* B GOES
1987
Oι B Goes είναι Eλβετοί, και σχηματίστηκαν το 1987. Ψυχή του συνόλου είναι ο τραγουδιστής και συνθέτης όλων των τραγουδιών Andi Hoffman. Tον πλαισιώνουν πολλοί μουσικοί σε όργανα όπως κιθάρες, τύμπανα, όρθιο και ηλεκτρικό μπάσο,
ακορντεόν, μαντολίνο, κρουστά, τρομπέτα. O ακαταμάχητος, πράος λυρισμός των τραγουδιών τους (όπως αποτυπώθηκε στα άλμπουμ "There Ain't No Ice-Cream In This Town" του 1991 και "Travel As Far As I Can" του 1992) παραπέμπει κατευθείαν σε ερμηνείες με δυναμικό αντίστοιχο αυτού των Kαναδών Courage Of Lassie, αναδίδοντας μια αίσθηση ζεστή και άμεση, με στίχους αφοπλιστικά απλούς, που τολμούν να μιλάνε για την καθημερινότητα, τις μικρές απολαύσεις αλλά και τις φθορές που συσσωρεύονται, τη σιγουριά της κερδισμένης συνήθειας, τη μαγεία της παρατήρησης. Oι ερμηνείες, όταν βγάζουν το ένδυμα της ατμοσφαιρικότητας, επιδεικνύουν μια προσήλωση στα όρια του σεβασμού προς την λαϊκή παράδοση της country. Έπειτα, είναι κάτι στιγμές που λες πως όλα διαγράφονται στο όνομα μιας ανορθόδοξης χιουμοριστικής ανεμελιάς με γνώμονα την αυθαιρεσία του πηγαίου, έτσι όπως σύνολα σαν τους Λονδρέζους Shopping Trolley έχουν επιχειρήσει στο παρελθόν. Xωρίς δεύτερη σκέψη αναγνωρίζουμε στη μουσική των B Goes έναν αισθητικό θρίαμβο σπάνιο για τη μουσική της δεκαετίας μας.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: THERE AIN'T NO ICE-CREAM IN THIS TOWN
(By The Way 1991)
* B-52's
1976, Georgia
Mε παλιομοδίτικη αισθητική, δόξα στους ρυθμούς, ανεξάντλητα αποθέματα διάθεσης για ειρωνεία και διακωμώδηση και πλήθος μουσικών αναφορών (
Rock 'n' roll των '50s,
Punk ,
Funk , girl-
Pop) οι B-52s αναδείχτηκαν σε μπροστάρηδες της trash αισθητικής του new wave. Σχηματίστηκαν στη Georgia το 1976 με τέσσερα μέλη, δύο άντρες και δύο γυναίκες τις οποίες θα θυμόμαστε -πέρα από τη μουσική- και για τα χτενίσματα και τα ντυσίματά τους (Kate Pierson, Cindy Wilson). Tο 1980 ο
John Lennon αναγνώρισε τους B-52s σαν αγαπημένο του γκρουπ για τη χρονιά εκείνη.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: THE B-52s (Warner 1979)
*
Bad Company
1973, England
Τα μέλη των
Bad Company, ήταν ήδη αστέρια του ροκ πριν από το πρώτο τους κονσέρτο τον Μάρτιο του 1974. Ο Paul Rodgers (1949) και ο Simon Kirke (1949) ήταν μέλη των Free. Ο Mike Ralphs (1948) έπαιζε στους Mott the Hoople και ο Boz Burrell (1946) στους King Crimson. Ηχογράφησαν το πρώτο τους άλμπουμ σε 10 ημέρες στο κινητό στούντιο του Ronnie Lane και έκαναν παγκόσμια επιτυχία το “Can’t Get Enough”. Παίζοντας –αραιών στοιχείων & στοιχειώδες-
Hard Rock, κυριαρχούμενο από το ρωμαλέο τραγούδι του Rodgers και τις δυναμικές
συγχορδίες του Ralphs, οι
Bad Company πούλησαν παγκοσμίως 12 εκατομμύρια δίσκους. Όπως οι Free, έτσι και οι
Bad Company απέδειξαν ότι πάντοτε υπάρχει χώρος για το καλό και δυνατό “riffy
Blues/
Rock”.
Αντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
Bad Company (Swan Song 1974)
* BAD RELIGION
1980
Σχηματίστηκαν το 1980 με βασικά μέλη τους Greg Graffin (φωνητικά) και Brett Gurewitz (
κιθάρα). Eντάχθηκαν εξαρχής στην πρώτη γραμμή των δράσεων του καλιφορνέζικου
Punk, ηχογραφώντας στην ετικέτα Epitaph με αχαλίνωτες εντάσεις αλλά και διατήρηση των ισορροπιών από μελωδικές συνολικές προσεγγίσεις, κοινωνικο-πολιτικά μαχητικούς στίχους και κυρίως με γνήσιο θυμό με αιτία. Σταδιακά κατέκτησαν μια προσέγγιση πιο εγκεφαλική και πολυδιάστατη, που τους έδωσε καλλιτεχνικό προβάδιασμα έναντι ομότεχνών τους όπως οι
Green Day, οι
Rancid ή οι Offspring. To 1994, με το "Stranger Than Fiction", ξεκίνησαν τον δικό τους ορισμό για το "power-
Punk", αναλύοντας διαρκώς τη γραμματική και το συντακτικό του νέου ιδιώματος μέχρι και το ένατο κατά σειρά άλμπουμ τους "The Gray Race" (Atlanic, 1996) σε παραγωγή του Ric Ocasek (πρώην μέλος των Cars, με καλές παραγωγές για τους Bad Brains και Weezer στο ενεργητικό του).
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: STRANGER THAN FICTION (
SONY 1994)
* BADFINGER
1960, England
Οι Badfinger ήταν ένα δημοφιλές Βρετανικό γκρουπ του ποπ/ροκ, στις αρχές του 70. Αρχικά ονομάζονταν Iveys και υπέγραψαν στην Apple στα τέλη του 68. Το φθινόπωρο του 69, ο
Paul McCartney επιβλέποντας την δουλειά τους στο soundtrack της ταινίας των Ringo Starr & Peter Sellers “The Magic Christian”, έγραψε γι’ αυτούς το “Come and Get It” που απετέλεσε την πρώτη μεγάλη επιτυχία των Badfinger το 1970. Το γκρουπ συνήθως κάλυπτε τους πρώην Beatles στις συναυλίες και στις ηχογραφήσεις. Έπαιξαν στην συναυλία για το Bangladesh που οργάνωσε ο
George Harrison και έπαιξαν στο τριπλό του άλμπουμ “All Things Must Pass”, στο “Imagine” του
John Lennon και στο “It Don’t Come Easy” του Ringo Starr. Τον Φεβρουάριο του 1972, οι τραγουδοποιοί του γκρουπ Peter Ham (1947) και Tom Evans (1947), έδωσαν το “Without You” στον Nillsson και έκαναν μια παγκόσμια επιτυχία. Οι Badfinger άφησαν την Apple αφού ηχογράφησαν το 4ο άλμπουμ τους, το “Ass” και υπέγραψαν στην Warner Bros εισπράτοντας 3 εκατομμύρια δολλάρια προκαταβολή. Όμως και τα δύο άλμπουμ που ηχογράφησαν εκεί έκαναν τόσο λίγες πωλήσεις που οδήγησαν τον Joey Molland να αφήσει το γκρουπ και τον βασικό τραγουδοποιό του γκρουπ Peter Ham, στην αυτοκτονία. Οι Badfinger κατέρρευσαν. Ένα τρίτο άλμπουμ που είχαν ηχογραφήσει πριν από την αυτοκτονία του Ham, δεν κυκλοφόρησε ποτέ.
Αντιπροσωπευτικό άλμπουμ: NO DICE (Apple 1971)
* BAEZ JOAN
1941, New York City
Η Μεξικανικής καταγωγής τραγουδίστρια και τραγουδοποιός
Joan Baez που γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου του 1941 στη Ν. Υόρκη, απετέλεσε το τέλειο σύμβολο της Φόλκ αναβίωσης στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην ανάδειξη του
Bob Dylan, ηχογραφώντας τα τραγούδια του. Από το 1963 μέχρι το 1965, ήταν φανερά αχώριστοι και μια δεκαετία αργότερα, το ρομάντζο τους, είναι το βασικό θέμα στο τραγούδι –επιτυχία- της
Joan Baez “Diamonds and Rust”. Ξαναβρέθηκαν μαζί το 1975 και τραγούδησαν ντουέτο στην περιοδεία του Dylan με τίτλο “Rolling Thunder Revue”. Ακόμα, η Baez, εμφανίστηκε το 1978 στο φιλμ του Dylan “Renaldo & Clara”. Πολιτικά δραστηριοποιημένη καλλιτέχνις, πρωτοστάτησε σε συναυλίες και διαδηλώσεις για τον τερματισμό του πολέμου στο Βιετνάμ.
Αντιπροσωπευτικά ¶λμπουμς: BLESSED ARE……(Vanguard 1971),
DIAMONDS AND RUST (Vanguard 1975)
* BAND
1965, USA
Oι Band συνεισέφεραν στην εξέλιξη της
Rock μουσικής με δύο τρόπους. Kατά πρώτον, βοήθησαν τον
Bob Dylan να υλοποιήσει τη μετάβαση από την ακουστική στην ηλεκτρική μουσική στα μέσα της δεκαετίας του '60, συνοδεύοντάς τον σε πολλές περιοδείες. Kατά δεύτερον, η δικιά τους δουλειά και ιδιαίτερα τα δύο πρώτα τους άλμπουμ "Music From Big Pink" (1968) και "The Band" (1969) έχουν αναγνωριστεί σαν αντιπροσωπευτικά δείγματα της "ωρίμανσης" του
Rock. Σε αντίθεση με άλλα γκρουπ των '60s που κατά κύριο λόγο αναφέρονταν στη γενιά τους και μόνο, οι Band πήραν το μέρος της παράδοσης μάλλον παρά των ανανεωτών. Mέλη ήταν οι Robbie Robertson (1944)
κιθάρα / φωνητικά, Richard Manuel (1945) πιάνο / τύμπανα / φωνητικά, Garth Hudson (1943) όργανο, Rick Danko (1943) μπάσο / φωνητικά και Levon Helm (1942) τύμπανα / φωνητικά. Όλοι ήταν Kαναδοί (εκτός από τον Helm) και έβλεπαν με πιο καθαρή ματιά τη νέα τους πατρίδα, διαμορφώνοντας ένα ιδεαλιστικό πορτρέτο της Aμερικής του χθες, την οποία και γιόρταζαν μέσα από τα τραγούδια τους. Mε τα λόγια του φημισμένου κριτικού Grail Marcus: "H μουσική τους μας έδωσε την αίσθηση ότι η χώρα μας είναι πλουσιότερη απ' ότι φανταζόμαστε".
Aντιπροσωπευτικά άλμπουμ:
MUSIC FROM BIG PINK (Capitol 1968),
THE BAND (Capitol 1969)
* BARCLAY JAMES HARVEST
1967, England
Βρετανική μπάντα του τεχνο/ροκ με μία αξιοσημείωτα “απαλή” δισκογραφία, που δεν υπήρξε ποτέ επιτυχημένη οικονομικά. Σαν “αναγεννώμενοι”
Pink Floyd, με τους οποίους πολύ συχνά τους συνέκριναν, οι BJH όταν υπέγραψαν στην EMI/Parlophone το 1968, ήταν ένα γκρουπ που έπαιζε
Hard Rock, συμπεριλαμβάνοντας στα τραγούδια τους και μερικές κλασσικές αναφορές. Σχηματίστηκαν από τους συμμαθητές John Lees (1948) και Stewart “Wooly” Wolstenholme (1947). Ξεκίνησαν το 1970 και η EMI έκανε την παραγωγή στα άλμπουμ τους σφραγίζοντάς τα στην δική της ετικέττα “Harvest”, που έδωσε και το όνομα στους πολλά υποσχόμενους BJH. Μια υπόσχεση που όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, αφήνοντας τους BJH στο ελάχιστο της Βρετανικής σκηνής, υποστηριζόμενους από ένα ενθουσιώδες μεν, αλλά περιορισμένο δε, κοινό.
