Playground Noise
"Nothing is more real than nothing..."
21 Νοεμβρίου 2012, 18:41
Once upon a November


«Έπρεπε να σε σκοτώσω μπαμπά όμως προτού προλάβω είχες (κιόλας) πεθάνει»

Σ.Π.

Τυπωμένη φράση. Σελίδα Α3 σχεδόν ματ. Μαύρο μελάνι. Γράμματα Bold and Italics. Μέγεθος απροσδιόριστο. Πάνω απ’ το κρεβάτι του. Να κρέμεται στο προσκέφαλο σαν βίβλος.

Περνά αστραπιαία απ’ το μυαλό μου η εικόνα της Σύλβια Πλαθ με φωτοστέφανο. Ανατριχιάζω χωρίς να το θέλω. Τη φαντάζομαι να γράφει με μανία τρεις με τέσσερις μετά τα μεσάνυχτα. Σκυμμένη στην παλιά γραφομηχανή δίπλα απ’ τη λάμπα θυέλλης και την σκονισμένη ξυλόσομπα. Να πίνει tanqueray και να τρώει ώριμα κόκκινα σταφύλια στα διαλείμματα.

Φαντάζομαι έναν άγγελο να κάθεται στον ώμο της κι’ ένα δαίμονα να πατά τα πλήκτρα. Η Αγία Σύλβια…τόσο αποφασισμένη…να γεννήσει το μωρό της Ρόζμαρι εν μια νυκτί…ένα διαβολικό μωρό όλο χάδια κι’ αγάπη!

«Τι λές? Θα φάμε κάτι?» με ξυπνάει απότομα η φωνή του απ’ τον προσωπικό μου λήθαργο. Να φάω? Μετά απ’ αυτήν τη φράση? Να φάω? Το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπος, θέλω να φωνάξω. Αρκούμαι στο να ομολογήσω χαμηλόφωνα πως δεν πεινάω. Επιμένει να ετοιμάσει κάτι στα γρήγορα και πως είναι ντροπή να μην με κεράσει πρώτη φορά στο σπίτι του. Ανοίγει ράδιο και τηλεόραση για συντροφιά μου μέχρι την ολοκλήρωση του αυτοσχέδιου του δείπνου.

Μένω μόνη μου στο άδειο δωμάτιο με τη φράση να αιωρείται πάνω απ’ το κεφάλι μου. Κι’ ας αποφεύγω συνειδητά τη μεριά του κρεβατιού. 180 μοίρες αντίθετα η οθόνη απεικονίζει τον αλητάκο του Τσάρλι Τσάπλιν να παριστάνει το δικτάτορα. Είναι δικτάτορας. Ένας κλόουν – δικτάτορας με πύρινο θλιμμένο βλέμμα. Το βλέμμα του πάντα μου έκαιγε τα σωθικά. Το βλέμμα του Τσάπλιν. Το βλέμμα του πατέρα μου. Ομοιότητα…Το δικό μου βλέμμα.

Έπρεπε να σε σκοτώσω μπαμπά.

Επαναφορά σε παρελθοντική πραγματικότητα. 17 Νοεμβρίου κάποιας χρονιάς. Νομίζω πως είμαι γύρω στα οκτώ. Ο πατέρας μου έχει γυρίσει σπίτι και φοράει ακόμη τη χακί στολή με τα χρυσά παράσημα. Κάθε φορά που έρχεται απαιτεί όλα του τα υπάρχοντα να είναι καλοβαλμένα και στοιχισμένα. Στοιχίζομαι κι’ εγώ μαζί με τις γαλότσες του. Επιθεωρεί τα πάντα προσεκτικά. Φτάνει σε μένα. Γυρίζει γύρω μου κοιτώντας με απ’ την κορυφή εώς τα νύχια. Νιώθω σα να βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα. Τα έπιπλα γυρίζουν μαζί του. Το σπίτι γυρίζει μαζί του. Ολόκληρος ο κόσμος γυρίζει μαζί του. Και όλα γύρω από μένα. «Να στέκεσαι σωστά!» μου λέει ισιώνοντας με το χέρι του την πλάτη μου. Κάθομαι προσοχή σαν τα εκπαιδευόμενα φανταράκια του. Έχω σταματήσει να αναπνέω. Αντιλαμβάνεται το παιχνίδι-πιανάκι μου ξεχασμένο καταλάθος λίγα μέτρα πιο κάτω. Το παίρνει και το πετά στα σκουπίδια «Δεν είναι για κορίτσια αυτά τα πράγματα, αρκετά με τα πιάνα!» φωνάζει απ’ την εξώπορτα.

