Βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο …
Στο ίδιο μπαράκι! Εκεί τα έπινε χρόνια τώρα κάθε παραμονή της επετείου ….. Έτσι για να θυμάται (ή να ξεχνάει;)! Από όλα τα μέρη της γης, από όλα τα μπαρ της Αθήνας, ψες έτυχε να «περπατήσει» στο δικό του! Σ’ αυτό που κάποτε ήταν ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ!
Την κοίταγε μοναχά! Δεν μίλησε ….
Χάθηκε στο πράσινο των ματιών της όπως τότε …! Ότι πιο όμορφο και σκληρό μαζί είχε ποτέ αντικρύσει!
Τα θυμήθηκε σε μια απειροελάχιστη στιγμή πως του γελούσαν κάποτε, κι αμέσως η σκέψη έτρεξε στο πως τον κοίταξαν ψυχρά και αδίστακτα, εκείνη … την τελευταία νύκτα … όταν μπαίνοντας στο σπίτι τη βρήκε με έναν τυχαίο στο κρεβάτι!
Παραμονή της επετείου, όπως και ψες…..
Από τότε δεν ξαναπίστεψε! Χάθηκε στις γειτονιές του κόσμου, έζησε, απόλαυσε, έθελξε, θέλκτικε, άγγιξε, ένιωσε, έκλαψε, πόνεσε, πρόδωσε και προδόθηκε, έφτιαξε και φτιάχτηκε, χρόνια χίλια …. Μα δεν πίστεψε ποτέ ξανά!!
Δεν την είχε δει ποτέ … μέχρι … ψες! Δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια! Ούτε μια είδηση, ούτε ένα σημάδι! Δεν το θελε ούτε αυτός! Πάντα έλεγε: «Ότι σαν βάζο ράγισε, δεν ξανακολλάει»! Φύγε και μην κοιτάξεις ποτέ στα μάτια όποιον σ’ άφησε με τρόπο να κερδίσεις!
Δεν έδειξε να ξαφνιάζεται! Έριξε πίσω το μαλλί, όπως το χε συνήθειο από παλιά, με εκείνο τον απόλυτα θηλυκό τρόπο που τον τρέλαινε πάντα (άλλωστε έτσι την πρωτοπρόσεξε και την είχε ερωτευτεί πριν την γνωρίσει) και τον πλησίασε! Έγειρε στο αυτί του, με μια άνεση, λες και το πρωί να είχαν ξυπνήσει μαζί και να είχαν ανταλλάξει φιλιά στην πόρτα καθώς έφευγε για την δουλειά, και του ψιθύρισε: «Δεν σε ξέχασα ποτέ! Θα είσαι πάντα ο πρώτος και μεγάλος έρωτας μου»! Μετά με μια κίνηση χάθηκε στο βάθος του μαγαζιού με την παρέα της! Δεν γύρισε καν πίσω να κοιτάξει! Τόσο απλά …. λες και περπάταγε σε κόκκινο στρωμένο χαλί! Μα το χαλί ήταν η ψυχή του ……
Έμεινε να κοιτά την πορεία της για ώρα! Αποσβολωμένος, ωχρός, ίδια νεκρός ….
Το μόνο που κατάφερε ήταν να ψελλίσει στον Μπάρμαν για το λογαριασμό και βιαστικά ψάχνοντας στις τσέπες του να αφήσει το αντίτιμο στο ξύλο!
Έφυγε σαν κυνηγημένος!
«Να σε σκοτώσω ήρθα
δεν ήρθα να μείνω,
ήρθα να γίνω απόψε για σένα πληγή….»
Το χέρι έτρεμε …. Το κλειδί δεν βρήκε εύκολα την κλειδαριά της πόρτας! Μπήκε … και βούλιαξε στο κάθισμα! Κοίταγε το παρμπρίζ με το βλέμμα του ψαριού που ψάχνει εναγωνίως να αντιληφθεί τι υπάρχει έξω από το τζάμι της γυάλας! Όλα του φαίνονταν τεράστια ξαφνικά! Δρόμοι, σπίτια, άνθρωποι! Ένας τεράστιος κόσμος κι αυτός τόσο μικρός, χαμένος στην αίσθηση και την παραίσθηση!
Έβαλε το κλειδί στην μίζα και έγειρε ασυναίσθητα στο κάθισμα του συνοδηγού! Άνοιξε το ντουλαπάκι ….. έψαξε με λαχτάρα! Τράβηξε το χέρι και σαν προέκταση βγήκε μαζί και το CD! Όλα τα τραγούδια του Κραουνάκη είχαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο χαράξει με ένα περίεργα ανεξίτηλο μαρκαδόρο διάφορες στιγμές της ζωής του! Τα λάτρευε όλα! Μα αυτό όχι μόνο έριχνε αλάτι στην πληγή κάθε φορά που το άκουγε, αλλά τραγικά απόψε εκπλήρωσε τον κύκλο του! Χώθηκε σαν μαχαίρι πιο βαθιά στην πληγή και άνοιξε ξανά την αρτηρία …..
Κοίταξε το cover …. «Έπεσε Έρωτας»! Το έριξε στο player σαν υπνωτισμένος! Δεν χρειάστηκε να ψάξει τον αριθμό! Το είχε ακούσει τόσες φορές! Το δάκτυλο πήγε μόνο του στο οκτώ!