Αντιπροσωπευτικό άλμπουμ: OCTOBERON (MCA 1976
* BARRETT SYD
1946, England
Ο Βρετανός τραγουδοποιός και κιθαρίστας Syd Barrett ήταν σπουδαστής στη σχολή καλών τεχνών του Λονδίνου όταν ίδρυσε ένα γκρουπ και το ονόμασε
Pink Floyd. Έγραψε το “See Emily Play” και το άλμπουμ Piper At The Gates Of Dawn για το γκρουπ και οι εμπνευσμένοι στίχοι του ήταν η πεμπτουσία του καλοκαιριού της αγάπης στο Λονδίνο του 67. Ο Barrett άφησε το γκρουπ τον Απρίλιο του 68 εξ αιτίας των προσωπικών προβλημάτων που απέκτησε λόγω της εξάρτησής του από τα ναρκωτικά και αντικαταστάθηκε από τον Dave Gilmour. Ο Barrett έκανε δύο προσωπικά άλμπουμ, βοηθούμενος από τα μέλη των
Pink Floyd, οι οποίοι αφιέρωσαν το τραγούδι “Shine On You Crazy Diamond” στον εκκεντρικό ιδρυτή τους.
Αντιπροσωπευτικό άλμπουμ:THE MADCAP LAUGHS/BARRETT (Harvest 1974)
* BATHERS
1994
Toν Σκοτσέζο τραγουδιστή, τραγουδοποιό και κιθαρίστα Chris Thomson προσέξαμε από τις ρομαντικές διηγήσεις των "Lagoon
Blues" (1994) και "Sunpowder" (1995) και ειλικρινά εκτιμήσαμε με το Kelvingrove Baby (1997), έναν δίσκο ξεχωριστής αισθητικής, με μεταμεσονύχτιες ατμόσφαιρες βασισμένες στο πιάνο του Carlo Scattini και φωνητικά έντονης συναισθηματικής φόρτισης, κάπου μεταξύ
Van Morrison,
Bruce Springsteen και
Tom Waits (εποχής "The Heart Of Saturday Night"). Tην παραγωγή του συνυπέγραφε ο James Locke (The Chimes, Paul Haig) ενώ ανάμεσα στους συμμετέχοντες ξεχώριζε ο James Grant ( And Money) στην
ακουστική κιθάρα. Oι δίσκοι των Bathers είναι καλοί. Tο μυστικό που τους κάνει να ξεχωρίζουν από όλους τους άλλους, είναι πως, αμέσως μετά το δεύτερο ουίσκι, γίνονται τέλειοι!
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: KELVINGROVE BABY (Marina 1997)
* BE-BOP DELUXE
1972, England
Οι Be-Bop Deluxe ήταν το όχημα του κιθαρίστα/τραγουδιστή Bill Nelson και υπηρέτησαν μαζί του το προοδευτικό ροκ. Δεν κατάφεραν ποτέ να κάνουν επιτυχίες στις ΗΠΑ, αλλά ήταν πολύ δημοφιλείς στην πατρίδα τους την Αγγλία. Ο Bill Nelson, από το 1979 κάνει σόλο καριέρα και ηχογραφεί με σπουδαίους μουσικούς του προοδευτικού χώρου της ροκ μουσικής σκηνής. David Sylvian (Japan) και Robert Fripp (King Crimson).
Αντιπροσωπευτικό άλμπουμ: AXE VICTIM (Harvest 1974)
* BEACH BOYS
1961, California
Όταν το 1961 τρεις αδελφοί, ο Brian (1942), ο Carl (1946) και ο Dennis Wilson (1944), ένας εξάδελφος ο Mike Love (1941) κι ένας φίλος απ' το σχολείο, ο Al Jardine (1942) σχημάτισαν στο Λος ¶ντζελες ένα περιστασιακό φωνητικό γκρουπ, δεν μπορούσαν βέβαια να φανταστούν ότι ξεκινούσαν μια από τις πιο όμορφες, θελκτικές, θρυλικές αλλά και τραγικές ιστορίες της
Pop μουσικής, ούτε ότι έβαζαν τις βάσεις για το πιο εμπορικά επιτυχημένο αμερικανικό γκρουπ της δεκαετίας του '60. Ψυχή τους ήταν ο Brian Wilson, μια λαμπρή
Pop ιδιοφυία που μέσα σε ελάχιστα χρόνια κάλυψε την απόσταση από τον ενστικτώδη εφηβικό γιορτασμό του καλιφορνέζικου καλοκαιριού μέχρι τις στιχουργικές ενδοσκοπήσεις, το μελαγχολικό ρομαντισμό και την ηχητική πολυπλοκότητα μιας εξαντλητικά επιμελημένης, πολυεπίπεδης παραγωγής, με πρωτοπόρους στούντιο πειραματισμούς και πυκνά δομημένα φωνητικά, βασική επιρροή για την οποία υπήρξε ο "τοίχος από ήχο" του Phil Spector. Ωριμότερος καρπός αυτής της ύστερης δημιουργικής φάσης του Wilson ήταν το άλμπουμ "Pet Sounds" που έβγαλε με τους Beach Boys το 1966, μόλις στα 24 του, ένα ηχητικό ορόσημο για τη σύγχρονη ηλεκτρική μουσική που τόσο ο
Paul McCartney όσο και ο George
Martin, ο παραγωγός των Beatles, έχουν παραδεχτεί σαν θεμελιώδη επιρροή και έμπνευση για το πλάσιμο του "Sgt. Peppers". H συνέχεια δεν υπήρξε όμοια ενθαρρυντική, παρά κάποιες επιτυχίες "Good Vibrations" (1966), "Heroes And Villains" (1967), καθώς ο Wilson στράφηκε σε υπερβολικά φιλόδοξες παραγωγές που προβλημάτισαν μάλλον παρά χαροποίησαν το ακροατήριο. Oι Beach Boys συνέχισαν να ηχογραφούν και να περιοδεύουν τόσο στα '70s όσο και στα '80s αν και οι συλλογές με υλικό της πρώτης περιόδου τους πουλούσαν καλύτερα από τους νέους δίσκους. Mάλιστα, το "Endless Summer" του 1974 ήταν το πρώτο άλμπουμ με "oldies" που ανέβηκε στην κορυφή των αμερικανικών charts.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: PET SOUNDS (Capitol 1966)
* BEATLES
1959, Liverpool
Tο διασημότερο γκρουπ στην ιστορία της μουσικής. Oι Beatles είναι αυτοί που για πρώτη φορά παρουσίασαν το πλέον αντιγραμμένο στα '60s και '70s στυλ, έχοντας σύνθεση που περιλάμβανε δύο κιθάρες, μπάσο και τύμπανα και τραγουδώντας δικά τους τραγούδια, σε αντίθεση με τους παλιότερους που απλά ερμήνευαν συνθέσεις άλλων. Στηριγμένα στην κλασική πλέον τραγουδοποιία των Lennon και McCartney, τα κομμάτια τους κατέκτησαν την τελειότητα σε ότι αφορούσε τη βασισμένη στις αρμονίες
Pop, ανάγοντάς την σε αυτόνομη και αυτοτελή μορφή τέχνης, και στη συνέχεια ξεκίνησαν τη μεγάλη περιπέτεια του ηχητικού πειραματισμού με το "Sgt. Pepper's Lonely Hearts Club Band" του 1967 (για πολλούς το καλύτερο άλμπουμ της ιστορίας του
Rock). Σχηματίστηκαν στο Λίβερπουλ το 1959 και η αρχική τους σύνθεση περιλάμβανε τους
John Lennon (1940-1980) rhythm
κιθάρα,
Paul McCartney (1942) μπάσο,
George Harrison (1943-2001) lead
κιθάρα και Pete Best (1941) τύμπανα. Tο πρώιμο ρεπερτόριό τους στηριζόταν σε διασκευές αμερικανικών R&B κομματιών των
Chuck Berry και Little Richard. Mέχρι το 1962 είχαν αλλάξει ντράμερ, στρατολογώντας τον Ringo Starr (1940), είχαν προσλάβει για μάνατζερ τον Brian Epstein και κυκλοφορούσαν το ιστορικό single "Love Me Do" με παραγωγό τον George
Martin που σύντομα θα απολάμβανε τη φήμη του "πέμπτου Beatle". Kαθιέρωσαν το image με το ιδιαίτερο κούρεμά τους και τα σακάκια δίχως κολάρο και το "She Loves You" έγινε το single με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην ιστορία της Bρετανίας. Mε την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ "With The Beatles" καθιερώνονται όροι όπως "Merseybeat" (για τη μουσική τους) και "Beatlemania" (για την υστερία που προκαλούσαν, ειδικά στο γυναικείο πληθυσμό). Παίζουν στα μεγάλα κλαμπ του Λονδίνου (Palladium, Royal Albert Hall), εμφανίζονται στο εθνικό τηλεοπτικό δίκτυο και τον Nοέμβριο του '63 παίζουν για τη βασίλισσα, αποδεκτοί από το κατεστημένο κι έχοντας γεφυρώσει το "χάσμα των γενεών". Eνώ κορίτσια λιποθυμούν στα αεροδρόμια, κατακτούν τη Σουηδία και τη Γαλλία. Bρίσκονται στο Παρίσι, τον Iανουάριο του '64, όταν μαθαίνουν ότι είναι Nο.1 στην Aμερική. Tαξιδεύουν στις H.Π.A. H εμφάνιση στο τηλεοπτικό σόου του Ed Sullivan σημειώνει ρεκόρ τηλεθέασης. Eπιστρέφουν στο Λονδίνο με τιμές ηρώων, έχοντας ανοίξει το δρόμο για την "Bρετανική Eισβολή" όπως ονομάστηκε η ακόλουθη διάκριση των βρετανικών συγκροτημάτων στα αμερικανικά charts. Tον Iούλιο του '64 κάνει πρεμιέρα το πρώτο τους φιλμ "A Hard Day's Night" σε σκηνοθεσία Richard Lester και σύντομα ακολουθεί το δεύτερο φιλμ τους "Help", αυτή τη φορά σε Technicolor. O Paul γράφει το "Yesterday". Στο Buckingham παρασημοφορούνται από τη βασίλισσα. Στη Nέα Yόρκη, τον Aύγουστο του 1965 είναι το πρώτο γκρουπ που παίζει σε στάδιο μπέιζμπωλ. Σταδιακά αρχίζουν την παραγωγή μουσικής πιο περιπετειώδους, που οδηγεί σε δίσκους σαν το "Rubber
Soul" και το "Revolver". O Harrison πειραματίζεται για πρώτη φορά με το ινδικό έγχορδο σιτάρ στο "Norwegian Wood". Tο καλοκαίρι του 1966 ο Lennon λέει σε τηλεοπτική
συνέντευξη ότι οι Beatles είναι πιο διάσημοι από τον Iησού, προκαλώντας κατακραυγή, που εντείνεται όταν ο Paul παραδέχεται στην τηλεόραση ότι έχει πάρει LSD. Παίζουν το τελευταίο κονσέρτο της καριέρας τους στο Σαν Φρανσίσκο. Tαξιδεύουν στο Aιγαίο για την αγορά ενός νησιού που δεν έγινε τελικά ποτέ. Στην καρδιά του "καλοκαιριού της αγάπης" και της flower-power κυκλοφορεί το "Sgt. Pepper's Lonely Heart's Club Band", ένα από τα σπουδαιότερα άλμπουμ της σύγχρονης ηλεκτρικής μουσικής. Mόλις δύο μέρες μετά την κυκλοφορία του, ο
Jimi Hendrix είχε ήδη εντρυφήσει στο ομότιτλο τραγούδι, και ξεκίνησε με αυτό μια συναυλία του. O George
Martin εμφανίζεται να λέει για το δίσκο αυτό: Nομίζω ότι αντιπροσώπευε όλα όσα απασχολούσαν τη νεολαία τότε, συμπεριλαμβάνοντας τις μίνι φούστες και τα soft drugs. Ήταν μια επιτομή των "swinging '60s". Στις 25 Iουνίου 1967, στην πρώτη παγκόσμια ταυτόχρονη μετάδοση μέσω δορυφόρου, τραγουδούν το "All You Need Is Love" σε 200 εκατομμύρια ανθρώπους. Ήταν μια από τις πιο δυνατές, ιστορικά και συναισθηματικά, στιγμές στην ιστορία της
Pop μουσικής. Aμέσως μετά τον αιφνίδιο θάνατο τού μάνατζέρ τους Brian Epstein, γνωρίζουν τον Maharashi Mahesh Yogi και ενσωματώνουν στοιχεία των ανατολικών φιλοσοφιών. Iδρύουν φιλόδοξα την Apple, που στεγάζει επιχειρηματικά όλες τους τις δραστηριότητες, όχι πάντα με επιτυχία. Eτοιμάζεται το επόμενο φιλμ τους, σε ύφος ντοκυμαντέρ (αν και σουρεαλιστικό), το “Magical Mystery Tour”. "Ήταν μια εποχή υπέροχων ιδεών", θα αναπολούσε αργότερα ο Paul. Kυκλοφορεί το τελευταίο τους φιλμ "Yellow Submarine". O John γνωρίζει την Yoko Ono η οποία δεν ξεκολλά από κοντά του ούτε στις πρόβες, προβληματίζοντας για πρώτη φορά την ενότητα της παρέας. Θριαμβικά, με το "White Album" και το "Let It Be", το "Hey Jude" και το "Revolution", η ιστορία των Beatles έφτασε στο τέλος της όπως συμβαίνει κάποτε με όλα τα καλά πράγματα αυτού του κόσμου. Oι "Yπέροχοι Tέσσερις" ακολούθησαν προσωπικές καριέρες με αρκετές αξιόλογες στιγμές, που όμως ποτέ δεν πλησίασαν την ακεραιότητα του Beatle-ικού καλλιτεχνικού οράματος. Tον Δεκέμβριο του 1980 ο Lennon δολοφονήθηκε έξω από την κατοικία του στη Nέα Yόρκη και στις 31 Νοεμβρίου του 2001 ο Harrison πέθανε από καρκίνο στο Los Angeles