Έπρεπε να σε σκοτώσω μπαμπά. Πέταξες τη ζωή μου στα σκουπίδια.

Μες στο δωμάτιο του φίλου μου οι δικτατορίες μπερδεύονται αναπάντεχα. Η δικτατορία του Τσάπλιν, η δικτατορία του πατέρα μου, η δικτατορία της χώρας μου – η τότε και η σήμερα – . Σειρήνες μέσα στο κεφάλι μου. Καπνοί, μολότωφ, φωνές, πανικός. Αναπνοές που δε φτάνουν. Άνθρωποι στο μάτι του κυκλώνα. Τα παγκάκια του Συντάγματος γυρίζουν γύρω τους, οι μπάτσοι γυρίζουν γύρω τους, τα μάρμαρα γυρίζουν γύρω τους, η Ακρόπολη γυρίζει γύρω τους, όλος ο κόσμος περιστρέφεται κυκλικά. Ζωές πεταμένες στα σκουπίδια.

Η φωνή του Μπομπ Ντίλαν ακούγεται στο ράδιο – του τότε και του σήμερα –. Είμαι δεκαοχτώ. Έχω πάρει το απολυτήριο μου. Ο μπαμπάς μου καθισμένος στην παλιά δερμάτινη πολυθρόνα του επιθεωρεί τους βαθμούς μου. Δεκαεννιά και τρία δέκατα έκτα. Τελικός βαθμός. Δεν είναι ευχαριστημένος. «Μπορείς και καλύτερα» μου λέει. «Κι’ αυτό το δεκάξι στην έκθεση?» Ο χαμηλότερος βαθμός. «Σου χαλά το μέσο όρο. Μα δεκάξι στην έκθεση ιδεών?»

Δεν τα πάω καλά με τις ιδέες μπαμπά θέλω να φωνάξω. Μικρές η μεγάλες μ’ αηδιάζουν. Δε γουστάρω ν’ αναλύω, να έχω σκελετό, αρχή, μέση και τέλος. Ντεσιμπέλ παράνοιας. Αυτό θέλω. Να παίζω μουσική και να γράφω με μανία  μέχρι να πεθάνω. Είμαι καλή σ’ αυτό. Τα καταφέρνω κάπως. Θέλεις? Θέλεις να δοκιμάσω εδώ μπροστά σου? Πες μου το ναι κι’ εγώ θα περιγράψω τα συναισθήματα ενός ουράνιου τόξου με χίλιους διαφορετικούς τρόπους. Τα συναισθήματα ενός βάλτου. Ή ακόμη και τα δικά μου. Μπορείς να χαρείς για μένα μια φορά μπαμπά έστω και λίγο? Να με κρατήσεις αγκαλιά? Αυτό θέλω. Πέτα την τελειότητα απ’ το παράθυρο του τρίτου. Είμαι ημιτελής και γεμάτη ελαττώματα. Μα είμαι κομμάτι σου κι’ αυτό θα έπρεπε να σημαίνει κάτι από μόνο του.

Δεν λέω τίποτα όμως. Στέκομαι προσοχή με ισιωμένη την πλάτη σαν τα εκπαιδευόμενα φανταράκια του. The Great Dictator. Το βλέμμα του Τσάπλιν. Το βλέμμα του πατέρα μου. Ομοιότητα…Το δικό μου βλέμμα.

