’λλα λέει η θειά μου...
...άλλα ακούν τ' αυτιά μου!
26 Φεβρουαρίου 2008, 11:31
Κακούργα κενωνία...
βιογραφίες  

 

Σίγουρα θα έχετε ακούσει, όχι μόνο τους άλλους αλλά και τον εαυτό σας, να σιχτιρίζει την τύχη του, να γκρινιάζει και να μεμψιμοιρεί. Και, ξέρετε, όσο περνάνε τα χρόνια και κάνεις φλασμπακ, σε συνδυασμό με συγκρίσεις με άλλους, αντί να σου έρχεται μια διάθεση αυτοκριτικής πρώτα και αποδοχής μετά, σου βγαίνει μια πίκα με ζήλια και με το ανικανοποίητο, ρίχνοντας πάντα το φταίξιμο στους άλλους, ή γενικά στιςσυνθήκες”. “Ε, ρε έτσι και είχα λεφτά, να δεις τι θα έκανα”, “Αν τα πράγματα ήταν αλλιώς θα σπούδαζα / θα πήγαινα στο εξωτερικό / θα γινόμουν φίρμα / θαοτιδήποτε”, “Εγώ, μικρός είχα ταλέντο, να δεις τι πιάνο έπαιζα, αν συνέχιζα” (αλλά όμως μεγάλε, ΔΕΝ συνέχισες…), και το πιο κλισέ που θα έχετε σίγουρα ακούσει αλλά και πει, Θέλω να ζωγραφίσω / να γράψω / να διαβάσω λογοτεχνία / να … οτιδήποτε, ΑΛΛΑ δεν έχω χρόνο”.

Το ξέρω, πολλοί θα διαφωνήσετε. Όλα αυτά δεν είναι τίποτα περισσότερο από φτηνές, μα πολύ φτηνές, από το πανέρι στην Αιόλου ένα πράμα, δικαιολογίες. ΔΕΝ εξαιρώ τον εαυτό μου. Οπωσδήποτε, οι συνθήκες οι ευνοϊκές βοηθούν, όπως και κάποιες ατυχίες μας πάνε πίσω, μας δυσκολεύουν αλλά δεν μας εμποδίζουν. Και έχω πολλά παραδείγματα γι αυτό. Όμως αν υπάρχει ταλέντο και θέληση μπορείς να ξεπεράσεις τις δυσκολίες, θα βρεις και το χρόνο για να κάνεις αυτό που θες. Αυτά όλα είναι άλλοθι για την οκνηρία μας ή για να καλύψουμε τη μετριότητά μας και εν τέλει να παρηγορήσουμε και να ψευτοδικαιολογήσουμε τον εαυτό μας.

