιλιμίδης: «Ένα μικρό παιδί ήταν ο πατέρας μου και περνούσε κάθε μέρα μέσα από όλα τα στάδια της ζωής, μπάνιζε και την ομορφιά και τη βρωμερή ασχήμια της, σπούδαζε την κοινωνία από μέσα και έτσι έμαθε να το προσέχει το τομάρι του. Καλλιέργησε το νταηλίκι του και ακόνισε καλά τη μαγκιά του, διότι αλλιώς δεν θα μπορούσε να επιβιώσει και θα τον τρώγανε λάχανο.

    Όταν ρωτάγανε τον Μάρκο πώς έμαθε αυτά που ξέρει, αφού η φτώχεια τον έδιωξε από τα σχολικά θρανία, εκείνος απαντούσε ότι τον στιβαρό λόγο του τον χρωστούσε στις εποχές που πούλαγε εφημερίδες. Παινευόταν πως οι εφημερίδες τον μορφώσανε - διότι πάντοτε, όπως έλεγε, πριν τις πουλήσει, τις μάσαγε όλες και τις διάβαζε μέχρι την τελευταία αράδα». Αφού αναφέρεται στις δουλειές που έκανε ο πατέρας του για να ζήσει, ο Στέλιος Βαμβακάρης καταλήγει: «Για μένα πραγματικός αριστοκράτης είναι αυτός που κουβαλάει χωρίς ντροπή της φτώχειας του το μεγαλείο. Αυτός ήταν ο Μάρκος: ποιητής, μπουζουξής, τραγουδιστής, χορευτής, αριστοκράτης, χαμάλης».

    Κάθε ένα από τα 36 κεφάλαια του βιβλίου αποτελεί και μία ξεχωριστή ιστορία από την καθημερινή ζωή του Μάρκου Βαμβακάρη, στην οποία πρωταγωνιστούν πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντος του γενάρχη του ρεμπέτικου. Άνθρωποι απλοί που ασυνείδητα ή ενσυνείδητα έπαιξαν βασικό ρόλο στο δημιουργικό του έργο αλλά και στη διαμόρφωση καταστάσεων που οδήγησαν το λαϊκό μας τραγούδι, σε πορεία ανοδική και το κατέστησαν στήριγμα αναγκαίο για τον λαϊκό μουσικό πολιτισμό τα τελευταία 70 χρόνια.


    Ο «σωτήρας» Μπιθικώτσης


    Μία από τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής τού Μάρκου Βαμβακάρη ήταν που πήγε ο Μπιθικώτσης στο σπίτι του, στην Κοκκινιά, και τον συνάντησε για να του αναγγείλει ότι θα ξανατραγουδήσει όλα τα παλιά τραγούδια του. «Κατά τις τέσσερις τα ξημερώματα, κι αφού είχαμε περάσει απ' όλα τα στέκια, πήραμε το δρόμο για το σπίτι», θυμάται ο Στέλιος Βαμβακάρης. «Κάποια στιγμή μού λέει: "Κοίταξε, ρε μάγκα, πώς κατάντησα. Με βλέπουνε σαν αντίκα. Να μην μπορώ εγώ να βγάλω μια δεκάρα και να κονομάνε τα τζουκ μποξ".

    Εκείνο το βράδυ άκουσαν οι ουρανοί εκείνη τη σιωπηλή προσευχή του Μάρκου που κατά βάθος τα λόγια της ήταν: "Όχι άλλο, γαμώτο. Με φάγανε τα βάσανα και δεν αντέχω. Μη, ρε Θεέ μου. Φτάνει. Όχι άλλη ξεφτίλα. Σώσε με!" - και την άλλη μέρα το μεσημέρι ήρθε με το ποδήλατό του ο Μπιθικώτσης, και έφερε τη μεγάλη είδηση στον Μάρκο, ότι η δισκογραφική εταιρεία δέχτηκε να ηχογραφήσει τραγούδια του Βαμβακάρη με τη φωνή του Γρηγόρη. Τον θυμάμαι σαν τώρα να παρατάει το ποδήλατο στον δρόμο και να τρέχει προς το σπίτι φωνάζοντας: «Μάρκο μου, έχω την εντολή από τον Τάκη τον Λαμπρόπουλο της "Κολούμπια". Λέει να μπω στο στούντιο να ηχογραφήσω όλα τα τραγούδια σου. Ό,τι έχεις πει μέχρι τώρα θα το ξαναπώ εγώ. Και τα παλιά τραγούδια σου και τα καινούρια και όσα θα γράψεις από δω κι ύστερα». Είχαν μεγάλη αγάπη οι δυο τους και σεβασμό. Στα πρώτα τραγούδια που ηχογράφησε ο Μπιθικώτσης ως συνθέτης είχε ζητήσει απ' τον Μάρκο να τραγουδήσει και να κάνει δεύτερες φωνές, κι ο Μάρκος είχε δεχτεί. Του είχε τσιμπήσει την καρδιά ο Μάρκος. Κι αυτή η αγάπη έμεινε αιώνια, δεν έσβησε ποτέ. Ό,τι γράφεται στην ψυχή δεν ξεγράφει. Το ίδιο βράδυ ξανάρθε ο Μπιθικώτσης, μαζί με μια ομάδα μπουζουξήδων. Και το θυμάμαι αυτό το βράδυ, γιατί κελάηδησε όλη η γειτονιά και όλη η Παλιά Κοκκινιά».

    ΤΑ ΝΕΑ
    Mesoxoritis
    18.12.2006, 01:58
    ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

    Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια καθολικών.Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες. Ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια.Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε γκάϊντα. Για το θρήσκευμά του απέκτησε αργότερα και το παρατσούκλι "Φράγκος".
    Σε ηλικία 12 ετών ο Βαμβακάρης έφυγε από τη Σύρο και πήγε στον Πειραιά. Αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένεια του. Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα όπως φορτοεκφορτωτής, εργάτης σε ορυχείο γαιάνθρακα, λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, και περίπου το 1925 ως εκδορέας. Εκεί έμαθε μπουζούκι και άρχισε να γράφει τραγούδια, εντυπωσιάζοντας με την ταχύτητα που έμαθε το όργανο αυτό και με την ικανότητά του.
    Συμμετέχει μαζί με τοΓιώργο Μπάτη, το Στράτο Στράτο Παγιουμτζή. και Ανέστη Δελιά στο πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάρτηκε "η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς". Tο 1933 με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρηo Μάρκος Βαμβακάρης κυκλοφόρησε την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στην Ελλάδα, το ¨"Καραντουζένι"("Να 'ρχόσουνα ρε μάγκα μου"). Η περίοδος λίγο πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ίσως η παραγωγικότερή του. Μεταξύ άλλων αυτή το 1935 γράφει τη "Φραγκοσυριανή", το γνωστότερο ίσως τραγούδι του.
    Μετά την απελευθέρωση την περίοδο 1948-1959 περνάει δύσκολες ώρες, η ελληνική μουσική βιομηχανία φέρεται προκλητικά αχάριστα στον πρωτοπόρο του μπουζουκιού αφού θεωρείται από τους περισσότερους "ξεπερασμένος". Περνάει σοβαρές περιπέτειες με την υγεία του και οικονομικά προβλήματα, αφορισμό από την Καθολική Εκκλησία (που ήρθη το 1966) αλλά καταφέρνει και τα ξεπερνάει Αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '50, όταν μετά από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, κυκλοφορούν παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέυ, η Άντζελα Γκρέκα ο Στράτος Διονυσίου, κ.ά.. Έτσι αποκαθίσταται, κερδίζει ξανά την καταξίωση και αναγνωρίζεται σαν η μεγαλύτερη φυσιογνωμία του ρεμπέτικου.
    Ο Βαμβακάρης πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 66 ετών.

    Mesoxoritis
    18.12.2006, 02:00
    Ένα πολύ καλό άρθρο του Πάνου Γεραμάνη για τον Μάρκο...

    ''Η παρουσία του Μάρκου Βαμβακάρη στην ελληνική μουσική σκηνή, από το 1930, σηματοδότησε μία σειρά από γεγονότα και οριοθέτησε μεγάλες εξελίξεις που συνδέθηκαν με την πορεία του ρεμπέτικου, του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού (και σε προέκταση της λαϊκής μουσικής) μέχρι τις ημέρες μας, δηλαδή στην εκπνοή του αιώνα.

    Για τους πολλούς ο Μάρκος Βαμβακάρης (1905-1972) υπήρξε ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου, ο «Γενάρχης» του μπουζουκιού, το «Δέντρο» που βγάζει τους κλώνους της λαϊκής μουσικής. Η ουσία, πάντως, είναι μία: ότι ο ιδιοφυής (και μεγαλοφυής) αυθεντικός λαϊκός καλλιτέχνης (συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής, οργανοπαίκτης) με τις εμπνεύσεις, το ταλέντο και την προσφορά του, ολοκλήρωσε ένα μεγαλόπνοο έργο, το οποίο αποτελεί ακόμη τη μεγάλη πλατμόρμα, που πάνω σ' αυτήν κινείται και δημιουργεί, 70 χρόνια, ένας κόσμος ολόκληρος, που ασχολείται μ' αυτό που ονομάζουμε και εννοούμε λαϊκό τραγούδι.

    Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε το πρωί της Τετάρτης 10 Μαΐου του 1905, στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας στην Ερμούπολη της Σύρου από καθολικούς γονείς, που ήταν φτωχοί αγρότες (Δομένικος και Ελπίδα). Ήταν ο πρωτότοκος από τα έξι αδέλφια (Λεονάρδος, Φραγκίσκος, Αργύρης, Ρόζα, Γκράτσια).

    Από πολύ μικρός, ο Μάρκος Βαμβακάρης μπήκε στη σκληρή βιοπάλη. Εγκατέλειψε ­ λόγω φτώχειας ­ το Δημοτικό σχολείο από την τρίτη τάξη και έκανε θελήματα και δουλειές του ποδαριού στη Σύρο. Οι μουσικές του καταβολές και εμπνεύσεις αρχίζουν μέσα από την οικογένειά του και την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο πατέρας του έπαιζε ωραία φυσαρμόνικα, γκάιντα και γρατσουνούσε το μπουζούκι. Ο παππούς του έγραφε στίχους. Επηρεασμένος από αυτό το κλίμα, ο μικρός Μάρκος παρακολουθούσε παράλληλα τις αποκριάτικες αναπαραστάσεις των ζεϊμπέκηδων, που γίνονταν εκείνα τα χρόνια στην Ερμούπολη. Αυτές ήταν και οι πρώτες πηγές των μεγάλων (αργότερα) εμπνεύσεών του.

    Ο νεαρός Φραγκοσυριανός καθολικός το 1917 εγκατέλειψε τη Σύρο και βρέθηκε στον Πειραιά. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η δύσκολη και μεγάλη πορεία του Μάρκου Βαμβακάρη στη ζωή, στον κόσμο του μπουζουκιού και στο τραγούδι. Και όλα αυτά δένουν μεταξύ τους με τρόπο απόλυτο και μοναδικό. Γιατί ­ όπως ο ίδιος έλεγε ­ τις εικόνες της ζωής του τις έκανε τραγούδια. Ό, τι του συνέβαινε, ό,τι έβλεπε γύρω του και ό,τι ένιωθε στον εσωτερικό του κόσμο, τα έγραφε, τα έπαιζε, τα χόρευε και τα τραγουδούσε.

    Είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση ενός αυτοβιογραφικού τραγουδιού του «Ο Μάρκος πολυτεχνίτης», που συνέθεσε μαζί με τον μαέστρο Σπύρο Περιστέρη το 1937 και το τραγούδησε μαζί με τη Σοφία Καρίβαλη. Στους στίχους του «Πολυτεχνίτη» καταγράφει τις μεγάλες δυσκολίες που συνάντησε στη ζωή του και βγάζει όλο το άσχημο κλίμα της τρομερής ανεργίας, της αναζήτησης δουλειάς από εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που προσπαθούσαν να επιβιώσουν την εποχή του Μεσοπολέμου.

    «Όλες τις τέχνες που 'κανα, ακούστε που τις λέγω

    τις γράφω και σαν θυμηθώ, μου 'ρχεται για να κλαίγω».

    Εκεί, ο Βαμβακάρης δίνει τις πιο δυνατές εικόνες από τη ζωή του, από τότε που πήγε στον Πειραιά. Εργάσθηκε φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, εργάτης στους γαιάνθρακες, υπάλληλος σε μπακάλικο, σε μανάβικο, λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, ενώ για πολλά χρόνια δούλεψε γδάρτης στα σφαγεία του Πειραιά και της Αθήνας. Ήταν το τελευταίο από τα επαγγέλματα που έκανε ο Μάρκος, μέχρι ν' ασχοληθεί οριστικά με το μπουζούκι και το τραγούδι. Η τελευταία δουλειά του ήταν αντίθετη με τον χαρακτήρα του και την θεωρούσε «καταναγκαστικό έργο», γιατί ο ίδιος ήταν πολύ ευαίσθητος με τα ζώα. Άλλωστε, μέχρι το τέλος της ζωής του, στην αυλή του σπιτιού του στην Κοκκινιά, είχε άλογο, γαϊδούρι, κότες, γάτες και ωδικά πτηνά.

    Από το 1925, λίγο πριν από την απόλυσή του από τον Στρατό, κάτι σημαντικό φαίνεται ν' αλλάζει στη ζωή του Μάρκου. Ένας μπουζουκτσής Μικρασιάτης, ο Νίκος Αϊβαλιώτης, ήταν ο άνθρωπος που μύησε τον Βαμβακάρη στα μυστικά και στον κόσμο του μπουζουκιού. Από μαρτυρίες λιμενεργατών ­ που έχει καταγράψει ο ιστορικός Παναγιώτης Κουνάδης ­ ο μουσικός πλέον Μάρκος τριγυρνά στις ταβέρνες, τα ουζερί και τους τεκέδες του Πειραιά και παίζει με το μπουζούκι του σμυρναίικα τραγούδια αλλά και τις πρώτες δικές του δημιουργίες, που δεν είχαν στο μεταξύ κυκλοφορήσει σε δίσκους.