Δέκα χρόνια αργότερα στο δωμάτιο ενός Νοσοκομείου. Ο πατέρας μου ξαπλωμένος. Είναι γέρος κι’ ανήμπορος. Δεν μπορεί να κουνήσει ούτε το δάχτυλο του. Τον ταϊζω κοτόσουπα λέγοντας αστεία να ελαφρύνω το κλίμα. Δεν με αναγνωρίζει πια. Ζητά απεγνωσμένα την κόρη του για μια αγκαλιά. Του λέω πως κάτι της έτυχε και θ’ αργήσει λίγο, αλλά μπορεί ν’ αγκαλιάσει εμένα, είναι το ίδιο. Άλλωστε της μοιάζω υπερβολικά. Έχουμε το ίδιο χαμόγελο, φοράμε τα ίδια ρούχα, μας αρέσει το τοστ άψητο για πρωινό και συνήθως πιάνουμε τα μαλλιά μας κοτσίδα. Χαμογελάει κι’ ανοίγει τα χέρια όσο μπορεί. Τ’ ανοίγω κι’ εγώ. Δεν ξέρω πως να το κάνω μα οφείλω να προσπαθήσω. Μα τί είναι αυτά? Δάκρυα? Κλαις μπαμπά? Συγνώμη…δεν ήθελα να σε νικήσω. Να σε σκοτώσω ήθελα πριν έρθει εκείνη η γαμημένη μέρα και μου πεθάνεις γέρος κι’ ανήμπορος στα χέρια μου…

Ήσουν πάντα τόσο μεγάλος στα μάτια μου μπαμπά…Ήσουν τεράστιος…Άπιαστος σαν την έκθεση ιδεών…

Στο ράδιο ο Ντίλαν τραγουδάει ακόμα ενώ εγώ το σκάω απ’ το παράθυρο αφήνοντας ένα πρόχειρο σημείωμα στο φίλο μου. Στο δρόμο βρέχει και κάνει ψωφόκρυο. Τυλίγω σφιχτά το παλτό μου κι’ ανάβω ένα τσιγάρο. Ο Τσάρλι Τσάπλιν κι’ η Σύλβια Πλαθ περπατούν στα βήματα μου…Όσο κι’ αν με συγκινεί η παρέα τους είναι ώρα να τους αφήσω να φύγουν. Παραμερίζω και τους παρατηρώ να χάνονται σαν φαντάσματα στο τέλος του δρόμου. Χαμογελάω. Κρατούν ο ένας το χέρι του άλλου.


 

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
06 Νοεμβρίου 2012, 07:33
Morning sun


- Στείλε Σχόλιο
05 Νοεμβρίου 2012, 18:19
Wake up!



Αναπνοή. Απόφαση. Όταν η καρδιά επικεντρωθεί σ' ένα σημείο, τίποτα δεν μοιάζει αδύνατο.

(Αλέξης Σταμάτης)

- Στείλε Σχόλιο
04 Νοεμβρίου 2012, 08:58
Buried in water


«Και να θυμάσαι...να μην ξεχνάς να κοιτάς τα δελφίνια...»

Ήταν το σύνθημα μας. Η μυστική μας φράση.

Όλοι οι εραστές πρέπει να έχουν μια μυστική φράση. Κάτι σαν αναγνωριστικό κώδικα, που προσδίδει στη σχέση τους μια ιδιαιτερότητα. Κάτι που τους ξεχωρίζει από το υπόλοιπο πλήθος, τους κάνει ένα από δύο, χρησιμεύει ως βοηθητικό όταν το σ’ αγαπώ δεν χωράει πια και τους θυμίζει τι ήταν αυτό που τους ένωσε τελικά και τους έκανε να περάσουν μαζί κάποια τυχαία βράδια.

Η μυστική μας φράση...την έλεγες συχνά...

Κάθε φορά που κλείναμε το τηλέφωνο αντί για καληνύχτα. Κάθε φορά που χτυπούσες το κουδούνι του σπιτιού μου κι’ έτρεχα αγχωμένη να σου ανοίξω. Κάθε φορά που κάποιος συγγενής, φίλος, γνωστός ή ακόμη και άγνωστος αναριωτόταν τι στο διάολο κάνουμε μαζί εμείς οι δύο.

