Μες το σκοτάδι έστεκα εμπρός σου.
Μα δε με έβλεπες.
Καθώς ερχόταν το χαλάζι δεν ξαπόσταινες.
Μες τη σιωπή σα σου μιλούσα δε με άκουγες.
Κι απ τα όνειρα τις αυταπάτες σου ξέντυνα.
Όπως ο Κάιν τώρα πλανιέσαι, δε το κατάλαβες;
Εδώ το ψέμα φλέγετε και το λάθος δε λέγετε.
Ίσως στο βάθος η αγάπη έγινε μίσος ποιός να το ήξερε,
στο κάψιμο ενός τσιγάρου, στου χρόνου τη μετάλλαξη.
Σε τούτο το τόπο που τα φιλιά τα τσαλακώνει και τους ανθρώπους λιώνει.
Ο χάρος ο χορευταράς, κι ο Διγενής παλληκαράς
παλεύουνε σε πανηγύρια και αλώνια
μες σε αυλές και σε μπαλκόνια
σε εργοτόπια σκοτεινά και ιδρωμένα
μέσα σε κέρδος κυκλωμένα.
Αιώνες τώρα τραγουδάς αιμορραγεί και προχωράς.
Σε ένα καντήλι προσκυνάς φως μου, χλομό.
Φιγούρα θλιμμένη στου ουρανού το στερέωμα.
Εικόνα κριμένη στου πόθου το μαράζωμα.
Της μνήμης η αντάρα, στη σκέψη αναπάντεχη ηλιαχτίδα.
Αλλαγές νότες ρομαντικές ποίηση Πεζό Ποιημα ποίημα Ποίημα Σκέψεις Τραγούδι