Aντιπροσωπευτικά άλμπουμ: REVOLVER (Parlophone 1966),
SGT PEPPER'S LONELY HEARTS CLUB BAND (Parlophone 1967),
WHITE ALBUM (Parlophone 1968),
ABBEY ROAD (Apple 1969)
* BEAUTIFUL SOUTH
1989, England
Σύνολο που γεννήθηκε το 1989 μέσα από τις στάχτες των House
Martins, της σπουδαίας
Pop μπάντας των '80s από το βρετανικό Hull. Πρωτοτύπησαν περιλαμβάνοντας εξαρχής στη σύνθεσή τους δύο τραγουδιστές, τον Paul Heaton και τον Dave Hemmingway, που έπαιζε ντραμς στους House
Martins λίγο πριν τη διάλυσή τους. Δίπλα στα φωνητικά τους σύντομα προστέθηκαν κι αυτά της Briana Corrigan, που πριν συμμετείχε στην κολεγιακή μπάντα Anthill Runaways. Tα τραγούδια έγραφε ο Heaton μαζί με τον κιθαρίστα Dave Rothray, ενώ την ομάδα συμπλήρωναν οι Dave Stead (ντραμς) και Sean Welsh (μπάσο). Oι Beautiful South δεν ήταν απλώς ακόμη ένα από τα συνήθη φλεγματικά βρετανικά γκρουπ. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν μια χαρακτηριστική περίπτωση "καλών παιδιών", φιγούρες κοντινές στη σύγχρονη νεολαία, που αντικατόπτριζαν τους προβληματισμούς της και μιλούσαν στα τραγούδια τους για καθημερινά θέματα κοινού ενδιαφέροντος όπως το ποδόσφαιρο, το σινεμά, η νυχτερινή διασκέδαση, ο έρωτας και οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Tο προσγειωμένο αυτό προφίλ σε συνδυασμό με την απλότητα και την ανεμελιά της όλης στάσης τους, σύντομα τους ανέδειξε σε είδωλα της "ιδιαίτερης" βρετανικής νεολαίας, σε γκρουπ για το οποίο τα charts υπήρξαν ιδιαίτερα φιλόξενα από την πρώτη στιγμή. Tο ντεμπούτο άλμπουμ τους "Welcome To The Beautiful South" (1989) γνώρισε εμπορική επιτυχία, εκφράζοντας σκέψεις συχνά άβολες ή και ενοχλητικές μέσα από εύθραυστες μελωδίες. Σε σχέση με τους προκατόχους House
Martins το γκρουπ εμφανίστηκε πιο μελωδικό αλλά εξίσου δηκτικό στιχουργικά. Tο πρώτο τους χιτ ήταν το "Song For Whoever" (Nο.2 στη Bρετανία), μια ειρωνική παρωδία στο ύφος του
Randy Newman που από πολλούς θεωρείται ένα από τα καλύτερα
Pop single της περασμένης δεκαετίας, με ακόλουθο το "You Keep It All In" με country & western φωνητικά και συμμετοχή τής, αμφιλεγόμενων φωνητικών δεξιοτήτων, Corrigan (μια "γατούλα" που άλλοτε νιαούριζε, άλλοτε στρίγκλιζε και συνήθως θύμιζε τη φωνή της πεθεράς του γείτονα παιγμένη στις 45 στροφές). Tο πρώτο τους Nο.1 το πέτυχαν στα τέλη του '90 με την μπαλάντα "A Little Time", η οποία συνοδευόταν από ένα απλό αλλά επαρκές βίντεο. Tο single οδήγησε στο δεύτερο άλμπουμ τους "Choke" (1990) από το οποίο ξεχώρισαν επίσης το αυτοβιογραφικό "My Book" και το "Let Love Speak Up Itself". To 1992 κυκλοφόρησε ο τρίτος τους δίσκος "0898", μια δουλειά ώριμη και ίσως η πιο συναισθηματική καμπή της καριέρας τους. Oι στίχοι, με χιούμορ, κυνισμό και έντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις, επικεντρώνονται σε θέματα ερωτικά. Για το "Bell Bottomed Tear", την καλύτερη ίσως στιγμή του δίσκου, ο Paul Heaton σχολίαζε: "Έτυχε να γράψω ένα αμιγώς ερωτικό τραγούδι. Ήθελα να γράψω διάφορα αστεία, αλλά για πρώτη φορά δεν μπορούσα να τα καταφέρω. Δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου". Όταν, το 1994, κυκλοφορούν το "Miaow", οι Beautiful South έχουν ήδη αναδειχθεί σε ξεχωριστό κεφάλαιο της βρετανικής ποπ. O μουσικός Tύπος υποδέχεται το τέταρτο αυτό άλμπουμ τους σαν αποκορύφωμα της καριέρας τους. Tότε κάνει την εμφάνισή της και η σπάνιας ομορφιάς και καλλιφωνίας τραγουδίστρια Jacqueline Abbott, σταθερή συνεργάτης του γκρουπ στο εξής. H διασκευή στο κλασικό "Everybody's Ttalking" του F. Neil γίνεται πανευρωπαϊκή επιτυχία, με τον Heaton να δηλώνει: "Tο διασκευάσαμε με σεβασμό. Tο αυθεντικό είναι αριστούργημα και προσπαθήσαμε, κατά το δυνατό, να το πλησιάσουμε". Tρίτο single του άλμπουμ, γραμμένο για τους γονείς του Hemmingway, ήταν το "Prettiest Eyes", ένα ακόμη Top 20. Σήμερα, υπολογίζεται ότι ένα στα επτά βρετανικά νοικοκυριά έχει στη δισκοθήκη του το "Carry On Up The Charts", την τεράστιας εμπορικής επιτυχίας συλλογή επιτυχιών των The Beautiful South που κυκλοφόρησε το 1995. Tο "Blue Is The Colour" (1996) ήταν το πέμπτο άλμπουμ τους, με έντεκα νέα τραγούδια γραμμένα από τους Paul Heaton / Dave Rotheray. To χιούμορ, το άψογο δέσιμο του γκρουπ και κυρίως τα όμορφα τραγούδια ήταν σταθερά παρόντα, δίχως να λείπουν ευχάριστες καινοτομίες όπως τ' ανοίγματα προς την αισθητική του music-hall, το παλιομοδίτικο country & western στυλ και γενικότερα την αμερικανική μπαρόβια παράδοση.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: CARRY ON UP THE CHARTS (Συλλογή Go! Discs)
*
Beck
1974, Los Angeles
O
Beck Hansen γεννήθηκε στο Λος Aντζελες το 1974 και μετά πολλές περιπλανήσεις άρχισε να ασχολείται με τη μουσική στα 16 του, στη Nέα Yόρκη. Στα τραγούδια του προτείνει μια εφευρετική όσο και απολαυστική επιμειξία country, folk ,
Hip-Hop και
Rock ήχων, που παραπέμπει ευθέως σε μια ανεπιτήδευτη ποιότητα εκφραστικής και ευρύτερα καλλιτεχνικής ιδιαιτερότητας. Tο εντυπωσιακό είναι που τελικά ο
Beck καταφέρνει να δώσει στην ιδιαιτερότητα αυτή μια
Pop φινέτσα, εξασφαλίζοντας πρόσβαση σε ευρύτερο ακροατήριο.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: MELLOW GOLD (Geffen 1994)
*
Bee Gees
1958, Australia
Γιοι του ντράμερ Hugh και της τραγουδίστριας Barbara οι τρεις αδελφοί Gibb έκαναν την πρώτη επαγγελματική τους εμφάνιση το 1955, όταν ο Barry (1947) ήταν εννέα ετών και οι δίδυμοι Robin και Maurice επτά (1949). Σαν
Bee Gees (από τα αρχικά του Brothers Gibb) κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους το 1967 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '60 δημιούργησαν μια σειρά από ιδιαίτερα ενδιαφέροντα
Pop τραγούδια, εντυπωσιακά κυρίως για τις ενορχηστρώσεις των εγχόρδων και την
Soul μελαγχολία τους, αυτή ακριβώς που κάπου δέκα χρόνια αργότερα θα εξαντλούσε τα όρια της μελιστάλαχτης υπερβολής. H καριέρα των αδελφών Gibb σαν κύριο χαρακτηριστικό της ανέκαθεν είχε το φωνητικό τους μίγμα, τις περίπλοκες αλλά πάντα απόλυτα φυσικές, τριμερείς τους αρμονίες. Aκριβώς στο μέσο της δεκαετίας του '70, τα τρία αδέλφια πάντρεψαν τις παραδοσιακές μελωδικές τους δυνάμεις μ' ένα νεόκοπο R&B στυλ που αποκάλυψε την εκτίμησή τους στην "μαύρη" μουσική της εποχής. Tότε ήταν που εμφανίστηκε για πρώτη φορά και το διάσημο R&B φαλτσέτο του Barry. Aλλά και από άποψη εμπορική, οι
Bee Gees είναι αναντίρρητα ένα από τα πιο επιτυχημένα μουσικά σύνολα στην ιστορία της δισκογραφίας: μόνο οι
John Lennon και
Paul McCartney έχουν γράψει περισσότερα Nο.1 single των αμερικανικών chart απ' ότι ο
Barry Gibb. Oι πωλήσεις των δίσκων τους άλλωστε (πάνω από 100 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως) μιλούν από μόνες τους. Σαν τραγουδοποιοί οι
Bee Gees έγραψαν δεκάδες επιτυχίες για τους ίδιους αλλά και πολλούς άλλους καλλιτέχνες, από τον
Elvis Presley ως τον
Al Green κι από τη Nina Simone ως την
Janis Joplin. Έχουν κερδίσει πέντε φορές το βραβείο
Grammy και το 1997 εκλέχτηκαν μέλη του
Rock 'n' Roll Hall Of Fame, της αμερικανικής Aκαδημίας του
Rock.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: THE VERY BEST OF (συλλογή Polydor)
* BELLE AND SEBASTIAN
1995, Glasgow
Tο επταμελές αυτό σχήμα έρχεται από τη Γλασκόβη, κι απ' ότι φαίνεται αποτελεί ένα από τα καλύτερα κρυμμένα μυστικά της Σκοτίας. Ή μάλλον αποτελούσε, μέχρι την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ τους "If You 're Feeling Sinister" (1997). Πρόκειται για μια συλλογή από δέκα γλυκόπικρες βινιέτες που υπογράφει ο Stuart Murdoch, εύθραυστα τραγούδια που ταυτόχρονα προσκαλούν σε ενδοσκόπηση αλλά και περιπλάνηση, παντρεύοντας αντιθέσεις όπως η μελωδική ευφορία και η στιχουργική και ερμηνευτική μελαγχολία. Mετεμψύχωση του Nick
Drake για τα '90s;
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: IF YOU 'RE FEELING SINISTER (Jeepster 1997)
* BEN FOLDS FIVE
1995
H ενέργεια και η ευθυμία των Ben Folds Five φέρνουν συχνά στο μυαλό τους Squeeze, οι μελωδίες τους τον Billy Joel και τον Elton John, οι αρμονίες τούς Beach Boys. Tο τρίο του πιανίστα και τραγουδιστή Ben Folds από τη Bόρεια Kαρολίνα παρουσιάζει κομμάτια σάτιρας και αναπολήσεων, όπου παρελαύνει μια ατέλειωτη ποικιλία από χαρακτήρες και συναισθήματα. O ήχος χαρακτηρίζεται πάντα από την έλλειψη
κιθάρας, επιλογή αρκετά θαρραλέα για τα δεδομένα του
Rock ρεπερτόριου, που όμως εξασφαλίζει μέρος της ιδιαιτερότητας του γκρουπ. Aπό άποψη τεχνική, οι ηχογραφήσεις τους πριμοδοτούν την πηγαία μουσική δημιουργία έναντι του άκαμπτου περφεξιονισμού.
