Μπαίνοντας στον λογαριασμό μου για να φτιάξω ένα νέο πόστ είχα θα έλεγα κάτι παραπάνω από μία ιδέα για το τι θα έγραφα, αλλά όλα διαγράφηκαν μεμιάς σα να πέρασε μια θύελα και τα κατέστρεψε όλα. Τι θα ήταν εκείνο που πραγματικά θα ήθελα να εκφράσω μέσα από τις λίγες "ηλεκρονικές" αράδες σκέψεων, προβληματισμού, ίσως και χαζομάρας; Πολλά και τίποτα θα έλεγα.
Λοιπόν, θα σας πω ένα παραμύθι. Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα βιβλίο, ένα βιβλίο από αυτά που είναι πολύ δύσκολο να βρεις όμοιό του. Ήταν δερματόδετο, με πολλές σελίδες, μεγαλοπρεπές και η μόνη επιφανειακή διαφορά που είχε με τα υπόλοιπα βιβλία της κλάσης του ήταν ότι όλες μα όλες οι σελίδες του ήταν λευκές, δεν είχαν ήχνος μελάνης επάνω τους.
Το βιβλίο καθόταν σε μία πολυθρόνα στην γωνία ενός δρόμου. Απέναντι από αυτόν τον δρόμο περνούσαν πλήθη ανθρώπων και όχι μόνο. Το βιβλίο καθόταν στη γωνιά του με την κυρία Πολυθρόνα, όπως την αποκαλούσε, και παρατηρούσε με κάθε λεπτομέρεια το δρόμο. Κάθε τόσο όλο και κάποιος έφευγε από αυτό το δρόμο και ερχόταν να το δει. Μιλούσαν μαζί για λίγη ώρα, αλλά πολύ σύντομα ο περαστικός ταξιδιώτης έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής, χωρίς να έχει αφήσει έστω και μια πολύ μικρή γεύση από το μεκρινό του ταξίδι.
Ο καιρός περνούσε και το βιβλίο συνέχιζε να κάθεται στην ίδια γωνία όπου κάθοταν για πολλά μα πάρα πολλά χρόνια. Αυτό που το κρατούσε εκεί ήταν κάτι ακαθόριστο, χωρίς ύλη, χωρίς νόημα, κάτι τόσο απόκοσμο. Ωστόσο, δεν το είχε προσέξει καν, αλλά απολάμβανε την κάθε στιγμή που βρισκόταν εκεί...
(Συνεχίζεται..)
video