Την έλεγα συχνά...

Κάθε φορά που ξυπνούσες στο κρεβάτι μου αντί για καλημέρα. Κάθε φορά που σε αποχαιρετούσα στον σταθμό ενός τρένου, λεωφορείου, πλοίου ή στην αίθουσα αναμονής ενός αεροδρομίου. Κάθε φορά που διαβάζαμε το ίδιο βιβλίο, βλέπαμε την ίδια ταινία, ακούγαμε την ίδια μουσική και ήξερα πως μας είχε συγκλονίσει και τους δύο ακριβώς το ίδιο.

Η μυστική μας φράση δεν ήταν κυριολεκτική. Και πως θα μπορούσε άλλωστε. Δελφίνια στην πόλη? Αδύνατον!!! Εκτός κι’ αν ήμασταν ήρωες σε θεατρικό του Ιονέσκο. Εκεί ρινόκεροι τρομοκρατούσαν ολόκληρο χωριό. Χα! Τι θα γινόταν δηλαδή εάν προσθέταμε και λίγα δελφίνια στο σκηνικό?  Ή λίγες πεταλούδες εν πάσει περιπτώσει. Όμως εμείς ήμασταν εραστές. Δεν ήμασταν χάρτινοι ήρωες. Αυτή ήταν η ζωή μας. Δεν ήταν μυθιστόρημα. Κι’ η φράση μας δεν ήταν κυριολεκτική. Ήταν μία τεράστια μεταφορά. Η μεταφορά του έρωτα μας... Αν και όπως θα έλεγε κάθε λογικός άνθρωπος κανονικά θα ‘πρεπε να συμβαίνει το αντίθετο. Κυριολεξία στη ζωή και μεταφορά στο μυθιστόρημα. Όμως εμείς εκεί...ανάποδα...στα πάντα ανάποδα...Η μεταφορά της ζωής μας ακολουθούσε την κυριολεξία ενός μυθιστορήματος.

 «Και να θυμάσαι...να μην ξεχνάς να κοιτάς τα δελφίνια...»

Τα δελφίνια δεν υπάρχουν στην πόλη. Τα δελφίνια είναι ανύπακτα εδώ.

Και να θυμάσαι...να μην ξεχνάς να κοιτάς αυτά που δεν υπάρχουν...ή που υπάρχουν αλλά θεωρούνται κοινώς ασήμαντα ή επιμελώς ανάξια να κοιταχτούν...

Τα δελφίνια...όλες εκείνες οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που βλέπει κανείς, όταν δεν εστιάζει σ’ ένα σημείο...

Νομίζω ότι όλο αυτό ξεκίνησε σ’ εκείνο το μπαρ που σε πρωτοσυνάντησα. Κανείς δεν έπινε πέρα από ‘μας τους δύο. Οι θαμώνες κοιτούσαν ανιαρά τον τοίχο λιβανίζοντας το ποτό τους, ο τοίχος κοιτούσε σταθερά το πάτωμα σφυρίζοντας αδιάφορα και το πάτωμα βιαστικά μέσα απ’ το φεγγίτη τ’ άστρα ονειροπολώντας τον δικό του γαλαξία...Υπεργαλαξιακή ματιά! Χα! Εμείς δεν κοιτούσαμε πια τίποτα. Και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο βλέπαμε τα πάντα...όχι σημαντικά. – επαναλαμβάνω – όχι σημαντικά. Τα σημαντικά είναι για τους σημαντικούς. Γι’ αυτούς που έχουν έναν αρκετά σοβαρό και καθαρά συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης. Εμείς βρεθήκαμε εκεί ασήμαντα τυχαία. Τόσο τυχαία...όσο κάθε τι μη τυχαίο.