    Η αρχή της δεκαετίας του 1930 οριοθετεί πλέον τις μεγάλες καινοτομίες και αλλαγές για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, με πρωταγωνιστή πλέον τον Μάρκο Βαμβακάρη. Τότε πρωτολειτουργεί το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων της εταιρείας Columbia στη Ριζούπολη της Ν. Ιωνίας. Ο Μάρκος Βαμβακάρης δεν είναι απλώς έτοιμος να ηχογραφήσει τα πρώτα του τραγούδια, αλλά να τα παίξει με το μπουζούκι του, κάτι που εθεωρείτο αδιανόητο μέχρι τότε για τους υπεύθυνους μαέστρους που είχαν τον πρώτο λόγο στις γραμμοφωνήσεις των δίσκων, που γίνονταν στο εξωτερικό. Το 1932, ο Γιώργος Μπάτης με δύο τραγούδια του, «Σου 'χει λάχει» και «Μπάτης ο Δερβίσης», εγκαινιάζει τις φωνογραφήσεις στη Ριζούπολη και σχεδόν ταυτόχρονα ο Μάρκος Βαμβακάρης παίζει με το μπουζούκι του και τραγουδά «Ταξίμ Σερί» και «Εφουμάραμε ένα βράδυ». Ακολούθησαν και άλλα τραγούδια με ορχήστρα που χρησιμοποιούσε μπουζούκι. Έτσι, κάποιες άλλες συνθέσεις του Βαμβακάρη δεν κυκλοφόρησαν, γιατί οι τότε υπεύθυνοι παραγωγοί δίσκων είχαν φοβηθεί, επειδή το μπουζούκι ήταν κοινωνικά υποβαθμισμένο και εθεωρείτο το όργανο του τεκέ και των καταγωγίων, γιατί εκεί μέσα τραγουδούσαν τραγούδια με περιεχόμενο γύρω από τα ναρκωτικά. Η παρουσία του Μάρκου στη δισκογραφία δεν συνδέεται μόνο με τη χρησιμοποίηση του μπουζουκιού ως βασικού οργάνου της λαϊκής ορχήστρας. Αυτό ήταν πλέον η ντε φάκτο αναγνώριση ενός παρεξηγημένου, αλλά ωστόσο μαγικού οργάνου. Ο Βαμβακάρης, από το 1930 έως το 1940, ήταν ο άνθρωπος, ο συνθέτης και στιχουργός που διεύρυνε τη θεματολογία του ρεμπέτικου. Προσάρμοσε, δηλαδή, τα τραγούδια τα δικά του, αλλά και των άλλων δημιουργών του Πειραιά (που είχαν παραλάβει τη σκυτάλη από τους Μικρασιάτες μουσικούς και μαέστρους), στην ψυχολογία της μεγάλης μάζας του λαού, μια ψυχολογία που διαμορφωνόταν από μια σειρά κοινωνικών γεγονότων. Η φτώχεια, η κοινωνική αδικία, η μετανάστευση και άλλα κοινωνικά προβλήματα πέρασαν μαζί με άλλη θεματολογία μέσα από τα ρεμπέτικα τραγούδια, που μετά το 1933 κυκλοφορούν πλέον σε δίσκους και χωρίς προβλήματα.

    Ο Βαμβακάρης, μεταξύ 1933 και 1934, συνεργάζεται με τις εταιρείες ODEON - PARLOPHONE, όπου επικεφαλής είναι ο Μίνως Μάτσας, ο οποίος παράλληλα γράφει στίχους για ελαφρά τραγούδια, αλλά δείχνει και μια συμπάθεια στο ρεπερτόριο του Μάρκου, που φωνογραφεί τον «Χαρμάνη» και το οργανικό «Αράπ Ζεϊμπέκικο» και περίπου άλλα 30 τραγούδια. Παρ' όλα αυτά, όμως, το μπουζούκι και τα ρεμπέτικα θεωρούνται από τους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης υποβαθμισμένα και οι άνθρωποι που τα γράφουν και τα τραγουδούν αντιμετωπίζονται ως εκπρόσωποι των τεκέδων και των καταγωγίων. Ακριβώς την ίδια εποχή ­ όπως είναι γνωστό ­ συμπίπτει και η συγκρότηση και εμφάνιση της πρώτης ρεμπέτικης κομπανίας του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά. Συμμετέχουν ο Γιώργος Μπάτης, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Ανέστης Δελιάς. Αυτοί λειτούργησαν με τον τίτλο «Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς». Η δημιουργία αυτής της κομπανίας υπήρξε, κατά τον Βαμβακάρη, η πιο σημαντική δουλειά στα πρώτα χρόνια της μεγάλης πορείας του στο λαϊκό τραγούδι.

    Η πιο παραγωγική, ίσως, περίοδος του Βαμβακάρη ήταν η πενταετία 1935-1940. Έγραψε πολλά τραγούδια και ανάμεσα σ' αυτά είναι και η περίφημη «Φραγκοσυριανή», που έχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα σε εκατοντάδες επανεκτελέσεις. Ο Μάρκος πλέον έχει κατορθώσει να περάσει ένα δικό του μουσικό κλίμα, που επιβάλλει το ρεμπέτικο ως λαϊκό είδος τραγουδιού στην Ελλάδα.

    Το ρεπερτόριο του Μάρκου περιλαμβάνει περί τα 350-400 τραγούδια, που έγραψε όλες τις περιόδους της πορείας του στο ρεμπέτικο. Μέσα από αυτά τα τραγούδια μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο μεγαλοφυής αλλά και αυθεντικός λαϊκός δημιουργός. Οι μελωδίες του είναι πολύ σπουδαίες, οι στίχοι λιτοί, αλλά γεμάτοι εικόνες. Οι ρυθμοί θαυμάσιοι. Η ερμηνεία αμίμητη. Όμως μέσα σ' αυτή την καλπάζουσα δημιουργία του καλλιτέχνη βγαίνει και μία σύγκρουση συναισθημάτων, η οποία σε τελευταία ανάλυση διαμορφώνει το τελικό ύφος των τραγουδιών. Αν πάρουμε ως παράδειγμα δύο από τα πιο γνωστά τραγούδια του Μάρκου, θα διαπιστώσουμε αντιθέσεις στα πάντα. Οι μουσικοί δρόμοι πάνω στους οποίους έγραφε, ήταν το νιαβέντι και ο πειραιώτικος. Ο πρώτος είναι ο πιο ευαίσθητος. Ο δεύτερος, μάγκικος, σκληρός. Σε νιαβέντι έγραφε την πιο μεγάλη λαϊκή καντάδα, ένα τραγούδι γεμάτο ρομαντισμό και ευαισθησία:

    «Χαράματα η ώρα τρεις θα 'ρθώ να σε

    ξυπνήσω, κρυφά από τη μάνα σου να σε

    χαρώ, να βγεις να σου μιλήσω».

    Και η αντίθεση με δρόμο πειραιώτικο:

    «Θέλω μαστούρης να γινώ και να 'ρθω στο τσαρδί σου,

    γιατί εσένα αγάπησα κι όχι την αδελφή σου».

    Αυτή η τρομερή αντιφατικότητα που υπάρχει στα τραγούδια του Βαμβακάρη, δικαιολογεί ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι είναι αυθεντικός. Όλα τα τραγούδια του είναι ρυθμικά και βυζαντινά και, όπως λέει χαρακτηριστικά ο γιος του Στέλιος, «τα τραγούδια του τα έγραφε πάνω στα πόδια του». Δηλαδή, του ερχόταν η έμπνευση του στίχου και της μουσικής και όπως όλα αυτά έβγαιναν από μέσα του, πάνω στο μεράκι του, έκανε κινήσεις, χόρευε και τραγουδούσε. Αυτός ήταν ο τρόπος που έφτιαχνε τα τραγούδια του ο Βαμβακάρης.

    Ο Στέλιος Βαμβακάρης λέει ακόμη ότι ο πατέρας του ήταν ένας τέλειος και αυθεντικός λαϊκός χορευτής. Κι όταν έπαιζε και τραγουδούσε σε κάποια κέντρα του Πειραιά, οι καταστηματάρχες τον πλήρωναν, μόνο και μόνο για να τον βλέπουν να χορεύει, επειδή τους εντυπωσίαζε. Οι κινήσεις του όλες ήταν τόσο υπολογισμένες και σωστές, που νόμιζες ότι είχε σπουδάσει χρόνια σε χοροδιδασκαλείο.

    Δεν πρέπει, όμως, να περνά απαρατήρητη και η παρουσία του Μάρκου ως μοναδικού ερμηνευτή ρεμπέτικων και λαϊκών τραγουδιών. Η φωνή του ήταν ­ κατά τους παλιούς συναδέλφους του ­ σαν... μπουζούκι. Δηλαδή, έδενε με τον ήχο του μπουζουκιού. Ήταν βραχνή, αλλά διέθετε μία απαράμιλλη τεχνική. Εκτός από τα δικά του, τραγούδησε και έκανε επιτυχίες τα πρώτα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη («Να γιατί γυρνώ μες την Αθήνα», «Δροσούλα»), του Απόστολου Χατζηχρήστου, του Σπύρου Περιστέρη, του Τόλη Χαρμά και άλλων δημιουργών της εποχής του. Ο Τσιτσάνης τον αγαπούσε ιδαίτερα και ένιωθε για τον Μάρκο πολύ μεγάλο θαυμασμό.

    Ένα στοιχείο που πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα είναι ότι ο Βαμβακάρης έγραψε τραγούδια (και τα τραγούδησε) για τον πόλεμο του 1940 («Αν φύγουμε στον πόλεμο» και «Στης Αλβανίας τα βουνά»), αλλά και για την Κατοχή. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση με το θρυλικό «Χαϊδάρι», που το έγραψε το 1944. Τραγουδήθηκε εκείνα τα χρόνια, αλλά δεν το εμφάνισε μετά τον πόλεμο. Ο Γιώργος Νταλάρας ερμήνευσε το τραγούδι αυτό στα «Ρεμπέτικα της Κατοχής» σε μουσική Στέλιου Βαμβακάρη.

    Τα πρώτα είκοσι χρόνια που έγραψε ρεμπέτικα τραγούδια ο Μάρκος και γενικά διακρίθηκε ως δημιουργός, ήταν δύσκολα αλλά ευτυχισμένα. Η φτώχεια ξεπερνιόταν από τη δημιουργία. Η επιτυχία που γνώριζαν τα δεκάδες τραγούδια του τότε από τους δίσκους γραμμοφώνου και το πάλκο, ήταν μεγάλη. Και κάπου αυτή η αναγνώριση είχε ορισμένες μουσικές απολαβές. Τόσες, ώστε να συντηρείται η οικογένειά του στο φτωχόσπιτο της Κοκκινιάς. Η σύντροφος της ζωής του Ευαγγελία και τα τρία παιδιά τους, Βασίλης, Στέλιος και Δομένικος. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1940 με αρχές του '50 αρχίζει μία νέα μετεξέλιξη στο λαϊκό τραγούδι, προσαρμοσμένη κι αυτή στα βαριά και άσχημα γεγονότα της μετακατοχικής - μετεμφυλιακής περιόδου. Από το κλασικό ρεμπέτικο στο βαρύ λαϊκό και με θέματα κυρίως κοινωνικά. Κάπου το ύφος της μουσικής του Βαμβακάρη και των συνθετών της γενιάς του δεν έχει τόσο πέραση. Και για μία δεκαετία αρχίζουν τα πιο πικρά χρόνια της ζωής του. Πέρασε ημέρες και νύχτες πολύ άσχημες, το μεροκάματο δεν έβγαινε, οι συνάδελφοί του δεν τον υπολόγιζαν κι εκείνος μαράζωνε, αφού αντιμετώπιζε ξανά, στα 50 του χρόνια αυτήν τη φορά, πρόβλημα επιβίωσης. Δεν είναι μόνο η περιφρόνηση των συναδέλφων του αλλά και του κοινού. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Μάρκος Βαμβακάρης, μακριά από τη δημοσιότητα, πήγε να παίξει σ' ένα ταβερνάκι. Εκεί συντροφιά νεαρών άκουγε τραγούδια από το τζουκ μποξ. Όταν σταμάτησε, ο Μάρκος επιχείρησε να παίξει με το μπουζούκι. Κάποιος από την παρέα τού είπε: «Άσε μας ρε γέρο τώρα, με το μπουζούκι σου». Ο Μάρκος ένιωσε τόσο άσχημα εκείνη τη στιγμή, που την άλλη ημέρα, με αφορμή αυτό το γεγονός, έγραψε ένα ακόμη αυτοβιογραφικό τραγούδι, που ερμήνευσε αργότερα ο Μπιθικώτσης: «Τι πάθος ατελείωτο, που είναι το δικό μου, όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ τον θάνατό μου».

    Τα δύσκολα χρόνια της μεγάλης φτώχειας του Μάρκου τα έζησε κοντά του ο γιος του Στέλιος (σήμερα συνθέτης και μπουζουκτσής), ο οποίος τον συνόδευε κι έβγαζε το πιατάκι για να μαζεύει τα κέρματα, όταν ο πατέρας του έπαιζε στα ταβερνάκια του Πειραιά. Στου «Παγιώτη» στου Ρέντη, στου «Ξύδη» στην Κοκκινιά και αλλού. «Γυρνούσαμε με τον γέρο ­ λέει ­ μαζεύαμε κάποια λεφτά και κάναμε Χριστούγεννα». Στα μεγάλα μαγαζιά τότε δεν τον ήθελαν τον Μάρκο. Αλλά κι όταν κάποιες φορές τον καλούσαν για το πάλκο, τον έβαζαν στην τρίτη σειρά, στο τέλος. «Το 1956 ­ θυμάται ο Στέλιος Βαμβακάρης ­ στου Γιγουρτάκη στη Θηβών, ήταν φίρμες ο Κολουκάκης, ο Γιουλάκης, η Νανά, η Χάιδω, ο θείος μου ο Αργύρης. Όλοι έπαιρναν μεροκάματο από 150-300 δρχ. Του πατέρα μου του έδιναν 50 δρχ.!».

    Η περιπέτεια με τα πικρά χρόνια του Μάρκου Βαμβακάρη τελείωσε αναπάντεχα το 1959, όταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μ' ένα ποδήλατο πήγε στο σπίτι του, στην Κοκκινιά, απεσταλμένος του Τσιτσάνη που ήταν εκείνη την περίοδο καλλιτεχνικός διευθυντής στην εταιρεία Κολούμπια. «Μάρκο, αδελφέ», του είπε ο Γρηγόρης, «θα γυρίσουμε σε δίσκους τα παλιά σου τραγούδια κι ό,τι καινούργιο μας φτιάξεις». Από τότε αρχίζει μια καινούργια περίοδος δημιουργίας για τον Μάρκο, που κρατάει δώδεκα χρόνια. Δηλαδή μέχρι τον θάνατό του (8 Φεβρουαρίου 1972). Παλιά και νέα τραγούδια του Μάρκου τραγούδησαν τότε: Μπιθικώτσης, Γκρέυ, Λύδια, Πάνου, Γκρέκα, Διονυσίου, Καμπάνης, Ρεπάνης, Ζαμπέτας, Νέγκρι, Μοσχολιού και νεώτεροι ερμηνευτές: «Φραγκοσυριανή», «Αλεξανδριανή», «Μαύρα μάτια», «Διαζύγιο», «Πρωθυπουργός», «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Κάβουρας», «Κορδελιώτισσα κ.ά.