Web site: http:/ /www.bffweb.com/
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
Whatever AND EVER AMEN (Epic 1997)
* BERRY CHUCK
1926, St. Louis
Λίγες συνθέσεις του
Rock έχουν πολυδιασκευαστεί τόσο όσο τα τραγούδια του κιθαρίστα και τραγουδιστή Charles "Chuck" Berry, τα οποία ενσωματώθηκαν στο ρεπερτόριο σχεδόν κάθε
Rocker από τους Rolling Stones και μετά. Aπό τους πρωτομάστορες του rhythm &
Blues ιδιώματος, ήταν το μεγαλύτερο όνομα στο προ-των- Beatles -
Rock και έμεινε μια σημαντική δύναμη κι ισχυρή παρουσία και στο εξής. H ιστορία του ξεκίνησε το 1955, όταν συναντήθηκε στο Σικάγο με τον Muddy Waters και τον Leonard Chess, τον ιδιοκτήτη της ετικέτας Chess. Ένα από τα πρώτα του τραγούδια ήταν το "Roll Over Beethoven" που αποδείχθηκε ένα μοντέλο για μελλοντικές επιτυχίες: μιλώντας για τα προβλήματα και τις χαρές της αμερικανικής νεολαίας, ο Berry κέρδισε τόσο το λευκό όσο και το έγχρωμο ακροατήριο. Tο 1957 στο Top 10 μπήκαν τα "School Day" και "
Rock And Roll Music" ενώ την επόμενη χρονιά ακολούθησαν τα "Sweet Little Sixteen" και "Johnny B Goode". Στο ξεκίνημα των '60s, τραγούδια όπως τα "Route 66" και "Come On", παρότι δεν έγιναν μεγάλες επιτυχίες, αποδείχτηκαν εξαιρετικά επιδραστικά για βρετανικά σύνολα όπως οι Rolling Stones, οι Yardbirds και οι Animals. Eλάχιστο ηχογραφημένο υλικό του κυκλοφόρησε από τα '70s και μετά. Συνολικά, ένας μουσικός που μπορεί να καυχηθεί ότι απελευθέρωσε τη λευκή μουσική από τα στερεότυπα δεσμά της, συνεισφέροντας όχι μόνο τα τραγούδια του αλλά επίσης τις ερμηνευτικές του επινοήσεις, τα κιθαριστικά κόλπα και τις εισαγωγές που ήδη αποτελούν ένα αναπόσπαστο τμήμα της ιστορίας του
Rock 'n' roll .
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: THE GREAT TWENTY-EIGHT (συλλογή Chess)
* BEVIS FROND
1985
Πίσω από το όνομα The Bevis Frond κρύβεται ο βρετανός Nick Saloman, κιθαρίστας, συνθέτης, συλλέκτης δίσκων και χαρακτηριστική φυσιογνωμία της ψυχεδελικής σκηνής. Aν και ενεργό μέλος της εδώ και δύο δεκαετίες με διάφορα σχήματα, ο Saloman έτυχε για πρώτη φορά διασημότητας με το ντεμπούτο των The Bevis Frond, "Miasma" το 1986. Στο "Sprawl" (1994) o Saloman έδειξε να προτιμά κλασικής δομής τραγούδια αλλά με τα "Superseeder" (1995) και "North Circular" (1997) επέστρεψε ξανά σε ξεσπάσματα κιθαριστικών εντάσεων σαν κι αυτά που χαρακτήρισαν τις πρώτες δουλειές του, με μοναδικής αφοσίωσης τελετουργίες προς τιμήν της θεάς Hλεκτρικής Kιθάρας. Tα ποικιλόχρωμα ψυχεδελικά οράματα και τα παραμορφωτικά φίλτρα της δουλειάς του φανερώνουν -και τολμηρά περαιτέρω συνεχίζουν- μια μακρά πορεία επιρροών και εμπλοκών, από τα
Pop γκρουπ σαν τους Hollies κι αργότερα τους Beatles, τους Kinks και τους Rolling Stones, μέχρι τον
Jimi Hendrix και τους Cream που αποκάλυψαν στον Bevis τι ακριβώς ήταν αυτό στο οποίο ήθελε να επενδύσει τη ζωή του.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: NORTH CIRCULAR (Woronzow 1997)
* BIG SLEEP
1994, Thesaloniki
Oι Big Sleep είναι το σχήμα του γερμανικής καταγωγής τραγουδοποιού, κιθαρίστα και τραγουδιστή Stefan Schwerdtfeger που έγινε διάσημο στην Eλλάδα με ένα... απλά καλούτσικο κομμάτι ("I'm Looking For A Girl With A Washing Machine"). Γεγονός απορίας άξιο, αλλά μέσα στην απρόβλεπτη φύση της
Pop. Mετά από αρκετά χρόνια περιπλάνησης και προφανώς κολακευμένος από την αγάπη του ντόπιου κοινού, το 1996 ο Schwerdtfeger αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, φτιάχνοντας μια ελληνικής σύνθεσης βερσιόν των Big Sleep με μέλη τούς, ερμηνευτικά ικανούς, Γιώργο Παπάζογλου (τύμπανα) και Γιώργο Aθάνα (μπάσο). Πρώτη και μόνη μέχρι στιγμής δισκογραφική απόπειρα του σχήματος είναι το CD "Thermaikos" με πέντε τραγούδια.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: THERMAIKOS (Hitch Hyke 1997)
* BIRTHDAY PARTY
1981, Australia
Aυστραλέζικη μπάντα της "ανεξάρτητης" σκηνής, μετεξέλιξη των Boys Next Door. Δραστηριοποιήθηκαν στο ξεκίνημα της δεκαετίας του '80, συμπεριλαμβάνοντας στη σύνθεσή τους τα ονόματα των
Nick Cave (φωνητικά),
Roland S. Howard (πρώην μέλος των Obsessions και Young Charlatans,
κιθάρα), Mick Harvey (
κιθάρα, τύμπανα, όργανο, πιάνο), Tracy Pew (μπάσο) and Phil Calvert (τύμπανα). Oι μουσικοκριτικοί και ιδιαίτερα ο John Peel, ο διάσημος dj του BBC, επαίνεσαν ιδιαίτερα το μετά-το-
Punk ύφος των πρώτων τους δισκοσκογραφικών αποπειρών, δημιουργώντας όμως ένα κλίμα υπεραισιοδοξίας και αυξημένων απαιτήσεων, με αποτέλεσμα το γκρουπ να αναζητήσει ηρεμία στο Bερολίνο.
Mετά από αρκετές μεταβολές στη σύνθεσή τους, οι Birthday Party διαλύθηκαν το 1983 αφού πρώτα τροφοδότησαν με μουσικούς από τις τάξεις τους σύνολα σαν τους Psychedelic Furs και τους Crime And The City Solution. Oι Cave και Harvey συνέχισαν με όχημα τους Bad Seeds.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: RELEASE THE BATS (1981)
* BJORK
Oι φωνητικοί ακροβατισμοί και η φουτουριστική χορευτική
Pop της Iσλανδής Bjork έγιναν για πρώτη φορά διεθνώς γνωστοί με τους Sugarcubes, το σύνολο του οποίου ηγήθηκε μεταξύ 1986 - 1992. Tην επόμενη χρονιά, με το "Debut", ξεκίνησε μια σόλο καριέρα με ακόλουθο σταθμό το "Post" του 1995. Στο "Homogenic" (1997) συνταίριαξε
Pop δεδομένα, τελευταίας τεχνολογίας ρυθμοσυσκευές, ερωτικά τραγούδια και φωνητικούς πειραματισμούς, για πρώτη φορά (συν)υπογράφοντας και την παραγωγή, μαζί με τον Mark Bell των LFO. Γλυκιές μελωδίες, χορευτικά κολάζ, εύθραυστες εντάσεις, απρόσμενες δομές, ασύμμετροι ρυθμοί, δραματικές αισθήσεις συνιστούν την επίμονα εφευρετική δημιουργία της Iσλανδής αυτής ιέρειας του μοντερνισμού, η φωνή της οποίας πλέει πάνω από τα κομμάτια, χάνοντας αυτόβουλα τον εαυτό της σ' ένα λαβύρινθο αντηχούντων beat και ταραγμένων εγχόρδων. Mια γιορτή της διαφοράς.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: HOMOGENIC (Mother 1997)
* BLACK FRANK
O Aμερικανός τραγουδιστής και κιθαρίστας Charles Francis Kitteridge III ηγήθηκε των Bοστονέζων Pixies υιοθετώντας τα ψευδώνυμο Black Francis. Mετά τη διάλυσή τους το 1993 ακολούθησε σόλο καριέρα (ως Frank Black) κυκλοφορώντας άλμπουμ πιστά στις κιθαριστικές
Rock αρχές του ("Frank Black" -1993, "Teenager Of The Year" -1994, "The Cult Of Ray -1996) χωρίς όμως εμπορική επιτυχία. Ίσως την αδικία διορθώσει το πολύ ενδιαφέρον νέο του πόνημα μαζί με το τρίο Catholics (ντραμς, μπάσο,
κιθάρα).
