Ο Luigi κατέβηκε από το ταξί και έφτασε στα σκαλιά του σπιτιού. Του φάνηκαν βρόμικα, μα είχε να τα δει κοντά ένα χρόνο. Έτσι δεν τον πολυένοιαξε, αφού η χαρά που γύρναγε επιτέλους σπίτι του μετά από τόσο καιρό υπερτερούσε της όποια ασχήμιας μπορεί να έβλεπε!
Κοντοστάθηκε για λίγο και χάζεψε για μερικά δευτερόλεπτα την πρόσοψη του σπιτιού! «Τίποτα δεν έχει αλλάξει», σκέφτηκε, όλα είναι όπως τα άφησα! Προσπάθησε μάταια να πιάσει με την μύτη του εκείνη την ευχάριστη μυρωδιά της ψημένης πίτας, που τόσο του έλειψε και τόσο τον συνέπαιρνε όταν γύρναγε άλλοτε από την δουλειά! «Δεν βαριέσαι», ξανασκέφτηκε, «ελπίζω μόνο να είναι μέσα»!
Όλο αισιοδοξία φορτώθηκε ξανά στην πλάτη τον τεράστιο ρούχινο μπόγο, που μέσα είχε τα άπλυτα ενός χρόνου, και ίσως μιας ζωής, και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά ένα – ένα, προσεκτικά, σαν σε ιεροτελεστία. Όση ώρα βρισκόταν σε ανάβαση το μόνο που επιθυμούσε ήταν την ζεστή αγκαλιά της! Το χάδι της! Να την νιώσει να γέρνει το κεφάλι της πάνω στο στήθος του αργά και τρυφερά, σχεδόν παρακλητικά! Να ξανανιώσει ότι μετράει γι αυτήν! Να νιώσει ξανά Άνθρωπος! Άλλωστε, ότι είχε κάνει, γι αυτήν το έκανε! Το πλήρωσε φυσικά ακριβά, αλλά χαλάλι, αφού προσπάθησε να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της!
Κτύπησε την πόρτα, νιώθοντας παράλληλα ένα σκίρτημα στην καρδιά! «Επιτέλους σπίτι μου», σκέφτηκε, «σπίτι μου»! Του φάνηκε τόσο περίεργη η λέξη! Εντελώς διαφορετική από το «μπες στο κελί σου» που του φώναζαν κάθε βράδυ οι φύλακες! Του φάνηκε ότι η λέξη σπίτι είχε μια απροσδιόριστη μουσικότητα! Κάτι σαν ένας ξεχασμένος σκοπός Ταραντέλας που ακουγόταν από ένα παλιό γραμμόφωνο από κάπου πολύ μακριά!
Η πόρτα επιτέλους άνοιξε!!
Εκείνη στεκόταν τώρα μπροστά του. Φορούσε μια παλιά ρόμπα. Τα μαλλιά της γεμάτα μπικουτί. Κρατούσε στο ένα χέρι το τσιγάρο που είχε μόλις ανάψει με προσοχή να μην χαλάσει τα φρεσκοβαμμένα νύχια της!
Γερασμένη του φάνηκε, αλλά είχε πει ότι μπροστά στην χαρά της επιστροφής τίποτα δεν θα άφηνε να τον «χαλάσει»!
Η φωνή της ακούστηκε βαριά, βαριεστημένη:
- Που βρέθηκες εσύ εδώ;
- Βγήκα! Μ’ αφήκανε πριν μια ώρα! Της είπε ψελλίζοντας.
- Καλά τρελάθηκαν όλοι εκεί μέσα; Τον ρώτησε.
Δεν βρήκε τι να απαντήσει απλά σήκωσε τους ώμους!
- Άντε πέρνα, του είπε, τι στέκεσαι εκεί σαν χάνος; Και γυρίζοντας του την πλάτη ψιθύρισε μέσα στα δόντια της κάτι σαν «αυτός μου έλειπε τώρα»!
Ο Luigi έκανε πως δεν το άκουσε και πέρασε. Ακούμπησε τον τεράστιο μπόγο του στην άκρη του Χωλ και κοίταξε με λαχτάρα το εσωτερικό του σπιτιού. Με πόσους κόπους και θυσίες το είχε κτίσει, σκέφτηκε. Και τώρα είναι εδώ επιτέλους! Δεν θα ξαναφύγει ποτέ! Φτάνουν πια οι χαζομάρες, το έμαθε το μάθημα του! Γύρισε κι έκλεισε την εξώπορτα με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης! Ένιωθε μια ζεστασιά μέσα του!
Την επόμενη μέρα όλοι οι σταθμοί της Ιταλίας μετέδιδαν μια περίεργη είδηση:
[Ένας κρατούμενος, ικέτευσε τους υπευθύνους να βρεθεί πάλι στην φυλακή αφού η ζωή του πίσω από τα σίδερα ήταν πολύ καλύτερη από το να ζει και πάλι με την σύζυγο του!
Ο κύριος Luigi Folliero είχε καταδικαστεί σε διετή φυλάκιση για κλοπές αλλά οι υπεύθυνοι των φυλάκων του επέτρεψαν να περάσει τον δεύτερο χρόνο της ποινής σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Δυο ημέρες αργότερα ο 45-χρονος άντρας έκανε την εμφάνιση στη Ponte San Leonardo φυλακή, κοντά στην Νάπολη, και ικέτευσε τον διευθυντή να βρεθεί και πάλι στο κελί του αφού δεν μπορούσε να αντέξει την γκρίνια της συζύγου του!
«Δεν σταματά με τίποτα την γκρίνια της. Δεν μπορώ να το αντέξω,» είπε ο κύριος Luigi Folliero στον διευθυντή των φυλακών που τελικά αποδέχτηκε το αίτημα του............!]
6 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Photo courtesy of Sotiris Kouvopoulos - www.cadu.gr Template design by Jorge |