Είπα πως θα αποφύγω να εμπλακώ στη συζήτηση, όμως έχω μία απορία και όποιος νομίζει και θεωρεί πως το μπορεί, ας μου τη λύσει.
Όλοι γνωρίζουμε πως στη θέση που βρίσκεται σήμερα το «Ολυμπιακών» εγκαταστάσεων κωπηλατοδρόμιο, διαδραματίστηκε κάποτε, η περίφημη μάχη του Μαραθώνος όπου δέκα χιλιάδες Έλληνες αντιμετώπισαν και νίκησαν, στράτευμα τριακόσιων χιλιάδων Περσών.
Οραματίζομαι λοιπόν στιγμές έναν εκ των μαραθωνομάχων, ας πούμε τον αδελφό του Αισχύλου του τραγωδοποιού, τον Κυναίγειρο, ο οποίος σκοτώθηκε ηρωϊκά σε αυτήν τη μάχη του μαραθώνος, όταν όπως (όλοι θεωρώ)γνωρίζουμε, για να συγκρατήσει ένα πλοίο των περσών που υποχωρούσε και αφού οι Έλληνες είχαν πλέον νικήσει, έπιασε με τα χέρια του τα καραβόσχοινα που το κρατούσαν δεμένο στη στεριά ώστε να το εμποδίσει να αποπλεύσει.
Και που, όταν οι Πέρσες του έκοψαν τα χέρια, εκείνος τύλιξε τα σχοινιά με τα πόδια του. Όταν δε, του έκοψαν και τα πόδια, ο Κυναίγειρος δάγκωσε τα σχοινιά και τότε του έκοψαν το κεφάλι και ήταν εκείνη η στιγμή που έπεσε νεκρός, ηρωϊκά μαχόμενος, υπερασπίζομενος τις οικογένειες των συμπολιτών και ομοεθνών του που είτε είχαν ήδη, είτε θα αποκτούσαν κάποια στιγμή παιδιά και τα οποία φυσικό όπως είναι, θα ήθελαν να τα μεγαλώσουν σε κατάσταση ελευθερίας.
Έρχεται λοιπόν φορές στη σκέψη μου σαν όραμα μια εικόνα. Πως σαν λέει, ο Κυναίγειρος έβλεπε το σπαθί να πέφτει με βία επάνω στον αυχένα του γύρισε να κοιτάξει για τελευταία φορά προς τη μεριά του Παρθενώνος, του τελειοτέρου οικοδομήματος όλων των αιώνων. Εκείνου, που προς δικής του ιδεατής διαιώνισης και διατήρησης πέθαινε. Και είδε λέει τότε, καπνούς να σηκώνονται από την κατεύθυνση εκείνη. Και άφησε το σχοινί από τα δόντια του και ρώτησε τους Πέρσες να του πουν τι βλέπουν, ψηλά πάνω από τα πλοία. Εκείνοι τότε, στο όραμα μου, τον χλεύασαν και απομάκρυναν το σπαθί από τον αυχένα του.
«Είναι οι απόγονοι που πεθαίνεις να υπερασπιστείς», του είπαν. «Έχουν ασπαστεί την θρησκεία των εβραίων και σε θεωρούν ειδωλολάτρη και μίασμα της μνήμης τους.
Καίνε το ναό σου και σε φτύνουν. Καταστρέφουν τα αγάλματα που εμείς ζηλέψαμε και τα ρίχνουν στη φωτιά μαζί με τα κείμενα σας. Αλλάζουν το όνομα του ναού για εξορκισμό του διαβόλου. Προσπαθούν να σας ξεχάσουν, έχουν τυλιχθεί με μαύρα σκληρά ενδύματα για να ασκούνται στην άρνηση της ηδονής και του έρωτα και σας θεωρούν κάτι μακρινό και ανάξιο λόγου. Όποιος αναφέρεται στο όνομα σας καταδικάζεται σε θάνατο. Μα κι αυτή η τιμή, στην αρχή μόνον. Ύστερα, το πολύ, θα τον λεν γραφικό και θα τον δείχνουν με το δάχτυλο. Τέτοιους απογόνους ούτε εμείς οι βάρβαροι δεν θα αποκτήσουμε. Γι’ αυτούς πεθαίνεις;»
Ο Κυναίγειρος δίχως χέρια και δίχως πόδια στάθηκε δίπλα στη θάλασσα και μονολόγησε: «τα παιδιά μου;»
Ύστερα οι πέρσες απέπλευσαν χωρίς να τον αποκεφαλίσουν. «Γιατί να πάρουμε το κρίμα; Αυτό θα το αναλάβουν τα παιδιά των παιδιών σου. Ότι δεν καταφέραμε εμείς τόσους αιώνες θα το πάθετε μόνοι σας». Του είπαν γελώντας δυνατά και χάθηκαν στην ανατολή.
Ύστερα από λίγο, ο Κυναίγειρος έσβησε μόνος και ξεχασμένος, ντροπιασμένος που δεν πέθανε για την πατρίδα, νικητής νεκρός, δίπλα στα βουλιαγμένα καράβια των Περσών. Μόνο τον κάλυψε αργά, η σκόνη που έρχεται με τον μολυσμένο αέρα που καλύπτει τις ορδές των γονατισμένων ανδρών.
Και ύστερα από καιρό, τον έσκαψαν με μπουλντόζες και διαμελίστηκε από εκσκαφείς για το όνομα κάποιων παιγνίων που οι βάρβαροι, με κλεμμένο όνομα θα ονόμαζαν «Ολυμπιακούς» για να κουκουλώσουν τα αίσχη τους.
Και η τελευταία του κουβέντα θυμάμαι ήταν:
«θα ντρέπονται στ’ αλήθεια για μένα και τις ιδέες μου τα παιδιά μου;»
Κανένα σχόλιο περί αυτής της εκδοχής των απογόνων;
Μας άφησαν κληρονομιά κάποιο θεόπνευστο κείμενο οι αγράμματοι τσοπάνιδες που γύριζαν σαράντα χρόνια στο πουθενά αναζητώντας τη γη του Παρθενώνα, που απλόχερα τους παραδώσαμε οι ίδιοι όταν ο στρατός μας βρισκόταν στα σύνορα; Νομίζοντας πως ο εχθρός θα έρθει από έξω προς τα μέσα;
Κι αν είμαι ερειστικός, είναι διότι όταν κάποιος δεν παραθέτει πηγές είναι αναξιόπιστος, όταν δε παραθέτει, είναι αναξιόπιστες οι πηγές του.
Εκτός, εάν είναι Θεόπνευστες ή τις έχει γράψει ο Θεός με τα χέρια του.
Αλλά δυστυχώς οι Έλληνες δεν διαθέτουν τέτοιου επιπέδου κείμενα στα χέρια τους.
Ο Ένας και μοναδικός θεός τους, τους έμαθε γράμματα και τα κείμενα τους τα έγραψαν μόνοι τους, πριν έρθουν οι τσοπάνιδες και τα κάψουν.