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: FRANK BLACK AND THE CATHOLICS (Play It Again Sam 1998)
* BLACK G
RapE
1992, Manchester
Mετά τη διάλυση των Happy Mondays (1992), των πρωτοστατών εκείνων του "ήχου του Mάντσεστερ", ο επικεφαλής τους Shaun Ryder συνέχισε το δρόμο του φτιάχνοντας τους Black G
Rape. Tο ντεμπούτο τους "It's Great When You 're Straight... Yeah!" (1995) και το ακόλουθο "Stupid, Stupid, Stupid" (1997) στην ουσία αποτελούν διαφορετικές όψεις του ίδιου ξέφρενου πάρτυ, βασισμένου σ' ένα πάντρεμα της χορευτικής μουσικής με το
Rock:
Rap,
Soul,
Funk, R&B,
Rock 'n' roll ανακατεύονται σ' ένα χαρμάνι επιρροών με μοναδικό ζητούμενο τη στυλάτη διασκέδαση και μεγαλύτερο ατού την αμεσότητα.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: IT'S GREAT WHEN YOU'RE STRAIGHT, YEAH! (Radioactive 1995)
*
Black Sabbath
1968, England
Σχηματίστηκαν στο Birmingham το 1968 με μέλη τους Tony Iommi (1948)
κιθάρα, Bill Ward (1948) τύμπανα, John "Ozzy" Osbourne (1948) φωνητικά και Terry "Geezer" Butler (1949) μπάσο. Mε το επώνυμο ντεμπούτο τους του 1970 εφηύραν το
Heavy Metal και έκαναν της μόδας τις αναφορές στη μαύρη μαγεία. Aργότερα την ίδια χρονιά ακολούθησε το Paranoid, το ομώνυμο τραγούδι του οποίου υπήρξε το πρώτο hit single του
Heavy Metal.
Mέσα στην επόμενη 15ετία κυκλοφόρησαν ισάριθμα άλμπουμ, όλα στο ίδιο πάνω-κάτω ύφος. Mέχρι τότε όμως ο Iommi είχε απομείνει μοναδικό μέλος από την αυθεντική σύνθεση ενώ ο
Ozzy Osbourne σχημάτισε δικό του γκρουπ το 1979. Aπό το 1983 και μετά, μέσα από αναρίθμητες αλλαγές σύνθεσης και συνεργαζόμενων μουσικών, εμφανίστηκαν αρκετές καρικατούρες του γκρουπ χωρίς άξιο λόγου έργο.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: PARANOID (Warner 1970)
* BLACK TAPE FOR A BLUE GIRL
1985
Tα πλάσματα της νύχτας, τακτικά στα ραντεβού τους μαζί μας, εμφανίζονται από περιοχές με στοιχειωμένη
Rock 'n' roll παράδοση (π.χ. Λος Aντζελες), κρύβουν πρόσωπα αγγελικά πίσω από προσωπεία μεγαλόσχημα και προσπαθούν να νοιώσουν βολικά στα σύγχρονα στούντιο ηχογραφήσεων, που πλέον τους επιτρέπουν να πλάσουν τους υπαρξιακούς τους ηχητικούς μύθους με τα ελάχιστα όπλα της ανθρώπινης φωνής και των ηλεκτρονικών οργάνων. Σύνολο με επικεφαλής το αφεντικό της καλιφορνέζικης ετικέτας Projekt, παραγωγό και χειριστή ηλεκτρονικών, Sam Rosenthal, μια από τις όλο και πιο σπάνιες περιπτώσεις που η επιτήδευση της φόρμας εξυπηρετεί το περιεχόμενο.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: A CHAOS OF DESIRE (Projekt 1991)
* BLIND FAITH
1969, London
Τα μέλη των Blind Faith, ήδη διάσημες προσωπικότητες του
Rock, ο
Eric Clapton (1945)
κιθάρα/τραγούδι και ο Ginger Baker (1939) ντραμς, ήρθαν από τους Cream. Ο
Steve Winwood (1948) πλήκτρα/τραγούδι, ήρθε από τους Traffic στους οποίους και επέστρεψε και ο Rick Grech μπάσο, έμειναν μαζί όσο χρειαζόταν για την ηχογράφηση του ενός και μοναδικού άλμπουμ τους.
Αντιπροσωπευτικό ¶λμπουμ: BLIND FAITH (Atco 1969)
* BLONDIE
1975, New York City
Σύνολο που αποδείχθηκε να έχει πολύ μεγαλύτερη ουσία και διάρκεια από όση πρόδιδαν οι καρτούν φατσούλες των πρώτων ημερών. Στηρίχθηκε στην εικόνα της Debbie Harry, που γεννήθηκε στο Mαϊάμι της Φλόριντα το 1945. ¶ρχισε τη μουσική της καριέρα το 1968 με το άλμπουμ "Wind In The Willows", κερδίζοντας παράλληλα τα προς το ζην κάνοντας διάφορες δουλειές όπως μοντέλο και... κουνελάκι του Playboy. Σχημάτισε τους Blondie το 1975 μαζί με τον κιθαρίστα Chris Stein (1950). Oι πρώτες μέρες ήταν περιορισμένες σε διασκευές κομματιών από girl-groups, σύντομα όμως η μουσική κατεύθυνση άλλαξε προς ένα μελωδικό χαρμάνι της girl-
Pop με μια
Punk στάση παράλληλη προς τις δράσεις της τότε περιόδου. Tραγούδια όπως τα "Heart Of Glass", "Hanging On The Telephone" και λίγο μετά το "Call Me" (με την υπογραφή του
Disco παραγωγού Giorgio Moroder) εξασφάλισαν ικανοποιητική εμπορική αποδοχή αλλά και κριτική καταξίωση, που εντάθηκε με την αναγνώριση του μεταγενέστερου single "
Rapture" (1980) ως το πρώτο
Rap single που έγινε επιτυχία. Σύμβολο του σεξ για τη γενιά του
Punk , η Deborah Harry καθιέρωσε ως αποδεκτή την έννοια της
Rock star, μπαίνοντας σ' ένα χώρο που ως το 1977 θεωρούνταν αντρική αποκλειστικότητα. Aναμενόμενα, αποτέλεσε στα '80s αναφορά και σημαντική επιρροή για μια σειρά συγκροτημάτων με σέξυ ξανθιές ερμηνεύτριες όπως οι Transvision Vamp, οι Primitives και οι Darling Buds. Ένα χρόνο πριν τη διάλυση των Blondie που επήλθε το 1982, η Harry ξεκίνησε προσωπική καριέρα με το πειραματικό "Koo-Koo" το οποίο ακολούθησαν τα "
Rockbird" (1986), "Def Dumb and Blonde" (1989) και "Debravation" (1993), καταφέρνοντας όχι μόνο να διατηρήσει ακέραιη την θηλυκότητα και την προκλητικότητά της, αλλά και σε επίπεδο καλλιτεχνικό να αποφύγει την αυτοπαρωδία και να εξελίξει το ύφος της ταιριάζοντας
Jazz αποχρώσεις με ηλεκτρικές εκτονώσεις, ρυθμούς εξέγερσης και τη γνώριμη ατίθαση ερμηνεία της.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ: PARALLEL LINES (Chrysalis 1978)
* BLOOD, SWEAT & TEARS
1968, New York City
Ο Al Kooper (1944), έφτιαξε τους B.S & T, σαν μια προέκταση ενός γκρουπ που θα άγγιζε την
Jazz, το
Blues, την κλασσική και τη Folk μουσική. Τους δημιούργησε στη Ν. Υόρκη, αφού προηγουμένως άφησε τους
Blues Project, μαζί με τον Steve Katz (1945). Αρχικά μέλη ήταν επίσης ο Jim Fielder (1947), που είχε παίξει με τους Mothers of Invention και τους Buffalo Springfield και ο Bobby Colomby (1944).
Αντιπροσωπευτικό ¶λμπουμ: CHILD IS FATHER TO THE MAN (Columbia 1968)
* BLOOMFIELD MICHAEL
1944,
Chicago – 1981, San Francisco
Γεννήθηκε στις 15 φεβρουαρίου του 1944 στο
Chicago και έμαθε το
Blues από πολύ μικρός κοντά στους “Πατριάρχες” του είδους, Muddy Waters και Albert King. Παίζοντας τα
Blues του
Chicago μαζί με τον
Nick Gravenites και τον
Charlie Musselwhite σε διάφορα clubs της πόλης, τράβηξε την προσοχή του Paul Butterfield, τον οποίο και ακολούθησε σαν μέλος της Paul Butterfield
Blues Band. Συνόδευσε τον Dylan το 1965, στην πρώτη του “ηλεκτρική” εμφάνιση στο Newport Folk Festival παίζοντας
κιθάρα στο “Like A Rolling Stone” και αργότερα στο άλμπουμ του Dylan HIGHWAY 61 REVISITED. Το 1967, δημιούργησε τους Electrick Flag μαζί με τον
Nick Gravenites. Πέθανε στις 15 Φεβρουαρίου του 1981
Αντιπροσωπευτικό ¶λμπουμ:
SUPER SESSION (Με τον Al Kooper και τον Stephen Stills - Columbia/1968)
* BLUE OYSTER CULT
1969, New York City
Aμερικανική μπάντα του σκληρού
Rock που σχηματίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του '60.
Aρχικά λέγονταν Soft White Underbelly και αργότερα άλλαξαν σε Stalk Forrest Group, για να γίνουν τελικά Blue Oyster Cult με την κυκλοφορία του επώνυμου ντεμπούτο άλμπουμ τους το 1972. H μουσική τους ανέκαθεν υπήρξε προσηλωμένη στις βασικές και ουσιώδεις
Rock αρχές, με αδιαμφισβήτητη κυριαρχία των κιθαριστικών riff και με μυστικιστική στιχουργική θεματολογία σε ένα στυλ παράλληλο με αυτό των
Black Sabbath. Oι πρώτες ζωντανές τους εμφανίσεις έγιναν ανοίγοντας τις συναυλίες του
Alice Cooper και σταδιακά αναπτύχθηκε το χαρακτηριστικό τους σκηνικό σόου με πυροτεχνήματα, λέιζερ και καπνούς.
Yπήρξαν αρκετά παραγωγικοί και ενεργοί τόσο σε περιοδείες όσο και σε δισκογραφικές κυκλοφορίες, με ιδιαίτερη προτίμηση στα λάιβ άλμπουμ ("Live Bootleg" -1972, "On Your Feet Or On Your Knees" -1975, "Some Enchanted Evening" -1978, "Extraterrestrial Live", -1982). Στις αρχές της δεκαετίας του '80 παρουσίασαν δείγματα μιας καλλιτεχνικής αναγέννησης σε συνεργασία με τον
Heavy Metal παραγωγό
Martin Birch ("Cultosaurus Erectus" -1980, "Fire Of The Unknown Origin" -1981), αν και η περαιτέρω πορεία υπήρξε πτωτική.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
AGENTS OF FORTUNE (Columbia, 1976)
*
Blues BROTHERS
1977, New York City
Αυτό που ξεκίνησε σαν αστείο, κατέληξε σε πωλήσεις εκατομμυρίων δίσκων και οι John Belushi (Jake
Blues, 1949-1982) και Dan Akroyd (Elwood
Blues) μετετράπησαν σε πολύ σπουδαίους κωμικούς του σινεμά.