    Από αυτές τις εκτελέσεις γνώρισε ο πολύς κόσμος το έργο του Βαμβακάρη και αγάπησε περισσότερο το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι. Ύστερα απ' αυτή την 12ετία, ο Μάρκος έγραψε το «Μπουζούκι στο Παρίσι». Μετά τη νέα αναγνώριση, την καταξίωση, άρχισαν οι δόξες και οι τιμές για τον Μάρκο. Τιμητική συναυλία το 1966 στο θέατρο «Κεντρικόν». Βραδιά στο «Χίλτον» όπου έπαιξε και τραγούδησε με τον παλιό του φίλο Στέλιο Κυρομύτη και τους γιους του Στέλιο και Δομένικο, εμφανίσεις σε άλλα μαγαζιά με Λαύκα, Στράτο και Παπαϊωάννου.

    Μέσα από το έργο του Μάρκου και της γενιάς του, οι μεγάλοι δημιουργοί Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Λεοντής, Λοΐζος, Μούτσης, Μαρκόπουλος και άλλοι νεώτεροι στήριξαν το δικό τους έργο, προσάρμοσαν τις δικές τους φόρμες. Και όχι μόνον αυτοί, αλλά και προγενέστεροι δημιουργοί που έγραψαν λαϊκά τραγούδια. «Ο Βαμβακάρης και η γενιά του έστρωσαν το τραπέζι, για ν' απολαμβάνουν σήμερα δεκάδες ή χιλιάδες μουσικοί», έλεγε ο Γιώργος Ζαμπέτας και τόνιζε, όπου βρισκόταν: «Ο Μάρκος έκανε το μπουζούκι "επάγγελμα" και ζούμε απ' αυτό».

    Δικαιολογημένα, λοιπόν, έχει χαρακτηρισθεί ο Μάρκος «Γενάρχης» του μπουζουκιού και «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου. Και ευτυχώς για τον ίδιο, που είδε το έργο του να καταξιώνεται.''

    Mesoxoritis
    18.12.2006, 02:04
    Κάποια από τα τραγούδια του στο www.kithara.vu...

    Αγαπώ τα μαύρα μάτια
    Αγγελοκαμωμένη μου
    Άδειασέ μου τη γωνιά
    Άδικα με κατακρίνουν
    Αλάνα Πειραιώτισσα
    Αλανιάρα απ' τον Πειραιά
    Αλανιάρης
    Αλεξανδριανή
    Αν είσαι μάγκας
    Αν θέλεις να με δεις γαμπρό
    Αν μ' αξιώσει ο θεός
    Αντιλαλούνε οι φυλακές
    Απ' όσες κι αν εγνώρισα
    Απελπίστηκα
    Από κάτω απ’ το ραδίκι
    Από τον κόσμο μακριά
    Αρρώστησα στα ξένα μακριά σου
    Άτακτη
    Αυτούς τους αναστεναγμούς
    Αφ' ότου εγεννήθηκα
    Αχ τα όμορφά σου μάτια
    Βρε μοίρα δεν κουράστηκες
    Γαϊτανοφρυδούσα
    Γεια σας φανταράκια μας
    Γέρασες και πια δε σ’ αγαπώ
    Για σένα μαυρομάτα μου
    Για το γινάτι σου μωρή
    Γιατί μικρούλα μου
    Γιατί, γιατί μου το ‘κρυψες
    Δε θέλω πια να σ' αγαπώ
    Δεν θέλω πια να μου μιλάς
    Δεν παύει πια το στόμα σου
    Δεν τόνε θέλω μάνα μου
    Δυο γυφτοπούλες
    Δυο μεράκια στην καρδιά μου
    Εγώ για σε βρε πονηρή
    Είσαι αφράτη σαν φραντζόλα
    Είσαι μελαχρινό και νόστιμο
    Έλα να πάμε εκεί που λες
    Έλα-έλα
    Έξι γκόμενες αφράτες
    Εφουμέρναμ' ένα βράδυ
    Ζηλιάρα (Αχ κακούργα)
    Ζητώ παντού ο καημένος
    Η γυναίκα μου ζηλεύει
    Η Ζαμπέτα
    Η Κατινιώ
    Η Κλωστηρού
    Η κολπατζού
    Η ξανθιά
    Η πλημμύρα
    Ήθελα να 'μουν Ηρακλής
    θα σπάσει το μπουζούκι μου
    Θέλω μαστούρης να γινώ
    Καβαλιώτισσα
    Κάθε βράδυ θα σε περιμένω
    Καλόγερος
    Κάν' τονε Σταύρο κάν' τονε
    Κάποιο βράδυ με φεγγάρι
    Κάποτε ήμουνα κι εγώ
    Καραντουζένι
    Κάτσε φρόνιμα Μαρίκα
    Κάτω κει στη Δραπετσώνα
    Κι αν μεθάω τα βραδάκια
    Κολωνάκι Τζιτζιφιές
    Κορόιδο
    Κούλα φραγκοσυριανή
    Λιώνω μυστικά
    Μ’ έκαψες, τσαχπίνα μου
    Μάγκικο μελαχρινό
    Μάγκικο τα δυο σου μάτια
    Μάνα μου με σκοτώσανε
    Μάνα όπου με γέννησες
    Μάρκος ο πολυτεχνίτης
    Μάρκος ο Συριανός
    Ματσάκια πεντοχίλιαρα
    Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια
    Μαύρη ζωή μικρούλα μου
    Με μια μονάχα σου ματιά
    Με πλάνεψες μποέμισσα
    Με σκλάβωσε η αγάπη σου
    Με τις μυρωδιές σου
    Μια γαλανομάτα στην Αθήνα
    Μια μικροπαντρεμένη
    Μια όμορφη μελαχρινή
    Μικρός αρραβωνιάστηκα
    Μινόρε μανές (κτυπώ νεκροί κι ανοίξτε μο...
    Μονάχος μέσ’ στη μοναξιά
    Μόρτισα χασικλού
    Μου το 'παν πως μ' αρνήθηκες
    Μουσολίνι άλλαξε γνώμη
    Μπαμπέσικα μου τα ‘φερες
    Μπουζούκι γλέντι του ντουνιά
    Μπουζούκι μου διπλόχορδο
    Μπράβο για τη μαστοριά σου
    Μπροστά στη θάλασσα
    Ναζιάρα
    Νόστιμη μαυροματού
    Ξανάρθες τώρα βασιλιά
    Ξανθιά τρελή γαλανομάτα
    Ξελογιασμένη
    Ο αγύμναστος
    Ο αραμπατζής
    Ο βράχος
    Ο γρουσούζης
    Ο Δερβίσης
    Ο ισοβίτης
    Ο Κάβουρας
    Ο καλόγηρος (Βαρέθηκα τις Γκόμενες)
    Ο κουμπάρος ο ψαράς
    Ο Μάρκος μαθητής
    Ο Μάρκος ο συριανός
    Ο Μάρκος υπουργός
    Ο μαστούρας
    Ο μαστούρας
    Ο Συνάχης
    Ο Χαρμάνης
    Ο χασάπης
    Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά
    Όσοι γινούν πρωθυπουργοί
    Όσοι έχουνε πολλά λεφτά
    Όταν βγαίνεις στο μπαλκόνι
    Όταν με βλέπεις να περνώ
    Όταν πίνω τουμπεκάκι
    Παιχνιδιάρα μου
    Πάλι μεθυσμένος είσαι
    Πάψε να με τυραννάς
    Πάψε να μου κάνεις πια την πάπια
    Πεισματάρα
    Ποδαριώτισσα
    Πολίτισσα
    Πρέπει να ξέρεις μηχανή
    Προσφυγοπούλα
    Ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά
    Σ' αγάπησα να 'χω ζωή
    Σαν με ιδείς και σου σφυρίζω
    Σε ξέχασα, δε σ’ αγαπώ
    Σιγά-σιγά πεθαίνω
    Σιγανοπαπαδίτσα
    Σκύλα μ' έκανες και λιώνω
    Σουλτάνα μαυροφόρα
    Στα σίδερα με βάλανε
    Στης νύχτας το σκοτάδι
    Στο Φάληρο που πλένεσαι
    Στο Χόλιγουντ
    Σύρος
    Τα βάσανά μου
    Τα δυο σου μάτια τα γλυκά
    Τα δυο σου χέρια
    Τα ζηλιάρικά σου μάτια
    Τα καραβοτσακίσματα
    Τα μαγεμένα μάτια σου
    Τα μάτια σου τ' αράπικα
    Τα ματόκλαδά σου λάμπουν
    Τα μπλε παράθυρα.
    Τα όμορφα, τα γαλανά σου μάτια
    Τα τσαγκαράκια
    Τα ωραία σου ματάκια
    Τέτοια ζωή με βάσανα
    Το 1912
    Το Διαζύγιο
    Το δώρο που σου έκανα
    Το μπουζούκι στο Παρίσι
    Το Χαϊδάρι
    Το Χασαπάκι
    Τότε πού τα ‘χα τα λεφτά
    Τραγιάσκες
    Τρελή μου Πειραιώτισσα
    Τώρα την καλοκαιριά
    Φεγγάρι αν είσαι λαμπερό
    Φίνα τα ‘χεις καταφέρει
    Φόρα τα μαύρα φόρα τα
    Φοράς φουστάνι βυσσινί
    Φραγκοσυριανή.
    Φτώχεια που σέρνεις τον πόνο
    Χαράματα η ώρα τρεις
    Χριστίνα
    Χρόνια μες την Τρούμπα
    Χτες το βράδυ στο σκοτάδι (Οι μπάτσοι) ...
    Ψεύτικος είναι ο ντουνιάς
    Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά
    Ώρες με θρέφει ο λουλάς


    Mesoxoritis
    18.12.2006, 02:11
    Παρακάτω ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο (με κάποια κομμάτια κομμένα) ενός πολύ καλού φίλου.

    Ο ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΤΑΛΑΡΑ

    Οι επανεκτελέσεις των τραγουδιών του Μάρκου από τον μεγάλο Έλληνα ερμηνευτή


    του Τάσου Π. Καραντή


    Βαμβακάρης, ρεμπέτικο, Νταλάρας. Χθες, σήμερα, αύριο. Ποιο είναι το μυστικό νήμα που συνδέει τραγούδια(μουσικές και στίχους) που έχουν τις ρίζες τους στα μέσα του 19ου αιώνα με τη σύγχρονη, μεταμοντέρνα, εποχή μας του 21ου αιώνα; Που οφείλεται η διαχρονικότητα και η διαρκής αποδοχή του Βαμβακάρη; Τι είναι αυτό που ωθεί τον Νταλάρα, έναν από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές μας στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, να σκύβει και να επανέρχεται διαρκώς στα ρεμπέτικα τραγούδια και ιδιαίτερα σ’ αυτά του Βαμβακάρη; Και μάλιστα με τεράστια αποδοχή από το κοινό;

    Στη μουσική και στον λαϊκό πολιτισμό γενικότερα, τις “απαντήσεις” σε τέτοιου είδους ερωτήματα τις δίνει ο ίδιος ο Λαός με το ένστικτό του, που, στην περίπτωσή μας, τον κάνει να αγαπά και να σιγοτραγουδά εκείνα τα τραγούδια στις παρέες, στις ταβέρνες, στα γλέντια του. Νομίζουμε όμως ότι μια απόπειρα διερεύνησης και καταγραφής αυτής της διαδικασίας έχει την όποια ξεχωριστή σημασία της και συμβάλλει, έστω και κατ’ ελάχιστο, στην προσπάθεια μιας ολόπλευρης κατανόησης αυτού του είδους της ελληνικής λαϊκής μουσικής που ονομάζουμε ρεμπέτικο και τον βασικό ρόλο, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του, του Μάρκου Βαμβακάρη σ’ αυτό.

    Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ

    Το ρεμπέτικο τραγούδι διαθέτει μια μοναδική γοητεία, η οποία πηγάζει από τους τόπους της γέννησής του και την ίδια την αρχή του. Σύμφωνα με τους μελετητές του(ρεμπετολόγους) το ρεμπέτικο είναι το αστικό λαϊκό τραγούδι μιας περιόδου που καλύπτει σχεδόν έναν αιώνα(από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τα μέσα του 20ου). Όσον αφορά την προέλευσή του έχουν δημιουργηθεί δύο “σχολές”. Για την μια “σχολή”, το ρεμπέτικο προέρχεται από μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, το υποπρολεταριάτο των πόλεων, τις λούμπεν κοινωνικές ομάδες.1 Για την άλλη “σχολή”, το ρεμπέτικο είναι το τραγούδι που εξέφρασε τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς των ευρύτερων λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων.2 Είτε όμως ήταν, αρχικά, το τραγούδι του υποκόσμου και του κοινωνικού περιθωρίου, είτε ήταν το τραγούδι, ευρύτερα, των λαϊκών τάξεων και ομάδων, το ρεμπέτικο αποτέλεσε, ένα νέο είδος τραγουδιού που θα το ονομάζαμε το τραγούδι των πόλεων. Και βέβαια οι χώροι που το ρεμπέτικο έκανε την εμφάνισή του, όπως είναι τα λιμάνια, οι φυλακές, οι τεκέδες, οι φάμπρικες, οι ταβέρνες και οι λαϊκοί συνοικισμοί, εκπέμπουν, στις μέρες μας, μια γοητεία κι ένα μυστήριο. Από την δεκαετία του ’60, με την ανανέωση της τεχνολογίας της δισκογραφίας, ξεκίνησε, ουσιαστικά, και η αναβίωση του ρεμπέτικου με την ανατύπωση κλασικών ρεμπέτικων τραγουδιών από τους κορυφαίους ερμηνευτές μας Στέλιο Καζαντζίδη και Γρηγόρη Μπιθικώτση.

