Επειδή μου την σβούριξε και για να μην πάω Πειραιά και πέσω να πνιγώ, θα αρχίσω να τραγουδάω:
Στου γιαλού τα βοτσαλάκια(τσικι τσικι τσικι)
κάθονται δυο καβουράκια(κουτσι κουτσι κουτσι)
έρμα, παραπονεμένα,(ε ρε τι τραβαω)
κι όλο κλαίνε τα καημένα(δεν την παλευω)
Κι η μαμά τους, η κυρία καβουρίνα(ξετσιπωτη τσ τσ)
πάει τσάρκα με το σπάρο στη Ραφήνα(γιωργο κοντα σε σενα)
Κι όλο κλαίνε τα καβουράκια(καλα να παθουν)
στου γιαλού, στου γιαλού τα βοτσαλάκια(οπα δωσε,δωσε)
Πάει ο κάβουρας το βράδυ,(α ρε κερατα)
βρίσκει το τσαρδί ρημάδι(καλα να παθεις)
ψάχνει για τη φαμελιά του(κουτσι κουτσι κουτσι)
και τραβάει τα μαλλιά του(τριχα δεν εμεινε λεμε)
Βάζει πλώρη κούτσα-κούτσα στη Ραφήνα(δεν την παλευω λεμε)
να πετύχει την κυρία καβουρίνα(ατσα της)
Κι όλο κλαίνε τα καβουράκια(οπα δωσε δωσε)
στου γιαλού, στου γιαλού τα βοτσαλάκια(πιαστηκα με τα βοτσαλακια)
Το ξημέρωμα ροδίζει(καιρος ηταν)
και ο κάβουρας γυρίζει(επιτελους)
δίχως τη συμβία πάλι,(τσικι τσικι τσικι)
κούτσα-κούτσα στ’ ακρογιάλι(ααχχ)
Με το σπάρο τον ξενύχτη στη Ραφήνα(ατιμουτσικο)
παίζει τώρα στα ρηχά η καβουρίνα(αυτα ειναι!)
Κι όλο κλαίνε τα καβουράκια(κουτσι κουτσι κουτσι)
στου γιαλού, στου γιαλού τα βοτσαλάκια (οπα δωσε δωσε)
Αυτά παθαίνει κανείς όταν διαβάζει Δίκαιο της Θάλασσας(και δεν μπορεί και να τα αποστηθίσει)!!