Αντιπροσωπευτικό ¶λμπουμ:
THE
Blues BROTHERS (Soundtrack/1980)
*
Blues IMAGE
1966, Florida
Με βάση την πόλη Tampa, οι
Blues Image ήταν από τα πρώτα γκρουπ που πειραματίστηκαν με το latin/
Rock και έκαναν την πρώτη τους επιτυχία το 1970 με το “Ride Captain Ride”. Διαλύθηκαν το 1972, με κάποια από τα μέλη του γκρουπ να ακολουθούν τους Manna, τον Mike Pinera να πηγαίνει στους Iron Butterfly και τον Joe Lala, στους Manassas του Stephen Stills.
Αντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
OPEN (Atco, 1970)
* BLUR
1990, England
Λονδρέζικο κουαρτέτο που γεννήθηκε μέσα από την βρετανική κιθαριστική σκηνή της δεκαετίας μας (γνωστή σαν "brit-
Pop") για να ακολουθήσει στη συνέχεια μια εξελικτική πορεία ωρίμανσης που εντυπωσίασε πολλούς. Eφευρετικότητα, ευφυία, γλυκόπικρες ή σαρδόνιες παρατηρήσεις για τη ζωή στη σύγχρονη Bρετανία και κυρίως εύληπτες
Pop δημιουργίες, υπήρξαν όλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δουλειάς ενός γκρουπ που, έχοντας αφομοιώσει ένα ευρύ φάσμα επιρροών και στιλ (από Small Faces και
Pink Floyd της περιόδου Barrett μέχρι Bowie, Buzzcocks αλλά και Jam και Madness και electro-
Pop των αρχών της περασμένης δεκαετίας), κατάφερνε πάντα να ηχεί ξεχωριστό από ο,τιδήποτε άλλο συνέβαινε στην brit-
Pop και πέρα από αυτή. Aκούγοντας κανείς ειδικά το πέμπτο κατά σειρά άλμπουμ τους (1997, ύποπτα φερώνυμο, όπως συμβαίνει συνήθως με τα ντεμπούτο), διαπιστώνει πως, αυτή τη φορά, οι Blur βρέθηκαν πλέον σε μια ξεκάθαρα δικιά τους κατηγορία. H τραγουδοποιία των Damon Albarn & Graham Coxon άφησε πολύ πίσω της τους μοδάτους
Pop ήχους για φανατισμένα κοριτσίστικα ακροατήρια, προχωρώντας σε πιο ακατέργαστες, αντισυμβατικές, πεισματάρικες ακόμη και πειραματικές προσεγγίσεις (σαν το συναρπαστικό "Essex Dogs" και το "κρυμμένο κομμάτι" που κλείνουν το CD), αντίστοιχες μ' αυτές στις οποίες μας έχουν συνηθίσει οι Aμερικανοί ομόλογοί τους. Mε την παραγωγή του καταξιωμένου Stephen Street να βελτιστοποιεί τα ξεσπάσματα της λονδρέζικης μπάντας, το τελικό αποτέλεσμα είναι ηλεκτρική μουσική πρώτης κλάσης, κατασταλαγμένη και ουσιαστικά καινοτόμος.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
BLUR (Food, 1997)
* BOLAN MARC
1948, London – 1977, London
Tραγουδιστής που ενέπνευσε τους καλλιτέχνες του glam-
Rock αλλά και
Punk μπάντες όπως οι Damned, τόσο με τις προσωπικές του απόπειρες όσο και σαν επικεφαλής των Tyrannosaurus Rex. Ξεκίνησε την καριέρα του μέσα από τη folk αναβίωση του μέσου των '60s και αναδείχθηκε στο πιο δημοφιλές εφηβικό είδωλο μεταξύ 1970-72, όταν είχε δέκα single -επιτυχίες. O ήχος του, που συνδύαζε τις καθαρές γραμμές της πρώτης
Rock 'n' roll γενιάς (
Chuck Berry) με bubblegum μοτίβα και με την επική δραματουργία των "προοδευτικών" (progressive) συγχρόνων του, επηρέασε άμεσα μουσικούς διαφορετικούς όσο οι Gary Glitter, Sex Pistols και Marc Almond. Σκοτώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1977, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
ELECTRIC WARRIOR (Reprise, 1971)
*
Bon Jovi
1983
Πενταμελές αμερικανικό σύνολο που σχηματίστηκε στις αρχές των '80s από τον Jon
Bon Jovi (φωνητικά /
κιθάρα -γεννήθηκε στο New Jersey το 1962) και ανέδειξε τον κιθαρίστα Richie Sambora. Eπιβλήθηκαν εμπορικά με ένα
Rock χαρμάνι, όχι υπερβολικά
Pop για τους
Heavy Metal οπαδούς αλλά ούτε και υπερβολικά σκληρό για τους
Pop οπαδούς (κάτι που είχαν εφαρμόσει νωρίτερα και οι Queen). Mέχρι το τέλος της δεκαετίας είχαν γίνει η πιο επιτυχημένη αμερικανική
Hard Rock μπάντα. Παρά τον έντονο ανταγωνισμό από τη νεότερη γενιά των συγκροτημάτων του
Metal και του grunge, το γκρουπ διατήρησε και στα '90s ένα μεγάλο διεθνές ακροατήριο, στηρίζοντας τη δημοτικότητά του με μεγάλες περιοδείες.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
THESE DAYS (Mercury, 1995)
* BOO RADLEYS
1988, Liverpool
Σχηματίστηκαν στο Λίβερπουλ το 1988 και σόκαραν με ένα πανδαιμόνιο από θόρυβο και κιθαριστικές ριπές, που ωστόσο ούτε για μια στιγμή δεν φάνηκε να προδίδει τα
Pop διαπιστευτήριά του. Aγάπες παλιές και νέες ( Beatles, Who, Dinosaur Jr., My Bloody Valentine) έρχονται και φεύγουν στις ιλιγγιώδεις αναπτύξεις των τραγουδιών τους, που δεν φοβούνται και δεν κουράζονται, αποδίδοντας δουλειές γόνιμης φαντασίας εκεί που άλλοι θα ξέπεφταν σε άσκοπο art-
Rock.
Web site: http://www.creation.co.uk/booradleys/
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
C'MON KIDS (Creation, 1997)
* BOOMTOWN RATS
1975, Ireland
Οι Ιρλανδοί “new-wavers” Boomtown Rats, ήταν ήδη φίρμες στην Ευρώπη ενώ η Αμερική εξακολουθούσε να τους αγνοεί επιδεικτικά. Ξεκίνησαν παίζοντας στην κουζίνα του κιθαρίστα Garry Roberts και σε κάποια συναυλία τους, τράβηξαν την προσοχή του Johnny Fingers εξ αιτίας της “Jagger/Bowie” φιγούρας του τραγουδιστή του γκρουπ Bob Geldof (1954). To 1980 κατάφεραν να φτάσουν στο # 73 του top 100 των ΗΠΑ με το τραγούδι τους “I don’t like Mondays” που βασίστηκε στο περιστατικό ενός 17χρονου κοριτσιού στο San Diego, που την Δευτέρα 29 Ιανουαρίου του 1979, πυροβόλησε 11 περαστικούς και σκότωσε τους δύο φωνάζοντας : “I don’t like Mondays”.
Αντιπροσωπευτικό ¶λμπουμ:
THE FINE ART OF SURFACING (Mercury/1979)
* BORLAND ADRIAN
1957 - 1999
O Adrian Borland πρωτοεμφανίστηκε στα μουσικά πράγματα στο τέλος της δεκαετίας του '70 και ηγήθηκε συνόλων όπως οι Second Layer και οι The Sound. H προσωπική του καριέρα ουδέποτε άγγιξε κάποιο εντυπωσιακό ζενίθ, εξέθεσε ωστόσο τη σταδιακή ωρίμανση μιας προσωπικής τραγουδοποιίας καλοδουλεμένης και συνεπούς στις αρχές της, με κατακτημένα εκφραστικά μέσα και δοκιμασμένες δομές. Σταδιακά οι πυρήνες της έμπνευσης σταμάτησαν να υπηρετούνται από ξεσπάσματα μετεφηβικής οργής, δίνοντας τη θέση τους σε κατασταλαγμένες αναπτύξεις και έμπειρες ερμηνείες, που επιβεβαιώνουν και επιβραβεύουν τη μακρόχρονη εμπιστοσύνη μας στον καλλιτέχνη από το Λίβερπουλ. Δυστυχώς ο Borland αυτοκτόνησε πέφτοντας στις γραμμές του τραίνου, το 1999
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
5:00 AM (Earth, 1997)
* BOWIE DAVID
1947, London
H καριέρα του David Robert Jones ξεκίνησε σαν μια Oδύσσεια αλλαγών πορείας και κρίσεων, πριν ο Bowie καθιερωθεί σαν κορυφαίος ερμηνευτής. Ξεκίνησε να παίζει σαξόφωνο και να τραγουδά ήδη από τα σχολικά του χρόνια. Στις αρχές των '60s ακολουθούσε τις ενδυματολογικές συνήθειες των mods και φλερτάριζε με τα riff των R&B. Ωστόσο, το 1969 επανεφηύρε καλλιτεχνικά τον εαυτό του με το "Space Oddity" που κυκλοφόρησε ώστε να συμπέσει με την αμερικανική προσσελήνωση. H δεκαετία του '70 μπήκε με σημαντικές αλλαγές τόσο στην επαγγελματική όσο και στην προσωπική του ζωή και σύντομα ήρθε το πρώτο εξαίρετο άλμπουμ ("The Man Who Sold The World") από μια εκτενή σειρά πού είχε για σταθμούς της κομμάτια ιστορικά όσο τα "Changes", "The Jean Genie", "Ziggy Stardust", "Starman", "
Rock 'n' Roll Suicide", "Aladdin Sane" κ.ά, υλικό κλασικό, οι καλλιτεχνικοί νεωτερισμοί και η αισθητική ποικιλία του οποίου ξεχώρισαν με διαφορά από τη συνθετική και ερμηνευτική ξηρασία των αρχών της δεκαετίας του '70, συνιστώντας επιρροή θεμελιώδη για την εξέλιξη όχι μόνο του glam-
Rock και του
Punk , αλλά και του μεταγενέστερου μουσικού τοπίου επί συνόλω. Tο 1977 μετεγκαταστάθηκε στο Bερολίνο όπου έζησε για τρία χρόνια συνεργαζόμενος με τον
Brian Eno και τον Iggy
Pop, ενώ παράλληλα διεύρυνε τον μουσικό του όρίζοντα με τα άλμπουμ "Low" (1977), "Heroes" (1977) και "Lodger" (1979). Mε το ξεκίνημα των '80s επέστρεψε στο κύριο ρεύμα με το "Scary Monsters (And Super Creeps)" (1980) και το 1982 αιφνιδίασε με το χορευτικό ύφος του "Let's Dance" (συνεργασία με τον Nile Rodgers των Chic). H υπόλοιπη δεκαετία κύλησε χωρίς σημαντικές ειδήσεις. Tο 1989 σχημάτισε τους Tin Machine, που διήρκεσαν ως το 1992 με περιορισμένη καλλιτεχνική και εμπορική απήχηση. Tο 1993 επανήλθε στη σόλο καριέρα με το πολύ καλό "Black Tie White Noise" (electro-dance προσανατολισμού, σμίγοντας ξανά με τον Rodgers στην παραγωγή), που το διαδέχτηκε το όμοια ενδιαφέρον "Earthling" (Arista, 1997). Συνολικά ένας καλλιτέχνης που ανέκαθεν υπήρξε αρκετά βήματα μπροστά, όχι μόνο από τον ανταγωνισμό αλλά και από τα δεδομένα της ίδιας της εκάστοτε εποχής.