Και μπορώ ακόμη και σήμερα με εκπληκτική ακρίβεια να σου μιλήσω για το άρωμα της γυναίκας που καθόταν στο τρίτο τραπέζι δεξιά απ’ το μπαρ και για τον τυχαίο λόγο που είχε επιλέξει εκείνο το άρωμα εκείνη την συγκεκριμένη νύχτα. Για το πως χτυπούσε η καρδιά του κυρίου με τα λασπωμένα παπούτσια κάθε φορά που περνούσε από μπροστά του η σερβιτόρα και τυχαία τραγουδούσε σιωπηλά «ever since I met you…I know it’s being something in your mind... that’s eating you on your soul…that’s eating you on your…blood red heart…» Μπορώ ακόμη με εκπληκτική ακρίβεια να σου μιλήσω για τον τρόπο με τον οποίο έτρεμαν τα χέρια σου όταν άναψες το τσιγάρο σου και τυχαία ήρθες και κάθισες δίπλα μου, για την αμηχανία στα μάτια μου όταν με κέρασες το πρώτο ποτό δίχως τυχαία να συστηθούμε καν, για το ρολόι του μπάρμαν που έδειχνε δώδεκα και μετά μία και σαράντα και μετά τρισήμιση ακολουθώντας τυχαία τη δική του ξέφρενη τρελή πορεία και για τ’ ακόρντα της κιθάρας που κάλυπτε η φωνή της νέγρας τραγουδίστριας τυχαία όταν με φίλησες πρώτη φορά και ξεκινήσαμε να μετράμε αντίστροφα.

Μία ατέλειωτη σειρά από ασήμαντες τυχαιότητες...

Η μεταφορά της ζωής μας...ακολουθεί την κυριολεξία ενός μυθιστορήματος...

Μπορώ να σου ορκιστώ πως τα δελφίνια βουτάνε κάθε μέρα στην πόλη απ’ τον βράχο της Ακρόπολης. Μπαίνουν στα σπίτια των ανθρώπων με το έτσι θέλω. Ανοίγουν πόρτες. Κλείνουν πόρτες. Μετακινούν τα έπιπλα που νόμιζες βαριά κι’ ασήκωτα. Στραβώνουν καλοισιωμένα κάδρα. Σε παρακινούν να βγεις απ’ το παράθυρο. Παραμερίζεις τη γαλάζια κουρτίνα και τα βλέπεις να παίζουν ζωηρά στα πάρκα. Τρυπώνουν τη μύτη τους στα μπαρ. Μεθυσμένα δελφίνια τραγουδάνε την αντίθεση του έρωτα. Μαύρα ρούχα, μαύρα μαλλιά, μπλε μάτια. Σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι τί δουλειά έχουν αυτά τα μάτια...σ’ αυτό το σώμα... Τί είναι αυτό που με κάνει να επιμένω να βλέπω σε σένα ακόμη και τώρα, αυτό που οι άλλοι δεν μπορούν να δουν?

Φλας μπακ. Κάποιες μέρες πριν στη φιλαρμονική προσπαθώ να μάθω σ’ έναν μικρό που ξεκίνησε τώρα τη μουσική, τη Ντο Μείζονα. Πρόκειται για την πρώτη, τη φυσική κλίμακα. Καθαρή, ολοκάθαρη, αυθεντική, χωρίς πρόσθετες αλλοιώσεις. Είναι αδιαμφισβήτητα η βάση της μουσικής. Πάνω της θαρρείς πως κρέμονται όλες οι υπόλοιπες κλίμακες. Νότες, διαστήματα, διέσεις, υφέσεις κι’ όλα τα καλωπιστικά μουσικά στοιχεία. Χωρίς αυτήν δε θα μπορούσαν να σταθούν πουθενά. Στην προσπάθεια μου να τον κάνω να καταλάβει την παρομοιάζω με την σκάλα του σχολείου του, που ήταν και το δικό μου σχολείο. Η συγκεκριμένη σκάλα έχει μια ιδιομορφία. Δυο σκαλοπάτια της είναι μικρότερα σε απόσταση από τα υπόλοιπα. Ο μικρός είναι πανέξυπνος. Πιάνει τη μεταφορά στον αέρα. Ανεβαίνει με κέφι την σκάλα του σχολείου του κουβαλώντας στον ώμο του μια τεράστια σάκα και είναι σαν ν’ ανεβαίνει την σκάλα του Ντο. Το μάθημα τελειώνει μ’ επιτυχία. Λίγο πριν φύγει κι’ ενώ ετοιμάζω τα πράγματα μου στέκεται σκεφτικός στο κατώφλι της εξώπορτας.