    Η αναβίωσή του αυτή συνεχίστηκε, δυναμικά κι εντατικά, τις επόμενες δεκαετίες, του ’70 και του ’80. Ο ρόλος του Νταλάρα σ’ αυτές τις δυο δεκαετίες της αναβίωσης ήταν πρωτοποριακός και πρωταγωνιστικός, όπως θα δούμε παρακάτω. Το ρεμπέτικο αναβίωνε πλέον μέσα από τις ρεμπέτικες κομπανίες(Αθηναϊκή, Οπισθοδρομική, Ονειρική, Ρεμπέτικη κ.τ.λ.) και μεμονωμένους καλλιτέχνες(Μπάμπης Γκολές, Αγάθωνας Ιακωβίδης, Μπάμπης Τσέρτος, Δημήτρης Κοντογιάννης, Γιάννης Λεμπέσης κ.ά.), ενώ ρεμπέτικα τραγούδια ηχογράφησαν, μετά τον Νταλάρα, και άλλα μεγάλα ονόματα του έντεχνου / λαϊκού τραγουδιού(Πουλόπουλος, Αλεξίου, Μητσιάς κ.ά). Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 άρχισαν να επανεκδίδονται οι παλαιές και σπάνιες πρώτες εκτελέσεις ρεμπέτικων τραγουδιών σε CD κι έτσι διευρύνθηκε το ακροατήριό του. Το ρεμπέτικο, “αποχαρακτηρισμένο” κι “αποκαταστημένο” πια, μεταφέρθηκε όμως, μ’ αυτόν τον τρόπο, σ’ έναν διαφοροποιημένο κοινωνικά χώρο. Ανήκει πλέον στη μουσική μας παράδοση κι αποτελεί στοιχείο της νεοελληνικής διασκέδασης που γοητεύει τις νέες γενιές.

    ΜΑΡΚΟΣ Ο ΣΥΡΙΑΝΟΣ

    «Γεια σου ρε Μάρκο Βαμβακάρη
    καραβοκύρη Συριανέ…
    Άστρα το στόμα σου γεμάτο
    κι η αλφαβήτα σου μισή
    όμως τα πάνω έφερνες κάτω
    έτσι όπως ήξερες εσύ.


    Γεια σου ρε Μάρκο Βαμβακάρη
    μεγάλε και παντοτινέ.»

    Έτσι περιγράφει τον Μάρκο Βαμβακάρη ο μεγάλος μας ποιητής Νίκος Γκάτσος3 και μέσα απ’ τους λίγους, λιτούς στίχους του μας δίνει την εικόνα, την ταυτότητα, αλλά και το διαχρονικό μεγαλείο του Βαμβακάρη.

    Το φαινόμενο Βαμβακάρη έχει αναλυθεί επαρκώς στην ρεμπέτικη βιβλιογραφία και έχει αποτιμηθεί ο ρόλος του και η προσφορά του στην ιστορία του ρεμπέτικου. Η μοναδικότητα και η αυθεντικότητα των τραγουδιών του οφείλεται στο ότι, από το 1917 που ήρθε στον Πειραιά, ο φτωχός Συριανός, μεταφέροντας μέσα του τη λαϊκή κουλτούρα της Σύρου, άρχισε να τροφοδοτεί το έμφυτο ταλέντο του για τη δημιουργία(μουσική και στίχο) με νέες εμπειρίες κι ακούσματα. Γνώρισε το λιμάνι του Πειραιά και τη ζωή του, τους λαϊκούς ανθρώπους του μόχθου και του περιθωρίου, καθώς, κι αργότερα, τους μικρασιάτες πρόσφυγες. Εκεί, στον Πειραιά έμαθε μπουζούκι και ήταν από τους ελάχιστους γνώστες των κουρντισμάτων του μπουζουκιού και των “δρόμων” του ρεμπέτικου. Μ’ αυτά τα βιώματα ως υλικό δημιούργησε τα τραγούδια του τα οποία τα χαρακτήριζε η απλή, άμεση και δωρική τους έκφραση. Απλοποίησε το παίξιμο ενώ παράλληλα έγραψε ιδιαίτερα τραγούδια κωδικοποιώντας το ρεμπέτικο. Ο Μάρκος Βαμβακάρης συγκέντρωσε, σιγά-σιγά, όλα τα στοιχεία μιας πληθωρικής μουσικής προσωπικότητας : ήταν συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής. Έπαιζε ο ίδιος(μπουζούκι), ενορχήστρωνε, μέχρι και χόρευε! Πρωτοέγραψε στίχους σε ηλικία 14-15 χρονών και συνέθεσε τα κλασικότερα ρεμπέτικα τραγούδια από το 1932 ως τα τέλη του ’60. Γι’ αυτό και δίκαια ο ιδιοφυής αυτός καλλιτέχνης θεωρήθηκε ως η βάση του ρεμπέτικου τραγουδιού, αφού όσοι ακολούθησαν πάτησαν πάνω στον Βαμβακάρη, και ο πιο γνήσιος εκπρόσωπός του που διαμόρφωσε αυτό το είδος τραγουδιού στη συγκεκριμένη εικόνα του που ξέρουμε σήμερα.

    Η θεμελιακή και διαχρονική σημασία του Βαμβακάρη έχουν επισημανθεί από αρκετούς . Πιο καίρια όμως προέκτεινε κι επισήμανε την θεμελιακή σημασία του και την διαχρονική επικαιρότητά του ο Π. Κουνάδης, σημειώνοντας τα εξής : «Ο Μάρκος και η μεγάλη παρέα του ρεμπέτικου, ίσως να αποτελεί ακόμη και σήμερα την αιχμή του δόρατος μιας “αόρατης” λαϊκής ιδεολογίας, που σημαδεύει απ’ ευθείας στο υποσυνείδητό μας…»

    ΤΟ ΖΗΝ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥ ΖΗΝ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΤΑΛΑΡΑ

    Ο Γιώργος Νταλάρας τη σχέση του με το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι την έχει διατυπώσει πολύ λακωνικά και ευφυή, γράφοντας πως γι’ αυτόν, όλη αυτή η υπόθεση, είναι «το ζην και το ευ ζην».5 Και πράγματι ο Νταλάρας το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι “το έχει στο αίμα του” , λόγω οικογενειακών και, συνάμα, μουσικών καταβολών. Η μοναδικότητα του Νταλάρα στη σχέση ρεμπέτικο / λαϊκό – φωνή – μεταβίβαση στο Λαό, βρίσκεται αφενός σ’ αυτές τις καταβολές που φέρει και που αποτυπώνονται θαυμαστά στη φωνή του κι αφετέρου σ’ έναν “μαγικό” τρόπο μεταφοράς που διαθέτει, μέσω της φωνής του αυτής.

    Αυτή η διαπίστωση φαίνεται πεντακάθαρα στις ερμηνείες που κατέθεσε στους δίσκους «Ο Γιώργος Νταλάρας τραγουδά Απόστολο Καλδάρα»(1971) και «50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι»(1975) σε τόσο νεαρή ηλικία, 22 και 26 χρονών αντίστοιχα. Ειδικά ο δίσκος «50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι» χαρακτηρίστηκε προφητικός και τομή στη δισκογραφία, αφού έβαλε τον πρώτο σπόρο για να ανθίσει ξανά το ενδιαφέρον για το ρεμπέτικο και βέβαια υπήρξε μια τεράστια εμπορική επιτυχία, μια και το άλμπουμ αυτό ήταν το πρώτο πλατινένιο στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας. Όπως γράφτηκε, ο δίσκος αυτός «ήταν η αφορμή για να γίνει μόδα το ρεμπέτικο, να απλωθεί και να διαπεράσει όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ήταν η αφορμή ώστε τα ρεμπέτικα που συνεχίστηκαν να ακούγονται όλη τη δεκαετία του ’80 με αμείωτη ένταση, επηρέασαν τη φόρμα του έντεχνου και του λαϊκού τραγουδιού της εποχής μας, που την περίοδο της χούντας είχε ξεστρατίσει προς…ανούσιες ελαφρολαϊκές κατευθύνσεις».6

    Λίγα χρόνια αργότερα ο Νταλάρας συνέχισε την πρωτοπόρα ενασχόλησή του με το ρεμπέτικο παρουσιάζοντας ανέκδοτα ρεμπέτικα τραγούδια της Κατοχής στην ιστορική συναυλία του 1977 στην Καλλιθέα και κατόπιν σε δίσκο «Τα ρεμπέτικα της Κατοχής»(1980). Τι επόμενες δυο δεκαετίες αν και ασχολήθηκε, ως πολυτάλαντη και πολυσύνθετη μουσική προσωπικότητα, με διαφορετικού ύφους δουλειές, πάντα όμως επανερχότανε, με την πρώτη ευκαιρία, στο ρεμπέτικο(«Τα τραγούδια από το τηλεοπτικό αφιέρωμα στον Γιάννη Παπαϊωάννου»(συμμετοχή, 1983) και «Ασεβή τροπάρια»(συμμετοχή, 2000). Αποκορύφωμα στη σχέση του με το ρεμπέτικο ήταν τα δύο μεγάλα του αφιερώματα στον Μάρκο Βαμβακάρη και στον Βασίλη Τσιτσάνη, τα οποία και αποτυπώθηκαν δισκογραφικά(το 2003 και το 2004 αντίστοιχα) και με τα οποία, έχω την εντύπωση, ότι ο Νταλάρας ολοκληρώνει και σφραγίζει το προσωπικό του κεφάλαιο “ρεμπέτικο τραγούδι”.

    «Πολύ ωραία τον είπες τον “Κάβουρα”»

    Μ’ αυτόν τον έπαινο υποδέχτηκε την ερμηνεία του Γιώργου Νταλάρα, στο τραγούδι του «Ο Κάβουρας», ο ίδιος ο Μάρκος Βαμβακάρης. Αναφέρει σχετικά ο ίδιος ο Νταλάρας : «Θυμάμαι πολλά χρόνια πριν όταν με τον Δομένικο, νεαρά παιδιά, παίξαμε μαζί τα τραγούδια του, με τον Μάρκο παρόντα σε μια εκδήλωση για φοιτητές και τελειώνοντας μου είπε : “Μικρέ, πολύ ωραία τον είπες τον “Κάβουρα”, μπράβο σου!”. Είναι ένας έπαινος που τον κουβαλάω στο μυαλό μου, που τον κρατάω στη ψυχή μου ανάμεσα σε εκλεκτές μνήμες και αναφορές σε ανθρώπους και γεγονότα που όρισαν τη μουσική μου ζωή, που σχεδόν συμπίπτει με την υπόλοιπη ζωή μου.».7

    Αν αυτή όμως είναι η πρώτη σχέση του Νταλάρα με τον Βαμβακάρη, η ουσιαστική του, και καταγεγραμμένη και δισκογραφικά, ξεκινά από το δίσκο «50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι», όπου ο Νταλάρας ηχογραφεί για πρώτη του φορά τραγούδια του Βαμβακάρη. Συγκεκριμένα περιέχονται (3) τραγούδια του σ’ ένα σύνολο (26) επιλεγμένων ρεμπέτικων τραγουδιών, τα οποία παρουσιάζουν, ενδεικτικά, το, θεματικό, εύρος του ρεμπέτικου. Εδώ πλέον ο Νταλάρας ηχογραφεί στο στούντιο και τον αγαπημένο του «Κάβουρα», για την ερμηνεία του οποίου είχε επαινεθεί, όπως είδαμε παραπάνω, από τον ίδιο τον Μάρκο. Στον δίσκο αυτόν συμμετέχουν, παίζοντας μπουζούκι, και οι γιοι του Μάρκου Βαμβακάρη, ο Στέλιος και ο Δομένικος Βαμβακάρης.

    Στη συνέχεια, μετά από μια πενταετία, στη διαρκή ενασχόληση του Νταλάρα με το ρεμπέτικο, παίρνει τη “σκυτάλη” ο δίσκος «Τα ρεμπέτικα της Κατοχής»(1980), όπου παρουσιάζονται ανέκδοτα, απαγορευμένα και “κομμένα”, από το τότε μεταπολεμικό και μετεμφυλιακό κράτος ρεμπέτικα τραγούδια(της δεκαετίας του ’40 κι ιδιαίτερα μετά το ’45). Πρόκειται για τραγούδια που μιλούν για την Κατοχή, την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Τα περισσότερα απ’ αυτά δεν ηχογραφήθηκαν, εξαιτίας της τότε λογοκρισίας, ποτέ και αφού συγκεντρώθηκαν από τον ερευνητή Κώστα Χατζηδουλή, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά σε δίσκο από τον Γιώργο Νταλάρα. Στον δίσκο αυτό υπάρχει, σε πρώτη ηχογράφηση και εκτέλεση από τον Γιώργο Νταλάρα, και το θρυλικό «Χαϊδάρι», ένα τραγούδι του 1943 που ’χει τη δική του, ξεχωριστή, ιστορία. Ο Μάρκος αναφέρεται σ’ αυτό τόσο στην «Αυτοβιογραφία» του όσο και σε μια του συνέντευξη. Στην αυτογραφία του αναφέρει τα εξής : «…Μετά ξαναγύρισα στην “ Άμφισσα”. Εκεί παίζαμε όλα τα δικά μου τα προπολεμικά κομμάτια. Έγραψα εν τω μεταξύ και λίγα καινούργια τραγούδια. Ένα που πήγε πολύ καλά είναι το «Χαϊδάρι». Ζεϊμπέκικο νιαβέντι. Δεν το ’βγαλα σε δίσκο. Το ’λεγα στα πάρκα μέσα…».8


    Ερώτηση για το “Χαϊδάρι” του τέθηκε και σε συνέντευξη που έδωσε το 1971, όπου εκεί ανέφερε και τους στίχους του τραγουδιού. Μεταφέρουμε εδώ το σχετικό απόσπασμα :

    «Ερ.: Το “Χαϊδάρι” ήταν δικό σου;
    Μ. : “Τρέξε μανούλα να με δεις, τρέξε για να με σώσεις”. Ε! Ναι. Αυτό δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε δίσκο. Είναι ζεϊμπέκικο. Είναι νιαβέντι. Έλεγα :

    Τρέξε μανούλα να με δεις, τρέξε για να με σώσεις,
    Κι απ’ το Χαϊδάρι μάνα μου να μ’ απελευθερώσεις.

    Γιατ’ είμαι μελλοθάνατος και καταδικασμένος,
    Είκοσι δυο χρονών παιδί στα σίδερα κλεισμένος.

    Απ’ την οδό του Σέκερη με πάνε στο Χαϊδάρι,
    Κι ώρα την ώρα καρτερώ, το χάρο να με πάρει.