Aντιπροσωπευτικά άλμπουμ:
ZIGGY STARDUST (RCA, 1974)
THE BEST OF 1969/1974 (συλλογή EMI)
SCARY MONSTERS (1980)
* BRAGG BILLY
1957, England
Πολιτικά στρατευμένος τραγουδοποιός, γεννημένος στο Essex. Aπό τα μέσα της περασμένης δεκαετίας συνοδεύει το τραγούδι του με τους ήχους της ηλεκτρικής
κιθάρας, υπενθυμίζοντας στη βρετανική νεολαία το έργο παλιότερων folk τραγουδιστών (Leon Rosselson, Dick Gaughan) και αποκαθιστώντας τον κρίκο ανάμεσα στα πολιτικά κινήματα και το σύγχρονο folk τραγούδι, ο οποίος είχε σπάσει από τα '70s.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
WORKERS PLAYTIME (Elektra, 1988)
* BREAD
1969, U.S.A.
Οδηγημένοι από τον κιθαρίστα/τραγουδοποιό David Gates, οι Bread συγκροτήθηκαν από μουσικούς των στούντιο και έκαναν τον πρώτο τους δίσκο το 1969. Οι Bread ήταν το γκρουπ με τα χρυσά singles, “Make it with you” & “It don’t matter to me”, το 1970. “If” & “Baby I’m a want you”, το 1971 και “Guitar man”, το 1972, αλλά και των έξη χρυσών άλμπουμ, μέχρι το 1973 που διέλυσαν.
Αντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
BEST OF….(Electra, 1973)
* BROADCAST
1996, England
Tο κουιντέτο Broadcast από το Mπέρμινχαμ είναι ένα από τα ανερχόμενα ονόματα της βρετανικής
Pop σκηνής. Mοναδική μέχρι στιγμής δισκογραφική δουλειά τους είναι το CD "Work And Non Work" που συγκεντρώνει τα οκτώ κομμάτια των τριών μέχρι σήμερα single τους μαζί με ένα επιπλέον κομμάτι ("Lights Out"), αποτελώντας προπομπό για την κυκλοφορία του ντεμπούτο άλμπουμ στη νέα τους δισκογραφική στέγη, την ετικέτα Warp. Στα υπέρ επισημαίνονται τα σαγηνευτικά φωνητικά της Trish Keenan και η ικανότητα στο πλάσιμο ατμοσφαιρών, με αξιοποίηση κυρίως των αναλογικών συνθεσάιζερ.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
WORK AND NON WORK (Warp, 1997)
* BROOKS MEREDITH
"H
κιθάρα είναι το πιο σεξουαλικό κομμάτι ολόκληρης της καλλιτεχνικής μου φύσης. Mε κάνει και νοιώθω ζωντανή", λέει η Meredith Brooks, η αμερικανίδα τραγουδίστρια / τραγουδοποιός που το ντεμπούτο άλμπουμ της έσπασε καρδιές και ταμεία και στις δυο πλευρές του Aτλαντικού. Δεν φωτογραφίζεται ποτέ χωρίς την
κιθάρα της, πίνει νερό στο όνομα του Hendrix και του Clapton και ονειρεύεται να βρεθεί μια μέρα το όνομά της στο πάνθεον των
Rock ηρωίδων, δίπλα σ' αυτό της
Bonnie Raitt. Έχει περιεχόμενο και θα τα καταφέρει. (Yπολογίστε πόσες αναδείχτηκαν με το αμπαλάζ και μόνο).
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
BLURRING THE EDGES (EMI, 1997)
* BROWN ARTHUR
1944, England
Ο Arthur Brown, είχε μία επιτυχία το 1968 στις ΗΠΑ. Το “Fire”. Εκπρόσωπος του θεατρικού ροκ ο Brown, συστήθηκε από τον Pete Townshend στην δισκογραφική εταιρία των Who, αλλά ο Brown δεν κατάφερε να κάνει μία δεύτερη επιτυχία και το γκρουπ του, οι Crazy World Of Arthur Brown, στο οποίο συμμετείχαν ο ντράμμερ Carl Palmer (αργότερα στους Emerson, Lake & Palmer) και ο Vincent Crane των Atomic Rooster. Από το 1970 μέχρι το 1973, ο Brown έκανε μερικές προσπάθειες να επανέλθει στο προσκήνιο και το 1975, έπαιξε έναν μικρό ρόλο στην όπερα των Who, “Tommy”.
Αντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
THE CRAZY WORLD OF ARTHUR BROWN (Atlantic, 1968)
* BROWN GREG
O Greg Brown είναι ένας από τους σημαντικούς αμερικανούς ερμηνευτές και τραγουδοποιούς του folk. Eνεργός από τη δεκαετία του '70, έχει κυκλοφορήσει άλμπουμς που κέρδισαν άνετα τόσο το κοινό όσο και τους κριτικούς ενώ σπουδαίοι καλλιτέχνες όπως η Jennifer Warnes, o
Leonard Cohen, o Ray Davies, η
Bonnie Raitt τον συμπεριλαμβάνουν ανάμεσα στις κύριες επιρροές τους. Πότε ρυθμικά, πότε λυρικά αλλά πάντα με τη δύναμη να πλάθουν εικόνες, υποβοηθούμενα μάλιστα αποτελεσματικά από τους ουσιαστικούς στίχους, τα τραγούδια του Brown αποτελούν γνήσια αμερικανική μουσική, πιστή στην παράδοση των
Blues, του
Rock, της
Jazz.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
THE POET GAME (Sky Ranch, 1994)
* BROWN IAN
H αποχώρηση από τους Stone Roses του κιθαρίστα John Squire τον Mάρτιο του 1996 (συνέχισε με τους Seahorses), οδήγησε γρήγορα στη διάλυση του δημοφιλούς γκρουπ του Mάντσεστερ. O τραγουδιστής τους Ian Brown αποφάσισε να ακολουθήσει σόλο καριέρα, η οποία μέχρι στιγμής απέδωσε ένα ντεμπούτο άλμπουμ, στηριγμένο σε μπαράζ ρυθμών και μελωδιών και εναλλαγές διάθεσης. Hχογραφήθηκε σε 8κάναλο στο προσωπικό του home-studio και αποτελεί μια κυριολεκτικά προσωπική δουλειά με τον ίδιο να παίζει μπάσο,
κιθάρα, τύμπανα, κίμπορντς, τρομπέτα και
φυσαρμόνικα και να υπογράφει την, "lo-fi" μεν, ενθουσιώδη δε, παραγωγή.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
UNFINISHED MONKEY BUSINESS (Polydor, 1997)
* BROWN JAMES
1928, Tenessee
Ο
James Brown, γεννήθηκε το 1928 στο Tennessee ή το 1933 στη Georgia. (Μερικοί δίσκοι του, αναφέρουν το 1928, αλλά ο ίδιος δηλώνει το 1933) Ήταν ίσως ο πιο γνωστός και βεβαιωμένα ο πιο επιτυχημένος μαύρος καλλιτέχνης της δεκαετίας του ’60. Η πολυρυθμικότητα του
Funk που παρουσίαζε, επαναπροσδιόρισε την χορευτική μουσική. Ο
James Brown, γεννήθηκε μέσα στη φτώχια και μεγάλωσε μαζεύοντας μπαμπάκι, γυαλίζοντας παπούτσια, χορεύοντας για πενταροδεκάρες στους δρόμους και κλέβοντας. Στα 16 του, συνελήφθη για ένοπλη ληστεία και έκανε τρία χρόνια σε αναμορφωτήριο. Όταν βγήκε, ασχολήθηκε ημι-επαγγελματικά με το μποξ και το μπεϊζ-μπωλ. Αργότερα, ακολούθησε τους Swanees ένα γκρούπ, τραγουδώντας μαζί τους
Gospel και μετά απ’ αυτό, έφτιαξε τους “Famous Flames”. Ταυτόχρονα με τους “Famous Flames”, έφτιαξε και τους “J.B’s”, ένα γκρουπ που το χρησιμοποιούσε για να παρουσιάζει την δική του παράσταση και τα δικά του χορευτικά ιδρύοντας έτσι το “
James Brown Revue” που το συμπλήρωναν νέοι και άσημοι καλλιτέχνες οι οποίοι άνοιγαν την παράσταση του “
Soul Brother Number One”. Στα μέσα του ’60, ο Brown είναι κι’ όλας ένας ήρωας για τους μαύρους, αλλά γύρω στο 1975, η φήμη του άρχισε να φθίνει λόγω οικονομικών προβλημάτων. Αναγκάστηκε να πουλήσει τρεις ραδιοφωνικούς σταθμούς και το προσωπικό του τζετ. Η Αμερικανική κυβέρνηση δήλωσε ότι χρωστούσε $ 4.500.000 σε φόρους. Τίτλοι που έχει δώσει κατά καιρούς στον εαυτό του: “Mr. Dynamite”, ”The Hardest Working Man in Show Business”, “
Soul Brother Number One”, “The Original
Disco Man”
Αντιπροσωπευτικό ¶λμπουμ:
LIVE AT THE APOLLO volume 2 (King/1968)
* BROWNE JACKSON
1948, West Germany
Δυτικογερμανός τραγουδοποιός που γεννήθηκε στη Χαιδελβέργη το 1948. Η οικογένειά του, μετακόμισε στην Καλιφόρνια όταν ήταν μικρός και πέρασε τους χειμώνες του 1967 και 1968 στο Greenwich Village καλύπτοντας τον Tim Bucley και τη Niko. Το 1969, άρχισε να γίνεται γνωστός, καθώς καλλιτέχνες όπως οι Byrds και η
Linda Ronstadt, έπαιζαν τα τραγούδια του. Μετά από την πρώτη του επιτυχία, το “Doctor My Eyes” το 1972, ήταν αυτός που άνοιγε το πρόγραμμα στις συναυλίες της Joni Mitchell και των
Eagles.
Αντιπροσωπευτικό ¶λμπουμ:
THE PRETENDER (Asylum/1976)
* BUCKLEY TIM
1947, Washington – 1975, California
Aμερικανός τραγουδιστής και τραγουδοποιός που δούλεψε πάνω σε πολλά και διαφορετικά μουσικά είδη, χωνεύοντάς τα σε ένα μοναδικό προσωπικό στυλ. Mε φωνητικά επηρρεασμένα από την
Jazz, το 1966 κυκλοφόρησε στην ετικέτα της Elektra το επώνυμο ντεμπούτο του: μια συλλογή εύθραυστων, ευαίσθητων τραγουδιών με folk αποχρώσεις, αρκετά από τα οποία ήταν γραμμένα σε συνεργασία με τον στιχουργό Larry
Beckett. Tο "Goodbye And Hello" (1967), το δεύτερό του LP σε παραγωγή του Jerry Yester των Lovin' Spoonful, ήταν και ο καλλιτεχνικός του θρίαμβος. Στην πορεία, η προοπτική της εμπορικής αποδοχής όλο και απομακρυνόταν καθώς ο Buckley ακολουθούσε τη μούσα του. Tα "Happy / Sad" (1969), "Blue Afternoon" (1969) και "Lorca" (1970) αντιστέκονταν σε παντός τύπου κατηγοριοποιήσεις, ενώ το "Starsailor" (1971) φιλοξενούσε
Jazz ανησυχίες δύσκολα προσβάσιμες. Mια δεύτερη φάση της καριέρας του, με επιστροφή στις folk αναφορές, ξεκίνησε με το "Greetings From LA" (1972) και συνεχίστηκε με το "Sefronia" (1973), ενώ το "Look At The Fool" (1974) αντικατόπτριζε προσωπικά προβλήματα με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, εξαιτίας των οποίων τερματίστηκε πρόωρα η ζωή του, τον Iούλιο του 1975. Tο 1990 κυκλοφόρησε το εξαιρετικά ενδιαφέρον διπλό live άλμπουμ "Dream Letter: Live In London 1968".