«Κυρία? Να σας ρωτήσω κάτι? Πώς γίνεται να βλέπεις σ’ αυτά που υπάρχουν αυτά που δεν υπάρχουν? με ρωτάει με πονηρό χαμόγελο.

«Γίνεται μικρούλι μου. Αυτό δεν κάναμε πριν από λίγο?» του απαντάω.

«Κι’ αν με ρωτήσουν αύριο τα παιδιά πώς είναι, τί θα τους απαντήσω?» συνεχίζει εκείνος.

«Θα τους πεις πως είναι τόσο αληθινό...που μοιάζει με ψέμα!» ανταπαντάω.

Και ο μικρός συνεχίζοντας να χαμογελά, φεύγει ικανοποιημένος. Βγαίνω στο δρόμο. Κάνει μια παράξενη φθινοπωρινή ψύχρα. Τυλίγω σφιχτά το παλτό μου ενώ δυο δελφίνια κάνουν κύκλους γύρω μου. «Και να θυμάσαι...να μην ξεχνάς να κοιτάς τα δελφίνια...» ακούω ξανά τη φωνή σου.

Αν ήταν ακόμη εδώ ο μικρός μαθητής μου θα με ρώταγε το ίδιο πονηρά, πως είμαι τόσο σίγουρη ότι τα χάρτινα δελφίνια μου είναι αληθινά. Θα του απάνταγα, πως ακούω την ανάσα τους κάθε φορά που με πλησιάζουν. Θα μου επεσήμαινε πως μπορεί και να μπερδεύομαι και αυτό που ακούω να είναι μονάχα η δική μου ανάσα.

Και τότε θα παραδεχόμουν μια και καλή σ’ αυτόν και σ’ όλον τον κόσμο, πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Η δική μου ανάσα είναι τόσο αδύναμη μπροστά στη δική τους...

- Στείλε Σχόλιο
01 Νοεμβρίου 2012, 18:49
Red


Στεκόμουν συχνά ακίνητη στην άκρη της αβύσσου...

Χαζεύοντας μ’ αφέλεια και μια κατασκευασμένη απάθεια στο βλέμμα, τα δυσανάλογα ανηφορικά σκαλοπάτια της πρώτης νιότης μου.

Έχοντας εκείνη την ανόητη ιδέα του κόσμου σφηνωμένη μέσα στο κεφάλι μου.

Ένας κόσμος...ένα τεράστιο κόκκινο μπαλόνι, έτοιμο να σκάσει...

Εμμονή μου? Να κρατάω εγώ τη βελόνα!

Γιατί μπαλόνι θα πει κάποιος. Γιάτι κόκκινο κάποιος άλλος. Κι’ ακόμη περισσότερο γιατί βελόνα, θα έρθω μετά να συμπληρώσω, κοιτώντας την εμμονή μου από απόσταση. Απάντηση καμία.

Όταν οι παρομοιώσεις αποτυγχάνουν να δώσουν την πλήρη εικόνα, η ζωή επικαλείται την τρέλα σαν απομηχανή Θεό.

Κι’ έτσι μέσα σ’ αυτήν την παράνοια, που έμοιαζε να κυλά στις φλέβες μου σαν σκληρό ναρκωτικό, ο κόσμος θα έσκαγε από ένα τόσο δα μικρό τσιμπιματάκι κι’ όλος ο τόπος θα γέμιζε αίμα...

Μόνο και μόνο για ν’ ακούσω μία φορά ακόμα εκείνον το εκκωφαντικό θόρυβο...σαν τον χτύπο της καρδιάς ενός ερωτευμένου...Δεν είναι για να τον ακούς. Σε ξεκουφαίνει!

