κοντά στο ξημέρωμα....
κάπου μακρυά ενα ρολόι χτυπά η ώρα τρεις....
ανασηκώθηκε...
και ύστερα το όνειρο σφάλησε τα μάτια
τυλιγμένο στ' άσπρα σεντόνια....
γυμνό
και γυρισε πλευρό....
Δεν ήθελε να ξυπνήσει...
Ταξίδευε....
σε λίμνες μαγικές, απέραντες, ατάραχες
ακύμαντες
το όνειρο αναστέναξε
σαν κάτι να τ' ανησυχουσε.
Απροσδιόριστο, άξαφνο κάτι απρόσμενο....
το πήρα αγκαλία....
και πλανήθηκε στα λάγνα μονοπάτια της λήθης
προνόμιο των ζωντανών
Ω! κρατουσα το όνειρο ζωντανό στην αγκαλία μου
κι ευχηθηκε να είναι όλα ένα όνειρο......!