    Να δεις του χάρου το σπαθί, μανούλα που τα φέρνει,
    Και τη ζωή του καθενός μάνα μου πως την παίρνει.

    Και σαν με δεις μάνα νεκρό, να πεις στις άλλες μάνες,
    Γιατί πονέσανε κι αυτές με πίκρες πιο μεγάλες.

    Πως είδα τα παιδάκια τους στα σίδερα δεμένα,
    Με την κατάδικη στολή, αδικοσκοτωμένα..»

    Όταν το 1974 ο Κ. Χατζηδουλής άρχισε να συγκεντρώνει τα ανέκδοτα ρεμπέτικα της Κατοχής ο Βαμβακάρης είχε πεθάνει και η μελωδία του τραγουδιού δεν είχε διασωθεί, τουλάχιστον στην αυθεντική της μορφή. Ο Χατζηδουλής απευθύνθηκε σε παλιούς οργανοπαίκτες που ήξεραν το τραγούδι, αλλά διαπίστωσε ότι ο ένας με τον άλλον το έπαιζαν διαφορετικά. Φαίνεται ότι ο χρόνος που ’χε περάσει από τότε που γράφτηκε(1943), σε συνδυασμό με το ότι δεν παιζόταν τα μετέπειτα χρόνια στα πάλκα, είχε σαν αποτέλεσμα να ξεχαστεί ή να αλλοιωθεί η μουσική του. Ακόμα κι ο γιος του Μάρκου, ο Στέλιος, τον πληροφόρησε ότι κι ο ίδιος ο Μάρκος δεν θυμόταν καλά τη μουσική του κι ότι είχε ξαναμελοποιήσει ο ίδιος τους στίχους του πατέρα του. Έτσι αποφασίστηκε να ηχογραφηθεί με τους στίχους του Μάρκου και τη μουσική του Στέλιου Βαμβακάρη, παρά να χρησιμοποιηθεί μιαν άλλη, αμφίβολη, μουσική που πιθανότατα δεν θα ήταν και η πραγματική.10 Έτσι το «Χαϊδάρι» ύστερα από 40 σχεδόν χρόνια ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά κι έμελλε, μ’ αυτή του τη μορφή, να αγαπηθεί και να τραγουδηθεί πολύ. Σ’ αυτό συνέβαλε τα μέγιστα και το γεγονός, ότι ο Νταλάρας, μετά από λίγα χρόνια, το ξαναέβαλε στον δίσκο του «Τα τραγούδια μου»(1983) με τις ζωντανές ηχογραφήσεις από τον «Ορφέα» κι έτσι μπήκε σε κάθε ελληνικό σπίτι, αφού ο δίσκος αυτός ξεπέρασε σε πωλήσεις τα 700.000 αντίτυπα(!) και είναι ένας από τους 5 πιο εμπορικούς στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας.11 Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ο Νταλάρας επανήλθε στον Βαμβακάρη και ιδιαίτερα στο, αγαπημένο από τον κόσμο, τραγούδι του «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν». Το πρωτοπαρουσίασε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 1994, στη σειρά εκδηλώσεων για το ελληνικό τραγούδι με τίτλο «…και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως», σε σκηνοθεσία Κώστα Γαβρά, στην ενότητα «Από την παράδοση του ρεμπέτικου». Η παράσταση δε αυτή μαγνητοσκοπήθηκε και κυκλοφόρησε σε βιντεοκασέτα σε παραγωγή του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Αθηνών(ΟΜΜΑ)12.


    Τον επόμενο χρόνο, το 1995, το ξαναπαρουσίασε στην Παλιά Όπερα της Φραγκφούρτης μ’ έναν ειδικό όμως τρόπο, όπως θα ταίριαζε σ’ έναν τέτοιο χώρο, “χωρίς ρεύμα”(unplugged). Η συναυλία αυτή ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε σε δίσκο σε Ευρώπη κι Ελλάδα, “George Dalaras : live and unplugged”(EMI-1998), ο οποίος ξαναδιατέθηκε στην Ελλάδα μέσω του περιοδικού «ΔΙΦΩΝΟ» την επόμενη χρονιά, «ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ : Live and Unplugged»(1999). Στα «Ματόκλαδά σου λάμπουν» επανήλθε πάλι ο Νταλάρας το 2002, όταν τα ξαναηχογράφησε ζωντανά στην συναυλία – αφιέρωμα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, ο οποίος ήταν κι ο πρώτος εκτελεστής του τραγουδιού(«ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ(ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗ). Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΣΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΙ ΦΙΛΙΑΣ – MINOS/EMI, 2002).


    Το 1997, όμως, ο Νταλάρας, ήδη είχε ξαναβάλει τραγούδια του Μάρκου(«Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», «Ο Κάβουρας», «Χαϊδάρι») στην συλλεκτική έκδοσή του «Το μουσικό κουτί» και συγκεκριμένα στο διπλό CD «…Όταν ο χρόνος μετράει αλλιώς-ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ». Τα τραγούδια αυτά ήταν ηχογραφήσεις από τους δίσκους «50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι» και «Ρεμπέτικα της Κατοχής». Και βέβαια, το 2000, είχε συμμετάσχει στα «Ασεβή τροπάρια». Η έκδοση αυτή, σε επιμέλεια – παραγωγή του Κώστα Χατζηδουλή, περιέχει 10 ρεμπέτικα τραγούδια, που, βάση της θεματολογίας τους, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν από “χασισοπότικα” ως και “ελευθερόστομα”. Επειδή όμως το καθένα απ’ αυτά έχει τη μοναδικότητά του, τα 10 αυτά τραγούδια επιλέχτηκαν από τον Κ. Χατζηδουλή «με το κριτήριο του ερευνητή του ελληνικού Τύπου», όπως αναφέρει κι ο ίδιος στο σημείωμά του της έκδοσης, κι ονομάστηκαν, απλώς, “ασεβή τροπάρια”.13 Ανάμεσα στα τραγούδια αυτά περιλαμβάνονται και δυο τραγούδια του Βαμβακάρη, τα οποία τα ερμηνεύει ο Γιώργος Νταλάρας μαζί με τον, γιο του Μάρκου, Στέλιο Βαμβακάρη και τον Μιχάλη Δημητριάδη. Πρόκειται για τα : «Αν μ’ αξιώσει ο Θεός» και «Όσοι γινούν Πρωθυπουργοί».

    Το 2002 κορυφώθηκε κι ολοκληρώθηκε η προσέγγιση του Γιώργου Νταλάρα στον Μάρκο Βαμβακάρη και τα τραγούδια του. Με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από το θάνατό του(1972-2002) διοργανώθηκαν 4 συναυλίες με τον τίτλο : «ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ : ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ, Από τη Σύρα στον Πειραιά – ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ», οι οποίες δόθηκαν στο θέατρο «Απόλλων» στην Ερμούπολη της Σύρου και στην Ηετιώνεια Πύλη στον Άγιο Διονύση στον Πειραιά.14 Η όλη προσπάθεια διοργανώθηκε από την «Πειραιώς Πολιτεία», τους Δήμους Νίκαιας, Δραπετσώνας, Ερμούπολης, Άνω Σύρου και Ποσειδωνίας και υπό την αιγίδα του Υπουργείου Αιγαίου. Επιτέλους ο Μάρκος Βαμβακάρης, με αφορμή τα 30χρονα του θανάτου του, τιμήθηκε από το ελληνικό κράτος πια, τόσο στον τόπο καταγωγής του τη Σύρο, όσο και στον Πειραιά όπου έζησε και δημιούργησε.15

    Στις ιστορικές αυτές συναυλίες, εκτός από τον Γιώργο Νταλάρα, συμμετείχαν οι γιοι του Μάρκου, ο Στέλιος κι ο Δομένικος Βαμβακάρης, καθώς και οι : Θοδωρής Παπαδόπουλος και Χρυσούλα Χριστοπούλου. Τις συναυλίες προλόγισε ο Παναγιώτης Κουνάδης. Σ’ αυτές παρουσιάστηκε μια σειρά από τα σημαντικότερα, ομορφότερα, αλλά και ενδεικτικότερα τραγούδια του Μάρκου(γύρω στα 30 τραγούδια).

    Ένα χρόνο μετά, το 2003, η όλη αυτή προσπάθεια ολοκληρώθηκε με την έκδοση των τραγουδιών που παρουσιάστηκαν σ’ αυτές τις συναυλίες, τα οποία είχαν ηχογραφηθεί ζωντανά, σ’ ένα διπλό CD. Η έκδοση έγινε από την MINOS – EMI και πιο συγκεκριμένα υπό την ετικέτα της Parlophone την οποία διευθύνει ο ίδιος ο Γιώργος Νταλάρας. Τα δικαιώματα του Νταλάρα από τις πωλήσεις του CD παραχωρήθηκαν στο Δήμο Ερμούπολης για την συντήρηση και την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών του θεάτρου «Απόλλων».

    Η όλη έκδοση χαρακτηρίστηκε, και είναι, ιδιαίτερα προσεγμένη, μια και είναι εμπλουτισμένη με φωτογραφίες, βιογραφικά στοιχεία, αναμνήσεις του ίδιου του Μάρκου και, το κυριότερο, με τους στίχους των 28 τραγουδιών που περιλαμβάνονται σ’ αυτήν. Σύμφωνα με την κριτική «το ηχητικό μέρος έχει την αμεσότητα ενός ζωντανού προγράμματος, που δεν στηρίζεται μόνο στις φωνές, αλλά και στον γεμάτο και καλά αποτυπωμένο ήχο μιας ορχήστρας που πετάει», ενώ «ο Γιώργος Νταλάρας σέβεται απολύτως τα τραγούδια, ακολουθεί το πνεύμα τους, όπως και αυτό του δημιουργού τους, αποφεύγοντας επιμελώς την όποια “μοντέρνα” επέμβαση.».16

    Τα 28 τραγούδια παρουσιάζονται αναλυτικά στην παρακάτω ενότητα της δισκογραφίας του Νταλάρα σε τραγούδια του Βαμβακάρη, όπως και το σύνολο των τραγουδιών του που έχει ερμηνεύσει ο Νταλάρας. Θα θέλαμε όμως εδώ να εστιάσουμε την προσοχή των αναγνωστών – ακροατών σε κάποια τραγούδια που, κατά την ταπεινή προσωπική μας άποψη, έχουν ερμηνευτεί με ξεχωριστή μαεστρία από τον Νταλάρα. Δε θα μπορούσαμε λοιπόν να μη σταθούμε στις γλυκές ερμηνείες του στα τραγούδια : «Φραγκοσυριανή», «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν» και «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», καθώς και στις ιδιαίτερες ερμηνείες του στα δύσκολα και απαιτητικά τραγούδια : «Τα όμορφα τα γαλανά σου μάτια», «Σκύλα μ’ έκανες και λιώνω», «Άτακτη» και «Αντιλαλούν οι φυλακές». Ιδιαίτερα ταιριαστό επίσης είναι το δέσιμό του με τη Χρυσούλα Χριστοπούλου(μια ξεχωριστή φωνή) στο ντουέτο του τραγουδιού «Να πεθάνεις». Τέλος, το τραγούδι «Ο καλόγηρος» αποτελεί την κορυφαία, ίσως, στιγμή του CD και μια από τις κορυφαίες ερμηνείες του Νταλάρα.

    Η “σχέση” Βαμβακάρη –Νταλάρα, αν γινόταν μια προσπάθεια οριοθέτησής της, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αμφίδρομη. Τα μεν τραγούδια του Βαμβακάρη αποκτούν μια νέα διάσταση μέσα από τις ερμηνείες του Νταλάρα, ο δε Νταλάρας κερδίζει συνολικά σαν μουσικός, μέσα από την ενασχόλησή του μ’ αυτά. Τη “σχέση” αυτήν την έχει διατυπώσει και ο ίδιος ο Νταλάρας : «…Αρχίζοντας τις πρόβες γι’ αυτό το αφιέρωμα στο Μάρκο “φορτωθήκαμε” μ’ ένα “ βάρος” γλυκό και εύηχο και εύγεστο και λυτρωτικό, σαν κρασάκι, σα μετάληψη. Λέω κάτι που μόνο οι μουσικοί και πιο πολύ οι μπουζουξήδες μπορούν να το καταλάβουν : Ενώ είναι χρέος μας-σα μουσικοί- να ταξιδεύουμε τα τραγούδια του, μας ταξιδεύουν αυτά. Μας σηκώνει στις πλάτες του και μας ταξιδεύει.».17

    Και βέβαια η “σχέση” αυτή έχει και σημαντικές προεκτάσεις. Ο Βαμβακάρης και τα τραγούδια του αποτελούν, πια, αδιαίρετο τμήμα της μουσικής ιδιοσυστασίας του Νταλάρα, ένα από τα πολλά συστατικά της αξίας του αλλά και της επιτυχίας του όλες αυτές τις δεκαετίες. Ο Νταλάρας πάλι μέσα από τις ερμηνείες του περνάει όλα αυτά τα χρόνια(από τη δεκαετία του ’70) τα τραγούδια του Βαμβακάρη(και τα ρεμπέτικα γενικότερα) στις νεότερες γενιές αλλά και τα ταξιδεύει σ’ όλο τον κόσμο, στους Έλληνες της διασποράς κι όχι μόνο. Κι αυτό το ταξίδι του στο μουσικό σύμπαν του Βαμβακάρη αποτελεί χρέος του αλλά, παράλληλα, και τιμή. Γιατί η μαγεία, η αυθεντικότητα, η λαϊκή αξία και η δυναμική των τραγουδιών του Μάρκου Βαμβακάρη, είναι τόσο μεγάλη, που όποιος μουσικός ασχοληθεί μαζί τους οδηγείται, όσον αφορά το δημιουργό τους, στο ίδιο συμπέρασμα που οδηγήθηκε κι ο Νταλάρας : «…αντί να τον τιμάμε μας τιμάει».