Κι’ έπειτα ένας απότομος και κρύος αέρας θα μ’ έστελνε στο διάστημα...

«Up she goes…Down she goes…»

Τα μάτια σου θα μ’ ακολουθούσαν σαν αρπακτικά!

Και θα θυμόμουν στιγμιαία τον σουρεαλιστή ζωγράφο, που κατοικούσε λίγο πιο κάτω απ’ το σπίτι μου. Για χρόνια τον χάζευα να ξενυχτά στη βεράντα του τη νύχτα. Προσπαθώντας ν’ απεικονίσει με κάποιον τρόπο την κρυμμένη αθωότητα στην ψυχή μιας γυναίκας. Παρουσιάζοντας την γι’ αυτό γυμνή σ’ ένα κρεβάτι, με νύχια, ράμφος και φτερά γερακιού. Η τέλεια αντίθεση της τέχνης του έρωτα του...Ο ζώγραφος πέθανε κάποιο φθινόπωρο. Ο πίνακας έμεινε λειψός.

Λειψός σαν τον χρόνο που μας χαρίστηκε προτού καν αποφασίσουμε εμείς γι’ αυτόν. Και κάτω απ’ τις απέραντες φτερούγες της μοίρας μας μικρές, κοφτές ανάσες ασφυξίας...Πώς διάολο να αναπνεύσεις μέσα σε τόσο αέρα?

Κι’ αν οι γείτονες έσπαγαν την πόρτα, θα μ’ έβρισκαν πνιγμένη τα μεσάνυχτα...

Θα σ’ έκριναν ένοχο παμψηφεί χτυπώντας με ορμή το σφυρί στην έδρα. Φόνος εκ προμελέτης ή εκ προθέσεως. Κανένα ελαφρυντικό.

«Αξιότιμοι κύριοι δικασταί, αγαπητοί ένορκοι κι’ άγνωστο κοινό της ζωής μου μη βιάζεστε τόσο. Γιατί τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Και ήρθε η ώρα στ’ αλήθεια να παραδεχτώ, πως πάντοτε ήθελα να πεθάνω απ’ τα χέρια του»

Η ομολογία μου θα γλίτωνε φθηνά την εικόνα σου. Στα μάτια σου και στα μάτια των άλλων.

Μόνο που θα σ’ ακολουθούσε πάντοτε η στάμπα του αθώου. Του σωστού ανθρώπου με την καλοϊσιωμένη ζωή, που τόσο απεχθανόσουν. Που φρόντιζες να βουτάς στη λάσπη ξανά και ξανά, μήπως κι’ αλλάξει χρώμα.

Μα πώς θα μπορούσες να μ’ αγγίξεις άλλωστε χωρίς πραγματικά να ρισκάρεις κάποια παράπλευρη απώλεια? Να χάσεις το μυαλό σου ή ίσως το βήμα σου. Να γίνεις μαριονέτα στα χέρια της μοίρας.

Πώς θα μπορούσες στ’ αλήθεια ν’ αντέξεις την ψυχή μου μια νύχτα?

Η ενοχή της βελόνας είναι απόλυτα δική μου. Η εμμονή να την κρατώ, ανήκει στην τρέλα που ρέει στις φλέβες μου. Άδικα ψάχνεις. Για σένα δεν υπάρχει τίποτα εδώ.

«Up she goes…Down she goes…»

Νομίζω πως θα ναυαγήσω για πάντα στα φεγγάρια του Αυγούστου. Κι’ ενώ εκατομμύρια μικρές φωτογραφίες θα στροβιλίζονται ήσυχα κι’ ένα φως μειλίχιο θ’ αντιγράφει το άπειρο, τα μάτια σου θα μοιάζουν με τη γυναίκα του ζωγράφου. Ένας πίνακας μισοτελειωμένος.

 

- Στείλε Σχόλιο
Συγγραφέας
deerskindoll

Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/deerskindoll

I dare not rest my hands on my chest
to speak of such things as the sound of your wings




 





Επίσημοι αναγνώστες (5)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...

Links



template design: Jorge