Με τη μουσική, έβαλε μπρος! Βγήκε στο σοκάκι και έστριψε στην λεωφόρο! Άδεια τέτοια ώρα … οι μισοί άλλωστε έχουν φύγει για διακοπές! Πάτησε γκάζι ….
Η φωνή του Μακεδόνα βασανιστικά μονότονη! Απλή και νοσταλγική!
«Παραμονή της επετείου
βουτιά στο χρώμα του καδμίου
έγινα κόκκινος.
Σε βρήκα μ’ άλλον στο κρεβάτι
κι ο διάδρομος οχιά φευγάτη
ο κατασκότεινος!»
Το μυαλό του καρφώθηκε στην φυγή μπροστά στη θέα των δυο τους στο κρεβάτι! Ένας ξένος στο δικό του κρεβάτι! Ο διάδρομος, αν και δυο μέτρα, του ’χε φανεί εκείνες τις στιγμές ότι δεν είχε έξοδο … δεν θα τελείωνε ποτέ! Κι εκείνο το κατσαβίδι που κράταγε στο χέρι …..
«Βγήκα στο δρόμο είχε πλημμύρες
γαλότσες και πυροσβεστήρες,
εκεί αναλήφθηκα ….»
Θυμήθηκε τις ώρες που πέρασε καρφωμένος στα σκαλιά! Δεν μπόρεσε να σηκωθεί παρά μόνο όταν ξημέρωσε! Ώρες να κοιτάει θολά, πίσω από το υγρό παραπέτασμα που σχημάτιζαν τα μάτια του, τον κόσμο να περνά! Κι όταν ο δρόμος άδειαζε κάποιες στιγμές να κοιτάζει επίμονα, σχεδόν παρακλητικά το κατσαβίδι που έσφιγγε στο χέρι του ……
«Κι έρχομαι τώρα σαν αέρας
σαν προϊστορικός αστέρας,
να εκδικηθώ όσα φοβήθηκα!»
Μείωσε ταχύτητα … έβγαλε φλας … έστριψε στην κάθετο .. πήρε την ευθεία μέχρι το ύψωμα…! Το ίδιο ευθύς και ανηφορικός ήταν ο δρόμος όλα τα χρόνια μετά τον χωρισμό! Έφυγε, γνώρισε, έμαθε, έζησε, έτρεξε τις εμπειρίες, μα κάθε φορά που έτρεχε μακριά έφθανε πάντα πιο κοντά! Τα μάτια της …. Τελικά νόμιζε, μα δεν τα ξέχασε ποτέ …
«Στρίβω Θησέως το τιμόνι
σε αγαπώ και πέφτει χιόνι,
είμαι το θύμα σου!!
Και στο παρμπρίζ μου την οθόνη,
όποια φιγούρα κι αν ζυγώνει,
παίρνει το σχήμα σου!»
Τώρα πια το μόνο που άκουγε ήταν εκείνο το ψιθύρισμα στ’ αυτί: «Δεν σε ξέχασα ποτέ! Θα είσαι πάντα ο πρώτος και μεγάλος έρωτας μου»! Ένιωθε την αίσθηση της ανάσας της, την μυρωδιά του λαιμού της …. Ξαφνικά όλα θάμπωσαν! Έψαξε μηχανικά στην θήκη της πόρτας … το χέρι άρπαξε ένα χαρτομάντιλο……
«Είσαι αθώα είσαι σκύλα
ή του μυαλού μου κατρακύλα,
ζητάει το σώμα σου!
Και κάποιος ίσως που μου μοιάζει,
κι αυτό το μίσος μ’ ανεβάζει,
φυλάει το στόμα σου!
Σταμάτησε τ’ αμάξι …. Έβαλε όπισθεν …. Πάρκαρε! Δεν κατέβηκε! Δεν μπόρεσε! Έσφιξε το τιμόνι μέχρι που τα χέρια του μπήκαν βαθιά στο δέρμα! Έγιναν ένα με το κολλώδες πλαστικό!
«Να σε σκοτώσω ήρθα, δεν ήρθα
να μείνω!
Ήρθα να γίνω απόψε για σένα
πληγή!
Μα όπως γυρνάς τα μάτια, όλα τα
σβήνω!
Ήρθα να μείνω για πάντα, μαζί σου,
Καρδιά μου στην γη!»
Γιατί απόψε; Παραμονή της Επετείου …..
Η πίστα της ζωής του φωτίστηκε με ένα φως χλωμό, αρρωστημένο …. Ήρθε για να τελειώσει ένα Tango που είχε μείνει στην μέση! Τον άγγιξε! Της άπλωσε το χέρι! «Ήρθα να μείνω για πάντα μαζί σου, Καρδιά μου στην γη ….»
Πάτησε το replay! Ο Μακεδόνας άρχισε να ερμηνεύει ονειροπόλα και θεατρικά το κομμάτι …. Πάλι από την αρχή …!
«Να σε σκοτώσω ήρθα …. Δεν ήρθα να μείνω …»
Από την φλέβα έτρεξε κάτι πηχτό ..... που μύριζε σαν αίμα ….
10 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Photo courtesy of Sotiris Kouvopoulos - www.cadu.gr Template design by Jorge |