    Mesoxoritis
    18.12.2006, 02:23
    Ο Μάρκος ήταν πραγματικά μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στην ιστορία της ελληνικής μουσικής. Ήταν αυτός ο οποίος έκανε ουσιαστικά την μετάβαση από την παραδοσιακή μουσική στα ρεμπέτικα. Τα τραγούδια του, στην πλειονότητά τους, είναι γραμμένα πάνω σε 2-3 συγκεκριμένες φόρμες, ωστόσο η σημασία τους είναι πολύπλευρη. Ο Βαμβακάρης ήταν ο αυθεντικός μάγκας, ο αυθεντικός ρεμπέτης, αυτός ο οποίος άνοιξε τον δρόμο στον Βασίλη Τσιτσάνη, ώστε ο τελευταίος να τελέσει το τεράστιο έργο του. Θεωρώ ότι, ευτυχώς, τα τραγούδια του, τουλάχιστον κάποια από αυτά, είναι γνωστά στο ευρύ κοινό και στη νέα γενιά στην οποία ανήκω κι εγώ, πράγμα που με χαροποιεί. Γι' αυτό και άνοιξα αυτό το topic, ώστε να υπάρχουν κάποια πράγματα σε σχέση με τον Μάρκο, για όποιον ή όποια ενδιαφέρεται κι έχει όρεξη να μάθει γι' αυτόν και το έργο του.
    Mesoxoritis
    18.12.2006, 20:29
    Μια πληρέστατη βιογραφία του Μάρκου...

    Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1905, στην Άνω Χώρα, στην Ερμούπολη της Σύρου. Το 1917 κατέβηκε στο Πειραιά, κι αφού εργάστηκε ως χαμάλης και εκδοροσφαγέας κατέληξε να γίνει μουσικός. Έμαθε μπουζούκι στους τεκέδες του Πειραιά και στις αρχές της Δεκαετίας του ’30 είχε ήδη ηχογραφήσει αρκετά τραγούδια [ κυρίως διασκευές παλαιότερων τραγουδιών, προσαρμοσμένα στο μπουζούκι].
    Δεν ήταν ο πρώτος που ηχογραφούσε ρεμπέτικα. Η αρχή είχε γίνει στην Αμερική με το "Μινόρε του τεκέ", του Ιωάννη Χαλκιά, που είχε θεαματική απήχηση και έμελλε να αποτελέσει την θρυαλλίδα της ρεμπέτικης δισκογραφίας. Ωστόσο ο Μάρκος, εκεί κάπου στις αρχές του ’30, έλαβε μιαν απόφαση που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως η γέννηση του σύγχρονου Αστικού Λαϊκού τραγουδιού...

    ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΡΟ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ

    Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στη Σύρο και συγκεκριμένα στο Σκαλί της Άνω Χώρας, στις 10 Μαΐου του 1905, ημέρα Τετάρτη, στις τρεις η ώρα το πρωί. Ήταν ο πρώτος από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη. Τα άλλα παιδιά ήτανε με τη σειρά ο Λεονάρδος, ο Φραγκίσκος, η Γκράτσια, ο Αργύρης και η Ρόζα.

    Ο Δομένικος, ο πατέρας του Μάρκου, ήταν γιος του Μάρκου του Ρόκου και είχε άλλα δύο αδέρφια, τον Αντώνη και το Μορφίνη. Και τα τρία αδέρφια έπαιζαν γκάιντα. Ο Δομένικος έκανε διάφορες δουλειές για να ζήσει την οικογένειά του. Άλλοτε δούλευε καρβουνιάρης, άλλοτε έπλεκε καλάθια, πότε-πότε πήγαινε στα χωράφια ως σκαφτιάς. Η Ελπίδα Βαμβακάρη, ήταν ένα από τα έξη παιδιά του Λεονάρδου Προβελέγγιου, ο οποίος ήταν ράφτης στο επάγγελμα. Όπως θυμάται ο Μάρκος:

    «Η μάνα ήτανε όμορφη και χαρούμενη. Αστειευόταν, τραγουδούσε όμορφα, όλο ζωή…».

    Το 1909 ο Μάρκος πρωτοπήγε στο σχολείο, ενώ το 1912, πριν να τελειώσει την τετάρτη δημοτικού, αναγκάστηκε να διακόψει διότι πήραν τον πατέρα του στο στρατό. Η μητέρα του Ελπίδα μαζί με το Μάρκο έπιασαν δουλειά στο κλωστήριο του Δεληγιάννη. Εκείνη την εποχή γεννήθηκε η Γκράτσια, η πρώτη αδερφή του Μάρκου. Ο Μάρκος όμως δεν μπορούσε να χωρέσει στο εργοστάσιο. Η μητέρα του είδε κι απόειδε και τον έδωσε παραγιό σ’ έναν ξάδερφό της με το παρατσούκλι ο Μούγιας, που διατηρούσε μπακάλικο στην πόλη της Σύρας. Κάτι όμως η θεία του η στρίγγλα, κάτι ο θείος του ο Μούγιας, έφυγε και από εκεί. Μετά από μία γερή πνευμονία κατέβηκε στην πόλη της Σύρου, όπου πήγε να δουλέψει ως χασάπης. Δούλεψε σε δύο χασάπικα και στη συ­νέχεια έπιασε δουλειά ως εφημεριδοπώλης. Η δουλειά αυτή τον έσπρωχνε προς την αλητεία και αποφάσισε να αλλάξει και να δουλέψει σε οπωροπωλείο. Άλλαξε δύο οπωροπωλεία, ώσπου κατέληξε και πάλι εφημεριδοπώλης στο πρα­κτο­ρείο των Αθηναϊκών εφημερίδων, ενώ το βράδυ δούλευε ως λούστρος. Όλα αυτά μέχρι το 1917, δώδεκα χρονών στα δεκατρία, ώσπου μία μέρα κύλησε ένα μεγάλο βράχο σε μία κατηφόρα και αυτός πήγε και έπεσε μέσα σε ένα σπίτι. Τον έψαχνε η αστυνομία και ο Μάρκος από το φόβο του μπήκε λαθρεπιβάτης σε ένα καράβι για τον Πειραιά.


    ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΤΗΣ ΚΙ ΕΡΗΜΟΣΠΙΤΗΣ

    Τα πρώτα χρόνια στον Πειραιά ήτανε δύσκολα για το Μάρκο. Έμενε στα Ταμπούρια και αρχικά δούλεψε ως γαιανθρακεργάτης.

    «…Πότε βγάζαμε το κάρβουνο όξω από τα φορτηγά που ξεφορτώναμε. Πότε πη­γαί­ναμε κάτω στο λιμάνι, πιάναμε μια μαούνα εξήντα, εβδομήντα τόνους, δέκα νο­ματαίοι, δώδεκα, την οποία έπρεπε να την αδειάσουμε στον Κάνθαρο, μέσα εκεί που είχανε τις αποθήκες του κάρβουνου οι μεγάλοι εφοπλιστές…».

    Ήρθε κάποια στιγμή και όλη η οικογένειά του στον Πειραιά και αυτός με τον πατέρα του ζούσαν την οικογένεια δουλεύοντας στο κάρβουνο. Αφού δούλεψε τέσσερα χρόνια στη σκληρή αυτή δουλειά, πήγε στη χαμαλίκα και ξεφόρτωνε εμπορεύματα στη Ζέα, στο τελωνείο του Μαργιολή, όπου έμεινε δύο-τρία χρόνια. Στην περίοδο αυτή παντρεύτηκε με τη Ζιγκοάλα, την πρώτη του γυναίκα, την οποία καθώς έλεγε μίσησε στο τέλος όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο. Ο έρωτας του Μάρκου με τη Ζιγκοάλα ήταν κεραυνοβόλος, αλλά η κατάληξη άσχημη.

    «…Δεκαεννιά χρονών έγινα αγαπητικός στο μπορντέλο μιας Ειρήνης από τη Σύμη. Ήτανε στο δεύτερο διαμέρισμα των Βούρλων, η πρώτη μου ερωτική επαφή. Μεγαλύτερη είκοσι εφτά, είκοσι οκτώ χρονών, μου ’δινε και λεφτά και κουστούμια. Αγάπησα την άλλη, τη Μανιάτισσα, τη Ζιγκοάλα, και την απαράτησα…».

    Εκείνη την περίοδο άρχισε να πηγαίνει στους τεκέδες. Δεκαοχτώ χρονών ξεκίνησε τη μαστούρα. Ήταν η εποχή που ο Μάρκος αλήτευε στους τεκέδες και άρχισε να έχει νταραβέρια με την αστυνομία. Το πρωί στη δουλειά, το βράδυ στον τεκέ. Για εννιά μήνες περίπου δούλεψε με τον πατέρα της Ζιγκοάλα, χαμαλίκι πάλι στο τελωνείο.
    Κατά το 1922-'23 έφυγε από λιμενεργάτης και πήγε εκδορέας στα σφαγεία του Πειραιά. Σιγά-σιγά έγινε δεινός εργάτης στα σφαγεία, άριστος εκδορέας. Περίπου ένα χρόνο μετά ο Μάρκος μυήθηκε στο μπουζούκι, το όργανο που του άλλαξε τη ζωή:

    «…Λίγο πριν πάω στρατιώτης, το 1924 ή αρχή το '25, άκουσα κατά τύχη τον μπάρμπα Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι, το οποίον τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα που σπάνε τα κόκαλα στο μαγαζί…».


    ΤΕΤΡΑΣ, Η ΞΑΚΟΥΣΤΗ, ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
    Φαντάρος πήγε για δεκατέσσερις μήνες, όταν έγινε είκοσι χρονών. Δεκατέσσερα χρόνια θα ήτανε μαζί με τις φυλακές που είχε φάει, αλλά τα κατάφερε και απολύθηκε. Γύρισε στο σπίτι του, αλλά λίγο-λίγο άρχισε να μην πηγαίνει στη δουλειά. Ο πατέρας του και η μάνα του μαραζώνανε γιατί τον βλέπανε να μη δουλεύει, να γυρίζει στους τεκέδες συνεχώς μαστούρης. Ο Μάρκος είχε συνεχώς στο μυαλό του το μπουζούκι, αυτό τον είχε συνεπάρει, αλλά είχε πέσει και στην αλήτικη ζωή με τους τεκέδες και τη μαστούρα σε καθημερινή βάση. To 1930 ο Δομένικος, ο πατέρας του Μάρκου, πέθανε χωρίς να προφτάσει να δει το γιο του στα πάλκα και στα γραμμόφωνα.
    Ο Μάρκος είχε αρχίσει να γράφει δικά του τραγούδια. Μέχρι το ‘33 είχε γράψει περίπου 50 τραγούδια και τα ’παιζε με το μπουζούκι του και τα θυμότανε χωρίς να πάει σε κάποιον μουσικό να του βάλει νότες.

    Με το Γιώργο το Μπάτη, τον Ανέστη το Δελιά και το Στράτο τον Παγιουμτζή είχαν γνωριστεί στους τεκέδες και γυρνάγανε μαζί και παίζανε, τραγουδάγανε και πίνανε και διασκέδαζαν τους μάγκες για το κέφι τους.

    Το 1934 ο Μάρκος, ο Μπάτης, ο Στράτος και ο Δελιάς φτιάξανε την ξακουστή τετράδα του Πειραιώς και άρχισαν να παίζουν στη μάντρα του Σαραντόπουλου στην Ανάσταση του Πειραιώς, κοντά στον Άγιο Διονύση. Ο Μάρκος ήτανε ακόμα εκδορεύς και όποτε πήγαινε για δουλειά πληρωνόταν καλά. Όμως το μπουζούκι τον τραβούσε περισσότερο. Στου Σαραντόπουλου έπαιξαν για πέντε-έξι μήνες. Στη συνέχεια ο Μάρκος άνοιξε το δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα. Στην κομπανία προστέθηκε και ο Σκαρβέλης, ο λεγόμενος Παστουρμάς. Η αστυνομία όμως δεν του έδωσε άδεια -αφού ο Μάρκος δε δέχτηκε να «πάει με τα νερά τους»- και έτσι αναγκάστηκε να το κλείσει. Μετά τα Άσπρα Χώματα αποφάσισε να ταξιδέψει στη Σύρα, για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια. Πήρε τον Μπάτη, τον αδερφό του το μικρό τον Αργύρη και το Ροβερτάκη και έπαιξε σ’ ένα μαγαζί της παραλίας για περίπου δύο μήνες. Όταν γύρισε στον Πειραιά έγραψε τη Φραγκοσυριανή.


    Η ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΔΟΞΑ
    Στη δισκογραφία μπήκε το 1933. Στην Odeon γραμμοφώνησε τον πρώτο δίσκο που από τη μία μεριά είχε το «Καραντουζένι» (Έπρεπε να ’ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας) και από την άλλη μεριά το «Αράπ» (ένα σόλο ζεϊμπέκικο).

    «Μα έτσι, μα αλλιώς, επί τέλους με βάλανε και ετραγούδησα για πρώτη φορά το «Έπρεπε να ’ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας». Μόλις το ετραγούδησα εμείνανε άναυδοι. Εγώ δεν πίστευα ότι είχα καλή φωνή γιατί όταν επήγαινα σχολείο, στην ωδική με είχανε στη δεύτερη φωνή. Δεν ήμουνα στην πρώτη φωνή. Τέλος πάντων, δεν ήξερα ότι και η δεύτερη φωνή έχει αξία. Δεν το ήξερα. Και έβλεπα εδώ που ήταν οι τενόροι, ενώ η δική μου φωνή έπιανε μπάσα. Αλλά ήτανε αυτή η φωνή που ζητάγανε αυτοί…».

    Τα τραγούδια έβγαιναν σε δίσκους και ο Μάρκος άρχισε να γίνεται περιζήτητος. Την εποχή εκείνη είχε βουίξει όλος ο ντουνιάς με τα νταραβέρια της Ζιγκοάλα με έναν φίλο του Μάρκου. Ο Μάρκος αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του αλλά και ντρεπόταν συνάμα, γιατί όλοι οι μάγκες στους τεκέδες γνωρίζανε τα καμώματά της. Με τον αδερφό του, το Φραγκίσκο, είχανε μαλώσει άγρια γι’ αυτό το θέμα. Ο ένας φοβόταν τον άλλο, μίσος απερίγραπτο. Τελικά ο Μάρκος χώρισε τη Ζιγκοάλα και έφυγε από κοντά της. Η γυναίκα αυτή τον κυνήγησε και ζήτησε δικαιώματα από τα τραγούδια του αλλά ο Μάρκος δεν της έδωσε δεκάρα, γράφοντας τα τραγούδια του με το ψευδώνυμο Ρόκος, (το όνομα του παππού του).
    Με τη δισκογραφία άρχισαν και οι περιοδείες και η δόξα. Τρεις φορές πήγε στη Θεσσαλονίκη. Πήγε ακόμα στο Βόλο, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα, σε πολλές πόλεις. Για κάθε πόλη που πήγαινε είχε και μία ιστορία για να διηγηθεί.

