Ήδη η ώρα περνούσε και έπρεπε να πάμε και στον π. Ηρωδίωνα· έναν ρουμάνο που ή ήταν σαλός δια Χριστόν ή δεν ήταν άνθρωπος. Σε δέκα λεπτά φθάσαμε στον… σκουπιδότοπό του. Ο ήλιος είχε ήδη δύσει. Σ’ ένα ερείπιο γεμάτο σκουπίδια συναντούμε ένα νέο ήρωα. Ογδόντα δύο ετών, όρθιος στο κούφωμα μιας πόρτας… χωρίς πόρτα. Τα πόδια του κρατούσαν κόντρα στο ένα της δοκάρι. Η μέση του ακουμπούσε στο άλλο. Τα χέρια του στηρίζονταν στο πρώτο. Ώρες ολόκληρες περνούσε έτσι. Ο ίδιος δίχως ζωστικό. Μια μάλλινη φανέλα κι ένα κουρελιασμένο παντελόνι κάλυπταν το εξαγιασμένο σώμα του. Η καλύβη του γεμάτη σκουπίδια. Δεν έβλεπες δάπεδο. Ένα στρώμα από κονσέρβες, κουκούτσια, σακουλές, τάπες, καπάκια από μπουκάλια, φλούδες, ό,τι μπορούσε κανείς να φαντασθεί, πάχους τριάντα εκατοστών και πάνω, αποτελούσε το πολύτιμο χαλί στο μυστηριώδες… παλατάκι του και ασφαλώς το στρώμα του, αν βέβαια κοιμόταν οριζόντιος. Στους τοίχους του τα αποτυπώματα χυμένων καφέδων και τα ζουμιά πεταγμένων πορτοκαλάδων και, αντί για κατοικίδια ζώα, όλων των ειδών τα ζωύφια, μυγάκια, κατσαρίδες και ποντίκια.
- Ευλογείτε, γέροντα, είπε χαρούμενος ο απλοϊκός συνοδοιπόρος μου.
- Ο Κύριος, απαντά νηφάλιος ο ηρωικός ασκητής, χωρίς να δείχνει καθόλου ενοχλημένος για τον οικολογικό περίγυρό του.
- Σου φέραμε λίγες ευλογίες, κάτι να φας, συνεχίζει δίχως ενδοιασμό ο μοναχός φίλος μου.
- Ω! καλοί πατέρες, πολύ ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ. Καλοί πατέρες. Πολύ ευχαριστώ, απαντά εκείνος.
Και παίρνοντας την σακούλα με τις ευλογίες και συνεχίζοντας να επαναλαμβάνει αυτές τις προτάσεις, με ιδιάζουσα δύναμη και εκφραστικότητα, πετούσε τις ντομάτες και τα ροδάκινα πάνω από τα κεφάλια μας στους τοίχους της καλύβης του. Τα χυμένα ζουμιά τους αποτυπώνουν την δική μου απορία που, σκυμμένος μη με πάρουν τα βόλια, προσπαθούσα να καταλάβω τη λογική της ευγνωμοσύνης του και, εντελώς ξαφνιασμένος, να αποτυπώσω το περιεχόμενο της ιδιότυπης μοναχικής προοπτικής του.
Αφού έσπασε τα μακαρόνια και τα έχυσε από το περίβλημά τους, αφού σκόρπισε τα μπισκότα όσο πιο μακριά μπορούσε, φωνάζοντας «να φάνε τα πουλάκια· να φάνε τα πουλάκια», άρχισε να μιλάει για τον σταυρό του Χριστού, την προδοσία του Ιούδα και εν μέσω ασυνάρτητων κραυγών να δοξάζει το όνομα του Θεού.
7 σχόλια - Στείλε Σχόλιο