Ένα από τα πιο χτυπητά παραδείγματα είναι η ιστορία του διάσημου γλύπτη, του Γιαννούλη Χαλεπά (φωτό), που ίσως κάποιοι την ξέρετε, αλλά αν δεν τη ξέρετε, διαβάστε τη, νομίζω ότι αξίζει τον κόπο. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννιέται στον Πύργο της Τήνου το 1851 σε οικογένεια μαρμαροτεχνιτών, που έχουν παράδοση στο νησί. Από μικρός εκδηλώνει το ταλέντο του στη γλυπτική, και στα 18 του, το 1869 πηγαίνει στην Αθήνα στη σχολή Καλών Τεχνών για σπουδές. Το ταλέντο του είναι εμφανές, και του δίνεται υποτροφία να φύγει για τη Γερμανία, για το Μόναχο, το 1873. Στο τρίτο όμως έτος των σπουδών, του κόβουν την υποτροφία για να τη δώσουν σε κάποιον ευνοούμενο του κομματάρχη του νησιού (Γκόρτσος-Γκόρτσος) που του χρωστούσε ρουσφέτι (Ω ναι, αγαπητοί μου! μπορεί το 1876 να συνέβαιναν αυτά στη Ψωροκώσταινα αλλά τώρα το 2008 στην ισχυρή Ελλάδα της ευρωζώνης, επικρατεί πλήρης αξιοκρατία και διαφάνεια…). Ο Χαλεπάς, απογοητευμένος επιστρέφει στην Αθήνα. Αυτή την περίοδο, την κλασικίζουσα, φιλοτεχνεί και την περίφημη κοιμωμένη του που βρίσκεται στο Α’ νεκροταφείο, κατόπιν παραγγελίας της οικογένειας της 17χρονης νεκρής Σοφίας Αφεντάκη. Αυτή η ιστορία με την υποτροφία, σε συνδυασμό με κάποια ερωτική απογοήτευση, του στοίχισε πολύ και ο Χαλεπάς αρχίζει να δείχνει σημάδια παράνοιας, κλείνεται μέσα, γελά χωρίς λόγο και το 1878 παθαίνει ισχυρό νευρικό κλονισμό, παίρνει το σφυρί και καταστρέφει κάμποσα έργα του. Υπάρχει και ο θρύλος, ότι δήθεν τρελάθηκε επειδή αν η κοιμωμένη τέντωνε τα πόδια της αυτά θα περίσσευαν από το κρεβάτι. Η κατάστασή του με τα χρόνια χειροτερεύει, και οι δικοί του, του απαγορεύουν να ασχολείται με τη γλυπτική γιατί νομίζουν ότι αυτή ευθύνεται. Αποφασίζουν να τον κλείσουν στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας το 1888. Οι Κερκυραίοι, ξέρουμε καλά τι σημαίνει αυτό. Ακόμα και τέρας λογικής να είσαι, αν περάσεις από κει τη σχιζοφρένεια την έχεις στο τσεπάκι. Υγρασία, κελιά, πρωτόγονες μέθοδοι “θεραπείας”, ξύλο, τότε ούτε η ψυχιατρική ως κλάδος της Ιατρικής δεν υπήρχε καλά-καλά, οι φύλακες μεταχειρίζονταν τους ασθενείς σα ζώα. Ό, τι ο Χαλεπάς με τα ελάχιστα υλικά προσπαθούσε να φτιάξει, οι φύλακες το κατέστρεφαν αμέσως. Όταν το 1901 πεθαίνει ο πατέρας του, η μάνα του πάει και τον παίρνει από το ψυχιατρείο και επιστρέφουν στην Τήνο. Στην εκεί μικρή κοινωνία, ο Χαλεπάς γίνεται ο κλασικός τρελός του χωριού, ο τρελο-Γιάννης. Τα παιδιά τον κοροϊδεύουν και γελάνε μαζί του, κάνει τον νεροκουβαλητή, βόσκει πρόβατα, μαζεύει τις γόπες να καπνίσει από το χώμα. Η μάνα του, του απαγορεύει οποιαδήποτε ασχολία με γλυπτική και σχέδιο και κλειδώνει το υπόγειο του σπιτιού όπου ήταν το οικογενειακό εργαστήρι. Η μάνα του πεθαίνει το 1916. Ο Χαλεπάς στα 65 του πλέον και μετά από 38 χρόνια απραξίας, 15 εκ των οποίων έγκλειστος σε ψυχιατρείο, την ίδια μέρα της κηδείας της μάνας του, ανοίγει το υπόγειο και αρχίζει να δουλεύει. Σε πολύ λίγο καιρό θεραπεύεται εντελώς και η καλλιτεχνική Αθήνα τον δέχεται με θαυμασμό. Όχι μόνο συνέχισε να δουλεύει, αλλά αλλάζει και το στυλ του ακολουθώντας τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ο Δάσκαλος, πλέον, συνεχίζει να δημιουργεί, προσπαθώντας να κερδίσει τα χρόνια που έχασε, να διοργανώνει και να συμμετέχει σε εκθέσεις. Πεθαίνει το 1938, στα 87 του, αναγνωρισμένος και τιμημένος.

Γι΄ αυτό λοιπόν, μη ξανακούσω κανα κλαψομ%$*η να γκρινιάζει ότι δεν έχει χρόνο” ή ότι φταίει η κακούργα η κενωνία, που άλλους τους ανεβάζει και άλλους τους κατεβάζει στα τάρταρα!

 

10 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
15 Φεβρουαρίου 2008, 08:06
Χαρά και εργασία...