    Μετά τις περιοδείες άρχισε να δουλεύει στου Αντώνη του Βλάχου, στο Βοτανικό που είχε ένα μαγαζί-μπαρ στις γραμμές του σιδηροδρόμου. Μαζί του είχε το Γιάννη τον Παπαιωάννου, τον Κώστα τον Καρίπη, το Στέλιο τον Κερομύτη και κάποιον Στέλιο με ένα σαντούρι.
    Αργότερα προστέθηκε στο σχήμα και η Στέλλα Χασκίλ καθώς και άλλες τραγουδίστριες. Τα σχήματα αυτά γνώρισαν μεγάλη επιτυχία μέχρι τη μέρα που κηρύχτηκε ο πόλεμος.


    Ο ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ

    O Βοτανικός έκλεισε με την έναρξη του πολέμου. Ο Μάρκος άρχισε να παίζει στο μαγαζί του Μάριου Δαλέζιου στην οδό Ίωνος 6, μαζί με τον Κερομύτη, τον Παπαϊωάννου, τον Περιστέρη, τον Καρίπη και άλλους. Τα χρόνια ήταν δύσκολα και η Κατοχή σκληρή. Το ’41 πέθανε ο αδερφός του ο Λεονάρδος και το ’42 πέθανε και η μητέρα του Ελπίδα. Ο Μάρκος έμεινε με τα δύο μικρά του αδέρφια, τη Ρόζα και τον Αργύρη. Η Κατοχή κράταγε ακόμη. Εκείνη την εποχή, η μεγάλη του αδερφή, η Γκράτσια τον παρακίνησε να παντρευτεί με τη Βαγγελιώ, τη γυναίκα που έμελλε να είναι η τελευταία νόμιμη σύντροφός του. Ο Μάρκος μετά τη συμφορά που είχε πάθε με την πρώτη του γυναίκα, τη Ζιγκοάλα, δεν έπαιρνε την απόφαση. Τελικά μία Κυριακή του ’42 έγιναν οι ορθόδοξοι γάμοι του Μάρκου με τη Βαγγελιώ. Για το γεγονός αυτό αφορίστηκε από την καθολική εκκλησία και μόλις το 1966 του δόθηκε και πάλι η κοινωνία των Καθολικών. Τα δύο πρώτα παιδιά του Μάρκου και της Βαγγελιώς χάθηκαν πρόωρα. Το 1944 η Βαγγελιώ γέννησε το Βασίλη και ακολούθησαν άλλα δύο αγόρια, ο Στέλιος το 1947 και ο Δομένικος το 1949. Μετά το Μάριο ο Μάρκος έπιασε δουλειά στην οδό Ίωνος σ’ ένα μαγαζί που το έλεγαν «Άμφισσα». Μαζί του είχε και το μικρό του αδερφό τον Αργύρη, μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος.

    Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΛΑΜΠΗ ΚΑΙ Η ΛΗΣΜΟΝΙΑ
    Μετά την «Άμφισσα» δούλεψε επτά-οκτώ μήνες σ’ ένα μαγαζί που το ’λεγαν «Καρέ του Άσσου» και στη συνέχεια στου Βαγγέλα, στην οδό Πατησίων. Από εκεί μετακόμισε στην Τρούμπα σ’ ένα μαγαζί στην παραλία του Λινάρη. Στις αρχές του ’47 τον βρήκε ο Παπαϊωάννου και μαζί με τον Ροβερτάκη, τον Καρίπη, το Χατζηχρήστο, τον Κερομύτη, τον Περιστέρη και άλλους άρχισαν να παίζουν στου Καλαματιανού στις Τζιτζιφιές. Παράλληλα ο Μάρκος άρχισε να βγάζει ξανά δίσκους σε διάφορες εταιρίες και όλοι γίνονταν ανάρπαστοι. Στη συνέχεια έπιασε δουλειά ξανά στου Μάριου που ήταν συμπα­τρι­ώτης του καθολικός και είχε μεταφέρει το μαγαζί του από την οδό Ίωνος στις Τζιτζιφιές. Μέχρι τις Τζιτζιφιές ο Μάρκος τα βόλευε καλά.
    Το 1954 αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Το ’55, το ’56 το ’57 και το ’58 ο Μάρκος είχε «σβήσει» από τα πάλκα (πάρκα όπως τα έλεγε). Ταξίδεψε στην Ικαρία, τη Σάμο, την Άρτα, τα Γιάννενα, την Πρέβεζα, το Μεσολόγγι, το Βόλο, τη Λάρισα, σε πολλές πόλεις αλλά δουλειά σε πάλκο δεν υπήρχε για το Μάρκο. Στην Αθήνα δεν τον έπαιρνε κανένας σε κάποιο μαγαζί. Οι δισκογραφικές εταιρίες αλλά και οι «φίλοι», αυτούς που ευεργέτησε ο Μάρκος, όλοι τον είχανε ξεχάσει. Ακόμα και ο αδερφός του ο Αργύρης! Η ζωή ερχόταν βόλτα δύσκολα.


    Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΡΙΕΡΑ ΚΑΙ Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ
    Μια μέρα του καλοκαιριού, το 1959 ο Γρηγόρης ο Μπιθικώτσης, που αγαπούσε πολύ το Μάρκο, του έφερε το καλό νέο. Η Κολούμπια θα έβγαζε όλα τα τραγούδια του τραγουδισμένα με τη φωνή του Γρηγόρη. Νέα αλλά και παλιά του τραγούδια ερμηνευμένα από το Γρηγόρη Μπιθικώτση έφεραν το Μάρκο στο προσκήνιο. Στις 19/5/1960 η δεύτερη δισκογραφική καριέρα του Μάρκου είχε ξεκινήσει.
    Μετά τη μεγάλη επιτυχία στη δισκογραφία, δίνεται η δυνατότητα στο Μάρκο να ξαναδουλέψει στα λαϊκά πάλκα, αλλά και να δώσει συναυλίες σε πρωτόγνωρους για τους ρεμπέτες χώρους. Το 1966 κάνει την εμφάνισή του σε μπουάτ στην Πλάκα, ενώ ακολουθεί η συναυλία στο θέατρο «Κεντρικόν» το χειμώνα της ίδιας χρονιάς και στη συνέχεια πολλές εμφανίσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Όλοι οι παραγωγοί των δισκογραφικών εταιρειών, που είχαν παραμερίσει το Μάρκο, συνωστίζονταν τώρα στην πόρτα του και τού ζητούσαν να ηχογραφήσει όποιο τραγούδι θέλει αυτός. Ο Μάρκος είχε πάρει την «εκδίκησή» του.
    Οι πολλές αρρώστιες είχαν αρχίσει να λυγίζουν το γίγαντα από καιρό. Στις 8 Φλεβάρη του 1972, ο Μάρκος πέρασε στην ιστορία, αφήνοντας τεράστια παρακαταθήκη:
    Το μπουζούκι, έγινε λαϊκό όργανο, και καταξιώθηκε ως τέτοιο, χάρις σ' αυτόν.
    Η λαϊκή ορχήστρα με κυρίαρχα τα μπουζούκια, που πρώτος εισήγαγε, ήταν πλέον θεσμός (ακόμα και σήμερα λέμε «πάμε στα μπουζούκια»).
    Ο ίδιος, πέθανε αποθεωμένος, θρύλος του λαϊκού τραγουδιού, και αιώνιος πατριάρχης.''


    Mesoxoritis
    18.12.2006, 20:35
    Παρακάτω, μερικά λόγια του μεγαλύτερού μας τραγουδιστή, Γρηγόρη Μπιθικώτση, για τον Μάρκο (Από μια συνέντευξη στον Θανάση Λάλα).

    — Τον Βαμβακάρη γιατί τον λέτε «Σωκράτη»;

    «Τον λέω γιατί όλοι αυτόν ακούσαμε, είναι ο δάσκαλός μας. Κάπως έτσι πιστεύω ότι θα 'τανε κι ο Σωκράτης τότε. Μετά παρουσιάστηκε και ο Πλάτων, που μας είπανε ότι ήταν καλός μαθητής. Μπορεί και να 'ναι εσφαλμένα πολλά απ' αυτά που μας λένε, γιατί βλέπω ότι και για τη δική μου τη ζωή άλλοι μου τα λένε αλλιώς, άλλοι αλλιώς… Ενα 70% τα λέει και όπως είναι πραγματικά ο Γρηγόρης. Υπάρχει όμως κι ένα 30% που τα λέει περίπου. Κι έρχομαι κι εγώ να πω ότι απόγονο του Σωκράτη στον αιώνα που πέρασε έχουμε το Μάρκο Βαμβακάρη. Μα όχι μόνο εγώ. Ολοι όσους ρώτησα συμφωνούσαν μ' αυτό. Και ο Κίτσος, ο αδερφός του Τσιτσάνη, στα Τρίκαλα που πήγα, μες στο καφενείο τους το Βαμβακάρη ακούγανε. Και ο ίδιος ο Τσιτσάνης, αν και ήταν μικρότερος βέβαια…».

    — Αν υποθέσουμε ότι ο Βαμβακάρης ήταν ο «Σωκράτης» του ελληνικού τραγουδιού στον αιώνα που πέρασε, όλοι αυτοί μετά τον Βαμβακάρη - δηλαδή ο Μίκης, ο Μάνος, ο Ξαρχάκος… όλοι αυτοί τι είναι;

    «Ακου να σου πω, αν δεν ήταν ο Βαμβακάρης φοβάμαι ότι δε θα ήταν και όλοι αυτοί. Αυτοί είχανε σπουδάσει να κάνουνε μια άλλη δουλειά, κλασική που λέμε… ορατόρια, σονάτες και τέτοια. Η σχέση τους με το λαϊκό ξεκινάει από τη ρίζα αυτή. Εμένανε άκουσε ο Μίκης που έλεγα το "Τρελοκόριτσο" όταν σπούδαζε στο Παρίσι και όταν ήμασταν μαζί στη Μακρόνησο. Εκείνος ήρθε το '59. Και ο Χατζιδάκις άκουσε κάποια άλλα και ο Τσιτσάνης είχε τα δικά του ακούσματα κι όλα μαζί έρχονται από τη "σπηλιά" εκείνη. Διότι αν δεν ήταν αυτό το "σπήλαιο" να βγάζει προς τα έξω όλη αυτή την παραγωγή και να μπούμε εμείς τα "φίδια" μέσα και να μας χωρέσει όλους, θα 'χαμε παγώσει. Εκείνοι θα 'τανε ψευτο-Μπετοβενάκηδες κι εγώ ψιλο-Πολυμέρης. Επίσης και ο Παπαϊωάννου, μεγάλη υπόθεσις. Κι εκείνος μεγάλος, πολύ μεγάλος και πιο κοντά στο Βαμβακάρη».




    Mesoxoritis
    21.12.2006, 14:44
    Παρακάτω, συγκεντρωμένη η δισκογραφία του Μάρκου, μαζί με όλους τους δίσκους-συλλογές που κυκλοφόρησαν για αυτόν.

    ΔΙΠΛΟΠΕΝΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ | 1966 | PHILIPS | 526935 | 630110PL | | LP & CD |

    ΤΟΥ ΒΟΤΑΝΙΚΟΥ Ο ΜΑΓΚΑΣ | 1966 | LYRA | . | 3033 | | LP |

    ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ | 1967 | ODEON | 480706 | OMCG38 | | LP & CD |

    ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ | 1967 | ODEON | 185 | OMCG47 | | LP & CD |

    ΜΑΡΚΟΣ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΜΑΣ | 1968 | COLUMBIA. | 70038 | GSX26 | | LP & CD |

    12 ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ | 1969 | PANVOX | . | 10107 | | LP |

    ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ | 1969 | OLYMPIC | . | 1020 | | LP |

    ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ | 1969 | RCA | . | LPMG49 | | LP |

    ΜΑΡΚΟΣ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΜΑΣ | 1970 | COLUMBIA. | 70038 | SCXG3251 | επανέκδοση | LP & CD |

    ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ | 1971 | MELOPHONE | 526351 | 5 | | LP & CD |

    ΟΤΑΝ ΚΑΠΝΙΖΕΙ Ο ΛΟΥΛΑΣ | 1971 | NINA | . | 402 | | LP |

    ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΜΑΡΚΟ | 1972 | MINOS | . | 148 | | LP & CD |

    ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΦΥΓΑΝ | 1973 | SPECIAL | . | 60051 | | LP |

    ΜΑΡΚΟΣ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΜΑΣ | 1973 | COLUMBIA. | 70038 | 70038 | επανέκδοση | LP & CD |

    ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ | 1973 | MINOS | 185 | 185 | επανέκδοση | LP & CD |

    ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ | 1974 | PANVOX | . | 10168 | | LP |

    ΤΑ ΠΕΡΙΞ | 1974 | ΠΟΛΥΤΡΟΠΟ | 3951 | 3951 | | LP & CD |

    Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΜΑΡΚΟ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ | 1975 | DPI | . | KG23 | | LP |

    ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 2 | 1975 | REGAL | 70365 | 70365 | | LP & CD |

    ΤΑ ΑΥΘΕΝΤΙΚΑ | 1975 | COLUMBIA. | 480608 | 70368 | | LP & CD |

    ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ | 1976 | ΚΥΚΛΑΔΕΣ | . | 28 | | LP |

    ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 5 | 1976 | REGAL | 70379 | 70379 | | LP & CD |

    ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ | 1977 | ZODIAC | 88066 | 88066 | | LP & CD |

    ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΘΕΜΕΛΙΑ Νο1 | 1979 | VENUS | . | V1027 | | LP |

    ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ Νο12 | 1979 | DPI | KG029 | KG557 | | LP & CD |

    40 ΧΡΟΝΙΑ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ | 1980 | COLUMBIA. | 71126 | 71126/7 | συλλογή | 2LPs & CD |

    ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ - ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ | 1981 | PANVOX | 16303 | 16303 | | LP & CD |

    ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ 1950-1962 | 1981 | COLUMBIA. | 71197 | 71197/8 | συλλογή | 2LPs & CD |

    ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ 6 | 1981 | MARGO | 480218 | 8216 | συλλογή | LP & CD |

    ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΜΑΡΚΟ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ | 1982 | MARGO | 480171 | 8252 | | LP & CD | G

    ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ & ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ | 1982 | ΦΑΛΗΡΕΑ | . | ΑΦ 12 | live recording | LP |

    17 ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ | 1983 | PANIVAR | 5341 | 5341 | | LP & CD |

    40 ΧΡΟΝΙΑ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ Νο2 | 1983 | COLUMBIA. | 480203 | 71290/1 | συλλογή | 2LPs & CD |