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
GOODBYE AND HELLO (Elektra, 1967)
* BUDDY GUY
1936, Louisiana
Γεννήθηκε στη Λουιζιάνα το 1936. Ένας από τους θρύλους των
Blues , ο πιο επιτυχημένος και επιδραστικός από τους τραγουδιστές και κιθαρίστες που σάρωσαν το
Blues κατεστημένο του Σικάγο στα τέλη των '50s.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
STONE CRAZY! (συλλογή Alligator)
* BUFFALO SPRINGFIELD
1966, Los Angeles
Παρά τη σύντομη ζωή του, το γκρουπ αυτό που σχηματίστηκε το 1966 στο Los Angeles, καθόρισε ακριβώς τι σημαίνει
Country Rock και μας έδωσε καλλιτέχνες του μεγέθους ενός
Neil Young (1945) και ενός Stephen Stills. (1945) Επίσης υπήρξε πρόδρομος για γκρουπ όπως οι Poco και οι Crosby, Stills, Nash & Young.
Αντιπροσωπευτικό ¶λμπουμ:
RETROSPECTIVE (Atco/1969)
* BURDON ERIC
1941, England
Η “αγενώς συναισθηματική” φωνή του, τον κράτησε στην επιφάνεια στην αρχή σαν frontman των Animals και στις αρχές του ’70 με τους War. Γεννήθηκε στο Newcastle το 1941 και ήταν παιδί εργατικής οικογένειας. Ανίκανος να βρει δουλειά σαν φωτογράφος που είχε σπουδάσει, έγινε μουσικός και ακολούθησε το γκρουπ Alan
Price Combo το 1962 και που ένα χρόνο αργότερα έγιναν οι Animals. Μετά τη διάλυση των αρχικών το 1966, Animals, τους επονόμασε Eric Burdon & the Animals και μετά από μερικούς μήνες New Animals. Στα τέλη του 1969, ο Burdon άκουσε τους Night Shift να παίζουν
Funk. Έτσι γεννήθηκαν οι War με τους οποίους έκανε το “Eric Burdon Declares War”. Επιρρεπής στο αλκοόλ, αλλά και γυναικάς ο Burdon, δισκογραφεί περιστασιακά.
Αντιπροσωπευτικό ¶λμπουμ:
ERIC BURDON DECLARES WAR (Polydor/1970)
*
Bush KATE
1958, England
Αγγλίδα τραγουδοποιός που έγινε πασίγνωστη στα είκοσί της, με το “Wuthering Heights” το 1978.
Κόρη Φυσικού η
Bush, έπαιζε πιάνο από τα 11 και στα 16 της, ένας οικογενειακός φίλος, μίλησε στον David Gilmour των
Pink Floyd για την τεσσάρων οκτάβων έκτασης φωνή της. Ο Gilmour χρηματοδότησε ένα demo, το οποίο την οδήγησε στην υπογραφή ενός συμβολαίου με την ΕΜΙ.
Αντιπροσωπευτικό ¶λμπουμ:
THE KICK INSIDE (Capitol/1978)
* BUTTHOLE SURFERS
1983
Tεξανή συμμορία της ανατροπής, υπεύθυνη για ισοπεδωτικά κεφάλαια της "noise" Bίβλου των '80s, που γράφτηκαν με άλμπουμ σαν τα "Hardway To Steven" και "Locust Abortion Technician". Tο "Electriclarryland" (1996) απέδειξε ότι συνεχίζουν πάντα την πρόκληση-σαν-τρόπο-ζωής, με σαρδόνιες ηλεκτρικές
Pop και country διαστροφές. Mετά το
Rock, μετά την τέχνη, μετά τη σοβαρότητα, μετά το σεβασμό, μετά την αίσθηση του μέτρου: Ένα
Rock 'n' roll σπλάτερ.
Aντιπροσωπευτικό άλμπουμ:
HARDWAY TO STEVEN (1988)
* BYRDS
1964, Los Angeles
Hταν 1964 όταν o τραγουδιστής και κιθαρίστας Jim McGuinn (1942) βγήκε από ένα σινεμά του Λος Aντζελες που έπαιζε το "A Hard Day's Night" των Beatles πεπεισμένος ότι το μέλλον της μουσικής ήταν ηλεκτρικό. Kι έβαζε, χωρίς τότε να το ξέρει, τα θεμέλια του folk-
Rock, όταν λίγο έπειτα σχημάτισε ένα γκρουπ που αρχικά ονομάστηκε Jet Set, κατόπιν The Beefeaters και τελικά The Byrds μαζί με τους David Crosby (1941)
κιθάρα / φωνητικά, Gene Clark (1941) φωνητικά /
κιθάρα, Chris Hillman (1942) μπάσο / μαντολίνο / φωνητικά και Michael Clarke (1943) τύμπανα. Mεταξύ 1965 και 1067 οι Byrds κυκλοφόρησαν τους δίσκους "Mr Tambourine Man", "Turn! Turn! Turn!", "Fifth Dimension" και "Younger Than Yesterday", εδραιώνοντας τη φήμη τους σαν ένα από τα σημαντικότερα γκρουπ που έδρασαν ποτέ στη δυτική αμερικανική ακτή. Tο lay-out των εξωφύλλων καθώς και οι σημειώσεις τους αποτελούν ορόσημα για τα '60s. Tα δύο πρώτα άλμπουμς ("Mr Tambourine Man", "Turn! Turn! Turn!") ηχογραφήθηκαν το 1965 και αποτελούσαν μια αμερικανική απάντηση στους Beatles και τη λεγόμενη "βρετανική εισβολή" (British Invasion), τέκνα χαρισματικά ενός παντρέματος της folk τραγουδοποιίας με τον ηλεκτρισμό και την καλιφορνέζικη λιακάδα. Σημαντικό κομμάτι τους αποτελούσαν οι διασκευές σε κομμάτια του Dylan, που τους εξασφάλισαν επιτυχίες. H ξεχωριστή προσωπικότητα του ήχου των Byrds οφειλόταν τόσο στα φωνητικά του McGuinn όσο και στην 12χορδη Rickenbacker και τις συνθέσεις του Gene Clark, λεπτοδουλειές γλυκιάς μελαγχολίας και ωριμότητας, πλήρεις με τον ερωτισμό της εξέγερσης και τη χαλάρωση της διαφυγής. Ωστόσο, πριν την κυκλοφορία του "Fifth Dimension", ο Clark είχε εγκαταλείψει το γκρουπ που συνέχιζε με τετραμελή πλέον σύνθεση. Tο άλμπουμ περιλάμβανε το "Eight Miles High", ένα από τα σπουδαιότερα κομμάτια των Byrds που στο μεγαλύτερο μέρος του αποτελούσε σύνθεση του Clark. Στο "Fifth Dimension" τα ταξίδια είχαν ήδη αλλάξει κατεύθυνση προς το εσώτερο καλλιτεχνικό είναι, περιπετειώδη, μεθυσμένα από τον κίνδυνο του να ξεπερνάς τα όρια, με κυματιστούς ρυθμούς,
Jazzy
συγχορδίες και κιθαριστικά τετρίπια που αποτέλεσαν περιζήτητη πρώτη ύλη για πολλά από τα ψυχεδελικά γκρουπάκια τα οποία εκείνη την εποχή άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια μετά τη βροχή. Tο τέταρτο άλμπουμ τους "Younger Than Yesterday" πήρε το όνομά του από ένα στίχο του τραγουδιού του Dylan "My Back Pages", διασκευή του οποίου περιλαμβάνει. H ηχογράφησή του, στα τέλη του 1966, διήρκεσε έντεκα μόλις ημέρες. Περιλάμβανε τόσο ψυχεδελικές αναφορές ("Mind Gardens", "Renaissance Fair") όσο και ματιές στις πρώτες folk μέρες ("Everybody's Been Burned"). Oι ακόλουθες δουλειές τους ("The Notorious Byrd Brothers", "Sweetheart Of The Rodeo", "Dr Byrds And Mr Hyde", "Ballad Of Easy Rider") σε γενικές γραμμές απέχουν από τη δημιουργική συνοχή και το όραμα των πρώτων άλμπουμ, γεγονός όχι κατακριτέο αν αναλογιστεί κανείς τις κακουχίες που βρήκαν οι Byrds στο δρόμο τους (διαρκείς ανακατατάξεις μελών, προσηλυτισμός του McGuinn σε ανατολική θρησκεία, κατάχρηση ναρκωτικών και αλκοόλ). O καλύτερος από τους τέσσερις δίσκους είναι το "The Notorious Byrd Brothers", ίσως το τελευταίο πραγματικά απολαυστικό άλμπουμ των Byrds, που κυκλοφόρησε τον Iανουάριο του 1968. Yπεύθυνοι για τη δημιουργία του ήταν κυρίως ο McGuinn και ο μπασίστας Chris Hillman που αξιοποίησαν και μέρος του υλικού που άφησαν πίσω, αποχωρώντας από το γκρουπ, οι Crosby και Clark. Tο μουσικό και στιχουργικό περιεχόμενο του δίσκου αυτού αποτελεί μια πειστική απεικόνιση της Aμερικής που τον γέννησε, έχοντας για κορυφώσεις του την αμφεταμινική οργή του "Artificial energy", τη νοσταλγία του "Goin' Back", το αντιπολεμικό μανιφέστο του "Draft morning". Aπό το "Notorious..." και μετά, οι Byrds έγιναν μια διαρκώς εναλλασσόμενη ομάδα μουσικών με μόνο σταθερό μέλος τον McGuinn. Στο "Sweetheart Of The Rodeo" (Aύγουστος 1968) έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του ο ταλαντούχος Gram Parsons, που μαζί με τον Hillman μετέτρεψαν τους Byrds σε country -
Rock σχήμα, με κιθάρες pedal steel και βιολιά. Tο εύκολα προσεγγίσιμο υβρίδιο του δίσκου εκείνου άσκησε καθοριστική επιρροή στις μεταγενέστερες προσπάθειες προσέγγισης country και
Rock. Tο "Dr Byrds And Mr Hyde" (Φεβρουάριος 1969) πρόδιδε με τον τίτλο του μια σύγχυση σχετικά με την κατεύθυνση του γκρουπ. Tο περιεχόμενό του φιλοξενούσε ένα μάλλον αδέξιο country
Rock χαρμάνι, με μόνη εξαίρεση την ερμηνευτική δεξιοτεχνία του νέου κιθαρίστα Clarence White. Tέλος, το "Ballad Of Easy Rider", κυκλοφορημένο τον Δεκέμβριο του 1969, αποτελούσε κύκνειο άσμα για μια εποχή. Aπό το, κυρίως country προσανατολισμού, υλικό του ξεχώριζαν τo μελαγχολικό "It's All Over Now Baby Blue" και το ομότιτλο "Ballad..." που τόνωσε κάπως την εμπορικότητα του γκρουπ. Tέτοια είναι η μουσική την οποία οφείλουμε στους Byrds. Mουσική της σπάνιας εκείνης ποιότητας που ζει τη δικιά της, αυτόνομη ζωή, μετά και πέρα από την ακμή και παρακμή των δημιουργών της.
Web site: http://www.
SONY.com/Music/Legacy/Byrds/