Έχω κατά καιρούς παρατηρήσει ότι πάρα πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, παίρνουν τα πράγματα δεδομένα. Έτσι είναι, έτσι τα βρήκαμε, έτσι παραμένουν. Χωρίς καμία διάθεση αμφισβήτησης, χωρίς καμία δεύτερη σκέψη, χωρίς καμία ανάλυση (εμένα μου αρέσει γενικά να αναλύω τα πράγματα αλλά και να «ληστεύω» ιδέες και σκέψεις, εξ΄ου και το nickname μου), οι περισσότεροι αποδέχονται τα πάντα. Από τη θρησκεία και την παράδοση ως τις ανθρώπινες σχέσεις και τις κοινωνικές δομές. Δεν το σκέφτονται, δεν το «δουλεύουν» το πράγμα, δεν αμφισβητούν, δεν προσπαθούν να δουν τις συνιστώσες του και να φτάσουν στο «δια ταύτα» (είναι βλέπεις και κουραστικό, δεν ανοίγουμε την τηλεόραση καλύτερα…). Βέβαια, αυτή είναι και η βάση, η απαρχή της Φιλοσοφίας, αλλά και μόνο να το πεις κάπου σε έχουν πάρει στο ψιλό, σε γιουχάρουν ως «κουλτουριάρη» και σου πετάνε ντομάτες.

 Στο συγκεκριμένο ποστ, αφού από διαδικτυακές ντομάτες δεν κινδυνεύω παρά μόνο από δεικτικά σχόλια, θα φιλοσοφήσω λίγο το θέμα της εργασίας, με έμφαση στην εργασιομανία ως φαινομένου κοινωνικού αλλά και ως ψυχικής διαταραχής.  Ο παλαιολιθικός άνθρωπος, ως κυνηγός και τροφοσυλλέκτης, ασκούσε αυτές τις δύο ασχολίες για να συντηρηθεί και το πράγμα τελείωνε εκεί, χωρίς ασφαλιστικό, συντάξεις και εφάπαξ, επιδόματα αδείας, project managers και bonus παραγωγικότητας. Το πράγμα άρχισε όμως να στραβώνει ήδη από την νεολιθική εποχή όπου ο άνθρωπος άρχισε πλέον να καλλιεργεί τη γη και να εκτρέφει τα ζώα αντί να τα κυνηγά. Η ατομική ιδιοκτησία ήταν πλέον γεγονός όπως και οι έννοιες του χωραφιού, του κτήματος, της σοδειάς, άρα και του πλούτου. Κάποιος είχε περισσότερη σοδειά, μεγαλύτερο κοπάδι και μεγαλύτερα κτήματα από τον άλλο. ’ρχισαν να αναπτύσσονται και οι πρώτοι μόνιμοι οικισμοί και κοινωνικές δομές. ’ρχισε να υφίσταται και η έννοια της οικογένειας αλλά και της πατρότητας, διότι σε κάποιον έπρεπε να κληροδοτηθεί η περιουσία, μη χαθεί, κρίμα είναι. Οι ανάγκες άρχισαν να αυξάνονται και για να καλυφθούν άρχισαν να δημιουργούνται και τα επαγγέλματα, γεωργός, ψαράς, κυνηγός, οικοδόμος,  αλλά αργότερα και γραφιάς και άλλα επαγγέλματα λαμογιών παρασιτικά όπως τραπεζίτης και βέβαια ιερέας. Για τις ανταλλαγές των προϊόντων επινοήθηκε και η σατανικότερη εφεύρεση όλων των εποχών, το χρήμα. Και, φυσικά, έπρεπε κάποιος να κάνει κουμάντο στο χωριό και να το προστατεύει από τις βλέψεις στην περιουσία από τους κατοίκους του παρακάτω χωριού, οπότε να’ σου και οι άρχοντες,  που συνήθως ήταν οι πλουσιότεροι, οι μπάτσοι και ο στρατός, οι ανέκαθεν παρασιτικοί, αργόμισθοι και γλύφτες των αρχόντων.  Όπως μπορείτε να καταλάβετε, τα πράγματα λίγο έχουν αλλάξει ως προς την ουσία τους από το 5000 π.X.

Με τους πολέμους, τους αιχμαλώτους και την αύξηση των πληθυσμών όποιος είχε μεγάλη περιουσία, δεν ήταν κορόιδο να δουλεύει για πάρτη του τα κτήματα, οπότε να’ σου και ο θεσμός της δουλείας, ο οποίος επέζησε στην απάνθρωπη αρχαία του μορφή μέχρι και τον 19ο αι., και κατά τη γνώμη μου επιζεί και σήμερα σε πιο λάιτ εκδοχή, με το politically correct σύστημα της μισθωτής εργασίας.  Έτσι, τα δουλάκια δουλεύουν, με μόνο ένα κομμάτι ψωμί να μην ψοφήσουν, και ο ιδιοκτήτης πλουτίζει και κάααθεται, ουπς σόρυ, «διοικεί», ξέρεις τι ευθύνες και κούραση έχει αυτό;.

Η σκληρή, ανιαρή και διεκπεραιωτική δουλειά δεν συνάδει με υψηλά πνευματικά επιτεύγματα. ’λλο δουλεύω σαν το μουλάρι, αγγαρεία και ρουτίνα και άλλο εργάζομαι, δημιουργώ κάνω κάτι το περισσότερο που μένει. Αν δουλεύεις σκληρά για το ψωμί σου, είναι δυνατόν να σκέφτεσαι φιλοσοφίες για το «είναι» και το «φαίνεσθαι»; Οι αρχαίοι ελεύθεροι Αθηναίοι, αντιπαθούσαν όσο τίποτα τη χειρωνακτική εργασία, είπαμε ότι οι δούλοι τα έκαναν αυτά, και αυτός θεωρείται ένας από τους λόγους που εξελίχθηκε η φιλοσοφία, τα γράμματα και το δράμα, καθώς οι Αθηναίοι ήταν ξεκούραστοι και απαλλαγμένοι από το μαγγανοπήγαδο σκότωναν την ώρα τους όχι πίνοντας μόνο κεκραμμένον οίνον αλλά συζητώντας στην Αγορά για τα κοινά και φιλοσοφώντας. Βέβαια, η αλλεργία τους στη χειρωνακτική εργασία, άρα και στο πείραμα, είναι υπεύθυνη για την καθυστέρηση των φυσικών επιστημών σε σχέση με τη φιλοσοφία στα κλασικά χρόνια, όμως αργότερα, στα ελληνιστικά, πήραν κι αυτές ώθηση με πιο γνωστό τον και μηχανικό και μαθηματικό Αρχιμήδη.  Αν λίγο δείτε στην ιστορία των επιστημών τις μορφές του πνεύματος και της διανόησης, θα  αντιληφθείτε ότι οι περισσότεροι διανοητές και επιστήμονες μέχρι και τον 20ο αι. ήταν της ανώτερης κοινωνικής τάξης, όχι λόγω ευφυΐας, αλλά λόγω συνθηκών και απαλλαγής από τη ρουτίνα και το σωματικό μόχθο. Η βιομηχανική εποχή άλλαξε τους κολίγους και τους δούλους στα φέουδα σε βιομηχανικούς εργάτες και η σημερινή μας εποχή που από κάποιους χαρακτηρίζεται «τεχνολογική» έχει μετατρέψει τους (μη σκεπτόμενους που είπα στην αρχή) εργαζόμενους σε υπαλλήλους καριερίστες, με έντονο το αίσθημα του ανταγωνισμού, της κοινωνικής ανόδου και του bonus για την κάλυψη των ολοένα αυξανόμενων καταναλωτικών αναγκών, πιστωτικών καρτών και άλλων δεινών.

Θα μου πει τώρα κάποιος, εντάξει ρε φίλε, καλά μας τα ζάλισες με όλα αυτά, και τι προτείνεις τώρα να την πέσουμε κάτω από ένα δέντρο ξάπλα και να τα ξύνουμε;

Αφού ζούμε στο υπάρχον σύστημα, μας αρέσει ή όχι πρέπει να παίξουμε με τους κανόνες του. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι ευχαρίστως το αποδεχόμαστε και δεν καταλαβαίνουμε τι παίζει. Η εργασιομανία, η οποία βολεύει πολύ τους «αποπάνω», είτε προέρχεται από άγνοια της εκμετάλλευσης που υφίσταται κάποιος, σε συνδυασμό με ένα διαστρεβλωμένο ενοχικό δήθεν «αίσθημα ευθύνης» και με μια σπαστική νοοτροπία του «καλού παιδιού» ή και το φόβο της απόλυσης. Μπορεί επίσης να προέρχεται από την ανύπαρκτη ή προβληματική προσωπική και οικογενειακή ζωή κάποιου, οπότε προσπαθεί να γεμίσει τις ώρες του με τη δουλειά και τις αμισθί υπερωρίες, φερόμενος όμως έστω και εν αγνοία του (που δεν το πολυπιστεύω αυτό δηλαδή) εντελώς αντισυναδελφικά, κάνοντας τους άλλους να φαίνονται αδιάφοροι στα μάτια του προϊστάμενου. Πάντως, για όσους εργασιομανείς έχω συναντήσει, αν και θα περίμενες ο ζήλος και το άγχος που δήθεν έχουν να εξαργυρώνεται σε θαυμαστές επιδόσεις και επιτεύγματα, σε καμία περίπτωση δεν αντιλήφθηκα κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, οι πιο ισορροπημένοι άνθρωποι (που τολμώ να εντάξω και εγώ τον εαυτό μου) είναι αποτελεσματικότεροι σε λιγότερο χρόνο δουλειάς, πιο χαλαρά αλλά και πιο αθόρυβα. Η ζωή μετά τη δουλειά, την όποια δουλειά, ακόμα και την πιο δημιουργική, είναι απείρως σημαντικότερη.

 

Έτσι για να μην αλλάξω το στυλ μου, στον αντίποδα της εργασιομανίας, θα αναφέρω το εξής περιστατικό: συνάντησα προ ημερών ένα φίλο δημόσιο υπάλληλο και τον ρώτησα για ένα φίλο του, δικηγόρο, επίσης δημόσιο υπάλληλο που είχα γνωρίσει κάποτε. Ο τύπος αυτός διορίστηκε στο Υπουργείο Τουρισμού (γεια σου ’ρη τέκνουρα). Όταν πρωτοπήγε εκεί, πάει η προϊσταμένη του να του αναθέσει μια υπόθεση:

-κ. Θ., σας φέρνω τον φάκελο με την πρώτη σας υπόθεση.

-(αφού τον περιεργάζεται λίγα λεπτά), κ. προϊσταμένη, κοιτάξτε. Εγώ είμαι έμπειρος νομικός, είμαι 37 ετών, έχω ασκήσει μαχόμενη δικηγορία, και έχω μεταπτυχιακό στο ναυτιλιακό δίκαιο. Θα σας παρακαλούσα θερμά να μην με απασχολείτε με τέτοιες αστείες υποθέσεις, με υποτιμάτε, αναθέστε τις  σε κάποιους νεότερους συναδέρφους!

Έτσι, ο φιλαράκος τη γλίτωσε, καφεδάκι, στριφτό τσιγάρο, εφημερίδα, τράπεζα, ουζάκι και οι μέρες περνούσαν. Κάποια στιγμή σκάει και μια όντως σοβαρή υπόθεση. Η προϊσταμένη του Θ. παίρνει το φάκελο:

-κ.Θ. σας φέρνω μια υπόθεση αντάξιά σας!

- Όχι, κ. προϊσταμένη, δεν υπάρχει περίπτωση! Θέλετε να με κλείσετε φυλακή; Μπορώ εγώ, νέος υπάλληλος να αναλάβω τέτοια ευθύνη; Και αν την αναλάβω, σας καθιστώ υπεύθυνη για οποιοδήποτε σφάλμα μου!

Η προϊσταμένη τα μάζεψε κι έφυγε, ο Θ. έστριψε τσιγάρο χαμογελώντας…

 
9 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
05 Φεβρουαρίου 2008, 08:47
Α ρε μπαμπά...


Την περασμένη Τετάρτη στις 30 του μηνού, ήτανε των Τριών Ιεραρχών(ε), βοήθειά μας, σχολική αργία και ως εκ τούτου τα καμάρια μας το ξύνανε μεγαλοπρεπώς, όπως και οι εκπαιδευτικοί βεβαίως-βεβαίως, ενώ οι υπόλοιποι εργαζόμενοι…τον πούλο. Συνεπώς, ο μικρός παρκαρίστηκε στη γιαγιά του στο Παγκράτι, από όπου πήγα και εγώ να τον μαζέψω το απόγευμα. Επιστρέφοντας, στο δρόμο που περνά μπροστά από το Κάραβελ, με πιάνει φανάρι δίπλα σε ένα διπλοπαρκαρισμένο τεράστιο μαύρο τζιπ, απ΄ όπου και κατεβαίνει και ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ ο…Κωνσταντίνος (όχι ο Βήτα, ούτε ο Μαρκουλάκης, αυτόν τον βλέπω στο Πεδίο του ’ρεως να βγάζει βόλτα το σκυλί του τη Λόλα). Ήταν ο τέως βασιλέας, ο επονομαζόμενος εσχάτως και Ντελαγκρέτσιας. Οπότε και δράττομαι της ευκαιρίας να επιμορφώσω τον 7χρονο γιο μου περί σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και δημοκρατικών φρονημάτων
  • Μικρέ, τον βλέπεις εδώ δεξιά αυτόν τον κύριο με τα γυαλιά και τα γκρίζα μαλλιά;
  •  

  • (Αφού το ξέρει ο βλάκας ότι το “μικρός με τσαντίζει…) Ναι, τον βλέπω.

     

  • Ξέρεις ποιος είναι;
  •  

  • Μήπως είναι ο θείος ο Γιάννης, ο θείος της μαμάς;

     

  • Όχι, όχι. Αυτός που βλέπεις είναι ο τελευταίος βασιλιάς της Ελλάδας, ο Κωνσταντίνος και η κυρία που βλέπεις μέσα, αν και δεν μπορώ να δω καλά, είναι μάλλον η γυναίκα του η ’ννα-Μαρία, που ήταν και αυτή βασίλισσα.

     

  • Α, και γιατί δε φοράει κορώνα;
  •  

  • Γιατί τώρα δεν είναι πια βασιλιάς (με πιάνει τώρα το δασκαλίστικο), από το 1967 και μετά έφυγε και μετά το δημοψήφισμα του 1973 πλέον δεν έχουμε βασιλιάδες εδώ.
  •  

  • Και τι έχουμε;
  •  

  • Έχουμε Πρόεδρο της Δημοκρατίας που αλλάζει κάθε πέντε χρόνια, άντε δέκα το πολύ από τη Βουλή, ενώ με τους βασιλιάδες τους έχεις μπαστακωμένους αυτούς και το σόι τους θες δε θες.

     

  • Και τι πειράζει;
  •  

  • Πειράζει, γιατί όλο αυτό το ασκέρι κάθεται και ξύνεται στο παλάτι μέσα στη χλιδή με εκατό υπηρέτες και δεν κάνει τίποτα.

     

  • Τίποτα;
  •  

  • Ε, κάνουν ιππασία, δεξιώσεις, τένις, έτσι για να σκοτώνουν την ώρα τους, φοράνε στις παρελάσεις τις στολές, κάνουν και πολλά παιδιά για να μη χαθεί η ράτσα, και ο θρόνος βέβαια, γιατί εδώ δεν εκλέγονται αλλά το πράγμα πάει κληρονομικά.

     

  • Δηλαδή;
  •  

  • Ο μεγαλύτερος γιος του βασιλιά, ο πιο μεγάλος πρίγκηπας δηλαδή, λέγεται διάδοχος και είναι αυτός που θα γίνει βασιλιάς όταν αυτός πεθάνει.

     

  • Α, ρε μπαμπά, αυτό έπρεπε να γίνεις! Έπρεπε να ήσουν βασιλιάς, να ήμουν εγώ πρίγκηπας, δηλαδή διάδρομος; καπνοδόχος;-πως το πες

     

  • Διάδοχος

     

  • Αυτό, και μετά να πέθαινες και να γινόμουν εγώ βασιλιάς!
  •  

16 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Συγγραφέας
analystis
Νίκος
Μεγαλο-πολυ μεγαλο-εισοδηματίας
από ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/analystis

"ΛΗΣΤΕΙΕΣ" ΚΑΙ "ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ"

Tags

βιογραφίες επιστήμη μουσική χιούμορ σχέσεις χιούμορ παιδί



Επίσημοι αναγνώστες (8)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...


Φιλικά Blogs

Links