    ΤΟ ΜΙΝΟΡΕ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ | 1983/04 | MINOS | 471/2 | 471/2 | | 2LPs & CD | P

    ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ | 1984 | COSMOS | . | SPR280 | | LP |

    ΠΙΚΡΟΛΟΓΑ - ΓΛΥΚΟΛΟΓΑ | 1984 | POLYDOR | 821600 | 821600 | | LP & CD |

    ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΑΚΙ ΜΙΑ ΦΩΤΙΑ | 1985 | PANVOX | . | 10273 | | LP |

    ΑΥΘΕΝΤΙΚΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ 2 | 1987 | ΦΑΛΗΡΕΑ | 4635 | ΑΦ 67 | | LP & CD |

    ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ | 1987 | HMV | . | 170200/4 | | 5LPs |

    ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ | 1987 | MELOPHONE | . | SMEL5 | επανέκδοση | LP |

    THE MUSIC OF MARCOS VAMVAKARIS | 1988 | WEA | . | 242406 | | LP |

    ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ, ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ | 1990 | SONORA | . | 1283 | | LP |

    ΤΑ ΚΛΑΣΣΙΚΑ του ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ | 1990 | HMV | 489770 | 170362 | συλλογή | LP & CD |

    Ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ | 1990/11 | PORTRAIT | . | 466767 | live recording | LP & CD |

    ΕΝΑΣ ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ | 1991 | MBI | 10433 | 10433 | συλλογή | LP & CD |

    ΜΑΡΚΟΣ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΜΑΣ | 1991 | EMI | 70038 | 170421 | επανέκδοση | LP & CD |

    Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ | 1992 | EMI | 478129 | 478129 | συλλογή | LP & CD |

    ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ & ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ | 1992 | LYRA | 4683 | 4683 | επανέκδοση | LP & CD |

    ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ | 1993 | MELOPHONE | SMEL55 | . | επανέκδοση | CD |

    ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ | 1993/05 | ΝΤΕΦΙ | 992947 | 003 | | LP & CD |

    ΑΡΧΕΙΟ: ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ 1 | 1994 | MINOS | 480413 | . | | CD |

    ΦΡΑΓΚΟΣΥΡΙΑΝΗ | 1994 | PHILIPS | 526351 | 526351 | επανέκδοση | LP & CD |

    REMBETICA IN PIRAEUS II | 1995 | HERITAGE | HTCD30 | . | | CD |

    ΑΦΙΕΡΩΜΑ 6 | 1995 | MOREAS | 2046 | . | | CD |

    ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ 1933-1940 | 1995/03 | FM | 654 | . | | CD |

    ΑΡΧΕΙΟ: ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ 16 | 1995/05 | MINOS | 480698 | . | | CD |

    ΕΝ ΦΩΝΑΙΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΟΙΣ | 1996/11 | ΠΑΝΔΩΡΑ | 211 | . | συλλογή | CD |

    ΑΡΧΕΙΟ: ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ 23 | 1997/03 | HMV | 852828 | . | | CD |

    ΑΡΧΕΙΟ: ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ 24 | 1997/03 | HMV | 852829 | . | | CD |

    ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΙ ΝΤΑΛΚΑΔΕΣ | 1997/05 | GENERAL | 5099 | . | | CD |

    ΜΑΡΚΟΣ Ο ΣΥΡΙΑΝΟΣ | 1997/06 | ΠΑΝΔΩΡΑ | 215 | . | συλλογή | CD |

    BOUZOUKI PIONEER, 1932-1940 | 1998/06 | ROUNDER | 1139 | . | | CD |

    ΑΦΙΕΡΩΜΑ | 2000 | SONORA | 1983 | . | συλλογή | CD |

    ΑΡΧΕΙΟ: ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ 53 | 2001/03 | EMI | 530190 | . | | CD |

    ΑΡΧΕΙΟ: ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ 54 | 2001/03 | EMI | 530189 | . | | CD |

    Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ | 2001/12 | EMI | 537543 | . | επανέκδοση | CD |

    ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ Νο2 | 2001/12 | PANIVAR | 51352 | . | επανέκδοση | CD |

    ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΠΩ | 2002/10 | VM | 1001 | . | | 2CDs |

    18 ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ | 2002/12 | MBI | 10951 | . | συλλογή | CD |

    ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ | 2003/09 | PARLOPHON | 590013 | . | live recording | 2CDs | G

    15 ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ | 2004/03 | PANIVAR | 05341 | . | συλλογή | CD |

    ΤΑ ΑΥΘΕΝΤΙΚΑ / ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ | 2004/03 | FM | 1906 | . | συλλογή | 2CDs |

    Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ | 2004/04 | EMI | 578532 | . | επανέκδοση | CD |

    ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ | 2005/04 | FM | 1737 | . | συλλογή | 2CDs |

    ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ 1963 - 1969 | 2005/10 | POLYDOR | 9875475 | . | συλλογή | CD |

    CAFE DE L' ART Volume 5 | 2005/12 | EROS | 02952 | . | instrumental | CD |

    Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ | 2006/05 | LEGEND | 5416 | . | συλλογή | CD |


    Mesoxoritis
    21.12.2006, 14:58
    ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ

    O πατέρας του ρεμπέτικου τραγουδιού; Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ του μουσικού αυτού είδους που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της λαϊκής ελληνικής παράδοσης. Με όποιον τρόπο και να αποκαλέσει κανένας τον Μάρκο Βαμβακάρη, που πέθανε στις 8 Φεβρουάριου του 1972,τοτο σίγουρο είναι ότι η τέχνη του συριανού αυτού ποιητή και μουσικού ,όχι μόνο είναι ένα από τα σημαντικότερα δείγματα αυτής της παράδοσης αλλά ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να είναι ζωντανή. μπορεί το ρεμπέτικο τραγούδι να μην υπάρχει πια, να έσβησε όταν ,η αφομοιώθηκε από την κοινωνία ,το είδος του περιθωριακού ανθρώπου που το δημιούργησε και το υπό στήριξε ,όμως η μουσική του Μάρκου Βαμβακάρη δείχνει μια δημιουργία που ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια της απομονωμένης μικροκοινωνίας.

    "Εγεννήθηκα στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, στην ωραία Σύρα και συγκεκριμένα σε μια φτωχή συνοικία της Άνω Χώρας , ονομαζόμενης Σκαλί το έτος 1905 στις 10 Μαΐου ημέρα Τετάρτη και ώρα τρίτη πρωινή από γονείς πάμφτωχους¨.

    Στα 1917 ο Μάρκος έρχεται στον Πειραιά και πεθαίνει στην Κοκκινιά στις 8 Φεβρουαρίου 1972. Στην ιστορία της ζωής του Μάρκου αναγνωρίζουν την ζωή τους οι χιλιάδες των ξεριζωμένων που οι συνθήκες,

    Εσωτερικές και εξωτερικές αποδιοργανώνουν τοις βάσεις της κοινωνικής τους ύπαρξης και σπρώχνουν στο περιθώριο και την υποπρολεταριοποίηση. Για τον ίδιο μάλιστα η διαδικασία αυτή έχει συντελεστή πριν από μια τουλάχιστον γενιά δεδομένου προς το περιβάλλον όπου περνά τα πρώτα παιδικά του χρόνια παρουσιάζει έντονα τα σημάδια της αστικής ανάπτυξης και αυτά από τον 19 αιώνα .Ο πατέρας του Μάρκου ποτέ καλαθοπλεχτεις και ποτέ καρβουνιάρης , θα πεθάνει προ ώρα αφήνοντας τη γυναίκα του κι έξη παιδία ,δυο κορίτσια και τέσσερα αγόρια, μέσα στην πιο μαύρη μιζέρια .Η μανά του από τον πρώτο καιρό του γάμου της δουλεύει στις φάμπρικες και αργότερα θα την ακολουθήσει η μεγάλη κόρη της στα δεκαεφτά της χρόνια. Από τα αδέρφια του ο ένας θα τρελαθεί από το χασίσι ,άλλος θα γίνει εγκληματίας.

    Ο Μάρκος μπαίνει στη δουλεία από εφτά χρόνων παιδί, αρχικά Σα βοηθός κοντά στην μάνα του στο κλωστήριο Δεληγιάννη στη Σύρα όπου δούλευε τότε .Για λίγο δουλεύει και μαζί με τον πατέρα του στο πλέξιμο καλαθιών όμως πολύ γρήγορα αποκόβεται από τους γονείς του και πέφτει "στα ξένα χέρια".Παραγιός σε μανάβικα ,μπακάλικα, χασάπικα, εφημεριδοπώλης, λουστράκι .Θα περάσει ολόκληρη την παιδική ζωή του μέσα στην περιπλάνηση ,τη ξυπολησιά ,τις κακουχίες ,τις αρρώστιες ,τη σκληρή δουλεία ,την έσχατη ολική εξαθλίωση .Το σχολείο εγκαταλείπεται από την τέταρτη τάξη δημοτικού και την κοινωνικοποίηση της προσωπικότητας του αναλαμβάνει εξ΄ ολοκλήρου ο κόσμος της αλητείας ,της κλοπής , των τυχερών παιχνιδιών και των κακόφημων οίκων της Ερμούπολης, που αυτή την εποχή βρίσκεται σε μεγάλη άνθιση. Χαρακτηριστική είναι η θητεία του μικρού Μάρκου σαν εφημεριδοπώλης στην υπηρεσία κάποιου Ζούλα, τοπικό εκδότη, που είχε κάτω από την εκμετάλλευση του καμιά τριανταριά παιδάκια ανάλογης ηλικίας. Τα έντυνε ομοιόμορφα για διαφημιστικούς σκοπούς και τους παραχωρούσε φαγητό και ύπνο με αντάλλαγμα να δουλεύουν γι’ αυτόν. Το υπνωτήριο εκείνο ήταν σωστό διαφθορείο, άντρο κλεφταράδων και μυστήριων. Έτσι μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον με τις διαρκείς εφόδους της αστυνομίας, το ξύλο απ’ τους αστυφύλακες και τις κλοτσιές και σφαλιάρες απ’ τα αφεντικά και τους μεγάλους, τις απόπειρες ασέλγειας, τη κόπωση από μια δουλεία δώδεκα και δεκατριών ωρών την ημέρα θα σκληρύνει και θα ωριμάσει την προσωπικότητα του μικρού βιοπαλαιστή. Όταν σε ηλικία 13 ετών βρίσκεται λαθρεπιβάτης για τον Πειραιά έχει αφήσει πίσω του είδη μια ζωή.

    Εγκαθίσταται αρχικά στα Ταμπούρια και πιάνει δουλεία σαν χαμάλης γαιανθρακεργατης στο λιμάνι .Μετά από λίγο θα τον ακολουθήσει και ολόκληρη η οικογένεια. Τα εφηβικά και τα πρώτα νεανικά του χρόνια περνούν μασά σε συνθήκες σκληρότερης δουλειάς, χαμαλίκια στο τελωνείο, ξεφορτωτής κατόπιν στις μαούνες και εκδορέας στα σφαγεία του Πειραιά.

    Ο Μάρκος είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος του ρεμπέτικου όπως μας παρουσιάζεται διαμορφωμένος την δεκαετία του 30, κυρίως στον Πειραιά .Μαζί με τον Γιώργο Μπάτη ,τον Ανέστο Δελιά και τον Στρατί Παγιουμτζή σχηματίζουν την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία που εμφανίζεται το καλοκαίρι του 1934 στην Δραπετσώνα. Άρχισαν να ηχογραφούν μέχρι την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας σε δίσκους 78 στροφών. Απ’ αυτό το σημείο και έπειτα αρχίζει η ηχογράφηση δίσκων στην Ελλάδα. Ο Μάρκος και η κομπανία του θα βοηθήσουν τους υπόλοιπους τραγουδιστές δίνοντας βάσεις για μια καινούργια εποχή τραγουδιού στην Ελλάδα.

    Mesoxoritis
    21.12.2006, 15:21
    40 ΧΡΟΝΙΑ ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ
    Ποτέ δεν έμαθε ότι γι' αυτήν μιλάει το τραγούδι

    Τραγούδι : ΦΡΑΓΚΟΣΥΡΙΑΝΗ - Μάρκος Βαμβακάρης 1960
    ΜΙΝΟS1991

    Ολος ο κόσμος της Σύρου μ' αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1937 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, είκοσι χρόνια αφ' ότου έφυγα από το νησί. Το λέω και στο τραγούδι:

    Σε είκοσι χρόνια δυο φορές
    ήρθα να σ' αντικρίσω
    και με το μπουζουκάκι μου
    γλυκά να τραγουδήσω.

    Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν.....
    Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:

    Μία φούντωση, μια φλόγα έχω
    μέσα στην καρδιά
    Λες και μου΄χεις κάνει μάγια
    Φραγκοσυριανή γλυκιά...

    Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ' αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή.

    Από την αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις - ΠΑΠΑΖΗΣΗ - 1978
    ΠΗΓΗ: 100 Δίσκοι και η ιστορία τους -Ειδική έκδοση : Καθημερινή


    mariachi
    11.01.2007, 21:18
    Mesoxoriti σου δίνω συγχαρητήρια για το θέμα-αφιέρωμά σου στο Πατριάρχη του Λαικού Τραγουδιού,Μάρκο Βαμβακάρη,το μάγκα από τη Σύρα.Χαίρομαι που αποτελείς ένα φανατικό ακροατή και λάτρη των τραγουδιών του Μάρκου και των άλλων συνθετών του ρεμπέτικου,όπως είμαι και εγώ.Μπράβο και πάλι μπράβο!
    pkamno
    04.03.2007, 14:56
    Παιδια αν δεν υπηρχε ο Μαρκος σημερα καταρχας δεν θα υπηρχαν μπουζουκια και κατα δευτερον η μουσικη μας θα ηταν κατι τελειως διαφορετικο!!!Ολοι μα ολοι ασχοληθηκαν με την λαικη μας μουσικη χρωστανε στο Μαρκο!!!!!!!!!!
    P-A-B-L-O
    03.01.2008, 14:33
    ΤΑ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΜΟΥ MESOXORITI!!!!!!!ΚΑΙΡΟ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΑΝΟΙΞΩ ΕΝΑ ΤΕΤΟΙΟ THREAD
    pafa
    03.01.2008, 19:06
    Χαίρομαι όταν βλέπω νέα παιδιά να αγαπούν το μέγιστο Μάρκο και να μιλούν με τόση θέρμη για αυτό το φαινόμενο, για τον πρωτοπόρο της σχολής του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού.